Πέμπτη 22 Αυγούστου 2024

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης - Ὥσπερ ξένος καὶ ἀλήτης ἤ Σάρκωση: ἡ μετανάστευση τῆς ἀγάπης

Χρυσόστομος Α. Σταμούλης

Ὥσπερ ξένος καὶ ἀλήτης

ἤ Σάρκωση: ἡ μετανάστευση τῆς ἀγάπης

Εάν είναι αλήθεια ότι η Χριστιανική Εκκλησία σήμερα αδυνατεί να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή της, τον τρόπο παρουσίας της στη σύγχρονη κοινωνία, πρέπει με παρρησία να ομολογηθεί ότι η ασθένεια αυτή σχετίζεται με το πρόσωπο του Χριστού. Σχετίζεται, δηλαδή, με την αδυναμία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος να κατανοήσουν και συνεπώς να βιώσουν την Ορθόδοξη Εκκλησία, ως Εκκλησία της σαρκώσεως. Και τούτο, βέβαια, δεν έχει να κάνει με την ιδεολογική παράθεση χριστολογικών αναφορών ούτε, βέβαια, με την αντίστοιχη προσφορά κηρυκτικών, στείρα συναισθηματικών-ψυχολογικών, μεγεθύνσεων, αλλά κυρίως και κατεξοχήν με την αλλοίωση που μια τέτοια εμπειρική κατανόηση δημιουργεί στο σώμα της πορευόμενης στα έσχατα εκκλησιαστικής κοινότητας.

Και εξηγούμαι. Έχω την αίσθηση ότι παρότι τελευταία πολύς λόγος γίνεται για τη σάρκωση του Υιού και Λόγου του Θεού Πατέρα, γιορτάζουμε ανελλιπώς άλλωστε και τα Χριστούγεννα άπαξ του έτους, ο κηρυκτικός και απολογητικός βερμπαλισμός μοιάζει να μην έχει καμία σχέση με την αμεσότητα της ζωής των μελών του σώματος, η ζωή των οποίων φανερώνεται αδιάβροχη και συνεπώς αδιαπέραστη από την λεπτή αύρα της χάρης. Ο Λόγος φαίνεται, λοιπόν, να σαρκώθηκε στα λόγια. Στην πράξη η ζωή της Εκκλησίας κινείται κατά κανόνα, αλίμονο δεν μηδενίζονται οι οποιεσδήποτε εξαιρέσεις, τα μετόχια της αγάπης, που απλά υφίστανται για να επιβεβαιώνουν την καταθλιπτική λειτουργία του κανόνα, στα όρια ενός παλαιοδιαθηκικού τρόπου, τουτέστιν στα όρια μιάς άσαρκης πραγματικότητας που αδυνατεί να πληρωθεί.

Και εάν πρέπει κάποιος να γίνει σαφέστερος, να δηλώσει του λόγου το αληθές με τη χρήση παραδειγμάτων, εικόνων αποκαλυπτικών από τη ζωή του σώματος, οφείλει εξάπαντος να προστρέξει στον πιο άμεσο χώρο, στη γη της Οικονομίας. Εκεί όπου τραγικά συναντιούνται, εάν εν τέλει συναντιούνται, ο Θεός με τον άνθρωπο, το κτίσμα με το δημιουργό. Για να δεί κανείς τον Θεό της Ορθοδοξίας οφείλει να κοιτάξει κατάματα τον άνθρωπο της Ορθοδοξίας. Ο λόγος για τον Θεό και ο λόγος για την Εκκλησία προϋποθέτουν και ταυτόχρονα αναζητούν στο πέρας, δηλαδή συμπεραίνουν το λόγο για τον άνθρωπο.[TΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ. ΔΙΟΤΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΣΗΜΕΡΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΣΤΙΣ ΘΕΛΕΙ ΔΕ ΘΕΛΕΙ] Ιδού, λοιπόν, η γη της συνάντησης μικρών και μεγάλων, σπουδαίων και ασήμαντων, αυτός ο κόσμος ο μικρός ο μέγας1, ο άνθρωπος. Όποιος ο άνθρωπος αυτός και ο Θεός του, αυτή και η Εκκλησία του, αυτός και ο κόσμος του, αυτό και ο πολιτισμός του.

Εκπληκτική άρθρωση μιας τέτοιας πραγματικότητας, σκανδαλωδώς προκλητικής για το συμβιβασμένο νού,[ΤΗΝ ΔΙΑΝΟΙΑ ΔΙΟΤΙ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΕΝΟΣ ΝΟΥΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ] συναντά κανείς σε κείμενα πατέρων της Εκκλησίας, που η χαμηλή φωνή τους φαίνεται να χάνεται μέσα στις βεβαιότητες και τις αυτάρκειες, γιατί όχι και αυταρέσκειες, σχημάτων εξουσιαστικών και θεσμικών του παρόντος. Εκεί όπου ο γιγαντισμός και η εικονική πραγματικότητα της ζωής, που έχει προκριθεί για να σώσει το οικοδόμημα των ιστορικών ανομιών του παρελθόντος, αγνοεί προκλητικά ότι ἑνὸς πράγματος ἔστι χρεία2.

Ρακοσυλλέκτης μιάς τέτοιας λησμονημένης αλήθειας ο ποιητής από τη Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Θέμελης, προσλαμβάνει και μεταμορφώνει ποιητικά τούτον τον «ουμανισμό», τουτέστιν θεοκεντρισμό της αυτοσυνειδησίας του εκκλησιαστικού σώματος, και ομολογεί αφοπλιστικά:

«Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα η γη,
Ανώνυμη, ανυπόστατη, ερημωμένη.
Χωρίς εμάς τι θάταν τάχα ο ουρανός.
Σχήματα χωρίς φως και δίχως μια φωνή
Να τα ονομάσει, δίχως αιωνιότητα.
Και ο Θεός τι πράγμα τάχα θάταν,
Πράγμα χωρίς όνομα και δίχως λάμψη.
Τι σάρκα θάπαιρνε για να φανεί
Χωρίς σάρκα πάνω στη γη, τι πρόσωπο
Χωρίς το ανθρώπινο πρόσωπο,
Χωρίς το ανθρώπινο ένδυμα και σχήμα.
Τι ράπισμα κ’ αίμα, ποιο μαρτύριο
Χωρίς το ανθρώπινο μαρτύριο :

“Ίδε ο άνθρωπος, ίδε ο Θεός”.

Χωρίς τον ανθρώπινο θάνατο, χωρίς
Ταφή και θρήνο – δίχως ανάσταση.
Χωρίς εμάς τι θά ’ταν τάχα ο θάνατος.»3.

Το ερώτημα, λοιπόν, για να επανέλθω στην τάξη μετά την ποιητική έκπληξη, είναι εάν ο άνθρωπος της Εκκλησίας, στα όρια της σύγχρονης Ορθοδοξίας, σώζει εντός του αυτή τη σάρκωση. Δηλαδή, με άλλα και απλούστερα λόγια, εάν σώζει εντός του τον Χριστό και οπωσδήποτε όχι μια ιδέα γι' αυτόν.

Ποιο είναι όμως το κριτήριο για την αξιολόγηση μιας τέτοιας παρουσίας ή απουσίας του Χριστού εντός της υπάρξεως του ανθρώπου;[Η ΥΠΑΡΞΙΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ, ΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ] Πώς «μετριέται», τουτέστιν πως γίνεται ορατή, πως γίνεται αισθητή, η παρουσία; Πώς αποκαλύπτεται, εάν αποκαλύπτεται, η Χριστοποίηση, για να θυμηθώ έναν λόγο του π. Ιουστίνου Πόποβιτς; Πως γίνεται το πνεύμα σάρκα.[ΕΙΝΑΙ ΕΥΚΟΛΟ. ΜΕ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ. Η ΣΑΡΚΑ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΡΟΣΦΕΡΕΤΑΙ] Η απάντηση είναι απλή και καθόλου θεωρητική. Το ουσιαστικό κριτήριο της Χριστοποίησης, η αποκάλυψη του Χριστοφόρου είναι η αποκάλυψη της κατά μίμηση και τύπο ταυτότητας της ενέργειας Χριστού και Χριστοφόρου. Όπως η Εκκλησία είναι τύπος και εικόνα της Αγίας Τριάδος έτσι και ο άνθρωπος είναι κατ' εικόνα Χριστού, κατ' εικόνα του σαρκωμένου Λόγου4 [ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. ΕΧΑΣΕ ΤΟ ΚΑΤ'ΕΙΚΟΝΑ. ΕΙΚΟΝΑ ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΝ Ο ΚΑΙΝΟΣ ΕΝ'ΧΡΙΣΤΩ ΑΝΘΡΩΠΟΣ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ. ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΥΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ. ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ; ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΜΑΣ; ΚΥΡΙΟΣ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. Ο ΟΠΟΙΟΣ ΝΤΥΝΕΙ ΤΟΝ ΠΑΛΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟ ΜΕ ΤΟ ΕΝΔΥΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΔΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥ ΝΕΑ ΨΥΧΗ ΣΤΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ, ΤΙΣ ΕΝΟΛΕΣ ΤΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΟΥΣ. Ο ΠΑΛΑΙΟΣ ΧΩΡΙΣ ΑΥΤΟΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑΣ ΑΞΙΟΠΡΕΠΗΣ ΝΕΚΡΟΣ]. Και οπωσδήποτε αυτό το κατ' εικόνα δεν περιορίζεται σε μια κάποια «πνευματικότητα», που αρνείται την ανάγκη της ένσαρκης λειτουργίας μετά τη λειτουργία, δηλαδή την ανάγκη της πράξης, της άσκησης της ευχαριστιακής αγάπης εντός συγκεκριμένου χώρου και χρόνου, όπου συντελείται το μυστήριο της ζωής. [ΜΙΑΣ ΖΕΣΤΗΣ ΕΙΚΟΝΙΚΗΣ ΑΓΑΠΗΣ, ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΩΝ. ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΣΤΗΝ ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΠΡΟΣΤΙΘΕΤΑΙ Η ΙΣΟΤΗΣ ΚΑΙ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΗΣ]

Η ζωή του κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν Θεού ανθρώπου δεν είναι μια «αναίσθητη αγγελοείδεια», όπου απουσιάζει η ελευθερία και η δημιουργικότητα. [ΟΠΟΥ ΑΠΟΥΣΙΑΖΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΑΥΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΕΔΩΣΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟ ΡΗΜΑ ΤΟΥ] Ο άνθρωπος, μόνος αυτός από όλα τα κτίσματα, έχει μαζί με το νοερό και το λογικό και το αισθητικό. Αυτό που τον κάνει δημιουργό του κόσμου του, του πολιτισμού του, των τεχνών και των επιστημών του, των σχέσεών του, των φιλιών του, των έργων τέχνης του5. Αυτό που τον κάνει υπεύθυνο για τον εαυτό του και για τους συνανθρώπους του, για την κτίση ολάκερη*.[ΚΑΙ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΕΝΑΣ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΝΗΡΟΥ. ΜΥΘΙΚΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙ]

Συνεπώς ο άνθρωπος γίνεται Χριστοειδής όταν ενεργεί με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί ο Χριστός. Ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά άνθρωπος, τέτοιος δηλαδή που φτιάχθηκε για να είναι, όταν φανερώνει την ενέργειά του ως ενέργεια προσληπτική και μεταμορφωτική και ως εκ τούτου άκρως δημιουργική.[ΟΥΣΙΩΔΗ, ΚΑΘΟΤΙ ΟΙ ΑΚΙΣΤΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΘΕΑΝΔΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ ΜΑΣ]

Ο Θεός Λόγος σαρκούμενος προσέλαβε το ξένο, το άλλο, το εντελώς διαφορετικό. Βγήκε από τον εαυτό του, παραμένοντας ταυτόχρονα ο εαυτός του, προκειμένου η αγάπη του, που χωρά τους πάντες και τα πάντα, να κατορθώσει το ακατόρθωτο, να αντλήσει ύδωρ εκ της πέτρας. Προσέλαβε τη διαβρωμένη από την αμαρτία ανθρώπινη φύση, προσέλαβε τον εκδιωγμένο από τον παράδεισο Αδάμ, τον πλάνητα και αλήτη, για να τον γιατρέψει από την ασθένειά του. Και ακόμη περισσότερο, έγινε ο ίδιος ξένος και αλήτης, έτσι ώστε διά της «συμπαθείας» και της οικειότητας να φανερώσει το μυστήριο της αγάπης που φτάνει μέχρι το Σταυρό. Το μυστήριο του εκστατικού έρωτα που κάνει το κτίσμα να αναφωνεί ότι «ὁ ἐμὸς ἔρως ἐσταύρωται»6. [Η ΘΕΟΤΟΚΟΣ ΔΕΝ ΥΠΗΡΞΕ ΔΙΑΒΡΩΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑ, ΑΛΛΑ ΚΕΧΑΡΙΤΩΜΕΝΗ, ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΕΠΙΘΥΜΙΑΣ]

Και εάν αυτή η ερωτικότητα είναι η καλλίστη έκφραση αναγνώρισης της σαρκωμένης αγάπης, η επί γης πορεία του Ιησού δεν ήταν εύκολη, υπήρξε πορεία τραγική. Υπήρξε πορεία απόρριψης και υπαρξιακής μοναξιάς[ΜΗΠΩΣ ΤΟΝ ΣΥΓΧΕΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΚΙΡΚΕΓΚΑΡΝΤ;]. Ξένος για τους ομόφυλους ξένους, που τον μίσησαν και τον θανάτωσαν σαν ξένο. Ξένος για τους δικούς του μαθητές, που σε μια συνεχή πορεία προς τους Εμμαούς αρνήθηκαν, αμφισβήτησαν και δοκίμασαν την ξένη αλήθεια του. Ξένος για την ίδια του τη μητέρα, της οποίας η ρομφαία λάβωσε την ασφάλεια της μητρικής οικειότητας και δημιούργησε ρωγμές στη βεβαιότητα της πολλαπλά προσφερόμενης αποκάλυψης. Ξένος για την κτίση ολάκερη, τη δικιά του κτίση, της οποίας γιάτρεψε τις ρωγμές και της ατέλειες. Ξένος για τη ζωή, μα ξένος και για το θανατο τον οποίο ξάφνιασε, ξένισε και νίκησε μια για πάντα. Και όλα αυτά διά της σάρκωσης. Όλα αυτά μέσα από τη μετανάστευση της αγάπης. Και δεν χωρά καμμία αμφιβολία ότι η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεου Πατέρα είναι η κατεξοχήν μετανάστευση, η όντως μετανάστευση7. Αυτή που νοηματοδοτεί κάθε μετανάστευση, κάθε έξοδο στη γη της προσμονής, στη γη της επαγγελίας. [ΜΠΡΑΒΟ Η ΕΛΛΑΔΑ. ΓΗ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΙΑΣ ΞΑΝΑ. ΣΤΗΝ ΑΓΚΑΛΙΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΙΔΕΑΣ ΠΑΛΙ. ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ. Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΙΔΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ]

(Συνεχίζεται)

Σημειώσεις

1. Γρηγορίου Παλαμά, Ὁμιλία ΝΓ’. εκδ. Σ. ἐξ Οἰκονόμων, Αθήνα 1861, σ. 172.
2. Λουκ. 10,42.
3. Γ. Θέμελης, De rerum natura, Ποιήματα Ι, σ. 118.
4. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά. Ομιλία Ξ’. 20, Γρηγορίου Παλαμά Έργα, 11. Εἰσαγωγή-κειμενο-μετάφραση Π. Χρήστου. Πατερικαί ἐκδόσεις «Γρηγόριος Παλαμάς», Θεσσαλονίκη 1986, σ. 532. Για το θέμα βλ. τη μελέτη μου, Κάλλος τὸ ἄγιον. Προλεγόμενα στη φιλόκαλη αἰσθητικὴ τῆς Ὀρθοδοξίας, ἐκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 203 έξ.
5. Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Κεφάλαια ἑκατὸν πεντήκοντα, 63, Συγγράμματα, εκδ. -επιμ Π. Χρήστου, τόμος Ε’, σ. 71. «Μόνοι γὰρ ἡμεῖς τῶν κτισμάτων ἀπάντων πρὸς τῷ νοερῷ τε καὶ λογικῷ και τὸ αἰσθητικὸν ἔχομεν· ὁ τῷ λογικῷ συνημμένον εἶναι πεφυκός, τεχνῶν τε καὶ ἐπιστημῶν καὶ γνώσεων ἑξεῦρε πολυειδέστατον πληθύν. Γεωργεῖν τε καὶ οἰκοδομεῖν, καὶ προάγειν ἐκ μὴ ὄντων, εἰ καὶ μὴ ἐκ μηδαμώς ὄντων (τούτο γάρ Θεού), μόνῳ παρέσχε τῷ ἀνθρώπω».
6. Βλ. Διονυσίου Αρεοπαγίτου, Περί Θείων Ονομάτων 4,13, PG 3,712A.
7. Βλ. σχετικά Θ. Παπαθανασίου. Ὁ Θεός μου ὁ ἀλλοδαπός. Κείμενα γιὰ μιὰν ἄλήθεια που εἶναι τοῦ δρόμου», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2004, σ. 45.

* Μέχρι το σημείο αυτό το κείμενο παρουσιάστηκε και στην Πεμπτουσία https://www.pemptousia.gr/2013/12/o-politismos-tis-sarkosis/

Χέρσον ἀβυσσοτόκον πέδον ἥλιος, ἐπεπόλευσέ ποτε· ὡσεὶ τεῖχος γὰρ ἐπάγη, ἑκατέρωθεν ὕδωρ, λαῷ πεζοποντοποροῦντι, καὶ θεαρέστως μέλποντι· ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται. (ΚΑΤΑΒΑΣΙΕΣ ΥΠΑΠΑΝΤΗΣ)

ΑΠΛΑ ΚΑΙ ΕΚΛΑΙΚΕΥΤΙΚΑ ΛΗΣΜΟΝΟΥΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ. ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΤΟΥ ΦΑΡΑΩ, ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΟΥΤΟ.


Απόστολος 14, 6-19

νυνὶ δέ, ἀδελφοί, ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς γλώσσαις λαλῶν, τί ὑμᾶς ὠφελήσω, ἐὰν μὴ ὑμῖν λαλήσω ἢ ἐν ἀποκαλύψει ἢ ἐν γνώσει ἢ ἐν προφητείᾳ ἢ ἐν διδαχῇ;
Α Κορ. 14,6 Τωρα όμως αδελφοί, ας υποθέσωμεν ότι έρχομαι προς σας ομιλών ξένας γλώσσας. Τι έχω να σας ωφελήσω, εάν δεν σας ομιλήσω η με αποκάλυψιν Θεού η με γνώσιν που θα γίνη κτήμα σας η με προφητείαν η με διδασκαλίαν οικοδομητικήν;
Α Κορ. 14,7 ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα, εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα, ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ διδῷ, πῶς γνωσθήσεται τὸ αὐλούμενον ἢ τὸ κιθαριζόμενον;
Α Κορ. 14,7 Ομως τα μουσικά όργανα, που είναι βέβαια άψυχα, όταν βγάζουν ήχον, είτε αυλός είναι είτε κιθάρα, εάν δεν ξεχωρίσουν και εναρμονίσουν τους μουσικούς φθόγγους, πως θα γίνη γνωστόν και κατανοητόν αυτό που παίζει ο αυλός η η κιθάρα;
Α Κορ. 14,8 καὶ γὰρ ἐὰν ἄδηλον φωνὴν σάλπιγξ δῷ, τίς παρασκευάσεται εἰς πόλεμον;
Α Κορ. 14,8 Και εάν πάλιν η πολεμική σάλπιγξ βγάλή φωνήν χωρίς νόημα και σημασίαν, ποιός θα παρασκευασθή εις πόλεμον και θα λάβη μέρος εις την μάχην;
Α Κορ. 14,9 οὕτω καὶ ὑμεῖς διὰ τῆς γλώσσης ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες.
Α Κορ. 14,9 Ετσι και σεις, εάν με την γλώσσαν σας δεν πήτε λόγον, που να έχη νόημα και σημασίαν σαφή και καταληπτήν στους άλλους, πως είναι δυνατόν να εννοηθούν τα λεγόμενά σας; Διότι θα είσθε σαν να ομιλήτε στον αέρα.
Α Κορ. 14,10 τοσαῦτα εἰ τύχοι γένη φωνῶν ἐστιν ἐν κόσμῳ, καὶ οὐδὲν αὐτῶν ἄφωνον·
Α Κορ. 14,11 ἐὰν οὖν μὴ εἰδῶ τὴν δύναμιν τῆς φωνῆς, ἔσομαι τῷ λαλοῦντι βάρβαρος καὶ ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ βάρβαρος.
Α Κορ. 14,11 Εάν, λοιπόν, εγώ δεν γνωρίζω την σημασίαν της γλώσσης και δεν εννοώ τα νοήματα που αναπτύσσονται με αυτήν, θα είμαι δια τον ομιλούντα ξενόγλωσσος βάρβαρος, όπως και ο ομιλών την ξένην γλώσσαν θα είναι δι' εμέ βάρβαρος.
Α Κορ. 14,12 οὕτω καὶ ὑμεῖς ἐπεὶ ζηλωταί ἐστε πνευμάτων, πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῖτε ἵνα περισσεύητε.
Α Κορ. 14,12 Ετσι και σεις, επειδή έχετε ζήλον και επιθυμείτε πολύ να αποκτήσετε πνευματικά χαρίσματα, ζητείτε από τον Θεόν να σας δώση με το παραπάνω εκείνα που βοηθούν και συνεργούν εις την πνευματικήν ωφέλειαν και πρόοδον των πιστών.
Α Κορ. 14,13 Διόπερ ὁ λαλῶν γλώσσῃ προσευχέσθω ἵνα διερμηνεύῃ.
Α Κορ. 14,13 Δι' αυτό ακριβώς εκείνος που ομιλεί ξένην γλώσσαν, ας παρακαλή τον Θεόν να του δοθή το χάρισμα, δια να εξηγή και να ερμηνεύη την γλώσσαν αυτήν.
Α Κορ. 14,14 ἐὰν γὰρ προσεύχωμαι γλώσσῃ, τὸ πνεῦμά μου προσεύχεται, ὁ δὲ νοῦς μου ἄκαρπός ἐστι.
Α Κορ. 14,14 Διότι, εάν με το χάρισμα της γλώσσης προσεύχωμαι στον Θεόν, η καρδιά μου και η ψυχή μου,πλημμυρίζουν από ιερά συναισθήματα και ωφελούνται από την προσευχήν.Ο νούς μου όμως μένει στείρος και άκαρπος, διότι δεν κατανοεί και δεν προσφέρει καμμίαν πνευματικήν ωφέλειαν στους άλλους.
Α Κορ. 14,15 τί οὖν ἐστι; προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι δὲ καὶ τῷ νοΐ· ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δὲ καὶ τῷ νοΐ.
Α Κορ. 14,15 Τι λοιπόν πρέπει να γίνη επί του προκειμένου; Θα προσευχηθώ με το πνευμα , αλλά θα προσευχηθώ και με τον νουν, κατανοών και ερμηνεύων το περιεχόμενον, της προσευχής. Θα ψάλλω με το πνευματικόν χάρισμα της γλώσσης, θα ψάλλω όμως και με τον νουν.
Α Κορ. 14,16 ἐπεὶ ἐὰν εὐλογήσῃς τῷ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ; ἐπειδὴ τί λέγεις οὐκ οἶδε;
Α Κορ. 14,16 Διότι εάν δοξολογήσης τον Θεόν εις την ξένην γλώσσαν, τότε εκείνος που έχει την θέσιν του ακροατού, ο απλούς που δεν γνωρίζει την γλώσσαν, πως θα είπη το αμήν δια την ευχαριστίαν σου; Βεβαίως δεν θα το είπη, διότι δεν γνωρίζει τι λέγεις.
Α Κορ. 14,17 σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλ᾿ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται.
Α Κορ. 14,18 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν·
Α Κορ. 14,18 Ευχαριστώ τον Θεόν μου, διότι μου έδωσε το χάρισμα να ομιλώ ξένας γλώσσας περισσότερον από όλους σας.
Α Κορ. 14,19 ἀλλ᾿ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ.
Α Κορ. 14,19 Αλλ' εις την σύναξιν των πιστών επιθυμώ και θέλω να πω πέντε σαφή και καθαρά λόγια, που να τα καταλαβαίνη ο ιδικός μου νους και ο νους των άλλων, δια να τους διδάξω την αλήθειαν του Θεού, παρά να είπω χιλιάδας λόγους εις ξένην και άγνωστον δι' αυτούς γλώσσαν.
Α Κορ. 14,20 Ἀδελφοί, μὴ παιδία γίνεσθε ταῖς φρεσίν, ἀλλὰ τῇ κακίᾳ νηπιάζετε, ταῖς δὲ φρεσὶ τέλειοι γίνεσθε.
Α Κορ. 14,21 ἐν τῷ νόμῳ γέγραπται ὅτι ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, καὶ οὐδ᾿ οὕτως εἰσακούσονταί μου, λέγει Κύριος.
Α Κορ. 14,21 Εις την Παλαιάν Διαθήκην έχει γραφή, ότι “θα ομιλήσω στον λαόν τούτον, τον ιουδαϊκόν, δια μέσου ανθρώπων που ομιλούν ξένας γλώσσας και με χείλη ξένων λαών, αλλ' ακόμη ούτε με τον τρόπον αυτόν, τον θαυμαστόν και υπερφυσικόν, θα με ακούσουν”, λέγει ο Κυριος.
Α Κορ. 14,22 ὥστε αἱ γλῶσσαι εἰς σημεῖόν εἰσιν οὐ τοῖς πιστεύουσιν, ἀλλὰ τοῖς ἀπίστοις, ἡ δὲ προφητεία οὐ τοῖς ἀπίστοις, ἀλλὰ τοῖς πιστεύουσιν.

2 σχόλια:

Θωμάς είπε...

αποκρυφισμός, πνευματική σωματικότης και πάσης Ελλάδος... Είχες γράψεις παλιά Αμέθυστε ένα ωραίο ποιητικό και δημώδες που ταιριάζει στον Σταμούλη. Καμπάλα παν στην Εκκλησιά καμπάλα προσκυνάνε...

Ανώνυμος είπε...

Αʹ Κορ 14:6 – 19

Ἀδελφοί, ἐὰν ἔλθω πρὸς ὑμᾶς γλώσσαις λαλῶν, τί ὑμᾶς ὠφελήσω, ἐὰν μὴ ὑμῖν λαλήσω ἢ ἐν ἀποκαλύψει ἢ ἐν γνώσει ἢ ἐν προφητείᾳ ἢ ἐν διδαχῇ; ὅμως τὰ ἄψυχα φωνὴν διδόντα, εἴτε αὐλὸς εἴτε κιθάρα, ἐὰν διαστολὴν τοῖς φθόγγοις μὴ διδῷ, πῶς γνωσθήσεται τὸ αὐλούμενον ἢ τὸ κιθαριζόμενον; καὶ γὰρ ἐὰν ἄδηλον φωνὴν σάλπιγξ δῷ, τίς παρασκευάσεται εἰς πόλεμον; οὕτω καὶ ὑμεῖς διὰ τῆς γλώσσης ἐὰν μὴ εὔσημον λόγον δῶτε, πῶς γνωσθήσεται τὸ λαλούμενον; ἔσεσθε γὰρ εἰς ἀέρα λαλοῦντες. τοσαῦτα εἰ τύχοι γένη φωνῶν ἐστιν ἐν κόσμῳ, καὶ οὐδὲν αὐτῶν ἄφωνον· ἐὰν οὖν μὴ εἰδῶ τὴν δύναμιν τῆς φωνῆς, ἔσομαι τῷ λαλοῦντι βάρβαρος καὶ ὁ λαλῶν ἐν ἐμοὶ βάρβαρος. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἐπεὶ ζηλωταί ἐστε πνευμάτων, πρὸς τὴν οἰκοδομὴν τῆς ἐκκλησίας ζητεῖτε ἵνα περισσεύητε. Διόπερ ὁ λαλῶν γλώσσῃ προσευχέσθω ἵνα διερμηνεύῃ. ἐὰν γὰρ προσεύχωμαι γλώσσῃ, τὸ πνεῦμά μου προσεύχεται, ὁ δὲ νοῦς μου ἄκαρπός ἐστι. τί οὖν ἐστι; προσεύξομαι τῷ πνεύματι, προσεύξομαι δὲ καὶ τῷ νοΐ· ψαλῶ τῷ πνεύματι, ψαλῶ δὲ καὶ τῷ νοΐ. ἐπεὶ ἐὰν εὐλογήσῃς τῷ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ; ἐπειδὴ τί λέγεις οὐκ οἶδε; σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλ᾿ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται. εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν· ἀλλ᾿ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ.