Ἅγιος Σωφρόνιος*
Θὰ ἤθελα τώρα νὰ μιλήσω γιὰ ἐκεῖνο ποὺ μοῦ χάρισε ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἐπιστροφή μου σὲ Αὐτὸν σὲ ὥριμη ἡλικία, ὅταν οἱ θεῖες ἐπισκέψεις συνδέονταν μὲ βαθειὰ προσευχὴ μετανοίας.
Στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς περιόδου τὸ Φῶς ἐμφανιζόταν μᾶλλον ὡς Πῦρ ποὺ κατέφλεγε ὁτιδήποτε αἰσθανόμουν ξένο πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἐπιφάνεια τοῦ σώματός μου καὶ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς μου.
Ὤ, τότε δὲν γνώριζα καὶ δὲν συνειδητοποιοῦσα τί συνέβαινε ἐντός μου.
Ἡ σκέψη μου δὲν ἐπιχειροῦσε νὰ ἐρευνήσει τὴ φύση τοῦ Πυρὸς καὶ τοῦ Φωτὸς ἐκείνου. Ἔπασχα στὴ μετάνοιά μου μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη· γνώριζα ὅμως ὅτι ἀναγεννήθηκα πνευματικά.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια μὲ κατέκλυζαν ἰσχυρὰ κύματα συναισθημάτων καὶ σκέψεων. Ἔρχονταν ἄλλοτε ξαφνικά, ἄλλοτε σταδιακά· κάποτε ὅλα ἀναμιγνύονταν ὅπως σὲ καιρὸ νυχτερινῆς καταιγίδας· εἶναι ἀδύνατον νὰ προσδιορίσω τώρα κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ αὐτὰ ποὺ ἔζησα. Ἐκεῖνο ποὺ μὲ βεβαιότητα θυμᾶμαι εἶναι ἡ ἀκατάσχετη ὁρμή μου πρὸς τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν πόθο μου γι’ Αὐτὸν μέχρι θανάτου. Τὸν πόθο μου αὐτὸν τὸν ἐξέφραζα στὶς δεήσεις μου μὲ τέτοια αὐτοσυγκέντρωση, ὥστε, καὶ ἂν κατέβαινε Πῦρ ἢ Φῶς, δὲν ἀποσποῦσε τὴν προσοχή μου ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅλη ἡ ὁρμή μου στρεφόταν πρὸς Αὐτόν. Καὶ νά, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (ἴσως τὸ ἔτος 1924), τὸ Φῶς μὲ ἐπισκέφθηκε μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ τὸ αἰσθάνθηκα σὰν ἐπαφὴ τῆς Θείας αἰωνιότητος μὲ τὸ πνεῦμα μου. Ἱλαρό, γεμάτο εἰρήνη καὶ ἀγάπη, τὸ Φῶς παρέμεινε μαζί μου τρεῖς ἡμέρες. Διέλυσε τὸν γνόφο τῆς ἀνυπαρξίας ποὺ στεκόταν μπροστά μου. Ἀναστήθηκα, καὶ μέσα μου, μαζί μου, ἀναστήθηκε ὁ κόσμος ὅλος. Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Πάσχα ἀντήχησαν μέσα μου μὲ συγκλονιστικὴ δύναμη: «Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος». Καταπονημένος ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ γενικοῦ θανάτου, ἀνέζησα ἐκείνη τὴ στιγμή: Ἀλήθεια, καὶ ἡ ψυχή μου ἀναστήθηκε καὶ κανέναν πιὰ δὲν βλέπω νεκρό...
Ἂν τέτοιος εἶναι ὁ Θεός, πρέπει τὸ συντομώτερο νὰ ἐγκαταλείψω τὰ πάντα καὶ νὰ ἀναζητήσω μόνον τὴν ἕνωση μὲ Αὐτόν.
Στὴν ἀρχὴ αὐτῆς τῆς περιόδου τὸ Φῶς ἐμφανιζόταν μᾶλλον ὡς Πῦρ ποὺ κατέφλεγε ὁτιδήποτε αἰσθανόμουν ξένο πρὸς τὸν Θεὸ καὶ στὴν ἐπιφάνεια τοῦ σώματός μου καὶ στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ψυχῆς μου.
Ὤ, τότε δὲν γνώριζα καὶ δὲν συνειδητοποιοῦσα τί συνέβαινε ἐντός μου.
Ἡ σκέψη μου δὲν ἐπιχειροῦσε νὰ ἐρευνήσει τὴ φύση τοῦ Πυρὸς καὶ τοῦ Φωτὸς ἐκείνου. Ἔπασχα στὴ μετάνοιά μου μὲ ὅλη μου τὴν ὕπαρξη· γνώριζα ὅμως ὅτι ἀναγεννήθηκα πνευματικά.
Ἐκεῖνα τὰ χρόνια μὲ κατέκλυζαν ἰσχυρὰ κύματα συναισθημάτων καὶ σκέψεων. Ἔρχονταν ἄλλοτε ξαφνικά, ἄλλοτε σταδιακά· κάποτε ὅλα ἀναμιγνύονταν ὅπως σὲ καιρὸ νυχτερινῆς καταιγίδας· εἶναι ἀδύνατον νὰ προσδιορίσω τώρα κατὰ χρονολογικὴ σειρὰ αὐτὰ ποὺ ἔζησα. Ἐκεῖνο ποὺ μὲ βεβαιότητα θυμᾶμαι εἶναι ἡ ἀκατάσχετη ὁρμή μου πρὸς τὸν Θεὸ ἀπὸ τὸν πόθο μου γι’ Αὐτὸν μέχρι θανάτου. Τὸν πόθο μου αὐτὸν τὸν ἐξέφραζα στὶς δεήσεις μου μὲ τέτοια αὐτοσυγκέντρωση, ὥστε, καὶ ἂν κατέβαινε Πῦρ ἢ Φῶς, δὲν ἀποσποῦσε τὴν προσοχή μου ἀπὸ τὸν Θεό, καὶ ὅλη ἡ ὁρμή μου στρεφόταν πρὸς Αὐτόν. Καὶ νά, τὴν ἡμέρα τοῦ Μεγάλου Σαββάτου (ἴσως τὸ ἔτος 1924), τὸ Φῶς μὲ ἐπισκέφθηκε μετὰ τὴ Θεία Κοινωνία καὶ τὸ αἰσθάνθηκα σὰν ἐπαφὴ τῆς Θείας αἰωνιότητος μὲ τὸ πνεῦμα μου. Ἱλαρό, γεμάτο εἰρήνη καὶ ἀγάπη, τὸ Φῶς παρέμεινε μαζί μου τρεῖς ἡμέρες. Διέλυσε τὸν γνόφο τῆς ἀνυπαρξίας ποὺ στεκόταν μπροστά μου. Ἀναστήθηκα, καὶ μέσα μου, μαζί μου, ἀναστήθηκε ὁ κόσμος ὅλος. Οἱ λόγοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου στὸ τέλος τῆς ἀκολουθίας τοῦ Πάσχα ἀντήχησαν μέσα μου μὲ συγκλονιστικὴ δύναμη: «Ἀνέστη Χριστός, καὶ νεκρὸς οὐδεὶς ἐπὶ μνήματος». Καταπονημένος ἀπὸ τὸ θέαμα τοῦ γενικοῦ θανάτου, ἀνέζησα ἐκείνη τὴ στιγμή: Ἀλήθεια, καὶ ἡ ψυχή μου ἀναστήθηκε καὶ κανέναν πιὰ δὲν βλέπω νεκρό...
Ἂν τέτοιος εἶναι ὁ Θεός, πρέπει τὸ συντομώτερο νὰ ἐγκαταλείψω τὰ πάντα καὶ νὰ ἀναζητήσω μόνον τὴν ἕνωση μὲ Αὐτόν.
*απο το βιβλιο Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι, σ. 274
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου