Σάββατο 8 Ιουνίου 2024

Η ΥΠΕΡΒΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΕΓΩ - JEAN-PAUL SARTRE (3)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Η υπερβατικότητα του Ego

I. Το Εγώ και το Εγώ (Moi)

Β) TO COGITO ΩΣ ΑΝΑΣΚΟΠΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ

Το καντιανό «Εγώ Σκέπτομαι» είναι μια συνθήκη δυνατότητας. Το Cogito του Ντεκάρτ και του Χούσερλ είναι μια διαπίστωση γεγονότος. Έχουν μιλήσει για την «αναγκαιότητα του γεγονότος» του Cogito και αυτή η έκφραση μου φαίνεται πολύ σωστή [19]. Είναι αναμφίβολο βέβαια ότι το Cogito είναι προσωπικό. Μέσα στο «Εγώ Σκέπτομαι» υπάρχει ένα Εγώ που σκέπτεται. Προσεγγίζουμε εδώ το Εγώ μέσα στην καθαρότητά του και βεβαίως μια «Εγωλογία» πρέπει να εκκινά από το Cogito. Το γεγονός που μπορεί να χρησιμεύει ως σημείο εκκίνησης είναι λοιπόν αυτό εδώ: κάθε φορά που συλλαμβάνουμε τη σκέψη μας, είτε μέσω μιάς άμεσης εποπτείας είτε μέσω μιάς εποπτείας στηριγμένης στη μνήμη, συλλαμβάνουμε ένα Εγώ που είναι το Εγώ της συλληφθείσας σκέψης και που παρουσιάζεται, επιπλέον, ως υπερβαίνον αυτή την σκέψη και όλες τις άλλες δυνατές σκέψεις. Αν, λόγου χάριν, θέλω να ανακαλέσω κάποιο τοπίο που είδα χθες ενώ ταξίδευα με το τραίνο, μου είναι δυνατό να κάνω να επανέλθει η ανάμνηση αυτού του τοπίου έτσι όπως ήταν, αλλά μπορώ επίσης να ανακαλέσω ότι εγώ έβλεπα αυτό το τοπίο. Είναι αυτό που ο Χούσερλ, στην Εσωτερική συνείδηση του χρόνου, αποκαλεί δυνατότητα ανασκόπησης μέσα στην ενθύμηση [20]. Για να το πούμε διαφορετικά, μπορώ πάντοτε να αναθυμηθώ οτιδήποτε στην τροπικότητα του [πρώτου] προσώπου, κι αμέσως εμφανίζεται το Εγώ. Τέτοια είναι η εκ του γεγονότος εγγύηση στην οποία καταφάσκει η καντιανή δικαιολόγηση. Έτσι φαίνεται ως εάν να μην υπάρχει καμία από τις συνειδήσεις μου που να μην μπορώ να συλλάβω ως στερημένη ενός Εγώ.

Πρέπει όμως να ανακαλέσουμε ότι όλοι οι συγγραφείς που περιέγραψαν το Cogito, το έχουν αποδώσει σαν μια ανασκοπική πράξη, δηλαδή σαν μία πράξη δευτέρου βαθμού. Αυτό το Cogito τελείται από μια συνείδηση που κατευθύνεται προς τη συνείδηση, που λαμβάνει τη συνείδηση ως αντικείμενο. Ας το ξεκαθαρίσουμε: η βεβαιότητα του Cogito είναι απόλυτη, διότι, όπως λέει ο Χούσερλ, υπάρχει μια ακατάλυτη ενότητα της ανασκοπικής συνείδησης και της ανασκοπημένης συνείδησης (σε σημείο που η ανασκοπική συνείδηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς την ανασκοπημένη συνείδηση) [21]. Γεγονός παραμένει ότι είμαστε ενώπιον μιάς σύνθεσης δύο συνειδήσεων, εκ των οποίων η μια είναι συνείδηση της άλλης. Έτσι διασώζεται η βασική αρχή της φαινομενολογίας, «κάθε συνείδηση είναι συνείδηση κάποιου πράγματος». Ε, λοιπόν, η ανασκοπική συνείδησή μου δεν λαμβάνει τον εαυτό της ως αντικείμενο όταν πραγματοποιώ το Cogito. Αυτό στο οποίο καταφάσκει αφορά την ανασκοπημένη συνείδηση. Στο βαθμό που η ανασκοπική συνείδησή μου είναι συνείδηση του εαυτού της, είναι μη-θέτουσα συνείδηση. Δεν πρόκειται να γίνει θέτουσα παρά μόνο αποβλέποντας στην ανασκοπημένη συνείδηση, η οποία, αυτή η ίδια, δεν ήταν θέτουσα συνείδηση εαυτής πριν ανασκοπηθεί. Ως εκ τούτου, η συνείδηση που λέει, «Εγώ σκέπτομαι» δεν είναι ακριβώς εκείνη που σκέπτεται. Ή μάλλον δεν είναι η σκέψη της αυτό που θέτει μ' αυτό το θέτον ενέργημα. Συνεπώς είμαστε σε θέση να αναρωτηθούμε αν το Εγώ που σκέπτεται ειναι κοινό στις δύο ήδη επάλληλες συνειδήσεις, ή μήπως είναι κυρίως αυτό της ανασκοπημένης συνείδησης. Κάθε ανασκοπική συνείδηση είναι, πράγματι, εν εαυτή μη-ανασκοπημένη και για να τεθεί [ως αντικείμενο ανασκόπησης] χρειάζεται ένα καινούργιο ενέργημα, και μάλιστα τρίτου βαθμού. Εξ άλλου, δεν υπάρχει εδώ η περίπτωση μιάς επ' άπειρον απαγωγής, καθώς μια συνείδηση δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη μιάς ανασκοπικής συνείδησης για να είναι συνείδηση εαυτής. Απλά, δεν τίθεται προς τον εαυτό της ως αντικείμενό του.

Αλλά, δεν θα είναι ακριβώς το ανασκοπικό ενέργημα αυτό που θα προκαλέσει τη γέννηση του Εγώ [Μοί] μέσα στην ανασκοπημένη συνείδηση; Έτσι θα μπορούσε να εξηγηθεί και το ότι κάθε σκέψη που συλλαμβάνεται από την εποπτεία διαθέτει ένα Εγώ, χωρίς να περιπέσουμε στις δυσκολίες που υπέδειξε το προηγούμενο κεφάλαιό μας. Ο Χούσερλ ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε ότι μια μη-ανασκοπημένη σκέψη υφίσταται μια ριζική τροποποίηση γινόμενη ανασκοπημένη. Αλλά θα πρέπει να περιορίσουμε αυτή την τροποποίηση σε μια απώλεια της «αφέλειας»; [22] Η ουσία της αλλαγής δεν θα είναι η εμφάνιση του Εγώ; Θα πρέπει προφανώς να ανατρέξουμε στην συγκεκριμένη εμπειρία, κι αυτό ίσως μοιάζει αδύνατο, εφόσον εξ ορισμού μια εμπειρία αυτού του είδους είναι ανασκοπική, δηλαδή προικισμένη με ένα Εγώ. Όμως κάθε μη-ανασκοπημένη συνείδηση, ούσα μη-θέτουσα συνείδηση του εαυτού της, αφήνει μια μη-θέτουσα ανάμνηση που μπορούμε να τη συμβουλευθούμε. Αρκεί γι' αυτό να επιδιώξουμε να επανασυστήσουμε το ακριβές χρονικό σημείο όπου εμφανίστηκε αυτή η μη-ανασκοπημένη συνείδηση (κάτι που, εξ ορισμού, είναι πάντοτε δυνατό [23]). Λόγου χάριν, ήμουν απορροφημένος προ ολίγου στην ανάγνωσή μου. Θα επιχειρήσω να ανακαλέσω τις συνθήκες της ανάγνωσής μου, τη στάση μου, τις αράδες που διάβασα. Πρόκειται επίσης να αναστήσω όχι μόνο αυτές τις εξωτερικές λεπτομέρειες αλλά μια ορισμένη πυκνότητα της μη-ανασκοπημένης συνείδησης, εφόσον τα αντικείμενα δεν έγιναν αντιληπτά παρά μόνο μέσα από αυτή τη συνείδηση και παραμένουν σχετικά προς αυτήν. Αυτή τη συνείδηση δεν θα πρέπει να τη θέσω ως αντικείμενο της ανασκόπησής μου, αντίθετα, θα πρέπει να κατευθύνω την προσοχή μου στα αναστημένα αντικείμενα, αλλά χωρίς να τη χάσω από τα μάτια μου, διατηρώντας μαζί της ένα είδος συνενοχής και καταγράφοντας το περιεχόμενό της μ' έναν μη-θέτοντα τρόπο. Το αποτέλεσμα δεν είναι αμφισβητήσιμο: ενόσω διάβαζα, υπήρχε μια συνείδηση του βιβλίου, των ηρώων του μυθιστορήματος, όμως το Εγώ δεν κατοικούσε σ' αυτή τη συνείδηση, η συνείδηση ήταν μόνο συνείδηση του αντικειμένου και μη-θέτουσα συνείδηση αυτής της ίδιας. Τα αποτελέσματα αυτά που έγιναν αντιληπτά μ' έναν μη-θέτοντα τρόπο, μπορώ τώρα να τα κάνω αντικείμενο μιάς θέσης και να αποφανθώ: δεν υπήρχε Εγώ στην μη-ανασκοπημένη συνείδηση. Δεν πρέπει να θεωρήσουμε αυτή την πράξη σαν τεχνητή κι επινοημένη για τις ανάγκες της υπόθεσης: προφανώς χάρη σ' αυτήν την πράξη μπόρεσε ο Τίτσενερ να λέει στο Εγχειρίδιο της Ψυχολογίας του ότι πολύ συχνά το Εγώ [Moi] ήταν απόν από τη συνείδησή του [24]. Δεν προχώρησε, όμως, παραπέρα και δεν δοκίμασε να ταξινομήσει τις καταστάσεις της συνείδησης χωρίς Εγώ [Moi].

Δίχως αμφιβολία κάποιος θα επιχειρούσε να μου αντιτείνει ότι αυτή η πράξη, αυτή η μη-ανασκοπική σύλληψη μιάς συνείδησης από μια άλλη, δεν μπορεί προφανώς να τελεσθεί παρά μόνο από την ενθύμηση, και ότι, επομένως, δεν επωφελείται από την απόλυτη βεβαιότητα τη συνυφασμένη με το ανασκοπικό ενέργημα. Θα βρεθούμε λοιπόν ενώπιον αφενός ενός ορισμένου ενεργήματος που μου επιτρέπει να καταφάσκω την παρουσία του Εγώ μες στην ανασκοπημένη συνείδηση, και αφετέρου μιάς αμφίβολης ενθύμησης που θα προσπαθούσε να μας κάνει να πιστέψουμε ότι το Εγώ απουσιάζει από τη μη-ανασκοπημένη συνείδηση. Μοιάζει να μην έχουμε το δικαίωμα να αντιπαραθέσουμε το ένα στο άλλο. Παρακαλώ όμως να λάβετε υπ' όψη σας ότι η ενθύμηση της μη-ανασκοπημένης συνείδησης δεν αντιτίθεται στα δεδομένα της ανασκοπικής συνείδησης. Κανείς δεν διανοείται να αρνηθεί ότι το Εγώ εμφανίζεται σε μια ανασκοπημένη συνείδηση. Αρκεί απλούστατα να αντιπαραθέσω την ανασκοπημένη ανάμνηση της ανάγνωσής μου («εγώ διάβαζα»), που κι αυτή είναι αμφιβόλου φύσεως, σε μια μη-ανασκοπημένη ανάμνηση. Η εγκυρότητα της ενεστώσας ανασκόπησης, πράγματι, δεν εκτείνεται πέρα από τη συνείδηση που συλλαμβάνεται στο παρόν. Και η ανασκοπική ανάμνηση, στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να ανατρέξουμε για να ανασυστήσουμε τις συνειδήσεις που παρέρχονται, εκτός του αμφίβολου χαρακτήρα που οφείλεται στην ίδια τη φύση της ανάμνησης, παραμένει ύποπτη, αφού, σύμφωνα με την ομολογία του ίδιου του Χούσερλ, η ανασκόπηση τροποποιεί την αυθόρμητη συνείδηση. Εφόσον λοιπόν κάθε μη-ανασκοπική ανάμνηση της μη-ανασκοπημένης συνείδησης μου υποδεικνύει μια συνείδηση χωρίς εγώ, και εφόσον, από την άλλη μεριά, οι θεωρητικοί συλλογισμοί, βασισμένοι στην εποπτεία της ουσίας της συνείδησης, μας αναγκάζουν να αναγνωρίσουμε ότι το Εγώ δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μέρος της εσωτερικής δομής των βιωμάτων, μας απομένει να συμπεράνουμε: δεν υπάρχει Εγώ στο μη-ανασκοπημένο πεδίο. Όταν τρέχω να προφτάσω το τραμ, όταν κοιτάζω την ώρα, όταν είμαι απορροφημένος στην ενατένιση ενός πορτραίτου, δεν υπάρχει Εγώ. Υπάρχει συνείδηση του τραμ-που-πρέπει-να-προλάβει κανείς κ.λπ. και μη-θέτουσα συνείδηση της συνείδησης. Στην πραγματικότητα, τότε είμαι βυθισμένος στον κόσμο των αντικειμένων, είναι αυτά που συγκροτούν την ενότητα των συνειδήσεών μου, αυτά που παρουσιάζονται με αξίες, με απωθητικές και ελκυστικές ποιότητες, αλλά εγώ [moi], εγώ έχω χαθεί, έχω εκμηδενιστεί. Δεν υπάρχει χώρος για εμένα [moi] σ' αυτό το επίπεδο, και αυτό δεν οφείλεται σε κάτι τυχαίο, σε μια στιγμιαία έλλειψη της προσοχής μου, αλλά στην ίδια τη δομή της συνείδησης.

Αυτό θα γίνει σαφέστερο από μια περιγραφή του cogito. Μπορούμε, πράγματι, να πούμε ότι το ανασκοπικό ενέργημα συλλαμβάνει την ίδια στιγμή και με τον ίδιο τρόπο το Εγώ και τη σκεπτόμενη συνείδηση; Ο Χούσερλ επιμένει στο γεγονός ότι η βεβαιότητα του ανασκοπικού ενεργήματος οφείλεται στο ότι συλλαμβάνει τη συνείδηση χωρίς κατατομές [facettes], χωρίς επιμέρους όψεις [profils], στο σύνολό της (χωρίς εκφάνσεις [«Abschattungen»]) [25]. Αυτό είναι προφανές. Αντιθέτως, το χωροχρονικό αντικείμενο δίδεται πάντοτε μέσω μιάς απειρότητας όψεων και, κατά βάθος, δεν είναι παρά η ιδεατή ενότητα αυτής της απειρότητας. Όσο για τις σημασίες, για τις αιώνιες αλήθειες, αυτές καταφάσκουν την υπερβατικότητά τους στο ότι προσφέρονται, από τη στιγμή που εμφανίζονται ως ανεξάρτητες από το χρόνο, ενώ η συνείδηση που τις συλλαμβάνει, αντιθέτως, εξατομικεύεται αυστηρά μέσα στη χρονική διάρκεια. Αναρωτιόμαστε λοιπόν: όταν μια ανασκοπική συνείδηση συλλαμβάνει το Εγώ σκέπτομαι, δίνει όλο τον εαυτό της για να συλλάβει μια συνείδηση πλήρη και συγκεκριμένη, συσταλμένη σε μια πραγματική στιγμή της συγκεκριμένης διάρκειας; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: το Εγώ δεν προσφέρεται ως συγκεκριμένη στιγμή, ως μια φθαρτή δομή της τρέχουσας συνείδησής μου. Αντιθέτως, εκφράζει τη διάρκειά του πέρα από τη συνείδηση κι από όλες τις συνειδήσεις και –παρ' ότι δεν μοιάζει καθόλου με μαθηματική αλήθεια– ο τύπος της ύπαρξής του πλησιάζει περισσότερο σε εκείνον των αιώνιων αληθειών παρά σ' αυτόν της συνείδησης [26]. Παρομοίως είναι προφανές πως λόγω του ότι ο Ντεκάρτ πίστευε ότι το Εγώ και το σκέπτομαι βρίσκονται στο ίδιο πεδίο, πέρασε από το Cogito στην ιδέα της σκεπτόμενης ουσίας. Προ ολίγου είδαμε ότι ο Χούσερλ, αν και προσφυέστερα, κατά βάθος πέφτει στο ίδιο σφάλμα. Παραδέχομαι πως αναγνωρίζει στο Εγώ μια ειδική υπερβατικότητα, η οποία δεν είναι αυτή του αντικειμένου και που θα μπορούσε κανείς να την ονομάσει υπερβατικότητα «εκ των άνω». Όμως με ποιο δικαίωμα [το κάνει αυτό]; Και πως να εξηγήσουμε αυτή την προνομιούχο μεταχείριση του Εγώ, εάν δεν οφείλεται σε μεταφυσικές ή κριτικές ανησυχίες που δεν σχετίζονται διόλου με τη φαινομενολογία; Ας είμαστε πιο καινοτόμοι και ας βεβαιώσουμε χωρίς φόβο ότι κάθε υπερβατικότητα πρέπει να υπόκειται στην εποχή αυτό θα μας κάνει ίσως να αποφύγουμε να γράψουμε κεφάλαια τόσο προβληματικά όσο η παράγραφος 61 των Ιδεών. Εφόσον το Εγώ βεβαιώνεται από μόνο του ως υπερβατικό μέσα στο «Εγώ σκέπτομαι», δείχνει ότι δεν είναι της ίδιας φύσεως με την υπερβατολογική συνείδηση.

Άλλωστε, ας σημειώσουμε ότι [το Εγώ] δεν εμφανίζεται στην ανασκόπηση όπως η ανασκοπημένη συνείδηση: δίδεται διαμέσου της ανασκοπημένης συνείδησης. Βεβαίως συλλαμβάνεται από την εποπτεία και είναι το αντικείμενο μιάς ενάργειας. Γνωρίζουμε όμως τις υπηρεσίες που πρόσφερε ο Χούσερλ στη φιλοσοφία, διακρίνοντας διάφορα είδη ενάργειας [27]. Ε, λοιπόν, είναι βεβαιότατο ότι το Εγώ του Εγώ Σκέπτομαι δεν είναι το αντικείμενο μιάς ενάργειας, ούτε αποδεικτικής [apodictic] ούτε σύμμετρης [adequate] [28]. Δεν είναι αποδεικτικής, εφόσον λέγοντας Εγώ εκφράζουμε αρκετά περισσότερα απ' όσα γνωρίζουμε. Δεν είναι σύμμετρης, διότι το Εγώ παρουσιάζεται σαν μια αδιαφανής πραγματικότητα, το περιεχόμενο της οποίας θα χρειαστεί να αναπτυχθεί. Βέβαια, εμφανίζεται σαν να είναι η πηγή της συνείδησης, αλλά αυτό ακριβώς θα έπρεπε να μας κάνει να σκεφτούμε: πράγματι, από το ότι εμφανίζεται καλυμμένο, δυσδιάκριτο διαμέσου της συνείδησης, σαν ένα βότσαλο στο βάθος του νερού, εξ αυτού, επίσης, είναι άμεσα απατηλό, γιατί γνωρίζουμε ότι τίποτε εκτός από τη συνείδηση δεν μπορεί να είναι η πηγή της συνείδησης. Επιπλέον, αν το Εγώ αποτελεί μέρος της συνείδησης, θα πρέπει να υπάρχουν σ' αυτήν δύο Εγώ: το Εγώ της ανασκοπικής συνείδησης και το Εγώ της ανασκοπημένης συνείδησης. Ο Φίνα [29], ο μαθητής του Χούσερλ, αναγνώρισε και ένα τρίτο, το Εγώ της υπερβατολογικής συνείδησης, που απελευθερώνεται από την εποχή. Από εκεί προκύπτει και το πρόβλημα των τριών Εγώ, του οποίου ο Φινκ επισημαίνει τις δυσκολίες κάπως διαδικαστικά. Για μας το πρόβλημα αυτό είναι απλούστατα άλυτο, διότι δεν είναι αποδεκτό το ότι εγκαθίσταται μια επικοινωνία ανάμεσα στο ανασκοπικό Εγώ και στο ανασκοπημένο Εγώ, αν αυτά είναι πραγματικά στοιχεία της συνείδησης· ούτε, προπάντων, αν συνταυτίζονται τελικά σε ένα και μοναδικό Εγώ.

Συμπερασματικά σ' αυτή την ανάλυση μου φαίνεται ότι μπορούμε να κάνουμε τις εξής διαπιστώσεις: 
1: Το Εγώ είναι ένα υπάρχον. Διαθέτει έναν τύπο συγκεκριμένης ύπαρξης, διαφορετικό αναμφίβολα από αυτόν των μαθηματικών αληθειών, των εννοιών ή των χωροχρονικών οντοτήτων, είναι εξίσου όμως πραγματικό. Αυτοπροσφέρεται ως υπερβατικό. 

2: Παραδίδεται σε μια εποπτεία ειδικού τύπου που το συλλαμβάνει πίσω από την ανασκοπημένη συνείδηση, μ' έναν τρόπο πάντα ασύμμετρο. 

3: Δεν εμφανίζεται ποτέ παρά μόνο στην περίπτωση ενός ανασκοπικού ενεργήματος. Σ' αυτή την περίπτωση η πολύπλοκη δομή της συνείδησης είναι η ακόλουθη: υπάρχει ένα μη-ανασκοπημένο ενέργημα ανασκόπησης χωρίς Εγώ που κατευθύνεται προς μια ανασκοπημένη συνείδηση. Αυτή γίνεται το αντικείμενο της ανασκοπικής συνείδησης, χωρίς να παύει πάντως να καταφάσκει το προσίδιο αντικείμενό της (μια καρέκλα, μια μαθηματική αλήθεια κ.λπ.). Ταυτόχρονα ένα καινούργιο αντικείμενο εμφανίζεται που είναι η περίσταση μιάς κατάφασης της ανασκοπικής συνείδησης και που δεν είναι, συνεπώς, ούτε στο ίδιο πεδίο με την μη-ανασκοπημένη συνείδηση (επειδή αυτή είναι ένα απόλυτο που δεν έχει ανάγκη της ανασκοπικής συνείδησης για να υπάρξει), ούτε στο ίδιο πεδίο με το αντικείμενο της μη-ανασκοπημένης συνείδησης (την καρέκλα κ.λπ.). Αυτό το υπερβατικό αντικείμενο του ανασκοπικού ενεργήματος είναι το Εγώ

4: Το υπερβατικό Εγώ πρέπει να υπαχθεί στη φαινομενολογική αναγωγή. Το Cogito καταφάσκει υπέρ το δέον. Το βέβαιο περιεχόμενο του ψευδο-«Cogito» δεν είναι το «εγώ έχω συνείδηση αυτής της καρέκλας» αλλά το «υπάρχει συνείδηση αυτής της καρέκλας». Το περιεχόμενο αυτό είναι αρκετό για να συγκροτήσει ένα απόλυτο και άπειρο πεδίο για τις φαινομενολογικές έρευνες.

Σημειώσεις
[19]. Βλ. Ιδέες, §§ 46, 57, πβλ. Καρτεσιανοί Στοχασμοί, §§ 8,9.
[20]. Βλ. § 27, πβλ. Σάρτρ, Το Φαντασιακό [L'imaginaire], σ.
[21]. Βλ. Ιδέες, § 38.
[22]. Πβλ τον προβληματισμό του Λεβινάς στις σελίδες 175-8 της μελέτης του Θεωρία της Εποπτείας στη Φαινομενολογία του Χούσερλ [Théorie de l'intuition dans la phénomenologie de Husserl, Paris: Vrin, 1930] – ένα από τα πρώτα αναγνώσματα του Σάρτρ στο πεδίο της φαινομενολογίας.
[23]. Βλ. Ιδέες, §§ 46, 77-78, Διαλέξεις για την εσωτερική συνείδηση του χρόνου, §§ 11-14, 18.
[24]. E. B. Tichener (1867-1927), βρετανός ψυχολόγος. Βασικό έργο του το Εγχειρίδιο ψυχολογίας (Lehrbuch der psychologie, 1910-1912)· πβλ. την αγγλική μετάφραση Textbook of Psychology (NY: MacMillan, 1919), σσ. 544-545. Η θεωρία του Τίτσενερ περί φαντασίας αποτελεί βασικό στόχο των κριτικών παρατηρήσεων του Σάρτρ στο Φαντασιακό, βλ. σσ. 74-75.
[25]. Βλ. Ιδέες §§ 42, 44, 46, 77, πβλ. Σάρτρ, Το φαντασιακό, Πρώτο Μέρος, κεφ. 2.
[26]. Βλ. Ιδέες, §§ 57, 80.
[27]. Βλ. Ιδέες, §3, Καρτεσιανοί Στοχασμοί, § 6.
[28]. Η ανάλυση που ακολουθεί δεν είναι προφανές ότι αποδίδει επακριβώς τις απόψεις του ίδιου του Χούσερλ, πβλ. Ιδέες §§6, 16, 44, 137, 138, Καρτεσιανοί Στοχασμοί, §§6, 7, 9.
[29]. Eugen Fink (1905-1975) «Die phänomenologishe Philosophie E. Husserls in der gegenwärtigen Kritik» [Η φαινομενολογική φιλοσοφία του Έντμουντ Χούσερλ στην σύγχρονη κριτική], Kant-Studien (1933) 38, σσ. 319-383.

Δεν υπάρχουν σχόλια: