Πέμπτη 19 Σεπτεμβρίου 2024

ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΤΡIΑΔΟΣ (8)

ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΜΕΛΕΤΕΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ.
του Franz Courth

 
Συνέχεια από Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024
 
6. Ο Θεός: Η ευσπλαχνική αγάπη (Hans Urs von Balthasar).
α. Φιλοσοφικό παρασκήνιο.

Το θεολογικό σύστημα που επεξεργάσθηκε ο Μπαλτάσαρ ανήκει στο πάνθεον εκείνων που θαυμάζονται και εκτιμώνται στον κόσμο όλον. Από το έργο του, η τριαδική του θεολογία, άπτεται της εργασίας μας. Μπορούμε να την βρούμε καταγεγραμμένη σε μερικά αυτόνομα δοκίμια (πχ το Μυστήριο του Πάσχα, Θεοδραματικότης), αλλά την συναντούμε επίσης σε όλο του το έργο, του οποίου είναι η ψυχή, η κυρίαρχη σκέψη.

Ο Μπαλτάσαρ μοιράζεται με τον Λυμπά την πεποίθηση πως ένα βλέμμα στραμμένο στο σύνολο των θρησκειών, και στον άνθρωπο, προσφέρει μια πρώτη προσέγγιση στο δόγμα της Τριάδος. Και ακριβέστερα, δείχνει στην μυθολογία και στην φιλοσοφία τους δύο δρόμους που πρέπει να διανύσουμε γι’ αυτόν τον σκοπό.

Στις πολυθεϊστικές θρησκείες η σύλληψη της θεότητος είναι μυθολογική. Αυτή η μορφή σκέψης περικλείει τις πιο διαφορετικές και θεμελιώδεις εμπειρίες του ανθρώπου: τον φόβο και την επιθυμία να αισθανθεί σιγουριά, τον πόθο στην αγάπη και στην ζωή, το μυστήριο του θανάτου και της γεννήσεως.

Εάν παρακάμψουμε τα τυπικώς φυσιοκρατικά στοιχεία του μύθου είναι δυνατόν να διακρίνουμε στον πυρήνα του «μια μυστηριώδη ενθάρρυνση για το πρόσωπό μου εκ μέρους ενός ΕΣΥ που με έχει στην προτίμησή του, και είναι εις θέσιν να μου χαρίσει καταφύγιο και βοήθεια!». Αυτή η ενθάρρυνση για μένα (ή για μας, στην περίπτωση στην οποία το αντικείμενο του ενδιαφέροντος είναι κάποια φυλή, μια χώρα, ένα βασίλειο) εκ μέρους της θεότητος είναι το πρωταρχικό του χαρακτηριστικό: είναι ένα πρόσωπο που διαθέτει δύναμη και προσωπική ελευθερία, απευθύνεται στον άνθρωπο, απαντά στις προσκλήσεις του ανθρώπου που έχει ανάγκη, κινούμενο προς νέους πάντοτε τόπους συνάντησης, αγάπης, ακροάσεως και προστασίας ! [η υπέρτατη τέχνη της προκατασκευής του a posteriori, η επιστήμη του εκ των υστέρων. Στερνή μου γνώση να σ’ είναι πρώτα. Άλλο ένα κεφάλαιο στην μυστηριώδη και εκούσια αιχμαλωσία του ανθρώπου από τον θάνατο προστίθεται].

Οι θεοί στους οποίους ζητά ο άνθρωπος να τον προστατέψουν είναι πολλοί, στο πολυθεϊστικό σύστημα, και επομένως είναι πολλές και διάφορες οι ικανότητές τους. Πάνω απ’ όλη την ομάδα των θεών υπάρχει ένας ο οποίος ρυθμίζει την τάξη, ο οποίος σχεδιάζει την συμπαντική μοίρα, ένας ο οποίος είναι παντοδύναμος, ο οποίος στην Αίγυπτο ονομάζεται Re και στην Ελλάδα Ζευς. Ακόμη και αυτή η τελευταία θεότης, η οποία παίζει τον ρόλο του ενοποιητικού στοιχείου, χαρακτηρίζεται από το γεγονός πως ενεργεί για τον λαό του !

Η έννοια της θεότητος που υπάρχει στον μύθο υπέστη μια αξιοσημείωτη μεταμόρφωση με το γεγονός της φιλοσοφίας. Η μυθολογική πολλαπλότης των θεών εμειώθη στο ΕΝΑ το οποίο δεν έχει ανταγωνισμούς, σ’ έναν τελευταίο Ανώνυμο, άρρητο, Απόλυτο, ο οποίος δεν απευθύνεται σε κανένα Εσύ. Ένας τέτοιος θεός, εντοπισμένος στο άπειρο, μπορεί να κατακτηθεί από τον ευσεβή άνθρωπο, ο οποίος αφήνει πίσω του το εμπόδιο της προσωπικής του ζωής και κινείται προς Αυτόν και δεν έχει κανέναν δίπλα του. Είναι οπωσδήποτε πολύ δύσκολο να αγαπήσουμε έναν τέτοιο θεό,[ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ] τόσο απρόσωπο, και τόσο λιγότερο μπορούμε και να τον φαντασθούμε σαν έναν θεό ικανό για αγάπη ! Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι Αυτός στον οποίο φυλάσσονται η αγάπη και η αγαθότης, παρότι αυτές οι έννοιες δεν γίνονται κατανοητές σαν προσωπικές κατηγορίες.

Η μυθολογική θρησκευτικότης όπως και η φιλοσοφική δεν είναι ικανές να απαιτήσουν την εμπειρία της αγάπης η οποία στον άνθρωπο αντλεί την καταγωγή της από την πρώτη αυγή της αυτοσυνειδήσεως. [ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ. Η αυτοσυνείδηση δεν υπήρξε ποτέ κατηγορία της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, διότι προϋποθέτει το υποκείμενο. Κατά δεύτερο λόγο διότι προϋποθέτει την ηθική και η ηθική δεν είναι ακριβώς το αντικείμενο της πρώτης φιλοσοφίας. Εδώ βαδίζουμε στα χνάρια του Αυγουστίνου].

Στην μυθολογία ο Θεός περικλείει στον εαυτό του όλες τις δυνάμεις [εξουσίες για την ακρίβεια, διότι ούτε η μυθολογία, ούτε η φιλοσοφία που την διαδέχθηκε ήταν δυνατόν να γνωρίσουν τις δυνάμεις του επέκεινα. Περιορίστηκαν όπως ήταν φυσικό στις ενέργειες, οι οποίες ουσιώνουν δια της μετοχής των] του κόσμου, αλλά δεν διαθέτει (ο θεός) μια αληθινή και πραγματική υπερβατικότητα. [ Λες και ο άκτιστος Θεός είναι υπερβατικός. Αναπνέει πάντοτε ο Αυγουστίνος στα γραπτά των Δυτικών θεολόγων]. Ενώ στον άλλο τύπο θρησκευτικότητος, ο θεός είναι το προϊόν ενός καθαρά νοητικού οράματος του κόσμου. [ο θεός της φιλοσοφίας είναι μυστήριο για τους φτωχούς διανοούμενους της Sola Scriptura. Ο θεός αυτός είναι η θεωρία. Δεν είναι θεωρητικός]. Για να αποκτήσουμε έναν δρόμο αγάπης και ευθύνης που οδηγεί στον Θεό θα ήταν αναγκαίο να συγχωνεύσουμε τις δύο εννοιολογήσεις, την μια μέσα στην άλλη ! [πώς είναι δυνατόν να υποδύεται τον θεολόγο; Λόγω του Αυγουστίνου. Αυτό έκανε ο Αυγουστίνος. Και ο Χέγκελ την συγχώνευση ονόμασε σύνθεση. Ολοκληρώνοντας το σύγχρονο υποκείμενο και καταργώντας για πάντα το αντικείμενο].

Από την θεμελιώδη ανθρώπινη εμπειρία μιας προσωπικής αγάπης [της μαμάς] είναι δυνατόν να διατυπώσουμε, όπως ο Μπαλτάσαρ, ένα «αποδεικτικό αξίωμα» για την δομή της θρησκείας, αλλά όμως αυτό το αξίωμα δεν θα είναι ικανό να την αγκαλιάσει πλήρως, δεδομένου ότι η διαλεκτική ανάμεσα στην καρδιά και την νόηση φαίνεται ότι θα πρέπει να υπερβαίνει συνεχώς κάθε καθορισμένη μορφή: η καρδιά (Πασκάλ) απαιτεί έναν θεό σαν ένα Εσύ και μια απόλυτη αγάπη ανάμεσα στον άνθρωπο και τον θεό [η φιλαυτία σαν αγάπη του θεού. Τι άλλο είναι η απαίτηση ! Η νόηση βρίσκεται μέσα στην καρδιά, εφ’ όσον και εάν ο νους συγκεντρωθεί από τον κερματισμό του και εισέλθει, επιστρέψει στον τόπο του, στην πατρίδα του, στην καρδιά].

Η ΝΟΗΣΗ ΟΜΩΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΤΗΝ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΑΝ ΕΝΑ ΤΈΤΟΙΟ ΕΣΥ, ΚΑΘΌΤΙ ΤΟΝ ΘΕΩΡΕΙ ΑΠΟΛΥΤΟ (ΚΑΙ ΕΠΟΜΕΝΩΣ ΧΩΡΙΣ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΜΙΑΣ ΠΑΡΟΜΟΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ. [ολόκληρος ο Αυγουστίνος και η θεώρηση των υποστάσεων της Αγίας Τριάδος σαν σχέσεις. Ο Κύριος καλεί, δεν σχετίζεται. Η σχέση απαιτεί ομοιότητα, την γνωστή αναλογία, τον μυστικισμό του εγώ και εσύ είμαστε ένα. Η θεολογία αυτή καταργεί εντελώς ή μειώνει μέχρι εξευτελισμού την ενανθρώπιση του Κυρίου].

Η νόηση πιστεύει πως ο Θεός βρίσκεται πέραν κάθε αντιθέσεως, κάθε εντάσεως ανάμεσα σε δύο άκρα και επομένως μπορεί να θεωρηθεί στην καλύτερη περίπτωση, σαν μια ανώνυμη θεότης, σαν μια αγαθότης η οποία εκχύνεται πάνω στον κόσμο, χωρίς ίσως να τον πληγώνει αλλά ποτέ σαν ένας προσωπικός συνομιλητής ο οποίος αφυπνίζει το πρόσωπο του ατόμου ! [ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΟ ΤΟΥ ΣΩΚΡΑΤΗ ΠΟΥ ΠΗΓΕ;]

[βρισκόμαστε σε προχριστιανική εποχή, παίζοντας το παιχνίδι των Εβραίων, σε αναμονή του Μεσσία. Η σωτηρία, όπως την δίδαξε πρώτος ο Gusano, η ένωση των αντιθέτων. Ο Θεός πάσχει, δηλαδή διαθέτει ή γνωρίζει και αποδέχεται τα διαβλητά πάθη, τα οποία προσέλαβε ή φορτώθηκε εισερχόμενος στην ιστορία].
Ο ασίγαστος πόθος του ανθρώπου για ένα εσύ τελικό που τον αγαπά είναι για τον Μπαλτάσαρ το ανθρωπολογικό σημείο εκκινήσεως για την θεολογία του και για το Τριαδικό του δόγμα, το πλαίσιο του οποίου είναι λοιπόν η μεταφυσική της αγάπης !
[Είναι ο μεγάλος θεολόγος του Οικουμενισμού. Θα συνεχίσουμε επί μακρόν να παρουσιάζουμε τις προχειρότητές του. Αλλά ας σημειώσουμε πως είναι ο μεγαλύτερος αντίπαλος της Ορθοδοξίας σήμερα].

β. Η χριστολογία


Για τον Μπαλτάσαρ η βασική ομολογία της Χριστιανικής πίστεως μπορεί να αποδοθεί με αυτούς τους όρους: «Η πιο βαθειά πλευρά του Χριστιανισμού είναι η αγάπη του Θεού για την Γη. Ακόμη και οι άλλες θρησκείες λένε πως ο Θεός είναι στην βασιλεία των ουρανών. Αλλά η εκπληκτική ομολογία του χριστιανού είναι πως θέλησε να γίνει φτωχός μαζί με τα πλάσματά του, πως στον ουρανό θέλησε να πονέσει εξ αιτίας του κόσμου που του ανήκει, πως υπέφερε και πόνεσε στ’ αλήθεια και πως με την ενσάρκωσή του απέδειξε στα πλάσματά του πόσο και ποια είναι η αγάπη του γι’ αυτά». [Γνωστά λόγια σε όλους μας: αν είσαι Θεός κατέβα από τον σταυρό και ελευθέρωσε και εμάς. Γνωρίζουμε ότι η Καθολική Εκκλησία υιοθέτησε τον Φαρισαίο και τον Πρεσβύτερο υιό, αλλά σήμερα εμβρόντητοι ανακαλύπτουμε ότι ο προτεσταντισμός, ο ορθολογισμός που προέκυψε από τον Φιλιόκβε, προσθέτει και τον δεύτερο, αμετανόητο ληστή, στον σταυρό δίπλα στον Κύριο].
Ο Χριστός μας αποκαλύπτει την πάσχουσα αγάπη του Θεού: Αυτός είναι η εικόνα, η παρουσία του αόρατου Θεού. Καθότι Υιός απεσταλμένος από τον Πατέρα και σ’ Αυτόν υπάκουος μας μιλά για την αγάπη της Τριάδος. [Ένα μεγάλο αγκάθι της σημερινής θεολογίας, ελλείψει της αγιοπνευματικής εμπειρίας της αγιότητος, ένα μεγάλο πρόβλημα που κυριάρχησε και την Ορθοδοξία μέσω των νεορθοδόξων και του Ζηζιούλα, είναι το θέμα του Πατρός. Δεν μπορούν να διακρίνουν πότε με τον όνομα Πατήρ ο Κύριος αναφέρεται στην θεότητά Του, διότι είναι ο Πατέρας μας ως προς την οικονομία της Σωτηρίας, και πότε στην πατρική υπόσταση της Αγίας Τριάδος].

Αυτή η σκέψη, ανεπτυγμένη καθαρά ξεκινώντας από το Ευαγγέλιο το κατά Ιωάννην, προσλαμβάνει στον Μπαλτάσαρ μια πλευρά η οποία δεν μπορεί να έλθει σε αντιδιαστολή με την παραπομπή στον θάνατο της Μ. Παρασκευής και ακόμη περισσότερο με το κενό που άφησε ο θάνατος στην διάρκεια του Μ. Σαββάτου. Σ’ αυτά τα γεγονότα δεν χωρά καμμία ενεργητική, δραστήρια έννοια του θανάτου του Χριστού. Δεν μπορούμε να υπολογίσουμε τον θάνατο, σ’ αυτά τα γεγονότα, παρά μόνον σαν μια ολοκληρωτική αδυναμία και μια πλήρη έλλειψη εφοδίων και βοήθειας του ανθρώπου. Η είσοδος στο βασίλειο του θανάτου, στην κόλαση [εμείς ονομάζουμε την κάθοδο αυτή στον Άδη, δεν είναι σίγουρο ότι υπήρξε κόλαση, υπάρχει σύγχυση], σημαίνει για τον Υιό του Θεού, ότι μοιράζεται την μοναξιά με όσους βυθίζονται σ’ αυτόν, ότι βιώνει την απόλυτη κένωση της ζωής που υπέστησαν οι πεθαμένοι, δηλαδή την «ανακάλυψη σε μια άμεση επαφή όλης της διαστάσεως, της καθαρά αντι-θεϊκής, όλου του αντικειμένου της τελικής κρίσεως». [Η ΨΥΧΗ ΤΟΥ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟΥ ΕΙΧΕ ΗΔΗ ΕΝΩΘΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΙΚΗ ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΗΝ ΚΑΘΟΔΟ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΔΗ]

[περίεργοι στοχασμοί. Κρίθηκε και ο Χριστός, προγεύθηκε την κόλαση που θα οδηγηθούν οι άπιστοι, στην οποία θα καταδικάσουν τον εαυτό τους, όσοι δεν πίστεψαν σ’ Αυτόν. Κρίθηκε πριν κρίνει. Ένας γυμνός άνθρωπος, αλλά ακραίος, υπεράνθρωπος].

Εκτελώντας το καθήκον και το έργο που του ανέθεσε ο Πατήρ [δηλαδή δεν υπάρχει κάτι εκούσιο στην θυσία του Χριστού], ο Υιός εισχωρεί στο χάος όλου αυτού που αρνείται τον Θεό. [πώς να πιστέψουν λοιπόν στο αειπάρθενο της Θεοτόκου οι νεορθόδοξοι]. Απεσταλμένος από τον Πάτερα για να σώσει τον κόσμο, ο δρόμος του Υιού πρέπει να τον οδηγήσει μέχρι την κόλαση επίσης, την τελευταία συνέπεια της ελευθερίας των πλασμάτων: «αλλά στον Υιό είναι δυνατή η είσοδος στην κόλαση μόνον μέχρι τον θάνατό του, το Μ. Σάββατο»!
Ο λυτρωτικός χαρακτήρας της καθόδου του Ιησού στον Άδη συνίσταται στο γεγονός πως γι’ αυτή η αγάπη του Θεού είναι παρούσα ακόμη και στον Άδη. Αναστημένος από εκείνο τον τόπο ο Ιησούς μας βάζει απέναντι σ’ όλο το μέγεθος της αγάπης του Θεού.

Συνεχίζεται
 
ΕΝΑΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ.
Ο ΟΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΑΦΗΣΕ ΑΝΕΚΤΙΜΗΤΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΕΝΑΝ ΣΠΑΝΙΟ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟ ΟΔΗΓΟ ΣΤΑ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΑ ΠΑΝ/ΜΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ. ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ ΗΔΗ ΜΕ ΜΕΓΑΛΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ ΟΦΕΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΗΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΒΟΛΟΥ, ΤΗΝ ΕΝΟΡΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ.
 
Aμέθυστος 

Β Κορ. 10,3 Ἐν σαρκὶ γὰρ περιπατοῦντες οὐ κατὰ σάρκα στρατευόμεθα·
 Διότι ημείς αν και ζώμεν όπως όλοι οι άνθρωποι, καθό σάρκα και οστά έχοντες, δεν αγωνιζόμεθα όμως τον καλόν αγώνα με σαρκικά μέσα.
Β Κορ. 10,4 τὰ γὰρ ὅπλα τῆς στρατείας ἡμῶν οὐ σαρκικά, ἀλλὰ δυνατὰ τῷ Θεῷ πρὸς καθαίρεσιν ὀχυρωμάτων·
Διότι τα όπλα του αγώνας μας δεν είναι ευτελή και αδύνατα ανθρώπινα όπλα, αλλά δυνατά ενώπιον του Θεού δια το κρήμνισμα των οχυρωμάτων του εχθρού.
Β Κορ. 10,5 λογισμοὺς καθαιροῦντες καὶ πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον κατὰ τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, καὶ αἰχμαλωτίζοντες πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν τοῦ Χριστοῦ,
 Και αυτά τα οχυρά, που κρημνίζομεν, είναι τα σοφίσματα και κάθε έπαρσις, και υψηλοφροσύνη, που υψώνεται αλαζονικά, δια να εμποδίζη τους ανθρώπους να γνωρίσουν τον Θεόν. Επί πλέον δε με τα πνευματικά μας όπλα ελκύομεν κάθε καλοπροαίρετον καρδίαν και σαν αιχμάλωτον την παραδίδομεν εις την υπακοήν του Χριστού.
Β Κορ. 10,6 καὶ ἐν ἑτοίμῳ ἔχοντες ἐκδικῆσαι πᾶσαν παρακοήν, ὅταν πληρωθῇ ὑμῶν ἡ ὑπακοή.
Και είμεθα έτοιμοι να αποδώσωμεν δικαιοσύνην και να τιμωρήσωμεν κάθε παρακοήν, εφ' όσον και όταν η ιδική σας υπακοή γίνη πλήρης και τελεία.
Β Κορ. 10,7
Τὰ κατὰ πρόσωπον βλέπετε! εἴ τις πέποιθεν ἑαυτῷ Χριστοῦ εἶναι, τοῦτο λογιζέσθω πάλιν ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ὅτι καθὼς αὐτὸς Χριστοῦ, οὕτω καὶ ἡμεῖς Χριστοῦ.
 Σεις όμως βλέπετε ακόμη την επιφάνειαν των πραγμάτων και όχι το βάθος. Εάν κανείς κολακεύεται να πιστεύη, ότι ανήκει στον Χριστόν, ας συλλογισθή πάλιν από τον εαυτόν του και τούτο, ότι, όπως αυτός είναι του Χριστού, έτσι και ημείς είμεθα του Χριστού.
Β Κορ. 10,8 ἐάν τε γὰρ καὶ περισσότερόν τι καυχήσωμαι περὶ τῆς ἐξουσίας ἡμῶν, ἧς ἔδωκεν ὁ Κύριος ἡμῖν εἰς οἰκοδομὴν καὶ οὐκ εἰς καθαίρεσιν ὑμῶν, οὐκ αἰσχυνθήσομαι,
 Διότι και αν ακόμη καυχηθώ κάπως περισσότερον δια την εξουσίαν, που έχομεν ημείς οι Απόστολοι και την οποίαν μας έχει δώσει αυτός ο Κυριος, δια να σας οικοδομούμεν εις την πνευματικήν ζωήν και όχι να σας κατακρημνίζωμεν, δεν θα εντροπιασθώ, διότι την αλήθειαν θα είπω.
Β Κορ. 10,9 ἵνα μὴ δόξω ὡς ἂν ἐκφοβεῖν ὑμᾶς διὰ τῶν ἐπιστολῶν.
 Δεν το πράττω όμως, δια να μη φανώ σαν να θέλω με τας επιστολάς μου να σας εκφοβίσω.
Β Κορ. 10,10 ὅτι αἱ μὲν ἐπιστολαί, φησί, βαρεῖαι καὶ ἰσχυραί, ἡ δὲ παρουσία τοῦ σώματος ἀσθενὴς καὶ ὁ λόγος ἐξουθενημένος.
 Διότι λέγουν και τούτο οι κατήγοροί μας, ότι αι μεν επιστολαί του είναι καταθλιπτικαί με το βάρος των και αυστηραί με την δύναμιν των ελέγχων· η σωματική του όμως εμφάνισις είναι ασθενής και ο λόγος του σαν ένα τίποτε.

Β Κορ. 10,11 τοῦτο λογιζέσθω ὁ τοιοῦτος, ὅτι οἷοί ἐσμεν τῷ λόγῳ δι᾿ ἐπιστολῶν ἀπόντες, τοιοῦτοι καὶ παρόντες τῷ ἔργῳ.
 Αυτός όμως που μας κατηγορεί, ας σκεφθή τούτο· ότι οποίοι είμεθα με όσα γράφομεν εις τας επιστολάς μας, όταν απουσιάζωμεν, τέτοιοι είμεθα και με τα έργα μας, όταν είμεθα παρόντες.

Β Κορ. 10,12
Οὐ γὰρ τολμῶμεν ἐγκρῖναι ἢ συγκρῖναι ἑαυτούς τισι τῶν ἑαυτοὺς συνιστανόντων· ἀλλὰ αὐτοὶ ἐν ἑαυτοῖς ἑαυτοὺς μετροῦντες καὶ συγκρίνοντες ἑαυτοὺς ἑαυτοῖς οὐ συνιοῦσιν.
 Πράγματι δεν έχομεν την τόλμην να συναριθμήσωμεν τους ευατούς μας η και να τους συγκρίνωμεν με μερικούς, που συσταίνουν τους εαυτούς των ως μεγάλους και ισχυρούς. Αυτοί όμως είναι άνθρωποι που αυτοθαυμάζονται μετρούντες τον εαυτόν των με τους εαυτούς των και συγκρίνοντες τον εαυτόν των προς εαυτούς και δεν καταλαβαίνουν ούτε τι είναι ούτε τι λέγουν.

Β Κορ. 10,13 ἡμεῖς δὲ οὐχὶ εἰς τὰ ἄμετρα καυχησόμεθα, ἀλλὰ κατὰ τὸ μέτρον τοῦ κανόνος οὗ ἐμέρισεν ἡμῖν ὁ Θεὸς μέτρου, ἐφικέσθαι ἄχρι καὶ ὑμῶν.
 Ημείς δε δεν θα καυχηθώμεν κατά τρόπον υπερβολικόν και έξω από την αλήθειαν, αλλά θα καυχηθώμεν σύμφωνα με το μέτρον της δικαιοδοσίας, που εξεχώρισεν εις ημάς ο Θεός σαν περιοχήν της αποστολικής μας δράσεως και που μας έχει αξιώσει να φθάσωμεν μέχρις εις σας.
Β Κορ. 10,14 οὐ γὰρ ὡς μὴ ἐφικνούμενοι εἰς ὑμᾶς ὑπερεκτείνομεν ἑαυτούς· ἄχρι γὰρ καὶ ὑμῶν ἐφθάσαμεν ἐν τῷ εὐαγγελίῳ τοῦ Χριστοῦ,
 Διότι δεν εξυψώνομεν με κενάς καυχησιολογίας τον ευατόν μας, σαν να μη είχαμεν φθάσει μέχρι και εις την χώραν σας κηρύττοντες το Ευαγγέλιον, διότι τότε θα εψεδόμεθα. Ενώ ημείς λέγομεν την αλήθειαν, διότι εφθάσαμεν πράγματι μέχρις υμών δια το έργον του Ευαγγελίου του Χριστού.

Β Κορ. 10,15 οὐκ εἰς τὰ ἄμετρα καυχώμενοι ἐν ἀλλοτρίοις κόποις, ἐλπίδα δὲ ἔχοντες, αὐξανομένης τῆς πίστεως ὑμῶν ἐν ὑμῖν μεγαλυνθῆναι κατὰ τὸν κανόνα ἡμῶν εἰς περισσείαν,
 Οχι, δεν καυχώμεθα έξω από το μέτρον δι' εργασίας και κόπους, που άλλοι έχουν κάμει. Αλλ' έχομεν ελπίδα, καθ' όσον αυξάνει η χριστιανική σας πίστις και ζωη, ότι θα δοξασθώμεν με την ιδικήν σας πρόοδον και ημείς, έντος των ορίων πάντοτε της δικαιοδοσίας και της δράσεως, που μας έχει δοθή από τον Θεόν. Ετσι δε θα εκτείνωμεν την αποστολικήν δράσιν και ακόμη περισσότερον,
Β Κορ. 10,16 εἰς τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν εὐαγγελίσασθαι, οὐκ ἐν ἀλλοτρίῳ κανόνι εἰς τὰ ἕτοιμα καυχήσασθαι.
 ώστε να κηρύξωμεν το Ευαγγέλιον και εις περιοχάς, που είναι πέραν από τα ιδικά σας σύνορα, εις ανθρώπους προς τους οποίους κανείς μέχρι σήμερα δεν έχει διδάξει τον Χριστόν, ώστε και πάλιν να μη καυχώμεθα εις ξένην δικαιοδοσίαν δι' έργα, που έχουν πραγματοποιήσει και ετοιμάσει άλλοι.

Β Κορ. 10,17 ὁ δὲ καυχώμενος ἐν Κυρίῳ καυχάσθω·
 Ας εφαρμόζεται και εις ημάς ο λόγος της Γραφής· “εκείνος που καυχάται, ας καυχάται όχι αλαζωνικώς, αλλά με ταπείνωσιν αποδίδων στον Κυριον την δόξαν δια τα καλά έργα, που αυτός ο ίδιος ο Θεός του έχει δώσει δύναμιν και χάριν να τα κάμη”.

Β Κορ. 10,18 οὐ γὰρ ὁ ἑαυτὸν συνιστῶν, ἐκεῖνός ἐστι δόκιμος, ἀλλ᾿ ὃν ὁ Κύριος συνίστησιν. 
 Διότι ενάρετος και ευάρεστος στον Θεόν δεν είναι εκείνος ο οποίος αυτοσυσταίνεται και αυτοεγκωμιάζεται, αλλ' εκείνος τον οποίον συσταίνει και εγκωμιάζει ο Θεός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου