Συνέχεια από:Tετάρτη 14 Αυγούστου 2024
34. Εάν
δε τολμούσε κανείς να πει τον Υιό μη δημιουργό, άραγε εμείς θα τον
δικαιώναμε λέγοντες ότι ως προς τον πρώτον αίτιον λέγει ότι δεν είναι
δημιουργός ο Υιός; Άπαγε.
Αν δε εμείς λέγαμε ευσεβώς ότι "δεν υπήρχε χρόνος κατά τον όποιον δεν
υπήρχε ο Υιός", τότε όποιος προσδιορίζων έλεγε ότι τούτο δεν σημαίνει
αιωνίως αλλά χρονικώς, με την αντίληψη ότι η φράση περιλαμβάνει τον
χρόνο μόνον αλλά όχι και τον αιώνα, δεν θα άκουγε ευθύς από εμάς, ότι
αυτό το όποιο λέγεις, άνθρωπέ, είναι σαφής αθέτηση των ομολογουμένων και
διαστροφή των ευσεβώς κειμένων; Έτσι πάσης δυσσεβείας είναι αφορμή
και αρχή και ρίζα και πηγή το να προσδιορίζουμε τα θεολογημένα από τούς
θεοφόρους πατέρες ημών απροσδιορίστως. Και αυτό μόνο είναι σχεδόν
εκείνο το όποιο, κατά την παροιμία αναμιγνύει τα άμεικτα, συγκλώθει τα
ασύγκλωστα και τα μεταξύ τους πολέμια, την ευσέβεια και την ασέβεια, και
τους κατέχοντες το καθένα από τα δύο τους δείχνει απατηλώς να μη έχουν
καμιά αντίθεσιν. Τόση πολλή δε κατάχρηση τούτου κάνουν οι Λατίνοι, ώστε
και όταν ακούσουν τους θεολογούντες απροσδιορίστως ότι μόνος ο Πατήρ
είναι αρχή και ρίζα και πηγή της θεότητος, αυτοί όλα αυτά τα
προσδιορίζουν (μάλλον δε δια του προσδιορισμού δολίως αντιδογματίζουν
προς αυτούς), μολονότι έπρεπε να συμφωνούν με όλες τις εκφράσεις των
θεοσόφων θεολόγων, οι οποίες αλλού μεν λέγουν ότι το Πνεύμα είναι εκ
μόνου του Πατρός, γι' αυτό και μόνον αίτιον και πηγήν θεότητος τον
Πατέρα, άλλου δε πάλι ότι πρέπει να συνάγωμεν το Πνεύμα εκ του Υιού εις
εν και να φρονούμε ευσεβώς ότι τούτο προέρχεται εκ μόνου του Πατρός,
αλλά όχι και εκ του Υιού.
35.
Οι δε συνάπτοντες τα δύο ή προφασισμένοι το πρώτον αίτιον ανασκευάζουν
και το ένα και το άλλο, λέγοντες ότι, όπως ενίοτε μόνος αληθινός Θεός
λέγεται ο Πατήρ, και του Υιού όντος αληθινού Θεού και αγαθού, έτσι και
μόνον ο Πατήρ λέγεται πηγή και αίτιος θεότητος ως πρώτος˙ και τίποτε δεν
εμποδίζει να είναι και ο Υιός αίτιος θεότητος. Δεν αντιλαμβάνονται δε
ότι με αυτό καταβιβάζουν σε κτίσμα και τον Υιό, κυρίως δε το άγιο
Πνεύμα. Διότι όταν λέγωμεν ότι μόνον ο Πατήρ είναι αληθινός Θεός, δεν αντιδιαστέλλουμε προς άλληλα τα άκτιστα, ούτε απλώς τότε διαχωρίζουμε τον Πατέρα από τα κτίσματα, αλλά την μόνην εις τρεις υποστάσεις υφισταμένη φύσιν.
Εάν λοιπόν έτσι λέγομε και εάν μόνος αίτιος θεότητος ο Πατήρ, αφού επ’
αυτού λέγομε ότι είναι μόνος αγαθός, το Άγιο Πνεύμα ως μη αίτιον της
θεότητος κατ’ αυτούς (τους Λατίνους) θα συγκαταλέγεται με τα κτιστά.
Και
βεβαίως, εφ’ όσον ως πρώτος και ως προκαταρκτικό αίτιον ενίοτε λέγεται
μόνος ο Πατήρ, ωσάν να είναι και ο Υιός συναίτιος και συμμέτοχος με τον
Πατέρα δι' εκείνα, ενίοτε όχι μόνον ο Πατήρ μόνον λέγεται αληθινός Θεός
και μόνος δημιουργός και μόνος αγαθός και τα παρόμοια, αλλ’ ενίοτε θα
ελέγετο και ο Υιός μόνος˙ και όχι μόνος ο Υιός αλλά και το Πνεύμα. Επειδή δηλαδή το "μόνος" τούτο αντιδιαστέλλει την άκτιστον φύσιν από τα κτιστά, η
δε άκτιστος φύσις είναι τρισυπόστατος και όλη υφίσταται αμερώς σε
εκάστη υπόσταση, με όποιαν από τις τρεις εμφύτους υποστάσεις την
καλέσεις, όλη την τρισυπόστατη φύσιν λέγεις.
36.
Άραγε λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ή μάλλον έχει ακουσθεί ποτέ να
πει κανείς και τούτο, ότι μόνος ο Υιός είναι αίτιος και πηγή της
θεότητος του Πνεύματος, όπως λέγομε ευσεβώς ότι μόνος ο Χριστός είναι ο
επί πάντων Θεός; Ή και το ίδιον το Πνεύμα είναι μόνον αίτιον και πηγή
θεότητος, το όποιον κατά τούς Λατίνους δεν είναι καθόλου αίτιον
θεότητος; Μολονότι και τούτο θα ήταν από τα εύλογα, εάν ο Πατήρ ελέγετο
μόνος αίτιος της θεότητος κατά τέτοιον τρόπον, ώστε και ο Υιός να είναι
συναίτιος.
Είναι
λοιπόν φανερό, μάλλον δε ολοφάνερο ότι το «μόνος», όταν λέγεται επί των
υποστατικών σχέσεων δεν διαστέλλει τα κτιστά από τα άκτιστα, αλλά μίαν
των ακτίστων υποστάσεων από τις άλλες. Ποιος δε δεν γνωρίζει ότι το αίτιον επί της θεότητος είναι υποστατικό; Επομένως,
εάν μόνος ο Πατήρ είναι αίτιος και μόνος αρχή και πηγή θεότητος, τότε
καμία άλλη από τις θείες υποστάσεις δεν είναι αιτία και αρχή και πηγή
θεότητος. Αλλ’ όμως, εάν το αίτιον επί της θεότητος κατά τους Λατίνους
υφίσταται σε δύο πρόσωπα, τίποτε δεν εμποδίζει να λέγουν μόνον τον
Πατέρα αίτιον˙ και ενώ το αιτιατό υφίσταται εις δύο πρόσωπα, τίποτε δεν
θα εμποδίσει να λέγουν ότι μόνον το άγιο Πνεύμα είναι αιτιατό ή μόνον ο
Υιός, πράγμα το όποιο κανείς ποτέ ούτε από τους αιρετικούς δεν ετόλμησε
να πει.
Και όμως, εάν επιτρέψουμε να προσδιορισθούν τα θεολογημένα από τους αγίους απροσδιορίστως, και
τούτο θα μπορούσε να κατασκευαστεί ευχερώς από τον κάθε βουλόμενο˙ αλλά
αυτός, αν δεν μεταμεληθεί, θα υποβληθεί ευθύς αμέσως εις το ανάθεμα.
Διότι λέγει ο απόστολος «αν κανείς κηρύττει διαφορετικό από εμάς ευαγγέλιο, ας είναι ανάθεμα».
Τί δε λέγεις εσύ, ο οποίος ισχυρίζεσαι ότι το Πνεύμα είναι και εκ του
Υιού και γι' αυτό προσδιορίζεις τα απροσδιορίστως θεολογημένα από τους
αγίους και με τον προσδιορισμό αντιλέγεις δολίως εις τον θεολογούντα
(Δαμασκηνό) να μην λέγεται και εκ του Υιού το Πνεύμα; Άραγε μπορείς να
αποδείξεις ότι δεν είσαι σχεδόν όμοιος σε όλα με αυτόν τον ένοχο; «Έχω
λέγει να σου αποδείξω ότι πολλοί θεολόγοι αντιτίθενται σε αυτή την
θεολογία του Δαμασκηνού και επιτρέπουν να δεχόμεθα ότι το ἐκπορεύειν
είναι και του Υιού».
37.
Αλίμονο! Υπάρχει εναντιότης μεταξύ των θεολόγων, και μάλιστα επί των
αναγκαιοτάτων ζητημάτων, από τα οποία εξαρτάται όλη η πίστη μας; Είναι
δυνατόν να είναι θεολογίες οι αντιτιθέμενες αυτές απόψεις ή θεολόγοι οι
παρουσιάζοντες αυτές; Κάθε άλλο. Επομένως, κατά σε ή τον Δαμασκηνό ή
εκείνους θα διαγράψουμε από τον χορό των ορθοδόξων. Τί λοιπόν; Αφού έτσι
έχουν τα ευαγγελικά και αποστολικά λόγια και έτσι διευκρινίζουν τα
σχετικά με το Πνεύμα, όπως αποδείξαμε προηγουμένως, δεν πρέπει κατά
πάντα τρόπον, να συμβιβάσουμε την φαινόμενη διαφωνία με την φανερωμένη
δι' αυτών ευσεβή έννοια; Αν δε δεν μπορούμε να συμβιβάσουμε κάποιο από
τα πατερικά λόγια προς εκείνην την έννοια, δεν θα το αφήσουμε με την
σκέψη ότι δεν μπορούμε να το κατανοήσουμε, και θα συνεχίσουμε με τον
ίδιο βαθμό να διατηρούμε την ομολογημένη ευσέβεια; Είναι σε όλους φανερό
ότι πρέπει με κάθε τρόπο να προσέξουμε τις διακηρυσσόμενες έννοιες υπό
των ευαγγελικών και αποστολικών ρημάτων της ευσέβειας.
Ας
επιχειρήσουμε όμως να αναδείξουμε ομόδοξες προς αυτές τις έννοιες (της
ορθόδοξης ευσεβείας) εκείνες τις πατερικές φωνές που οι Λατίνοι
προτείνουν υπέρ των απόψεών τους. Και αν
μεν επιτύχουμε να διαλύσουμε επαρκώς την φαινομενική αντίθεση, αυτό θα
συμβεί χάρη στον Θεό, ο οποίος παρέσχε γνώση συνήγορον περί της εις
αυτόν αληθείας και σε εμάς που βρισκόμαστε στα έσχατα άκρα της άγνοιας
απομακρυσμένοι από την απαθή ζωή. Εάν
όμως δεν μπορέσουμε να αποδώσουμε τον λόγον τούτον κατά πάντα, όποιος
είναι τέλειος και σοφός κατά τα θεία και πνευματικά εν Χριστώ, αφού
αποδεχθεί την προαίρεση μας, έχοντες ένθερμο ζήλο ως μαθητές, ας μας
διδάξει αυτός ο ίδιος τον καλύτερον λόγον και αναπληρώνοντας
την αδυναμία μας ας κατανικήσει με τελειότερο τρόπο αυτούς που
προσπαθούν να συναγάγουν από τις πατερικές φωνές τα αντίθετα προς την
ευσέβεια.
38. Πες λοιπόν, ποιοι είναι οι θεολόγοι και ποια τα λεχθέντα από εκείνους. Διότι
είναι από τα αδύνατα να μη συμφωνούν μεταξύ των όλοι οι θεοφόροι και με
τον Χριστόν τον Θεό των θεοφόρων, ενώ μία είναι σε αυτούς η επίπνοια εκ
του ενός Πνεύματος του Χριστού. Εκτός δε τούτου ο Δαμασκηνός
είναι έπειτα από όλους σχεδόν εκείνους και εδιδάχθη από όλους εκείνους
και μαρτυρεί ο ίδιος την συμφωνία με εκείνους με το να σημειώνει όχι
"λέγω" αλλά "λέγομεν" και δι’ εαυτού παριστάνει σε εμάς να μη λέγουν και
εκείνοι πουθενά εκ του Υιού το Πνεύμα καθ’ ύπαρξιν. Σεις δε μου φαίνεται ότι, μη φθάνοντες στο ύψος της μεγαλονοίας των, σκέπτεσθε περί αυτών τοιαύτα. Βεβαίως
και πρώτον αίτιον λέγεται ο Πατήρ από όλους, αλλ’ άκουσες πως λέγεται˙
και ο μέγας Αθανάσιος είπε ότι το άγιο Πνεύμα εκλάμπει παρά του Λόγου,
αλλ’ άκουσες πως είπε˙ και εικόνα του μεν Πατρός τον Υιόν, του δε Υιού
το Πνεύμα, λέγομεν, αλλ’ ακουσες πως λέγομεν˙ και πολλά άλλα καθαρώς
εξέφρασαν, φαινομενικά υπέρ των απόψεών σας, αλλά συμφωνούντα σαφώς με
εμάς και όχι με σάς. Θα δώσει δε το Πνεύμα λόγον και στα εξής δι'
ανοίξεως του στόματός μας.
Αλλά
ποιός είναι αυτός που λέει πως υπάρχει και στον Υιό το εκπορεύειν; Ο
ίδιος ο Γρηγόριος, λέγουν, ο όποιος έχει επωνυμία το θεολογείν˙ διότι
λέγει, «πάντα τα του Πατρός έχει ο Υιός, πλην της αγεννησίας». Επειδή λοιπόν έχει όλα τα του Πατρός πλην μόνης της αγεννησίας, πώς δεν θα έχει και το εκπορεύειν;
Όντως
δεν είναι αυτοί (οι Λατίνοι) του Πνεύματος το όποιο ομιλεί σε αυτόν-
τον Γρηγόριο˙ διότι αν ήταν, δεν θα απέδιδαν τέτοια ψεύδη στον άγιο, ο
όποιος λέγει «και όσα ταπεινότερα λέγονται περί του Αγίου Πνεύματος
παρά του Υιού λέγονται αναγόμενα κι αυτά στην πρώτη αιτία, για να
δειχθεί από ποιον προέρχονται (το ἐξ οὗ)». Ποίος είναι λοιπόν η πρώτη αιτία; Δεν είναι μόνος ο Πατήρ; «Γιατί τα έχει όλα ο Υιός τα του Πατρός», λέει, «χωρίς την αιτία, το να είναι αίτιος δηλ. κι Αυτός (ο Υιός) της θεότητος». Γιατί κηρύττει πάντοτε ένα αίτιο και μιαν αρχή στον Θεό, τον αγέννητο Πατέρα, και Αυτόν γνωρίζει ως τον μοναδικό θεϊκό.
ΕΔΩ ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΙΑ ΔΥΣΚΟΛΙΑ.
ἡμῖν
εἷς Θεός, ὅτι πρός ἕν αἴτιον τά ἐξ αὐτοῦ τήν ἀναφοράν ἔχει», οὐ τό ἐξ
αὐτῶν λέγων ἐκ Θεοῦ τόν Υἱόν, καί Θεόν ἐκ Θεοῦ τό Πνεῦμα τό ἅγιον. Διά μέσου δέ Θεοῦ ἐκ τοῦ Θεοῦ, οὐ Θεόν ὑφιστάμενον δοξάζει, ἄπαγε τῆς βλασφημίας, ἀλλά τά κτιστά˙
ΑΣ ΔΟΥΜΕ ΜΕΡΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ.
α) Και για αυτό λέγει, «για εμάς εις Θεός, διότι τα εξ αυτού έχουν την αναφορά προς εν αίτιον», δεν λέγει το εξ αυτών εκ Θεού τον Υιόν, και Θεόν εκ Θεού το Πνεύμα το Άγιον. Διά μέσου δε Θεού εκ του Θεού δεν δέχεται Θεόν υφιστάμενον -απαγε της βλασφημίας- αλλά τα κτιστά. Καθ’
όμοιον τρόπον τοποθετεί ως πρώτον αίτιον τον Πατέρα λέγων στον δεύτερον
Ειρηνικό λόγο του ότι «όσον πολυτιμότερος των κτισμάτων είναι ο Θεός,
τόσον μεγαλοπρεπέστερο είναι εις την πρώτη αιτία να είναι αρχή θεότητος
παρά κτισμάτων και διά μέσης θεότητος να έρχεται εις τα κτίσματα».
β)
Γι' αυτό και λέει, «ένας Θεός υπάρχει σε μας, γιατί σε ένα αίτιο
αναφέρονται αυτά που προέρχονται απ' Αυτόν (τα εξ αυτού)», και δεν λέει
μέ τό εξ αυτών ότι είναι απ' τον Θεό ο Υιός, [αλλά από έν αίτιον] ούτε
πως είναι Θεός εκ Θεού το Πνεύμα το άγιον. Πιστεύει
(δοξάζει) δε, όχι έναν Θεό που υφίσταται δια μέσου ενός Θεού απ' τον
Θεό, μακριά από μάς αυτή η βλασφημία, αλλά ότι υφίστανται τα κτιστά μ'
αυτόν τον τρόπο˙ γι' αυτό και ονομάζει πρώτον αίτιον (και όχι
πρώτον Θεό) τον Πατέρα, λέγοντας και στο δεύτερο απ' τα Ειρηνικά ότι,
«όσο είναι τιμιώτερος ο Θεός απ' τα κτίσματα, τόσο είναι και
μεγαλοπρεπέστερο να είναι αρχή της θεότητας και όχι των κτισμάτων η
πρώτη αιτία, και να φθάνη μέσα απ' τη θεότητα στα κτίσματα».
Μετάφραση Μερετάκης: [Και για αυτό λέγει, «για εμάς εις είναι Θεός, διότι τα εξ αυτού έχουν την αναφορά προς εν αίτιον», δεν λέγει το εξ αυτών ούτε
ότι το εν αναφέρεται εις τα δύο, λέγει το Πνεύμα δεύτερον από τον
Πατέρα, όπως και τον Υιόν, επίσης δε τον Υιόν Θεόν εκ Θεού και το άγιο
Πνεύμα Θεόν εκ Θεού...].
ΣΧΟΛΙΟ: Περιέργως
στήν μετάφραση τού Μερετάκη εμφανίζεται αρίθμηση. Η αρίθμηση διά τής
οποίας ο Ζηζιούλας ονόμασε τόν Υιό δεύτερο Θεό καί αρνήθηκε τήν
ταυτόχρονη ύπαρξη τών Προσώπων τής Αγίας Τριάδος ταυτίζοντας τήν
Υπόσταση τού Πατρός μέ τόν Θεό. Στήν επιμέλεια τής εκδόσεως τού λόγου
από τίς εκδόσεις Μερετάκη βρίσκουμε τόν Χρήστου καί τόν Ζήση. Τόν
γνωστό Ζήση ο οποίος δέχεται τήν αναλογία ανάμεσα στήν Ιεραρχία τής
Αγίας Τριάδος καί τήν ιεραρχία τού κλήρου, δηλ. δέχεται τήν αρίθμηση
στήν Αγία Τριάδα.
Καί γιατί συμβαίνει αυτός ο Τραγέλαφος πού διαλύει
τήν πίστη μας; Διότι αυτά τά παλληκάρια νομίζουν ότι τό ΕΝ είναι
αριθμός. Καί δέν είναι. Είναι ΑΡΧΗ.
Ο πρώτος ιδανικός αριθμός είναι τό ΔΥΟ. Στό δόγμα δέν υφίστανται τά
μαθηματικά. Αγνοώντας λοιπόν βασικά πράγματα τά παλληκάρια αυτά, όπως
δείχνει καί η ιστορία τους, προσπαθούν νά αναρριχηθούν στό ΕΝ. Καί
πέφτουν στόν γκρεμό.
39.
Συ δε -οποία βλασφημία- ο λατινόφρων λέγεις ότι διά μέσου του Υιού,
δηλαδή διά μέσου της θεότητος του Υιού, ήλθε ο Πατήρ εις την εκφορά
(προενεγκεῖν) του Αγίου Πνεύματος˙ και η καινοφωνία σου δεν
σταματά ούτε σε αυτό το σημείο, αλλά λέγεις ότι το Πνεύμα προέρχεται και
εκ του Υιού και ότι το εκπορεύειν είναι κοινό Πατρός και Υιού, για τον
λόγο ότι ο θεολόγος αυτός λέγει στο "προς τούς καταπλεύσαντας από την
Αίγυπτον" ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός χωρίς μόνην την αγεννησίαν.
Εδώ βεβαίως πρέπει να δεχθείς το "μόνης", ακόμη και αν δεν συνεκφωνήται,
και για αυτό σου το προσθέτω και εγώ φανερώς.
Αλλά
πες μου δεν επιπροσθέτει αυτός ο ίδιος θεολόγος γράφων, «όλα δε όσα
είναι του Υιού είναι και του Πνεύματος, πλην της υιότητος»; Εάν λοιπόν ήταν και του Υιού το εκπορεύειν, αυτό θα είναι και του Πνεύματος˙ διότι το εκπορεύειν δεν είναι στοιχειό υιότητος˙ διαφορετικά
θα ήταν Υιός και ο Πατήρ, επειδή έχει και το εκπορεύειν. Ο ίδιος δε (ο
Γρηγόριος) και στον "Περί του Αγίου Πνεύματος" λόγο του λέγει και για το
Αγιο Πνέομαι «Τί δεν δύναται να ενεργήσει εκ των μεγάλων και ὧν
Θεός; Τί δεν του απονέμεται όντας Θεός, πλην της αγεννησίας και της
γεννήσεως;». Επομένως και προβολέα θα ονομάσουμε το Πνεύμα. Και το
εκπορεύειν δε κατά σε έχει ομοίως με τον Υιόν, γι' αυτό δε και διπλάσιο
από εκείνον˙ διότι θα έχει όχι μόνον το του Πατρός, αλλά και το του Υιού κατά την περί του Υιού δόξαν. Βλέπεις σε πόσα άτοπα περιπίπτει εκείνος ο όποιος ακούει ότι ο Υιός έχει όλα τα του Πατρός και μη εννοών μόνα τα της φύσεως, αλλ’ ενίοτε αναμιγνύοντας και μερικά από τα υποστατικά εις τα φυσικά;
40.
Δεν είναι βεβαίως αναγκαίο να προωθήσουμε περισσότερο τον περί τούτου
λόγον, αφού έχεις ελεγχθεί εσύ, αλλά χάριν του καλού και για να μην
αποδώσει κανείς μομφή εις τον άψογον, θα δείξουμε στην συνέχεια ότι η
ρήση του αγίου έχει καλώς, εξ αγνοίας δε των λατινοφρόνων εκλαμβάνεται
κακώς. Νομίζω δε ότι ο λόγος δεν θα συντελέσει ολίγον στην αποσαφήνιση
του θέματος μας. Πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή.
Επί του Θεού είναι το αυτό να λέγουμε αγέννητον και αναίτιον˙ για
αυτό, και αν άνοιξης όλα τα θεολογικά βιβλία, δεν θα βρεις πουθενά να
λέγεται αγέννητο το Άγιον Πνεύμα, και μάλιστα μολονότι δεν είναι
γεννητό. Ο δε θεοφόρος Δαμασκηνός, λέγοντας στο όγδοο κεφάλαιο των
Δογματικών ότι, «όλα όσα έχει ό Πατήρ είναι και του Πνεύματος, πλην της αγεννησίας», δείχνει ότι επί του Θεού όχι μόνον το αγέννητον είναι το ίδιο με το αναίτιον, αλλά και το αναίτιον είναι το ίδιο με το αίτιον.
Διότι επί του Θεού το αίτιον συμβαδίζει με το αναίτιον, εννοώ δε αίτιον
της θεότητος του Υιού και του Πνεύματος. Θέλοντας λοιπόν να πει ότι το
Πνεύμα έχει όλα τα του Πατρός πλην της καταστάσεως του αναίτιου και του
αιτίου, κατά το γένναν δηλαδή και εκπορεύειν, είπε πλην της αγεννησίας
μόνης, με την ιδέα ότι αυτή περικλείει όλα όσα είναι ίδια του Πατρός.
Ο Θεός λοιπόν είναι αγέννητος και αναίτιος˙ ο δε αναίτιος Θεός είναι αίτιος της θεότητος. Υπάρχων
δε έτσι αίτιος εμφύτου πλούτου, ενώ ο ίδιος δεν στερείται τίποτε, θα
ήταν ο ίδιος αυτεπίβουλος, υπάρχοντας αίτιος ενός και μόνου και έτσι θα
μετέτρεπε δι' εαυτόν τον πλούτο σε πενία. Εκτός
δε τούτου το κατά πάντα τρόπον και πάντως εν είναι ατελές˙ γι' αυτό
ήταν και καταληπτό στους ατελείς προς θεογνωσία Ιουδαίους. Αλλά
ούτε, υπάρχων επίσης αίτιος της ομοουσίου δυάδος και γεννών το ένα,
εκπορεύων δε το άλλο, θα απεκαλύπτετο περισσότερο, ούτως ειπείν, και
μάλιστα περιορίζων όλο το άπειρο εις εαυτόν και εις τους προερχομένους
εξ αυτού. Επιπλέον δεν υπάρχει καν άλλος τρόπος εμφύτου υπάρξεως˙
διότι και τα υπεράνω τούτων δεν είναι θεότης, αλλά έκπτωσις θεότητος˙
αυτά λοιπόν είναι και η πολυθεΐα των αθέων Ελλήνων.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου