Συνέχεια από: Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2024
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΑΣ
§ 3. Τὸ χάρισμα τῆς ἑνότητας
Η σάρκωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἁπλᾶ καὶ μόνο ἕνα ἱστορικὸ γεγονός, ἀφηρημένα «ὑπερφυσικό», ἀφετηρία τῆς σκέψης γιὰ τὴν ἄντληση θεωρητικῶν συμπερασμάτων ἢ διδαχῶν. Ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἕνα χάρισμα ζωῆς, ἡ δυνατότητα νὰ πραγματωθῆ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ πλήρωμα τῶν ὑπαρκτικῶν της δυνατοτήτων, παρὰ τὴν πτώση καὶ ἁμαρτία. Καὶ αὐτὴ ἡ πραγμάτωση τοῦ πληρώματος τῆς ζωῆς φανερώνεται στὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χάρη – χάρισμα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους: Χαρίζεται στὸν ἄνθρωπο ὅπως τοῦ χαρίζεται ἡ ζωὴ στὴν κάθε στιγμή, ὅπως τοῦ χαρίζεται ἡ ὕπαρξη μὲ τὴ φυσική του γέννηση, ὅπως τοῦ χαρίζεται ὁ κόσμος καὶ τὸ κάλλος τοῦ κόσμου – δῶρο μαζὶ καὶ δυνατότητα. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι Χάρη, δώρημα καὶ δυνατότητα νὰ μετάσχη ὁ ἄνθρωπος στὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, πραγματώνοντας ἔτσι τὴν ὑπαρκτική του ἀλήθεια καὶ γνησιότητα14.
Ἡ ἑνότητα, δηλαδὴ ἡ Ἐκκλησία, χαρίζεται στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ γεγονὸς τῆς σάρκωσης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστὸς ἑνώνει στὸ πρόσωπό Του τὴ θεία μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση: Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ Θεότητα καὶ ἡ ἀνθρωπότητα ἔχουν «ἐν τῷ Χριστῷ» ἕνα κοινό τρόπο ὑπάρξεως,[ΟΜΟΟΥΣΙΟ;] καὶ αὐτὸς ὁ τρόπος εἶναι ἡ ἑνότητα, ἡ «ἀλληλοπεριχώρηση» τῶν προσώπων, ἡ κοινωνία τῆς ἀγάπης. Ἡ ἕνωση τῆς θείας μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ δὲν εἶναι μιὰ ἀφηρημένη μεταφυσικὴ «ἀρχή»· φανερώνεται σὲ μᾶς ὅπως φανερώνεται πάντοτε ἡ φύση: μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως, δηλαδὴ ὡς δυνατότητα ζωῆς. Εἶναι ἡ δυνατότητα νὰ ζήσουμε, νὰ πληρωθῆ ἡ ἀπύθμενη δίψα γιὰ ζωὴ ποὺ βασανίζει τὴν ὕπαρξή μας, νὰ ζήσουμε ὅλες τὶς δυνατότητες τῆς ζωῆς, τὸ πλήρωμα τῆς ζωῆς, νικώντας τὴν ἀναπηρία καὶ τὸ θάνατο τῆς τεμαχισμένης ὕπαρξης.
Ὁ Χριστὸς προσλαμβάνει τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, αὐτὴ τὴ σάρκα ποὺ μετὰ τὴν πτώση ὑπάρχει μόνο τεμαχισμένη σὲ ἀτομικότητες, ταυτισμένη μὲ τὸ «ἐγώ», μὲ τὴν αὐτονομημένη προσπάθεια ἐπιβίωσης, ἐπιβολῆς καὶ ἡδονῆς.[ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ, Η ΛΕΓΟΜΕΝΗ ΣΑΡΚΑ, ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΠΡΟΣΕΛΑΒΕ ΑΝΘΡΩΠΟ, ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΕ, ΜΕ ΨΥΧΗ, ΝΟΥ ΚΑΙ ΣΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΟΥΣ ΜΕ ΤΗΝ ΝΟΕΡΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΤΟΝ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ ΖΩΗ , ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ. Η ΝΙΚΗ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ, ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΕ ΗΔΗ Η ΔΙΑΙΩΝΙΣΗ ΤΟΥ ΕΙΔΟΥΣ,ΕΝ ΧΡΙΣΤΩ, ΕΙΝΑΙ Η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΓΕΝΝΗΣΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΝΟΥ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΥ, ΣΤΟ ΒΑΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΗΣ ΤΟΥ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΗΡΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΟΥ. ΙΔΟΥ ΚΑΙΝΑ ΠΟΙΩ ΠΑΝΤΑ. ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΖΩΗ ΣΕ ΘΕΟΤΟΚΑΡΙΟ, ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΣΕ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΔΟΥΛΟΥΣ ΚΥΡΙΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΤΗΡΗΣΗ ΤΩΝ ΕΝΤΟΛΩΝ ΤΟΥ] Καὶ τὴ μεταμορφώνει σὲ σάρκα κοινωνίας, σὲ δυνατότητα αὐθυπέρβασης καὶ αὐτοπροσφορᾶς.[ΑΛΛΟ ΣΑΡΚΑ, ΑΛΛΟ ΦΥΣΗ] Ἡ μεταμόρφωση δὲν εἶναι μαγικὴ ἢ αὐτοματική, δὲν παύει ἡ κάθε ἀνθρώπινη ὕπαρξη νὰ εἶναι σάρκα ἀτομική, δηλαδὴ ἁμαρτωλή, ἀποτυχημένη. ᾿Αλλὰ τώρα ἡ ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία της μπορεῖ νὰ ἐνταχθῆ σὲ ἕνα καινούργιο τρόπο ὑπάρξεως, νὰ γίνη δυνατότητα κοινωνίας μὲ τὸν Θεό. ᾿Αρκεῖ νὰ ἀποδεχθῆ ὁ ἄνθρωπος τὴν ἁμαρτία καὶ ἀποτυχία του, νὰ τὴν ἀποδεχθῆ «ἐν Χριστῷ», ποὺ θὰ πῆ: «συμμορφούμενος» καὶ «συσχηματιζόμενος» μὲ τὴν κένωση τοῦ Χριστοῦ, τὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ.[ΚΕΝΩΣΗ ΥΠΕΣΤΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ Ο ΕΩΣΦΟΡΟΣ. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ Η ΕΚΦΡΑΣΗ, ΣΚΥΛΙ ΞΕΔΟΝΤΙΑΣΜΕΝΟ]
Μὲ τὴν ἀναγνώριση καὶ ἀποδοχὴ τῆς ἁμαρτίας του ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύπτει τὰ ἀβυσσαλέα κενὰ τῆς ζωῆς μέσα στὴν ἴδια τὴν ὕπαρξή του. Καὶ ἐγκαταλείπεται στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης ἀβύσσου ἀπὸ τὸν Χριστό. Δὲν διεκδικεῖ τίποτα, οὔτε ἀτομικὴ ἀναμαρτησία οὔτε ἀτομικὴ ἀρετή, μόνο βυθομετράει τὴ στέρηση τῆς ζωῆς μέσα του μὲ τὸ χάρισμα ζωῆς τοῦ Θεοῦ, μὲ τὴ Χάρη τῆς ζωῆς. Κι αὐτὸ εἶναι τὸ πρῶτο βῆμα κοινωνίας μὲ τὸν Θεό, ἡ ἔμπρακτη κατάφαση στὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρώπινης σάρκας[ΚΑΤΑΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ ΤΗΣ ΣΑΡΚΑΣ ΤΗΣ ΑΜΑΡΤΙΑΣ, ΤΟ ΜΟΙΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΕΧΕΙΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΕΤΟΥΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΣΤΗΝ ΓΛΥΚΟΠΙΚΡΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ, ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΗΝ ΖΩΗ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟ] ἀπὸ τὸν Χριστό. Μεταβάλλεται ὁ «νοῦς» τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ἄνθρωπος «μετανοεῖ», ἀρνεῖται νὰ συμφιλιωθῆ μὲ τὴ νοοτροπία καὶ τὴ στάση τῆς ἐγκύστωσης στὴν ἀτομικότητα.[ΜΑΛΛΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ, ΜΕ ΤΟ ΟΧΙ ΑΚΟΜΑ] Καὶ παρὰ τὴ συνεχιζόμενη πτώση του στὴν ἀπουσία τῆς ζωῆς, στὸ κενὸ τῆς διάτρητης ὕπαρξής του, ἀποδέχεται αὐτὴ τὴν πτώση καὶ τὴν προσάγει στὸ Θεὸ ἀντλώντας ζωὴ ἀπὸ τὴ δική Του ἀγάπη, ἀπὸ τὸν μανικὸ ἔρωτα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο. Ἡ μετάνοια εἶναι ἡ πρώτη ἀνάσταση τοῦ ἀνθρώπου, τὸ προοίμιο τοῦ Μεγάλου Σαββατισμοῦ, ἡ συνάντηση μὲ τὸν Θεὸ στὸν Άδη τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἁμαρτίας, ἡ πρώτη Χάρη καὶ ἐμπειρία τῆς ἑνότητας.[ΜΕ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ]
Αὐτὰ ὅλα δὲν λειτουργοῦν στὸ χῶρο τῶν ἀφηρημένων διανοητικῶν ἀναγωγῶν. Αὐτὰ ὅλα εἶναι ἡ Ἐκκλησία, ἡ βιωματικὴ ἐμπειρία τοῦ «σώματος» τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι σῶμα, ποὺ θὰ πῆ ὅτι τὰ «μέλη» τῆς Ἐκκλησίας συγκροτοῦν μιὰ ὀργανικὴ ἑνότητα – ὅπως τὰ μέλη τοῦ σάρκινου σώματος – ἑνότητα ζωῆς. Δὲν εἶναι ἡ ἠθικὴ τελειότητα ποὺ ἑνοποιεῖ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας· ἡ ἑνότητά τους δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα ἀγαθῶν ἁπλῶς προθέσεων καὶ καλῆς συμπεριφορᾶς, οὔτε κοινῶν ἰδεολογικῶν πεποιθήσεων. Ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑνότητα ζωῆς, γιατὶ εἶναι ἡ κοινὴ καὶ ἔμπρακτη βίωση τῆς μετάνοιας ποὺ ἑνοποιεῖ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ μετάνοια εἶναι ὁ τρόπος ὑπάρξεως ποὺ «ἐγκεντρίζει» τὸν ἄνθρωπο στὴ θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, στὴν ἕνωση τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, τῆς ἀνθρώπινης στέρησης καὶ ἀποτυχίας μὲ τὴ ζωὴ τῆς θείας ἀγάπης – ἕνας «μεταβολισμὸς» τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὰ ὅρια τῆς θεανθρώπινης ὕπαρξης τοῦ Χριστοῦ.[ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;]
Οἱ ἄνθρωποι μέσα στὴν Ἐκκλησία γίνονται «μέλη» ἑνὸς ἑνιαίου σώματος ποὺ εἶναι «σῶμα Χριστοῦ»: «Κεφαλὴ» αὐτοῦ τοῦ σώματος Υπαρκτικὴ ἀπαρχὴ καὶ ὑποστατικὴ πραγμάτωση εἶναι ὁ Χριστός, σάρκα αὐτοῦ τοῦ σώματος εἶναι ἡ θεανθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, ὁ τρόπος ὑπάρξεώς Του: Εἶναι ἡ πρόσληψη τῆς ἁμαρτωλῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς θείας ἀγάπης, καὶ ἡ δυναμικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ στὰ ὅρια ἐπιγνώσεως τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἀνθρώπου.[ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ] Αὐτὴ ἡ «ἀλληλοπεριχώρηση» τῆς θείας καὶ τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς εἶναι ἡ ὀργανική λειτουργία τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, τὸ ἑνιαῖο γεγονὸς τῆς ζωῆς της, ὁ ἑνικὸς τρόπος ὑπάρξεως τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ.[ΤΗΣ ΑΓΙΟΤΗΤΟΣ]
Καὶ γίνεται ὁ ἄνθρωπος «μέλος» τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, κοινωνὸς τῆς ἑνότητας τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μὲ τὴ διανοητικὴ ἀποδοχὴ «ἀρχῶν» καὶ «ἀξιωμάτων», ἀλλὰ μὲ μιὰ σωματική πράξη μετάνοιας, μὲ τὴν καθολική (ποὺ εἶναι καὶ σωματική) αὐτοπροσφορά του στὴν ἀντιπροσφερόμενη Χάρη τοῦ Θεοῦ. Τὸ «μυστήριο» τοῦ Βαπτίσματος εἶναι ἡ χαρισματικὴ ἀφετηρία γιὰ τὴν ἐμπειρία τῆς «καινῆς» ζωῆς ποὺ ἀντιπροσωπεύει ἡ μετάνοια: Ὁ ἄνθρωπος προσφέρει τὴ σωματική του ἀτομικότητα γιὰ νὰ «συσχηματισθῆ» μὲ τὸ θάνατο καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸν κενωτικό τρόπο ὑπάρξεως ποὺ Αὐτὸς ἀποκάλυψε. Καὶ ἡ αὐτοπροσφορὰ τοῦ ἀνθρώπου γίνεται μυστήριο κοινωνίας μὲ τὴ Θεότητα, συνάντησης μὲ τὴ Χάρη τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ – ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος τὶς ὑπαρκτικές δυνατότητες τῆς θεανθρώπινης φύσης τοῦ Χριστοῦ.
Νὰ τὸ ξαναπούμε: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι φύση καινή, καὶ ἡ φύση «ὑφίσταται» καὶ φανερώνεται μόνο ὡς τρόπος ὑπάρξεως. Τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ζωὴ ὡς κοινωνία, ὄχι ἡ ζωὴ ὡς ἀτομικὴ ἐπιβίωση. Μὲ τὸ ἀφετηριακὸ καὶ μέγιστο χάρισμα τοῦ Βαπτίσματος εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος στὴν πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Μετέχει στὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματος ποὺ εἶναι ἡ προσευχὴ τῆς ᾿Εκκλησίας, συντονίζεται μὲ τὴν προσευχὴ τῶν ἁγίων, προσεύχεται μὲ τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων. ᾿Αγωνίζεται νὰ καταστείλη τὴν ἀνταρσία τῆς ἁμαρτωλῆς του φύσης μὲ τοὺς κανόνες καὶ τοὺς ὅρους τῆς ἄσκησης τῶν ἁγίων, συντονισμένος χρονικὰ καὶ τροπικὰ μὲ τὸ σύνολο ἐκκλησιαστικὸ σῶμα. Τρέφεται ἀπὸ τὸ ποτήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὴν τροφὴ τῶν μαρτύρων καὶ ὁμολογητῶν, τὸ δώρημα τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο ποὺ ἑνώνει γῆ καὶ οὐρανό.
Ὅλα αὐτὰ εἶναι ἡ πραγματικότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, εἶναι ἡ ἔμπρακτη ἀποδοχὴ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὅπου εἰσέρχεται ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ Βάπτισμα, μὲ τὴν τριπλή κατάδυσή του στη Χάρη τῆς τριαδικῆς ζωῆς. Καὶ «πραγματικότητα» ἐδῶ δὲν σημαίνει μιὰν ἀντικειμενοποίηση τῆς ζωῆς σὲ ὁριστικὲς καὶ πάγιες μορφὲς βιωματικῆς ἐμπειρίας καὶ συμπεριφορᾶς, ἀλλὰ τὴ δυνατότητα τῆς ζωῆς, τὸ δυναμικὸ ἐνδεχόμενο ὅλης τῆς ἀπεριόριστης κλίμακας τοῦ βιωματικοῦ πλούτου ποὺ ἐπιφυλάσ σει ἡ ἀληθινὴ ἐρωτικὴ αὐθυπέρβαση καὶ προσωπική κοινωνία.
Μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ ξεπήδησε ἡ πρώτη ζωή, ἡ πρώτη, ἀσύλληπτη γιὰ τὴ σκέψη, διαφοροποίηση τῆς ἔμβιας φύσης ἀπὸ τὴν ἄζωη ὕλη. Καὶ μέσα ἀπὸ τὸ νερὸ τοῦ Βαπτίσματος ἀναδύεται ἡ καινούργια ζωή, ἡ ριζικὴ διαφοροποίηση τῆς ζωῆς ὡς κοινωνίας ἀπὸ τὴ συνεχόμενη στὰ ὅρια τοῦ θανάτου ἀτομικὴ ἐπιβίωση. Ο τρόπος ὑπάρξεως τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ ζωὴ ὡς κοινωνία, δὲν εἶναι προσθήκη μιᾶς ἐπιμέρους ἰδιότητας ἢ ἱκανότητας στὴν ἀτομικὴ ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ ἡ ριζική διαφοροποίηση ὅλων τῶν δυνατοτήτων τῆς ὕπαρξης: μιὰ διαφορετική βίωση τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου, τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας. Ὁ χῶρος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἀδιάστατη ἀμεσότητα τῆς προσωπικῆς σχέσης καὶ κοινωνίας, ή ἑνότητα ζώντων καὶ τετελειωμένων, ἁμαρτωλῶν καὶ ἁγίων, «συνάφεια ἀδιάστατος», δίχως ἀρχὴ καὶ πέρας, μέτρο ἢ ποσό, «παντὸς ἀσχέτως ἐπέκεινα ποῦ»15. Καὶ ὁ χρόνος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ μεταμόρφωση τῆς «στιγμῆς» σὲ δυνατότητα ἀδιάστατου παρόντος ἐρωτικῆς ἀμεσότητας, ὁ λειτουργικός χρόνος ποὺ ἑνοποιεῖ τὴν Ἱστορία σὲ δοξολογία, ὁ χρόνος τῆς γιορτῆς ποὺ «διαρκεῖ» ὡς ἀδιάκοπη προσωπική μετάβαση ἀπὸ τὸ θάνατο στη ζωή16.
Ἡ προϋπόθεση τῆς ἀτομικῆς ζωῆς ποὺ εἶναι ἡ λήψη τῆς τροφῆς, ἡ ἄμεση πρόσληψη τοῦ κόσμου, μεταβάλλεται μέσα στὴν ᾿Εκκλησία ἀπὸ προσπάθεια ἐπιβίωσης διαιρετικὴ τῶν ἀνθρώπων, σὲ γεγονὸς κοινωνίας ἑνοποιητικῆς καὶ συνεκτικῆς. Προσλαμβάνουμε τὸν κόσμο, ὑπὸ τὰ εἴδη τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ὡς Λόγο ἔνσαρκο τοῦ Θεοῦ ἀποδεχόμαστε τὴ ζωή, τὴν «ἐν σαρκὶ» ζωὴ τοῦ κόσμου τούτου, ὄχι ὡς αὐτονομημένη ἀτομικὴ ἐπιβίωση, ἀλλὰ ὡς μυστήριο ἑνότητος σαρκὸς καὶ Θεότητος. Κοινωνοῦμε τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀτομική μας σάρκα τρέφεται μὲ μιὰ σάρκα κοινωνίας, θείας κοινωνίας, μὲ τὴ ζύμη μιᾶς ζωῆς ποὺ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς πτώσης μας καὶ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἡ ὄντως ζωή, τὸ περισσὸν τῆς ζωῆς.
Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι αὐτὸ τὸ σῶμα τῆς κοινωνίας, ἡ θεία ζωὴ ἔνσαρκη στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου;;;, ὁ Θεὸς προσφερόμενος ὡς βρώση καὶ πόση – βρώση καὶ πόση ποὺ δὲν συντηρεῖ ἁπλᾶ καὶ προσωρινὰ τὴ ζωὴ στὰ ὅρια τοῦ θανάτου, ἀλλὰ «ἀφθαρτίζει θεοπρεπέστατα» τὴ ζωή. Ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἀφθαρτοποιεῖται μὲ διανοήματα καὶ ἠθικὲς «βελτιώσεις», ἀλλὰ μὲ τὴν ἴδια ἄμεση πρόσληψη τοῦ κόσμου, τὴ βρώση καὶ τὴν πόση, ποὺ εἶναι ἡ φυσική προϋπόθεση τῆς ζωῆς.
Ἡ λήψη τῆς τροφῆς ἑνοποιεῖ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, ἀποκαλύπτει τὴν καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς. Καὶ στὰ ὅρια τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, πάλι ἡ βρώση καὶ ἡ πόση ἑνοποιεῖ τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὴν ἀ φθαρτοποιημένη ζωὴ τοῦ κόσμου, τὴ ζωὴ τῆς σαρκὸς τοῦ Χριστοῦ, ἀποκαλύπτει τὴν καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς ὡς ἑνότητα κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, σαρκὸς καὶ Θεότητος. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ ἑνότητα τῆς ζωῆς τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ κόσμου· ἡ καθολικὴ ἑνοείδεια τῆς ζωῆς πέρα ἀπὸ κάθε διχασμὸ καὶ διαίρεση ὑπερβατικοῦ καὶ ἐγκόσμιου, ὑλικοῦ καὶ πνευματικοῦ· εἶναι ἡ ἑνοποίηση τῶν «πάντων ἐν πᾶσι» στὴν ἑνική μοναδικότητα τῆς θείας ζωῆς.
Ἡ ἑνοποίηση τῶν «πάντων ἐν πᾶσι» συντελεῖται μὲ τὸ γεγονὸς τῆς σάρκωσης τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ ἔχει τὴν πραγματική της φανέρωση στὴν ἐκκλησιαστικὴ Εὐχαριστία. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ εὐχαριστία εἶναι μιὰ κοσμική λειτουργία: συγκεφαλαίωση τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου καὶ τοῦ λόγου τοῦ κόσμου στὸν βιωματικά σαρκωμένο ἀνθρώπινο λόγο τῆς δοξολογίας τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ στὸ θέλημα τοῦ Πατρός, τὸ «ναὶ» τῆς κατάφασης τοῦ Υἱοῦ. Ἡ ἐκκλησιαστικὴ Εὐχαριστία εἶναι ἡ κατάφαση τοῦ ἀνθρώπου στὴν πρόσληψη τῆς φύσης του ἀπὸ τὸν Χριστό, κατάφαση ποὺ ἑνοποιεῖ τὸ λόγο ὅλης τῆς κτιστῆς φύσης – τὸ λόγο τοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ λόγο τοῦ κόσμου· στὸ «ναὶ» τῆς ὑπακοῆς τοῦ Χριστοῦ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἱερουργὸς τῆς εὐχαριστιακῆς ἑνότητας τοῦ κόσμου: Ἡ ἀποκατάσταση τῆς ζωῆς ὡς κοινωνίας, κοινωνίας τῶν προσώπων στὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσης, εἶναι κοινωνία μετοχῆς στὴ ζωὴ τοῦ κόσμου, συγκεφαλαιώνει τὴν ἑνοείδεια τῆς ζωῆς τῶν κτιστῶν ὄντων σὲ μιὰ κίνηση καὶ φορὰ εὐχαριστιακὴ-ἐρωτική, ἐπιστρεπτικὴ στὸ Θεό17.
(Συνεχίζεται)
Σημειώσεις14. Ἐγενόμεθα ἀδελφοί τοῦ μονογενούς, καὶ εἰς τὴν σάρκα αὐτοῦ τελοῦμεν, καὶ ὥσπερ σῶμα κεφαλῇ οὕτως ἡνώμεθα. Ταῦτα οὖν ἅπαντα περισσείαν χάριτος ἐκάλεσεν ὁ Παῦλος. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ομιλία 10.2 εἰς τὴν πρὸς Ρωμαίους, P. G. 60, 477. - Πάντα ὅσα ὁ Θεὸς καὶ ὁ διὰ τῆς χάριτος τεθεωμένος ἔσται, χωρίς τῆς κατ' οὐσίαν ταυτότητος. ΜΑΞΙΜΟΥ τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον 22, P. G. 90, 320A.
15. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, § 45.
16. Βλ. Το Πρόσωπο καὶ ὁ Έρως, § 55.
17. Βλ. Τὸ Πρόσωπο καὶ ὁ Ἔρως, §§ 33, 43.
Καλημερα . Ας κανει ο οποιοσδηποτε αναγνωστης συγκριση αυτου του απιστευτα βαρετου κατεβατου { δεν αντεξα να διαβασω αυτη την σεντονιαδα με τις χιλιοειπωμενες νεοορθοδοξες κοινοτυπιες ] και του αμεσως προηγουμενου κειμενου του Βελιμιροβιτς . Με το κειμενο του Βελιμιροβιτς ο χριστιανος νιωθει τον Χριστο πραγματικα σαν αυτον που περιγραφεται στο Κατα Ιωαννη . Με του Γιανναρα ιδιως αν ο οποιος χριστιανος κανει το λαθος και αγορασει το βιβλιο κανει στα λεφτα που εδωσε τρισαγιο . Η μονη χρησιμοτητα τετοιων κειμενων ηταν οταν δεν υπηρχε ιντερνετ και ολα ηταν τυπωμενο χαρτι ηταν λοιιπον η μονη χρησιμοτητα οτι εξοικονομουσες τα λεφτα για εφημεριδες και τυλιγες με αυτες τις απιστευτα βαρετες αμπελοφιλοσοφιες σαρδελες . ΑΜ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠραγματικά πώς μπόρεσε νά μαζέψει τόσες αερολογίες νά τίς συσκευάσει σάν είδος δώρου μέ κορδελίτσες καί νά αναγνωριστεί σάν μεγάλος θεολόγος, ενώ δέν είχε αφήσει τίποτε όρθιο, είναι μυστήριο. Καλή Σαρακοστή φίλε.
ΑπάντησηΔιαγραφή