Συνέχεια από: Τετάρτη 17 Απριλίου 2024
᾿Απόδοσις ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου
[51.] Εἰ δὲ καὶ ἡ μεταφυσικὴ ἐπιστήμη (τὴν ὁποίαν οἱ ῞Ελληνες πρώτην φιλοσοφίαν ὠνόμασαν, μὲ τὸ νὰ μὴν ἤξευραν ἄλλο εἶδος θεωρίας ὑψηλότερον), εἰ δὲ λέγω καὶ ἡ μεταφυσικὴ καταγίνεται εἰς τοὺς περὶ Θεοῦ λόγους, καὶ φιλοσοφεῖ διὰ τὰ ὅλως ἄϋλα καὶ νοερά, πλὴν καὶ αὐτή, ἀγκαλὰ καὶ νὰ εὑρίσκῃ τὴν ἀλήθειαν, ὅμως πολὺ ἀπέχει ἀπὸ τὴν θεοπτίαν, ἤτοι τὴν τοῦ Θεοῦ θεωρίαν· καὶ τόσον εἶναι μακρὰν ἀπὸ τὴν συνομιλίαν τοῦ Θεοῦ, ὅσον εἶναι μακρὰν καὶ τὸ νὰ ἠξεύρῃ κανεὶς ἕνα πρᾶγμα ἀπὸ τὸ νὰ τὸ ἔχῃ. ῎Αλλο γὰρ εἶναι νὰ λαλῇ τινὰς διὰ τὸν Θεὸν καὶ ἄλλο τὸ νὰ συνομιλῇ μὲ τὸν Θεόν. ᾿Επειδὴ εἰς τὸ νὰ λαλῇ τινὰς διὰ τὸν Θεόν, χρειάζεται καὶ λόγον προφορικὸν καὶ τέχνην τοῦ λέγειν διὰ νὰ μεταδίδῃ καὶ εἰς τοὺς ἄλλους τὴν γνῶσιν καὶ τέχνην διαφόρων συλλογισμῶν καὶ ἀποδείξεις ἀναγκαίας, καὶ παραδείγματα κοσμικά, τὰ ὁποῖα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον συναθροίζονται ἀπὸ τὴν ὅρασιν καὶ ἀκοήν. Καὶ διὰ νὰ εἰπῶ μὲ συντομίαν, ἡ τοιαύτη Θεολογία ἀσχολεῖται εἰς τούτου τοῦ κόσμου τὰ πράγματα καὶ ἠμποροῦν νὰ τὰ ἔχουν καὶ οἱ σοφοὶ τοῦ αἰῶνος τούτου, κἄν καὶ εἶναι ἀκάθαρτοι κατὰ τὴν ψυχὴν καὶ τὴν ζωήν. Μὰ τὸ νὰ συνομιλῇ τινὰς μὲ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἑνωθῇ κατὰ ἀλήθειαν εἶναι ἀδύνατον ἀνίσως δὲν καθαρισθῇ πρῶτον ἀπὸ τὰ πάθη· καὶ μετὰ τὴν κάθαρσιν νὰ γένῃ ἔξω τοῦ ἑαυτοῦ του, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν ν᾿ ἀναβῇ ὑπεράνω ἀπὸ τὸ εἶναι του· νὰ ἀφίσῃ κάτω ὅλα τὰ αἰσθητὰ ὁμοῦ καὶ τὴν αἴσθησιν, νὰ γένῃ ἀνώτερος ἀπὸ τοὺς συλλογισμοὺς καὶ ἀπὸ κάθε γνῶσιν καὶ ἀπὸ αὐτὴν τὴν διάνοιαν, καὶ ὅλως δι᾿ ὅλου νὰ γένῃ τῆς κατ᾿ αἴσθησιν νοερᾶς ἐνεργείας, τὴν ὁποίαν ὁ Σολομῶν θείαν αἴσθησιν προωνόμασε· καὶ ἔτζι ἀπὸ αὐτὰ ὅλα ὕστερα νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ὑπὲρ πᾶσαν γνῶσιν ἀγνωσίαν, ταὐτὸν εἰπεῖν νὰ γένῃ ἀνώτερος ἀπὸ κάθε εἶδος τῆς πολυθρυλήτου τῶν ἀνθρώπων σοφίας, ὡσὰν ὅπου τῆς μὲν ἀνθρωπίνης σοφίας τὸ τέλος εἶναι ἡ γνῶσις, τῆς δὲ θείας σοφίας εἶναι ἡ ἀγνωσία.
[52.] Αὐτὸ λοιπὸν —τὸ νὰ συνομιλήσῃ καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεὸν— ἡ Παρθένος ζητοῦσα (ἐπειδὴ εἶναι ἀναγκαῖον εἰς τοὺς μεσίτας νὰ συνομιλήσουν εἰς τοὺς μεσιτευομένους αὐθέντας), εὑρίσκει εἰς τοῦτο συμβοηθὸν τὴν ἡσυχίαν· ἡσυχίαν τὴν στάσιν τοῦ νοὸς καὶ ὅλου τοῦ κόσμου, τὴν ἀλησμονησίαν τῶν γηΐνων καὶ μαθήτριαν τῶν οὐρανίων· τὴν ἀποθησαύρισιν τῶν πνευματικῶν νοημάτων. Αὕτη ἡ ἡσυχία τοῦ νοὸς εἶναι μία πρᾶξις, ἢτις ἀληθῶς γίνεται ἐπίβασις τῆς ἀληθοῦς θεωρίας, ἢ μᾶλλον εἰπεῖν θεοπτίας· ἡ ὁποία θεοπτία εἶναι μία μοναχὴ ἀπόδειξις τῆς ὑγιαινούσης ψυχῆς. Διότι κάθε ἄλλη ἀρετὴ εἶναι ὡσὰν ἕνα ἰατρικὸν εἰς τὰς ἀσθενείας τῆς ψυχῆς καὶ εἰς τὰ πονηρὰ πάθη ὁποὺ ἐρριζώθησαν εἰς αὐτήν. ῾Η δὲ θεωρία εἶναι ὁ καρπὸς τῆς ψυχῆς τῆς ὑγιοῦς, καὶ τὸ σκοπιμώτατον τέλος καὶ ἡ θεοποιὸς ἀρετή, διὰ μέσου τῆς ὁποίας θεοποιεῖται ὁ ἄνθρωπος· καὶ ὄχι διὰ μέσου τῆς ἐξωτερικῆς φιλοσοφίας, ἡ ὁποία ἀποκτᾶται ἀπὸ τοὺς λόγους καὶ τὴν ἀναλογίαν τῶν ὁρωμένων κτισμάτων· μὴ γένοιτο, ἡ τοιαύτη γὰρ φιλοσοφία εἶναι γήϊνος καὶ ταπεινή, ἀλλὰ διὰ μέσου, ὡς εἶπον, τῆς ἐν ἡσυχίᾳ μελέτης καὶ θεωρίας. Επειδὴ διὰ μέσου αὐτῆς χωρίζεται τινὰς ἀπὸ τὰ γήϊνα, καὶ ἑνώνεται μὲ τὸν Θεόν· διὰ μέσου αὐτῆς προσκαρτερεῖ πάντοτε εἰς προσευχὰς καὶ δεήσεις, ὡσὰν ἐπάνω ἐν ὑπερώῳ τοῦ κόσμου τούτου, καὶ πλησιάζει τρόπον τινὰ εἰς τὴν ἀπλησίαστον ἐκείνην καὶ μακαρίαν τοῦ Θεοῦ φύσιν.
[53.] ᾿Αφοῦ δὲ ἑνωθῇ ἀπορρήτως καὶ συγκερασθῇ εἰς τὸ τοιοῦτον ὑπὲρ αἴσθησιν καὶ νοῦν τοῦ Θεοῦ φῶς, τότε αὐτὸς ὡς καθαρίσας τὴν καρδίαν μὲ τὴν ἡσυχίαν βλέπει εἰς τὸν ἑαυτόν του ὡσὰν εἰς καθαρώτατον καθρέπτην τὸν Θεόν. Τοιαύτης κατὰ νοῦν ἡσυχίας παράδειγμα σύντομον καὶ ὠφελιμώτατον ἀπὸ κάθε ἄλλο ἐστάθη ἡ Παρθένος αὕτη, ἢτις ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων ἡνώθη μὲ τὸν Θεὸν διὰ τῆς ἱερᾶς ἡσυχίας. ᾿Επειδὴ μοναχὴ αὐτὴ ἀπὸ ὅλους ἀπὸ τόσον μικρὸν παιδίον ὑπὲρ φύσιν ἡσύχασε, καὶ μοναχὴ αὐτὴ τὸν Θεάνθρωπον Λόγον ἀπειράνδρως ἐκυοφόρησε.
[54.] Πρέπει ὅμως νὰ ἀναβιβάσωμεν τὸν λόγον μας ὀλίγον ἀνωτέρω, διὰ νὰ γένῃ εὔληπτον εἰς τοὺς ἀκροατὰς τὸ μέγα τοῦτο θεώρημα ὁποὺ θέλω διηγηθῶ. ᾿Εγὼ ἐπαινῶ τὸν τρόπον ἐκεῖνον τῶν ἐγκωμίων, ὁ ὁποῖος, ὄχι μόνον ἐγκωμιάζει, ἀλλὰ καὶ ὠφελεῖ τοὺς ἀκροατάς, φανερώνοντας εἰς αὐτοὺς τὴν στράταν τῆς σωτηρίας. Καὶ ἂν καὶ νὰ εἶναι κανένα δυσκολονόητον ἀπὸ τὰ λεγόμενα, νομίζω ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸ ἀπορρίπτωμεν· διατὶ μήτε τὴν στράταν τῆς ζωῆς ἀποφεύγομεν καὶ μὲ ὅλον ὅπου αὐτὴ εἶναι δύσκολος καὶ στενή. ᾿Ελᾶτε λοιπόν, ὦ ἀνδρειωμένοι εἰς τὸν νοῦν, ὅσοι δὲν προτιμᾶτε τὸ εὐκολοαπόκτητον χῶμα, ἀπὸ τὸ δυσκολεύρετον χρυσάφι, καὶ ἄς συμμαζώξῃ καθένας σας τὸν νοῦν του εἰς τὸν ἑαυτόν του, καθὼς μαζώνουσι τὰ ροῦχα τους ἐκεῖνοι ὁποὺ ἔχουν νὰ ἀπεράσουν ἀπὸ δρόμους στενούς· καὶ ὅλοι μὲ προθυμίαν ἀσηκώσατε τὸν νοῦν σας εἰς τὸ ὕψος τῶν νοημάτων. ᾿Επειδὴ οἱ ὑψηλοὶ ἀναβαθμοὶ ἐπάνω εἰς τοὺς ὁποίους ἀναβαίνει ἡ Θεοτόκος εἶναι παντελῶς ἄβατοι εἰς τοὺς γηϊνόφρονας. ᾿Εὰν γὰρ ἀσηκώσετε τὸν νοῦν σας ἀπὸ τὰ γήϊνα, καὶ μελετᾶτε πάντοτε εἰς τὴν θεοειδῆ ζωήν, ὁποὺ ἐπέρασεν ἡ Θεοτόκος εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων, καὶ βάλητε προθυμίαν διὰ νὰ καταλάβητε ἐν ταυτῷ κανένα ἀπὸ τὰ ἐκεῖσε θεῖα μυστήρια καὶ οὐρανόφρονα νοήματα, καὶ νὰ τὰ μιμηθῆτε, ἴσως μετ᾿ ὀλίγον διάστημα ἠθέλατε ἀποκτήσει τὴν μακαρίαν ἐκείνην ἀπόλαυσιν τῶν καθαρῶν τῇ καρδίᾳ, καὶ νὰ βλέπετε ἀοράτως τὰ ἀγαθὰ τοῦ μέλλοντος ἐκείνου αἰῶνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου