Κυριακή 18 Αυγούστου 2024

Οι βασίλισσες του Αυγούστου καί ο βασιληάς τους: μύγες, κουνούπια και τζιτζίκια

 

Στην ακίνητη σιωπή του καύσωνα, μια μύγα βουίζει κυριαρχικά. Πρωταγωνίστρια απόλυτη του καύσωνα, η μύγα είναι η μόνη που ακούγεται μέσα στην απογευματινή αδράνεια και δείχνει εκείνη την ώρα μια ζωτικότητα άγνωστη στους ανθρώπους και τα ζώα, που καταρρέουν από τη ζέστη. Ιδιαίτερη ζήλια προκαλεί η απόλυτη ελευθερία της, που στερείται σε κάθε άλλο ζωντανό πλάσμα. Τις ακούς να βουίζουν στα δωμάτια των νεκρών, μέσα στη νεκρική ή ουράνια σιωπή των καλοκαιρινών απογευμάτων, αψηφώντας τη ζέστη και το πένθος· τις άκουγες να παραβιάζουν, με θρασεία ασέβεια, την ιερή σιωπή της ευχαριστίας, στις εκκλησίες που καίγονταν από τον ήλιο, όταν ούτε οι βεντάλιες δεν τολμούσαν να κάνουν θόρυβο· τις άκουγες να εμφανίζονται στις στιγμές μέγιστης σιωπής σε σχολεία και στρατώνες, όταν δεν έπρεπε να πετάει ούτε μύγα, αλλά εκείνη δεν έδινε δεκάρα. Στα επίσημα γεύματα, παραβιάζουν το φαγητό και τις τελετές. Η υπέροχη ελευθερία της μύγας, η βλάσφημη αδιαφορία του βουητού της, η θεϊκή αυθάδεια των κύκλων της...
Τώρα υπάρχει η απεντόμωση, αλλά το χημικό όπλο για την καταπολέμηση των μυγών κάποτε ήταν το φλιτ, ενώ το λευκό όπλο ήταν η μυγοσκοτώστρα. Την  πρώτη φορά που εμφανίστηκε το έργο μου σε εφημερίδα ήμουν δεν ήμουν τεσσάρων ετών: ήταν το σώμα μιας μύγας, συνθλιμμένο με τη  μυγοσκοτώστρα πάνω στη σελίδα μιας εφημερίδας. Η μητέρα μου με ανέθεσε να σκοτώνω τις μύγες στην κουζίνα. Όχι μόνο για απολύμανση του χώρου αλλά και για να με κρατήσει απασχολημένο, επειδή δεν έκανα τίποτε εκείνη την εποχή. Υποστήριζε ότι «οι μύγες είναι δημοσιογράφοι» με την έννοια ότι αγαπούν να κάθονται πάνω στις εφημερίδες, ίσως επειδή έλκονται από τη μυρωδιά του μελανιού, και έτσι άπλωνε στην τραπεζαρία μεγάλα φύλλα εφημερίδων για να τις παρασύρει στο μοιραίο παιχνίδι. Ήταν η εποχή που ο Τύπος είχε ακόμη έναν σημαντικό ρόλο. Η πληροφόρηση ως δόλωμα, η ανάγνωση ως άλλοθι. Και εγώ, οπλισμένος με μια μυγοσκοτώστρα με πλαστικό κίτρινο δίχτυ και μεταλλική λαβή, αναλάμβανα να τις εξοντώνω. Ήταν η πρώτη μου αποστολή για μια εφημερίδα. Το πρώτο πράγμα δικό μου που εμφανίστηκε σε εφημερίδα ήταν μια συνθλιμμένη μύγα. Το πρόωρο ντεμπούτο μου στη δημοσιογραφική δραστηριότητα ξεκίνησε λοιπόν με μια καταστροφή, υπογράφοντας άρθρα για σκοτωμένες μύγες στο αστυνομικό ρεπορτάζ· αλλά ως δολοφόνος και όχι ως απλός δημοσιογράφος. Δεν γνωρίζαμε τα στοιχεία του θύματος, αλλά το πτώμα του ήταν κολλημένο στην πρώτη σελίδα.

Η λεπτή τιμωρία του καλοκαιριού είναι το κουνούπι. Τα ακούς να εμφανίζονται το σούρουπο, αναζητάς καταφύγιο, κάθε σπίτι πλέον αντιμετωπίζει αυτό το ενοχλητικό πλάσμα, εφοδιαζόμενο με σίτες και κουνουπιέρες · σε κανένα άλλο ζώο δεν αφιερώνεται τόση ιδιαίτερη προσοχή. Αλλά ο ενοχλητικός μπελάς του Αυγούστου καταφέρνει να διεισδύσει τη φευγαλέα στιγμή που περνάμε από την πόρτα· μπαίνει από απρόβλεπτες χαραμάδες και θέτει σε κίνδυνο τη νύχτα. Οι άυπνες νύχτες του καλοκαιριού είναι γεμάτες από οικιακούς πολέμους κατά των κουνουπιών. Θα ήθελε κανείς να καταλάβει τη λειτουργία τους στη δημιουργία, κάποιοι ανασύρουν αρχαία θεολογικά κείμενα για να μας πουν ότι χρησιμεύουν για να δοκιμάσουν την ανθρώπινη υπομονή. Αλλά δεν μπορούμε να σκεφτούμε ότι η ζωή τους έχει σκοπό τη δική μας. Τσιμπούν για τη δική τους ευχαρίστηση και απόλαυση, για να τραφούν και να πιούν από τη βρύση, και όχι επειδή αναλαμβάνουν κάποιον εκπαιδευτικό ρόλο απέναντι στον άνθρωπο. Ωστόσο, δεν υπάρχει ζωόφιλος που να μην νιώθει μια αίσθηση ανακούφισης μπροστά σε ένα σώμα λιωμένου κουνουπιού, και ακόμη και σε μια σφαγή κουνουπιών. Τα δικαιώματα των ζώων δεν επεκτείνονται στα έντομα, είμαστε ανεκτικοί ακόμη και με την αρκούδα και τον λύκο, παρά το γεγονός ότι θέτουν σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή· αλλά με το κουνούπι δεν υπάρχει καμία ανοχή, ούτε ίχνος συμπόνιας. Εξόντωση, ή θανατηφόρο όπλο: κλιματιστικό στο φουλ.

Κάθε καλοκαίρι έχει το βασιλικό του τραγούδι, αλλά κάθε καλοκαίρι δεν τελειώνει ποτέ το ρεφρέν του τζίτζικα, το αληθινό soundtrack κάθε Αυγούστου. Οι συναυλίες τους είναι δωρεάν και απρόσκλητες, ανελέητες, ευρείας διανομής. Οι τζίτζικες ζουν λίγο, αλλά το τραγούδι τους δεν τελειώνει με τη ζωή ενός μόνο εντόμου· το ένα συνεχίζει το τραγούδι του άλλου, η ζωή τους είναι χορωδιακή: πολλές μεμονωμένες σύντομες στιγμές σχηματίζουν μια συλλογική αιωνιότητα. Ο τζίτζικας τραγουδά τον Αύγουστο, αναβάλλοντας τις ημερήσιες σιωπές στα κοιμισμένα λαγούμια της εξοχής, στην αποπνικτική ηρεμία του Αυγούστου. Οι σκέψεις και τα λόγια παραδίδονται, σαν να έχουν στεγνώσει από τη ζέστη και παραχωρούν τη θέση τους στον ατέλειωτο ρυθμό του. Ο κρυφός βασιλιάς του καύσωνα διαλύει τις φωνές, αιχμαλωτίζει την ακοή, στους μακρείς, φρενήρεις μονολόγους του, σπάνια διακοπτόμενους από μαγικές διακοπές. Το τραγούδι του τον Αύγουστο λιώνει τις στιγμές, στην αδιάκοπη ηχητική μονοτονία, που κυλάει και ηρεμεί, και ξαναρχίζει, ίδιο, μάταιο και γλυκό, αδιάφορο για τον χρόνο. Η εφήμερη ζωή του αφηγείται αιώνιες επιστροφές. Από πάντα, από τους καιρούς των παραμυθιών, αντιπαρατίθεται η ματαιότητα της αισθητικής του με το εργασιακό ήθος του μυρμηγκιού, ακούραστου εργάτη, που μεταφέρει βάρη μεγαλύτερα από το μέγεθός του. Ωστόσο, η ζωή και των δύο είναι σύντομη, τού ενός  επίγεια, του άλλου κρυμμένη ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Από τον Αίσωπο έως τον Λαφοντέν, από τον Τριλούσα έως τον Ροντάρι, έχει επινοηθεί η ταξική πάλη μεταξύ των παρασιτικών τζιτζικιών και των εργατικών μυρμηγκιών· ωστόσο, δεν γνωρίζουμε αν ο τζίτζικας είναι προνομιούχος από τη μοίρα ή είναι καταδικασμένος να κελαηδάει σαν να εκτίει μια κόλαση. Τα μυρμήγκια είναι εργατικά, «ένας λαός μυρμηγκιών» αποκάλεσε ο Τομάσο Φιόρε τους εργάτες της γης, τους χωρικούς της Απουλίας. Ο τζίτζικας, μαζί με τον πιο νηφάλιο συγγενή του, τον γρύλο, θεωρούνται οι αργόσχολοι δανδήδες της φύσης, που χάνονται στο λέγειν ενώ τα μυρμήγκια σκοτώνονται στο πράττειν. Είναι τα smartphone της φύσης, μονίμως συνδεδεμένα. Τζίτζικες αποκαλούνται οι άνθρωποι που μιλάνε ακατάπαυστα· και τζίτζικες χαρακτηρίζονται οι άνθρωποι με ατελέσφορη, αργόσχολη ζωή, χαμένη μέσα στην ατέλειωτη φλυαρία τους. Μύγες, κουνούπια και τζίτζικες είναι οι αληθινοί βασιλιάδες του Αυγούστου. Εμείς οι άνθρωποι είμαστε απλώς περαστικοί κομπάρσοι.


Δεν υπάρχουν σχόλια: