Τετάρτη 14 Αυγούστου 2024

Κωστής Παπαγιώργης - Η οντολογία του Μαρτιν Χαϊντεγκερ (6 – Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ - Α' ΜΕΡΟΣ)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 9 Αυγούστου 2024

Η οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, <Νεφέλη>, Αθήνα 1983 

[Εισαγωγική σημείωση / Εισαγωγή {1. Ο αποχρών λόγος – 2. Το κενό και το μηδέν – 3. Το ον λέγεται πολλαχώς – 4. Η διαφορά – 5. Το cogito – 6. Η θεωρία του σχηματισμού – 7. Η αναφορικότητα – 8. Ο χρόνος} / Η υπαρκτική αναλυτική {1. Προχειρότητα και παρεύρεση – 2. Η μέριμνα – 3. Συνύπαρξη και απροσωπία – 4. Εννόηση, ομιλία, πτώση, εύρεση – 5. Η αλήθεια – 6. Το όχι-ακόμα – 7. Η φωνή της συνείδησης – 8. Η χρονικότητα των υπαρκτικών δομών – 9. Η ιστορικότητα} / Μετά το Είναι και χρόνος {α) Η τεχνική – β) Η ποίηση}] 

6 – Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΥ (Α' ΜΕΡΟΣ)

Αν δεν σου γκρεμίσω το σπίτι που θα βρω πέτρες να χτίσω το δικό μου; Αυτή η πολεμική διάθεση είναι το κλίμα που επικρατεί στους «διαλόγους» των φιλοσόφων, όπως ανάμεσα στον Καντ και στους προδρόμους του. Αρκεί να μπεί κανείς στον κόπο να μελετήσει Λοκ, Μπέρκλεϋ, Λάιμπνιτς, Χιούμ, Ελβέτιο για να διαπιστώσει στη συνέχεια, καθώς θα διαβάζει την Κριτική του Καντ, πόσα όνειρα γκρέμισε αυτό το μεγάλο βιβλίο.

Υποτάσσοντας το αντικείμενο στο υποκείμενο, πραγματοποιώντας δηλαδή την επανάσταση που ονομάστηκε κοπερνίκεια, ο Καντ όχι μόνο απαλλάχτηκε από την αντίληψη που θέλει το νού παθητικό συλλέκτη των εξωτερικών εντυπώσεων, όχι μόνο αναίρεσε την προαποκατεστημένη αρμονία ανάμεσα στις κατηγορίες και στα αντικείμενα, αλλά τη γνωστική λειτουργία γενικά, χωρίς να υποτιμά την εμπειρία, την ανήγαγε στην περιωπή του Λόγου. Το υποκείμενο δεν είναι ένας παθητικός δέκτης της εξωτερικής πραγματικότητας, αλλά έχει τη μοναδική ικανότητα να επιβάλει στα φαινόμενα τις νοητικές του κατηγορίες. Αυτή είναι η αιτία της ριζικής ρήξης του Καντ με τον Λοκ και τον Χιούμ καθώς και η θεμελιακή ιδέα της θεωρίας του σχηματισμού.

Αρχίζοντας την έκθεση ας θυμίσουμε ότι για τον Καντ κάθε γνώση μας αρχίζει με την εμπειρία (όλες οι παραπομπές γίνονται στην υποδειγματική μετάφρ. του Αν. Γιανναρά: α΄ τόμος, σ. 71). Αλλά η χρονική προτεραιότητα που αναγνωρίζεται στην εμπειρία δε συνεπάγεται, αναγκαία, τη συνολική δέσμευση της γνώσης. Στο πείσμα κάθε αφελούς υλιστή η διαφορά του εμπειρικού από το προ- ή το μη- εμπειρικό είναι πολύ περίπλοκη. Η πιο άμεση κρίση (πχ. 7+5=12) μπορεί να είναι μια πρόταση που αψηφά τη λογοδοσία στην εμπειρία, όπως μια άλλη (πχ. κάθε αποτέλεσμα έχει την αιτία του) μπορεί να είναι ένα απλό σύνθεμα από αισθητηριακές εντυπώσεις και καθαρές έννοιες. Βέβαια χάρη στην εμπειρική εποπτεία δεχόμαστε τον εξωτερικό κόσμο στην απειρία του. Εποπτεύω σημαίνει δέχομαι αύτό που μου προσφέρεται έξωθεν, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορεί η εμπειρία να βάλει το χέρι της στη φωτιά και να εγγυηθεί ότι κάτι τις μπορεί να συμβαίνει έτσι και όχι αλλιώς. Κάτι παρόμοιο, ειδοποιεί ο Καντ, δηλαδή μια εμπειρική καθολικότητα, θα σήμαινε την αυθαίρετη επίταση του κύρους της προτάσεως (α΄ τόμος, σ. 75).

Αυτή τη συζήτηση, αγαπημένο θέμα των Αγγλων εμπειριστών, ο Καντ την έστρεψε αλλού εισάγοντας την a priori εποπτεία. Κάθε γνώση, εμπειρική η καθαρή, έχει ως προαπαιτούμενη συνθήκη τις a priori παραστάσεις του χώρου και του χρόνου. Τα πάντα είναι εν χώρω και εν χρόνω, όσο για το ίδιο το φαινόμενο είναι διμερές: απαρτίζεται από το υλικό της αισθητηριακής εποπτείας και την καθαρή κατηγοριακή μορφή. Δεν υπάρχει φαινόμενο που να μη γίνεται δεχτό υπό μορφήν κάποιας κατηγορίας. Σημείωσε ακόμα ότι ο χώρος και ο χρόνος δεν ανήκουν στην τάξη της εμπειρίας μήτε στην τάξη των καθαρών εννοιών, αλλά σε μια ενδιάμεση περιοχή: της καθαρής εποπτείας. Μια οποιαδήποτε πρόταση που ξεπερνά τα όρια της εμπειρίας μονάχα μέσα από μια a priori παράσταση μπορεί να σχηματιστεί, ειδαλλιώς, αν ο χώρος και ο χρόνος ήταν έννοιες και όχι εποπτείες, οι συνθετικές κρίσεις θα ήταν αδύνατες (για τη διαφορά των αναλυτικών από τις συνθετικές κρίσεις βλ. α΄ τόμος, σσ. 81-86).

Μόχθησε πολύ ο Καντ, χρόνια ολόκληρα, για να μπορέσει κάποτε να ονομάσει την έκθεση των εννοιών του χώρου και του χρόνου μεταφυσική και υπερβατική. Λέγοντας υπερβατική έκθεση, γράφει, εννοώ την εξήγηση μιάς έννοιας ως αρχής η οποία μπορεί να φωτίσει τη δυνατότητα σχηματισμού άλλων a priori συνθετικών κρίσεων (α΄ τόμος, σ.114). Ο ρόλος της καθαρής εποπτείας έγκειται στο να εξασφαλίζει το ξεπέρασμα της εμπειρίας μέσω των νοητικών συνθηκών που εκπροσωπούν μιάν αντικειμενική αξία και προσφέρουν τις προϋποθέσεις γνώσης των αντικειμένων του εξωτερικού κόσμου. Αυτές οι προϋποθέσεις είναι δώδεκα – χρονικά – μορφώματα που ονομάζονται κατηγορίες: του ποσού (ενότητα, πολλότητα, ολότητα)· του ποιού (πραγματικότητα, άρνηση, περιορισμός)· της αναφοράς (ενύπαρξη και αυθύπαρξη, αιτιότητα και εξάρτηση, κοινωνία ανάμεσα στο ποιούν και στο πάσχον)· του τρόπου (δυνατότητα-μη δυνατότητα, υπάρχειν-μη υπάρχειν, αναγκαιότητα-τυχαιότητα).

Δε χρειάζεται σώνει και καλά να πηγαίνει ο νούς μας σε θολές φιλοσοφικές σφαίρες για να συλλάβουμε τη λειτουργία των κατηγοριών. Η αιτιότητα είναι αναγκαία για να καταλάβουμε τη βροχή όσο και τη γούβα που αφήνει το κεφάλι μας στο μαξιλάρι, η ενότητα και η πολλότητα βοηθούν στην κατανόηση της πολιτικής όσο και στη σχέση της λέξης δέντρο με τα άπειρα φυσικά δέντρα, όπως τέλος η δυνατότητα-μη δυνατότητα δίνει το κλειδί για την επώαση ενός σπόρου, την πραγμάτωση ενός πειράματος η την αναζήτηση μέσα στη μπόρα ενός ταξί για να σε πάει σπίτι σου. Χρώματα, όγκοι, ακούσματα, πράξεις, μορφές μεταφράζονται στη γλώσσα των κατηγοριών σε υποστάσεις, ποιότητες, αιτίες, αλληλοσυσχετίσεις. Αλλά δεν είναι γενικοί εμπειρικοί κανόνες που μένουν αέναα υπόλογοι στην απειρία του εμπειρικού υλικού, παρά επακολουθήματα μιάς υπερβατικής παραγωγής: άρα δε θεμελιώνονται στην εμπειρία, τη θεμελιώνουν.

Παρόμοια η καθαρή νόηση είναι μια ενότητα που, ριζικά διάφορη από κάθε δεδομένο της εμπειρίας, λειτουργεί αυτόνομα χωρίς να μπορούμε να την πλαισιώσουμε με ένα όποιο ξένο στοιχείο. Αυτονομία όμως δε σημαίνει αυτάρκεια. Η ριζική διαφορά νόησης- εποπτείας κρύβει μιάν εξίσου ριζική αλληλεγγύη. Αν η εποπτεία δεν μπορεί να σκεφτεί, η νόηση έχει κι αυτή το «δε μπορώ» της: της είναι αδύνατο να εποπτεύσει. Η τυπικότητα των κατηγοριών, από μόνη της, δε γεννάει τη γνώση. Εξού και η περίφημη πρόταση: έννοιες χωρίς περιεχόμενο είναι κενές, εποπτείες χωρίς έννοιες είναι τυφλές (β΄ τόμος, σ. 16). Συνεπώς η σχέση νόησης-εποπτείας ανακινεί ένα ζήτημα θεμελίωσης και όχι αλληλοαποκλεισμού. Συνακόλουθα η εμπειρία χάνει το πρωτείο της γιατί, όχι μόνο είναι αδύνατο να γίνει αναγωγή της γνώσης στα εμπειρικά δεδομένα, όπως διδάσκουν οι εμπειριστές, αλλά γίνεται φανερό ότι, αν θέλουμε να φτάσουμε ως τη ρίζα της γνώσης, θα πρέπει να κρίνουμε τη νόηση στην εμμένειά της. Ο κόσμος γίνεται δεχτός από το υποκείμενο· σύμφωνοι! Μόνο που αυτό επιτελείται χάρη σε κάτι που δεν ανήκει στον κόσμο, δηλαδή χάρη στις κατηγορίες και στο γενέθλιο τόπο τους: τη νόηση. Όσο απίθανο κι αν φαίνεται αυτό ο Καντ το υποστηρίζει έντιμα – ό,τι κι αν λέει ο Σοπενχάουερ. Είναι ειλικρινής απαρχής μέχρι τέλους. Και ομολογείς οι κατηγορίες μου στοίχισαν τον περισσότερο κόπο που ελπίζω να μην πήγε χαμένος (α΄ τόμος, σ. 32).

Ο πίνακας των κατηγοριών, για να προσλάβει αληθινό κριτικό χαρακτήρα, είναι απαραίτητο να ερμηνευτεί προς όλες τις κατευθύνσεις (από την εμπειρία προς τη νόηση όσο και από τη νόηση προς την εμπειρία) για να γίνει σαφής η εσωτερική σύσταση των καθαρών εννοιών που, ολωσδιόλου ετερογενείς προς την εμπειρία, έχουν ύπερβατική λειτουργία. Με ένα λόγο ανακύπτει ένα πρόβλημα νομιμοποίησης (Rechtfertigung) του καθαρού τους νοήματος που ο Καντ το διατυπώνει με τις δύο γνωστές του ερωτήσεις: Quid facti (τι ισχύει ως γεγονός), Quid juris (τι ισχύει ως δίκαιο). Η διαφορά από την εμπειρική επαγωγή του Λοκ η του Χιούμ, μεθοδολογικά τουλάχιστον, ειναι προφανής. Ενώ αυτοί θεωρούν τη νόηση εισδεχτική ικανότητα και την ιδέα απλό γέννημα μιάς αφαιρετικής διαδικασίας η οποία, μάλιστα, υπερτονίζει την εμπειρική καταγωγή της, η ύπερβατική παραγωγή καταπιάνεται με την απόδειξη της εμμενούς ικανότητας της νόησης. Πως εξηγείται άραγε το γεγονός ότι οι υποκειμενικές συνθήκες της σκέψης είναι προικισμένες με μια δύναμη αντικειμενικού, καθολικού και ρυθμιστικού κύρους που θεμελιώνει τη δυνατότητα κάθε εμπειρίας και κάθε γνώσης; Απάντηση δεν υπάρχει: ο Καντ ομολογεί την αδυναμία του να απαντήσει στο γιατί (β΄ τόμος, σ. 107) και καταλήγει θεολογικά: η φύση μας είναι έτσι πλασμένη (β΄ τόμος, σ.16).

Αφήνοντας κατά μέρος τους ενδοιασμούς του κοινού νού, το ζήτημα της συνάντησης του φαινομένου με την κατηγορία δύο μονάχα λύσεις επιδέχεται: ή το εμπειρικό αντικείμενο θεμελιώνει την κατηγορία ή η τελευταία θεμελιώνει νοητικά και υπερβατικά τη δυνατότητα της συνάντησής της με το φαινόμενο. Στην πρώτη περίπτωση η κατηγορία τίθεται ως απλό παράγωγο, οπότε κάθε a priori ορισμός απορρί πτεται. Αντίθετα στη δεύτερη, η εμπειρία υποβιβάζεται και γίνεται απλώς συμπληρωματική εικονογράφηση της έννοιας. Εδώ βρίσκεται η λυδία λίθος: αν εξαιρέσουμε τα καθαρά μαθηματικά όπου η μορφή και το περιεχόμενο ταυτίζονται (Kritik der reiner Vernunft, F.M.V. σ. 666), κάθε άλλη μορφή γνώσης μονάχα σαν απόρροια αυτής της συνάντησης μπορεί να προκύψει.

Αργά ή γρήγορα λοιπόν θα πρέπει να εξετάσουμε την υπερβατική φύση εκείνων των υποκειμενικών πηγών που συνιστούν το a priori θεμέλιο της δυνατότητας της εμπειρίας, την αρχέγονη δηλαδή εσωτερικότητα του πνεύματος. Τρεις είναι οι πρωταρχικές ικανότητες της ψυχής που δεν εξαρτώνται από άλλες δυνάμεις του πνεύματος: η αισθηση, η δύναμη της φαντασίας και η κατάληψη (Apperzeption). Σε αυτές βασίζονται: 1) η σύνοψη του a priori πολλαπλού διά της αισθήσεως· 2) η σύνθεση του πολλαπλού αυτού διά της δυνάμεως της φαντασίας· τέλος 3) η ενότητα (Einheit) της συνθέσεως αυτής διά της πρωταρχικής καταλήψεως. Και οι τρεις αυτές δυνάμεις, εκτός από την εμπειρική τους χρήση, έχουν και μια υπερβατική λειτουργικότητα που αναφέρεται στη μορφή και είναι δυνατή a priori (β΄ τόμος, σ. 72). Ο διπλός έλεγχος που επιβάλλεται – εμπειρικός και υπερβατικός – εδώ αποκλείεται να γίνει. Υπάρχει περιθώριο μόνο για μερικές κατευθυντήριες νύξεις.

Πάρε ένα εμπειρικό παράδειγμα: απλώνεις το χέρι σου για να πιάσεις τον Τίμαιο με το μαύρο εξώφυλλο που βρίσκεται στο τραπέζι. Για τον Καντ αυτό σημαίνει: α) το χρώμα του βιβλίου, το σχήμα και το βάρος του συνοψίζονται σε μια παράσταση (σύνοψη του πολλαπλού)· β) όλα αυτά τα δεδομένα τα συγκρατεί η φαντασία σου και τα παραδίδει στο παρόν σου συνθεμένα (η σύνθεση του πολλαπλού) γ) τέλος αυτό το σύνθεμα αποκτά την τελειωτική του ενότητα καθώς έρχεται σε επαφή με την αυτοσυνείδηση, το εγώ (ενότητα διά της πρωταρχικής καταλήψεως). Χωρίς αυτή την τριπλή συνθετική λειτουργία καμιά παράσταση δε θα μπορούσε να στεριώσει, θα είχαμε μια διασπορά των εμπειρικών δεδομένων και μια πλήρη ανικανότητα της συνείδησης να ελέγξει τον έξω κόσμο. Πράγματι, πως θα μπορούσε το πνεύμα μας να παριστά την πολλότητα της κάθε εποπτείας αν δεν είχε τη δυνατότητα να διαστέλλει τα μόρια του χρόνου στη σειρά των διαδοχικών εντυπώσεων;

Θα περίμενες εδώ ότι ο Καντ θα καταπιανόταν με τη μνήμη· ωστόσο τέτοια έννοια δεν υπάρχει στην καντιανή ορολογία, η μνήμη έχει αντικατασταθεί από τη φαντασία. Για τον Καντ θυμάμαι σημαίνει φαντάζομαι, άνα-παράγω δηλαδή τις παραστάσεις μου διαμέσου μιάς ικανότητας που μνημονεύει φανταζόμενη. Κι όλα τούτα με βάση πάντα ορισμένους κανόνες κατάταξης και σύνδεσης. Διαφορετικά, αν το κιννάβαρι (ο θειούχος υδράργυρος) γινόταν τη μια φορά κόκκινο, την άλλη μαύρο, πότε ελαφρύ, πότε βαρύ, αν ένας άνθρωπος άλλαξε κι έπαιρνε πότε αυτή και πότε εκείνη τη μορφή ζώου, αν στη μακρότερη μέρα η γη σκεπαζόταν με καρπούς, πότε με πάγο και χιόνι, τότε η εμπειρική μου φαντασία δε θα 'βρισκε την ευκαιρία να σκεφτεί το βαρύ κιννάβαρι έχοντας την παράσταση του κόκκινου χρώματος (β΄ τόμος, σ. 87). Δε θα υπήρχε δυνατότητα σύνθεσης. Μέσα στην αναρχία των εντυπώσεων το εγώ μας θα έπρεπε να είναι τόσο πολύχρωμο και ποικίλο όσο και οι έξωθεν παραστάσεις. Πράγμα που βέβαια δε συμβαίνει, γι' αυτό ο Καντ μιλάει διαρκώς για σύν-οψη, σύν-θεση, εν-ότητα, το αντίθετο δηλαδή της διασποράς και της διάλυσης. Για να εξηγηθεί ο άθλος της ενότητας η έκθεση οφείλει να περάσει από το εμπειρικό πεδίο στο υπερβατικό: και κύρια στην υπερβατική φαντασία.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια: