Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (6)

Συνέχεια από:  Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

2. Η ΠΗΓΗ

Τὸ κείμενο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννου, στὸ ὁποῖο θὰ βασίσουμε τὴ «μεταφυσικὴ τοῦ σώματος», τὸ παίρνουμε ἐδῶ ἀπὸ τὴν ἔκδοση «ἐν Κωνσταντινουπόλει 1883». Ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ βιβλίου εἶναι ἀναλυτικὴ καὶ ἔχει ὡς ἑξῆς:

«Κλίμαξ θείας ἀνόδου, ἤτοι, λόγος ἀσκητικὸς τοῦ ᾿Αββᾶ Ἰωάννου, καθηγουμένου τῶν ἐν Σινᾷ Ὄρει μοναχῶν, ὃν ἀπέστειλε τῷ ἀββᾷ Ἰωάννη καθηγουμένῳ τῆς Ραϊθοῦ. Διήρηται δὲ Κεφαλαίοις τριάκοντα, βαθμῖσι Κλίμακος ὁμοίως, ἀπὸ τῶν χθαμαλωτέρων ἐπὶ τὰ μετεωρότερα τοὺς ἑπομένους ἀνάγουσι. Παρ' ὃ καὶ Κλίμαξ ἡ βίβλος ὠνόμασται».

Στὴν ἔκδοση τοῦ Migne (P. G. 88, 632) ἡ ἐπιγραφὴ τοῦ ἔργου εἶναι λιτότερη:

«Λόγος ἀσκητικὸς τοῦ ἀββᾶ Ἰωάννου τοῦ ἡγουμένου τῶν ἐν Σινᾷ ὄρει μοναχῶν, ὃν καὶ ἐπέστειλε τῷ ἀββᾷ Ἰωάννῃ τῷ ἡγουμένῳ τῆς Ραϊθοῦ, προτραπεὶς παρ᾿ αὐτοῦ συντάξαι».

Ἡ Κλίμακα ἔχει καὶ τὴν ἐπωνυμία «πλάκες πνευματικαί», ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ἡγουμένου τῆς Ραϊθοῦ: «Τὴν σὴν καθικετεύομεν τῶν ἀρετῶν κορωνίδα τοῦ ἐπιστεῖλαι τοῖς ἀμαθέσιν ἡμῖν, ἅπερ ἐν τῇ θεοπτίᾳ, κατὰ τὸν πάλαι Μωσέα, περὶ τὸ αὐτὸ ὄρος τεθέασαι, καὶ οἱονεὶ πλάκας θεογράφους τὴν παρὰ σοῦ πρὸς ἡμᾶς ἐπιστελλομένην τιμίαν δέλτον εἰς διδασκαλίαν προθεῖναι τοῦ νέου Ἰσραήλ»2. Τὰ τριάντα κεφάλαια ἢ βαθμίδες τῆς Κλίμακος, ἀντιστοιχοῦν στὰ τριάντα χρόνια τῆς σιωπηρῆς ζωῆς τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ στὴν «προθεωρία τῆς ἁγίας Κλίμακος» ὁ ἐκδότης ἢ ἄλλος ἀνώνυμος σχολιαστής: «Ὁ τὴν ἰσάριθμον ἡμῖν τῆς τοῦ Χριστοῦ κατὰ σάρκα ἡλικίας ἀνάβασιν τεκτηνάμενος, καλῶς ὄντως ἐσκόπησε· τῆς τελειότητος γὰρ τῶν αὐτοῦ τριάκοντα ἑνιαυτῶν συμβολικῶς ἐδείματο κλίμακα᾿ ἧς καὶ ἡμεῖς τὸν κύριον χρόνον κατειληφότες, ἔννομοι, ὡς ἀληθῶς, καὶ ἄπτωτοι εὑρεθησόμεθα· ὁ δὲ μήπω τοῦτον ἐφθακώς, νήπιός ἐστιν ἔτι, καὶ ἐν πάση μαρτυρίᾳ καρδίας οὐκ ἀπόδεκτος εὑρεθήσεται»2. Εἶναι μιὰ κλίμακα τοῦ Παραδείσου ἢ τῶν ἀρετῶν ποὺ προοδευτικὰ ἀνεβάζει τὸν ἀναγνώστη «ἀπὸ τῶν γηΐνων ἐπὶ τὰ ἅγια τῶν ἁγίων» καὶ τελικὰ φανερώνει «τὸν Θεὸν τῆς ἀγάπης ἐπ᾿ αὐτῆς ἐστηριγμένον τῆς κορυφῆς»4.

Στὴν Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας τοῦ Κrumbacher γίνεται μιὰ διαίρεση τοῦ περιεχομένου τῆς Κλίμακος σὲ δυὸ μέρη: τὸ πρῶτο (κεφάλαια 1 - 23) ἀναφέρεται στὶς δυσκολίες καὶ στὸν κόπο τῆς χριστιανικῆς ζωῆς, τὸ δεύτερο (κεφάλαια 24 - 30) στις ἠθικὲς καὶ θεολογικὲς ἀρετές5. Ἡ διαίρεση αὐτὴ δὲν ἀνταποκρίνεται στὸ περιεχόμενο τοῦ βιβλίου, ὅπως φαίνεται καὶ ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς τίτλους τῶν κεφαλαίων. Τὰ κεφάλαια περὶ μετανοίας, μνήμης θανάτου, χαροποιοῦ πένθους, ἀοργησίας καὶ πραότητος, ἃγνείας καὶ σωφροσύνης ἀνήκουν στὸ πρῶτο μέρος τῆς διαιρέσεως τοῦ Krumbacher καὶ δὲν ἀναφέρονται σὲ δυσκολίες καὶ ἐμπόδια, ἀλλὰ σὲ ἐπιτεύγματα καὶ ἀγωνίσματα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Εἰναι, λοιπόν, προτιμότερο νὰ δεχθοῦμε τὸν ἑνιαῖο χαρακτήρα αὐτῆς τῆς προοδευτικῆς ἀνόδου ποὺ ἐκφράζουν οἱ βαθμίδες φάλαια τῆς Κλίμακος, χωρίς «συστηματικές» διαιρέσεις.

Μαζὶ μὲ τὴν Κλίμακα ὁ συγγραφέας της ἔστειλε στὸν ἡγούμενο τῆς Ραϊθοῦ καὶ τὴν ἐπιστολὴ «Πρὸς τὸν ποιμένα», ποὺ εἶναι ἕνα ἐγχειρίδιο τῶν καθηκόντων τοῦ ἡγουμένου μιᾶς μονῆς. Ὁ Ἰωάννης δίνει συμβουλές γιὰ τὴ διοίκηση καὶ τὴν πνευματική καθοδήγηση ἑνὸς μοναστηριοῦ. Ὁ ἡγούμενος πρέπει νὰ εἶναι ποιμένας, κυβερνήτης, γιατρὸς καὶ δάσκαλος6, νὰ μὴν ἀντιμετωπίζὴ ὅλες τὶς ψυχὲς μὲ τὴν ἴδια μέθοδο θεραπείας ἢ καλλιέργειας καὶ νὰ μὴν ξεχνάη ποτὲ νὰ μαθητεύη πρὶν ἀπ᾿ ὅλους ὁ ἴδιος7. Στὴν ἔκδοση τοῦ Μιγικε τὸ κείμενο τῆς ἐπιστολῆς «Πρὸς τὸν Ποιμένα» ἀκολουθεῖ μετὰ τὴν Κλίμακα, χωρισμένο σε 14 κεφάλαια. Στὴν ἔκδοση ποὺ παρακολουθοῦμε ἐδῶ ἔχει προστεθῆ ὡς «τριακοστὸς πρῶτος λόγος» στὰ τριάντα κεφάλαια τῆς Κλίμακος, μὲ ξεχωριστὴ ὑπογράμμιση τοῦ τίτλου.

Κριτικὴ ἔκδοση τῆς Κλίμακος καὶ τῆς ἐπιστολῆς πρὸς τὸν Ποιμένα δὲν ἔχει γίνει. Θὰ εἶναι μιὰ δύσκολη φιλολογική δουλειὰ γιατὶ τὰ χειρόγραφα ποὺ διασώζουν τὸ κείμενο εἶναι πάμπολλα, μιὰ καὶ τὸ βιβλίο καθιερώθηκε ἀπὸ νωρὶς ὡς βασικὸ ἀνάγνωσμα τῶν μοναχῶν8. Γιὰ τὸν ἴδιο λόγο ἡ Κλίμακα σχολιάστηκε καὶ ὑπομνηματίστηκε πολύ νωρίς9. Ἡ παράδοση θέλει σὰν πρῶτο σχολιαστὴ τὸν Ἰωάννη τῆς Ραϊθοῦ, στὸν ὁποῖο ὁ Ἰωάννης, ὁ συγγραφέας τῆς Κλίμακος, ἀφιέρωσε τὸ βιβλίο10. Τὰ πρῶτα αὐτὰ σχόλια σώζονται στὴν ἔκδοση τοῦ Migne σὲ γλώσσα λατινική11. Ὡς σχολιαστὴς τῆς Κλίμακος φέρεται καὶ ὁ Πατριάρχης Φώτιος12. Μόνο στὸν Krumbacher, καὶ ὄχι στοὺς μεταγενέστερους μελετητές, βρίσκουμε ὡς συγγραφέα σχολίων στὴν Κλίμακα καὶ τὸν Μιχαήλ Ψελλό13. Βέβαιος σχολιαστὴς εἶναι ὁ Μητροπολίτης Κρήτης Ἠλίας (περίπου ἀνάμεσα στὸ 1120 καὶ 1130)14. «Εξηγήσεις» στὸ βιβλίο «Πρὸς τὸν ποιμένα» ἔγραψε ὁ Νικηφόρος Κάλλιστος-Ξανθόπουλος (14ος αἰώνας)15. Ὑπάρχει καὶ ἕνα ὑπόμνημα στὴν Κλίμακα τοῦ Διονυσίου Kartäuser (†1741) μὲ ἀρκετὲς ἐπιφυλάξεις γιὰ τὸ κείμενο16. Ἐντελῶς πρόσφατα, (Ιανουάριος 1971) ὁ Καθηγητὴς Λίνος Πολίτης ἀνήγγειλε τὴν ὕπαρξη ἀνέκδοτου χειρόγραφου κώδικα, ποὺ περιέχει «Εξήγηση» ὁλόκληρης τῆς Κλιμακος ἀπὸ τὸν Νικηφόρο Κάλλιστο - Ξανθόπουλο [βλ. περιοδικό «Κληρονομία» 3 (1971) σελ. 69 - 84].

Μεταφράσεις τῆς Κλίμακος ἔγιναν πολλὲς καὶ φαίνεται ὅτι δὲν ἔχουν ὅλες τελικὰ ἀπογραφῆ17. ᾿Απὸ τὸν 16ο αἰώνα ἔχουμε μεταγραφὲς τῆς Κλίμακος σὲ ἁπλοελληνικὴ γιὰ τὴ χρήση τῶν μοναχῶν. Οἱ πιὸ γνωστὲς εἶναι: Μαξίμου Μαργουνίου, Βενετία 1590, Ἱερεμίου Σιναΐτου, Βενετία 1774 καὶ Σωφρονίου ἐκ Ραιδεστοῦ, Κων/πολις 1883 - ποὺ ἐξέδοσε ταυτόχρονα καὶ τὸ στερεότυπο κείμενο. Τις ξενόγλωσσες μεταφράσεις ὁ Beck τὶς προσδιορίζει «πολυάριθμες»18. ᾿Αραβικές σώζονται στὸ Παλέρμο, σὲ χειρόγραφους κώδικες19. Μιὰ γεωργιανή μετάφραση ἔχει συμπεριληφθῆ στὰ Analecta Bollandiana20 καὶ τὴν ὀφείλουμε σὲ κάποιο μοναχὸ Εὐθύμιο (10ος – 11ος αἰώνας). Ἡ πρώτη μετάφραση στὰ λατινικὰ ἔγινε ἀπὸ τὸν Angelo da Cingoli21 τὸ 1300, ἀλλὰ εἶναι γνωστὴ μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Αμβρόσιου Traversari ποὺ τὴν ἐπεξεργάστηκε (1480) καὶ τυπώθηκε τελικὰ στὴ Βενετία γιὰ πρώτη φορὰ τὸ 1531 καὶ ἀργότερα σὲ περισσότερες ἐκδόσεις. Δεύτερη λατινική μετάφραση ἔγινε ἀπὸ τὸν Μ. Rader, τὸ 1633. Ἰταλική, ἀπὸ τὸν Gentile da Foligno Βενετία 1491. Παλαιο-ιταλική μετάφραση ἐξέδωσε τὸ 1912 ὁ L. Oliger καὶ τὸ 1941 στὸ Torino ὁ P. Trevisan, δίστηλο κείμενο, ἑλληνικὸ καὶ ιταλικό22. Τελευταία ιταλική μετάφραση εἶναι τοῦ. B. Ignesti, Siena 1955. Ἡ παλαιότερη ἱσπανικὴ ἔγινε ἀπὸ τὸν Maestro Bernandino, Valencia 1553 καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν Luis von Granada, Salamanca 1651. Γαλλικὴ ἔκδοση ἔχουμε τοῦ Arnauld d' Andilly, Paris 1652 καὶ νεώτερες ἐκδόσεις τὸ 1657 καὶ 1743, μὲ βιογραφία τοῦ Ἰωάννου ἀπὸ τὸν Le Maistre de Sacy. Ἡ γερμανική μετάφραση τῆς Κλίμακος ἔγινε ἀπὸ τὸν F. Handwercher, Landshut 1834, μὲ σχόλια στὸ κείμενο, καὶ δεύτερη ἔκδοση στο Regensburg 1874. (Στὴν πρώτη ἔκδοση δὲν ὑπάρχει τὸ ὄνομα τοῦ μεταφραστοῦ). Γιὰ μιὰ πρόσφατη συριακή μετάφραση παραπέμπει ὁ Beck στὸν Smith Lewis, Codex Climaci rescriptus, Cambridge 1909.

Γιὰ τὸν συγγραφέα τῆς Κλίμακος, ἅγιο Ἰωάννη, ἡγούμενο τῆς Μονῆς τῆς ῾Αγίας Αἰκατερίνης τοῦ ὄρους Σινᾶ, δὲν ἔχουμε ἱστορικὲς πληροφορίες, τουλάχιστον γιὰ τὴν καταγωγὴ καὶ προέλευσή του. Ἡ χρονολόγησή του εἶναι ἀκόμα ἐπιστημονικὰ ἐκκρεμής. Ο Krumbacher τὸν τοποθετεῖ στὸν 6ο αἰώνα - περίπου στο 525 - 600. Μιὰ ἐπιστημονικὴ ἀντίρρηση διατυπώθηκε ἀπὸ τὸν F. Nau, ποὺ θέλει τὴν γέννηση τοῦ Ἰωάννη στὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 6ου αἰώνα καὶ τὸν θάνατό του περίπου στο 670 - 680. Ο Beck θεωρεῖ τὴ χρονολόγηση τοῦ Nau ἀναντίρρητη, ὑπάρχει ὡστόσο δημοσιευμένη ἡ διαφορετική γνώμη τοῦ L. Petit24, ποὺ τὴν ἀναφέρουν καὶ οἱ Viller - Rahner25. Ο Altaner χρονολογεῖ τὴ γέννηση τοῦ Ἰωάννη πρὶν ἀπὸ τὸ 579 καὶ τὸν θάνατό του γύρω στὸ 649. Τέλος, στὴν πρόσφατη μελέτη τοῦ Dimitrije Bogdanović καὶ μὲ καλὴ ἱστορικὴ ἔρευνα τῶν πηγῶν, ἡ γέννηση τοῦ Ἰωάννη τοποθετεῖται πρὶν ἀπὸ τὸ 579, ἡ κουρά του πρὶν ἀπὸ τὸ 599, καὶ ὁ θάνατός του μετὰ τὸ 654 καὶ τὸ πιθανώτερο μεταξύ 650 καὶ 680).

Σύμφωνα μὲ τὸν βιογράφο του, μοναχό Δανιήλ τῆς Ραϊθοῦ, σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν «προσήνεγκεν ἑαυτὸν τῷ Χριστῷ... ἐν τῷ Σιναίῳ ὄρει τὸν μοναδικὸν ζυγὸν ὑποδύς»26. ῾Ο Beck χρονολογεῖ τὴν ἔξοδό του ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν εἴσοδό του στὸ μοναχισμό27 γύρω στο 591. Ἔζησε τέσσερα χρόνια ὡς δόκιμος μοναχός, κοινοβιάτης28. Ο Krumbacher ἀναφέρει ὡς δασκάλους καὶ καθοδηγούς του στὴ μοναχικὴ ζωὴ τοὺς μοναχούς Μαρτύριο καὶ ᾿Αναστάσιο (ὁ δεύτερος ἔγινε ἀργότερα Πατριάρχης ᾿Αντιοχείας)29. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μαρτυρίου «ἀνεχώρησε» ὡς ἐρημίτης στὴν τοποθεσία Θολᾶς («Θολᾶς δὲ ὄνομα τῷ τόπῳ»)30 το κατὰ τὸν Beck τὸ 603, ἀφοῦ εἶχε συμπληρώσει τέσσερα χρόνια ὡς δόκιμος μοναχὸς καὶ τὸν δέκατο ἕνατο χρόνο τῆς ἡλικίας του31. Ἔζησε ἐκεῖ ὡς ἐρημίτης 40 ὁλόκληρα χρόνια καὶ ὕστερα ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς Μονῆς τοῦ Σινᾶ. Διετέλεσε ἡγούμενος ἕνα χρονικό διάστημα ἄγνωστο καὶ μετὰ γύρισε πάλι στὴ μόνωσή του32. Ὁ βιογράφος του Δανιὴλ τῆς Ραϊθοῦ (ποὺ εἶναι ἐπίσης δύσκολο νὰ χρονολογηθή, φαίνεται πάντως πὼς ἔζησε ἀρκετὰ χρόνια ἀργότερα ἀπὸ τὸν Κλίμακος)33 ἀναφέρει στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰωάννη ἐξαιρετικὰ ἐπιτεύγματα ἀρετῶν. Θαυμαστὴ ἦταν γιὰ τὸν Δανιὴλ «ἡ τῶν δακρύων ἐκείνου πηγή πρᾶγμα οὐκ ἐν πολλοῖς εὑρισκόμενον» καὶ ὁ «πρὸς Θεὸν ἔρως ἀνείκαστος· τοῦτον γὰρ νύκτωρ καὶ μεθ᾽ ἡμέραν ἐν καθαρῷ ἁγνείας ἐσόπτρῳ φανταζόμενος, κόρον λαβεῖν οὐκ ἠβούλετο μᾶλλον δὲ οἰκειοτέρως εἰπεῖν οὐκ ἠδύνατο»34. ᾿Αναφέρει καὶ δυὸ περιπτώσεις - θαυμάτων τοῦ μακαριστοῦ Ἰωάννη, τὴ διάσωση τοῦ μοναδικοῦ του μαθητή Μωϋσῆ ἀπὸ «λίθον παμμεγέθη κατασπασθέντα» ποὺ («ἔμελλε μικροῦ τελείως συντρίβειν αὐτόν, ὑπ᾿ αὐτῷ βαθέως ὑπνώττοντα», καὶ τὴν ἄμεση ἀπαλλαγή κάποιου μοναχοῦ Ἰσαὰκ ἀπὸ τὸν δαίμονα τῆς σαρκὸς ποὺ τὸν δυνάστευε, μὲ μόνη τὴν προσευχὴ τοῦ ἁγίου.

Ὁ Ἰωάννης τῆς Κλίμακος δὲν ἦταν καθόλου ἕνας ἀμόρφωτος μοναχός, ὅπως θέλησαν, ἀργότερα νὰ τὸν παραστήσουν35. Πηγές τῆς συγγραφής του παρουσιάζονται συνήθως μόνο ή Αγία Γραφὴ καὶ οἱ προσωπικές του ἐμπειρίες ἀπὸ τὴν ἄσκηση36, εἶναι φανερό, ωστόσο, ὅτι ξέρει καλά τουλάχιστον τὸν Εὐάγριο καὶ τὸν Ωριγένη37, καὶ ἄλλους  Πατέρες, ὅπως τὸν τὸν Γρηγόριο Ναζιανζηνό, καὶ τὸν Γρηγόριο Νύσσης37α. Πολὺ ἐνδιαφέρον παρουσιάζει ἡ τέχνη τοῦ γραπτοῦ του λόγου – ἀποφθεγματικὴ καὶ μὲ βαθμιαία πρόοδο τῶν νοημάτων μέσὰ ἀπὸ διαδοχικές ἀντιθέσεις38. 

Οι πνευματικές ρίζες τῆς Κλίμακος τοποθετοῦνται ἀπὸ όλους τους μελετητὲς39 στὸν Eυάγριο Ποντικό (346-399). Ο  Beck προσδιορίζει ένα ευρύτερο ἱστορικό πλαίσιο στὸ ὁποῖο ἐντάσσει καὶ τὸν Κλίμακος40. Διακρίνει δυὸ «σχολές», δυὸ τάσεις ἢ πνευματικά ρεύματα στοὺς μυστικοὺς καὶ ἀσκητικοὺς συγγραφεῖς τοῦ Βυζαντίου. Ονομάζει τὴν πρώτη «σχολή» βιβλικὴ καὶ τὴ δεύτερη φιλοσοφική. Χρονικά προηγεῖται ἡ βιβλική, προτοῦ ἀρχίσει νὰ ἀναπτύσσεται μιὰ ἐπιστημονική Θεολογία. Πρόκειται περισσότερο γιὰ μιὰ ὁδὸ πνευματικῆς ζωῆς ποὺ ἀπευθύνεται, πρὶν ἀπ᾿ ὅλα, στὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου, στὴν ἱκανότητά του νὰ ἀγαπάη καὶ νὰ θυσιάζεται. Τὸ χαρακτηριστικό, λοιπόν, αὐτῆς τῆς ὁδοῦ εἶναι ἡ προτεραιότητα ποὺ δίνεται στὴ θέληση καὶ ὄχι στὸ νοῦ ἢ στη γνώση. Ἡ ἑνότητα μὲ τὸν Χριστό, μέσα ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία καὶ τὰ μυστήρια, εἶναι ἕνα θέμα ἀγάπης καὶ ἑτοιμότητος γιὰ θυσία. Ο Beck βλέπει τὴν ἀρχὴ τῆς «σχολῆς» αὐτῆς στὸν Παῦλο καὶ τὴν προέκτασή της στοὺς «παυλιανοὺς μυστικοὺς» τῆς ἐποχῆς τῶν ἀποστολικῶν Πατέρων, Ἰγνάτιο ᾿Αντιοχείας, Πολύκαρπο Σμύρνης, κ.λ.π. Εἶναι αὐτοὶ ποὺ ζητᾶνε τὴν ἑνότητα μὲ τὸν Χριστὸ μέσα ἀπὸ τὸ μαρτύριο, τὴν ἔμπρακτη αὐτὴ ἀπόδειξη ἀγάπης καὶ ἀφοσιώσεως. Ὅταν τὸ μαρτύριο δὲν εἶναι ἐφικτό, πρέπει νὰ ὑπάρχη τουλάχιστο ἡ ἑτοιμότητα γιὰ τὸ μαρτύριο, γιατὶ αὐτὴ καὶ μόνο ἀξιολογεῖ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστιανοῦ.[Ο Beck δέν είναι αξιόπιστος. Επηρεασμένος από τόν αντιαιρετικό Επιφάνιο Κύπρου, μεταφέρει τό αντιαιρετικό στοιχείο ανάμεσα στούς ασκητικούς συγγραφείς σέ μιά προσπάθεια νά μεταμορφωθεί η άσκηση σέ δόγμα]

Τὴν ἱστορικὴ συνέχεια αὐτῆς τῆς «σχολῆς» ποὺ τονίζει τὴν προτεραιότητα τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστὸ ἀπὸ τὴν ὁδὸ τῆς πράξεως καὶ δὲν ἀπασχολεῖται μὲ τὴ «θεωρητική» προσέγγιση τοῦ Θεοῦ, τὴ βρίσκουμε ἀργότερα στοὺς νομοθέτες τοῦ ὀργανωμένου μοναχικοῦ βίου καὶ ξεχωριστὰ στὸν Μέγα Βασίλειο. Ἡ ἑτοιμότητα τῆς θυσίας μεταφέρεται στὸ «μαρτύριο τῆς ὑπακοῆς» καὶ στὴν πιστότητα στὶς «πρακτικὲς ἀρετές». Γιὰ τὸν Μέγα Βασίλειο τὸ οὐσιαστικώτερο στη χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν. Προϋποθέτει τὸν ὁριστικὸ χωρισμὸ ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὴν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς. Πηγὴ αὐτῆς τῆς ἀσκητικῆς εἶναι ἰδιαίτερα ἡ Βίβλος. ᾿Αντιπροσωπεύει ἕνα «μυστικισμό» τῆς θελήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς καὶ ἔχει δανειστή στοιχεῖα ἀπὸ τὴν πλατωνικὴ καὶ στωϊκὴ φιλοσοφία, χωρὶς ὅμως νὰ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὴ Βίβλο.

Παράλληλα μὲ αὐτὴ τὴ «σχολή» βλέπει ὁ Beck νὰ ἀναπτύσσεται ὁ φιλοσοφικός μυστικισμὸς μὲ μακρυνὴ ἀφετηρία τὸ ἀξίωμα τοῦ ᾿Αναξαγόρα: «θεωρία ἐστὶ τέλος τοῦ βίου». Ἡ δεύτερη αὐτὴ «σχολή» δίνει τὸ πρωτεῖο ὄχι στὴ θέληση, ἀλλὰ στὸ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ωριγένης κι οἱ ᾿Αλεξανδρινοὶ ἀντιπροσωπεύουν πρῶτοι τὴν πνευματικὴ αὐτὴ κατεύθυνση, ποὺ βρίσκει τὴν χαρακτηριστική της ἐκπροσώπηση στὸν Εὐάγριο. Αὐτὸ ποὺ γιὰ τὸν Βασίλειο ἦταν τὸ ὁλοκλήρωμα τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι γιὰ τὸν Εὐάγριο μόνο μιὰ προβαθμίδα, μόνο ἡ εἴσοδος στὴ θεωρία. Ἡ χριστιανικὴ ζωὴ εἶναι γιὰ τὸν Εὐάγριο ὁ νόμος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σύνθετος ἀπὸ τὴν πράξη, τὴ θεώρηση τῆς φύσεως καὶ τὴ Θεολογία. Ὅπως γιὰ τὸν Ωριγένη ἔτσι καὶ γιὰ τὸν Εὐάγριο ὁ κόσμος εἶναι χωρισμένος σὲ τρία μέρη: σὲ ἀπρόσιτο ὕψος ὁ θρόνος τῆς Θεότητος, ἡ ἁγία Μονάδα ποὺ εἶναι ταυτόχρονα καὶ Τριάδα. Χαμηλότερα βρίσκεται τὸ βασίλειο τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν δαιμόνων. Σὲ αὐτὸ ἀνήκει καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς «μεσότης» ἀνάμεσα στοὺς φωτεινοὺς ἀγγέλους καὶ στοὺς σκοτεινούς δαίμονες. Καὶ στὸ βάθος βρίσκεται τὸ βασίλειο τῆς ὕλης. Ὁ Εὐάγριος, ὡστόσο, ἀποδοκιμάζει τὴ διδασκαλία τοῦ Ωριγένη ὅτι ὁ ὑλικὸς κόσμος ὀφείλει τὴν ὕπαρξή του στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸν ἐνδιαφέρει ἡ Κοσμογονία, ἀλλὰ ἡ «πνευματική ψυχολογία», δηλαδὴ ἡ ἐπιστροφὴ στὴν ἑνότητα ποὺ ἔχει χαθῆ γιὰ τὸν ἄνθρωπο μετὰ τὴν πτώση του στὴν ἁμαρτία. Ἡ πτώση στὴν ἁμαρτία εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα μιὰ πνευματική βαρύτητα, μιὰ «παχύτητα» καὶ τὸν τεμαχισμὸ τοῦ ἀνθρώπου σὲ τρία μέρη: στὸ νοῦ, στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Τὸ πρόβλημα τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στὸ «κατ᾽ εἰκόνα», δηλαδὴ στὴν ἑνότητα, γιατὶ ἡ κατεξοχὴν ἑνότητα εἶναι ὁ Ἕνας καὶ Τριαδικός Θεός. Ἡ ὁδὸς τῆς «ἀναγωγῆς» στὴν ἑνότητα ἀνταποκρίνεται στὸ τριαδικό σχῆμα τοῦ Ωριγένη: πράξη, φυσική θεωρία, Θεολογία. Πράξη εἶναι ἡ ἀσκητική προσπάθεια γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῆς ψυχῆς. Προϋποθέτει ἀγώνα ἐνάντια στὰ πάθη, τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καὶ ἄσκηση τῶν ἀρετῶν. Ἡ πίστη καὶ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ πρώτη βαθμίδα γιὰ νὰ προχωρήση ὁ ἄνθρωπος σὲ ἀρετὲς ὅπως ἡ ἐγκράτεια, ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα. Ἡ ἔσχατη κατάληξη τῶν ἀρετῶν εἶναι ἡ ἀπάθεια καὶ ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖ βρίσκει τὸ ἀποκορύφωμά της ἡ πράξη καὶ ἀνοίγεται ἡ εἴσοδος στὴ θεωρία. Ἡ ἀπάθεια δὲν πρέπει νὰ συγχέεται μὲ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, οὔτε μὲ τὴ στωϊκὴ ἀπάθεια. Σημαίνει τὴν ἐσωτερικὴ εἰρήνη τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἀντιστέκεται στοὺς πειρασμούς καὶ αἰσθάνεται ἐλάχιστα τὶς κινήσεις τῆς φύσεως.

Ἡ θεωρία ἔχει δυὸ βαθμίδες, τὴ φυσικὴ θεωρία καὶ τὴ Θεολογία. Ἡ πρώτη εἶναι δύσκολο νὰ προσδιοριστῆ στὴ διδασκαλία τοῦ Εὐάγριου - συχνὰ ἔχει κανεὶς τὴν ἐντύπωση ὅτι πρόκειται γιὰ μιὰ αἰσθητικὴ ἢ νοητική θεώρηση τῆς δημιουργίας. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ὁ Εὐάγριος κατορθώνει μιὰ θρησκευτικὴ ἑρμηνεία τοῦ κόσμου, διαπιστώνει τὴν ὀργανικὴ σχέση καὶ ἀναφορὰ τῶν ὄντων στὸ Θεὸ καὶ πιστεύει ὅτι ἡ μυστική αὐτὴ θεώρηση τοῦ κόσμου εἶναι δῶρο τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Ὁπωσδήποτε, προϋποτίθεται «διάνοια πνευματική», ὁ καθαρὸς νοῦς ποὺ προϋποτίθεται καὶ γιὰ τὴ σωστή κατανόηση τῆς ῾Αγίας Γραφῆς καὶ τῆς Ἱερᾶς Ἱστορίας. Αν καὶ μιὰ τέτοια πνευματική διάνοια εἶναι καρπὸς τῆς πράξεως καὶ τῆς ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὰ πάθη, ὁ Εὐάγριος δὲν τὴν ξεχωρίζει ἀπὸ τοὺς «ψιλοὺς λογισμοὺς» καὶ τὰ «ψιλὰ νοήματα». Γιὰ νὰ προχωρήση ὁ ἄνθρωπος στὸ χῶρο τῆς Θεολογίας, στὴ θέα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, πρέπει νὰ ἐξαφανίση ἀπὸ τὸν νοῦ καὶ αὐτὲς ἀκόμα τὶς καθαρὲς σκέψεις καὶ ἐντελῶς «γυμνὸς» νὰ ἐκζητήση τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. Καμμιὰ ἀνθρώπινη προσπάθεια δὲν χρησιμεύει στὴν περιοχὴ αὐτή. Ὁ Εὐάγριος ὀνομάζει τὴ Θεολογία καὶ νοερά προσευχή. Εἶναι αὐτὴ μιὰ ταύτιση ποὺ μᾶς προφυλάσσει ἀπὸ τὸ νὰ κατανοήσουμε τὸ γεγονὸς τῆς θεωρίας μόνο σὲ διαστάσεις ψυχολογικὲς ἢ διανοητικές. Πρόκειται γιὰ γεγονὸς κοινωνίας, εἶναι μιὰ πραγματικὴ σχέση ἀγάπης μὲ τὸν ζῶντα Θεό. Ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι μόνο ἡ θύρα τῆς θεωρίας, ἀλλὰ καὶ ἡ τελείωση τῆς θεωρίας. Εἶναι ἡ ἀγάπη μιὰ «οὐσιώδης γνῶσις» ποὺ ἀποκαλύπτει τὴ ζωὴ τοῦ Θεοῦ, τὸν τριαδικό τρόπο ζωῆς, ἕνα φῶς γνώσεως χωρὶς εἰκόνες καὶ ἰδεολογικὸ περιεχόμενο. Σε σύγκριση μὲ τὴν «ὑπερβάλλουσα» αὐτὴ γνώση οἱ μυστικοὶ τῆς φυσικῆς θεωρίας βρίσκονται σὲ σκοτάδι βαθύ. Δὲν πρόκειται γιὰ ἔκσταση, τονίζει ὁ Εὐάγριος, ἀλλὰ μόνο γιὰ καθαρότητα τοῦ νοῦ ποὺ ἀντανακλᾶ τὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Μὲ τὸ φῶς αὐτῆς τῆς ἀποκαλύψεως γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος καὶ τὸν ἑαυτό του. Εἶναι τόπος Θεοῦ. ᾿Ακόμα καὶ τὸ ὑλικὸ του σῶμα χάνει τὴ φυσική του βαρύτητα.

Αὐτὴ εἶναι μιὰ συντομώτατη σύνοψη τῆς διδασκαλίας τοῦ Εὐάγριου, ὁ ὁποῖος ἔχει πολὺ μελετηθῆ τὰ τελευταία χρόνια41. Ἡ σχέση του καὶ οἱ διαφορές του μὲ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος θὰ ἔπρεπε νὰ εἶναι ἀντικείμενο μιᾶς ξεχωριστῆς μελέτης. Ὅπωσδήποτε ὁ Ἰωάννης ἀνήκει στὴ «σχολή» τοῦ Εὐάγριου, ἡ διδασκαλία του ἀποβλέπει σὲ μιὰ βαθμιαία ἄνοδο στὸν χῶρο τῆς καθαρῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ πολὺ σχετικὴ μὲ τὴν εὐαγριανὴ ὁδὸ τῆς «ἀναγωγῆς». Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει δύσκολα νὰ δεχτοῦμε εἶναι ἡ ἔνταξη τῆς διδαχῆς τῆς Κλίμακος σὲ ἕνα «σύστημα» ὅμοιο ἢ ἀνάλογο μὲ τὸ εὐαγριανό. Εἶναι ἕνας πειρασμὸς αὐτὸς ποὺ παρακολουθεῖ ἰδιαίτερα τὴ δυτική σκέψη: νὰ ὀργανωθῆ ἡ διδασκαλία τῶν Πατέρων σὲ συστηματικές συνθέσεις, σὲ περισσότερο ἢ λιγότερο αὐστηρὰ σύνολα. Ὁ Εὐάγριος δίνει ὁπωσδήποτε ἀφορμὲς γιὰ μιὰ συστηματική θεώρηση τῆς διδασκαλίας του, περισσότερο μὲ τὰ δάνεια ποὺ κάνει ἀπὸ τὴν κοσμολογία τοῦ Ωριγένη42. ᾿Αλλὰ παρόμοιες ἀφετηρίες ἀναγωγῆς σὲ «σύστημα» λείπουν ἐντελῶς ἀπὸ τὴν Κλίμακα τοῦ Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης δὲν ἀποβλέπει σὲ «συστηματική» κατάταξη καὶ προσδιορισμὸ τῶν φάσεων τῆς πνευματικῆς τελειότητος μὲ κίνητρα θεωρητικά, δηλαδὴ στὰ πλαίσια μιᾶς μεταφυσικῆς Ὀντολογίας καὶ Κοσμολογίας. Ἡ πλατωνική - νεοπλατωνική θεώρηση τῆς οὐσιαστικῆς ταυτότητος τῶν ὄντων, ἡ συναίρεση τῆς ἀλήθειας τῶν ὄντων στὴν ὑπερφυᾶ γνώση τοῦ Θεοῦ (στοιχεῖα ποὺ ὁ Ivánka ἀποδίδει στὸν Εὐάγριο)43 ἢ καὶ ἡ προτεραιότητα τῆς θεωρίας ἔναντι τῆς πρακτικῆς, τοῦ νοῦ ἔναντι τῆς θελήσεως, δὲν εἶναι θέσεις ποὺ μποροῦν νὰ βροῦν κάποιο στήριγμα στὸ κείμενο τῆς Κλίμακος τοῦ Ἰωάννη. Ὁ Ἰωάννης συγγράφει ποιμαντικό, συμβουλευτικὸ ἐγχειρίδιο, οὐσιαστικά καταγράφει τὴν πνευματική του πεῖρα. Χρησιμοποιεῖ, βέβαια, τὴν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς καὶ προσδιορίζει μιὰ ὁδὸ πνευματικῆς τελειότητος πολὺ σχετικὴ μὲ τὴν ὁδὸ ποὺ περιγράφει καὶ ὁ Εὐάγριος. Ἀλλὰ εἶναι φυσικὴ σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἡ συγγένεια μὲ τὸν Εὐάγριο, ὄχι γιὰ τὶς κοινὲς φιλοσοφικὲς καὶ ὠριγενικές καταβολές, ἀλλὰ γιατὶ τοὺς συνδέει ἡ κοινὴ πνευματικὴ ἐμπειρία τῆς ἐρήμου καὶ τῆς ἀσκήσεως, ὁ κοινὸς δρόμος γιὰ τὴν «εὕρεση» τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι χωρίζει τὸν Ἰωάννη ἀπὸ τὸν Εὐάγριο δὲν εἶναι «συστηματικές» διαφορές, ἀλλὰ ἡ ἐμμονὴ τοῦ Ἰωάννη στὰ καθωρισμένα πιὰ ὅρια τῆς πνευματικότητος τῆς Ἐκκλησίας (μετὰ τὴν Ε΄ Οἰκουμενική Σύνοδο ποὺ κατεδίκασε τὶς κακοδοξίες τοῦ Εὐάγριου καὶ τοῦ Ωριγένη)43α. 

Ὑπάρχει μέσα στὸ κείμενο τῆς Κλίμακος καὶ μιὰ συγκεκριμένη καὶ ἐπώνυμη ἀποδοκιμασία τοῦ Εὐάγριου ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. «Εδοκίμασεν ὁ θεήλατος Εὐάγριος τῶν σοφῶν σοφώτερος τῇ τε προφορᾷ γενέσθαι καὶ τοῖς νοήμασιν· ἀλλ᾽ ἐψεύσθη ὁ δείλαιος, τῶν ἀφρόνων φανεὶς ἀφρονέστερος ἐν πολλοῖς...»45. ᾿Αλλοῦ χρησιμοποιεῖ ὁ Ἰωάννης γλώσσα ἀκόμα πιὸ σκληρή, πιθανώτατα γιὰ τὸν Ωριγένη: «Μηδέποτε πενθῶν ἀποδέξῃ τὸν κύνα ἐκεῖνον, τὸν φιλάνθρωπόν σοι τὸν Θεὸν ὑποβάλλοντα»46. Αν δὲν ἀναφέρεται στὸν δαίμονα πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἐννοῆ τὸν Ωριγένη καὶ τὴ διδασκαλία του γιὰ τὴν «ἀποκατάσταση τῶν πάντων». Ὁ Ἰωάννης γνωρίζει τὶς ἀποφάσεις τῆς Ε΄ Οἰκουμενικής Συνόδου καὶ τὴν καταδίκη τῶν κακοδοξιῶν τοῦ Ὠριγένη καὶ τοῦ Εὐάγριου, ὅπως γνωρίζει καὶ τὶς ὀλέθριες συνέπειες αὐτῶν τῶν κακοδοξιῶν γιὰ τὴν πνευματικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας (μὲ ἀφετηρία τὶς πρακτικὲς ἀκριβῶς συνέπειες ἀποδοκιμάζει μὲ τόση ὀξύτητα τοὺς δυὸ πλανηθέντες). Εἶναι, λοιπόν, ἀμείλικτος γιὰ τὴν παραποιημένη αὐτὴ ἀλήθεια ποὺ ἡ Ἐκκλησία τὴν ἀπέκοψε ἀπὸ τὸ σώμα της. Ἡ δική του διδαχὴ εἶναι σὲ πολλὰ ὅμοια μὲ τοῦ Εὐάγριου, ὡστόσο ἀπορρίπτει συνολικὰ τὸν Εὐάγριο ἀφοῦ προχώρησε, ἔστω καὶ σὲ ἐλάχιστα σημεῖα, πέρα ἀπὸ τὴν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.

Τὸ μεγαλύτερο μέρος τῆς Κλίμακος εἶναι ἀφιερωμένο στὸν ἰσχυρὸ τονισμὸ τῆς πράξεως, ἀλλὰ ἡ πράξη συνδέεται μὲ τὴ θεωρία μὲ τρόπο ὀργανικό. «Τὶς δώσει μοι πτέρυγας ὡσεὶ περιστερᾶς καὶ πετασθήσομαι διὰ πρακτικῆς καὶ καταπαύσω διὰ θεωρίας καὶ ταπεινώσεως;»47. Ἡ θεωρία εἶναι ὁ φυσικὸς καρπός, ἡ ὀργανικὴ συνέπεια τῆς πρακτικῆς καὶ παρέχεται ὡς δῶρο καὶ ἐπιβράβευση. Εἶναι σημάδι τελειότητος πνευματικῆς, ἀλλὰ ὄχι καὶ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας. «Οὐκ ἐγκληθησόμεθα ἐν ἐξόδῳ ψυχῆς διότι οὐ τεθαυματουργήκαμεν, οὐδ᾽ ὅτι οὐ τεθεολογήκαμεν, οὐδ᾽ ὅτι θεωρητικοὶ οὐ γεγόναμεν· ἀλλὰ λόγον πάντως δώσομεν τῷ Θεῷ, διότι ἀδιαλείπτως οὐ πεπενθήκαμεν»48. Καὶ ἀλλοῦ: «Οὐ πάντας μὲν ἀπαθεῖς γενέσθαι δυνατόν· πάντας δὲ σωθῆναι καὶ Θεῷ διαλλαγῆναι οὐκ ἀδύνατον»49. Στὴν Κλίμακα δὲν δίνεται προτεραιότητα μεθοδολογική οὔτε στὴ θεωρία οὔτε στὴν πρακτική, γιατὶ σκοπὸς δὲν εἶναι ἡ συστηματική καταγραφὴ μιᾶς μεθόδου, ἀλλὰ ὁ προσδιορισμὸς τῆς ὁδοῦ τῆς σωτηρίας καὶ ἡ χειραγώγηση τοῦ πιστοῦ στὴ Χάρη. Ἡ «ξενιτεία» καὶ ἡ «βία τῆς φύσεως» καὶ ἡ «μνήμη θανάτου» καὶ τὸ «μακάριον πένθος» καὶ ἡ «ἀκήρατος ὑπακοὴ» καὶ ἡ «τήρησις τοῦ νοὸς» καὶ ἡ «φυλακὴ τῆς καρδίας» εἶναι φάσεις τῆς πρακτικῆς ἀσκήσεως καὶ ταυτόχρονα «ἀναβάσεις» διαδοχικὲς στὴν κλίμακα τῆς τελειώσεως, καρποὶ τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἀνώτερες βαθμίδες αὐτῆς τῆς ἀναβάσεως, ὁ «ἐπίγειος οὐρανὸς τῆς θεομιμήτου ἀπαθείας», ἡ «μακαρία προσευχὴ καὶ ἡ ἐν αὐτῇ νοερὰ καὶ αἰσθητὴ παράστασις», ὁ «σύνδεσμος τῆς ἐναρέτου Τριάδος ἐν ἀρεταῖς – ἀγάπη, ἐλπίς, πίστις» ἐξαρτῶνται ὀργανικὰ ἀπὸ τὶς προηγούμενες βαθμίδες καὶ εἶναι ἄρρηκτα δεμένες πάντοτε μὲ τὴν «πρακτική». Ἴσως αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ ὑπογραμμιστῆ σὰν κύριο χαρακτηριστικὸ τῆς διδασκαλίας τῆς Κλίμακος: Ἡ ἀδιάκοπη καὶ ὀργανικὴ σύνδεση τῆς θεωρίας μὲ τὴν πρακτική, τῆς προσπάθειας μὲ τὸ δῶρο, τῆς θελήσεως μὲ τὴ Χάρη. Καὶ στὰ πιὸ πρακτικὰ κεφάλαια ἐπισημαίνονται πάντοτε τὰ «θεωρητικά» δῶρα τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ καὶ στὶς περιγραφὲς τῶν ἀναβάσεων τῆς θεωρίας δὲν παραλείπεται ποτὲ ὁ τονισμὸς τῶν προϋποθέσεων τῆς πρακτικῆς.

Ἡ σύζευξη τῆς θεωρίας μὲ τὴν πρακτικὴ βρίσκει στὴν Κλίμακα τὴ χαρακτηριστική της ἔκφραση σὲ μιὰ πράξη, σὲ ἕνα ἔργο, δηλαδὴ στὴν προσευχὴ καὶ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Τὸ δῶρο τῆς γνώσεως καὶ τῆς Θεολογίας, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἀπάθειας καὶ τῆς ἀγάπης, παρέχεται μέσα στὸν χῶρο τῆς προσευχῆς. Τὸ τέλος τῆς προσευχῆς, ἡ φυσική της κατάληξη, εἶναι ἡ «ἁρπαγή πρὸς Κύριον»50, ἡ ἀπελευθέρωση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν αἰχμαλωσία τῶν λογισμῶν51, ἡ «συναγωγή» τοῦ νοῦ στὴ μονολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ. «Πολυλογία μὲν πολλάκις ἐν προσευχῇ τὸν νοῦν καὶ ἐφάντασε καὶ διέχυσε, μονολογία δὲ πολλάκις τὸν νοῦν συνάγειν πέφυκε»52. «Ἰησοῦ μνήμη ἑνωθήτῳ τῇ πνοῇ σου καὶ τότε γνώσει ἡσυχίας ὠφέλειαν»53. Πρόκειται, λοιπόν, γιὰ μιὰ πραγματικὴ ἐρωτικὴ ὁδό, γιὰ τὴν ἀπόσπαση ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινο καὶ φυσικό λογισμὸ καὶ τὴν προσκόλληση στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ, τὴν ἀδιάκοπη κοινωνία μαζί Του. Τὴν ὁδὸ τῆς ἐρωτικῆς αὐτῆς γνώσεως, τῆς «συνουσίας καὶ ἑνώσεως ἀνθρώπου καὶ Θεοῦ»54, περιγράφει χαρακτηριστικὰ ὁ ἅγιος Ἰωάννης στὸ τριακοστό κεφάλαιο τῆς Κλίμακος. Ἡ γνώση καὶ ἡ Θεολογία συγκεφαλαιώνονται στὴ θέα τοῦ φωτὸς τοῦ Δεσποτικοῦ Προσώπου. Πρόκειται γιὰ τὸ «ἅγιον καὶ ὑπερουράνιον πῦρ», τὸ ὁποῖο «ἐπιδημοῦν» ἄλλους μὲν «καταφλέγει, διὰ τὸ ἔτι ἐλλειπὲς τῆς καθάρσεως», ἄλλους δὲ «φωτίζει, διὰ τὸ μέτρον τῆς τελειότητος»55. 

Οι Viller - Rahner καταλογίζουν στὸν Ἰωάννη ὅτι τὴ στενὴ ὁδὸ τοῦ Εὐαγγελίου τὴν ἔκανε περισσότερο δύσκολη μὲ τὴν αὐστηρὴ ἀσκητικὴ διδασκαλία του56. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπαρατηρήση κανεὶς ὅτι ἡ στενότητα καὶ δυσκολία τῆς εὐαγγελικῆς ὁδοῦ ἀφορᾶ σὲ μιὰ ἀξιολόγηση ποὺ ἔχει ἄμεση σχέση μὲ τὴν προσωπική προσδοκία καὶ ἀναζήτηση. Οπωσδήποτε οἱ ἀναβάσεις τῆς Κλίμακος εἶναι ἀπρόσιτες, ἴσως καὶ ἀκατανόητες, ὅταν τὸ προσδοκώμενο εἶναι μιὰ «σχέση» μὲ τὸν Θεὸ στὰ ὀρθολογικὰ πλαίσια τῆς κοινωνικῆς θρησκευτικότητος. Οἱ θρησκευτικές συγκινήσεις, ἡ ἥσυχη συνείδηση ὑπακοῆς στὶς «ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ» καὶ κάποιες μεταφυσικὲς ἐπαγγελίες, ἄσχετες μὲ τὴν πραγματικὴ καὶ ἄμεση ἐμπειρία, ὁρίζουν χωρὶς ἄλλο, μιὰν εὑρύτατη εὐαγγελικὴ ὁδό. Μόνο ποὺ ὅλα αὐτὰ δὲν ἔχουν καμμιὰ σχέση μὲ τὴν πεῖρα τῆς νίκης τοῦ θανάτου, μὲ τὴ ζωὴ τῆς ᾿Αναστάσεως, μὲ τὴν πραγματικὴ σχέση μὲ τὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, μὲ τὸ αἰσθητὸ φῶς τῆς γνώσεως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας καὶ στὴν ὁποία ἀποβλέπει ἡ ἀσκητικὴ τῆς Κλίμακος.

Σημειώσεις

1. «... ὑπὸ τοῦ ἐν Ἁγίῳ Ὄρει ῎Αθῳ παρὰ τῇ Μεγίστη Λαύρᾳ Σωφρονίου Ἐρημίτου, ἐπὶ τῇ βάσει μεμβραΐνων χειρογράφων τῆς ἐν τῷ ἁγιονύμῳ Ὄρει Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Διονυσίου, Δαπάνῃ τῶν ἐκ Ραιδεστοῦ ἀδελφῶν Σ. Κεχαϊόγλου, ᾿Αδείᾳ δὲ τοῦ ὑπουργείου τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως καὶ ἐκ τοῦ τυπογραφείου Κ. Α. Βρετοῦ».
2. Σελ. 10.
3. σελ. 6. Τὸ ἴδιο σχόλιο καὶ στὸν Migne P.G. 88, 6290 μὲ μικρὲς παραλλαγές.
4. σελ. 11.
5. Geschichte der byzantinischen Literatur, Zweite Auflage bearbeitet von A. EHRHARD und H. GELZER, München 1897, σελ. 143. ᾿Ασφαλῶς ἀπὸ τὸν Krumbacher ἔχει παραλάβει τὴ διαίρεση καὶ ὁ ALTANER, Patrologie, Freiburg i. Βr. 1958 σελ. 482. Στὸ πρῶτο μέρος πιστεύει ὅτι περιγράφονται οἱ ἐπικίνδυνες γιὰ τὸν μοναχὸ κακίες, ἐνῶ στὸ δεύτερο οἱ ἀρετές.
6. Κεφ. ΛΑ΄ § β, γ, δ, ε, σελ. 171.
7. Κεφ. ΛΑ΄ § λα΄ κ.ἑ. σελ. 174.
8. Φαίνεται πὼς γενικὰ τὸ κείμενο ἔγινε σεβαστὸ καὶ δὲν ἀλλοιώθηκε σημαντικά, παρὰ τὴν εὐρύτατη χρήση του καὶ τὶς πολλὲς ἀντιγραφές. Εἶχα τὴν εὐτυχία νὰ «περιεργαστῶ» σὲ ἕνα σύντομο πέρασμα ἀπὸ τὴ Μονὴ τοῦ Σινᾶ τοὺς δεκαπέντε χειρόγραφους κώδικες τῆς Κλίμακος ποὺ σώζονται στη βιβλιοθήκη τῆς Μονῆς καὶ ποὺ χρονολογοῦνται ἀπὸ τὸν ΙΧ ἕως τὸν XVII αἰώνα. Σημείωσα μιὰν ἐλευθερία που φαίνεται πὼς ὑπῆρχε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ στὴν ἀντιγραφὴ τῶν τίτλων τῶν κεφαλαίων καὶ ποὺ μοιάζει μὲ προσπάθεια γιὰ ἕνα ὑποτυπώδη σχολιασμό κάθε κεφαλαίου. ᾿Αναφέρω ἐδῶ μερικὰ παραδείγματα :
Στὸν τίτλο τοῦ Β΄ κεφαλαίου. Κώδικας 416 (ὁ ἀριθμὸς ἀναφέρεται στὸν χειρόγραφο κατάλογο τῆς Μονῆς) ΙΧ - Χ. αἰῶνος :
«Περὶ τῆς ταπεινοποιοῦ ἀπροσπαθείας».
Κ. 417 (XIII - XIV αἰ.): Περὶ ἀπροσπαθείας ἤγουν τῆς λύπης.
Κ. 418 (ΧΙ αἰ.) : Περὶ ἀπροσπαθείας ἤτοι χωρισμοῦ λύπης.
Κ 419 (ΧΙ αἰ.) : Περὶ ἀπροσπαθείας ἤγουν τῆς ἐπὶ τῷ κόσμῳ λύπης.
Κ. 420 (ΧΙ αἰ.) : Περὶ ἀπροσπαθείας, ἤγουν τοῦ μὴ λυπεῖσθαι τὰ βιωτικά.
Στὸ Ε΄ κεφάλαιο :
Κ. 416 : Περὶ τῆς Θεοδιαλλάκτου μετανοίας.
Κ. 418 : Περὶ μετανοίας μεμεριμνημένης ἐν ᾗ καὶ περὶ τῆς θεαρέστου φυλακῆς τῶν καταδίκων. Απο
Κ. 417 : Περὶ μετανοίας μεμεριμνημένης καὶ ἐναργοῦς ἐν ᾗ καὶ ἡ φυ λακὴ ἡ θεάρεστος τῶν ἁγίων καταδίκων.
Στὸ Η΄ κεφάλαιο :
Κ. 416 : Περὶ τῆς δυσπορίστου ἀοργησίας.
Κ. 417 : Περὶ ἀοργησίας ἠπίας.
Κ. 418 : Περὶ ἀοργησίας.
Κ. 420 : Περὶ ἀοργησίας, ἢ τὸ θεῖον πνεῦμα ἐπαγάλλεται.
Στὸ ΚΕ΄ κεφάλαιο :
Κ. 416 : Περὶ τῆς ἁγίας ἐλάφου ταπεινοφροσύνης.
Κ. 417 : Περὶ τῆς ἁγιελάφου ταπεινοφροσύνης.
Κ. 420 : Περὶ ταπεινοφροσύνης τῆς ταχυσώστου ἐν τοῖς κτωμένοις αὐτήν.
Κ. 422 (ΧΙ αἰ.) : Περὶ τῆς τῶν παθῶν ἀπωλείας τῆς ὑψίστης ταπεινοφροσύνης ἀοράτῳ αἰσθήσει.
Στὸ ΚΗ΄ κεφάλαιο :
Κ. 416 : Περὶ τῆς ἀγγελικῆς καὶ ἀΰλου προσευχῆς.
Κ. 418 : Περὶ προσευχῆς ἀΰλου.
Κ. 420 : Περὶ προσευχῆς ἀΰλου καὶ θείας Θεῷ νοῦν παριστώσης.
Κ. 422 : Περὶ τῆς ἱερᾶς καὶ μητρὸς τῶν ἀρετῶν τῆς μακαρίας προσευχῆς καὶ περὶ τῆς ἐν αὐτῇ νοερᾶς καὶ αἰσθητῆς παραστάσεως.
9. VILLER-RAHNER, 156.
10. BECK, 452.
11. Βλ. Migne P. G. 88, 1211.
12. BECK, 523 - 524 καὶ 597. Παραπέμπει κατ᾿ ἀρχὴν στὸν Migne,
P. G. 88 καὶ γιὰ τὴν ἔκδοση 11 πιθανῶς γνησίων σχολίων στὸν Α. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ - ΚΕΡΑΜΕΑ, Pravoslav. Palestinskij Sbornik 11 (1892) 21 - 24. Ἐπίσης στὸν G. HOFMANN, Der hl. Johannes Klimax bei Photios, Orientalia Christiana Periodica 7 (1941) 461-479.
13. Βλ. KRUMBACHER σελ. 80. Οπωσδήποτε, ὁ Krumbacher άναφέρεται στήν : Μιχαὴλ Ψελλοῦ, Ἑρμηνεία εἰς τὸ ρητὸν τῆς Κλίμακος: ᾿Αρχ. Ο μεμάθηκα ἀλλ' οὐχ ὁ πέπονθα ἐπηγγειλάμην διδάσκειν ὑμᾶς...
Cod. Paris. gr. 1182 (XIII s.), fol. 284v285r. ed. J. Bidez, Catalogue de Manuscrits alchimiques Grecs, VI, Bruxelles 1928, p. 171-176 (v. Introduction p. 167-170).
14. VILLER-RAHNER, 156BECK, 655 καὶ 588.
15. BECK, 706.
16. VILLER-RAHNER, 157.
17. BECK, 451.
18. BECK, 451.
19. Bibl. Naz. III D2 καὶ cod. Sbath 237.
20. Τόμος 49 (1931) σ. 285 (P. Peeters).
21. Η στὰ τέλη του 13ου αἰ., ὅπως θέλουν οἱ VILLER - RAHNER, 157.
22. Corona Patrum Salesiana, Serie greca, Volume VIII-IX S. Giovanni Climaco, Scala Paradisi, Testo con Introduzione, Versione e Note del Sac. Pietro TREVISAN d. p. S.S. Societa Editrige Internationale, Torino 1941.
23. Note sur la date de la mort de Saint Jean Climaque, Byzantinische Zeitschrift 11 (1902) σ. 35-37.
24. Στὸ Dictionnaire de Théologie Catholique, Paris 1924. VIII/1, σ. 690.
25. Στὴ σελ. 155 καὶ 156.
25. Dimitrije Bogdanović: Jean Climaque dans la litterature byzantine et la litterature serbe ancienne, Belgrade 1968 σελ. 235, σερβιστὶ μὲ σύνοψη 11 σελίδων γαλλιστί.
26. Σελίδα 6, στὴν ἔκδοση Κωνσταντινουπόλεως 1883.
27. Σελ. 451.
28. BECK, ibid.
29. O Hugo BALL (ὁ μοντέρνος αὐτὸς ζωγράφος καὶ ποιητὴς καὶ ἱδρυτὴς τοῦ Ντανταϊσμοῦ (Dada) ποὺ στράφηκε μετὰ στὴ Θεολογία καὶ ἔγινε θαυμαστὴς τοῦ ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ) στὸ ἔξοχο καὶ πνευματικώτατο βιβλίο του: Byzantinisches Christentum (II. Auflage, Einsiedeln 1958, σελ. 16) ἔχει μιὰ πληροφορία ποὺ δὲν εἶναι ἱστορικὰ ὀρθή. Σημειώνει γιὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος ὅτι σὲ ἡλικία δεκαέξι ἐτῶν κατατάχθηκε στὸ ἀλεξανδρινὸ ἐκεῖνο μοναστήρι τοῦ ὁποίου τὴ μανιχαϊκὴ αὐστηρότητα (dessen manichäerhafte Strenge) περιγράφει μετὰ στὸ 4ο καὶ 5ο κεφάλαιο τῆς Κλίμακος. Δὲν ἀναφέρει ἀπὸ ποῦ ἔχει τὴν πληροφορία ὁ Ball, γιατὶ στὸ μὲν 4ο κεφάλαιο δὲν ἀποκλείεται ὁ Ἰωάννης νὰ περιγράφη τὴ μονὴ τῆς πρώτης του κοινοβιακῆς ἀσκήσεως, στὸ 5ο ὅμως κεφάλαιο ἀναφέρεται μὲ ἀκρίβεια στὴ «φυλακὴ τῶν ἁγίων καταδίκων» ποὺ εἶναι ὁπωσδήποτε κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὴ μονὴ τῆς δικῆς του ἀσκήσεως. Σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση που διατηρεῖται στὴ Μονὴ τοῦ Σινᾶ τὰ ἐρείπια τῆς «φυλακῆς» αὐτῆς σώζονται ὡς σήμερα στὸ δρόμο πρὸς τὴν τοποθεσία Θολᾶς, σὲ δυὸ ὧρες ἀπόσταση ἀπὸ τὸ μοναστήρι τῆς ἁγ. Αἰκατερίνης. ᾿Αλλὰ ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὴν ἱστορικότητα τῶν ἐρειπίων, τὸ κείμενο τῆς Κλίμακος στο 5ο κεφάλαιο προσδιορίζει ἕνα ξεχωριστό τόπο ἀσκήσεως ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ ταυτίζεται μὲ τὴ μονὴ τοῦ 4ου κεφαλαίου.
30. Σελ. 7 τῆς ἐκδ. Κωνσταντινουπόλεως 1883.
31. Βλ. L. PETIT A dix-neuf ans accomplis, il embrasse la vie éremitique a Tholas, a 5 miles du couvent. Dict. Théol. cathol. VIII/1, 690.
Οἱ μοναχοὶ τοῦ Σινᾶ δείχνουν καὶ σήμερα τὴ σπηλιὰ ὅπου ἀσκήτεψε ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος. Ἔχει σχηματιστῆ ἀπὸ πελώριους βράχους γρανίτη ἀποκομμένους ἀπὸ τὸ βουνὸ ποὺ στέκει ἀπὸ πάνω, καὶ ποὺ ἔχουν τέτοια φυσική τοποθέτηση ὥστε νὰ σχηματίζουν σπηλιά, μὲ ἐξαιρετικὰ χαμηλὴ εἴσοδο, ἀπὸ τὴν ὁποία μόνο ἔρποντας μπορεῖ κανεὶς νὰ εἰσχωρήση στὸ ἐσωτερικό. Η νότια πλευρὰ τῆς σπηλιᾶς εἶναι χτισμένη, γιὰ νὰ ὁλοκληρωθῆ ὁ κλειστὸς χῶρος. Τὸ ὕψος τοῦ ἐσωτερικοῦ τῆς σπηλιᾶς εἶναι πιὸ χαμηλὸ ἀπὸ τὸ ἀνάστημα ἑνὸς μέτριου ἀνθρώπου. Σὲ ἀπόσταση δέκα λεπτῶν καὶ στὴν ἴδια – ἐξαιρετικά κατωφερική – πλαγιὰ ὑπάρχει ἀσήμαντη βλάστηση ποὺ πρέπει νὰ σημαίνη ὅτι κατὰ καιροὺς ὑπάρχει ἐκεῖ νερό.
32. KRUMBACHER, 143.
33. BECK, 466: Es berichtet wenig Konkretes und scheint ebenfalls erst geraume Zeit nach dem Tode des Heiligen verfasst worden zu sein. Die Handschriften enthalten mehrere Rezensionen (Αναφέρει ελάχιστες συγκεκριμένες πληροφορίες και φαίνεται επίσης ότι γράφτηκε αρκετό καιρό μετά το θάνατο του αγίου. Τα χειρόγραφα περιέχουν διάφορες αναθεωρήσεις).
34. Σελ. 9
35. BECK, 154
36. KRUMBACHER 143
37. BECK, 354; VILLER RAHNER, 161.
37α. Κλίμαξ, λόγος ΚΣΤβ΄ § ιθ΄ σελ. 140 καὶ ΙΕ΄ οστ' 96.
38. BECK, 451, VILLER-RAHNER, 159: Man spürt sein Bestrevben nur Schrittofur Schritt voranzugehen, genau die Stufe zu bestimmen, zu der man gelangt ist und den Weg, den man noch vor sich hat, klar aufscheinen zu lassen. [Μπορείτε να αισθανθείτε την προσπάθειά του να κάνει μόνο ένα βήμα τη φορά, να προσδιορίσει το ακριβές στάδιο στο οποίο έχει φτάσει και να δείξει ξεκάθαρα το μονοπάτι που έχει ακόμα μπροστά του].
39. Βλ. ενδεικτικά! Μ. LΟΤ - BORODINE, Doctrine de la deification dans l'Eglise grecque, στο Revue de l'Histoire des Religions, 106(1932) 527 «Κλίμαξ, tel est le titre du célèbre traité de piété orientale, dû à la plume du moine Sinaïte Jean, surnommé le Climaque d'après son oeuvre maitresse. Il représente l'école de Palestine qui se développe parallèlement a celle d'Egypte. Il semble bien que toutes les saintes échelles du Moyen âge dérivent de ce manuel de la vie contemplative qui exerça, par ailleurs une influence décisive sur les destinées de la spiritualité byzantine. L'église greque a canonisé le Climaque comme elle l'a fait de tous ses grands ascètes-abbès, à l'exception de l'origéniste Evagre, condamné par Ve Concile oecuménique». [«Κλίμαξ», αυτός είναι ο τίτλος της περίφημης πραγματείας για την ανατολική ευσέβεια, που οφείλεται στην πένα του Σιναΐτη μοναχού Ιωάννη, ο οποίος ονομάστηκε Ιωάννης της Κλίμακας από το κύριο έργο του. Αντιπροσωπεύει την παλαιστινιακή σχολή, η οποία αναπτύχθηκε παράλληλα με την αιγυπτιακή σχολή. Φαίνεται ότι όλες οι ιερές κλίμακες του Μεσαίωνα προέρχονται από αυτό το εγχειρίδιο της ησυχαστικής ζωής, το οποίο άσκησε επίσης καθοριστική επίδραση στη μοίρα της βυζαντινής πνευματικότητας. Η Ελληνική Εκκλησία αγιοποίησε τον Ιωάννη της Κλίμακας, όπως και όλους τους μεγάλους ασκητές ηγουμένους της, με εξαίρεση τον Ωριγενιστή Ευάγριο, ο οποίος καταδικάστηκε από την Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδο».
Βλ. ἐπίσης, ΒECK 353 καὶ VILLER-RAHNER 161.
40 . Σελ. 344 κ. έ.
41. Κριτική σύνοψη μὲ ἐνδιαφέρουσες ἑρμηνευτικές παρατηρήσεις στη διδασκαλία τοῦ Εὐάγριου μπορεῖ νὰ βρῆ ὁ ἀναγνώστης καὶ στὶς ἀκόλουθες μελέτες :
– τῆς Μ. LOT-BORODINE, Doctrine de la déification... κλπ. σελ. 562 κ. έ.
– τοῦ Endre IVANKA, Plato Christianus, Einsiedeln 1964 σελ. 147-148.
– τοῦ Hans Urs von BALTHASAR, Metaphysik und Mystik des Evagrius Ponticus, Zeitschrift für Aszese und Mystik, 14 (1939) 32.
– Antoine et Claire GUILLAUMONT, Evagrele Pontique στὸ Dictionnaire de Spiritualité, τόμος IV/A σελίδες 1731 - 1744. Γενικώτερη βιβλιογραφία γιὰ τὸν Εὐάγριο δίνει ὁ BECK στη σελ. 346, οἱ VILLER-RAHNER στη σελ. 98, ὁ J. QUASTEN (Initiation aux Pères de l'Église, Paris 1963) ΙΙΙ σ. 248 – 257, ὁ H. U. v. BALTHASAR στο βιβλίο του, Kosmische Liturgie, Einsiedeln 1961, σελ. 342, καὶ ὁ ALTANER, Patrologie σελ. 237-238.
42. Ωστόσο παραμένει ἀμφίβολο καὶ πρέπει νὰ ἐρευνηθῆ ἂν ὁ Εὐάγριος ἀπέβλεπε πρωταρχικὰ σὲ ἕνα θεωρητικό σύστημα, στὴν ἀρτίωση μιᾶς Μεταφυσικῆς, ἀρνούμενος τὴ βάση τῆς ἐμπειρίας τῆς Ἐκκλησίας. Τόσο ὁ δεσμός του μὲ τοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς ἐποχῆς του, Βασίλειο, Γρηγόριο Ναζιανζηνό καὶ τοὺς δύο Μακάριους, ὅσο καὶ ἡ θητεία του στὴν ἔρημο καὶ ἡ ἀφοσίωσή του στὸ μοναχικό βίο εἶναι τεκμήρια μιᾶς ἐκκλησιαστικότητος ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ θυσιαστῆ στὴ φιλοσοφική ἀναζήτηση. Οἱ δυτικοὶ μελετητὲς τῶν «μυστικῶν» λεγόμενων Πατέρων ἔχουν μιὰ ἐξαιρετικὴ εὐκολία νὰ ἑρμηνεύουν τὴν πατερικὴ διδασκαλία μὲ δεδομένα σχήματα, προπάντων νεοπλατωνικά, χωρὶς συχνὰ νὰ διερωτῶνται ἂν ἡ χρήση τῆς ὁρολογίας ἢ καὶ τῆς μεθόδου τῶν νεοπλατωνικῶν σημαίνει ὁπωσδήποτε ταύτιση τῆς Θεολογίας μὲ τὴ φιλοσοφική αὐτὴ σχολὴ καὶ κατεύθυνση. Ἡ γλώσσα τῆς μυστικῆς ἐμπειρίας τῶν Πατέρων τῆς ἐρήμου εἶναι κατανοητὴ μόνο μέσα ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ζωῆς τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας, τὸν χῶρο τῆς ἀποφατικότητος, τῶν ἁγίων εἰκόνων, τῆς λατρείας, καὶ ὄχι ἀπὸ ἀφετηρίες ἀποκλειστικά φιλοσοφικὲς καὶ γενικὰ «θρησκευτικές», γιατὶ τότε οἱ ἑρμηνεῖες εἶναι πιὰ ἀνεξέλεγκτες. ῾Ο Η. U. v. Balthasar φτάνει νὰ βλέπη τὴ μυστική διδασκαλία τοῦ Εὐάγριου πλησιέστερη στὸν Βουδδισμὸ παρὰ στὸν Χριστιανισμό, βλέπει τὸν Εὐάγριο ὡς «μυστικό», ἀλλὰ ὄχι ὡς «χριστιανό μυστικό»: «Kann kein Zweifel bestehen, dass die Mystik des Evagrius inahrer völlig konsequenten geschlossenheit dem Buddhismus wesentlich näher steht als dem Christentum»[Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μυστικισμός του Ευαγρίου, στην απόλυτα συνεπή ενότητά του, είναι πολύ πιο κοντά στον Βουδισμό παρά στον Χριστιανισμό]. (Metaphysik und Mystik. σελ. 38, 39). «Τὸ σύστημά του εἶναι ἕνας καθαρὸς Ιδεαλισμός ποὺ ἔχει παραμείνει στὴν προχριστιανική βαθμίδα, ἔστω κι αν χρησιμοποιή «χριστιανικὴ ὁρολογία» (σελ. 40). Σὲ παρόμοιες ἀκραῖες ἐρμηνεῖες μπορεῖ νὰ φτάση κανεὶς ξεκινώντας ἀπὸ θρησκευτικὲς καὶ φιλοσοφικὲς ἀφετηρίες καὶ ὄχι ἀπὸ τὴν ἱστορικὴ βάση τῆς ἐμπειρίας τῆς ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.
43. Plato Christianus, 148.
43a. Les cadres généraux du dogme de Climaque s'identifient approximativement aux grandes lignes de la théologie orientale orthodoxe. C'est la théologie dite apophatique où la connaissance de Dieu réside hors des limites du rationnel. L'Echelle tend vers la connaissance de Dieu, mais son chemin est mystagogique: la connaissance est dans l'illumination par la lumière divine, donc dans l'énergie divine... Ce qui y est caractéristique, c'est que dans l'Echelle le dogmatique déborde constamment le domaine éthique. Le dogme est ici, pour ainsi dire, la théorie de l'éthique... Le but de l'être créé, dans l'homme, c'est la déification (théosis).[ Το γενικό πλαίσιο του δόγματος της Κλίμακος μπορεί να ταυτιστεί κατά προσέγγιση με τις κύριες γραμμές της ανατολικής ορθόδοξης θεολογίας. Πρόκειται για αυτό που είναι γνωστό ως αποφατική θεολογία, στην οποία η γνώση του Θεού βρίσκεται έξω από τα όρια της λογικής. Η Κλίμακα τείνει προς τη γνώση του Θεού, αλλά η πορεία της είναι μυσταγωγική: η γνώση έγκειται στο φωτισμό από το θείο φως, και επομένως στη θεία ενέργεια... Χαρακτηριστικό της Κλίμακας είναι ότι το δογματικό υπερέχει διαρκώς του ηθικού τομέα. Το δόγμα είναι εδώ, τρόπον τινά, η θεωρία της ηθικής... Ο στόχος της δημιουργημένης ύπαρξης του ανθρώπου είναι η θέωση (θεοποίηση)]. (BOGDANOVIC, ἐ.ἀ. σελ. 218).
44. Λόγος ΙΔ΄ § η΄ σελ. 82. Βλ. καὶ Hugo BALL, Byz. Christ. σελ. 47.
45. Εἶναι καὶ ἡ γνώμη τοῦ Η. Ball ὅτι ἀναφέρεται στὸν Ωριγένη. Βyz. Christ. σελ. 42.
46. Λόγος ΣΤ΄ § ια΄ σελ. 60.
47. Δ' α' 28.
48. Ζ΄ ογ' 70.
49. ΚΣΤ΄ νδ' 133.
50. ΚΗ' κ' 160.
51. ΚΗ΄ ιδ' 160.
52. ΚΗ΄ θ' 160.
53. ΚΖ' κστ' 156,
54. ΚΗ΄ α' 159.
55. ΚΗ΄ νβ΄ 163.
56. σελ. 158 : Man könnte ihm fast vorwerfen, er habe den schmalen Pfad des Evangeliums noch enger gemacht. [Κάποιος θα μπορούσε σχεδόν να τον κατηγορήσει ότι έκανε το στενό μονοπάτι του Ευαγγελίου ακόμη πιο στενό.]

Η ΧΡΥΣΗ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου