Δευτέρα 27 Μαΐου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER, ΠΛΑΤΩΝ (154)

Συνέχεια από Τρίτη, 30 Απριλίου 2024

PAUL FRIEDLȀNDER
ΠΛΑΤΩΝ
ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ
ΤΑ ΠΛΑΤΩΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ –
ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ

ΤΡΙΤΗ ΜΕΣΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ: ΤΟ ΟΨΙΜΟ ΕΡΓΟ
ΠΡΩΤΗ ΟΜΑΔΑ ΔΙΑΛΟΓΩΝ : Η ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ

26. ΣΟΦΙΣΤΗΣ (8η συνέχεια)


Οντολογική έρευνα.


Η «απορητική» έφτασε στο τέλος της («διηπορημένον»). Το Μη-Είναι και το Είναι μετέχουν εξίσου στην «απορία». (Και πώς θα μπορούσε να είναι διαφορετικά, εφ’ όσον μπορεί κανείς να μιλήση με νόημα για το Μη-Είναι, μόνον εφ’ όσον τού αντιπαραθέτει το «Είναι» - και αντίστροφα.) Υπάρχει έτσι ελπίδα, να διαφωτισθούν από κοινού. Κι αν δεν θεωρήσουμε κανένα απ’ τα δυό, θα έχουμε τουλάχιστον προχωρήσει την έρευνά μας για αμφότερα ταυτόχρονα, όσο πιο πολύ και μακριά γίνεται. Ας μην αγνοήσουμε την ένσταση που τίθεται για το όλο εγχείρημα! Μπορεί να μας προφυλάξη απ’ το να δούμε στις τόσο σημαντικές βέβαια ακόμα δομικές αναλύσεις τών Ελεατών τη μοναδική – όπως συμβαίνει συχνά απ’ την εποχή τού Χέγκελ – κορύφωση της πλατωνικής φιλοσοφίας. Όπως ακούγονται αυτές οι αναλύσεις μπροστά στ’ αυτιά τού Σωκράτη, έτσι πρέπει κι εμείς – τολμηρά ασφαλώς! – να μεταθέσουμε τη σκέψη μας σε κείνο που ο Σωκράτης διδάσκει και ενσαρκώνει στο πλατωνικό έργο, υποστηρίζοντάς το ακόμα και με την ίδια του την ζωή.

Η έρευνα θα πορευτή ταυτόχρονα για το Είναι και για το Μη-Είναι. Και πρέπει να το πούμε αυτό, καθιστώντας την «κοινότητα» θέμα μας. Καθώς καλείται όμως ο «λόγος» να «επιτηρήση» αυτήν την «κοινότητα», της αντιπαρατίθεται πριν κι απ’ την έναρξη εκείνης τής κυνικής, σοφιστικής λογικής, που περιορίζει σε μια ταυτοσημία όλες τις εκφράσεις («ο άνθρωπος είναι άνθρωπος» π.χ.), καταστρέφοντας δηλ. κάθε πολυσήμαντο λόγο. Ο Πλάτων μιλά εδώ μέσα απ’ το στόμα τού Ελεάτη, όπως κι άλλη μια φορά στο τέλος, όπου και διευκρινίζεται η «κοινότητα» (259 DE), εντελώς αφ’ υψηλού για τους «νέους και τους όψιμα διδασκομένους ηλικιωμένους», καθώς και γι’ αυτήν την εντελώς «αφιλοσόφητη και άμουση προσπάθεια, να διαχωριστούν τα πάντα απ’ τα πάντα». Η αναφορά στον Αντισθένη είναι βέβαια κι εδώ γενικώς αναγνωρισμένη, για μια φορά δίκαια. Όχι όμως σαν να τον θεωρούσε έναν σημαντικό αντίπαλο ο Πλάτων, που σ’ αυτόν θα απευθυνόταν και ολόκληρη η αντιπαράθεση· αλλά φανερώνοντας μ’ ένα οφθαλμοφανές παράδειγμα, ότι η αναγνώριση μιας τέτοιας «κοινότητας» είναι αναγκαία, για να δικαιολογήση το τόσο απλό όσο και θεμελιακό δεδομένο και την «πραγματικότητα» ενός πολυσήμαντου λόγου.

Είναι εδώ και ώρα πολλή σαφές, ότι (πράγματι…) υφίσταται, ή πρέπει να υφίσταται, κάτι σαν «κοινότητα» (στην έρευνά μας…). Το προκαταρτικό ωστόσο ερώτημα τριχοτομείται συστηματικά και απευθύνεται σε όλους όσους έχουν οποτεδήποτε μιλήσει για το Είναι, και με τους οποίους «αντιπαρατίθεται» ο διάλογός μας: 1) Είναι άραγες γενικώς κοινό, και υπάρχει μια κοινότητα στο Είναι, άρα και στον λόγο; Ή 2) μπορούν άραγες να είναι όλα με όλα κοινά; ‘Η 3) μήπως κάποια με κάποια; Αν προσπαθήσουμε να απαντήσουμε αρνητικά στο πρώτο ερώτημα, μας αντιπαρατίθενται όλοι: ο Ηράκλειτος και ο Παρμενίδης και οι «φίλοι τών μορφών» γνωρίζουν την κοινότητα Είναι και κίνησης ή Είναι και ησυχίας· οι εκπρόσωποι της στωϊκής θεώρησης γνωρίζουν, με τον διαχωρισμό και την ανάμειξη που πρεσβεύουν, την κοινότητα της πολλαπλότητας ή του Ενός· και το πιο «κωμικό» απ’ όλα είναι, ότι και ο ίδιος ο αντίπαλός μας, ο Αντισθένης, δεν μπορεί καν να εκφέρη εκείνη την πρόταση, με την οποία και επιζητεί να αρνηθή κάθε κοινότητα, δίχως να «κατασκευάση» μια κοινότητα ανάμεσα στις σχετικές λέξεις. Αν θελήσουμε ωστόσο να απαντήσουμε θετικά στο δεύτερο ερώτημα, θα πρέπη να δεχτούμε το άτοπο, ότι η μεν κίνηση μένει ακίνητη, η δε ακινησία ή στασιμότητα κινείται. Δεν απομένει λοιπόν παρά η κατάφαση στο τρίτο ερώτημα, οπότε και παρουσιάζεται το αίτημα για μια τέχνη ή μιαν επιστήμη, που να μπορή να είναι ειδήμων να παρουσιάση τη δυνατότητα αυτής τής «κοινότητας», όπως ακριβώς το πράττουν η γραμματική και η μουσική για την κοινότητα των φθόγγων και των ήχων.

Το σύστημα των φθόγγων («γράμματα») στα χέρια εκείνου που «ασχολείται» εξειδικευμένα μ’ αυτό, ως εξ επαγγέλματος, του διδασκάλου δηλ. της γραφής, υπήρξε πολύ πρώιμα ένα σύμβολο πέρα κι απ’ την αρχική του έννοια για τον Πλάτωνα. Στον «Κρατύλο» (424 Β κ.ε.) τού χρησιμεύουν οι φθόγγοι, κατά τη συστηματική τους κατ’ αρχάς τάξη (φωνήεντα και σύμφωνα), ως ένα παράδειγμα της «διαίρεσης», παρατηρώντας κατόπιν το πώς συναρμολογούνται οι φθόγγοι, που αποτελούν μια σταθερή ενότητα ο καθένας, στις ανώτερες ενότητες της συλλαβής, της λέξης και της πρότασης, επισημαίνοντας το «πρόβλημα» ή το ερώτημα, αν αυτά τα σημεία αντιστοιχούν σ’ αυτήν την κλιμάκωσή τους σ’ ένα κλιμακούμενο (επίσης…) σύστημα των ίδιων των πραγμάτων. Στον δε «Θεαίτητο» (203 Α κ.ε.) βλέπει να συναρμολογείται απ’ τα ξεχωριστά γράμματα ή φθόγγους, που έχουν μόνον ήχο, αλλά κανένα νόημα, το Είδος ή η μια Ιδέα ή η ολότητα της νοηματοφόρου «συλλαβής» (( συν(λ)-λαμβάνω… )) , αποκτώντας έτσι ήδη έναν παραλληλισμό προς τη μουσική, καθώς στον φθόγγο αντιστοιχεί ο μεμονωμένος ήχος, και στη συλλαβή το «μελωδικό σχήμα». Στον «Φίληβο» (17 Α κ.ε.) τού χρησιμεύει πάλι το σύστημα των φθόγγων ως παράδειγμα για το πώς ο δρόμος ή η οδός απ’ το Ένα – εδώ ο φθόγγος ή το «γράμμα» – προς την άπειρη «θάλασσα των φθόγγων» δεν επιτρέπεται να διανυθή μ’ ένα άλμα, αλλά βήμα το βήμα μέσα απ’ την περιοχή ή το πεδίο τού συγκεκριμένου ως προς τον αριθμό και το είδος (( Οι Έλληνες «μισούσαν» πράγματι το ά-πειρο και εμπιστεύονταν απόλυτα το «εμπειρικό», όπως σημειώνει και ο Γάλλος ελληνιστής Pierre Hadot… )) . Στον δε «Σοφιστή» (252 Ε κ.ε.) πρόκειται τελικά και κυρίως για την προσπάθεια να γίνη αντιληπτή τόσο η συνύπαρξη «διαίρεσης» και «κοινωνίας» όσο και οι διαφορετικοί (ανα)βαθμοί συνδετότητας και μη συνδετότητας. Ο γραμματικός δείχνει π.χ. ότι τα φωνήεντα διασχίζουν σαν ένας «φιλικός δεσμός» όλους τούς άλλους φθόγγους, ενώ κάποιοι άλλοι συνδυασμοί φθόγγων δεν είναι καν δυνατοί. Αντίστοιχα θεωρείται και η κοινότητα των υπάρξεων ως μια «διαμέσου προέκταση», μια συμπερίληψη κι ένας συνδυασμός, και ως απόλυτος επίσης αποκλεισμός και αδυναμία συνύπαρξης πολλών μεμονωμένων μορφών. Το αν υφίσταται όμως, και τί είδους τελικά κοινότητα ανάμεσα στις ουσιώδεις υπάρξεις, αυτό προϋποθέτει κι εδώ την ακριβή τους και «μεμονωμένη» ή ιδιαίτερη γνώση. Κάτι που επιτυγχάνεται (ασφαλώς…) μόνο με την κατάταξή τους, μέσω τής διαιρέσεως, στη σταθερή τους θέση στο ίδιο τους το σύστημα. Κι αυτό είναι έργο τού διαλεκτικού, του φιλοσόφου, ένα έργο και μια εργασία που εξασκήσαμε εξαρχής στον διάλογό μας. Φτάνοντας έτσι, αναζητώντας τον σοφιστή, (πάλι…) στον φιλόσοφο.

Αυτό συνέβη ήδη μια φορά στο «διαιρετικό» μέρος τού διαλόγου, στην έκτη συγκεκριμένα προσπάθεια ορισμού, όχι μάλιστα τυχαία, καθώς ο διάλογος επικεντρώθηκε εκεί στο θέμα ακριβώς χωρισμού και διαχωρισμού. Και συμβαίνει πάλι τώρα, εδώ όπου συνάπτονται «διαίρεση» και «κοινωνία», εκ νέου. Ο φιλόσοφος είναι η αντίστροφη εικόνα τού σοφιστή. Και οι δυό αυτές «υπάρξεις» (τα δυό αυτά «πλάσματα», φύσεις ή ουσίες…) μπορούν να διαφωτιστούν μόνον η μια με την άλλην, όπως το Είναι και το Μη-Είναι. Όχι όμως από κάποιον έξω απ’ αυτές – ποιος θα ήταν άλλωστε αυτός; – αλλά καθώς παρακολουθεί τον σοφιστή την ώρα που αυτός ο τελευταίος εξασκεί τη φιλοσοφική «μέθοδο», τη διαίρεση και την έρευνα δηλ. της κοινωνίας, ξεκαθαρίζει ο φιλόσοφος και τη δική του φύση και ουσία. Ο μεν σοφιστής διαφεύγει στο σκοτάδι τού Μη-Είναι, όμως ο φιλόσοφος παραμένει σκεπτόμενος στο αληθινό Είναι («τή τού όντος αεί διά λογισμών προσκείμενος ιδέα» - 254 Α 8)· είναι γι’ αυτό δύσκολο να τους εννοήσουμε και τους δυό, τον δε φιλόσοφο επειδή «το μάτι τής ψυχής τών περισσοτέρων δεν αντέχει να στρέψη τη ματιά του προς το θεϊκό». Κι αυτά τα λόγια ακούγονται πραγματικά ξένα στο στόμα τού Ελεάτη, καθώς μάς θυμίζουν ξαφνικά εκείνο που δίδασκε στα μισά τής «Πολιτείας» για την άνοδο απ’ το σπήλαιο και για τη διαλεκτική οδό ο Σωκράτης. Ο οποίος ακούει, σημειωτέον, σιωπηλά εδώ. Θα παρεξηγήσουμε βέβαια τον Πλάτωνα, αν του «χρεώσουμε» ότι κατέστησε περιττό με τον Ελεάτη τον Σωκράτη. Απ’ την ελεατική άλλωστε τέχνη προέρχεται, όταν κατανοή σωστά, δηλ. μη-εριστικά, δηλ. φιλοσοφικά τον εαυτό της, η αυθυπέρβασή της: ο επισκέπτης απ’ την Ελέα «διαλύει» πράγματι, διαφυλάσσοντας και αναβιβάζοντας μάλιστα την αυστηρότητα του ελεατικού Είναι, την ακινησία αυτού τού Είναι και την ελεατική ταυτόχρονα ακινησία μέσα στη διδασκαλία τών «φίλων τών Ιδεών». Την έρευνα που ακολουθεί δεν θα την θεωρήση ωστόσο κανείς, ακολουθώντας τις ύψιστα δυσχερείς διαδρομές της, παρά μόνον ως ένα μέρος τής οδού προς εκείνον τον σκοπό, που έχει εξαρχής χαρακτηρισθή εδώ με τις λέξεις: «λάμψη, μάτι τής ψυχής» και «θεϊκό», προς τον οποίον δεν γνωρίζει να καθοδηγήση καθόλου ο Ελεάτης, παρά μόνον ο Σωκράτης, κι ο ίδιος ο Σωκράτης, σε καμμιά περίπτωση με μια συζήτηση περί όρων και ορισμών μόνον, αλλά με την ίδια του την ζωή και τον θάνατό του.

«Αυτόν θα εξετάσουμε ίσως τώρα ερευνώντας», λέει, εννοώντας τον φιλόσοφο, ο Ελεάτης, «αν έχουμε ακόμα την όρεξη γι’ αυτό». Δεν παραγνωρίζεται ασφαλώς εδώ μια αναφορά σ’ έναν πιθανό και δήθεν διάλογο με το όνομα «Φιλόσοφος». Το επίρρημα όμως «ίσως» και το υποθετικό «αν» μάς αφήνουν να καταλάβουμε πως ο Πλάτων δεν σκόπευε ποτέ να γράψη έναν τέτοιον διάλογο. Υπάρχουν μάλιστα και ισχυρότερες αποδείξεις γι’ αυτό.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου