Σάββατο 17 Αυγούστου 2024

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (2)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΕΙΣΑΓΩΓΗ (συνέχεια)

Το πρώτο μέρος του βιβλίου επιχειρεί να εντοπίσει την προέλευση και να διερευνήσει την ανάπτυξη της έννοιας της απόλυτης βούλησης. Εστιάζει στην ανάδυση του μοντέρνου κόσμου από την κρίση του όψιμου μεσαιωνικού χριστιανισμού. Στο πρώτο κεφάλαιο υποστηρίζεται ότι από την νομιναλιστική ιδέα ενός παντοδύναμου Θεού εκπηγάζει η έννοια μιας απόλυτης βούλησης και ότι σε αυτή την έννοια εδράζεται το πρόταγμα του Καρτέσιου (Descartes) για την κατάχτηση της φύσης. Ο σχολαστικισμός στηριζόταν στην υπόθεση ότι ο Θεός και ο κόσμος ήσαν κατ’ ουσίαν ορθολογικοί. Ο νομιναλισμός αποφαινόταν ότι η θεϊκότητα του Θεού διαψεύδεται εάν υποθέσουμε ότι υποτάσσεται στη φύση ή στον Λόγο. Η πρόθεση αυτής της κριτικής ήταν να επαναβεβαιώσει τη σπουδαιότητα της Βίβλου, αλλά το αποτέλεσμά της ήταν να διαχωρίσει τον Λόγο και την αποκάλυψη. Έτσι, απελευθέρωσε τη φυσική επιστήμη από τους περιορισμούς της θρησκείας και άνοιξε την πόρτα για τον εμπειρισμό· συνάμα όμως εδραίωσε μια παντοδύναμη θεία βούληση, που δεν δεσμευόταν από οποιαδήποτε ορθολογική ιδέα του καλού. Άρα η νομιναλιστική επανάσταση καλλιέργησε μια αύξουσα αμφιβολία για τα θεμέλια της επιστήμης και της ηθικότητας σε έναν κόσμο που άρχεται από έναν αυθαίρετο, υπερορθολογικό Θεό. Η ανάδυση της φυσικής επιστήμης είναι κατά συνέπεια συναφής με την ανάδυση της καθολικής αμφιβολίας. Προκειμένου να διασφαλίσει τον εαυτό του και την επιστήμη του, ο άνθρωπος οφείλει να οικοδομήσει αναχώματα κατά της θεϊκής ιδιοτροπίας ή μοχθηρίας. Ο πρώτος που ανήγειρε τέτοια αναχώματα ήταν ο Descartes.

Το δεύτερο κεφάλαιο είναι μια μελέτη για τα θεμέλια του καρτεσιανού προμαχώνα του Λόγου. Ο Descartes ονειρευόταν μια καθολική επιστήμη που θα έδινε τη δυνατότητα στον άνθρωπο να κυριαρχεί στη φύση· όμως η τέτοιου είδους επιστήμη τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τον απόλυτο σκεπτικισμό που δημιουργήθηκε από το ενδεχόμενο ενός παντοδύναμου Θεού. Ο Descartes πίστευε ότι ανακάλυψε κάποιο θεμέλιο για την ανθρώπινη γνώση, το οποίο ήταν άτρωτο από κάθε πλάνη, στην αρχή του ego cogito ergo sum. Αυτή η αρχή αποτελεί τη βάση για την ανθρώπινη ελευθερία και την κυριαρχία στη φύση. Ο άνθρωπος γνωρίζει ότι υπάρχει και γνωρίζει ότι υπάρχει σαν πράγμα το οποίο σκέπτεται. Για τον Descartes, όμως, σκέπτομαι σημαίνει, σε τελική ανάλυση, βούλομαι. Επομένως η θεμελιώδης αρχή του είναι αυτοτελής ενέργεια της βούλησης, που έγινε εφικτή από το γεγονός ότι αυτή η βούληση, όπως και του Θεού, είναι απεριόριστη. Άρα ο άνθρωπος έχει την ικανότητα να επιβεβαιώνεται ακόμη και ενάντια στον Θεό. Ο άνθρωπος ωστόσο δεν διαθέτει την τέλεια γνώση που έχει ο Θεός, και ως εκ τούτου δεν είναι παντοδύναμος. Κατ’ ακολουθίαν, ο άνθρωπος είναι ελεύθερος μόνο εντός του κύκλου της αυτογνωσίας του. Έξω από αυτό τον προμαχώνα του Λόγου επικρατεί το χάος εξ αιτίας της πιθανότητας να κυβερνά κάποιος μοχθηρός Θεός. Η καθολική επιστήμη του Descartes, που επιδιώκει να κυριαρχήσει σε αυτό το χάος, προβάλλει, λοιπόν, το επιχείρημα ότι ο Θεός δεν είναι μοχθηρός και δεν μας εξαπατά.

Ο Θεός του Descartes δεν είναι απατεώνας επειδή είναι τέλειος και, σύμφωνα με την άποψη του Descartes, είναι τέλειος επειδή είναι άπειρος. Τα ανθρώπινα όντα, αντιθέτως, είναι περιορισμένα, ενδεή, και ως εκ τούτου ιδιοτελή όντα, τα οποία εξαπατούν τους συνανθρώπους τους για να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Όντας άπειρος, ο Θεός δεν διαχωρίζει τον εαυτό του από άλλους, και κατά συνέπεια δεν αναγνωρίζει δικά του συμφέροντα που να είναι διαφορετικά από εκείνα του δημιουργήματος του. Επομένως δεν μπορεί να μας εξαπατά, και άρα δεν επηρεάζει την επιστήμη. Η καρτεσιανή μέθοδος, λοιπόν, καθιστά τον άνθρωπο κυρίαρχο της φύσης. Ο υπεράνω του Λόγου Θεός του νομιναλισμού γίνεται έτσι ο εγγυητής του Λόγου και της επιστήμης. Ωστόσο υπάρχουν ενδείξεις ότι αυτή η αρμονία είναι τεχνητή και ασταθής. Ο Θεός του Descartes έχει απολέσει την ανεξαρτησία του και έγινε απλή αναπαράσταση στο πλαίσιο της ανθρώπινης σκέψης. Συγχρόνως η ανθρώπινη βούληση συλλαμβάνεται ως απεριόριστη και η ανθρώπινη ελευθερία θεωρείται δυνάμει απόλυτη.

Το δεύτερο μέρος του βιβλίου αποτελεί μια θεώρηση του τρόπου με τον οποίο αυτή η έννοια μιας απόλυτης θέλησης θα γίνει απερίφραστη στη σκέψη του γερμανικού ιδεαλισμού και του ρομαντισμού. Αν και αυτή η δυνατότητα ήταν λανθάνουσα στη σκέψη του Descartes, αντισταθμιζόταν από το ορθολογικό στοιχείο της σκέψης του. Εξ άλλου, ήταν σχεδόν εξ ολοκλήρου συσκοτισμένη από τους ορθολογιστές οπαδούς του και τους εμπειριστές αντιπάλους του.

Ο εμπειρισμός έχει, επίσης, τις απαρχές του στη νομιναλιστική επανάσταση, αλλά, σε αντίθεση με τον Descartes και τον ορθολογισμό εν γένει, συμπεραίνει ότι ο Θεός είναι κατά βάση αλυσιτελής για τη μελέτη της φύσης και τον χειρισμό της ανθρώπινης ζωής. Είναι επομένως εφικτό να κατανοήσουμε τον φυσικό κόσμο στη βάση της εμπειρίας και μόνο. Ο άνθρωπος είναι πράγμα εν κινήσει προικισμένο με έναν περιορισμένο, φυσικό Λόγο, ο οποίος μπορεί να συλλάβει τις καθολικές αιτιώδεις συνάφειες που καθορίζουν όλα τα πράγματα. Εάν υπάρχει Θεός, δεν είναι κάποιο υπερβατικό και παντοδύναμο ον το οποίο επεμβαίνει στη φύση αλλά ο εγγυητής των νόμων της φύσης. Ο εμπειρισμός υπ’ αυτή την έννοια επιλύει το πρόβλημα ενός αυθαίρετου και αυτόβουλου Θεού, μέσω της απόρριψης της θεϊκής ελευθερίας και παντοδυναμίας ή μέσω της άρνησης της θεϊκής ύπαρξης.

Ο εμπειρισμός, ωστόσο, καταλήγει στο σκεπτικιστικό συμπέρασμα του Hume (Χιουμ) ότι η αιτιότητα είναι απλώς συνήθεια της κατ’ αίσθηση αντίληψης που δεν εδράζεται σε κάποια ενύπαρκτη ιδιότητα των πραγμάτων. Αυτό το συμπέρασμα αποκλείει την πιθανότητα κάποιας σταθερής φυσικής επιστήμης, και κατά συνέπεια εκθέτει τον εμπειρισμό στο ίδιο είδος αβεβαιότητας που γεννά η ιδέα της θεϊκής παντοδυναμίας. Ο εμπειρισμός, επίσης, δεν προσφέρει κάποια ικανοποιητική εξήγηση για την ιδέα της ανθρώπινης ελευθερίας ως ελευθερίας από τη φύση, που σταδιακά κυριάρχησε στη νεοτερικότητα. Ο Descartes προετοίμασε το έδαφος για μια τέτοιου είδους ριζοσπαστική έννοια της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά δεν την ανέπτυξε με σαφήνεια. Αυτό το καθήκον εκπληρώθηκε από τον Rousseau (Ρουσσώ).

Ο Rousseau κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ελευθερία είναι η ικανότητα της βούλησης να υπερβαίνει και να μετασχηματίζει τη φύση. Παραχωρεί επομένως στον άνθρωπο την ίδια μορφή ελευθερίας που ο χριστιανισμός απέδιδε στον Θεό. Ο άνθρωπος, όπως και ο Θεός, μπορεί να θέσει σε κίνηση μια αιτιώδη ακολουθία χωρίς να έχει ανάγκη κάποια προγενέστερη φυσική αιτία. Η ορθολογικότητα αυτής της ελευθερίας, ωστόσο, ελάχιστα διαφέρει από μια αφηρημένη γενικότητα, και στην πράξη αυτή η γενικότητα φαίνεται πως είναι απλώς ένας στιγμιαίος προσδιορισμός της βούλησης. Επομένως με τον Rousseau και τον Hume η ιδιοτροπία που τόσο ο ορθολογισμός όσο και ο εμπειρισμός πάσχισαν να εξαλείψουν επανεμφανίζεται στο ενδότερο οχυρό του σύγχρονου Λόγου ως η πρώτιστη αρχή της ανθρώπινης καρδιάς.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: