Σάββατο 27 Απριλίου 2024

(4) ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ῾Ομιλία ΝΓʹ, Εἰς τὴν πρὸς τὰ ῞Αγια τῶν ῾Αγίων Εἴσοδον... (Μέρος Ϛʹ: §§ 55-60)

   Συνέχεια από: Τρίτη 23 Απριλίου 2024


᾿Απόδοσις ῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου

[55.] ῾Ο ἄνθρωπος ὁποὺ εἶναι ὡς ἕνας μεγάλος κόσμος εἰς ἕνα μικρὸν ἄτομον· ἡ συνάθροισις ὅλου τοῦ παντός· ἡ ἀνακεφαλαίωσις τῶν τοῦ Θεοῦ κτισμάτων διὰ τὴν ὁποίαν αἰτίαν καὶ ὕστερα ἀπὸ ὅλα ἐγένετο, καθὼς ἡμεῖς συνειθίζομεν νὰ κάμνωμεν τὰς ἀνακεφαλαιώσεις εἰς τοὺς ἐπιλόγους ὕστερα ἀπὸ τοὺς ρητορικοὺς λόγους· τρόπον γὰρ τινὰ ὅλος οὗτος ὁ κόσμος παρομοιάζει μὲ ἕνα λόγον καὶ σύγγραμμα ἑνὸς αὐθυποστάτου λόγου· ὁ ἄνθρωπος λέγω, ἔχει δύο ἐναντίας δυνάμεις, τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν, ἡνωμένας μὲ σοφίαν ἀπόρρητον τοῦ Δημιουργοῦ, ὅστις ἑνώνει τὰ φύσει ἀκοινώνητα πράγματα. Τὰς δὲ ἄλλας δυνάμεις τῆς ψυχῆς, τὴν διάνοιαν, τὴν δόξαν καὶ τὴν φαντασίαν τὰς μεταχειρίζεται ὡσὰν συνδέσμους διὰ νὰ ἑνώσῃ αὐτὰ τὰ δύο ἄκρα ἐναντία ὁποὺ εἴπομεν, ἤτοι τὸν νοῦν καὶ τὴν αἴσθησιν· καθὼς βλέπομεν καὶ εἰς τὰ τέσσερα σημεῖα [στοιχεῖα] τοῦ κόσμου, πὼς ἀνάμεσα εἰς τὴν φωτίαν καὶ τὸ νερὸν εἶναι ὁ ἀέρας, καὶ ἀνάμεσα εἰς τὴν γῆν καὶ τὸν ἀέρα εἶναι τὸ νερόν, καὶ μὲ τοῦτον τὸν τρόπον ἑνώνονται ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι ἐνάντια. ῎Ετσι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὴν ποσότητα κόσμος, καὶ ἔτζι συνίσταται ὁ μέγας κατὰ τὸ ἀξίωμα κόσμος, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος. Καὶ οἱ δύο γὰρ οὗτοι κόσμοι κατὰ τοῦτο ὁμοιάζουσι μεταξύ των· πλὴν ὁ μὲν κόσμος ὑπερέχει τοῦ ἀνθρώπου κατὰ τὸ μέγεθος· ὁ δὲ ἄνθρωπος ὑπερέχει τοῦ κόσμου κατὰ τὴν σύνεσιν. Εὑρίσκεται δὲ ὁ ἕνας, ἤτοι ὁ ἄνθρωπος, θησαυρισμένος μέσα εἰς τὸν ἄλλον· καθὼς λόγου χάριν καὶ εἰς μίαν οἰκίαν· ἢ ὡσὰν μέσα εἰς βασιλικὰ παλάτια νὰ εὑρίσκεται, ὄχι βασιλεὺς (διατὶ τοῦτο, φεῦ! τὸ ἀξίωμα τὸ ἔχασε [ὁ ἄνθρωπος] διὰ τὴν παρακοήν), ἀλλὰ ἕνα φόρεμα βασιλικὸν ὡραιοπλούμιστον καὶ πολυέξοδον. ᾿Επειδή, τὰ μὲν βασιλικὰ παλάτια εἶναι κτισμένα ἀπὸ πέτρας ναὶ μεγάλας, μὰ εὐκολοαγοράστους καὶ ὀλιγοτιμήτους, ἀλλὰ τὸ βασιλικὸν φόρεμα εἶναι κατασκευασμένον ἀπὸ λιθαράκια ναὶ μικρά, μὰ πολύτιμα καὶ δυσεύρετα.

[56.] Καὶ τρόπον τινά, ὁ μὲν νοῦς παρομοιάζει μὲ τὸ ἀνώτατον μέρος τοῦ κόσμου ὁποὺ εἶναι ὁ οὐρανός, ἡ δὲ αἴσθησις μὲ τὸ κατώτερον μέρος ὁποὺ εἶναι ἡ γῆ, ἡ δὲ διάνοια, ἡ δόξα καὶ ἡ φαντασία παρομοιάζουν μὲ τὰ ἀναμεταξὺ στοιχεῖα τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς· ὄχι δὲ μόνον παρομοιάζουν ἀλλὰ καὶ ὑπερέχουν ἀπὸ αὐτά. Πόσον εἶναι ὁ νοῦς ἀπὸ τὸν οὐρανὸν μεγαλύτερος, ὁ ὁποῖος εἶναι καὶ εἰκὼν τοῦ Θεοῦ, καὶ γνωρίζει τὸν Θεὸν μόνος ἀπὸ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ πράγματα; καὶ ἠμπορεῖ ἂν θελήσῃ νὰ γένῃ καὶ Θεὸς κατὰ χάριν καὶ ἀναβιβάσῃ πρὸς τὸν Θεὸν τοῦτο τὸ γεῶδες καὶ ταπεινὸν σῶμα;
Πόσον ἡ αἴσθησις διαφέρει ἀπὸ τὴν γῆν, ἡ ὁποία ὄχι μόνον γνωρίζει τὸ διαφορετικὸν μέγεθος καὶ τὰς ποιότητας τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀκόμη ἀντιλαμβάνεται τοῦ οὐρανοῦ, καὶ βλέπει τὰς διαφόρους κινήσεις καὶ συνόδους τῶν φωστήρων καὶ τῶν ἀστέρων καὶ τὰς διαστάσεις ὁποὺ ἔχουσιν ἀναμεταξύ των· ὥστε ὅπου ἀπὸ αὐτὰς τὰς περιέργους παρατηρήσεις τῆς αἰσθήσεως ἔγινεν ἡ ἀστρονομικὴ ἐπιστήμη· ἀλλὰ καὶ τὰ μεταξὺ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς στοιχεῖα κατώτερα εἶναι εἰς τὴν ἀξίαν ἀπὸ τὶς δυνάμεις ὁποὺ εὑρίσκονται ἀνάμεσα εἰς τὸν νοῦν καὶ εἰς τὴν αἴσθησιν, ἤτοι ἀπὸ τὴν διάνοιαν, δόξαν καὶ φαντασίαν ἀγκαλὰ καὶ νὰ ἔχωσι κάποιαν ὁμοιότητα μὲ αὐτάς, καὶ νὰ ὑπερέχωσι κατὰ τὸ μέγεθος. ῾Η αἴσθησις λοιπὸν εἶναι μία ἄλογος δύναμις τῆς ψυχῆς, ὁποὺ αἰσθάνεται τὰ αἰσθητὰ πράγματα ὅταν εἶναι παρόντα· ἡ δὲ φαντασία ἔχει τὴν ἀρχήν της ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ὅμως κάμνει τὴν ἐνέργειάν της καὶ ὅταν λείπουν τὰ αἰσθητὰ ἀντικείμενα, καὶ ἡ ὁποία φαντασία λέγεται νοῦς, ἐπειδὴ χωρὶς τὰ αἰσθητὰ ἐνεργεῖ, ὅμως ὀνομάζεται παθητικὸς νοῦς, διατὶ ἐκεῖνα ὁποὺ βλέπει τὰ βλέπει μὲ διάστημα καὶ χωριστὰ τὸ καθένα καὶ ὄχι ἑνοειδῶς καὶ χωρὶς διάστημα· ἡ δὲ δόξα εἶναι δύο λογιῶν· καὶ ἐκείνη μὲν ἡ δόξα ὁποὺ γεννᾶται ἄνωθεν ἀπὸ τὴν διάνοιαν εἶναι λογική. ῾Η δὲ διάνοια εἶναι πάντοτε λογική, ὅμως μεταβαίνει καὶ αὐτὴ ἀπὸ ἕνα νόημα εἰς ἄλλο νόημα καὶ πηγαίνει καὶ καταντᾶ κάτω ἀπὸ τὴν λογικὴν δόξαν. ῞Ολαι δὲ αὐταὶ αἱ δυνάμεις τῆς ψυχῆς κάμνουν τὴν ἐνέργειάν των καὶ συστένονται μὲ τὸ μέσον καὶ ὄργανον τοῦ ψυχικοῦ καὶ λεπτοτάτου πνεύματος ὁποὺ εὑρίσκεται εἰς τὸν ἐγκέφαλον. ῾Ο νοῦς δὲ μόνον δὲν ἔχει κανένα ὄργανον μὲ τὸ ὁποῖον νὰ ἐνεργῇ, ἀλλὰ εἶναι μία οὐσία τελειοτάτη ἀπὸ λόγου της, καὶ κάμνει τὴν ἐνέργειάν της ἀφ᾿ ἑαυτῆς χωρὶς ὄργανον· ἀγκαλὰ καὶ καταβιβάζει τὴν ἐνέργειάν του κάτω εἰς τὰς κατωτέρας δυνάμεις διὰ τὴν ζωὴν ταύτην τὴν ψυχικὴν καὶ πολυμέριστον, ἢτις κυβερνᾶται μὲ τὴν διάνοιαν.

[57.] ᾿Αλλὰ διὰ ποίαν ἀφορμὴν ἐδιαίρεσα τὰς ψυχικὰς ταύτας δυνάμεις, καὶ διατί τρόπον [πρῶτον] ἀπαρίθμησα τὰ διάφορα εἴδη τῆς ἀρετῆς, ἔπειτα εἶπον περὶ τῶν τῆς ψυχῆς δυνάμεων; ὁ σκοπός μου δὲν ἦτον ἄλλος, παρὰ διὰ νὰ φανερώσω, πὼς τὰ σπέρματα καὶ οἱ ἀρχὲς τῶν ἀρετῶν εἶναι ἀπὸ τὰς ψυχικὰς δυνάμεις καὶ ἀπὸ αὐτὰς κρέμονται καὶ ἔχουσι τὸ εἶναι. Λοιπὸν ἡ Θεόσοφος Παρθένος Μαρία, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὰς ἀρετὰς ἐκείνας ὁποὺ εἴπομεν τὰς πρακτικάς τε καὶ θεωρητικάς, δὲν ἐδύνετο νὰ εὕρῃ οἰκειότητα καὶ ἕνωσιν μὲ τὸν Θεόν, ἠρεύνα τὰς ψυχικάς της δυνάμεις, ἀνίσως καὶ εὕρῃ καμμία ἀπὸ αὐτὰς ὄργανον καὶ μέσον νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν. ῞Οθεν εὗρε τὴν μὲν φαντασίαν καὶ αἴσθησιν, πὼς εἶναι παντελῶς ἄλογοι, καὶ πὼς δὲν ἠμποροῦν ν᾿ ἀναβοῦν ὑπεράνω ἀπὸ τὰ αἰσθητά· τὴν δὲ δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν εὗρε, πὼς εἶναι μὲν λογικές, ὅμως δὲν εἶναι χωρισμένες ἀπὸ τὴν φαντασίαν, ἢτις εἶναι τὸ ταμεῖον τῶν αἰσθήσεων· καὶ πρὸς τούτοις ἐστοχάσθη, πὼς αὐταὶ αἱ δύο δυνάμεις κάμνουσι τὴν ἐνέργειάν των μὲ τὸ ὄργανον τοῦ ζωτικοῦ καὶ ψυχικοῦ πνεύματος τοῦ ἐγκεφάλου· διὰ τοῦτο εἶπε καὶ ὁ ᾿Απόστολος, πὼς ὁ ψυχικὸς ἄνθρωπος οὐ δέχεται τὰ τοῦ πνεύματος. Αὐτὰ λοιπὸν τὰ ἐλαττώματα εὑρίσκουσα ἡ Θεοτόκος εἰς τὴν δόξαν καὶ τὴν διάνοιαν ἐζήτει διὰ νὰ εὕρῃ μίαν ζωὴν νοερὰν ἀληθῶς καὶ ὑψηλοτέραν ἀπὸ τὰς δυνάμεις ταύτας, καὶ παντελῶς ἄμικτον ἀπὸ τὰ κάτω καὶ γήϊνα. Διατὶ ἠγάπα τὸν Θεὸν μὲ ἕνα ὑπερβολικὸν πόθον καὶ τὴν μετ᾿ αὐτοῦ θείαν ἕνωσιν· καθὼς γὰρ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀγαπᾷ τινὰς τὸ αἰσθητὸν φῶς, καὶ νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ τὸν ἢλιον, ὁποὺ εἶναι πηγὴ τοῦ φωτός· τέτοιας λογῆς καὶ ὅποιος ἀγαπᾶ τὰς ἀρετὰς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ μὴν ἀγαπᾷ ἐν ταὐτῷ καὶ αὐτὸν τὸν Θεόν.

[58.] ῞Οθεν εἰς τοῦτον τὸν ἱερὸν καὶ ἔνθεον ἔρωτά της εὑρίσκει ἡ Παρθένος ὄργανον φυσικὸν ἀκριβῶς τὸ ἀκρότατον πρᾶγμα ἀπὸ ὅσα εὑρίσκονται εἰς τὸν ἄνθρωπον, τὴν μόνην τελείαν καὶ παντελῶς ἀμέριστον τοῦ ἀνθρώπου οὐσίαν, ἤτοι τὸν νοῦν· ὁ ὁποῖος νοῦς ὡσὰν ὁποὺ εἶναι εἶδος τῶν εἰδῶν περιορίζει καὶ ἑνοποιεῖ τὰς διαφόρους μεταβατικὰς κινήσεις τῆς διανοίας, αἱ ὁποῖαι γίνονται πάντοτε μὲ μετάβασιν καὶ διαίρεσιν, καθὼς κινοῦνται τὰ ἑρπυστικὰ ζῶα· εἰς τὰς ὁποίας ὅλαι αἱ ἐπιστῆμαι ἐπιστηρίζονταιΔιατὶ ἀγκαλὰ καὶ ὁ νοῦς καταβαίνει, ὡς εἴπωμεν, εἰς τὴν διάνοιαν καὶ διὰ τῆς διανοίας καταβαίνει εἰς τὴν πολυμέριστον ταύτην ζωὴν καὶ μεταδίδει τὰς ἐνεργείας του εἰς ὅλας τὰς ψυχικὰς δυνάμεις, ὅμως ἔχει ἀναμφιβόλως καὶ μίαν ἄλλην ἐνέργειαν ὑψηλοτέραν ἐδικήν του, τὴν ὁποίαν αὐτὸς ἐνεργεῖ καθ᾿ ἑαυτὸν καὶ ἀφ᾿ ἑαυτοῦ του χωρὶς νὰ χρειασθῇ καμμίαν ἄλλην δύναμιν, ὡσὰν ὁποὺ εἶναι ἀθάνατος, καὶ ἔχει φυσικὰ δύναμιν νὰ διαμένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν τόσον ὅταν χωρισθῇ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ὅσον καὶ ὅταν ἀκόμη εὑρίσκεται ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα· πλὴν μὲ ἄσκησιν ἄκραν καὶ μὲ τὴν βοήθειαν τῆς θείας χάριτος δύναται νὰ ἀναβῇ ὑψηλότερα ἀπὸ αὐτὴν τὴν ποικιλότροπον καὶ πολυσχημάτιστον καὶ χαμερπῆ ζωὴν καὶ νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ καθὼς ὁ καβαλάρης ἔχει δύο ἐνεργείας, τὴν μίαν νὰ κυβερνᾷ τὸ ἄλογον, τὴν ἄλλην τὴν καλυτέραν καὶ ὑψηλοτέραν διὰ νὰ ἐνεργῇ καθ᾿ ἑαυτὸν ὡς ἄνθρωπος, τὴν ὁποίαν δύναται νὰ ἐνεργῇ ὄχι μόνον ἀφοῦ καταβῇ ἀπὸ τὸ ἄλογον, ἀλλὰ ἀκόμη καὶ ὅταν εἶναι καβαλάρης· ἀνίσως ὅμως καὶ δὲν δώσῃ ὅλως δι᾿ ὅλου τὸν ἑαυτόν του θεληματικῶς μόνον εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ ἀλόγου. Τοιουτοτρόπως καὶ ὁ νοῦς ἀνίσως δὲν δοθῇ ὅλως δι᾿ ὅλου εἰς τὴν ἐπιμέλειαν τοῦ σώματος καὶ εἰς τὰ γήϊνα, ἠμπορεῖ καὶ ὄντας ἀκόμη ἡνωμένος μὲ τὸ σῶμα, νὰ ἐνεργῇ τὴν ἐδικήν του ἐνέργειαν καθ᾿ ἑαυτόν, διὰ μέσου τῆς ὁποίας δύναται νὰ ἑνωθῇ μὲ τὸν Θεόν, ἀγκαλὰ καὶ νὰ εἶναι πολλὰ μακρὰν ἀπὸ αὐτὸν διὰ τὸν φυσικὸν δεσμὸν ὁποὺ ἔχει μὲ τὸ σῶμα καὶ διὰ τὰς πολλὰς σχέσεις ὁποὺ ἔχει μὲ τὰ γήϊνα εἰς τὴν παροῦσαν ζωήν.

[59.] Ταύτας λοιπὸν τὰς γηΐνας σχέσεις ἀποβαλοῦσα ἡ Παρθένος ἀπὸ τὴν πρώτην ἀρχὴν τῆς ζωῆς της, ἀνεχώρησεν ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους, καὶ φυγοῦσα τὸν ἁμαρτωλὸν βίον, ἐδιάλεξε μίαν ζωὴν ἀθεώρητον ἀπὸ ὅλους ἐνδιατρίβουσα μέσα εἰς τὰ ἅγια, εἰς τὰ ὁποῖα διατελοῦσα ἐλύθη ἀπὸ κάθε δεσμὸν ὑλικόν· ἀπετίναξε κάθε σχέσιν· ἀνέβη ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἀγάπην ἕως καὶ αὐτοῦ τοῦ ἰδίου σώματός της καὶ οὕτως ἢνωσε τὸν νοῦν της εἰς τὸν ἑαυτόν του μὲ μίαν στροφὴν καὶ προσευχὴν καὶ μὲ θείαν καὶ παντοτεινὴν προσευχήν· καὶ διὰ μέσου αὐτῆς τῆς στροφῆς τοῦ νοὸς ἡνώθη ὅλως δι᾿ ὅλου μὲ τὸν ἑαυτόν της· ὑψώθη ἐπάνω ἀπὸ κάθε πολύμορφον σκούπιδον τῶν λογισμῶν καὶ ἁπλῶς ἀπὸ κάθε εἶδος καὶ σχῆμα, καὶ ἔτζι κατεσκεύασε μίαν καινούριαν στράταν εἰς τοὺς οὐρανούςδηλαδή, τὴν νοητὴν (διὰ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτζι) σιωπήν, εἰς τὴν ὁποίαν προσκολήσασα τὸν νοῦν της, ἀναβαίνει ἐπάνω ἀπὸ ὅλα τὰ κτίσματα, καὶ βλέπει δόξαν Θεοῦ τελειότερον ἀπὸ τὸν Μωϋσῆν, καὶ ὁρᾶ θείαν χάριν, ἢτις δὲν καταλαμβάνεται τελείως ἀπὸ τὴν αἴσθησιν, ἀλλὰ εἶναι ἕνα ἱερὸν καὶ χαριέστατον θέαμα μοναχῶν τῶν ψυχῶν τῶν καθαρῶν καὶ ἁγίων ἀγγέλων. ᾿Αφ᾿ οὖ δὲ ἡ Παρθένος τοῦτο ἐπέτυχε, τότε ἔγινε νεφέλη φωτεινή, κατὰ τοὺς θείους μελωδούς, τοῦ ἀληθῶς ζῶντος ὕδατος, καὶ αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας καὶ τοῦ λόγου πυρίμορφον ὄχημα.

[60.] Διότι χωρὶς νὰ ἐπιφοιτήσῃ ἡ χάρις εἰς τὴν ψυχήν, δὲν δύναται ποτὲ ὁ νοῦς νὰ εὕρῃ τὴν θείαν αἴσθησιν, ἢ νὰ γένῃ καθ᾿ ἑαυτὸν ἐνέργεια· καθὼς οὔτε ὁ ὀφθαλμὸς ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ χωρὶς τὸ αἰσθητὸν φῶς. ᾿Επειδὴ εἰς τὰ ἀΐδια καὶ νοητὰ κτίσματα, αὐτὸς ὁ Θεὸς εἶναι φῶς καὶ ὄχι ἄλλο κανένα κατὰ τὸν εἰπόντα Θεολόγον Γρηγόριον· «ὅπερ ἐστὶ τοῖς αἰσθητοῖς ἢλιος, τοῦτο τοῖς νοητοῖς Θεός», καὶ καθὼς ὅταν ἡ ὅρασις βλέπῃ καὶ αὐτὴ γίνεται φῶς καὶ μὲ τὸ φῶς ἑνώνεται καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει· καὶ πάλιν αὐτὸ τὸ ἴδιον φῶς, πρῶτον βλέπει πὼς εἶναι χυμένον εἰς ὅλα τὰ ὁρατά, τοιουτοτρόπως καὶ ἐκεῖνος ὁποὺ ἀξιωθῆ τὴν θείαν ἀλλοίωσιν, ὅλος γίνεται ὡσὰν φῶς, καὶ μαζὶ μὲ τὸ φῶς εἶναι, καὶ μὲ τὸ φῶς βλέπει νοητῶς ἐκεῖνα ὁποὺ εἶναι κεκρυμμένα ἀπὸ ὅλους χωρὶς τῆς θείας ταύτης χάριτος. ᾿Επειδὴ καὶ ἔγινεν ὄχι μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὰς σωματικὰς αἰσθήσεις, ἀλλὰ καὶ ἐπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλο πρᾶγμα, ὁποὺ εἶναι γνωστὸν τόσον εἰς ἡμᾶς, ὅσον καὶ εἰς τοὺς ὑπὲρ ἡμᾶς ἀΰλους ἀγγέλους. Διότι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ βλέπουσι τὸν Θεὸν κατὰ τὸν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου μακαρισμόν· ὁ ὁποῖος Θεός, μὲ τὸ νὰ εἶναι φῶς, κατὰ τὸν θεῖον θεολόγον ᾿Ιωάννην, ἐμφανίζει καὶ κατοικίζει τὸν ἑαυτόν του εἰς ἐκείνους ὁποὺ τὸν ἀγαποῦν, τηροῦντες τὰς ἐντολάς του καὶ ἀνταγαπῶνται ὑπ᾿ αὐτοῦ κατὰ τὴν ἀψευδῆ του ὑπόσχεσιν. ᾿Εμφανίζει δὲ τὸν ἑαυτόν του εἰς τὸν καθαρὸν νοῦν, ὡσὰν μέσα εἰς καθρέπτην, μένοντας αὐτὸς ἀόρατος κατὰ τὴν οὐσίαν. Τοιουτοτρόπως γὰρ γίνεται ἡ εἰς τὸν καθρέπτην θεωρία, τὸ νὰ φαίνεται μέν, νὰ μὴ βλέπεται δέ. Διότι ἀδύνατον εἶναι παντελῶς, νὰ βλέπῃ τινὰς πρόσωπον ἀνθρώπου μέσα εἰς καθρέπτην καὶ εἰς τὸν αὐτὸν καιρὸν νὰ βλέπῃ καὶ αὐτὸν τὸν ἴδιον ἄνθρωπον αὐτοπροσώπως. Καὶ εἰς μὲν τὴν παροῦσαν ζωὴν ἔτζι φαίνεται ὁ Θεὸς ὡς ἐν ἐσόπτρῳ εἰς ἐκείνους ὁποὺ ἐκαθαρίσθησαν μὲ τὴν τοῦ Θεοῦ ἀγάπην, εἰς δὲ τὴν ἄλλην ζωὴν θέλει φανερωθῇ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον κατὰ τὸν θεῖον ἀπόστολον.

Δεν υπάρχουν σχόλια: