Παρασκευή 26 Απριλίου 2024

Eric Voegelin - Οι “νόμοι” του Πλάτωνος - Κεφάλαιο 1ο : Ορισμένες παρανοήσεις σχετικά με τους "Νόμους"

 KATA ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ (ΤΟ ΑΝΤΙΦΩΝΟ ΤΟΥ ΣΟΡΟΣ)

Eric Voegelin

Τάξη και Ιστορία

Τόμος ΙΙΙ

Πλάτων και Αριστοτέλης

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ - Οι “νόμοι”

Όταν ο Πλάτων πέθανε το 347, άφησε ημιτελές το τελευταίο του έργο, τους Νόμους. Αν και τυπικά ολοκληρωμένοι μέχρι την τελευταία λέξη, οι Νόμοι έχουν κάποιες υφολογικές ατέλειες και κάποιες οριακές αντιφάσεις που υποδηλώνουν την έλλειψη μιας τελικής αναθεώρησης. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να επιδεινωθεί το πρόβλημα, αν και πρέπει να παραδεχτούμε ότι πρόκειται για μια περίσταση που προκαλεί μια κάποια δυσαρέσκεια, αφού δεν είναι γνωστό σε ποιο βαθμό μια επέμβαση βελτίωσης ορισμένων λεπτομερειών και περιπλοκών θα μπορούσε να έχει ως αποτέλεσμα την αλλαγή της γενικής δομής του έργου. Όπως και να έχει, το να μιλάμε για την κατάσταση στην οποία έφτασε το έργο σαν να επρόκειτο για ένα είδος "πρώτου προσχεδίου", όπως έγινε από πολλές πλευρές, φαίνεται εντελώς αδικαιολόγητο. Αν αναφέρουμε το πρόβλημα, είναι επειδή οι υφολογικές επιφυλάξεις για τους Νόμους προστέθηκαν στον ήδη μεγάλο αριθμό επικρίσεων που είχαν ασκηθεί στο σύνολο του ύστερου έργου του Πλάτωνα. Και, όπως και στην περίπτωση του διαλόγου "Πολιτικός", έτσι και εδώ ένα πλέγμα παρανοήσεων τυποποιήθηκε σε σημείο που να σχηματίζει ένα εμπόδιο που -αν και έχει πρόσφατα διαβρωθεί- συνεχίζει να εμποδίζει την επαρκή ερμηνεία του έργου αυτού. Το πρώτο μας καθήκον θα είναι επομένως να απομακρύνουμε τα εμπόδια που εξακολουθούν να στέκονται στο δρόμο μιας κριτικής ανάλυσης των Νόμων.

1. Ορισμένες παρανοήσεις σχετικά με τους "Νόμους"

Η πρώτη από τις κατηγορίες στρέφεται κατά του ύφους του έργου. Λέγεται ότι το έργο είναι μακρόσυρτο, φλύαρο, γεμάτο παρεκκλίσεις και κακώς οργανωμένο και ότι, από τον τρόπο που αντιμετωπίζονται τα προβλήματα, διαρρέει η ακαμψία της μεγάλης ηλικίας. Τέλος, εκφράζεται η λύπη ότι ο Πλάτων είχε πλέον χάσει τη δημιουργική δύναμη που είχε επιδείξει στη "Πολιτεία". Σε αυτού του είδους την κριτική μπορεί κανείς να απαντήσει ότι, με εξαίρεση μερικές μικρές ελλείψεις που οφείλονται στην έλλειψη τελικής αναθεώρησης, τα υπόλοιπα είναι εντελώς αδικαιολόγητες κατηγορίες. Είναι αλήθεια ότι οι Νόμοι είναι καρπός του γήρατος, αλλά όχι με την έννοια ότι από αυτούς πηγάζει αδυναμία ή παρακμή. Αντίθετα, εκπέμπουν την ωριμότητα του ύφους που χαρακτηρίζει εκείνα τα υψηλά πνεύματα που διατηρούν ακέραια τη ζωτικότητά τους μέχρι το τέλος: έχει επιτευχθεί το σημείο όπου το θέµα είναι πλέον εξ ολοκλήρου στη διάθεση του δασκάλου, η διαδικασία της δημιουργίας μοιάζει να γίνεται αβίαστα και η σύµπραξη έκφρασης και περιεχομένου είναι τόσο στενή που ο δημιουργός σχεδόν εξαφανίζεται πίσω από ένα δημιούργημα που μοιάζει με αυθόρμητη ανάπτυξη.

Αν και οι κατηγορίες είναι αδικαιολόγητες, έχουν ωστόσο μια προφανή αιτία, καθώς οι επικριτές δεν έχουν κατανοήσει καθόλου την τυπική οργάνωση των Νόμων. Μπορούμε κατ' αρχάς να χαρακτηρίσουμε αυτό το πρόβλημα της μορφής ως τη μετάβαση από μια εξωτερική οργάνωση του υλικού, μέσω διαιρέσεων και περαιτέρω υποδιαιρέσεων, σε μια εσωτερική οργάνωση μέσω της επανάληψης κυρίαρχων μοτίβων σε μια ροή συνειρμών. Οι Νόμοι παρουσιάζουν μόνο μία κύρια διαίρεση - αυτή που διαχωρίζει τα τρία πρώτα βιβλία από τα υπόλοιπα εννέα. Η διαίρεση αυτή εκπληρώνει ακριβώς τον σκοπό της παροχής ενός είδους άρθρωσης μέσω ορισμένων κυρίαρχων μοτίβων, δεδομένου ότι στα τρία πρώτα βιβλία τα μοτίβα αυτά αναπτύσσονται, ενώ στα βιβλία IV έως XII εφαρμόζονται στην έκθεση των νόμων της πόλις. Κατά τη διάρκεια αυτών των εννέα βιβλίων, η θεματολογία οργανώνεται σύμφωνα με μια λίγο πολύ συστηματική σειρά -από την επιλογή του τόπου και του πληθυσμού της πόλης, μέχρι τους κοινωνικούς θεσμούς, τη δικαστική εξουσία, την εκπαίδευση, τις γιορτές, το αστικό και το ποινικό δίκαιο- αλλά αυτή η συστηματική σειρά υποτάσσεται στη σειρά που παρέχουν τα κυρίαρχα μοτίβα. Η κορύφωση αυτής της εσωτερικής οργάνωσης επιτυγχάνεται στο Βιβλίο VII (για την εκπαίδευση) και στο Βιβλίο X (για τη θρησκεία), όπου επανέρχονται τα μοτίβα που διατυπώθηκαν στο Βιβλίο I, δηλαδή με το σύμβολο του Θεού που, προσηλωμένος στο παιχνίδι της τάξης και της ιστορίας, χρησιμοποιεί τον άνθρωπο ως μαριονέτα του. Μόλις γίνει κατανοητή αυτή η οργάνωση, η ανάγνωση των Νόμων γίνεται μια συναρπαστική εμπειρία. Συνδέοντας αλυσίδες σκέψεων που εξαρτώνται από τα κυρίαρχα σύμβολα, ο Πλάτων έχει εκχύσει την ώριμη σοφία του για τα προβλήματα του ανθρώπου σε μια πολιτική κοινωνία. Στο εύρος της, αυτή η σούμα του ελληνικού βίου αγκαλιάζει τις συνέπειες του Τρωικού πολέμου και της δωρικής εισβολής, αναλύει την αποτυχία της δωρικής βασιλείας με στρατιωτικό αποτύπωμα και τη φρίκη της αθηναϊκής θεατροκρατίας, προβληματίζεται για τις συνέπειες της εκπαίδευσης των χαρεμιών στους Πέρσες βασιλείς, τη διατήρηση των καλλιτεχνικών μορφών στην Αίγυπτο, τις συνέπειες του Διαφωτισμού και την ανακριτική εφαρμογή ενός δόγματος, το ήθος των μουσικών κλιμάκων καθώς και για το ότι το να ψαρεύεις ως άθλημα είναι ανεπιθύμητοΣε ορισμένους κριτικούς, όλοι αυτοί οι συνειρμοί μπορεί να φαίνονται ως ένα ξέσπασμα παρεκκλίσεων· σε εμάς φαίνεται ότι δεν υπάρχει νεκρή γραμμή στο έργο, με την έννοια ότι κάθε γεγονός και κάθε επιχείρημα που παρατίθεται εκπληρώνει τον σκοπό του, προσθέτοντας κάτι επιπλέον στο απέραντο πανόραμα της ανθρώπινης ζωής σε όλες τις εκφάνσεις της, από τη γέννηση έως τον θάνατο.

Υπάρχουν δύο άλλες παρανοήσεις που δεν αξίζουν παρά μια σύντομη αναφορά. Στους Νόμους ο Πλάτων εκφράζει επαρκώς τη θρησκευτική του θέση· η πόλις της οποίας την ίδρυση και οργάνωση περιγράφει μπορεί να χαρακτηριστεί ως θεοκρατικό κράτος. Στη φιλελεύθερη εποχή, ένα έργο αυτού του είδους ήταν βέβαιο ότι θα προκαλούσε επιφυλάξεις στους μελετητές για τους οποίους ο διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους αποτελούσε θεμελιώδες δόγμα και για τους οποίους μια θεωρία της πολιτικής έπρεπε να ορίζεται με όρους κοσμικού κράτους. Η φιλελεύθερη προκατάληψη επιμένει ακόμη και σε ορισμένες πιο πρόσφατες ερμηνείες των Νόμων. Ο Πλάτων θα ήταν στην καλύτερη περίπτωση "αντιδραστικός", στη χειρότερη "ολοκληρωτικός", λόγω των διατάξεων που κάνει για την επιβολή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και των ποινών που επιβάλλονται σε αντιθρησκευτικές εκφράσεις. Άλλοι πάλι βρίσκουν ελαφρυντικά στην προχωρημένη ηλικία του Πλάτωνα: όταν ένας άνθρωπος γερνάει, είναι γνωστό ότι γίνεται πιο θρησκευόμενος, οπότε ένα συμπονετικό πέπλο πρέπει να πέσει πάνω από την αδυναμία ενός κατά τα άλλα σπουδαίου μυαλού. Το ότι δεν πρέπει να προσεγγίζει κανείς τα προβλήματα του Πλάτωνα από μια τέτοια δογματική θέση είναι προφανές και δεν αξίζει να το συζητήσουμε περαιτέρω.

Μια δεύτερη στοιχειώδης παρανόηση αποκρυσταλλώνεται στον ισχυρισμό ότι οι Νόμοι θα ήταν μια πραγματεία για τη "νομολογία". Η εικασία αυτή δεν είναι εντελώς λανθασμένη: στην πραγματικότητα, οι Νόμοι περιέχουν ορισμένα τμήματα που θα έπρεπε να κατατάσσονται στη νομολογία σύμφωνα με τη σύγχρονη έννοια της λέξης· και μπορεί μάλιστα να υποστηριχθεί ότι η συμβολή του Πλάτωνα στην πρόοδο του ποινικού δικαίου και στη βελτίωση των νομικών διαδικασιών δεν έχει λάβει ακόμη την προσοχή που της αξίζει. Η εικασία αυτή καθίσταται εσφαλμένη, ωστόσο, όταν ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αποσκοπεί στο να αποδώσει την ιδέα ότι οι Νόμοι στο σύνολό τους αποτελούν μια πραγματεία για τα θέματα αυτά. Το σφάλμα προκαλείται εν μέρει από τη μετάφραση του ελληνικού νόμοι ως "laws", υπονοώντας έτσι ότι η λέξη έχει την ίδια σημασία στον Πλάτωνα με τη σύγχρονη νομική θεωρία. Ωστόσο, ο νόμος του Πλάτωνα είναι ένας όρος βαθιά διαποτισμένος με τον μύθο της φύσης και έχει ένα εύρος νοήματος που περιλαμβάνει την κοσμική τάξη, τις τελετουργικές γιορτές και τις μελωδικές μουσικές μορφές. Αν υποθέσουμε ότι πρόκειται για μια πραγματεία για τη "νομολογία" (τη "νομική επιστήμη") σημαίνει ότι αγνοούμε όλο αυτό το εύρος των εννοιών και αναπόφευκτα καταστρέφουμε την ουσία της σκέψης του Πλάτωνα. Μια ουσία που αποφεύγεται - και εδώ βρισκόμαστε στο δεύτερο λάθος αυτής της ομάδας - από τις εκκοσμικευμένες τάσεις των σύγχρονων ιστορικών και την απροθυμία τους να ακολουθήσουν τον Πλάτωνα σε μια θεωρία της πολιτικής που βασίζει την τάξη της κοινότητας στην αρμονία με το θεϊκό μέτρο.

Μια τρίτη ομάδα λανθασμένων εκτιμήσεων αφορά ένα πιο περίπλοκο πρόβλημαΑφορά τον χαρακτηρισμό των Νόμων από τον Πλάτωνα ως το δεύτερο καλύτερο σχέδιο για την πόλινΑκούγεται ότι ο Πλάτωνας στη Πολιτεία είχε συλλάβει το σχέδιό του για την ιδανική πολιτεία - ένα σχέδιο που αποδείχθηκε εντελώς μη ρεαλιστικό και του οποίου τον ουτοπικό χαρακτήρα ο ίδιος είχε αρχίσει να αναγνωρίζει - και ότι στους Νόμους θα ανέπτυσσε τελικά ένα ιδανικό που θα λάμβανε υπόψη του τουλάχιστον κάποιες από τις απαιτήσεις/ανάγκες της ανθρώπινης φύσης. Οι Νόμοι, τέλος, θα διακρίνονταν από τη Πολιτεία από την εγκάρδια αναγνώριση των ιστορικών παραδόσεων και εθίμων, καθώς και από την αναγκαιότητα των νομικών θεσμών. Ενώ η Πολιτεία στόχευε ακόμη σε κάτι που έμοιαζε με μια δικτατορική κυβέρνηση χωρίς νόμους, οι Νόμοι, από την άλλη πλευρά, αντιπροσωπεύουν την πιο ώριμη αντίληψη μιας συνταγματικής κυβέρνησης που τίθεται υπό την αιγίδα των νόμων. Σε αυτές τις αξιολογήσεις απηχεί κανείς ακόμη και μια κάποια ικανοποίηση για το ότι ο Πλάτων θα έπρεπε τελικά να εγκαταλείψει τις ιδεαλιστικές του απαιτήσεις και να κατέβει στο επίπεδο στο οποίο οι πιο συγκεκριμένοι και πιο έμπειροι σημερινοί σύντροφοί/συναγωνιστές του κάνουν την καθημερινή τους δουλειά στο πλαίσιο της πολιτικής επιστήμης.

Για να διαλύσουμε όλες αυτές τις παρεξηγήσεις, θα ξεκινήσουμε από το σημείο που συζητήσαμε προηγουμένως ότι η καλή πόλις δεν είναι μια ιδανική πολιτεία, μια ιδανική κατάσταση· και ότι πράγματι στο πλατωνικό πλαίσιο ο όρος "ιδανική/ιδεατή" δεν έχει νόημα. Η Ιδέα για τον Πλάτωνα είναι η πραγματικότητα, η οποία μπορεί να ενσαρκωθεί λίγο-πολύ στην προικισμένη με ιστορική ύπαρξη πόλιν. Μόλις γίνει αντιληπτό αυτό το σημείο, το πρόβλημα του "συμβιβασμού με την πραγματικότητα" πρέπει να επαναδιατυπωθεί. Ένας συμβιβασμός υπονοείται ασφαλώς στην έννοια του δεύτερου καλύτερου σχεδίου, αλλά πρόκειται για έναν συμβιβασμό που αφορά τον βαθμό έντασης και καθαρότητας με τον οποίο η ιδέα μπορεί να ενσαρκωθεί σε ένα δύσκολο υλικό. Η ιδέα εξακολουθεί να παραμένει η πραγματικότητα, και η άριστη πόλις της Πολιτείας παραμένει το πρώτο καλύτερο, αλλά η ανθρώπινη πρώτη ύλη -που από μόνη της δεν είναι καθόλου πραγματικότητα- μπορεί να αποδειχθεί περισσότερο ή λιγότερο ικανή να ενσαρκώσει την πραγματικότητα της ιδέας. Αν αποδειχθεί άριστη (εξαιρετικά κατάλληλη), τότε θα έχει κανείς εκείνο το επίπεδο πραγμάτωσης της ιδέας που περιγράφεται στην Πολιτεία, διαφορετικά, αν αποδειχθεί λιγότερη κατάλληλη, θα έχει τουλάχιστον το επίπεδο πραγμάτωσης των Νόμων. Σε περίπτωση που είναι ακόμη χειρότερα, ο Πλάτων προβλέπει ακόμη ένα τρίτο και ένα τέταρτο επίπεδο πραγμάτωσης. Θα συζητήσουμε το ζήτημα αυτό πιο διεξοδικά στη συνέχεια, αλλά πριν από αυτό είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε μια ακόμη πτυχή αυτής της παρεξήγησης. 

Το σχέδιο μιας δεύτερης καλύτερης πολιτείας φαίνεται να συνεπάγεται τη μετάβαση από το ιδεώδες της δικτατορίας που ασκεί ο φιλόσοφος-βασιλιάς σε αυτό της κυβέρνησης των νόμων, που ασκείται με τη συνταγματική συναίνεση του λαού. Σε αυτή την ανάγνωση κρύβεται μια σειρά από παρεξηγήσεις που πρέπει να επιλυθούν.

Πρώτον, οι νόμοι στους οποίους ο λαός υποτίθεται ότι συναινεί δεν είναι οι νόμοι που αρέσουν στον λαό, ούτε φτιάχνονται από τον λαό. Είναι πάντα οι νόμοι του φιλοσόφου, οι νόμοι που έχει δώσει ο Πλάτων στην πόλιν. Άλλοι νόμοι που θα μπορούσαν ενδεχομένως να αρέσουν περισσότερο στο λαό δεν θα χαρακτήριζαν τη δεύτερη καλύτερη πόλιν, ούτε καν την τρίτη ή τέταρτη καλύτερη πόλιν· πράγματι, δεν θα χαρακτήριζαν καμία πόλιν που θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αποτελεί σε κάποιο βαθμό πραγμάτωση της ιδέας. Μια συνταγματική κυβέρνηση που αγνοεί το πνεύμα του νόμου/των νόμων δεν είναι για τον Πλάτωνα κάτι πραγματικό, αλλά η διαφθορά της πραγματικότητας.

Δεύτερον, η έννοια της μετάβασης από μια δικτατορική κυβέρνηση που ασκείται από τον φιλόσοφο-βασιλιά σε μια κυβέρνηση που ασκείται μέσω νόμων και με τη συναίνεση του "λαού" αγνοεί το πραγματικό περιεχόμενο τόσο της Πολιτείας όσο και των Νόμων. Οι Νόμοι δεν αντιπροσωπεύουν έναν συμβιβασμό με έναν λαό που προηγουμένως υπόκειτο σε ένα δικτατορικό καθεστώς και τώρα σε ένα καθεστώς νόμου, σε ένα κράτος δικαίου. Ο Πλάτων λυπάται όχι τόσο που δεν μπορεί να βρει έναν λαό έτοιμο να υποταχθεί, αλλά που δεν μπορεί να βρει έναν φιλόσοφο-βασιλιά ικανό να κυβερνήσει. Αν συγκρίνει κανείς την κοινωνική διαστρωμάτωση των Νόμων με εκείνη της Πολιτείας, διαπιστώνει μια κλιμάκωση της ποιότητας των κοινωνικών στρωμάτων σε σχέση με την ικανότητά τους να ενσαρκώσουν την ιδέα. Στο μεταγενέστερο έργο, η κοινοτική οργάνωση των φυλάκων της Πολιτείας έχει εξαφανιστεί, και το υψηλότερο κοινωνικό στρώμα σχηματίζεται πλέον από πολίτες που είναι μικροϊδιοκτήτες γης. Κατά συνέπεια, η οικονομική τάξη των αγροτών της Πολιτείας και των τεχνιτών των Νόμων έχει εξαφανιστεί και έχει αντικατασταθεί από δούλους και ξένους κατοίκους. Σε διαγραμματικό επίπεδο, προκύπτει η ακόλουθη εικόνα:

Πολιτεία           Νόμοι

1. φύλακες                     1.-

2. οικονομική τάξη     2. ελεύθεροι πολίτες

3.-             3. δούλοι και αλλοδαποί κάτοικοι

Αν ο Πλάτων είχε καταργήσει τη δουλεία στην Πολιτεία, την επανέφερε στους Νόμους. Αυτή η αλλαγή σε θεσμικό επίπεδο απεικονίζει καλύτερα την υποβάθμιση των επιπέδων πραγμάτωσης. Ο Πλάτων δέχεται πλέον στην κοινωνία ένα στρώμα που είχε θεωρήσει ακατάλληλο ακόμη και για το επίπεδο εκπαίδευσης και στοιχειώδους μόρφωσης που ήταν προνόμιο των κοινών ελεύθερων πολιτών της Πολιτείας. Κατά συνέπεια, είχε χάσει την ελπίδα ότι θα μπορούσε να βρει άνδρες που θα μπορούσαν να γίνουν φύλακες, σε επαρκή αριθμό για να αποτελέσουν την άρχουσα τάξη μιας πόλις.

Τέλος, πρέπει να εξετάσουμε την υπόθεση ότι ο Πλάτωνας εξέλιξε τη σκέψη του από τη "δικτατορική" ιδέα της Πολιτείας σε εκείνη της "κυριαρχίας των νόμων" στο μεταγενέστερο έργο του. Για καθαρά βιογραφικούς λόγους, είναι εξαιρετικά απίθανο μια τέτοια εξέλιξη να είχε ποτέ πραγματοποιηθεί. Πίσω από μια υπόθεση σχετικά με μια τέτοια εξέλιξη δεν κρύβεται τίποτα περισσότερο από την εξίσου αυθαίρετη υπόθεση ότι πρέπει να έχει σημειωθεί μια χρονική εξέλιξη μεταξύ δύο ιδεών, δεδομένου ότι οι ημερομηνίες των αντίστοιχων δημοσιεύσεών τους απέχουν μεταξύ τους σημαντικό αριθμό ετών. Στην περίπτωση του Πλάτωνα, μπορούμε να βεβαιώσουμε, με βάση βιογραφικές πληροφορίες, ότι η στιγμή που συνελήφθη μια ιδέα δεν αντιστοιχούσε κατ' ανάγκη στη στιγμή που εκφράστηκε σε ένα εξώτερο έργο. Ομοίως, από την Έβδομη Επιστολή μαθαίνουμε ότι η ιδέα του φιλοσόφου-βασιλιά είχε αρχίσει να διαπλέκεται με εκείνη της "διακυβέρνησης των νόμων" τουλάχιστον από τότε που ο Δίων παρακάλεσε τον Πλάτωνα να έρθει στις Συρακούσες, και πιθανότατα η διαπλοκή των δύο ιδεών δεν έγινε για πρώτη φορά με τη συγκεκριμένη ευκαιρία, το 367, αλλά προηγήθηκε μια περίοδος κύησης για τη διάρκεια της οποίας μπορούμε μόνο να υποθέσουμε. Εν πάση περιπτώσει, στην Έβδομη Επιστολή ο Δίων χαρακτηρίζεται ως εκείνος που θα μπορούσε να συγκεντρώσει τη φιλοσοφία και την εξουσία στο πρόσωπό του (335D)· και η κυβέρνηση του φιλοσόφου-βασιλιά χαρακτηρίζεται ως η εγκαθίδρυση μιας τάξης στην οποία κάθε άνθρωπος μπορεί να επιτύχει την ευτυχία οδηγώντας τη ζωή του στο φως της δικαιοσύνης, είτε κατέχει ο ίδιος αυτή τη δικαιοσύνη είτε η καθοδήγηση των αγίων ανθρώπων έχει θρέψει και διαμορφώσει τα ήθη του και τις συνήθειές του στο δρόμο της δικαιοσύνης (335D). Πώς όμως ο φιλόσοφος-βασιλιάς εγκαθιδρύει αυτή την τάξη; Καταφεύγοντας σε όλα τα μέσα για να θέσει τους πολίτες υπό την πειθαρχία των καλύτερων και κατάλληλων νόμων (336A). Οι νόμοι αυτοί δεν θα αποτελούνται απλώς από έναν κώδικα νομικών κανόνων και κυρώσεων. Οι ίδιες οι νομικές διατάξεις θα εισάγονται από λόγους, τα προοίμια, που θα καθιστούν σαφή τα θεολογικά και ηθικά θεμέλια των κανόνων. Χάρη στα προοίμια, οι νόμοι θα γίνουν το εργαλείο για την εκπαίδευση των πολιτών. Είναι σαφές, λοιπόν, ότι η ιδέα των προοιμίων, ή η λογοτεχνική μορφή που θα λάβουν οι Νόμοι, μέσω των οποίων ο Πλάτων εκφράζει τη σκέψη του χρησιμοποιώντας μεγάλες συστηματικές παρεκκλίσεις, είχε ήδη συλληφθεί την εποχή της εμπλοκής του στις υποθέσεις των Συρακουσών. Στην Τρίτη επιστολή, που απευθύνεται στον Διονύσιο και χρονολογείται γύρω στο 365, ο Πλάτων υπενθυμίζει στον τύραννο την προπαρασκευαστική εργασία που είχαν κάνει για να συντάξουν τα προτάγματα των νόμων των Συρακουσών το 367 (316Α). Είναι επίσης εξαιρετικά απίθανο, όπως υποδείξαμε προηγουμένως, ο Πλάτων να μην είχε ήδη συλλάβει αυτή την ιδέα πριν από αυτή την ημερομηνία.

Επομένως, από την αρχή η ιδέα του φιλοσόφου-βασιλιά πρέπει να ήταν πολύ πιο ευέλικτη από ό,τι θα μπορούσε να φανεί μόνο από την Πολιτεία. Ενώ στην Πολιτεία, οι φύλακες θεωρούνται αρκετά πολυάριθμοι ώστε να σχηματίζουν μια άρχουσα τάξη ικανή να παράσχει το στρατό, φαίνεται ότι στον Πλάτωνα πέρασε από το μυαλό του η επίσης προφανής πιθανότητα να μην επαρκεί ο αριθμός τους. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να προσπαθήσει να προσδιορίσει τις παραλλαγές της πραγμάτωσης της ιδέας (καλύτερη, δεύτερη καλύτερη κ.ο.κ.) αναφερόμενος στον αριθμό των ανθρώπων που θα μπορούσαν πράγματι να αποκαλούνται νομός έμψυχος. Αν ο αριθμός τους είναι επαρκής, μια ολόκληρη άρχουσα τάξη της πόλης μπορεί να θεωρηθεί νομός έμψυχος, σύμφωνα με το σχέδιο της Πολιτείας. Εάν ο αριθμός τους, από την άλλη πλευρά, είναι πολύ μικρός, οι πολίτες μιας πόλις μπορούν να εφαρμόσουν την ιδέα μόνο με τη δευτερεύουσα μορφή συνηθειών που ενσταλάζονται μέσω της εκπαίδευσης και υποστηρίζονται διαρκώς από νομικούς θεσμούς, οι οποίοι στην πραγματικότητα αποτελούν μια πραγματεία για τη ζωή μιας πόλις που ζει σύμφωνα με τον Θεό. Στη δομή αυτής της "δεύτερης" πραγμάτωσης της ιδέας, ο φιλόσοφος-βασιλιάς εισέρχεται μόνο ως νομοθέτης και συγγραφέας των προοιμίων. Αυτός ακριβώς θα ήταν ο ρόλος που θα έπρεπε να παίξει ο ίδιος ο Πλάτωνας στην προσπάθεια μεταρρύθμισης του Συρακουσιανού πολιτεύματος, και είναι ακριβώς ο ρόλος που παίζει στους Νόμους, όπου, με τη μορφή του Αθηναίου ξένου, καθοδηγεί τους νομοθέτες της πόλης της Μαγνησίας σχετικά με τις αρχές πάνω στις οποίες θα έπρεπε να προσπαθήσουν να οικοδομήσουν το πολίτευμά τους, ενώ οι μελλοντικοί πολίτες της αποικίας δεν θα είχαν άλλη επιλογή από το να συναινέσουν.

Υπό το πρίσμα μιας τέτοιας ευέλικτης αντίληψης του ρόλου του φιλοσόφου-βασιλιά στην πόλιν, θα πρέπει να αναρωτηθούμε αν η μετάβαση από τη Πολιτεία στους Νόμους θα πρέπει πράγματι να χαρακτηριστεί ως μετάβαση από μια δικτατορική μορφή διακυβέρνησης σε μια βασισμένη στο νόμο. Έχει επισημανθεί επανειλημμένα ότι η πόλις της Πολιτείας δεν είναι σε καμία περίπτωση "άνομη", όπως συχνά υποστηρίζεται. Στην πραγματικότητα, περιέχει τόσο συνταγματικό δίκαιο όσο και έναν αξιοσημείωτο κώδικα αστικών νόμων. Η αντίληψη ότι στο έργο του Πλάτωνα υπάρχει μια "εξέλιξη" και μια "ωρίμανση" προς την αναγνώριση μιας συνταγματικής διακυβέρνησης που διέπεται από νόμους θα πρέπει να παραμεριστεί. Μάλλον στο επίπεδο της εμπειρίας πρέπει να διακρίνουμε τη διαφορά μεταξύ των δύο μοντέλων. Η Πολιτεία γράφτηκε με βάση την υπόθεση ότι το κυρίαρχο στρώμα της πολιτείας αποτελείται από ανθρώπους στις ψυχές των οποίων η τάξη της ιδέας μπορεί να γίνει τόσο πλήρως αντιληπτή ώστε, από το ίδιο το γεγονός της ύπαρξής τους, θα αποτελέσουν την πηγή της τάξης της πολιτείας.

Οι Νόμοι, από την άλλη πλευρά, έχουν γραφτεί με την υπόθεση ότι η ομάδα των ελεύθερων πολιτών θα αποτελείται από ανθρώπους που μπορεί να εκπαιδευτούν από έναν κατάλληλο οδηγό για να ζήσουν μια ζωή αρετής, αλλά οι οποίοι από μόνοι τους είναι ανίκανοι να αναπτύξουν υπαρξιακά μέσα τους την πηγή της τάξης, και επομένως χρειάζονται τη συνεχή πειθώ που εκφράζεται στα προτάγματα καθώς και τις κυρώσεις που επιβάλλονται από το νόμο για να μην παρεκκλίνουν από το στενό μονοπάτιΣυμπερασματικά, μπορεί να ειπωθεί ότι τόσο η Πολιτεία όσο και οι Νόμοι παρέχουν νομικούς θεσμούς για μια πολιτική κοινωνία, αλλά ότι τους παρέχουν σε δύο διαφορετικούς τύπους πολιτών· η διαφορά επιπέδου μεταξύ της "καλύτερης" και της "δεύτερης καλύτερης" πόλις δίνεται από την ποιότητα των ανθρώπων που έχει κατά νου ο Πλάτων ως δοχεία της ιδέας.

Εδώ ολοκληρώνουμε την εξέταση των παρανοήσεων που κυκλοφορούν, και ιδίως εκείνων που αφορούν τη δεύτερη καλύτερη πόλι. Ωστόσο, δεν μπορούμε να κλείσουμε αυτή την ενότητα παραλείποντας να συμβουλευτούμε την αυθεντία που συνήθως αγνοείται σε όλο αυτό το συνονθύλευμα αντικρουόμενων απόψεων, δηλαδή τον ίδιο τον Πλάτωνα. Στους Νόμους έγραψε μια σελίδα (739Β- 740Α) για την έννοια του όρου καλύτερη πόλις και δεύτερη καλύτερη πόλις. 'Η καλύτερη πόλις, σύνταγμα και σύστημα νόμων' υπάρχει όταν οι πολίτες διαπνέονται από την αρχή ότι μεταξύ φίλων όλα τα πράγματα είναι κοινά. Αυτό σημαίνει ότι "οι γυναίκες, τα παιδιά και όλα τα υπάρχοντα" πρέπει να είναι κοινά· ότι τα πράγματα που από τη φύση τους είναι ιδιωτικά, όπως τα μάτια, τα αυτιά και τα χέρια, πρέπει να φαίνεται ότι βλέπουν, ακούν και ενεργούν από κοινού· ότι όλοι πρέπει να εγκρίνουν και να καταδικάζουν από κοινού και να αισθάνονται χαρά ή λύπη στις ίδιες περιπτώσεις. Αν οι νόμοι μιας πολιτείας την ενώνουν τόσο πολύ με αυτή την έννοια, τότε θα έχετε την πολιτεία που είναι "αληθέστερη, καλύτερη και άριστη εν τη αρετή" από οποιαδήποτε άλλη που έχει οικοδομηθεί με διαφορετική αρχή. Εάν ποτέ υπάρξει μια τέτοια πόλις "όπου ζουν θεοί ή παιδιά θεών, είτε πολλοί είτε μόνο ένας", τότε οι πολίτες θα έχουν επιτύχει μια αυθεντικά ευτυχισμένη ζωή. Δεν πρέπει να αναζητά κανείς αλλού ένα πρότυπο πολιτεύματος, αλλά να προσκολλάται μόνο σε αυτό και να προσπαθεί να το πλησιάσει όσο το δυνατόν περισσότερο στη διαμόρφωση ενός πολιτεύματος, στην κατασκευή ενός συντάγματος. Το σύνταγμα που συζητούν οι συνομιλητές των Νόμων θα είναι, αν ποτέ υλοποιηθεί, το πιο κοντινό στο πρότυπο: επομένως θα είναι όσο το δυνατόν "πιο κοντά στην αθανασία" και για τον λόγο αυτό θα πρέπει να αποκαλείται το δεύτερο καλύτερο.

Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις, ο Πλάτων συνεχίζει αμέσως να αναπτύσσει τον καταμερισμό της ιδιοκτησίας στη δεύτερη καλύτερη πόλις (740). Η γη και τα σπίτια θα πρέπει να διανέμονται μεταξύ των πολιτών. Δεν θα πρέπει να καλλιεργούν τη γη από κοινού - καθώς αυτό θα ήταν εκτός του πεδίου αυτού που υποθέσαμε ότι είναι "η καταγωγή τους, ο τρόπος αναπαραγωγής τους και η εκπαίδευσή τους". Ωστόσο, αφού πραγματοποιηθεί η διανομή, οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να γνωρίζουν ότι τα οικόπεδά τους δεν είναι παρά τμήματα της κοινής ουσίας της πόλις κ.ο.κ.

Αυτά τα αποσπάσματα είναι υπεραρκετά για να φωτίσουν το πρόβλημα.
 Η τάξη της καλύτερης πόλις προϋποθέτει ότι έχει αποδοθεί σε μια κοινότητα φιλέων, δηλαδή ανθρώπων που συνδέονται με έναν υπαρξιακό δεσμό, τη φιλία. Μόνο υπό αυτή την προϋπόθεση μπορεί να πραγματωθεί η αληθινή ΚΟΙΝΩΝΙΑ η οποία δεν είναι αυτή των γυναικών, των παιδιών και των περιουσιών, αλλά είναι η ΚΟΙΝΩΝΙΑ του ήθους και του πάθους. Όμως οι άνθρωποι που είναι ικανοί να είναι αληθινά φίλοι είναι σπάνιοι, τόσο σπάνιοι που ο Πλάτων μιλάει γι' αυτούς ως "θεούς ή γιους θεών". Μόνο όταν, με κάποιο θαύμα, τέτοια ημι-θεϊκά όντα θα ζούσαν σε μια πόλιν, θα μπορούσε η ζωή της να διαταχθεί από τους νομούς (739D) που επικαλείται η Πολιτεία. Κατά κανόνα, πρέπει να υποθέσουμε ότι έχουμε να κάνουμε με ανθρώπινο υλικό κάπως διαφορετικής φύσης (γένεση), και για να διατάξουμε την κοινωνική ζωή των πιο συνηθισμένων ανθρώπινων όντων πρέπει να αρκεστούμε σε νόμους που χαρακτηρίζονται ως "δευτεροβάθμιοι".

Αλλά αυτή η δεύτερη-καλύτερη τάξη συνδέεται στενά με την πρώτη-καλύτερη, εφόσον η ιδέα της υπαρξιακής κοινότητας που εκφράζεται στους νομούς 
τής πρώτης τάξης πρέπει να εκφράζεται και στους νομούς τής δεύτερης τάξης. Θα πρόκειται απλώς για μια διαφορά στην ένταση, και η δεύτερη τάξη θα ενσωματώνει τόση ουσία της πρώτης όσης θα επιτρέπει ένα ασθενέστερο ανθρώπινο δοχείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: