Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (4)

 Συνέχεια από: Σάββατο 8 Ιουνίου 2024


Η υπερβατικότητα του Ego

I. Το Εγώ και το Εγώ (Moi)

Γ) ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΥΛΙΚΗΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΕΓΩ [MOI]

 Για τον Καντ και για τον Χούσερλ το Εγώ είναι μια τυπική δομή της συνείδησης. Επιχειρήσαμε να δείξουμε ότι ένα Εγώ δεν είναι ποτέ αμιγώς τυπικό, ότι είναι πάντοτε, ακόμα κι αν συλλαμβάνεται αφηρημένα, μια άπειρη συστολή [contraction] του υλικού Εγώ [Μοί]. Θα πρέπει όμως, προτού προχωρήσουμε, να απαλλαγούμε από μια καθαρά ψυχολογική θεωρία που καταφάσκει, για λόγους ψυχολογικούς, την υλική παρουσία του Εγώ [Moi] μέσα σε όλες τις συνειδήσεις μας. Είναι η θεωρία των ηθικολόγων της «φιλαυτίας» [amour-propre]. Σύμφωνα με αυτούς, η αγάπη για τον εαυτό –και κατά συνέπεια το Εγώ [Μοί]– υποκρύπτεται σε όλα τα συναισθήματα, με χίλιες διαφορετικές μορφές. Με έναν πολύ γενικό τρόπο, το Εγώ [Μοί], χάριν αυτής της αγάπης που φέρει προς εαυτό, επιθυμεί για τον εαυτό του όλα τα αντικείμενα που επιθυμεί. Η θεμελιώδης δομή καθενός από τα ενεργήματά μου είναι μια αναφορά προς εμένα [à moi]. Η «επιστροφή σε εμένα [retour à moi]» είναι συστατική κάθε συνείδησης.[Ο ΝΟΥΣ ΤΟΥ ΠΛΩΤΙΝΟΥ ΒΑΠΤΙΣΤΗΚΕ ΕΓΩ]

Το να αντιτείνουμε σε αυτή τη θέση ότι η επιστροφή σε εμένα δεν είναι διόλου παρούσα στη συνείδηση -λόγου χάριν, όταν διψώ, ότι βλέπω ένα ποτήρι νερό και μου φαίνεται επιθυμητό- δεν αποτελεί γι' αυτήν πρόβλημα: θα μας κάνει ευχαρίστως αυτή την παραχώρηση. Ο Λα Ροσφουκώ είναι ένας από τους πρώτους που έκανε χρήση του ασυνείδητου, χωρίς να το κατονομάζει: για τον Λα Ροσφουκώ η φιλαυτία κρύβεται υπό τις πλέον διαφορετικές μορφές. Θα πρέπει να την εξιχνεύσουμε [depister] προτού τη συλλάβουμε [30]. Μ' έναν πιο γενικό τρόπο, γίνεται δεκτό στη συνέχεια ότι το Εγώ [Μοί], αν δεν είναι παρόν στη συνείδηση, κρύβεται πίσω της και ότι είναι ο πόλος έλξης όλων των παραστάσεων και των επιθυμιών μας. Το Εγώ [Μοί] προσπαθεί λοιπόν να προσποριστεί το αντικείμενο για να ικανοποιήσει την επιθυμία του. Για να το πούμε διαφορετικά, η επιθυμία (ή, αν προτιμάμε, το επιθυμούν Εγώ [Moi]) προσφέρεται ως σκοπός, και το επιθυμητό αντικείμενο ως μέσον.

Το ενδιαφέρον λοιπόν αυτής της θέσης μας φαίνεται πως έγκειται στο ότι αποδίδει ανάγλυφα ένα πολύ συχνό σφάλμα των ψυχολόγων: το ότι συγχέουν τη βασική δομή των ανασκοπικών ενεργημάτων με τη δομή των μη-ανασκοπημένων ενεργημάτων. Αγνοούν ότι για κάθε συνείδηση υπάρχουν πάντοτε δύο δυνατές μορφές ύπαρξης. Και κάθε φορά που οι υπό παρατήρηση συνειδήσεις δίδονται ως μη-ανασκοπημένες, τους επιθέτουν μια ανασκοπική δομή, η οποία, ισχυρίζονται απερίσκεπτα ότι παραμένει ασυνείδητη.

Νιώθω οίκτο για τον Πιέρ και του προσφέρω βοήθεια. Για τη συνείδησή μου ένα και μόνο πράγμα υπάρχει τη στιγμή αυτή: ο δέον-να-βοηθηθεί-Πιέρ. Ο Πιέρ έχει αυτή την ποιότητα του χρήζοντος-βοηθείας, η οποία ενεργεί πάνω μου σαν μια δύναμη. Ο Αριστοτέλης το είχε πεί: το επιθυμητό είναι αυτό που κινεί την επιθυμία 31. Στο επίπεδο αυτό, η επιθυμία προσφέρεται στη συνείδηση ως φυγόκεντρη (υπερβαίνει τον εαυτό της, είναι θέτουσα συνείδηση του «δέον-να» και μη-θέτουσα συνείδηση του εαυτού της) και απρόσωπη (δεν υπάρχει σ' αυτήν Εγώ [Μοί]: είμαι ενώπιον του πόνου του Πιέρ, όπως είμαι ενώπιον του χρώματος αυτού του μελανοδοχείου. Υπάρχει εδώ ένας αντικειμενικός κόσμος πραγμάτων και δράσεων, που έγιναν η πρέπει να γίνουν, και οι δράσεις έρχονται να εφαρμοσθούν ως ποιότητες επί των πραγμάτων που τις αιτούν). Αυτή λοιπόν η πρώτη στιγμή της επιθυμίας –ας υποθέσουμε ότι η στιγμή αυτή δεν έχει διαφύγει τελείως από τους θεωρητικούς της φιλαυτίας – δεν αντιμετωπίζεται από αυτούς ως μια πλήρης και αυτόνομη στιγμή. Φαντάστηκαν πίσω από αυτήν μιάν άλλη κατάσταση που παραμένει στο ημίφως: για παράδειγμα, βοηθώ τον Πιέρ για να κάνω να πάψει να υπάρχει η δυσάρεστη κατάσταση στην οποία με έφερε η θέα των βασάνων του. Αλλά αυτή η δυσάρεστη κατάσταση δεν μπορεί να γνωσθεί ως τέτοια και δεν μπορούμε να δοκιμάσουμε να την καταστείλουμε παρά μόνο μετά από ένα ενέργημα της ανασκόπησης. Στην πραγματικότητα, μια δυσαρέσκεια στο μη-ανασκοπημένο πεδίο υπερβαίνεται με τον ίδιο τρόπο που υπερβαίνεται η μη-ανασκοπημένη συνείδηση του οίκτου. Πρόκειται για την εποπτική σύλληψη μιάς δυσάρεστης ποιότητας ενός αντικειμένου. Και στο μέτρο που μπορεί να συνοδεύεται από μια επιθυμία, επιθυμεί όχι να κατασταλεί αυτή η ίδια, αλλά να καταστείλει το δυσάρεστο αντικείμενο. Δεν εξυπηρετεί λοιπόν σε τίποτε το να βάλουμε πίσω από την μη-ανασκοπημένη συνείδηση του οίκτου μια δυσάρεστη κατάσταση την οποία θα καταστήσουμε τη μύχια αιτία της ελεήμονος δράσης: αν αυτή η συνείδηση της δυσαρέσκειας δεν επιστρέψει στον εαυτό της για να θέσει εαυτήν ως δυσάρεστη κατάσταση, θα παραμείνουμε επ' αόριστον μες στο απρόσωπο και το μη-ανασκοπημένο. Έτσι, λοιπόν, χωρίς καν να το κατανοούν, οι θεωρητικοί της φιλαυτίας υποθέτουν ότι το ανασκοπημένο είναι αρχικό, καταγωγικό και κρυμμένο μες στο ασυνείδητο. Δεν χρειάζεται καν να δείξουμε τον παραλογισμό μιάς τέτοιας υπόθεσης. Ακόμα και αν το ασυνείδητο υπάρχει, ποιος θα βρεθεί να πιστέψει ότι υποκρύπτει αυθορμησίες ανασκοπημένης μορφής; Ο ορισμός του ανασκοπημένου δεν είναι ότι τίθεται από μια συνείδηση; Και πέρα από αυτό, πώς να δεχθούμε ότι το ανασκοπημένο είναι πρώτο σε σχέση με το μη-ανασκοπημένο; Αναμφίβολα, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι μια συνείδηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, εμφανίζεται άμεσα ως ανασκοπημένη. Ακόμα όμως και τότε το μη-ανασκοπημένο διαθέτει οντολογική προτεραιότητα σε σχέση με το ανασκοπημένο, διότι δεν έχει ανάγκη να είναι ανασκοπημένο για να υπάρχει και διότι η ανασκόπηση προϋποθέτει την παρέμβαση μιάς συνείδησης δευτέρου βαθμού.[ΕΡΓΑ ΚΑΙ ΗΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ]

Φθάνουμε λοιπόν έτσι στο ακόλουθο συμπέρασμα: η μη-ανασκοπημένη συνείδηση θα πρέπει να θεωρείται αυτόνομη. Είναι μια ολότητα που δεν έχει καμία ανάγκη να συμπληρωθεί και θα πρέπει να αναγνωρίσουμε χωρίς άλλο ότι η ποιότητα της μη-ανασκοπημένης επιθυμίας είναι να υπερβαίνει εαυτήν συλλαμβάνοντας στο αντικείμενο την ποιότητα του επιθυμητού. Όλα συμβαίνουν σαν να ζούσαμε σ' έναν κόσμο όπου τα αντικείμενα, εκτός από τις ποιότητες της θερμότητας, της οσμής, της μορφής κ.λπ., να έχουν αυτές του απωθητικού, του ελκυστικού, του χαριτωμένου, του χρήσιμου κ.λπ. κ.λπ., και σαν οι ποιότητες αυτές να είναι δυνάμεις που ασκούν πάνω μας ορισμένες δράσεις. Στην περίπτωση της ανασκόπησης, και μόνο σ' αυτή την περίπτωση, η θυμικότητα [affectivité] τίθεται γι' αυτή την ίδια ως επιθυμία, φόβος κ.λπ., στην περίπτωση της ανασκόπησης και μόνο μπορώ να σκεφθώ «Εγώ μισώ τον Πιέρ», «Εγώ νιώθω οίκτο για τον Πωλ, κ.λπ.». Αντίθετα λοιπόν προς ό,τι έχουν υποστηρίξει, σ' αυτό το [ανασκοπικό] επίπεδο τοποθετείται ο εγωιστικός βίος, και στο μη-ανασκοπημένο επίπεδο τοποθετείται ο απρόσωπος βίος (πράγμα που φυσικά δεν σημαίνει ότι κάθε ανασκοπημένος βίος είναι κατ' ανάγκην εγωιστικός, ούτε ότι κάθε μη-ανασκοπημένος βίος είναι κατ' ανάγκην φιλέτερος). Η ανασκόπηση «δηλητηριάζει» την επιθυμία. Στο μη-ανασκοπημένο πεδίο βοηθώ τον Πιέρ διότι ο Πιέρ είναι ο «δέον-να-βοηθηθεί». Αλλά αν η κατάστασή μου μεταλλάσσεται απότομα σε ανασκοπημένη κατάσταση, να που βρίσκομαι στη διαδικασία να με βλέπω να δρω με τον τρόπο, όπως λένε, κάποιου που ακούει τον εαυτό του να μιλάει. Δεν είναι πλέον ο Πιέρ που με έλκει, είναι η βοηθούσα συνείδησή μου που μου εμφανίζεται σαν να πρέπει να διαιωνιστεί. Ακόμα και αν το μόνο που σκέπτομαι είναι ότι πρέπει να εξακολουθήσω την δράση μου, διότι «αυτό είναι καλό», το καλό χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά μου, τον οίκτο μου κ.λπ. Ξαναβρίσκουμε την ψυχολογία του Λα Ροσφουκώ εκεί που την αφήσαμε. Και ωστόσο δεν είναι αληθής: δεν είναι δικό μου λάθος αν ο ανασκοπημένος βίος μου δηλητηριάζει «κατ' ουσίαν» τον αυθόρμητο βίο μου, κι άλλωστε ο ανασκοπημένος βίος προϋποθέτει γενικά τον αυθόρμητο βίο. Προτού «δηλητηριαστούν» οι επιθυμίες μου ήταν καθαρές· αυτό που τις δηλητηρίασε είναι η οπτική που έλαβα απέναντί τους. Η ψυχολογία του Λα Ροσφουκώ δεν αληθεύει παρά μόνο για τα ιδιαίτερα συναισθήματα που αντλούν την προέλευσή τους από τον ανασκοπικό βίο, δηλαδή τα συναισθήματα που προσφέρονται κατ' αρχάς σαν δικά μου συναισθήματα, αντί να υπερβαίνουν εαυτά αρχικά κινούμενα προς ένα αντικείμενο. 

Μ' αυτό τον τρόπο, η καθαρά ψυχολογική εξέταση της «ενδόκοσμης» συνείδησης μας οδηγεί στα ίδια συμπεράσματα με την φαινομενολογική μας μελέτη: το εγώ [Μοι] δεν πρέπει να αναζητείται μέσα στις μη-ανασκοπημένες καταστάσεις της συνείδησης, ούτε πίσω τους. Το Εγώ [Μοί] δεν εμφανίζεται παρά με το ενέργημα της ανασκόπησης, σαν εννοηματικό σύστοιχο μιάς ανασκοπικής απόβλεψης. Αρχίζουμε να διακρίνουμε ότι το Εγώ [Je] και το Εγώ [Μοι] δεν είναι παρά ένα και το αυτό. Θα προσπαθήσουμε να δείξουμε ότι αυτό το Ego, του οποίου το Εγώ [Je] και το Εγώ [Μοί] δεν είναι παρά οι δύο όψεις, αποτελεί την ιδεώδη (εννοηματική) και έμμεση ενότητα της ατέρμονης σειράς των ανασκοπημένων συνειδήσεών μας [32].

Το Εγώ είναι το Ego ως ενότητα των πράξεων. Το Εγώ [Μοί] είναι το Ego ως ενότητα των καταστάσεων και των ποιοτήτων. Η διάκριση, που εδραιώνουμε ανάμεσα στις δυό αυτές όψεις της μιάς και μόνης πραγματικότητας, μας φαίνεται απλώς λειτουργική, για να μην πούμε γραμματική [33].

Σημειώσεις 

[30]. «Η φιλαυτία είναι η αγάπη του εαυτού μας, και κάθε πράγματος χάριν εκείνου. Κάνει τους ανθρώπους ειδωλολάτρες του εαυτού τους και τύραννους των άλλων, αν η τύχη τους προσφέρει τα μέσα γι' αυτό. Δεν βρίσκει ανάπαυση έξω από τον εαυτό μας, και δεν ασχολείται με ξένα υποκείμενα παρά σαν τη μέλισσα στο άνθος, για να αποσπάσει από εκεί ό,τι της χρειάζεται. Τίποτε το τόσο ορμητικό όσο οι επιθυμίες της, τίποτε το τόσο κρυφό όσο οι σκοποί της, τίποτε το τόσο επιτήδειο όσο οι συμπεριφορές της: δεν θα μπορούσαν να αναπαραστηθούν οι ευελιξίες της, οι μετασχηματισμοί της ξεπερνούν και αυτούς των μεταμορφώσεων, και οι διυλίσεις της αυτές της χημείας. Δεν μπορεί κανείς να διανοηθεί το βάθος της, ούτε να διαπεράσει τα σκοτάδια των αβύσσων της», La Rochefoucauld, Maximes, Αφορισμός αριθμός 1 (στην πρώτη έκδοση του 1693).

Ας σημειωθεί ότι ο Σάρτρ προσεγγίζει τις απόψεις του Λα Ροσφουκώ σε συνδυασμό με τις κανονιστικές ιδέες του Καντ, βλ. Τετράδια ενός γελοίου πολέμου [Carnets de la drôle de guerre], 130-132, Τετράδια για μια ηθική [Cahiers pour une morale], 11.

[31]. Βλ. Αριστοτέλη, Περί Ψυχής, Γ 10 433α 15-20.

[32]. Για τη σημασία των όρων «εννόημα» (noema) και «εννόηση» (noesis) βλ. μεταξύ άλλων, Καρτεσιανοί Στοχασμοί, §§ 15, 16.

[33]. Η κατά βάση γλωσσική διάκριση μεταξύ Je και Μοί ως δύο όψεων του Ego είναι μία από τις λίγες θέσεις του παρόντος κειμένου που συναντάται σχεδόν αυτούσια σε μεταγενέστερα έργα του Σάρτρ, όπως, για παράδειγμα, στην βιογραφία του Φλωμπέρ, Ο ηλίθιος της οικογένειας [L'idiot de la famille], τ. 2, σ. 1294.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου