Τρίτη 27 Αυγούστου 2024

Κωστής Παπαγιώργης - Η οντολογία του Μαρτιν Χαϊντεγκερ (6 – Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ - Β' ΜΕΡΟΣ)

Συνέχεια από: Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983 

[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}] 

6 – Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ (Β' ΜΕΡΟΣ)

Πρέπει να μην ξεχνάς ότι τα φαινόμενα δεν είναι πράγματα καθεαυτά, αλλά απλώς το παιχνίδι των παραστάσεων που συνίσταται στους κανόνες της εσωτερικής χρονικής εποπτείας. Κάθε φαινόμενο έχει μια χρονική ταυτότητα· συγκεκριμένα πρόκειται για καθαρή και υπερβατική σύνθεση που χρησιμεύει ως θεμέλιο κάθε πιθανής εμπειρίας. Όταν χαράζω μια γραμμή είναι αναγκαίο να συλλαμβάνω διαδοχικά όλες τις προηγούμενες παραστάσεις και στιγμές ξεχωριστά, και συνάμα να τις συνδέω. Διαφορετικά, αν αφήνω τα προηγούμενα τμήματα του χρόνου να σβήνονται, τότε καμιά παράσταση δε θα ήταν δυνατό να συντεθεί. Ετούτη η δυνατότητα σύνθεσης δε είναι μια απλή εμπειρική αναπαραγωγή, αλλά εξαρτά την αποτελεσματικότητά της από κάτι ανώτερο, μιάν υπερβατική ικανότητα την οποία ο Καντ ονομάζει παραγωγό φαντασία σε αντίθεση με την αναπαραγωγό. Η υπερβατική φαντασία δημιουργεί (τί; πώς; θα δούμε), ενώ η εμπειρική απλώς αναπαράγει το ήδη υπάρχον.

Βέβαια καμιά δημιουργικότητα και καμιά αναπαραγωγή δε θα μας απασχολούσε αν δεν είχαμε τη λειτουργία της τελικής αναγνώρισης του φαινομένου από (και μέσα στην) έννοια. Η γνώση του όποιου αντικειμένου συνεπάγεται την ύπαρξη μιάς έννοιας κι αυτή, με τη σειρά της, την ύπαρξη ενός a priori κανόνα. Έτσι συλλαμβάνουμε ένα τρίγωνο σαν αντικείμενο όταν έχουμε τη συνείδηση του συνόλου των τριών γραμμών σύμφωνα με έναν κανόνα κατά τον οποίο μια παρόμοια εποπτεία μπορεί να παρασταθεί. Η έννοια είναι γνωστική αναγκαιότητα και θεμέλιό της – εξίσου αναγκαίο – είναι η υπερβατική κατάληψη. Και λέγεται υπερβατική γιατί διαφέρει από την εμπειρική κατά τούτο: η τελευταία, όντας συναφής με την τάξη της εμπειρίας, δεν μπορεί να θεμελιώσει ένα «καθαρό εγώ», διαρκές, αμετάβλητο, και αδιάφορο απέναντι στη ροή των πραγμάτων. Ενώ αντίθετα η υπερβατική κατάληψη είναι το αναλλοίωτο εγώ νοώ (ich denke) που σαν καθαρή αυτοσυνείδηση, πρωταρχική και απαθής, οργανώνει τις παραστάσεις μου με βάση την ίδια της την αυτοεποπτεία.

Το εγώ νοώ πρέπει να έχει τη δυνατότητα να συνοδεύει όλες μου τις παραστάσεις (β΄ τόμος, σ. 80). Ειδαλλιώς θα μπορούσε να σχηματιστεί μέσα σου μια παράσταση που δε θα ήταν δυνατό να νοηθεί, άρα ανεξέλεγκτη από τη νόηση και οριστικά χαμένη για σένα. Όπως λοιπόν λέξεις και έννοιες μοιάζουν με λαβές που «πιάνουμε» τα πράγματα, το εγώ νοώ είναι η μέγιστη και αναντικατάστατη λαβή. Τα φαινόμενα αρθρώνονται μεταξύ τους και αποχτούν γνωστική αξία καθόσον υπακούουν σε αυτή την υπερβατική ενωτική ικανότητα. Έχω λοιπόν τη συνείδηση ενός ταυτόσημου εγώ (identiscen selbst) σε σχέση με την πολλότητα των παραστάσεων που μου έχουν δοθεί εμπειρικοεποπτικά, και θεωρώ δικές μου όλες τις παραστάσεις στο μέτρο που τις νοώ με τη βοήθεια ενός πανίσχυρου «σύν». Αυτό είναι το κορυφαίο σημείο της νοητικής λειτουργίας και συνάμα ο τόπος κατάθεσης της προβληματικής του υποκειμένου (που είναι άλλωστε και ο κύριος σκοπός μας). Μπορεί όλα τα παραπάνω να μη λάμπουν από σαφήνεια, πάντως το cogito, που εδώ ονομάζεται: εγώ νοώ αρχίζει να φανερώνεται ανάγλυφα.

Τα φαινόμενα γνωρίζουμε ότι υπάγονται στις κατηγορίες, δηλαδή στην υπερβατική ενότητα της a priori σύνθεσης. Φυσικά η υποταγή των φαινομένων δεν αφορά την υλική τους υπόσταση, παρά μονάχα τη μορφή τους. Αν η νόηση νομοθετεί τούτο συμβαίνει γιατί συνιστά τους νόμους που ορίζουν την κατηγοριακή μορφή των φαινομένων και όχι το υλικό της εμπειρικής εποπτείας. Αυτή η διαφορά προσφέρει μιάν είσοδο στο πρόβλημα: πως συνδέονται – συναρθρώνονται, ενοφθαλμίζονται, κολλάνε, τί να πω; – τα φαινόμενα με τις καθαρές έννοιες; Τί γεφυρώνει την ετερογένειά τους; Αυτές τις απορίες πασχίζει να λύσει η υπερβατική θεωρία της κρίσης που μέρος της μόνο είναι ο σχηματισμός.

Το φαινόμενο είναι αισθητό· η κατηγορία μόρφωμα νοητό. Μολαταύτα η διαφορά τους δεν τα εμποδίζει να συναρμόζονται. Το φαινόμενο συμ-μένει αρμονικά και λειτουργικά με την κατηγορία. Πρόκειται άραγε για μια φυσική συμπάθεια; Αποκλείοντας σιωπηρά αυτή την εκδοχή, ο Καντ στρέφει την προσοχή του σε έναν τρίτο όρο που, κρατώντας ρόλο συνδετικού κρίκου, λύνει τη φυσική τους διαφωνία. Σε όλες τις υπαγωγές ενός αντικειμένου σε μιάν έννοια η παράσταση του πρώτου πρέπει να είναι ομοιογενής με εκείνη της έννοιας, δηλαδή η τελευταία θα πρέπει να ενέχει αυτό που παρίσταται στο υπό υπαγωγήν αντικείμενο. Αυτό ακριβώς εννοούμε όταν λέμε ότι ένα αντικείμενο εμπεριέχεται σε μιάν έννοια. Έτσι – καντιανά λόγια είναι αυτά – η εμπειρική έννοια ενός πιάτου έχει κάτι το ομοιογενές με την καθαρή γεωμετρική ενότητα ενός κύκλου, μια και η κυκλική μορφή του πρώτου δίνεται ως εποπτεία στο δεύτερο. Αυτό το «κάτι ομοιογενές» που το συναντάμαι σε όλες τις υπαγωγές είναι μια μεσο-παράσταση: το υπερβατικό σχήμα. Υπερβατικό γιατί δεν ανήκει στην εμπειρία και σχήμα γιατί δεν είναι παρά ένα αχνοδιάγραμμα της εικονικής παράστασης. Η σύστασή του είναι διφυής: αισθητή από τη μεριά του φαινομένου και καθαρή από τη μεριά της έννοιας.

Το σχήμα ορίζεται σε αντιδιαστολή προς την εικόνα. Αν αραδιάσω πέντε στίγματα στη σειρά: ..... , έχω την εικόνα του αριθμού πέντε, αντίθετα όταν σκεφτώ έναν αριθμό γενικά τότε πιά δε χρησιμοποιώ εικόνες, αλλά μια γενική μέθοδο: το σχήμα. Η έννοια του ισοσκελούς τριγώνου π.χ. θεμελιώνεται στο σχήμα και διαφέρει ριζικά από την εικόνα του συγκεκριμένου ισοσκελούς τριγώνου. Ανάμεσα στο σχήμα και στην εικόνα παρατηρούμε ένα χωρισμό ανάλογο με τον πλατωνικό χωρισμό της ιδέας από τα καθέκαστα (βλ. την εισαγωγή του Κ. Γιωργούλη στα Μεταφυσικά του 'Αριστοτέλη, σ. XLVII). H εικόνα είναι αισθητή, το σχήμα είναι κανόνας· η εικόνα παράγεται από την εμπειρική φαντασία, το σχήμα είναι ένα «μονόγραμμα» της υπερβατικής φαντασίας και μολονότι ορίζει τις εικόνες δε σχετίζεται εσωτερικά μαζί τους.

Συνεπώς το σχήμα σε καμιά περίπτωση δεν είναι ομόλογο με την εικόνα. Απεναντίας είναι ένα υπερβατικό μόρφωμα της φαντασίας που αναφέρεται στον καθορισμό της εσωτερικής αίσθησης γενικά, σύμφωνα με την ενότητα της κατάληψης. Κάθε κατηγορία θεμελιώνεται σε κάποιο σχήμα γι' αυτό και κάθε κατηγορία μπορεί να μεταφραστεί σε χρονικές αντιστοιχίες. Το σχήμα της ουσίας και της αιτιότητας ενός πράγματος εν γένει είναι το πραγματικό το οποίο, άμα τεθεί κατά βούληση, ακολουθείται πάντα από κάποιο άλλο, το σχήμα της αναγκαιότητας είναι η ύπαρξη ενός αντικειμένου σε όλη την έκταση του χρόνου (β΄ τόμος, σ.σ. 164-165). Γενικά όλα τα σχήματα αντιπροσωπεύουν a priori καθορισμούς χρονικής υφής καμωμένους σύμφωνα με κανόνες: τη σειρά του χρόνου, την τάξη του χρόνου, το περιεχόμενο του χρόνου και το σύνολό του. Αν μπορούμε λοιπόν να κάνουμε λόγο για την ενότητα της αυτοσυνείδησης (το εγώ νοώ, την κατάληψη, το καθαρό εγώ, το cogito) απέναντι στην πολλότητα, αυτό, χωρίς αμφιβολία, οφείλεται στο σχηματισμό.

Με αυτή την απροσδόκητη διδασκαλία εξασφαλίζεται σε όλες της τις διαστάσεις η κλασική (και δογματική) σχέση υποκειμένου-αντικειμένου. Από τη μια έχουμε το καθαρό εγώ που παραμένει αλώβητο από την εξωτερικότητα και μέσω των σχημάτων αυτο-σχεδιάζει τις δυνατότητες εξόδου προς τον κόσμο· από την άλλη έχουμε το αντικείμενο που, ως φαινόμενο πάντα, δέχεται τη δεσμευτική σφραγίδα της κατηγορίας και όλο της το ελεγκτικό βάρος· όσο για το ίδιο το σχήμα στη σχέση του με την εικόνα, είναι η απάντηση στο πολυθρύλητο πρόβλημα της υπέρβασης. Η υπερβατική παραγωγή των κατηγοριών, πέρα από το γνωστικό της χαρακτήρα, δεν είναι παρά μια πρωτοφανής αντιμετώπιση του προβλήματος της υπέρβασης. Η αλυσίδα: κατάληψη + εποπτεία + κατηγορία + φαινόμενο, αντιπροσωπεύει ουσιαστικά την υπέρβαση του cogito προς τα πράγματα.

Ωστόσο αυτό το ξεκάθαρο και φιλοσοφικά γενναίο συμπέρασμα έχει πίσω του μια θαμπή «στιγμή» που για τον Χάιντεγγερ αρκεί για να βάλει το νού του απαιτητικού αναγνώστη σε μεγάλες και ολέθριες για τον Καντ υποψίες. Η πέτρα του σκανδάλου είναι αυτή η πρόταση από το κεφάλαιο για τη θεωρία του σχηματισμού (Schematismuslehre): Η σχηματοποίηση του νού μας εν σχέσει προς τα φαινόμενα και την μορφή τους είναι μια τέχνη κρυμμένη στα κατάβαθα της ανθρώπινης ψυχής, που το αληθινό μυστικό της θα είναι δύσκολο να το αποσπάσουμε ποτέ από τη φύση και να το παρουσιάσουμε ξέσκεπο μπροστά στα μάτια μας (β΄ τόμος, σ. 161). Πως όμως ο Καντ μπορεί να περιγράφει με λαμπρή σαφήνεια τα αποτελέσματα αυτής της «τέχνης» παρότι αγνοεί την ίδια; Αυτή η άγνοια οφείλεται σε εγγενή αδυναμία των φιλοσοφικών του μέσων, σε ένα ασύλληπτο hiatus irrationalis ή σε μια οπισθοχώρηση του Καντ μπροστά σε μια προοπτική που αν την ακολουθούσε θα ήταν αναγκασμένος να σκεφτεί ενάντια στις ίδιες του τις αρχές; Μήπως η Κριτική του κάτω από τον αυστηρό της χαρακτήρα επέτρεψε δογματικές επιβιώσεις των προδρόμων του και κυρίως του Καρτέσιου; Και πάνω απ' όλα: μήπως αυτή η Τέχνη είναι μια εσωτερική συνάφεια του χρόνου με το cogito, του εγώ νοώ με τα σχήματα, της χρονικότητας με το εξ ορισμού άχρονο καθαρό εγώ που για τον ορθολογισμό σημαίνει αυτοκτονία; Σε αυτές τις ερωτήσεις συγκεντρώνει ο Χάιντεγγερ την έρευνά του στην πραγματεία του “Ο Καντ και το πρόβλημα της μεταφυσικής”.

Τη γνωστική ικανότητα του ατόμου, γράφει, ο Καντ την αποκαλεί πεπερασμένη· καθώς εκ φύσεως είναι αναγκασμένος να προσφεύγει στην εμπειρία, ο άνθρωπος είναι νόηση παράγωγη (intuitus derivativus) σε αντίθεση με την πρωταρχική νόηση (intuitus originarius) η οποία, με την πράξη της εποπτείας δημιουργεί τα αντικείμενα (άρα πρόκειται για το Θεό). Μέσα από αυτή τη μεθοδολογική διάκριση φαίνεται καθαρά η αναγκαιότητα του υποκειμένου να αποδεχτεί έναν κόσμο που του δόθηκε αλλά αυτό δεν αποδείχνει και την παθητικότητά του. Μπορεί βέβαια ο άνθρωπος να μη δημιουργεί τα όντα όπως η πρωταρχική νόηση, κατέχει όμως την υπερβατική φαντασία που, σαν ικανότητα παραγωγής σχημάτων, τον προικίζει με μιάν ικανότητα δημιουργική. Δημιουργικότητα ανάλογη με κείνη της πρωταρχικής νόησης, που δε λειτουργεί βέβαια στο επίπεδο των όντων, αλλά στο επίπεδο των παραστάσεων. Πρόκειται για μια διαφορά που το νόημά της είναι πολύτιμο. Αν η εποπτική παράσταση περιορίζεται να επαναφέρει στο παρόν κάποιο περιεχόμενο που έγινε προηγούμενα αντιληπτό (το λεωφορείο που πέρασε), η θέα που διανοίγει εξαρτάται από μια προηγούμενη θέα που κι αυτή με τη σειρά της έχει δοθεί από μια προτερόχρονη αντίληψη. Έτσι η διαφορά διατηρείται: η εξαρτημένη θέα είναι μια excibitio derivativa, ενώ όταν η υπερβατική φαντασία εφευρίσκει ελεύθερα τη μορφή του αντικειμένου της, έχουμε να κάνουμε με μια excibitio originaria.

Στον Καντ, τονίζει η χαιντεγγεριανή ανάγνωση της Κριτικής, έχουμε από τη μια την πρωταρχική νόηση (Θεός) που δε γνωρίζει σχέση υποκειμένου-αντικειμένου και από την άλλη την παράγωγη νόηση (άνθρωπος) που δε δημιουργεί τα πράγματα, αλλά τη θέα προς αυτά. Έργο της είναι η από τα πριν μορφοποίηση της εμπειρίας των όντων και συγκεκριμένα η θέα του ορίζοντα της αντικειμενικότητας: ο προσχηματισμός του καθαρού σχήματος. Αυτή η ιδιόμορφη λειτουργία αναδείχνει εντυπωσιακά την ιδιαιτερότητα της υπερβατικής φαντασίας που συνίσταται στη δυνατότητα να εποπτεύει δίχως να απαιτεί μια συγκεκριμένη παρουσία καταντικρύ της. Με άλλα λόγια θεμελιώνει τη δυνατότητα οποιασδήποτε εμπειρίας, άρα την υπέρβαση προς τα πράγματα.

Όταν λοιπόν διαβάζουμε στην Κριτική αυτά τα ξεκάθαρα λόγια: «υπάρχουν δύο κορμοί (Stamme) της ανθρώπινης γνώσεως που ίσως να ξεφυτρώνουν από μια κοινή, ωστόσο σε μας άγνωστη ρίζα, το αισθάνεσθαι και το νοείν· με τη βοήθεια του πρώτου μας δίνονται αντικείμενα, με τη βοήθεια του δεύτερου όμως αυτά νοούνται» (α΄ τόμος, σ. 102) έχουμε το δικαίωμα να αναρωτηθούμε γι' αυτή την άγνωστη ρίζα. Ο Καντ δεν απαντάει πουθενά, φροντίζει πάντως να συμπεριλάβει στις πηγές της γνώσης και την υπερβατική φαντασία. Πως όμως; Στο κείμενο της Κριτικής υπάρχει μια κραυγαλέα αποσιώπηση: ενώ η υπερβατική φαντασία λογαριάζεται ως πηγή της γνώσης, πουθενά δεν φαίνονται οι συνέπειες αυτής της τρίτης πηγής. Αυτό ακριβώς μας δίνει το δικαίωμα να ρωτήσουμε: αν η υπερβατική φαντασία έχει την ικανότητα να συνενώνει τις δύο άλλες πηγές και να διατηρεί μαζί τους μια σχέση δομικής συνάφειας, μήπως είναι θεμιτό, αν όχι να θεωρήσουμε τη φαντασία ως την άγνωστη ρίζα των άλλων πηγών, τουλάχιστον να δοκιμάσουμε να ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημά της ερήμην του Καντ; Ακολουθώντας αυτό το δρόμο, ο Χάιντεγγερ θα κατηγορήσει τον Καντ ότι άφησε την υπερβατική φαντασία ά-τοπη και α-νέστια (Heimetlos).

Αυτή είναι η βία που ασκεί πάνω στο κείμενο της Κριτικής. Κάνοντας μια τομή στην καντιανή επιχειρηματολογία θέλει να αναγάγει την εποπτεία και την καθαρή σκέψη στη φαντασία. Ο ίδιος βέβαια έχει επίγνωση των κινδύνων που τον απειλούν. Η γνώση κινδυνεύει να ταπεινωθεί στο επίπεδο της φαντασίας και η ουσία του ανθρώπου να διαλυθεί σε ένα απλό επιφαινόμενο: εξήγηση μονιστικο-εμπειρική. Δεν είναι όμως αυτή η πρόθεσή του. Δε σκοπεύει να προβιβάσει την υπερβατική φαντασία σε νοητική λειτουργία – πράγμα αδύνατο – αλλά, θεωρώντας την κοινή ρίζα της καθαρής σκέψης και της εποπτείας, ζητάει να φωτίσει την δομική της συνάρθρωση με την υπέρβαση.

Ας το πούμε χωρίς περιφράσεις. Οι κατηγορίες, όπως και οι εννοιες, μέσα στην κανονιστική τους λειτουργία υπάγονται σε μια ενότητα που παραμένει παρούσα σαν εξάρτημα μιάς ακόμα πιο ριζικής παράστασης. Μόνιμη ταυτότητα (Selbigkeit) αυτή η παράσταση είναι ο θεμελιώδης χαρακτήρας της αντικειμενοποίησης. Κάθε παράσταση συνοδεύεται και από ένα παριστώ (ich stelle vor), δηλαδή από ένα εγώ νοώ. Συνεπώς η ουσία της καθαρής σκέψης όπως και του καθαρού εγώ έγκειται στην καθαρή αυτοσυνείδηση η οποία είναι το πραγματικό φορείο των κατηγοριών. Το εγώ νοώ εκλαμβάνεται πάντα ως εγώ νοώ την υπόσταση, εγώ νοώ την αιτιότητα, εγώ νοώ την πολλότητα κτλ. Ο σχηματισμός δηλαδή δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την παραστατική προ-διαμόρφωση της υπέρβασης.

Αν αναλογιστούμε τώρα ότι τα σχήματα είναι γεννήματα της υπερβατικής φαντασίας, βλέπουμε πως δε μένει άλλη λύση από το να παραδεχτούμε ότι και η νόηση ριζώνει στη φαντασία. Από αυτό το σημείο και πέρα δεν είναι πιά ιδιαίτερα δύσκολο στο Χάιντεγγερ να δείξει ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας της καθαρής σκέψης είναι εποπτικός. Η άγνωστη ρίζα του Καντ είναι η υπερβατική φαντασία. Συμπέρασμα αντικαντιανό 100%. Με βαριές συνέπειες όμως. Γιατί παρευθύς ανακύπτει η απορία: τι ανάγκασε τον Καντ να οπισθοχωρήσει μπρός στην υπερβατική φαντασία; Γιατί φοβήθηκε να της αναγνωρίσει τα αληθινά της δικαιώματα; Η διαλαλημένη διαφορά της Α΄ έκδοσης της Κριτικής από τη Β΄ έκδοση είναι το αδιάψευστο πιστο ποιητικό. Ό,τι στην Α΄ έκδοση φαίνεται καθαρά, στη Β΄, με τις ανάλογες αναδιπλώσεις, τείνει να συγκαλυφθεί.

Στην α΄ έκδοση η φαντασία ονομάζεται ικανότητα της «σύνθεσης γενικά». Σύνθεσης χρονικής πρέπει να πούμε. Και να πως: οι τρεις συνθέσεις του Καντ είναι ουσιαστικά οι τρεις διαστάσεις του χρόνου. α) Σύνθεση της σύλληψης μέσα στην εποπτεία (παρόν)· β) σύνθεση της αναπαραγωγής μέσα στη φαντασία (μέλλον)· γ) σύνθεση της αναγνώρισης μέσα στην έννοια (παρελθόν). Η καθαρή σύνθεση σαν καθαρή σύλληψη διακρίνει το παρόν το οποίο φυσικά χάνει αυτοστιγμεί από τα χέρια της γιατί βουλιάζει στο παρελθόν. Αυτό το ναυάγιο το διασώζει η σύνθεση σαν καθαρή αναπαραγωγή με την ανάμνηση, δηλαδή μορφοποιώντας το παρελθόν σαν τέτοιο (Gewessenheit als sich). Όσο για την καθαρή αναγνώριση είναι αποτέλεσμα της υπερβατικής φαντασίας που προ-διανοίγει τον χρονικό ορίζοντα μέσα στον οποίο καθίσταται δυνατή η ανασκόπηση. Το μέλλον, με άλλα λόγια, προηγείται σαν διάνοιξη μιάς θέας, ακολουθεί το παρόν και κατόπιν το παρελθόν. Από αυτήν ακριβώς τη χρονική σύνθεση ο Χάιντεγγερ θα εμπνευστεί τη μέριμνα που είναι ο ορισμός της ύπαρξης του ανθρώπου: είναι-πάντα-ήδη-μέσα-στον-κόσμο-προηγούμενο-του εαυτού- του-πάντα-αντίκρυ-σε-κάποιο-ον.[ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΑΠΟ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ]

Αυτή η σκέψη είναι εκρηκτική: ερμηνεύοντας την υπερβατική φαντασία σαν πρωταρχικό χρόνο, το εγώ νοώ παύει να θεωρείται άχρονο μόρφωμα και αποδείχνεται συναφές με το χρόνο. Έτσι ο Καντ είχε μόνο δύο δρόμους να διαλέξει: η θα ακολουθούσε την καρτεσιανή αχρονικότητα του cogito – αυτό δηλαδή που έκανε στην Κριτική του – η θα αναζητούσε τη χρονική σύσταση ή καταγωγή του cogito ακολουθώντας έναν άγνωστο δρόμο μπρός στον οποίο πισωπάτησε: το δρόμο δηλαδή που ακολούθησε ο Χάιντεγγερ. Μέσα στο “Είναι και Χρόνος” επιχειρείται η αποδόμηση του cogito και η σχεδίαση μιάς οντολογίας του Dasein: το μέγα έργον.

 ΚΑΝΤΙΑΝΑ ΤΑ ΤΕΛΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ, ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΝΟΥ, ΤΟ ΘΕΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΥ ΟΡΕΓΕΤΑΙ ΤΟΥ ΕΙΔΕΝΑΙ ΤΟ ΑΓΑΘΟ(ΤΟ ΦΩΣ ΤΟΥ ΝΟΥ, ΤΗΝ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ) ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΗΝ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΝΟΥ ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ, ΧΩΡΙΣ ΤΟ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΟ ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΕΓΩ, ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΗΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου