Συνέχεια από Παρασκευή 7 Ιουνίου 2024
ΕΓΩ-Μέρος Πρώτο
Η βελτίωση της ζωής
Παιχνίδι
Οι οικονομολόγοι δίνουν μια απάντηση
Η οικονομία είχε μια μακρά παράδοση στην περιγραφή της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Τον αυτάρεσκο άνθρωπο του ονόμασε «homo oeconomicus», και ήταν ένα είδος εικονικού διδύμου του ανθρώπου. Αυτόν τον έβγαλαν από τα υπόγεια, όπου είχε πια αραχνιάσει. Γιατί ο «homo oeconomicus» ζούσε μέχρι εκείνη την στιγμή μια μάλλον περιθωριακή και καθαρά ακαδημαϊκή ζωή. Υπήρχαν και τύποι που τον περιέγραφαν, μερικοί μάλιστα από τον 19οαιώνα.
Δε θα διηγηθούμε εδώ την ιστορία του «homo oeconomicus», που υφίσταται εδώ και 200 χρόνια. Θα ήταν όμως ένα μεγάλο σφάλμα να πιστέψουμε ότι από γεννησιμιού του ήταν ένα άπληστο τέρας το οποίο το άφησαν να αλωνίζει στη γη - αν και κυκλοφορεί με αυτό το ένδυμα στην αγγλική λογοτεχνία της πρώιμης μοντέρνας εποχής18. Ο homo oeconomicus, που ήταν ένα πλάσμα, το οποίο δεν μπορούσε πια να γίνει κατανοητό μέσω των διάχυτων παθών του, αλλά μέσω των σκληρών συμφερόντων του (και σε αυτά μπορεί να συμπεριληφθεί και η ελευθερία), ήταν από την αρχή μια μορφή του Διαφωτισμού. Σύμφωνα μάλιστα με ένα μαθητή του Habermas, τον Axel Honneth, μπορούμε να θεωρήσουμε τον homo oeconomicus ως την γενεσιουργό ιδέα της «Αριστεράς»19. Είναι μια μορφή από τα διδακτικά βιβλία, και οι έξυπνοι οικονομολόγοι δεν βαριούνται να επισημαίνουν, ότι δεν ήταν προορισμένος να είναι κάτι άλλο παρά τούτο: μια υπόθεση, που μας επιτρέπει, όχι απλά να κάνουμε καλύτερα τους υπολογισμούς που αφορούν τους ανθρώπους και τις προτιμήσεις τους, αλλά και να διαμορφώνουμε κοινωνικά συμβόλαια. Το πλεονέκτημα των κοινωνικών αυτών συμβολαίων είναι ότι δεν έχουν ως σκοπό τους την επίτευξη του ωραίου στο άκουσμα, αλλά κενού τρίπτυχου: καλό, αγαθό, αληθές.
Και όμως αυτό είναι μόνο ένα μέρος της ιστορίας, το καλύτερο αν θέλετε. Το χειρότερο κομμάτι της ιστορίας αυτής, το περιγράφει (2008) με μια μόνο πρόταση, η Lynn A. Stout, νομικός στο πανεπιστήμιο Cornell, οποία ως ειδικός στο Corporate Governance και έλεγχο των αγορών, ασχολήθηκε επισταμένως με την οικονομική κρίση: «ο homo oeconomicus είναι ένας κοινωνιοπαθής»20.
Αμέτρητοι συγγραφείς, μεταξύ αυτών και οικονομολόγοι, έχουν δείξει εδώ και δεκαετίες, πως οι υποθέσεις στις οποίες θεμελιώνεται ο «homo oeconomicus», δεν αποδίδουν επαρκώς την πολυεπίπεδη φύση της ανθρώπινης ψυχής και κοινωνίας21. Το παρόν βιβλίο όμως υποστηρίζει, ότι αυτός, που στις σελίδες αυτές ονομάζουμε «νούμερο 2», σε κάποια στιγμή (τα τελευταία χρόνια) ζωντάνεψε, και έγινε ένα πράγμα, που όσοι από τους δημιουργούς του έχουν αίσθηση της ευθύνης, δεν ήθελαν σε καμιά περίπτωση να εξελιχθεί έτσι το πράγμα.
Οι λόγοι δεν είναι με κανένα τρόπο καθαρά «οικονομικής» φύσης. Κατ’ αρχάς, ο μοντέρνος άνθρωπος δεν ξέρει πια ακριβώς σε τι συνίσταται η ταυτότητα του, αν έχει μια ή πολλές ή καμία. Οι σύγχρονοι φιλόσοφοι δεν μπόρεσαν να τον βοηθήσουν, αλλά ενίσχυσαν το πρόβλημα. Με τον τρόπο αυτό μειώθηκε αυτόματα η ικανότητα αντίστασης προς την απλοποίηση ενός μοντέλου, που μέχρι τα μέσα του περασμένου αιώνα ζούσε κατά κάποιο τρόπο από ένταση που υπήρχε μεταξύ αυτού (του μοντέλου) και του πραγματικού ανθρώπου.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη του «οικονομικού ιμπεριαλισμού», που κατέστησε τα πάντα οικονομία. Ήταν όμως νίκη επειδή ο αντίπαλος κυριολεκτικά εξαφανίστηκε (και για τον λόγο αυτό δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε τους οικονομολόγους ότι κατέλαβαν ένα χώρο που κάποιος άλλος εγκατέλειψε): η υποκειμενικότητα ή η ατομικότητα του ανθρώπου αντικαταστάθηκε από τις προτιμήσεις του (που έρχονται απ’ έξω, δηλαδή δεν έχει καμιά σημασία το πως δημιουργούνται και το γιατί μεταβάλλονται), και από την μεγιστοποίηση του κέρδους που ανέμενε ότι θα έχει22. Δεν χρειαζόταν κάτι παραπάνω. Σύμφωνα με τον MichelFoucault, ο homo oeconomicus δεν είναι μόνο ένα οικονομικό, αλλά και ένα πολιτικό πλάσμα, που στα μάτια της εξουσίας έχει το πλεονέκτημα ότι «κυβερνάται πολύ εύκολα»23.
Αυτό όμως από μόνο του δε θα έφτανε για να ζωντανέψει το νούμερο 2. Χωρίς τον υπολογιστή, χωρίς τον ηλεκτρικό σπινθήρα, που δημιουργήθηκε μεταξύ του ανθρώπου και της μηχανής, το νούμερο 2 θα παρέμενε για πάντα ένα μοντέλο. Μια θεωρία που θα είχε το πλεονέκτημα (σε αντίθεση με τον Μαρξισμό), να μην είναι τίποτε άλλο παρά μια θεωρία.
«Μετά την πτώση», ονόμασε ο οικονομολόγος και φιλόσοφος John Davis, αυτή την εκδίωξη από εκείνο τον παράδεισο όπου δεν υπήρχαν δεσμεύσεις24. Αυτή η εκδίωξη πραγματοποιήθηκε σε δυο στάδια: κατά πρώτον, με την εμφάνιση των πρώτων υπολογιστών κατά την δεκαετία του 1950 που χρησιμοποιήθηκαν για στρατιωτικούς και επιστημονικούς σκοπούς, κατά δεύτερον, (με συνέπειες ακόμα πιο βίαιες από αυτές που επέφερε η εφεύρεση της ατμομηχανής) με τον θρίαμβο του «εκδημοκρατισμένου» υπολογιστή στις αγορές, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η σύντηξη της επιστήμης και των επιστημόνων και ολόκληρων κοινωνιών, με τις τεχνολογίες τους, η δημιουργία μεικτών όντων, άνθρωπος-μηχανή, που ονομάζονται ανδροειδή ή cyborg, θα μας απασχολήσει πολλές φορές σε αυτό το βιβλίο. Μια αναθεώρηση της εικόνας του ανθρώπου κάτω από την προοπτική αυτής της σύντηξης, έλαβε χώρα σε όλους τους κλάδους(της επιστήμης) ταυτόχρονα. Κατά μια ειρωνική συγκυρία, η αναθεώρηση αυτή αναφερόταν συχνά σε ένα μοντέλο, που οι οικονομολόγοι είχαν στα συρτάρια και τα κεφάλια τους με το όνομα «homo oeconomicus». Οι γνωσιακές επιστήμες, που μετά τον πόλεμο είχαν αρχίσει να παίζουν ένα σημαντικό ρόλο, δεν ενδιαφέρονταν πια να εξανθρωπίσουν την μηχανή, αλλά όπως το διατύπωσε ο Jean-Pierre Dupuy, να μηχανοποιήσουν το πνεύμα25. Η κυβερνητική, η πρώτη επιστήμη που έγινε ένα με τον υπολογιστή, πήρε την θέση της φιλοσοφίας, σύμφωνα με την διάσημη πρόταση του Martin Heidegger.
Η επιστήμη δεν χρησιμοποιεί τις τεχνολογίες μόνο ως εργαλεία, με τα οποία ανακαλύπτει ή μεταλλάσσει κάτι, αλλά ανακαλύπτει και μεταλλάσσει πάντοτε αυτό, για το οποίο τα εργαλεία της δίνουν την δυνατότητα. Ο υπολογισμός σε πραγματικό χρόνο (την ώρα που λαμβάνει χώρα) των προτιμήσεων των ανθρώπων, και σύντομα και μιας ολόκληρης κοινωνίας, όπως μας το δείχνει η προοπτική που έχει το Big Data, είναι δυνατός μόνο εάν υπάρχουν τα εργαλεία που καθιστούν τον υπολογισμό δυνατό26.
Το ότι ο εγκέφαλος λειτουργεί όπως ένας υπολογιστής και οι διανοητικές διεργασίες ως υπολογισμοί ενός βιολογικού υπολογιστή-μια υπόθεση που στην δεκαετία του 1950 δεν έπειθε και τόσο εύκολα-είναι μια υπόθεση που φαίνεται στον καθένα πιθανή απλώς και μόνο λόγω της χρήσης των υπολογιστών.
Το νούμερο 2 όμως δεν ισχυριζόταν και κάτι διαφορετικό για τον εαυτό του: το λογικό άτομο είναι μια υπολογιστική μηχανή. Έχει μειωθεί σε αυτό που εγωιστικά θέλει και διαλέγει. Έχει καταντήσει δηλαδή να είναι απλώς οι προτιμήσεις του, οι οποίες υπολογίζονται με την βοήθεια των μαθηματικών. Η διατύπωση της οικονομίας μέσω μαθηματικών τύπων, που έλαβε χώρα μετά τον β’ΠΠ (ο Davis το ονομάζει ένα εξοπλιστικό ανταγωνισμό μεταξύ των οικονομολόγων, με σκοπό να αποκτήσουν δόξα και επιρροή), επιτρέπει να θεωρούνται τα άτομα απλώς και μόνο «μαθηματικά αντικείμενα»27.
Κάθε οικονομολόγος θα παραδεχόταν ότι οι παραδοχές αυτές για τον άνθρωπο είναι απλουστευτικές. Και είναι απλουστευτικές με ένα τόσο ριζοσπαστικό τρόπο, ώστε, όπως δικαίως επεσήμανε κάποιος, «το άτομο υποβιβάζεται σε τέτοιο βαθμό ώστε να γίνεται ουσιαστικά μηδέν, εξαιρουμένης της ιδιότητας που είναι υπεύθυνη για τις αυτόματες προτιμήσεις του»28. Τι συμβαίνει όμως όταν η πραγματικότητα μετατραπεί σε αυτό τον αυτοματισμό; Όταν ο κόσμος γίνει σταδιακά μια μεγάλη μηχανή, που λειτουργεί ακριβώς όπως ένας αυτοματισμός; Το πρόβλημα δεν είναι τα απλοποιημένα μοντέλα. Το πρόβλημα είναι ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας ρήξης, στην οποία αυτά τα μοντέλα κωδικοποιούν την πραγματικότητα, και με τον τρόπο αυτό καθίστανται πραγματικά. Και όχι μόνο αυτό: αυτά τα μοντέλα αποφασίζουν τι είναι λογικό και τι όχι. Σε όποιον όλα αυτά φαντάζουν αφηρημένα, ας κοιτάξει ποιες «προτιμήσεις» του δείχνουν το google και το facebook. Ας κοιτάξει επίσης, πράγμα που αυτή την στιγμή είναι πιο δραματικό, ποιοι αλγόριθμοι των χρηματιστηρίων απεικονίζουν τις προτιμήσεις των traders. Οι θεωρητικές παραδοχές για το νούμερο 2, είναι ήδη εμφυτευμένες στα E-books, στις smart-συσκευές, στις αγορές, στον πολιτικό βίο. Όπως το εκφράζει ο Michael Callon, οι παραδοχές αυτές είναι «performativ», δηλαδή δημιουργούν την πραγματικότητα την οποία προσομοιώνουν29.
Αυτός ο ιμπεριαλιστικός θρίαμβος έχει μια προϊστορία που σχετίζεται άμεσα με τον Ψυχρό Πόλεμο.
Το ότι ο κάθε άνθρωπος θέλει να κερδίζει και δε θέλει να χάνει στις αγορές, είναι μια κοινοτοπία. Το ότι δεν μπορεί να κατηγορηθεί κανείς επειδή θέλει να κάνει εμπόριο, είναι επίσης κοινοτοπία. Το νέο ήταν, ότι τώρα πια μετρούσε μόνο το εγωιστικό κίνητρο, και ότι βάσει αυτού έγινε προσομοίωση μιας ολόκληρης κοινωνίας. Η σιωπηλή παραδοχή, ότι οι άνθρωποι είναι πιο πολυεπίπεδοι, και σε μεγαλύτερο βαθμό πλούσιοι, αντιφατικοί και ηθικοί, από ότι ισχυρίζεται η θεωρία, είχε ξεφτίσει κατά την δεκαετία του 1950. Πολύ σύντομα μάλιστα είχε ξεχαστεί στους κύκλους των οικονομολόγων. Θεωρούνταν πια απολύτως σώφρον και σε καμία περίπτωση ηθικά αμφίβολο, το να ενεργεί κανείς βάσει των προδιαγραφών της θεωρίας.
Η ηθική δεν έπαιζε και μεγάλο ρόλο, για ευνόητους λόγους: θα ήταν θανατηφόρα ανοησία, κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, να θέλει κάποιος κάτι άλλο από το να βγει νικητής αυτού του παιχνιδιού, το να σκέφτεται κάτι πέραν από το συμφέρον του. Αυτό όμως που είχε νόημα για τον στρατό, δεν περιορίστηκε εκεί. Αυτά τα μοντέλα δεν είχαν σκοπό να καθορίσουν την σχέση προς αντίπαλο, αλλά και την σχέση του ανθρώπου προς τον κόσμο.
Πολλοί από τους οικονομολόγους που κατά την δεκαετία του ’50 εργάζονταν για την RANDCorporation ή ως σύμβουλοι του στρατού, ανήκαν στην λεγόμενη «νεοκλασική» σχολή. Αυτή προερχόταν από το πανεπιστήμιο του Chicago, και δίδασκε πως οι άνθρωποι είναι εγωιστές και οι αγορές μηχανές που παράγουν την αλήθεια. Και εκείνη την στιγμή είχαν δει να τους δίνεται η ευκαιρία, να μετατρέψουν ένα απλό ισχυρισμό, σε νόμο της φύσης.
Είχαν αρχίσει να γράφουν τύπους και αλγόριθμους. Οι υπολογιστές ήταν σε θέση να αναγνωρίζουν τους τύπους. Αυτό από μόνο του ήταν νέο. Μέχρι εκείνη την εποχή-σε αντίθεση με αυτό που σήμερα νομίζουμε- η περιγραφή της ανθρώπινης συμπεριφοράς με μαθηματικά μοντέλα, ήταν αποδοκιμαστέα στις οικονομικές επιστήμες. Όταν όμως είχαν κάνει την παραδοχή ότι κάθε άνθρωπος επιδιώκει το συμφέρον του, η συμπεριφορά μπορούσε πια να καθορισθεί με τα μαθηματικά.
Αυτοί οι συχνά λαμπροί επιστήμονες, δεν είχαν γίνει μόνο ειδικοί στον αυτοματισμό του στρατού, αλλά και στον αυτοματισμό των αγορών, και τόν αυτοματισμό των ανθρώπων εντός των αγορών αυτών. Ήταν πρωτοπόροι ενός κόσμου, ο οποίος ήταν μισό αιώνα μακριά από την εποχή, κατά την οποία κάθε άνθρωπος θα ήταν δικτυωμένος με τους υπολογιστές και τις αγορές. Οι τύποι τους όμως ήταν κατανοητοί από τους υπολογιστές, οι οποίοι ήταν επίσης σε θέση να τους εφαρμόσουν.
Είχαν εφεύρει κάτι που το ονόμασαν «θεωρία παιγνίων». Με την βοήθεια αυτής της εφεύρεσης έβαλαν εκείνο το μοντέλο σκέψης μέσα στο παιχνίδι της ζωής μας. Πολλοί από τους οικονομολόγους που συμμετείχαν στην RAND Corporation έλαβαν βραβείο Νόμπελ οικονομίας μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου. Ήταν η κορωνίδα ενός τεράστιου εγχειρήματος, με το οποίο εφαρμόστηκε η λογική του Ψυχρού Πολέμου πάνω στην κοινωνία. Και στο τέλος, κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα, το μοντέλο αυτό του εγώ είχε πράγματι γίνει νόμος της φύσης. Και κανείς δεν μπορεί να το αμφισβητήσει: λειτούργησε καλύτερα από όλες εκείνες τις υπέρ-ατομικιστικές ιδεολογίες αξιών με τις υποτιθέμενες ηθικές υποχρεώσεις, στο όνομα όμως των οποίων μπόρεσε να αναπτυχθεί ένας δολοφονικός κολλεκτιβισμός(ή ρατσισμός) κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα. Ο αρχισυντάκτης του «New Yorker», έγραψε σχολιάζοντας τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου: «ολόκληρος ο παγκόσμιος οργανισμός βασίζεται σε ένα είδος θεμελιώδους πίστης-στην καθόλου συναισθηματική παραδοχή, ότι οι άνθρωποι, τόσο ως άτομα όσο και ως κοινωνίες, ενεργούν βάσει μιας λογικής ιδιοτέλεια»30.
Η λογική αυτή, στην εποχή των «λογικών μηχανών», όπως σιγά σιγά το αντιλαμβανόμαστε, έχει κάποιο κόστος. Ο κόσμος που βρίσκεται σε έκσταση, πλην μερικών εξαιρέσεων, δεν έχει συνειδητοποιήσει ακόμα, πως εκείνοι οι οικονομολόγοι άλλαξαν την ανθρώπινη ψυχή πιο πολύ από κάθε ψυχολογία.
Δεν κατασκεύασαν όπλα, ούτε παρήγαγαν προϊόντα, ούτε συγκόλλησαν επεξεργαστές. Έκαναν όμως κάτι πιο ουσιαστικό, γράφοντας τα προγράμματα για τις τρεις μεγάλες μηχανές που μέχρι σήμερα καθορίζουν το τι γίνεται στον κόσμο: δηλαδή για τον στρατό, την αγορά και τον υπολογιστή. Πόνταραν σε εκείνο το σημείο, στο οποίο είναι ευκολότερο να αποπλανηθεί ο άνθρωπος: στην ευκαιρία για κέρδη. Κέρδη στο μεγάλο παιχνίδι του Ψυχρού Πολέμου, κέρδη στην ζωή.
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, ο στρατός ήθελε να βρει με την βοήθεια του υπολογιστή ένα αντικαταστάτη του ανθρώπου που θα ήταν λογικός, προβλέψιμος και ακούραστος. Έψαχνε ένα «πράκτορα» που θα σκεφτόταν μόνο την επιβίωση του, και που θα ήταν σε θέση να εκτιμήσει τόσο το ρίσκο μιας επίθεσης όσο και το ποια είναι η καλύτερη ευκαιρία για το χτύπημα.
Και όπως φάνηκε στα επόμενα χρόνια, τα προσόντα αυτά ήταν ακριβώς τα ίδια με αυτά που απαιτούσαν οι νέες αγορές της οικονομίας: έψαχναν ένα άνθρωπο που ήθελε να βγάλει κέρδος, που μπορούσε να υπολογίζει τα ρίσκα, και ήξερε σε μια δημοπρασία πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή για να κτυπήσει.
Για την πρόβλεψη όμως του μέλλοντος, ο άνθρωπος είναι το στοιχείο που προκαλεί τις περισσότερες διαταραχές από οτιδήποτε άλλο. Ο άνθρωπος είναι ένα ρίσκο που μεταβάλλεται. Δεν κοιμάται απλά πότε πότε στην δουλειά, είναι εριστικός και αντιφατικός. Δεν επιτρέπει να δει κανείς τα χαρτιά του, και έχει πολλά άχρηστα και ανόητα πράγματα στο κεφάλι του. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης αποτυγχάνει κάθε υπολογισμός.
Εδώ και αιώνες οι άνθρωποι ήθελαν να ανακαλύψουν πως λειτουργεί ο άνθρωπος. Και όλοι τους, μάντηδες, φιλόσοφοι, ψυχολόγοι, απέτυχαν. Πως τα κατάφεραν οι οικονομολόγοι να περιγράψουν το απρόβλεπτο του ανθρώπου με ένα μόνο τύπο;
Η λαμπρή τους ιδέα: δεν τους ενδιέφερε πια πως λειτουργεί ο άνθρωπος. Η ερώτηση τους ήταν μια άλλη: πως πρέπει να συμπεριφέρεται ο άνθρωπος ώστε να ισχύει ο τύπος που εφηύραν; Και η απάντηση ήταν έτοιμη: όλα τα προβλήματα που σχετίζονται με τον παράγοντα που εισάγει την αβεβαιότητα, δηλαδή τον «άνθρωπο», λύνονται με την αναγκαία υπόθεση, ότι σε όλα όσα σκέφτεται ή κάνει, έχει πάντα κατά νου το ίδιον συμφέρον. Η θεωρία αυτή είχε το πλεονέκτημα ότι λειτουργούσε πάντα και καθιστούσε τα πάντα προβλέψιμα. Το απέναντι είναι αδιαφανές; Γίνεται διαφανές σαν γυαλί αν αποδεχθούμε ότι θέλει απλώς να αυξήσει το κέρδος του. Οι άνθρωποι βοηθούν άλλους ανθρώπους; Το κάνουν μόνο και μόνο γιατί έτσι κάνουν κάτι καλό για τους ίδιους.
Οι θεωρητικοί των παιγνίων δεν χρειάστηκε καν να ανοίξουν το κρανίο του ανθρώπου για να τον κατευθύνουν. Το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να τον προσαρμόσουν στον τύπο που υπολογίζει την μεγιστοποίηση του κέρδους. Δεν χρειάστηκαν δημαγωγούς, φέιγ βολάν, ιδεολόγους. Τα βιβλία στα οποία είχε ανακοινωθεί ο λογικός εγωισμός, ήταν πολύ αφηρημένα και για πολλούς ακατανόητα. Η νέα θεωρία των παιγνίων εισήλθε στην καθημερινότητα με την καθαρή πράξη. Με την νέα θεωρία μπορούσε να υπολογιστεί οτιδήποτε, όχι μόνο ο καλύτερος τρόπος να τρομάξεις τους Ρώσους. Πότε πρέπει να αλλάξει κανείς κατεύθυνση όταν δυο αυτοκίνητα πρόκειται να συγκρουστούν, και ο πρώτος που παραμερίζει χάνει το παιχνίδι; Αυτό εφαρμόζεται πολύ καλά σε δημοπρασίες και διαπραγματεύσεις για τους μισθούς.
Η νέα διδασκαλία όμως, που έβλεπε στον κάθε άνθρωπο ένα εγώ-μηχανή που θέλει να νικήσει στο πόκερ της ζωής, βρισκόταν σε αντίθεση με την αγωγή και την καθημερινή ηθική, ώστε στην αρχή υπήρχαν αυθόρμητες αντιδράσεις.
Οι άνθρωποι «έξω», που δεν ήταν στα Thinktanks και στα καταφύγια, αισθάνονταν κατά την δεκαετία του ’50 πως κάτι συμβαίνει. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι ξαφνικά είχαν γεμίσει με παρανοϊκούς φόβους, ότι κάποιος τους κατευθύνει.
Το Hollywood απεικόνισε τους εφιάλτες αυτούς, όπου τα aliens αναδομούν τους εγκεφάλους των ανθρώπων, επηρεάζουν τις σκέψεις τους με πιστόλια που εκπέμπουν ακτίνες, ή τους υποβάλλουν σε πλύση εγκεφάλου (συνήθως κομμουνιστικού τύπου). Το «1984» του Orwell, περιέγραφε ένα κόσμο όπου «τηλεοράσεις» κατευθύνουν και παρακολουθούν τους ανθρώπους. Αυτό μπορούσε να αναγνωσθεί ως μια παραβολή για τα απολυταρχικά συστήματα. Δεν είχαν περάσει όμως ούτε δέκα χρόνια, και είχε ήδη επέλθει μια γενική υποψία, πως όχι μόνο ο ξένος ή και ο δικός τους στρατός, αλλά η αγορά ήταν αυτή που έλεγχε και διαπαιδαγωγούσε εκ νέου τους ανθρώπους.
Το 1957 είχε εμφανιστεί το bestseller του Αμερικανού δημοσιογράφου Vance Packard, «Οι μυστικοί αποπλανητές». Εκεί μιλούσε για διαφημιστικές εταιρίες που απασχολούσαν υπνωτιστές, μιλούσε για ασυνείδητα διαφημιστικά μηνύματα, που ένα κινηματογράφο του NewJersey έκαναν τους θεατές να αγοράσουν παγωτό λες και ήταν σε έκσταση.
Αυτό το γεγονός ήταν μύθος, αλλά η υστερία που προκαλούσε για χρόνια, αποδεικνύει ότι όλο και περισσότεροι άνθρωποι είχαν το αίσθημα ότι στα πλαίσια της μοντέρνας ζωής είχαν σπανιότερα μια πραγματικά λογική επιλογή. Ο Packard είχε πει πως στους ανθρώπους έπρεπε να εμφυτευθεί μια άλλη διάνοια, και να εξασκηθούν σε μια συμπεριφορά τυφλής κατανάλωσης. Αυτό σήμαινε πλύση εγκεφάλου όχι με την χρήση βιβλίων, λέξεων ή επιχειρημάτων, αλλά με την βοήθεια των τεχνολογιών, οι οποίες επιβάλλουν τους δικούς τους κανόνες του παιχνιδιού. Από τότε υπάρχει ένας ακόμα άσβεστος φόβος μέσα στην βιομηχανική κοινωνία της δύσεως.
Αυτά τα πράγματα παρουσιάζονταν τότε ακόμα με ωμό και απλοϊκό τρόπο, που έμοιαζε με θεωρίες συνωμοσίας. Τότε πίστευαν ότι κακές δυνάμεις θα έμπαιναν στους εγκεφάλους των ανθρώπων, θα γύριζαν μερικές βίδες και θα πατούσαν κόκκινα κουμπιά, και έτοιμος ο αλλαγμένος άνθρωπος.
Η αλήθεια είναι ότι τα πράγματα ήταν πολύ πιο απλά: απλώς διπλασίασαν τον άνθρωπο. Στην ψηφιακή εποχή ο «homo oeconomicus», λέγεται «οικονομικός πράκτορας»: κάποιος που ενεργεί στην θέση του ανθρώπου, αποτελείται από ένα κωδικό του υπολογιστή και ενεργεί βάσει των νόμων των οικονομολόγων.
Στην αρχή είχε αναλάβει τις στρατηγικές αποφάσεις στον στρατό, μετά τις οικονομικές αποφάσεις στις αγορές και τελικά, όλο και πιο συχνά, τίς κοινωνικές αποφάσεις στην ζωή των ανθρώπων. Δεν είναι ανάγκη να είναι ευφυής ή διαισθητικός. Πρέπει απλά να μπορεί να λογαριάζει βάσει των κανόνων της θεωρίας των παιγνίων.
Μπορεί όμως να κάνει περισσότερα. Προπονεί τους ανθρώπους. Έχει προφανώς την δύναμη να μεταβάλλει εκ βαθέων το σύστημα αξιών των ανθρώπων. Κανένας δεν το είπε το 2008 πιο ξεκάθαρα, από εκείνον τον άνδρα, που τον έλεγαν «Darth Vader» στην εταιρία όπου εργαζόταν.
Το όνομα του ήταν Joseph M. Gregory και εταιρία του ήταν η Lehman Brothers. Και ο Gregory, που ήταν «Chief Operating Officer» της investment bank, είχε καταλάβει, ότι η ποιότητα του manager της νέας εποχής ήταν η εξής: το να συγχωνευτείς με τις μηχανές που κάθε δευτερόλεπτο παζαρεύουν για το συμφέρον τους.
Αμέσως μετά την έκρηξη της φούσκας ακινήτων είχαν ρωτήσει τον Gregory, γιατί η Lehman απασχολούσε ανθρώπους που δεν είχαν καταλάβει τίποτα για το πως λειτουργούσε εκείνη η αγορά; Και αυτός απάντησε: «αυτό δεν είναι κάτι ατομικό, είναι η δύναμη της μηχανής».
Συνεχίζεται
Σημειώσεις
19. Δες το βιβλίο του Axel Honneth, Freedom’s Right: The Social Foundations of Democratic Life, σ. 181–91.
20. Lynn A. Stout, ‘Taking Conscience Seriously’, σ. 158–9. Δες επίσης το βιβλίο της Stout διανθισμένο με πολλά προσωπικά ανεκδοτολογικά περιστατικά, Cultivating Conscience: How Good Laws Make Good People.
21. Εκτός από τον John B. Davis, πιο πρόσφατα, για παράδειγμα, Ben Fine, Social Capital versus Social Theory: Political Economy and Social Science at the Turn of the Millennium, και Michael J. Sandel, What Money Can’t Buy: The Moral Limits of Markets.
22. Δες Milonakis and Fine, From Economics Imperialism to Freakonomics, σ. 20–2.
23. Foucault, The Birth of Biopolitics, σ. 267ff.
24. John B. Davis, The Theory of the Individual in Economics, σ.81-103.
25. Jean-Pierre Dupuy, ‘Cybernetics Is an Antihumanism: Advanced Technologies and the Rebellion against the Human Condition’
26. Davis, The Theory of the Individual in Economics, σ. 89.
27. Davis, The Theory of the Individual in Economics, σ. 89.
28. Milonakis and Fine, From Economics Imperialism to Freakonomics, σ. 20f.
29. Ευχαριστώ τον Evgeny Morozov για τις βοηθητικές του υποδείξεις.
30. Hendrik Hertzberg, ‘Comment: Tuesday, and After’
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου