Συνέχεια από: Τρίτη 13 Αυγούστου 2024
8.
Αλλά τώρα και από εμάς εξαγγέλλεται ο Λόγος, τα ρήματα του Κυρίου,
διότι λέει ο Δαυίδ «με τα χείλη μου εξήγγειλα όλα τα κρίματα του
στόματός σου». Άραγε λοιπόν εκπορεύεται και από εμάς το Άγιον Πνεύμα;
Το
Άγιο Πνεύμα απο το ένα μέρος, είναι οπωσδήποτε το πνεύμα το οποίο
ενεργεί, είναι ενεργό, ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία. Αλλά απο το
άλλο μέρος Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που
πέμπεται απο την ενότητα Χριστός Εκκλησία (όπως απο την αιώνια ενότητα τού Πατρός με τον Υιό)
και
επομένως είναι άνοιγμα το οποίο η ένωση αγάπης ανάμεσα στην Νύμφη και
τον Νυμφίο δοκιμάζει πρός το νέο, πρός τον Υιό, πρός τον κόσμο τής
δημιουργίας, και σήμερα ακριβώς προς τον "εκκοσμικευμένο"
μή-Χριστιανικό κόσμο.
Το Βατικανό ΙΙ κατεύθυνε με διακεκριμένο τρόπο τον στοχασμό του πρός αυτό το άνοιγμα, και παρότρυνε τους Χριστιανούς να πράξουν παρομοίως. Ακριβώς σ'αυτό τό σημείο η μετά-συνοδική περίοδος είναι ένας χρόνος που ανήκει στο σύμβολο τού Αγίου Πνεύματος.
Hans Urs Von Balthasar - Ο Νέος Αυγουστίνος, στον οποίο έχουν υποκύψει ήδη και οι "Ορθόδοξοι" Θεολόγοι.
13.
Αλλά, για να επισφραγίσουμε την απολογία και «παν αντιτιθέμενο στόμα να
φραγῇ», θα προβάλω μάρτυρα της αληθείας για τον παρόντα λόγο τον ίδιον
τον Λόγον της αληθείας δείχνοντας ότι συμφωνεί με εμάς αλλά και τους
προηγουμένους από εμάς. Διότι αυτός, μη
χωρισμένος από πουθενά, όταν ανήρχετο από την γη προς τον επουράνιο
Πατέρα, στους διαμείναντας έως το τέλος μαζί του «παρήγγειλε να μην
απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, [ίνα ώσιν έν] αλλά να περιμένουν την επαγγελία του Πατρός την οποία ακούσατε από εμένα», όπως λέγει ο ευαγγελιστής. Αλλά ποία είναι η επαγγελία; Ότι λέγει, «θα βαπτιστείτε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, όχι μετά πολλές ημέρες από σήμερα». Επομένως
προ της αναλήψεως του Σωτήρος δεν είχαν ακόμη επιτύχει την επαγγελία˙
άρα δεν τους εδόθη δια του εμφυσήματος το άγιο Πνεύμα, το οποίο ήταν η
επαγγελία. Πότε λοιπόν
άκουσαν τον Σωτήρα οι μαθητές να επαγγέλλεται ταύτα; Όταν έμελλε να
αποθάνει εκουσίως υπέρ ημών -πόσο το μέγεθος της προς εμάς συμπάθειας-
και όχι μόνον παρέδιδε εαυτόν εις την σφαγήν υπέρ ημών, αλλά και μας
καθίστα δια διαθήκης κληρονόμους των υπαρχόντων του, άνοιγε σε μας τους
θησαυρούς και παρέδιδε ακόμη και αυτόν τον συμφυή και υπερβατικό πάσης
κτίσεως, τον ακένωτο πλούτο του Πνεύματος. «Εγώ, λέγει, ἐρωτήσω τόν
Πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν
αἰῶνα», και έπειτα, «ὁ δέ παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅ πέμψει ὁ
Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα».
Έπειτα
πάλι, μετά τις γλυκές εκείνες παραινέσεις, μετά τους ψυχαγωγοῦντας
λόγους, μετά τις προτροπές προς διαφύλαξη του πλούτου, λέγει, «ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ».
Είδες να διανοίγονται κατά μέρος οι θύρες του όντως θησαυρού; Μάλλον
δε, για να εκφραστώ θεολογικότερα, βλέπεις φωτισμούς προς το μέρος μας
να λάμπουν;
14.
Αλλά σχετικά με το θέμα μας, ας δούμε την επαγγελία. Που εδόθη το «όχι
μετά πολλές ημέρες από σήμερα»; Αφού προχώρησε λίγο στους λόγους του,
και τούτο προείπε τότε, παρηγορώντας τους δικούς του φιλανθρώπως με τα
μέγιστα˙ «συμφέρει γάρ ἵνα ἐγώ ἀπέλθω˙ ἐάν γάρ ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ
παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς».
Πώς λοιπόν τολμά κανείς να λέγει, ότι ήλθε προς τούς μαθητές του Κυρίου δια του εμφυσήματος πριν αναληφθεί; Αλλ’
έστω, λέγει˙ διότι δεν εδόθη προ της αναλήψεως του Σωτήρος ο άλλος
Παράκλητος. Μπορείς όμως να ισχυρίζεσαι και τούτο, ότι δεν εστάλη από
αυτόν μετά την άνοδο εις τους ουρανούς, όπως ο ίδιος υπεσχέθη σαφώς
στους μαθητές λέγοντας, «τον οποίον εγώ θα σας στείλω (ὅν ἐγώ πέμψω
ὑμῖν)» και, «εάν εγώ μεταβώ, θα σας τον στείλω (ἐάν ἐγώ πορευθῶ, πέμψω
αὐτόν πρός ὑμᾶς)»;
Καλώς
προβληθεί από σένα αυτό έπειτα από εκείνο, θα μπορούσε να πει κανείς
προς τον ερωτήσαντα ˙ διότι είναι υποδεέστερο κατά την ισχύ από το
θεωρούμενο από σας βοήθημα εκ των Γραφών. Πράγματι δε, μολονότι είναι
και τούτο λόγος του Λόγου της αληθείας, όμως το ἐμφυσᾶν καί τό πέμπειν δεν δείχνουν κατά όμοιο τρόπον το παρ᾿ ἑαυτοῦ˙ διότι
ο μεν εμφυσών κατ’ ανάγκη εμφυσά εξ εαυτού διά του από αυτόν
εξερχομένου πνεύματος, ή αλλιώς διά του παρ’ εαυτού εκπορευομένου
εμφυσήματος. Όμως ο πέμπων δεν στέλλει αναγκαίως το παρ’ εαυτού ευρισκόμενο και εκπορευόμενο, αλλά και το από άλλον φθάνον (ἧκον)
προς αυτόν. Γι’ αυτό και ο Κύριος φροντίζοντας ώστε να μην παρασυρθεί
κανείς να φρονεί ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εξ αυτού, το μεν
εμφύσημα -το οποίο φαίνεται ότι παριστά τούτο μάλλον- έδωσε τότε, όταν
αρνήθηκε και ανέβαλε την επιδημία του Πνεύματος˙ Το δε «πέμψω» προείπε,
και προσέθεσε το «παρά του Πατρός». Διότι αν και «θα πέμψω», λέγει,
πάντως όχι από τον εαυτόν μου, αλλά λαβών από τον Πατέρα, από τον
οποίον εκπορεύεται. Πράγματι μόνον εκείνος στέλλει παρ’ εαυτού, καθ’
όσον το έχει εκπορευόμενο παρ’ εαυτού, και μάλιστα το έχει πάντοτε
εκπορευόμενο, όχι δε μόνον τότε όταν και εγώ «πέμψω», ούτε από εμέ
πάντοτε πεμπόμενο, όπως από εκείνον εκπορευόμενο. Διότι, αφού είπα «πέμψω», δεν προσέθεσα το από εκείνον εκπορευθέν, για να μην υπονοηθεί επί του Πατρός το κάποτε. Και
όταν επρόκειτο να εκφέρω «το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα»,
επρόλαβα να πω, όχι το οποίο ἐγώ πέμπω, αλλά «το οποίο εγώ θα πέμψω»,
για να μην υπονοηθεί και ἐπ᾿ ἐμοῦ τό ἀεί (το πάντοτε). Διότι
το να έχουν την ιδιότητα του πέμπειν το άγιο Πνεύμα προς τούς άξιους
είναι αϊδίως κοινό εις τον Πατέρα και τον Υιό˙ πέμπει (στέλλει) όμως
χρονικώς καθείς εκ των δύο, ή μάλλον αμφότεροι, όποτε χρειάζεται.
15.
Αυτά λοιπόν μπορεί να δεχθούν και την προθεσμία και τον μέλλοντα χρόνο˙
της δε εκπορεύσεως δεν προηγείται καθόλου η δυνατότης εκπορεύσεως, ούτε
θα βρεθεί ποτέ εις την μοίρα της επαγγελίας ούτε θα εδέχετο το
μελλοντικόν, άπαγε της βλασφημίας, η οποία συμβαίνει σε αυτούς που
νομίζουν ότι είναι αΐδιος η έκπεμψις του Πνεύματος παρά του Υιού. Διότι
επέμφθη εις ορισμένους και εδόθη προς τους μαθητές υπό του Υιού, ο
οποίος το έλαβε από τον Πατέρα χρονικώς˙ είναι δε η αποστολή
μεταγενέστερη και αυτών των λαμβανόντων και γίνεται με αιτία, μάλλον δε
για πολλές αιτίες˙ «για να μένει, λέγει, μαζί σας εις τον αιώνα», «για
να σας διδάξει και υπομνήσει όλα όσα σάς είπα», «για να μαρτυρήσει περί
εμού», και θα συμμαρτυρήσει με σας τα κατ’ εμέ, καθώς θα μαρτυρείτε από
την αρχήν έως το τέλος, «για να ελέγξει τον κόσμο» ως υπεύθυνο αμαρτίας, αυτόν ο οποίος αμαρτία ονόμασε την ιδικήν μου δικαιοσύνη -
δικαιοσύνη η οποία και τον ίδιον τον άρχοντα της αμαρτίας εξέβαλεν από
αυτή την εξουσία επί των αμαρτωλών, κρίνοντας δικαίως, διότι τον
πράγματι δίκαιο υπέβαλε αδίκως εις την ιδία με τούς αμαρτωλούς ευθύνη,
για να δοξάσει εμέ, αφού σας οδηγήσει προς πάσα την αλήθειαν. Διότι
είναι «πνεύμα αληθείας» και «δεν λαλεί αφ’ εαυτόν αλλά όσα ακούει από
τον Πατέρα», «όπως και εγώ δεν ελάλησα τίποτε από τον εαυτό μου». Επειδή
δε ό Πατήρ είναι δικός μου και «όλα όσα έχει ό Πατήρ είναι δικά μου»,
από τα δικά μου λαμβάνει και αναγγέλλει διότι και ο πλούτος και οι
δωρεές είναι σε μας κοινά.
Εστάλη λοιπόν εκ τού Πατρός και του Υιού χρονικώς και προς ορισμένους δι’ αιτίαν˙
από τον Πατέρα δε μόνον εκπορεύεται αχρόνως και αναιτίως, έχον μόνον
αυτόν αιτίαν εαυτού, τον μόνον αγέννητο Πατέρα, τον πράττοντα τα πάντα
εκ μη όντων διά μόνην την κοινή αγαθότητα εαυτού και εκείνον, έχοντα δε
εξ αρχής γεννήσει τον Υιόν και εκπορεύσει το άγιο Πνεύμα.
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου
νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ
τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση.
Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας
καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά
επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
16. Άραγε έλαβες νουν, εσύ ο ενάντιος, και επέλαμψε σε σένα φώς γνώσεως παρά του Λόγου της αληθείας;
Ή
μάλλον άρχισες άραγε εσύ ο ίδιος να ανοίγεις τα βλέφαρα και να
διαβλέπεις προς το φως, αντιλαμβανόμενος, αν και όχι τελείως, αλλά
πάντως αμυδρώς την έντονο και όχι αμυδρά αυγή, ώστε
να ψηλαφήσεις και να δεις ότι το τόσες φορές λεχθέν «θα δώσει» και «θα
πέμψει» δεν το είπε χωρίς αιτία ούτε χωρίς το λαμβάνον πρόσωπο δια το
οποίον στέλλεται (πέμπεται), αλλά το αποδίδει πάντοτε συνεζευγμένο με
τις αιτίες αυτός ο οποίος είναι μόνος και Θεός και θεολόγος, ενώ το δε εκπορευόμενο το έθεσε απολύτως χωρίς καμιά αιτία;
Δηλαδή
την μεν αιώνια και χωρίς αιτία έκπεμψιν προσέδωσε μόνον εις τον Πατέρα,
την δε έγχρονο (υπο χρόνον) και πάντοτε συνημμένη με αιτία, η οποία
είναι κοινή, απέδωσε εις τον εαυτό του και τον Πατέρα, ώστε γνωρίζοντας
εσύ τούτο, να μη βλασφημείς φρονώντας και λέγοντας ότι η εκπόρευση είναι
το ίδιο με την αποστολή ή από αυτή να στοχάζεσαι εκείνη και για αυτό να
λέγεις ότι το άγιο Πνεύμα έχει την υπόσταση εκ του Πατρός και εκ του
Υιού. Διότι όπως ο Θεός είναι αναίτιος, έτσι και η ύπαρξη του
Θεού είναι αναίτιος˙ έχει αιτίαν αυτόν από τον οποίον υπάρχει αναιτίως,
αλλά δεν υπάρχει εξ αυτού δι’ αιτίαν (αὐτόν αἰτίαν ἔχων τόν ἐξ οὗ
ὑπάρχει ἀναιτίως, ἀλλ᾿ οὐκ ἐξ αὐτοῦ ὑπάρχων δι᾿ αἰτίαν). [Πού πάει η αιτιώδης αρχή τού Γιανναρά καί τού Ζηζιούλα;]
Όπως
δε Θεός και Θεού ύπαρξις είναι αναίτιος, έτσι το δι’ αιτίας γεγονός
είναι κοινό εις το αναίτιο το ίδιο και εις τα αναιτίως εξ αυτού
υπάρχοντα. Αυτό δε το οποίο είναι εις αυτά κοινό, δεν είναι ίδιον της θείας υποστάσεως. Γι’ αυτό το μεν αποστέλλεσθαι υπάρχει και εις τον Υιό και το Πνεύμα, όπως και το αποστέλλειν εις τα τρία˙ διότι γίνεται δι’ αιτίαν [Αφιερωμένο στόν Γιανναρά]. Το ἐκπορεύεσθαι ἤ καί ἐκπορεύειν δεν ανήκει και εις τον Υιό˙ διότι και δεν γίνεται δι’ αιτίαν. Όταν
λοιπόν ακούσεις ότι το άγιο Πνεύμα στέλλεται προς κάποιους εκ του Υιού ή
και διά του Υιού ή και από αμφοτέρους, να υπονοείς την έγχρονον και δι’
αιτίαν πρόοδον, όχι δε εκείνη την ακατάληπτο και υπέρ αιτίαν και
προαιώνια προέλευση εκ του Πατρός.
17.
Τί λοιπόν; Σε πείθουμε ήδη και σου φανερωθεί το φως ή θα επιμείνουμε
ακόμη συνδυάζοντας τις αποδείξεις και διαλύοντας το σκότος της άγνοιάς
σου;
Διότι
το έχεις πολύ και πυκνό, ώστε να επισκιάζει τις κόρες της διανοίας σου,
εάν ούτε τώρα δεν διαβλέπεις κάπως την αλήθεια, μολονότι το «δώσω»
είναι ταυτόν (ταυτόσημο) με το «πέμψω».
Επειδή
δηλαδή ούτε το πεμπόμενον μετατίθεται τοπικώς ούτε ο πέμπων
διαχωρίζεται από το πεμπόμενον (διότι πάντοτε και πανταχού είναι μαζί ο
πέμπων και το δι’ αυτού πεμπόμενον, εάν δε θέλεις και εξ αυτού˙ διότι η
ευσέβειά μας δεν έγκειται επί των λέξεων)˙ επειδή λοιπόν δεν διαιρούνται τοπικώς, ούτε περιλαμβάνονται εις τόπον το πέμπον και το πεμπόμενον, άρα δεν δίδει ο πέμπων;
Αυτό
είπε και ο ίδιος ο Κύριος, φωτίζοντας εμάς, άλλοτε μεν «το οποίο θα
δώσει ο Πατήρ», άλλοτε δε «το οποίο θα στείλει ο Πατήρ», χρησιμοποιώντας
και τα δύο με την αυτή έννοια. Αλλά και γι’ αυτόν γράφεται άλλοτε μεν ότι επέμφθη από τον Πατέρα, άλλοτε δε ότι εδόθη, σαν να είναι ταυτόσημο το πέμπειν με το δίδειν.
Αλλά βεβαίως «ὁ πανταχοῦ ὤν καί τά πάντα πληρῶν» και δια πάντων χωρών πώς θα φθάσει και θα δοθεί; Προφανώς φανερούμενος καί ενεργών την ενέργεια των χαρίτων. Επομένως το πέμπεσθαι και δίδεσθαι επί Θεού δεν είναι τίποτε άλλο παρά το φανερούσθαι. Οι
Λατίνοι όμως, εφ’ όσον αυτήν την υπό του Υιού έκπεμψιν δογματίζουν ως
αΐδιο, είναι επόμενο να δέχονται και αΐδιο φανέρωση του Πνεύματος˙ αναγκαίως δε συναΐδιοι θα είναι και εκείνοι προς τους οποίους απευθύνεται η φανέρωσις και είναι συνακόλουθo ότι ούτε έτσι δεικνύεται η ύπαρξη του θείου Πνεύματος εκ του Υιού. [ΚΑΤΑΡΡΙΠΤΕΤΑΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ Η ΑΙΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΒΕΒΗΛΗ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ]
18. Εάν δε εκείνοι λέγουν ότι στοχάζονται την ύπαρξη από την φανέρωση [ΠΟΥ ΠΑΕΙ Η ΥΠΑΡΞΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΖΗΖΙΟΥΛΑ;], αλλ' εμείς έχουμε θησαυρίσει την ομολογία της πίστεως ακολουθώντας όχι στοχασμούς, αλλά θεόλεκτα λόγια. Γνωρίζουμε
δε ότι το άγιο Πνεύμα έρχεται και από τον εαυτόν του και φανερώνεται,
αλλά εξ αιτίας αυτού δεν θα παραδεχθούμε ότι εκπορεύεται και αφ’ εαυτού. Εκείνος λοιπόν ο οποίος δίδει ή πέμπει το άγιο Πνεύμα δεν το εκπορεύει με την πέμψιν, αλλά το καθιστά φανερό. Τούτο
δε έπραξε και ο Κύριος φανερώσας προ της αναλήψεως εν μέτρω εις τούς
μαθητές το Πνεύμα διά κοινής χάριτος αυτών, της δοθείσης τότε μετρίως. Αυτό, θα μπορούσα να πω, υπήρξε το αίτιον και του ότι εις την αρχήν η ψυχή του ανθρώπου εδημιουργήθη δι’ εμφυσήματος.
Επειδή
δηλαδή κατά την κτίσιν του σύμπαντος ἐκηρύττοντο ο λέγων Πατήρ και ο
παντοδύναμος τούτου Λόγος, δεν είχε όμως ακόμη πραγματοποιηθεί φανέρωσις
του Πνεύματος, έπρεπε δε, όταν επλάσθη ο άνθρωπος να μη μείνει
ανεπίγνωστο κανένα από τα πρόσωπα της Τριάδος, της οποίας επλάσσετο επίγειος μύστης και προσκυνητής,
γι’ αυτό χρησιμοποιείται και για τον Λόγον και για τον λέγοντα, δηλαδή
και για τον Υιό και για τον γεννήτορα, το «ενεφύσησεν», αποκαλύπτοντας
(ἀνακαλύπτον) την υπόσταση του Πνεύματος. Αυτό
έπραξε και ο Κύριος ανακαινίζων εμάς (ἀνανεῶν ἡμᾶς)˙ διότι, αφού ήταν
Υιός, από αυτό εδεικνύετο ο Πατήρ και δι’ εμφυσήματος εκηρύττετο το
Πνεύμα, των οποίων κοινό έργο είναι τόσον η αρχική πλάσις ημών και η
τελευταία χάρις της αναπλάσεως.
Έτσι λοιπόν φανερωθείς επί γής δι᾿ ἡμᾶς καθ᾿ ἡμᾶς ο μονογενής Υιός του Πατρός, προ της αναλήψεώς του μεν εφανέρωσε εν
μέτρω την υπόσταση του άγιου Πνεύματος, υπαινισσόμενος τούτο προς τους
μαθητές δι᾿ ἐμφυσήματος δώρου και μετρώντας τη διδασκαλία αναλόγως με
την δυνατότητα των δεχούμενων˙ μετά δε την ανάληψή του έπεμψε τον
ἐρχόμενον, φανερών αυτός τελειώτατα αυτό το οποίο και αφ’ εαυτού φανερώνεται και εφ’ εαυτού δεικνύεται εις την ιδιαιτέρα υπόστασί του. Αυτό
άλλωστε είναι και το μυστήριο της οικονομίας, να πιστεύεται ότι ο Θεός
είναι εν και τρία και κοινό αίτιο των δύο μόνον το εν. Γι’
αυτό είναι μεν κοινή εις αυτά πάσα δόσις και δύναμις, διαμοιράζονται δε
μεταξύ των τον καιρόν, έκαστο φανερώνεται ιδιαιτέρως και μαζί με τον
εαυτό του φανερώνει πάντοτε τα υπόλοιπα (Διά τοῦτο κοινή μέν αὐτοῖς πᾶσα
δόσις καί δύναμις, μερίζονται δέ ἑαυτοῖς τόν καιρόν ἰδίᾳ φανερούμενον
ἕκαστον καί σύν ἑαυτῷ φανεροῦν ἀεί τά ὑπόλοιπα).
19. Πρώτος
φανερώθηκε ο Πατήρ, δίδων εις τους προφήτες κατά χάριν καυχήματα της
θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις
ενέργειες αυτής˙ ούτως ώστε να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’
έαυτόν και ότι δεν προέρχεται από άλλον, αλλ’ είναι ο ίδιος αρχή
θεότητος. Και μάλιστα, δεικνύων ότι και τα άλλα είναι από αυτόν και
συνάπτονται με αυτόν, εξαγγέλλεται να δημιουργεί προ πάντων δι’
εμφυσήματος και λόγου.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε ο Υιός, δίδων κατά χάριν εις τους μαθητές του τα ίδια καυχήματα της θείας φύσεως, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτής, από τις οποίες προέρχονται τα χαρίσματα των ιαμάτων, τα ενεργήματα των δυνάμεων και τα παραπλήσια με αυτά, ούτως
ώστε και αυτός να δείξει ταυτοχρόνως ότι υφίσταται καθ’ έαυτόν (καθ’
όσον το μη υφιστάμενον είναι αδύνατον νά έχει ή να παρέχει ενέργειες)
και ότι δεν είναι ο ίδιος αρχή, αλλ’ αυτός προέρχεται από αρχήν. Και
έτσι, αφ’ ενός μεν δεικνύων δι’ εαυτού τον Πατέρα, ως Υιός, δίδων δε
δι’ εμφυσήματος τα πνευματικά χαρίσματα, και καλών αυτά θείον Πνεύμα,
προαπεδείκνυεν ότι το άγιον Πνεύμα είναι συνημμένον με εαυτόν. Αυτός,
επειδή εφανερώθηκε αφού ανέλαβε την δικήν μας φύσιν, δεν τα εδείκνυε
μόνον δια των έργων, αλλά και εκήρυττε δια της γλώσσης την θεότητα και
του Πνεύματος, και ποιον είναι το μόνον αίτιον και ποια τα εξ αυτού.
Μετά από αυτόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα, παρέχον και αυτό κατά χάριν εις τούς αποστόλους τα ίδια της αυτής φύσεως καυχήματα, τα ιδιώματα της θεότητος, τις φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες αυτού. Διότι
η βασιλεία του Θεού, της οποίας τους αρραβώνες επιτυγχάνουν εδώ οι
άγιοι, όπως λέγει ο θείος Μάξιμος εις τα σχόλια Προς Θαλάσσιον, «είναι
κατά χάριν μετάδοσις των φυσικών προσόντων εις τον Θεόν». Ομοίως και ο θείος Κύριλλος γράφει στην Πρός Σόϊμον επιστολή ότι: «πλάσας
ο Θεός τον άνθρωπον, τον παρήγαγε ψυχωμένον, έχοντα τις πνευματικές
δωρεές, σοφία, δικαιοσύνη και όσα ενυπάρχουν ουσιωδώς εις τον Θεόν˙
διότι το Πνεύμα ταυτοχρόνως ενέθετε ζωή εις το πλάσμα και ενετύπωνε
θεοπρεπώς τα ιδιώματα του». Όταν
λοιπόν τον ακούσεις να λέγει ότι το άγιο Πνεύμα προχέεται από αμφότερα
ουσιωδώς ως εκ Πατρός δι’ Υιού, νόμισε ευσεβώς ότι διδάσκει την
μετάδοσιν των φυσικών τούτων δυνάμεων και ενεργειών του Θεού, όχι δε την έκχυσιν της θείας υποστάσεως του Πνεύματος.
20. Μετά τον Υιό λοιπόν φανερώθηκε το άγιο Πνεύμα δια της εις τους άξιους παροχής των αυτών δυνάμεων και ενεργειών, ούτως
ώστε να δείξει συγχρόνως τόσον ότι υφίσταται αυτό καθ’ εαυτό, όσον και
ότι εσόφισε και ενέδυσε με πνευματική δύναμιν τους μαθητές, καταστήσει
δε αυτούς ικανούς να κατανοήσουν και δι’ αυτών κηρύξει σε όλους τα
κηρύγματα του Σωτήρος, δια των οποίων κηρύττεται και αυτό υφιστάμενο, όχι μετά τον Υιό κατά την ύπαρξιν, αλλά
μετά του Υιού, ούτε ως ό Υιός, αλλά ἰδιοτρόπως ἐκ τοῦ μόνου Πατρός,
υπάρχον συνημμένον φυσικώς με αυτόν και με τον Υιό ἀδιαστάτως και
ἀϊδίως. Το διατί δε δεν εφανερώθη εις τον κόσμο πρώτον το Πνεύμα
ευθύς μετά τον Πατέρα, μολονότι και αυτό είναι αμέσως εκ του Πατρός,
αλλά ο Υιός, και το διατί οι θεολόγοι παριστάνουν τα του Πνεύματος εκ
του Υιού, αποδώσαμε τα αίτια στον προηγούμενον λόγο.
21. Επειδή δε τα έργα της τρισυποστάτου θεότητος είναι κοινά, εν δε των έργων είναι και η φανέρωσις, δια τούτο το Πνεύμα έρχεται εις ημάς παρ’ εαυτού και συγχρόνως πέμπεται παρά του Πατρός και του Υιού, διά των οποίων και φανερώνεται το και παρ’ εαυτού φανερούμενον, όπως και ό Υιός πριν από αυτό. Φανερώνεται λοιπόν το άγιο Πνεύμα πεμπόμενον και εκ του Υιού αλλά δεν εκπορεύεται.
Εάν δέ δεν συμβαίνει τούτο, η αποστολή και η κατ’ αυτήν εκπεμψις δεν είναι φανέρωσις αλλά εκπόρευσις, επειδή
και ο Υιός επέμφθη προηγουμένως παρ’ αυτού, δηλαδή παρά του άγιου
Πνεύματος και του Πατρός˙ διότι λέγει, «Κύριος με απέστειλε και το
Πνεύμα αυτού». Άρα ο Υιός γεννάται ή εκπορεύεται εκ του Πατρός και του Πνεύματος; Άπαγε της ασεβείας.
Εάν
δέ κανείς λέγει ότι ο Υιός απεστάλη ως άνθρωπος, η απάντηση είναι
πλησίον. Πράγματι απεστάλη μεν ως άνθρωπος˙ «εάν δε απεστάλη και ως
Θεός, τί σημασία έχει; Εννόησε ότι αποστολή είναι η ευδοκία του Πατρός», σου παραγγέλλει ο Γρηγόριος ο επώνυμος της θεολογίας, και εγώ δε επίσης την ευδοκία του Υιού και του Πνεύματος, πειθόμενος σε εκείνον και στην αλήθεια.
Επειδή
λοιπόν ο Υιός αποστέλλεται και ως Θεός από αμφοτέρους, τον Πατέρα και
το Πνεύμα, άρα κατά τους Λατίνους έχει και αυτός λοιπόν την γέννησιν από
αμφοτέρους τούτους, εάν βεβαίως και το Πνεύμα, για τον λόγο ότι
αποστέλλεται από αμφοτέρους -τον Πατέρα και τον Υιό- εκπορεύεται από
αμφοτέρους τούτους. Και αν έλεγαν ότι δεν
θεωρούν την αποστολή ως εκπόρευση, αλλά τεκμαίρονται αυτή από εκείνη,
(τότε) αυτή θα αποτελεί οπωσδήποτε τεκμήριο και της γεννήσεως του Υιού. [Η
σύγχρονη εκδοχή τού Φιλιόκβε, όπως εκφράζεται από τόν Μπαλτάσαρ
στηρίζεται στήν αποστολή τού Χριστού καί στήν αναλογία τής εκκλησίας]
Τί
άλλωστε διαφέρει του να εκλαμβάνουμε την αποστολή ως γέννησιν ή
εκπόρευσιν το να ισχυριζόμαστε ότι έχοντα αϊδίως στέλλουν τόσον το
Πνεύμα τον Υιό όσο και ο Υιός το Πνεύμα; Τούτο μεν απέστειλε αυτόν
τελευταίως εις τον κόσμο, αυτός δε έστειλε το Πνεύμα εις τούς μαθητές
του, αφού επανήλθε εκεί από όπου κατήλθε. Αλλ’ ο μεν Υιός και Θεός είναι
και άνθρωπος έγινε˙ απεστάλη λοιπόν και ως άνθρωπος˙ το δε Πνεύμα δεν
ενανθρώπησε.
22. Επειδή
λοιπόν τούτο (το Αγ. Πνεύμα) Θεός ὄν (Θεός υπάρχον) απεστάλη από τον
Πατέρα, πρέπει δε αυτή την αποστολή να την θεωρούμε ευδοκία κατά τους
θεολόγους, ευδοκία δε είναι η αγαθή θέλησις, οι
δε Λατίνοι θεωρούν την αποστολή ταυτόσημη με την εκπόρευση, άρα κατ’
αυτούς η εκπόρευση είναι θέλησις˙ και επειδή το Άγιο Πνεύμα έχει την
ύπαρξη δια εκπορεύσεως, άρα κατ’ αυτούς έχει την ύπαρξη δια θελήσεως. Οποία ασέβεια! [Σήμερα τήν ασέβεια αυτή τών Δυτικών τήν υποστηρίζει ο Γιανναράς]
Διότι δεν θα ήταν άκτιστο, αφού
ο Θεός και Πατήρ το προέβαλε (προήγαγεν) εκ θελήσεως και όχι εκ φύσεως,
όπως και την κτίση, αν η εκπόρευση είναι ευδοκία και θέλησις˙ διότι κατά τους θεολόγους τα κτίσματα παρήγαγε ο Θεός όχι δια φυσικής προβολής αλλά δια θελήσεως. Έργον φύσεως κατ' αυτούς (τους θεολόγους) είναι και η προαίωνιος και ἀΐδιος γέννησις˙ ἔργον δέ θείας θελήσεως η κτίσις.
Οι Αρειανοί λοιπόν έλεγαν ότι ο Υιός προήλθε εις το είναι δια θελήσεως του Πατρός,
κατασκευάζοντες τούτο εκ τού γεγονότος ότι δήθεν δεν έλαβε το είναι του
ἀθελήτως από τον Πατέρα. Οι δε Λατίνοι δεικνύουν ότι το άγιο Πνεύμα
προήλθε εις το είναι διά θελήσεως του Πατρός και του Υιού εκ του ότι
νομίζουν ότι η εκπόρευση είναι αποστολή και ευδοκία και θέλησις.
Θα πούμε λοιπόν και εμείς προς αυτούς, ό,τι και ο μέγας Αθανάσιος προς τούς Αρειανούς: «τοῦ
βούλεσθαι τό κατά φύσιν ὑπέρκειται˙ καί ἡ φύσις οὐχ ὑπόκειται βουλήσει»
(του θέλειν υπέρκειται το κατά φύσιν, και η φύσις δεν υπόκειται στη
βούληση). Όπως
λοιπόν η γέννησις δεν είναι ευδοκία και θέλησις, αλλά υπεράνω ευδοκίας
και θελήσεως (διότι δεικνύει ότι ο Υιός είναι φύσει εκ Πατρός ως γνήσιος
και ομοούσιος με αύτόν, αλλ’ όχι κατά θέλησιν όπως τα κτίσματα), έτσι
και του Πνεύματος η εκπόρευση δεν είναι αποστολή και ευδοκία και θέλησις˙ διότι
η εκπόρευση δεικνύει το Άγιον Πνεύμα να προέρχεται από τον Πατέρα, ως
γνήσιο και ομοούσιο με αυτόν, αλλ' όχι κατά θέλησιν όπως τα κτίσματα.
Οι
Λατίνοι λοιπόν λέγοντες ότι η εκπόρευση του θείου Πνεύματος είναι
ταυτόσημη με την αποστολή κατ' ανάγκην παρουσιάζουν το Πνεύμα ως κτιστό. Και
βεβαίως, επειδή, όπως διδαχτήκαμε, ευδοκία του Πατρός είναι η αποστολή
τόσον του Υιού ως Θεού από τον Πατέρα και το Πνεύμα, όσον και του
Πνεύματος από τον Πατέρα και τον Υιό (διότι όταν θέλησε έκαστος αυτών
κατά καιρόν να φθάσει σε εμάς και ό Πατήρ ευδόκησε), η ευδοκία αύτη
οπωσδήποτε δεν έγινε για τίποτε άλλο παρά για φιλανθρωπία. Επομένως,
αν κατά τους Λατίνους η εκπόρευση είναι ταυτόσημος με την αποστολή του
Πνεύματος, η δε αποστολή έγινε από φιλανθρωπία, κατ’ αυτούς λοιπόν και η
προ αιώνων εκ Πατρός εκπόρευσις και ύπαρξις του Πνεύματος δεν έγινε
υπέρ αιτίαν, αλλά από φιλανθρωπία. Τί ασεβέστερο και καινότερο από τούτο θα ήταν δυνατόν να ακουστεί;
23. Επιπλέον, αν είναι ταυτόσημη η αποστολή και η εκπόρευση, τότε το Πνεύμα (οποία κακοδοξία˙ διότι δεν μπορώ να αναφέρω αυτά χωρίς φρίκη και έκπληξη) εκπορεύεται εκ του Πατρός δι' εμέ,
αφού δι' εμέ απεστάλη˙ εάν δε δι' εμέ, οπωσδήποτε και μετ’ εμέ ή όχι
πολύ πριν από εμέ, αλλά ὑπό χρόνον όπως εγώ, και όχι συναΐδιον με τον
Πατέρα και τον Υιό. Και όχι μόνον τούτο, αλλά και υπακούει εις την εξουσία των. Φευ, που καταβιβάζεται από τούς αγνώμονες δούλους εκείνο το οποίο έχει εκ φύσεως την εξουσία επί ολοκλήρου της κτίσεως˙ διότι,
λέγει: «το Σάββατον έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το
Σάββατον˙ ώστε κύριος είναι του Σαββάτου ο Υιός του ανθρώπου». Βλέπεις
πόσο απέχει η αποστολή της εκπορεύσεως; Όσο απέχει των χρόνων η
ἀϊδιότης και των κτισμάτων ο Θεός και των φύσει δούλων ο φύσει δεσπότης
της κτίσεως.
24. O
μυημένος λοιπόν από τον Θεό και τους αληθινούς θεολόγους, όταν ακούει
ότι το Πνεύμα εμφυσάται δι' εμφυσήματος νοεί ότι σημαίνεται παρόν και
συμφυές εις τον εμφυσώντα, όχι όμως ότι αυτό είναι εμφύσημα, ώστε αναγκαίως να έχει την ύπαρξη εξ εκείνου από τον οποίον προέρχεται το εμφύσημα˙
αν δε το ακούει και πεμπόμενο, εννοεί φανερούμενο˙ αν δε και διδόμενο,
αναγνωρίζει και το συνημμένο του πεμπομένου και του πέμποντος˙ αν δε
λαμβανόμενο από εμάς, γνωρίζει ότι καθ’ όσον είναι Θεός, είναι άληπτο, ληπτά δε από εμάς τα χαρίσματα από εκείνο˙
αν δε ακούσει πεμπόμενο και από τον Υιό, διδόμενο, εμφυσώμενο, ευθύς
μαζί με τα άλλα αντιλαμβάνεται και τούτο, ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός,
καθώς απαιτεί σοφώς να εκλαμβάνουμε και ο πολύς στην θεολογία
Γρηγόριος, ο οποίος λέγει, «όσα περί του Αγίου Πνεύματος λέγονται
ταπεινότερα, το δίδεσθαι, το στέλλεσθαι, το μερίζεσθαι, το χάρισμα, το
δώρημα, το εμφύσημα, και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο, πρέπει να αναχθεί επί
την πρώτη αιτία, για να δειχθεί το ἐξ οὗ» (δηλαδή του Πατρός, διότι
αυτός είναι η πρώτη αιτία) «και για να μη γίνουν δεκτές τρεις αρχές διαχωρισμένες πολυθεϊστικώς». Τούτο έπαθες εσύ, εφ’ όσον δια των φωνών τούτων δεν ανάγεσαι προς την πρώτη αιτία.
25. Και
δεν αισχύνεσαι να κηρύττεις σαφώς δύο αρχές, καθώς δογματίζεις ότι το
Πνεύμα έχει την ύπαρξιν εκ του Πατρός και του Υιού, την δε τρίτη αφήνεις
να συναχθεί από όσα λέγεις. Εάν πράγματι για το ότι πέμπεται
παρά του Υιού εκπορεύεται και εξ αυτού, πέμπει δε και το Πνεύμα τον Υιό,
όχι μόνο ως άνθρωπο, αλλά και ως Θεό, όπως έχει δειχθεί ανωτέρω, αλλά
και τον Πατέρα (πέμπει) ο Υιός και το Πνεύμα, όπως αντιλαμβάνεται ο
χρυσούς θεολόγος Ιωάννης εξηγώντας το προφητικό εκείνο, «ο Κύριος με
απέστειλε και το Πνεύμα αυτού». Ιδού λοιπόν ότι κατ' εσέ και το Πνεύμα είναι αρχή, και εκ του Πατρός και του Πνεύματος ο Υιός ή γεννάται ή εκπορεύεται.
Παραλείπω πράγματι να αναφέρω τον Πατέρα, έστω και αν από την λατινική καινοφωνία και τούτο συνάγεται,
φοβούμενος το μέγεθος της υπερβολής. Θα μπορούσε δε να δει κανείς ότι
δεν στερούνται της προς το κακόν υπερβολής και τα άλλα συναγόμενα
άτοπα˙ διότι αποδεικνύεται ότι αλληλοαναιρούνται, εάν διά της αποστολής νοήσουμε την εκπόρευση ή την γέννησή. Εάν πράγματι κατά την αποστολή νοήσουμε ταύτα, τότε έκαστο τούτων δεν είναι τρόπος υπάρξεως, έστω και αν είναι προαιώνια˙ εάν δε κατά την προαιώνια εκπόρευση και γέννηση νοήσουμε την προς εμάς αποστολή, τότε θα είναι αποστολή προς εμάς άχρονος και αΐδιος παρά χρονική ύπαρξις του Υιού και του Πνεύματος.
Πρέπει δε ο συνετός ακροατής να προσέξει και τούτο, ότι ο επώνυμος της θεολογίας Γρηγόριος συναρίθμησε και το αποστέλλεσθαι στα περί του Πνεύματος ταπεινότερα λεγόμενα˙
το δε εκπορεύεσθαι είναι μέγα και επάνω από το μέγα. «Εάν πράγματι
είναι μέγα για τον Πατέρα το να μην ορμάται από πουθενά, δεν είναι
μικρότερο για το Πνεύμα το να εκπορεύεται εκ τοιούτου Πατρός». Δεν είναι άρα το ίδιο αποστολή και εκπόρευση. Διότι
η μεν αποστολή φανερώνει την πρόθεση της προς εμάς συγκαταθέσεως˙ η δε
εκπόρευση είναι όνομα της καθ᾿ ἑαυτό παρά Πατρός ὑπάρξεως τοῦ Πνεύματος. Και η μεν μία είναι αυτή κατά την οποία εμείς μετέχουμε του ευ είναι,
η δε άλλη παριστά το Άγιο Πνεύμα, φύσει συνημμένο ομοτίμως προς τον
Πατέρα, το κατά την υπόσταση μόνον διαφέρον αυτού και του Υιού.
26. Εσύ δε (ο λατινόφρων),
βλέποντας ότι εξαιτίας των καινοτομιών στους λόγους σου ακολουθεί ο
μερισμός (η διαίρεση) του Θεού (διότι τί διαφορά υπάρχει στο προσεχές
και του μακράν ή πλησίον μερισμού;), για να ξεφύγεις λοιπόν πάλι από
ό,τι κατασκευάζεις, δημιουργείς πολύ το ενδιάμεσο με τις δικές σου θεολογίες.
Εμείς δε και σε αυτούς που γράφουν εν Πνεύματι έχουμε δει Θεού μυστήρια και πιστεύομε
και κηρύττουμε ότι ευρισκόμενα εντός αλλήλων (ἐν ἀλλήλοις τε ὄντα)
χωρούν αμιγώς δια μέσου αλλήλων (δι᾿ ἀλλήλων ἀμιγῶς χωροῦντα) και δεν
έχουν έκαστον προς εαυτό περισσότερο από όσον προς άλληλα (οὐ μᾶλλον
πρός ἑαυτό ἕκαστον ἤ πρός ἄλληλα ἔχοντα). Εάν δε έκαστον προς εαυτό έχει αδιαστάτως καί άμέσως —διότι πώς όχι;— πώς θα έχουν εμμέσως προς άλληλα;
Όταν
δε ζητούμε την αιτία της αρρήτου εκείνης και υπέρ πάντα νουν προς
άλληλα σχέσεως και της υπερβάλλουσας συμφυΐας και της απερινοήτου και
αφθέγκτου (αφράστου) περιχωρήσεως, αυτόν τον Πατέρα ευρίσκουμε πάλι και
κηρύττουμε, αυτόν ένωσιν, αυτόν σύνδεσμον, αυτόν Πατέρα και προβολέα και
συνοχέα του γεννήματος και του προβλήματος˙ και ούτω μέσον και αρχήν
αυτών εκείνον θέτουμε.
Από όποιον δε εξ αυτών, δηλαδή Υιού και Πνεύματος, δούμε να φανερώνεται σε εμάς οικονομικώς ο άλλος Παράκλητος, αμέσως
δι’ αυτού αναγόμεθα στην πρώτη και μόνην αρχήν˙ διότι πέμπων ή δίδων το
Πνεύμα ο Υιός, από που έχει τούτο, αν όχι από την πρώτη και μόνη αρχή; Επομένως
στέλλει και δίδει ούτως, ως έχων αυτό υφιστάμενο εκ του Πατρός, αλλά
όχι ως συνεκπορεύων ο ίδιος και φέρων εις ύπαρξιν˙ και πέμπων και δίδων
δεικνύει σε εμάς ακριβώς τούτο: ότι, είναι μεν δικό μου (ὡς ἐμοῦ μέν
ἔστιν), αλλά εκ του Πατρός, όχι εξ εμού.
27.
Τούτο δε εννόησε και ο πολύς στη θεολογία, και πράγματι μέγας
Αθανάσιος, μάλλον δε φωτισθείς και μεταβιβάσας εις ημάς δια του λόγου το
φώς, λέγει σε μία από τις Προς Σεραπίωνα επιστολές: «αφού ένας είναι ο
Υιός, ο ζών Λόγος, μία πρέπει να είναι και πλήρης η αγιαστική και
φωτιστική ζωή, ως ενέργεια και δωρεά αυτού˙ αύτη δε λέγεται ότι
εκπορεύεται εκ του Πατρός, επειδή εκλάμπει και αποστέλλεται παρά τοῦ
Λόγου τοῦ ἐκ Πατρός. "Διότι τόσον ηγάπησε ο Θεός τόν κόσμον, ὥστε τόν
Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκεν", ο δε Υἱός το Πνεῦμα ἀποστέλλει».
Τούτο
δε είναι εκείνο το οποίον έχει λεχθεί λίγο νωρίτερα υπό του επωνύμου
της θεολογίας Γρηγορίου, πως ό,τι ταπεινότερο λέγεται περί του θείου
Πνεύματος, το χάρισμα, το δώρημα και οτιδήποτε άλλο παρόμοιο, πρέπει να
αναχθεί επί την πρώτη αιτία, για να δειχθεί το ἐξ οὗ (δηλ. το πρόσωπο εκ
του οποίου εκπορεύεται). Ο μέγας Αθανάσιος, αφού είπε εδώ το άγιον
Πνεύμα ταπεινότερο ως δωρεά και ενέργεια του Λόγου και αφού έδειξε ότι
εδώ δεν ομιλεί περί της υπάρξεως ούτε περί της υποστάσεως τού Πνεύματος (διότι η ενέργεια ενεργείται μάλλον παρά ενεργεί, το δε Πνεύμα το άγιο είναι παρεκτικό και μεταδοτικό των δωρεών αυτού)˙
αφού λοιπόν φανέρωσε σαφώς ότι δεν ομιλεί περί της προαιώνιου
εκπορεύσεως, προσέθεσε ότι «παρά τοῦ Λόγου τοῦ ἐκ τοῦ Πατρός ἐκλάμπει
καί ἀποστέλλεται».
28. Τί λοιπόν; Δια του εκλάμπειν και αποστέλλεσθαι παρά του Λόγου νοούμε ότι εκπορεύεται εξ αυτού; Άπαγε,
λέγει, διότι βάλλεις πολύ μακριά από τον στόχο. Νοούμε και λέγουμε ότι
εκπορεύεται εκ του Πατρός, επειδή παρά του Υιού δίδεται και
αποστέλλεται. Ο Υιός, έχων από εκεί συνυπάρχον προ αιώνων το άγιο
Πνεύμα, τώρα το αποστέλλει και το δίδει προς εμάς. Επειδή δε η δόσις
είναι έλλαμψις (και
τούτο γνωρίζουν οι μυημένοι, ὅσοι λαμπρότητα Θεοῦ καί εἶδον καί ἔπαθον,
ὅσοι τήν δόξαν τοῦ Κυρίου εἶδον «ὡς μονογενοῦς παρά Πατρός», όσοι
περιηυγάσθησαν επί του όρους με το φώς της θεότητος, επιπλέον δέ και οι
πιστεύσαντες εις αυτούς σταθερώς),
επειδή λοιπόν η δόσις είναι έλλαμψις, αντί του δίδεσθαι και
αποστέλλεσθαι παρά του Υιού, είπε εκλάμπειν και αποστέλλεσθαι παρά του
Υιού. Και τούτο δεικνύει ακόμη σαφέστερα με την κατασκευή του λόγου˙
διότι λέγει: «ὁ μέν γάρ Θεός καί Πατήρ τόν Υἱόν ἔδωκεν ὑπέρ ἡμῶν˙ ὁ δέ Υἱός, τό Πνεῦμα».
Αλλά βεβαίως, όπως η δόσις ή αποστολή του Υιού παρά του Πατρος υπέρ της σωτηρίας τού κόσμου δεν είναι γέννησις,
πολύ περισσότερο μάλιστα η προαιώνιος γέννησις, έτσι ούτε η παρά του
Υιού δόσις ή αποστολή του Αγίου Πνεύματος είναι εκπόρευσις, πολύ
περισσότερο μάλιστα η προ των αιώνων -όχι γενομένη, άπαγε της
βλασφημίας- εκπόρευσις, αλλά και προ τούτων υπάρχουσα και συνάναρχος με τον Πατέρα.
Δύναται λοιπόν να λέγει κανείς ακόμη ότι εξαιτίας της αποστολής το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και τού Υιού; Εγώ δεν το νομίζω, εκτός εάν θέλει σαφώς να θεομαχεί. Αλλά, λέγει, το Πνεύμα λέγεται και αυτού τού Υιού και δικό του. «Διότι εξαπέστειλε ο Θεός», λέγει ο Απόστολος, «τό Πνεῦμα τοῦ Υἱοῦ αὐτοῦ ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, κρᾶζον˙ ἀββά, ὁ Πατήρ».
29. Εύγε˙ διότι εσύ, όποιος και αν είσαι, ο πρόσφατος αντίθετος, αφήνεις την πρόθεση "εξ", τώρα το "αὐτοῦ" προβάλλεις χωρίς αυτή. Ή μήπως από σένα, τον διαλεκτικό των απερινοήτων, νοείται και κατασκευάζεται από το "αὐτοῦ" το "εξ αὐτοῦ"; Πες μου λοιπόν, και συ ο ίδιος δεν είσαι σεαυτού; Κατά τούτο, νομίζω, θα αποδράσεις από εμάς. Πράγματι δεν μου φαίνεται ότι άκουσες τον λέγοντα, «γενοῦ σεαυτοῦ ἄνθρωπε (γίνε
του εαυτού σου, άνθρωπε)». Διότι, αν άκουγες και υπάκουγες, θα έστεργες
τα παραδεδομένα περί Θεού και δεν θα επιχειρούσες τα υπέρ άνθρωπον να
τα αμφισβητήσεις με λόγους και πράγματα, και μάλιστα καινοτομώντας. Αλλά αν ο άνθρωπος ήταν εαυτού, τότε ο άνθρωπος θα ήταν εξ εαυτού κατά σε.
Πως δεν λέγομεν τον Υιόν του Πνεύματος, λέγει, είναι εύλογο˙ διότι θα
εφαίνετο Πατήρ το Πνεύμα, καθώς και ο Υιός θα εισήγαγε στη διάνοια τον
Πατέρα.
Γι' αυτό λοιπόν Υιόν μεν Πνεύματος δεν λέγουμε, για να μην φανεί εκ του Πνεύματος, Υιού δε Πνεύμα λέγουμε, αλλ’ όχι δια τούτο και εκ του Υιού˙ διότι Πνεύμα αυτού λέγεται, όχι ως εξ αυτού, αλλά ως ἐν αὐτῷ ὄν.
Kαι
τούτο διδάξου από τον απόστολο, ο οποίος λέγει, «κανείς δεν γνωρίζει τα
του ανθρώπου, ειμή το πνεύμα του ανθρώπου το υπάρχον εις αυτόν (τό ἐν
αὐτῷ)». Όπως λοιπόν πνεύμα μεν ανθρώπου λέγεται, αλλά όχι ως
προερχόμενον από τον άνθρωπο, αλλά ως ευρισκόμενο εις τον άνθρωπον (ἐν
τῷ ἀνθρώπῳ ὄν), έτσι και το θείο Πνεύμα καλείται του Υιού, αλλά όχι ως
εκ του Υιού προερχόμενο, αλλά ως υπάρχον εις τον Υιόν φυσικώς εξ
αϊδιότητος και διέφυγε από τις ανάγκες των συλλογισμών οι οποίοι σου
φαίνονται αναπόφευκτοι.
Πράγματι ο λατινόφρων συλλογιζόμενος κατά διαίρεσιν λέγει:
«επειδή το Πνεύμα είναι του Υιού, είναι ή ως χορηγούμενο δι' αυτού ή ως
ομοούσιο ή ως εξ αυτού εκπορευόμενο. Και ως χορηγούμενο μεν δεν είναι
διότι το μεν Πνεύμα του Υιού υπάρχει προαιωνίως, η δε χορήγησις είναι
κάτι το υστερογενές. Ούτε ως ομοούσιο˙ διότι θα ελέγετο και ο Υιός του
Πνεύματος. Υπολείπεται λοιπόν το Πνεύμα να είναι και να λέγεται του Υιού
ως εκπορευόμενο εξ αυτού». Τί λοιπόν; Αν φανεί κάτι έξω από αυτήν την
διαίρεσιν, κατά το οποίον το Πνεύμα θα ελέγετο του Υιού, αυτός ο εκ
διαιρέσεως καθ’ υπόθεσιν συλλογισμός δεν θα εγίνετο εντελώς
ασυλλόγιστος;
Είναι
πράγματι του Υιού το Πνεύμα ως εκπορευόμενο ἐξ αἰώνων καί εἰς αἰῶνας εκ
του Πατρός και υπάρχον φυσικώς εις τον Υιό και αναπαυόμενο˙ και για αυτό λέγεται μεν Πνεύμα του Υιού, δεν λέγεται δε εκ του Υιού. Και
ο νους του ανθρώπου εκ του θεού έχει δημιουργηθεί και εις αυτόν
υπάρχει, δηλαδή εις τον άνθρωπο˙ και νους μεν ανθρώπου λέγεται, άνθρωπος
δε του νου δεν λέγεται αλλά ούτε εξ ανθρώπου λέγεται ο νους, βεβαίως ως
προς την ουσίαν, διότι τώρα δεν γίνεται λόγος περί ενεργείας. Άρα το Πνεύμα δεν είναι εκ του Υιού, εκτός εάν Πνεύμα ειπείς την χάριν και την ενέργειαν˙ διότι και τον νουν, όταν η λέξις σημαίνει την ενέργεια, θα τον έλεγες εκ του ανθρώπου, ως εκφαινόμενο και μεταδιδόμενο.
30.
Θα μπορούσε δε να δει κανείς τους θεολόγους και έχοντες νουν να λέγουν
ότι το άγιον Πνεύμα είναι του Χριστού διότι ο θείος Κύριλλος στο τέταρτο
κεφάλαιο των Θησαυρών λέγει «ότι νους υπάρχον του Χριστού, πάντα τα ἐν
αὐτῷ διαλέγεται στους μαθητές». Όπως λοιπόν στην περίπτωσί μας ο νους
είναι του ανθρώπου και κατ' ουσίαν και κατ’ ενέργειαν, και κατ' ουσίαν
μεν ο νους είναι αυτού αλλ’ όχι εξ αυτού, κατ’ ενέργειαν δε και αυτού
είναι και εξ αυτού, έτσι και το Πνεύμα το άγιον είναι του Χριστού ως
Θεού και κατ’ ουσίαν και κατ’ ενέργειαν. Αλλά κατά μεν την ουσία και την
υπόστασιν είναι αυτού, αλλ’ όχι εξ αυτού˙ κατά δε την ενέργεια και
αυτού είναι και εξ αυτού. Οι δε Λατίνοι,
λέγοντες του Υιού το Πνεύμα, αλλ’ όχι και του Υιού μεν όχι εκ του Υιού
δε, αναιρούν και αθετούν την ιδία την ουσία και την υπόσταση του
παναγίου Πνεύματος.
31.
Το μεν συμπέρασμα λοιπόν εκ διαιρέσεως του λατινικού καθ’ υπόθεσιν
συλλογισμού διαλυθεί τελείως και ανεχώρησε προς την ανυπαρξία, μάλλον δε
προς το εντελώς αντίθετο. Αν δε δει κανείς και τα αναιρούμενα από αυτόν
τον Λατίνον, για να δειχθεί εξ ανάγκης το εν απερίτρεπτον, θα τον δει
φανερώς αντίθετο προς τους αγίους˙ διότι, λέγει, «Το Πνεύμα είναι και
λέγεται του Υιού, όχι ως χορηγούμενο ή φαινόμενο δι' αυτού (επειδή
βέβαια το μεν Πνεύμα είναι ανάρχως του Υιού, η δε χορήγησις δεν είναι
άναρχος) ούτε ως ομοούσιο˙ διότι τότε θα ελέγετο και ο Υιός του Πνεύματος».
Αλλά
ο μέγας Βασίλειος, του οποίου η απλή ρήσης είναι πολύ ισχυρότερα των
λατινικών συλλογισμών και διαιρέσεων, λέγει στην πραγματεία "Περί αγίου
Πνεύματος": «το ότι δι' Υιού το Πνεύμα φαίνεται κατέστησε σαφές ο
απόστολος, ονομάζοντας αυτό Πνεύμα Υιού». Βλέπεις ότι το Πνεύμα λέγεται
Χριστού ως χορηγούμενο και φαινόμενο παρ’ αυτού; Πνεύμα λοιπόν είναι
και λέγεται Υιού ανάρχως˙ αλλά και αυτήν την δύναμη της χορηγίας έχει ο
Υιός ανάρχως˙ διότι εκεί δεν υπάρχει καμία πρόσληψις ή αφαίρεσης, ως
ευρισκόμενα δε υπό χρόνο τα λαμβάνοντα, έλαβαν την χορηγία χρονικώς.
Αλλά
και ως ὁμοφυές καί ὁμοούσιον θα μπορούσε να λεχθεί το Πνεύμα του Υιού,
όπως ο ίδιος Μέγας Βασίλειος στο δέκατο όγδοο κεφάλαιο της πραγματείας
Προς Αμφιλόχιον λέγει: «Πνεύμα Χρίστου λέγεται ως κατά φύσιν ᾠκειωμένον
αὐτῷ». Και ο θείος Κύριλλος στην αγωνιστική ομιλία του Περί του Αγίου
Πνεύματος λέγει: «το άγιο Πνεύμα, όπως κατ’ ουσίαν υπάρχει του Θεού και
Πατρός, έτσι είναι κατ’ ουσίαν και του Υιού, ὡς μετά τοῦ Υἱοῦ οὐσιωδῶς
γεννηθέντος, ἐκ τοῦ Πατρός ἀφράστως ἐκπορευόμενον». Και στην εξήγηση του
Κατά Λουκάν ευαγγελίου λέγει, «όπως ο δάκτυλος εξαρτάται οπό την χείρα
όχι ως ξένος προς αυτήν, αλλ' ως ευρισκόμενος σε αυτήν φυσικώς, έτσι και
το άγιον Πνεύμα κατά τον λόγο της ομοουσιότητος είναι συνημμένο μεν εις
ένωσιν με τον Υιό, εκπορεύεται δε εκ του Θεού και Πατρός». Το Πνεύμα
λοιπόν θα μπορούσε να λεχθεί του Υιού και ως ομοφυές˙ δεν λέγεται δε και
ο Υιός του Πνεύματος, για να μην θεωρηθεί Πατήρ το Πνεύμα.
32.
Μου έρχεται επομένως να απορώ για την υπερβολική λατινική παράνοια,
καθώς αναλογίζομαι ότι ενώ το Πνεύμα λέγεται του Υιού καθ’ όλους τους
λεχθέντες τρόπους, κατά ένα μόνον δεν λέγεται, αυτοί αγνόησαν και
αθέτησαν μεν όλους εκείνους δυσσεβώς, πρόσεξαν δε τον μη λεχθέντα και
μάλιστα δυσσεβώς, και δογμάτισαν ότι το Πνεύμα έχει την ύπαρξη εκ του Υιού, εφ’ όσον είναι και λέγεται του Υιού.
Αλλά για να στηρίξουμε σε βέβαια βάση τους περί τούτου συλλογισμούς,
επιβεβαιώνοντας αυτούς με σαφέστατο και θεόπνευστο λόγο, γνωρίζεις τον
Ιωάννη τον εκ Δαμασκού πυρσεύσαντα και περιαυγάσαντα όλη την οικουμένη
με φώς θεογνωσίας. Δεν λέγει αυτός καθαρώτατα «ότι Πνεύμα μεν Υιού λέγουμε, εκ δε του Υιού δεν λέγουμε»;
«Ναι,
απαντά (ο λατινόφρων), και δεν έχω να πω ότι αυτός δεν είπε αυτό, αλλά
έχω να πω ότι δεν λέγεται εκ του Υιού ως προς το πρώτον αίτιον».
Βαβαί! Υπάρχει λοιπόν και άλλο αίτιον στην θεότητα πλην του πρώτου; Τούτο
πράγματι έχει λεχθεί από τους πατέρες για εμάς τους κτιστούς και εδώ
έχει λόγον επί του αιτίου το πρώτον, διότι και ο Υιός και το Πνεύμα
είναι συναίτιοι. Γι' αυτό ο μέγας Βασίλειος είπε τον Πατέρα
προκαταρκτικόν αίτιον. Όπως Πατήρ μεν είναι κυρίως του μονογενούς, λέγεται δε και για εμάς οι οποίοι δεν γεννηθήκαμε αλλά δημιουργηθήκαμε υπ' αυτού, έτσι πάλι λέγεται πρώτον αίτιον για εμάς κυριολεκτικώς˙ λέγεται δε και εκεί υπό των θεολόγων ως δεικτικό της υποστάσεως του Πατρός, αλλά όχι και σαν να είναι συναίτιος και ο Υιός επί της θεότητος.
33.
Το προκαταρκτικόν λοιπόν και πρώτον αίτιον δεν ισχύει επί του ανάρχου
Πνεύματος, άπαγε της βλασφημίας, αλλ’ επί εκείνων οι οποίοι έλαβαν
έγχρονον αρχή, επί των οποίων είναι και ο Υιός συναίτιος με τον Πατέρα.
Αλλά βεβαίως για εκείνα των οποίων κυρίως αίτιος είναι ο Πατήρ, τα
κτίσματα δηλαδή, δεν είναι ευσεβές να πούμε ότι την κτίσιν λέγομε μεν
του Υιού, δεν λέγομε δε εκ του Υιού. Εάν λοιπόν και επί του άκτιστου
Πνεύματος ο Πατήρ ήταν πρώτον αίτιον, σαν να ήταν και ο Υιός συναίτιος,
θα ήταν ασεβές να πούμε ότι δεν λέγομεν εκ του Υιού. Επειδή δε o λέγων
τούτο δεν είναι μόνον ευσεβής, αλλά και συναρίθμιος των αγίων, άρα
είναι δυσσεβής ο λέγων συναίτιον επί του Πνεύματος τον Υιό με τον Πατέρα
και με αυτό πρώτον αίτιον επί της υψίστης Τριάδος τον Πατέρα. Γι' αυτό καλείται ο Πατήρ για εμάς τους γενομένους διά του Υιού, διό (γι' αυτό) και εκάτερος (ο καθένας από τους δύο) είναι ποιητής ημών, ασφαλώς δε και Πατήρ˙ και
αν εις (ένας) και για μας λέγεται ποιητής και Πατήρ ο Πατήρ μετά του
Υιού, τούτο γίνεται υπό την έννοια ότι κατέχουν μίαν και την αυτήν
δημιουργική δύναμη. Εκεί
δε παντού και πάντως εις είναι Πατήρ, εις αίτιος· διότι δεν υπάρχει σε
αμφότερα το γόνιμο, αλλά μία πηγαία θεότης, ο Πατήρ. Πού λοιπόν εκεί χωρεί καθόλου το πρώτον αίτιον; σαν να είναι συναίτιον και το αιτιατόν; Ασεβής ο λόγος˙ ας ριφθεί εις τους κόρακες, μη τυχόν σε καταστήσει σύντροφο των νοητών κοράκων.
Πώς λοιπόν ο σοφός αυτός πάνω από τον καθένα εις τα θεία Ιωάννης (ο Δαμασκηνός),
και μάλιστα εκθέτοντας με ακρίβεια την ασφαλή περί Θεού δόξα, θα
προέβαλλε απροσδιορίστως αυτό που έχει ανάγκη προσδιορισμού; Ποιο δε από
τα αφρόνως παρά των κακοδόξων λεχθέντα δεν θα συμβεί, εάν δεχθούμε ότι
προσδιορίζει τα απροσδιορίστως περί της τρισυποστάτου θεότητος
εκπεφρασμένα; Επειδή δηλαδή Πνεύμα είναι ο Θεός, και έκαστον των τριών χωριστά λέγεται Πνεύμα. Εάν
λοιπόν κανείς καινοτομώντας έλεγε ότι ο Υιός είναι εκ του Πνεύματος,
επειδή Θεός ο Υιός και εκ Θεού, Πνεύμα δε είναι ο Θεός, έπειτα εμείς θα
αντιλέγαμε ότι λέγεται μεν Θεός Πνεύμα και Θεού Πνεύμα, Θεός δε εκ Πνεύματος δεν λέγεται, άραγε θα μπορούσε να λέγει ότι ως προς το πρώτον αίτιον δεν λέγεται; Βεβαίως και όχι.
Η
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ. ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΝΑΙ
ΑΝΑΙΡΕΣΙΣ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΚΑΚΟΔΟΞΙΩΝ, Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΑΝΗΚΕΙ
ΣΤΟΝ ΠΑΠΙΣΜΟ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου