Με την «Καρτεσιανή ελευθερία», κλείνει έναν στοχαστικό κύκλο γύρω από την ανθρώπινη συνείδηση, θέτοντας το ζήτημα της συμβατότητας ανάμεσα στην ελευθερία της σκέψης και την αντικειμενικότητα της αλήθειας. Και στα τέσσερα κείμενα εκφράζεται η αντιπαλότητα του φιλοσόφου προς ό,τι θα αποκαλούσαμε «κουλτούρα της εσωτερικότητας». Για τον Σαρτρ, το μόνο συγκεκριμένο είναι ο κάθε ξεχωριστός άνθρωπος μέσα στις καταστάσεις που βιώνει.
Η ΚΑΡΤΕΣΙΑΝΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Η ελευθερία είναι μία, αλλά εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε όλους τους φιλοσόφους που την υπερασπίζονται, μπορούμε να θέσουμε εκ προοιμίου ένα ερώτημα: σε ποια προνομιακή κατάσταση βρισκόσασταν όταν βιώσατε τη προσωπική σας εμπειρία ελευθερίας; Πράγματι, άλλο είναι να αισθάνεσαι ελεύθερος στο πεδίο της δράσης, του κοινωνικού ή πολιτικού εγχειρήματος, της καλλιτεχνικής δημιουργίας, κι άλλο τη στιγμή που κατανοείς ή ανακαλύπτεις κάτι. Ένας Ρισελιέ, ένας Βενσάν ντε Πωλ, ένας Κορνέιγ, αν ήσαν μεταφυσικοί, θα είχαν μερικά πράγματα να μας πούν περί ελευθερίας, επειδή την άδραξαν από μιάν άκρη της την ώρα ακριβώς που εκδηλώνεται χάρη σε ένα απόλυτο γεγονός, στην εμφάνιση του καινούργιου, είτε για ποίημα πρόκειται είτε για θεσμό, μέσα σε έναν κόσμο που μήτε το αποζητά μήτε το αρνείται. Ο Καρτέσιος, προπάντων μεταφυσικός, αδράχνει τα πράγματα από την άλλη άκρη: η πρωταρχική εμπειρία του δεν είναι εκείνη της δημιουργικής ελευθερίας ex nihilo, αλλά καταρχάς η εμπειρία της αυτόνομης σκέψης που, με τις δικές της δυνάμεις, ανακαλύπτει κατανοητές σχέσεις ανάμεσα σε ήδη υφιστάμενες ουσίες. Γι' αυτόν το λόγο, εμείς οι υπόλοιποι Γάλλοι, που εδώ και τρεις αιώνες ζούμε με την καρτεσιανή ελευθερία, λέγοντας «αυτεξούσιο» [«ελεύθερη βούληση»] υπονοούμε την άσκηση μιάς ανεξάρτητης σκέψης μάλλον παρά το αποκύημα μιάς δημιουργικής πράξης, και εντέλει οι φιλόσοφοί μας εξομοιώνουν, όπως ο Αλαίν, την ελευθερία με την άσκηση της κρίσης.Και τούτο γιατί πάντοτε, στη μέθη της κατανόησης, μας πλημμυρίζει η χαρά να αισθανόμαστε υπεύθυνοι για τις αλήθειες που ανακαλύπτουμε. Όποιος κι αν είναι ο δάσκαλος, έρχεται η στιγμή που ο μαθητής στέκεται μόνος ενώπιον του μαθηματικού προβλήματος· αν δεν επιστρατεύσει το πνεύμα του έτσι ώστε να αντιληφθεί τις σχέσεις, αν δεν δημιουργήσει ο ίδιος τις υποθετικές θεωρήσεις και τις γραφικές απεικονίσεις που εφαρμόζονται ως αποκρυπτογραφικός κώδικας στην υπό εξέταση μορφή αποκαλύπτοντας τις κύριες δομές της, αν, τέλος, δεν προκαλέσει μια δραστική πνευματική έκλαμψη, οι λέξεις παραμένουν νεκρά σημεία και όλα απλώς αποστηθίζονται. Έτσι, αυτοπαρατηρούμενος, μπορώ να αισθανθώ ότι η νόηση [intellection] δεν είναι το μηχανικό αποτέλεσμα μιάς παιδαγωγικής διαδικασίας, οι καταβολές της οποίας δεν βρίσκονται παρά μόνο στη θέλησή μου για προσοχή, στη διανοητική μου ένταση, στην άρνησή μου να δέχομαι περισπασμούς ή να επισπεύδω, εντέλει στο πνεύμα μου ολόκληρο, με ριζικό αποκλεισμό όλων των εξωγενών παραγόντων. Τέτοια ακριβώς είναι και η πρωταρχική ενόραση του Καρτέσιου: κατάλαβε, καλύτερα από οποιονδήποτε, ότι και το παραμικρό βήμα της σκέψης την εμπλέκει ολοσχερώς, μια σκέψη αυτόνομη που, απέναντι σε κάθε της ενέργημα, τοποθετείται με την πλήρη και απόλυτη ανεξαρτησία της.
Ωστόσο, όπως έχουμε δεί, αυτή η εμπειρία της αυτονομίας δεν συμπίπτει με την εμπειρία της παραγωγικότητας. Τούτο οφείλεται στο ότι η σκέψη πρέπει να έχει κάτι να κατανοεί – αντικειμενικές σχέσεις ανάμεσα σε ουσίες, σε δομές, μια αλληλουχία: κοντολογίς, μια προκαθορισμένη τάξη σχέσεων. Έτσι, σε αντιστάθμισμα της ελευθερίας της νόησης, τίποτα δεν είναι αυστηρότερο από το δρόμο που έχουμε να διανύσουμε:
Αφού υπάρχει μόνο μία αλήθεια για κάθε πράγμα, όποιος τη βρεί γνωρίζει τόσα όσα μπορεί κανείς να μάθει, κι αν σκεφτείτε ακόμη πως, για παράδειγμα, ένα παιδί που διδάχτηκε την αριθμητική, έχοντας κάνει μια πρόσθεση σύμφωνα με τους κανόνες της, μπορεί να είναι βέβαιο πως, σχετικά με το άθροισμα που ζητούσε, βρήκε ό,τι θα μπορούσε να βρεί το ανθρώπινο πνεύμα. Γιατί, τελικά, η μέθοδος που δίδασκε ν' ακολουθούμε τη σωστή τάξη και να μετρούμε με ακρίβεια όλα τα δεδομένα αυτού που αναζητούμε, περιέχει όλα όσα δίνουν βεβαιότητα στους αριθμητικούς κανόνες1.
Όλα είναι καθορισμένα: το αντικείμενο προς ανακάλυψη και η μέθοδος. Το παιδί που ελεύθερα προσηλώνεται για να κάνει την αριθμητική πράξη της πρόσθεσης με βάση τους κανόνες, δεν εμπλουτίζει το σύμπαν με μια καινούργια αλήθεια. Δεν κάνει τίποτε άλλο από το να επαναθέτει σε λειτουργία μιάν ενέργεια που χιλιάδες άνθρωποι έχουν επιχειρήσει πριν από αυτό, και την οποία δεν πρόκειται ποτέ να οδηγήσει μακρύτερα αποκεί που την πήγαν όλοι οι άλλοι. Η στάση του μαθηματικού είναι, λοιπόν, ένα εντυπωσιακό παράδοξο· και το πνεύμα του μοιάζει με έναν άνθρωπο ο οποίος, μολονότι αναγκάζεται να προχωρεί σε ένα πολύ στενό μονοπάτι όπου κάθε του βήμα αλλά και η ίδια η στάση του σώματός του καθορίζονται αυστηρά από τη φύση του εδάφους και τις ανάγκες του βαδίσματος, διαπερνάται ωστόσο από την ακλόνητη πεποίθηση ότι επιτελεί ελεύθερα όλες του τις κινήσεις. Εν ολίγοις, αν εκκινήσουμε από τη μαθηματική νόηση, πως θα συμβιβάσουμε τον καθορισμένο και αναγκαίο χαρακτήρα των ουσιών με την ελευθερία της κρίσης; Το πρόβλημα είναι μάλιστα οξύτερο, καθώς, στην εποχή του Καρτέσιου, η τάξη των μαθηματικών αληθειών εμφανιζόταν σε όλους τους ορθοφρονούντες ως αποτέλεσμα της θείας θέλησης. Κι εφόσον η εν λόγω τάξη δεν μπορεί να παρακαμφθεί, ένας Σπινόζα προτίμησε να της θυσιάσει την ανθρώπινη υποκειμενικότητα: θα καταδείξει ότι το αληθές αναπτύσσεται και επιβεβαιώνεται χάρη στην προσίδια δύναμή του, μέσω αυτών ακριβώς των ατελών ατομικοτήτων, δηλαδή των πεπερασμένων τρόπων. Ενώπιον της τάξης των ουσιών, πράγματι η υποκειμενικότητα δεν μπορεί να είναι παρά η απλή ελευθερία προσήλωσης στο αληθές (υπό την έννοια ότι, όπως για ορισμένους μοραλιστές, το μόνο δικαίωμα που έχουμε είναι να κάνουμε το καθήκον μας), αλλιώς πρόκειται για συγκεχυμένη σκέψη, για αλήθεια ακρωτηριασμένη, η ανάπτυξη και αποσαφήνιση της οποίας θα εξαφανίσει τον υποκειμενικό της χαρακτήρα. Στη δεύτερη περίπτωση, ο άνθρωπος εξαφανίζεται, δεν απομένει πλέον καμιά διαφορά μεταξύ σκέψης και αλήθειας: το αληθές είναι η ολότητα του συστήματος των σκέψεων. Αν θέλουμε να σώσουμε τον άνθρωπο, εφόσον δεν μπορεί να παράγει καμιά ιδέα, αλλά μονάχα να απολαμβάνει την ενορατική της θέαση, δεν μένει παρά να τον εξοπλίσουμε με μια απλή αρνητική δύναμη: τη δύναμη να λέει όχι σε ό,τι δεν είναι αληθές. Εξού και στον Καρτέσιο συναντούμε, με τη μορφή ενιαίου θεωρητικού αξιώματος, δύο αρκετά διαφορετικές θεωρίες της ελευθερίας: εκείνη με την οποία εξετάζει τη δύναμη του κατανοείν και του κρίνειν που είναι δική του, και μια δεύτερη, όταν δηλαδή επιθυμεί απλώς να σώσει την αυτονομία του ανθρώπου απέναντι στο αυστηρό σύστημα των ιδεών.
Η αυθόρμητη αντίδραση του Καρτέσιου είναι να βεβαιώσει την υπευθυνότητα του ανθρώπου ενώπιον του αληθούς. Το αληθές είναι πράγμα ανθρώπινο, αφού οφείλω να το βεβαιώνω για να υπάρχει. Πριν από την κρίση μου, που είναι συναίνεση της θέλησής μου και ελεύθερη δέσμευση του είναι μου, δεν υπάρχει τίποτα πέρα από ουδέτερες και αιωρούμενες ιδέες οι οποίες δεν είναι ούτε αληθείς ούτε ψευδείς. Έτσι ο άνθρωπος είναι το ον μέσω του οποίου η αλήθεια φανερώνεται στον κόσμο: χρέος του είναι να δεσμευτεί εξολοκλήρου προκειμένου η φυσική τάξη των υπαρκτών πραγμάτων να γίνεται τάξη αληθειών. Πρέπει να σκέφτεται τον κόσμο και να θέλει τη σκέψη του, να μετασχηματίζει την τάξη του είναι σε σύστημα ιδεών. Ως εκ τούτου, ο άνθρωπος εμφανίζεται, ήδη από τους Στοχασμούς2, ως το «οντικο-οντολογικό» εκείνο είναι για το οποίο θα μιλήσει αργότερα ο Χάιντεγκερ. Έτσι, ο Καρτέσιος μας προικίζει καταρχάς με μια πλήρη διανοητική ευθύνη. Ο άνθρωπος βιώνει κάθε στιγμή την ελευθερία της σκέψης του ενώπιον της αλληλουχίας των ουσιών. Βιώνει επίσης και τη μοναξιά του. Ο Χάιντεγκερ είπε: Κανείς δεν μπορεί να πεθάνει το θάνατό μου για μένα. Πριν απ' αυτόν όμως, ο Καρτέσιος είχε πεί: Κανείς δεν μπορεί να σκεφτεί τη σκέψη μου για μένα. Τελικά, πρέπει να λες ναί ή όχι – και μόνος σου να αποφασίζεις την αλήθεια για το Σύμπαν ολόκληρο. Αυτή η συναίνεση είναι μια μεταφυσική και απόλυτη πράξη. Η δέσμευση δεν είναι σχετική, δεν πρόκειται για προσέγγιση που μπορεί να αμφισβητηθεί. Αλλά όπως ο ηθικός άνθρωπος, σύμφωνα με τον Καντ, ενεργεί ως νομοθέτης της Πολιτείας των σκοπών, ο Καρτέσιος, ως επιστήμονας, αποφασίζει για τους νόμους του κόσμου. Διότι αυτό το «ναί», που πρέπει στο τέλος να προφέρεις ώστε να έλθει η βασιλεία του αληθούς, απαιτεί τη δέσμευση μιάς άπειρης δύναμης δοσμένης ολόκληρης μονομιάς: δεν μπορείς να πείς «ολίγον» ναί η «ολίγον» όχι. Και το «ναί» του ανθρώπου δεν είναι διαφορετικό από το «ναί» του Θεού.
Μόνο η βούληση, η το αυτεξούσιο, νιώθω ότι είναι μέσα μου τόσο μεγάλη ώστε να μη συλλαμβάνω την ιδέα καμιάς μεγαλύτερης· ώστε λόγω αυτής κυρίως κατανοώ ότι φέρω μια ορισμένη εικόνα και ομοίωση του Θεού. Διότι, αν και είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη στον Θεό από ό,τι σε μένα, τόσο λόγω της γνώσης και της δύναμης που τη συνοδεύουν, καθιστώντας την πιο σταθερή και αποτελεσματική, όσο και λόγω του αντικειμένου της… ωστόσο δεν φαίνεται μεγαλύτερη, αν ιδωθεί ἐν αὐτῆ μορφικά και επακριβώς3.
Αυτή η πλήρης ελευθερία, ακριβώς επειδή δεν διαθέτει διαβαθμίσεις, είναι ολοφάνερο ότι ανήκει εξίσου σε κάθε άνθρωπο. Ή μάλλον – επειδή ακριβώς η ελευθερία δεν είναι μια ιδιότητα ανάμεσα σε άλλες – είναι ολοφάνερο ότι κάθε άνθρωπος είναι ελευθερία. Και τούτη η περίφημη διαβεβαίωση του Καρτέσιου ότι η ορθοφροσύνη είναι το καλύτερα κατανεμημένο πράγμα στον κόσμο, διόλου δεν σημαίνει ότι πολύ απλά σε κάθε ανθρώπινο νού υπάρχουν οι ίδιοι σπόροι, οι ίδιες έμφυτες ιδέες, αλλά μαρτυρεί περισσότερο πως η ικανότητα να κρίνει κανείς σωστά και να ξεχωρίζει το σωστό από το λανθασμένο, η οποία είναι σαφέστατα αυτό που ονομάζουμε ορθοφροσύνη η λογικό, είναι φυσικά ίση σε όλους τους ανθρώπους4.
Σημειώσεις
1. Discours de la Méthode, II partie. [Ρενέ Ντεκάρτ, Λόγος περί της μεθόδου, μετάφραση-εισαγωγικά σχόλια, Πόλυ Μακροπούλου, University Studio Press, Αθήνα 2012, σ. 49-50.]
2. [Ρενέ Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, μετάφραση-σχόλια Ευάγγελος Βανταράκης, Εκκρεμές, Αθήνα 2003, σ. 135.]
3. Méditation quatrième. [Ντεκάρτ, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας, ό.π., σ. 135, «Τέταρτος Στοχασμός», VII, 57.]
4. [Ντεκάρτ, Λόγος περί της μεθόδου, ό.π., Μέρος Πρώτο, σ. 31.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου