Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Το εφιαλτικό μέλλον της Ουκρανίας

 

Προφανώς είμαστε υπέρ της ενωμένης Ευρώπης και υπό όρους υπέρ του κοινού νομίσματος – θεωρούμε όμως πως η ΕΕ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για κράτη με αδύναμες, μη ανάλογα προετοιμασμένες οικονομίες, πόσο μάλλον η Ευρωζώνη. Η ΕΕ και ειδικά η Ευρωζώνη δε, είναι εντελώς ακατάλληλες για διασώσεις χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης, μειωμένης ανταγωνιστικότητας και δίδυμων ελλειμμάτων – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας και φυσικά της Ουκρανίας. Άλλωστε, ακόμη και η Γερμανία προετοίμασε την είσοδο της στην Ευρωζώνη σε μία εποχή ανάπτυξης, με την «εσωτερική υποτίμηση του δικού της ευρώ», υιοθετώντας τότε την ατζέντα 2010 – τη γνωστή ως πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα. Μπορεί δε να έχει μεσολαβήσει ένα διάλειμμα στη διαδικασία, λόγω της πανδημίας, του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, αλλά το πρόβλημα παραμένει – όπως διαπιστώνεται από τις μεγάλες οικονομίες της Γαλλίας και της Ιταλίας που ευρίσκονται πλέον σε πολύ άσχημη κατάσταση. Σε κάθε περίπτωση, η ενδεχόμενη είσοδος της Ουκρανίας στην ΕΕ, θα στραγγαλίσει εντελώς την οικονομία της – μετατρέποντας τη χώρα σε προτεκτοράτο της Γερμανίας. Δυστυχώς όμως, οι Ουκρανοί δεν το γνωρίζουν – δεν καταλαβαίνουν πως από τη Σκύλλα θα οδηγηθούν στη Χάρυβδη, βιώνοντας ένα ακόμη πιο εφιαλτικό μέλλον που δεν θα είναι πια αναστρέψιμο. 

Analyst Team

Ανάλυση

Ας υποθέσουμε ότι, ο πόλεμος της Ουκρανίας θα τελειώσει έως τα τέλη του 2024 – με κάποιου είδους διαπραγμάτευση της Δύσης, των ΗΠΑ καλύτερα με τη Ρωσία, αφού ασφαλώς κανένας δεν επιθυμεί να οδηγηθεί η σύγκρουση σε πυρηνικό όλεθρο. Τι θα συμβεί τότε στη χώρα;

Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός ότι, όλοι γνωρίζουμε πως η φιλία τελειώνει, όταν πρόκειται για χρήματα – αν και μάλλον έχουν άλλη άποψη οι Έλληνες, λανθασμένη δυστυχώς, σχετικά με τα χρηματοοικονομικά προβλήματα της χώρας τους. Εν προκειμένω, η πολύκροτη αλληλεγγύη με την Ουκρανία παραμένει μεν αδιάσειστη, αλλά οι επενδυτές της έχουν δώσει μεγάλα χρηματικά ποσά ως δάνεια – οπότε, ο απολογισμός που θα ακολουθήσει μετά τη λήξη του πολέμου, πιθανότατα δεν θα είναι λιγότερο καταστροφικός για τη χώρα, από τον ίδιο τον πόλεμο.

Ειδικότερα, οι συνομιλίες που διεξήγαγε η Ουκρανία με τους διεθνείς επενδυτές, μεταξύ 3 και 14 Ιουνίου, επικεντρώθηκαν μεταξύ άλλων στις αποπληρωμές των δανείων που της έχουν χορηγηθεί από το 2022 – όπου η ουκρανική κυβέρνηση ζήτησε αναβολή της αποπληρωμής και «κούρεμα» 60%. Η Black Rock όμως και οι υπόλοιποι επενδυτές αρνήθηκαν – λέγοντας ότι, για ένα πακέτο δανείων ύψους άνω των 20 δις $ που έληξε την 1η Αυγούστου, θα συμφωνούσαν σε μία μέγιστη διαγραφή 20%.

Ισχυρίσθηκαν δε ως συνήθως πως δεν μπορούν να δεχθούν υψηλότερο «κούρεμα», επειδή κάτι τέτοιο θα έβλαπτε την εμπιστοσύνη των μελλοντικών επενδυτών – με αποτέλεσμα να πάψουν να την δανείζουν. Την τελευταία στιγμή τώρα, η Ουκρανία κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία με τους πιστωτές – σε ένα «κούρεμα» 37%, με ανταλλαγή των παλαιών ομολόγων που έληξαν με νέα έντοκα.

Επειδή όμως οι πιστωτές της Ουκρανίας θα αποζημιωθούν με τη μορφή τόκων, το πραγματικό «κούρεμα» είναι μόλις περί το 25% – ενώ η συμφωνία προβλέπει επί πλέον πρόσθετες αποπληρωμές, στην περίπτωση που η ουκρανική οικονομία αναπτυχθεί θετικότερα έως το 2028, από ότι αναμενόταν προηγουμένως.

Εν τούτοις, είναι ξεκάθαρο πως η παραπάνω αναδιάρθρωση των χρεών της Ουκρανίας, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση λύση στο πρόβλημα της – απλά το αναβάλλει, μεταθέτοντας το στο μέλλον. Εκτός αυτού, για να συνεχίσει τον πόλεμο η Ουκρανία, έστω έως το τέλος του έτους, θα πρέπει να δανείζεται πολλά δις $ για όπλα, πυρομαχικά και αποπληρωμές παλαιών χρεών – χωρίς να αναφέρουμε καν την πολιτική διαφθορά που επικρατεί στη χώρα και το τεράστιο κόστος που θα απαιτηθεί για την ανοικοδόμηση της.

Η «βοήθεια» του ΔΝΤ

Περαιτέρω, το Μάρτιο του 2023 το ΔΝΤ χορήγησε στην Ουκρανία ένα πακέτο βοηθείας, ύψους 15,6 δις € – το οποίο δεν καταβλήθηκε βέβαια ολόκληρο, αλλά θα χορηγείται με πολλές δόσεις, μετά από ελέγχους της οικονομίας της (τα γνωστά μας προαπαιτούμενα). Έτσι, το Μάρτιο του 2024 εγκρίθηκε μία δόση ύψους 880 εκ. € από αυτό το πακέτο, αλλά με αντάλλαγμα την υποχρέωση μείωσης του δείκτη χρέους της στο 60% του ΑΕΠ, έως το 2033 – σημειώνοντας πως στο τέλος του 2024 αναμένεται να ανέλθει στο περίπου 95%, από 84,4% το 2023 (το ΑΕΠ της το 2023 ήταν της τάξης των 179 δις $).

Τι σημαίνει αυτό το αντάλλαγμα; Ότι, εάν ο πόλεμος τελειώσει έως το 2024 και ο λόγος του χρέους/ΑΕΠ δεν συνεχίσει να αυξάνεται, η Ουκρανία θα πρέπει να μειώνει το δείκτη χρέους της κατά 4,3% ετησίως, μεταξύ των ετών 2025 και 2033 – κάτι που αντιστοιχεί με περίπου 6,8 δις € ετησίως. Επομένως, θα πρέπει να προβεί σε πολύ μεγάλες, σε δραματικές καλύτερα περικοπές δαπανών – ενώ για να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις και να εξυπηρετήσει τους πιστωτές της, θα πρέπει να ιδιωτικοποιήσει τις δημόσιες επιχειρήσεις της και να ξεπουλήσει κρατικές υποδομές, καθώς επίσης δημόσια περιουσία.

Θυμίζει αλήθεια σε εμάς τους Έλληνες κάτι, παρά το ότι δεν βιώσαμε πόλεμο; Προφανώς – σημειώνοντας πως αυτές οι περικοπές θα έχουν τεράστιες επιπτώσεις στις κοινωνικές υπηρεσίες, στην Παιδεία, στην Υγεία και στην οικονομική ανάπτυξη. Σε κάθε περίπτωση, η θεραπεία σοκ με την οποία συμφώνησε η κυβέρνηση της Ουκρανίας, η ανοικοδόμηση και η πορεία της προς μία λειτουργική Δημοκρατία, είναι καταδικασμένη – κάτι που επίσης γνωρίζουμε εμείς οι Έλληνες.



Συνεχίζοντας, είναι φανερό πως η Ουκρανία απέχει πολύ από το να μπορεί να ανταποκριθεί στις πολιτικές ή οικονομικές συνθήκες που απαιτούνται, για την ένταξη της στην ΕΕ – αφού ακόμη και η οικονομικά ασθενέστερη χώρα της ΕΕ, η Βουλγαρία (είναι η μοναδική χώρα που περνάει η Ελλάδα, γράφημα), είχε σχεδόν τριπλάσιο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από την Ουκρανία, πριν από τον πόλεμο. Επομένως, οι ενταξιακές συνομιλίες που ξεκίνησαν με τη χώρα στα τέλη Ιουνίου του 2024, είναι προσχηματικές – με στόχο να αποτελέσουν έναν συμβολισμό μίας ενωμένης Ευρώπης που στέκεται σταθερά στο πλευρό της Ουκρανίας, αφού δέχθηκε επίθεση.

Ακόμη όμως και να μην ήταν προσχηματικές, υπό τις δεδομένες συνθήκες η ένταξη της Ουκρανίας στην ΕΕ, δηλαδή η υποταγή της στα κριτήρια του Μάαστριχτ και η παραίτηση της από τη νομισματική κυριαρχία, θα είχε ως αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση της κατάστασης της – εν πρώτοις επειδή οι ουκρανικές εταιρίες, ως μέλος της ΕΕ, θα έπρεπε να ανταγωνιστούν τις γερμανικές, γαλλικές κλπ., στην κοινή εσωτερική αγορά.

Ταυτόχρονα, τα χέρια της κυβέρνησης της θα ήταν σε μεγάλο βαθμό δεμένα, όταν θα ήθελε να στηρίξει τη δική της οικονομία – αφού οι άμεσες επιδοτήσεις απαγορεύονται από τη νομοθεσία της ΕΕ. Επί πλέον, η συναλλαγματική της ισοτιμία δεν θα μπορούσε πια να προσαρμοσθεί, έτσι ώστε τα ξένα προϊόντα και υπηρεσίες να είναι πιο ακριβά από τα εγχώρια – οπότε να αυξάνονται οι εξαγωγές, να μειώνονται οι εισαγωγές και να έχει ισορροπημένα ή πλεονασματικά ισοζύγια.

Επομένως, η μοναδική δυνατότητα που θα είχαν οι ουκρανικές εταιρίες για να ανταπεξέλθουν, θα ήταν η μόνιμη «εσωτερική υποτίμηση» – μέσω της οποίας θα μπορούσαν να αντισταθμίσουν τη χαμηλότερη παραγωγικότητα και ποιότητα της εργασίας. Ο όρος όμως «εσωτερική υποτίμηση» δεν σημαίνει τίποτα άλλο, από τις θηριώδεις μειώσεις των μισθών – κάτι που επίσης γνωρίζουμε πολύ καλά όλοι εμείς οι Έλληνες, αφού έτσι καταντήσαμε να περνάμε μόνο τη Βουλγαρία που σύντομα θα μας ξεπεράσει.



Με απλά λόγια, εάν μία οικονομία δεν μπορεί να στηριχθεί μέσω επιδοτήσεων και η συναλλαγματική ισοτιμία του νομίσματος της δεν μπορεί να προσαρμοσθεί, τότε το κόστος εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος πρέπει να μειωθεί σε τέτοιο βαθμό που οι εγχώριες εταιρίες να είναι πιο ανταγωνιστικές από τις γερμανικές κλπ. – κάτι που δεν έχει πετύχει ούτε καν η Ελλάδα, στην οποία η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει στο ναδίρ (γράφημα), παρά τις τεράστιες μειώσεις των μισθών.

Ακόμη όμως και να το πετύχαινε η Ουκρανία, θα την οδηγούσε άμεσα στο επόμενο πρόβλημα – γνωρίζοντας ότι, εάν η τιμή της εργασίας, οι μισθοί δηλαδή, μειωθούν, η παραγωγή μπορεί να είναι φθηνότερη, αλλά τα εισοδήματα των Πολιτών περιορίζονται δραματικά. Με απλά λόγια, οι Πολίτες έχουν λιγότερα χρήματα στη διάθεση τους, οπότε μπορούν να αγοράσουν λιγότερα – γεγονός που σημαίνει πως η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» αποδυναμώνει τη ζήτηση και ως εκ τούτου βλάπτει σοβαρά την οικονομία μακροπρόθεσμα (εκτός του ότι ωθεί πολλούς ανθρώπους στα όρια της επιβίωσης και στη μετανάστευση που επιδεινώνει το δημογραφικό, οπότε ξανά την οικονομία, ανάλυση).

Συμπερασματικά λοιπόν, η ενσωμάτωση της Ουκρανίας στην ΕΕ, πόσο μάλλον στην Ευρωζώνη, θα οδηγούσε στο στραγγαλισμό της οικονομίας της – ενώ θα ακολουθούσε μία μαζική «διαρροή εγκεφάλων» (brain drain). Δηλαδή, οι εξειδικευμένοι Ουκρανοί θα εγκατέλειπαν τη χώρα, κάνοντας χρήση της ευρωπαϊκής ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων – προκειμένου να κερδίσουν περισσότερα χρήματα σε άλλες χώρες της ΕΕ.

Συχνά βέβαια, αυτό το «περισσότερα» είναι συνήθως λιγότερα από τα χρήματα, με τα οποία αμείβονται οι εγχώριοι εργαζόμενοι στις χώρες της ΕΕ – με αποτέλεσμα να ασκούνται πιέσεις στα επίπεδα των μισθών των κρατών που υποδέχονται τους μετανάστες. Εκτός αυτού, η Ουκρανία θα απειλούταν από μία κατάσταση, παρόμοια με αυτήν που παρατηρείται σε άλλα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης – όπως η Βουλγαρία, η Ρουμανία και η Κροατία.

Τα οικονομικά αδιέξοδα

Ειδικότερα, σε τέτοιες χώρες με χαμηλούς μισθούς, είναι ευκολότερο για τη θυγατρική μίας γερμανικής ή γαλλικής εταιρίας, με ισχυρά περιθώρια κέρδους, να χορηγήσει σημαντικές αυξήσεις ονομαστικών μισθών της τάξης του 10% ή 15%, κατά την πρόσληψη εργαζομένων – ενώ οι μισθοί θα εξακολουθούσαν να είναι πολύ χαμηλότεροι από τους αντίστοιχους στη Γερμανία ή στη Γαλλία. Τέτοιες αυξήσεις όμως, δεν θα ήταν εύκολο να δοθούν από μία ουκρανική εταιρία – λόγω της χαμηλότερης παραγωγικότητας της ουκρανικής οικονομίας.

Το ενδεχόμενο αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει, εκτός από τις μαζικές χρεοκοπίες των ουκρανικών εταιριών, σε μία παράδοξη κατάσταση – με την έννοια ότι, οι κατά μέσον όρο υψηλές αυτές αυξήσεις των μισθών των θυγατρικών των ξένων εταιριών, θα σήμαιναν αύξηση της αγοραστικής δύναμης των συγκεκριμένων εργαζομένων. Εν τούτοις, η άνοδος της παραγωγικότητας της ουκρανικής οικονομίας θα συνέχιζε να υστερεί, σε σχέση με την αύξηση των μισθών – οπότε, η απότομη άνοδος του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, θα αύξανε τις πληθωριστικές πιέσεις.

Έτσι η ουκρανική οικονομία θα κινδύνευε να συντριβεί ολοκληρωτικά – ευρισκόμενη μεταξύ του άμεσου ανταγωνισμού με ξένες εταιρίες και της πίεσης της «εσωτερικής υποτίμησης», όσον αφορά τη δική της ανταγωνιστικότητα.



Όσον αφορά δε το δημόσιο και το ιδιωτικό της χρέος, δεν μπορεί να περιμένει καμία βελτίωση από την ένταξη της στην ΕΕ – όπου αρκεί να δει κανείς τους δείκτες της Ελλάδας που βρέθηκε στο στόχαστρο της ΕΕ στο παρελθόν, λόγω της υπερχρέωσης και των ελλειμμάτων της, για να πεισθεί. Εν προκειμένω, 15 χρόνια μετά τη «διάσωση» της, η Ελλάδα έχει πολύ υψηλότερο δημόσιο χρέος, τόσο σε ποσοστιαίους, όσο και σε απόλυτους αριθμούς παρά το ξεπούλημα, τεράστιο κόκκινο ιδιωτικό από ανύπαρκτο πριν, πολύ μεγάλο εμπορικό έλλειμμα (γράφημα) που σημαίνει μειωμένη ανταγωνιστικότητα παρά την «εσωτερική υποτίμηση», υψηλή ανεργία παρά το ότι μεταξύ των ετών 2010 και 2022 μετανάστευσαν 1.080.000 Έλληνες ή το 10% του πληθυσμού κοκ.



Την ίδια στιγμή, η παραγωγικότητα της εργασίας, οι πραγματικοί μισθοί και οι συντάξεις, εξακολουθούν να είναι πολύ κάτω από τα επίπεδα του 2010 και η ελληνική οικονομία αποκλίνει, αντί να συγκλίνει με την ΕΕ (γράφημα) – ενώ οι υποδομές και το σύστημα υγείας έχουν οδηγηθεί στο χείλος της κατάρρευσης. Με απλά λόγια, η ΕΕ προκάλεσε φτώχεια, ανασφάλεια, εξαθλίωση και πόνο στους Έλληνες, για περισσότερο από μία δεκαετία – οπότε είναι εύλογο να θεωρήσει κανείς πως δεν θα ήταν καλύτερο το μέλλον της Ουκρανίας. Πόσο μάλλον όταν είναι ήδη κατεστραμμένη από τον πόλεμο – με τον πληθυσμό της να έχει μειωθεί επίσημα από τα 46 εκ. το 2010 στα 38 εκ. το 2022, αν και ανεπίσημα πολύ περισσότερο. 

Επίλογος

Ολοκληρώνοντας, προφανώς είμαστε υπέρ της ενωμένης Ευρώπης και υπό όρους υπέρ του κοινού νομίσματος – θεωρούμε όμως πως η ΕΕ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για κράτη με αδύναμες, μη ανάλογα προετοιμασμένες οικονομίες, πόσο μάλλον η Ευρωζώνη. Η ΕΕ και ειδικά η Ευρωζώνη δε, είναι εντελώς ακατάλληλες για διασώσεις χωρών που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπερχρέωσης, μειωμένης ανταγωνιστικότητας και δίδυμων ελλειμμάτων – όπως στην περίπτωση της Ελλάδας και φυσικά της Ουκρανίας.

Άλλωστε, ακόμη και η Γερμανία προετοίμασε την είσοδο της στην Ευρωζώνη σε μία εποχή ανάπτυξης, με την «εσωτερική υποτίμηση του δικού της ευρώ», υιοθετώντας τότε την ατζέντα 2010 – τη γνωστή ως πολιτική της φτωχοποίησης του γείτονα (ανάλυση). Ποιο ήταν τότε το πλεονέκτημα της Γερμανίας; Απλούστατα το ότι, αναπλήρωνε την πτώση της εσωτερικής της ζήτησης, με την αυξημένη ζήτηση του εξωτερικού, με τις εξαγωγές δηλαδή – κάτι που ήταν αδύνατο για την Ελλάδα, όπως στο μέλλον και για την Ουκρανία, αφού η δική μας εσωτερική υποτίμηση συνέπεσε με την παγκόσμια ύφεση λόγω της χρηματοπιστωτικής κρίσης και αργότερα με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους (εκτός του ότι δεν διαθέτουν και οι δύο χώρες τη γερμανική εξαγωγική μηχανή). Μπορεί δε να έχει μεσολαβήσει ένα διάλειμμα στη διαδικασία, λόγω της πανδημίας, του πολέμου και της ενεργειακής κρίσης, αλλά το πρόβλημα παραμένει – όπως διαπιστώνεται από τις μεγάλες οικονομίες της Γαλλίας και της Ιταλίας που ευρίσκονται πλέον σε πολύ άσχημη κατάσταση.

Σε κάθε περίπτωση, η ενδεχόμενη είσοδος της Ουκρανίας στην ΕΕ, θα στραγγαλίσει εντελώς την οικονομία της – μετατρέποντας τη χώρα σε προτεκτοράτο της Γερμανίας. Δυστυχώς όμως οι Ουκρανοί δεν το γνωρίζουν – δεν καταλαβαίνουν πως από τη Σκύλλα θα οδηγηθούν στη Χάρυβδη, βιώνοντας ένα ακόμη πιο εφιαλτικό μέλλον που δεν θα είναι πια αναστρέψιμο.

https://analyst.gr/2024/08/17/to-efialtiko-mellon-tis-oukranias/

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

https://www-brigataperladifesadellovvio-com.translate.goog/blog/dove-sono-andate-tutte-quelle-cose-belle?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp