Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024

Η υπαρξιακή φιλοσοφία του Martin Heidegger 1

Η υπαρξιακή φιλοσοφία του Martin Heidegger 1
Είναι και Χρόνος

Της Edith Stein

Δεν είναι δυνατόν, μέσα σε λίγες σελίδες, να αποδώσουμε μια εικόνα του πλούτου και της δύναμης των πραγματικά διαφωτιστικών ερευνών, που εμπεριέχονται στον μεγάλο κορμό του Heidegger, στο «Είναι και Χρόνος». Ίσως κανένα άλλο βιβλίο τα τελευταία δέκα χρόνια να μην έχει επηρεάσει τόσο ισχυρά τη φιλοσοφική σκέψη του παρόντος, όσο αυτό. Αν και δημιουργείται συχνά η εντύπωση, πως λαμβάνονται υπόψιν μόνο οι καινούργιες ή εκ νέου νοηματοδοτημένες λέξεις, χωρίς να έχει αναγνωρισθεί το ριζοσπαστικό τους νόημα και η ασυμβατότητα τους με τον υπόλοιπο νοηματικό εξοπλισμό, ο οποίος χρησιμοποιείται παράλληλα.

Εδώ μπορούμε απλώς να προσπαθήσουμε, να αποδώσουμε τις βασικές γραμμές, ώστε να λάβουμε μια θέση, όσο είναι δυνατόν.

Η αναπαραγωγή της πορείας του στοχασμού α


Σκοπός του έργου είναι «να θέσει εκ νέου το ερώτημα για το νόημα του Είναι». Ο προσδιορισμός αυτού θεμελιώνεται κατά πρώτον με την αντικειμενική-επιστημονική προτεραιότητα τού περί του Είναι ερωτήματος (Seinsfrage): «Όλη η οντολογία…παραμένει ουσιαστικά τυφλή και μια αντιστροφή της πιο χαρακτηριστικής της προθέσεως, εάν προηγουμένως δεν ξεκαθαρίσει επαρκώς το νόημα του Είναι, και εάν αυτό το ξεκαθάρισμα δεν το συλλάβει ως το θεμελιώδες πρόβλημα της». Κατά δεύτερον, με τον ισχυρισμό, πως μέχρι σήμερα, όχι μόνο δε δόθηκε κάποια ικανοποιητική λύση, αλλά ούτε καν η κατάλληλη διατύπωση της ερώτησης είναι επιτυχημένη. Οι σημαντικότερες προσπάθειες στον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη δεν θα μπορούσαν να φτάσουν στον στόχο, γιατί ολόκληρη η αρχαία οντολογία θεωρούσε ένα συγκεκριμένο τρόπο του Είναι (Seinsweise)-την παρεύρεση (Vorhandensein)-ως το Είναι απολύτως (schlechthin). Κατά συνέπεια, προϋπέθεταν το Είναι πάντα ως το στον ύψιστο βαθμό γενικό και αυτονόητο, που δεν επιδέχεται και δεν χρειάζεται κανένα ορισμό πια. Στηρίχτηκαν κατά τα άλλα στην αρχαία οντολογία, όχι μόνο σε ολόκληρο τον Μεσαίωνα, αλλά και στις επιδραστικές προσπάθειες της μοντέρνας εποχής: Descartes και Kant.

Για να λάβει κανείς απάντηση στο περί του νοήματος του Είναι ερώτημα, πρέπει να ρωτήσει το ον (das Seiende), όχι οποιοδήποτε τυχαίο, αλλά το ον, στο Είναι του οποίου ανήκει το ερωτάν περί του νοήματος του Είναι και μια κάποια προκαταρκτική (προ-οντολογική) κατανόηση του Είναι. Αυτό το ον, «που είμαστε εμείς οι ίδιοι», ονομάζεται «Dasein», γιατί ο προσδιορισμός της ουσίας αυτού του όντος δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με την παράθεση ενός τι, που αναφέρεται σε πράγμα (sachhaltiges Was), αλλά η ουσία του βρίσκεται μάλλον στο γεγονός πως το Είναι του πρέπει να είναι πάντα δικό του (je sein Sein als seiniges zu sein hat).» Καθώς η δική του κατανόηση του Είναι δεν επεκτείνεται μόνο στο δικό του Είναι (που ονομάζεται ύπαρξη, Existenz), αλλά και στο μη σύμφωνο προς το Dasein (nicht daseinsmäßig) ον, «η θεμελιακή οντολογία, από την οποία μπορούν να μετά όλες οι υπόλοιπες, πρέπει να αναζητηθεί στην υπαρκτική αναλυτική του Dasein.» Για τον λόγο αυτό αφιερώνεται το πρώτο μέρος του έργου στην ερμηνεία του Dasein: το πρώτο τμήμα περιέχει προπαρασκευαστική ανάλυση του Dasein. Το δεύτερο μέρος θέλει να καταδείξει «το νόημα του όντος, που ονομάζουμε Dasein…την χρονικότητα». Και επειδή στο Είναι αυτού του όντος ανήκει η κατανόηση του Είναι, γι’ αυτό πρέπει «ο χρόνος ως ορίζοντας της κατανόησης του Είναι μέσα από την χρονικότητα ως Είναι του κατανοούντος το Είναι Dasein»… «να οδηγηθεί στο φως και να κατανοηθεί γενικώς». Σε ένα τρίτο μέρος έπρεπε να διαπραγματευθεί το «Χρόνος και Είναι». Και μάλιστα με την έννοια, πως όχι μόνο το Dasein πρέπει να κατανοείται ως χρονικό, αλλά και το Είναι θα έπρεπε να «γίνεται αντιληπτό εκ του χρόνου». Φαίνεται πως το μέρος αυτό είχε γραφτεί μαζί με τα δυο πρώτα (γίνονται παραπομπές σε παραγράφους), αλλά δεν έχει δημοσιευθεί. Επίσης, ολόκληρο το δεύτερο μέρος-μια αναγκαίως απαραίτητη «Αποδόμηση της ιστορίας της οντολογίας» (Kant-Descartes-Αριστοτέλης), με την υπόδειξη στην ιστορικότητα του Dasein και της κατανόησης του Είναι εκ μέρους του, έχει απλώς ανακοινωθεί.

1 Η προπαρασκευαστική ανάλυση του Dasein

Η προπαρασκευαστική διερεύνηση το χαρακτηρίζει ως το Είναι που ανήκει στο Dasein, ότι είναι κάθε φορά δικό μου (απολύτως μοναδικό, όχι κάτι γνεικό). Πως αναφέρεται στον εαυτό του και πως το Είναι του ή η ύπαρξη του, είναι η ουσία (Wesen) του. Αυτό που ανήκει στη δομή του Είναι, ονομάζεται υπαρκτικό χαρακτηριστικό (Existenzial). Τα υπαρκτικά χαρακτηριστικά αντιστοιχούν στις κατηγορίες του «παρευρισκόμενου» (Vorhanden). Το Dasein όμως δεν είναι κανένα παρευρισκόμενο, κανένα «τι», αλλά ένα «ποιος». Δεν «έχει» δυνατότητες ως «ιδιότητες», αλλά «είναι» οι δυνατότητες του. Το αυθεντικό-σε αυτό ανήκον (eigentlich) Είναι είναι το να-ανήκει-στον-εαυτό-του (Sich-zu-eigen-sein). Οι εκφράσεις «εγώ», «υποκείμενο», «ψυχή», «πρόσωπο», όπως και «άνθρωπος» και «ζωή» αποφεύγονται, είτε γιατί σημαίνουν πως το Dasein καθίσταται πράγμα (Verdinglichung)-σημειώνεται ως το σφάλμα της αρχαίας οντολογίας και της χριστιανικής δογματικής, ότι έσπρωξαν το Dasein στην κατηγορία του παρευρισκόμενου-είτε γιατί άφησαν ασαφές, ποιο ακριβώς Είναι που δεν είναι πράγμα (nicht-dingliches) εννοούσαν.

Το Dasein εξετάζεται κατ’ αρχήν όπως είναι στην καθημερινότητα. Σε αυτό ανήκει ουσιαστικά το «Εν-τω-κόσμω-είναι» (In-der-Welt-sein), και βάσει αυτού ανυψώνονται διάφορα: το «εν-τω-κόσμω» (in-der-Welt), το «ποιος» (wer), που είναι μέσα στον κόσμο, και το «εν-είναι» (In-sein). Με τον όρο «κόσμος» δεν εννοείται το σύνολο των παρευρισκόμενων αντικειμένων, ούτε μια συγκεκριμένη περιοχή του όντος (όπως η «φύση»). Είναι ακριβώς αυτό, μέσα στο οποίο ζει το Dasein, και δεν γίνεται κατανοητό από καμιά άλλη σκοπιά, παρά μόνο ξεκινώντας από το Dasein. Το «εν-είναι» δεν έχει να κάνει τίποτα με την χωρικότητα. Είναι ένα υπαρκτικό χαρακτηριστικό, ανήκον στον τρόπο ύπαρξης (Seinsweise) του Dasein ως τέτοιου, ανεξάρτητο από την χωρική σωματικότητα του κορμιού. Το «Εν-τω-κόσμω-είναι» χαρακτηρίζεται ως «Besorgen» (με τις πολλαπλές σημασίες «τελειώνω (κάποια δουλειά)», «εκτελώ (μια διαδικασία)», «μεριμνώ», «ανησυχώ»). Ακόμα και η αναγνώριση (Erkennen) είναι ένα είδος Besorgen. Αλλοιώνει κανείς τον πρωταρχικό του χαρακτήρα, όταν τον ερμηνεύει ως μια σχέση μεταξύ των παρευρισκομένων («υποκείμενο» και «αντικείμενο»). Είναι ένας τρόπος του ενείναι (Insein), και μάλιστα όχι ο θεμελιώδης, αλλά μια παραλλαγή του πρωταρχικού εν-είναι (In-sein). Το πρωταρχικό (das Ursprüngliche) είναι μια σχέση με τα πράγματα (Dinge), τα οποία δε θεωρούνται ως κάτι το απλά «παρευρισκόμενο» (Vorhandenes), αλλά ως «εργαλείο» (Zeug) (υλικά, εργαλεία, αντικείμενα προς χρήση): ως κάτι το «πρόχειρο» (Zuhandenes). Κάθε τι κατανοείται ως κάτι «για να…» (um zu…). Η ματιά (Sicht) που ανακαλυπτει αυτό το «για να…» (Um-zu), είναι περίσκεψη (Umsicht). Η θεωρητική στάση αντιθέτως είναι μια απερίσκεπτη (un-umsichtiges) μόνο-παρατήρηση (Nur-Hinsehen). Σε μια χωρίς τριβές συμπεριφορά προς τα «πρόχειρα» πράγματα αυτά παραμένουν δυσδιάκριτα, διακριτικά (unaufdringlich und unaufsässig). Μόνο όταν κάτι αποδειχθεί άχρηστο, γίνεται αντικείμενο προσοχής και προβάλλει, σε αντίθεση προς αυτό που χρησιμοποιείται και δεν είναι «προς το χέρι» (zur Hand). Το άχρηστο που προβάλλεται αποκαλύπτει την παρεύρεση του. Η απουσία ή η αχρηστία καθίσταται υπόδειξη, που οδηγεί από το μεμονωμένο στο όλο του εργαλείου και προς τον κόσμο. Η μέριμνα (Besorgen) συμβαίνει πάντα πάνω στο θεμέλιο μιας οικειότητας με τον κόσμο. Το Dasein κατανοεί τον εαυτό του ως ον μέσα στον κόσμο και κατανοεί τη σημασία του κόσμου. Έχει με όλα εκεί μέσα κάποια σχέση-εμπειρία (Bewandtnis) και μέσα σε αυτή «αφήνει τα πράγματα ελεύθερα», όταν δεν απαιτούν να τα πιάσει ή να τα αναμορφώσει κανείς.

Κάθε εργαλείο έχει στο σύνολο των εργαλείων (Zeugganzes) τη θέση (Platz) και την περιοχή (Gegend) του, όπου ανήκει: «είναι στη θέση του» ή «βρίσκεται παραπεταμένο». Αυτή είναι χωρικότητα, που ανήκει στα πράγματα-εργαλεία (Zeugdingen). Δεν πρέπει να ερμηνευθεί ώστε να σημαίνει, πως τα πράγματα τοποθετήθηκαν σε ένα ήδη παρευρισκόμενο χώρο σε αδιάφορους τόπους (Ort). Χάριν όμως στην ενότητα του συνόλου των σχέσεων-εμπειριών (Bewandtnisganzes) συγκλίνουν όλες οι θέσεις σε μια ενότητα. Και το Dasein επίσης είναι χωρικό. Η χωρικότητα του όμως δε σημαίνει, ούτε πως έχει μια θέση (Stelle) στον αντικειμενικό χώρο, ούτε μια θέση ως κάτι το πρόχειρο. Η χωρικότητα του καθορίζεται από την «από-μάκρυνση» (Ent-fernung) και την «κατεύθυνση» (Ausrichtung). «Απομάκρυνση»(άρση της μάκρυνσης, απόστασης, Aufhebung der Ferne) σημαίνει, πως φέρνει (το Dasein) το πρόχειρο σε μια κατάλληλη εγγύτητα. Η «κατεύθυνση» λέει, πως έχει κατευθύνσεις (δεξιά, αριστερά, πάνω, κάτω, κτλ.) μέσα στο περιβάλλον, και συναντά κάθε τι το χωρικό. «Ο χώρος» (der Raum) δεν έχει αρθεί ακόμα. Ο χώρος δεν είναι ούτε «μέσα» στο υποκείμενο, ούτε ο κόσμος «μέσα» σε αυτόν, ως μέσα σε ένα ήδη παρευρισκόμενο. Ανήκει στον κόσμο ως κάτι το οποίο τον συν-οικοδομεί. Μέσα σε μια ρύθμιση του Dasein, στην οποία έχει άρει την πρωταρχική στάση της «μέριμνας» (Besorgen) και ακόμα «παρατηρεί» (betrachtet), μπορεί να οδηγηθεί για τον εαυτό του σε κατάσταση άρσης (Aufhebung) και να θεωρηθεί ως «καθαρός ομογενής χώρος».

Το ποιος του Dasein δεν είναι μια παρευρισκόμενη ουσία, αλλά μια μορφή ύπαρξης. «…η ουσία του ανθρώπου δεν είναι το πνεύμα ως η σύνθεση ψυχής και σώματος, αλλά η ύπαρξη.» Στο Dasein ανήκει ένα συν-είναι (Mitsein) άλλων όντων, που και αυτά έχουν τη μορφή του Dasein. Αυτό δεν είναι μια εύρεση των άλλων ήδη παρευρισκόμενων υποκειμένων, αλλά ένα «μαζί με τους άλλους» (Miteinandersein), που προϋποτίθεται για μια γνωριμία και κατανόηση (Einfühlung, ενσυναίσθηση). Στην κατανόηση του Είναι (Seinsverständnis) από πλευράς του Dasein ανήκει η κατανόηση των άλλων. «Αυτή η κατανόηση, όπως η κατανόηση εν γένει, δεν είναι μια γνώση που προκύπτει από την αναγνώριση, αλλά ένα πρωταρχικό υπαρκτικό είδος του Είναι, που καθιστά δυνατή την αναγνώριση και τη γνώση». Έτσι το Dasein είναι από την αρχή ένα συν-είναι-μέσα-στον-κόσμο (Mit-dasein-in-der-Welt). Το υποκείμενο του, και το υποκείμενο του καθημερινού Dasein εν γένει- δεν είναι ο εαυτός του (das eigen Selbst), αλλά ένας κάποιος (ein Man, με ένα n. Ο άνδρας γράφεται με δυο, Mann): δεν είναι ένα άθροισμα υποκειμένων, ούτε ένα γένος ή είδος, αλλά- όπως και αυθεντικός εαυτός που στην αρχή καλύπτεται από το κάποιος-ένα ουσιώδες υπαρκτικό χαρακτηριστικό.

Μετά τήν διασαφήνιση του «κόσμου» και του «ποιος», μπορεί να κατανοηθεί ακόμα καλύτερα το εντός-Είναι (In-Sein). Το Dasein σημαίνει da sein, και αυτό σημαίνει ένα εδώ προς ένα εκεί είναι: ανοικτοσύνη για ένα χωρικό κόσμο. Σημαίνει επίσης «να είναι παρόν για τον εαυτό του». Η ανοικτοσύνη αυτή χρησιμοποιείται ως το νόημα «του λόγου περί του lumen naturale (φυσικό φως) μέσα στον άνθρωπο»: «δεν εννοεί τίποτε άλλο, παρά την υπαρκτική-οντολογική δομή αυτού του όντος, που υπάρχει με τον τρόπο του, να είναι το εδώ του (sein Da zu sein). Είναι «φωτισμένο» (geleuchtet), σημαίνει: ως προς τον εαυτό του ως εν-τω-κόσμω-Είναι ξεκαθαρισμένο (gelichtet, Lichtung: ξεφωτο), όχι μέσω ενός άλλου όντος, αλλά το ίδιο είναι το ξέφωτο.» Το να είναι ανοικτό δεν στηρίζεται σε αντανακλαστική πρόσληψη, αλλά είναι ένα υπαρκτικό χαρακτηριστικό, που ανήκει στο Dasein ως τέτοιο. Το ίδιο πρωταρχικά μέσα στο Dasein αποδεικνύονται η διάθεση-πως αισθάνεται (Befindlichkeit) και η κατανόηση (Verstehen). Το «πως αισθάνεται» σημαίνει μια εσωτερική διάθεση (Gestimmtheit). Το Dasein βρίσκεται πάντα σε κάποια «διάθεση» (Stimmung). Δεν προέρχεται ούτε «απ’ έξω», ούτε «από μέσα», αλλά είναι ένας τρόπος του εν-τω-κόσμω-είναι. Και αυτή του αποκαλύπτει πως είναι «ριγμένο» (Geworfenheit): βρίσκεται ως ον μέσα στον κόσμο και έτσι διατεθειμένο. «Το καθαρό «ότι είναι» αναδεικνύεται, το από που και προς τα που παραμένει στο σκοτάδι». «Βρίσκεται, βρίσκει τον εαυτό του» (es findet sich), δε σημαίνει τίποτε άλλο, παρά πως είναι ανοικτό για τον εαυτό του. Η ανοικτοσύνη είναι το ένα νόημα της κατανόησης. Πέραν αυτού βρίσκεται μέσα σε αυτό ένα «να καταλαβαίνει τον εαυτό του για…», δηλαδή μια δυνατότητα ή ικανότητα, που ως ανήκουσα στον είναι του, του είναι διάφανη. «Το Dasein δεν είναι μια παρεύρεση, που ως επιπρόσθετο κατέχει το να μπορεί να κάνει κάτι, αλλά είναι πρωτογενώς μια δυνατότητα». Η υπαρκτική κατανόηση είναι αυτό, από το οποίο προκύπτουν η σκέψη και η θεωρία. Στην κατανόηση των ιδίων δυνατοτήτων προστίθεται η κατανόηση των ενδοκοσμικών δυνατοτήτων, που έχουν σημασία για το Dasein: το Dasein σχεδιάζει/ρίχνει (entwirft) διαρκώς το Είναι του στις δυνατότητες. Μέσα σε αυτό το σχεδίασμα είναι πάντοτε ήδη αυτό που ακόμα δεν είναι, και μάλιστα λόγω του κατανοούντος Είναι του.

Η κατανόηση μπορεί να εκπτυχθεί σε εξήγηση, δηλαδή σε μια κατανόηση κάποιου πράγματος ως κάτι. Σε αυτήν δεν ανήκει οπωσδήποτε μια γλωσσική έκφραση. Προϋποτίθεται πάντα μια σκέτη κατανόηση, και μάλιστα μέσα από μια ολότητα σημασιών. Μέσα σε αυτό βρίσκεται μια προσοχή (προς-έχω: Vor-haben, έχει όμως τη σημασία της πρόθεσης), μια πρόβλεψη (Vorsicht, μεταφράζεται ως προσοχή) και μια προ-λήψη (Vor-griff) σε συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Το Είναι (Sein), που ανοίγεται σε ένα Dasein, έχει νόημα (Sinn). Αυτό που κατανοείται είναι το ον. Το νόημα δεν είναι «καθ’ εαυτώ», αλλά έχει ένα υπαρκτικό καθορισμό. Μόνο το Dasein μπορεί να είναι πλήρες ή κενό νοήματος. Ότι δεν είναι σύμφωνο με το Dasein είναι ανόητο, και μόνο αυτό μπορεί να είναι αντίθετο του νοήματος. Το νόημα είναι υποδιαιρεμένο μέσα στην εξήγηση, και είναι ήδη μέσα στην κατανόηση ενταγμένο ως υποδιαιρέσιμο. Όταν ένα πρόχειρο αποχωρίζεται από τη συνάφεια του και του αναγνωρίζεται μια ιδιότητα, η εξήγηση διαμορφώνεται σε δήλωση. Αυτό σημαίνει τρία πράγματα:

1 Η κατάδειξη του όντος ή κάποιου πράγματος επί του όντος.

2 Καθορισμός του όντος (Prädikation).

3 Μήνυμα (Mitteilung: συμ-μερισμός) ως κάτι το οποίο μπορεί να ιδωθεί μαζί με άλλους (Mitsehenlassen).

Στο Είναι του Dasein-στην ανοικτοσύνη του και το συν-είναι του- ανήκουν η ομιλία και το ακούειν, θεμελιωμένα στην κατανόηση. Η κατανοημένη ολότητα της σημασίας μέσα στην υποδιαίρεση δηλώνεται δια της ομιλίας. Αυτό που βγαίνει δια της ομιλίας προς τα έξω είναι η γλώσσα (η ομιλία είναι το υπαρκτικό της θεμέλιο). Αυτό περί του οποίου ομιλείται είναι το ον.

Στο καθημερινό Dasein του κάποιου, εν γένει ανθρώπου, (Man), η ομιλία έχει ξεπέσει σε κουβέντα (Gerede). Στην περίπτωση αυτή δεν έχουμε πια μια πρωταρχική κατανόηση του πράγματος, αλλά κατά την ομιλία, όπως και το ακούειν, έχουμε μια συνηθισμένη κατανόηση των λέξεων. Δεν κατανοείται το ον, αλλά η κουβέντα ως έχει.

Η πρωταρχική οικειοποίηση του όντος είναι θέαση (Sicht): στην μορφή της πρωταρχικής προσεκτικής-προμηθευτικής κατανόησης, επίγνωσης ή παρατηρούσας παραμονής. Όπως σχετίζεται προς την ομιλία ειπωμένο (ως κουβέντα), έτσι προς τη θέαση το περίεργο βλέπειν. Η περιέργεια είναι το πάθος να δεις, απλώς και μόνο για να δεις, όχι να κατανοήσεις, χωρίς παραμονή, χωρίς τόπο, που οδηγεί στη διάσπαση. Η κουβέντα και η περιέργεια σχετίζονται στενά: η κουβέντα καθορίζει τι πρέπει να έχει διαβάσει και δει κανείς. Ως τρίτο σημείο της κατάπτωσης (Verfall) προστίθεται σε αυτά η δισημία: να μην γνωρίζει πια κανείς τι κατανοήθηκε πρωταρχικώς και τι απλώς εν γένει. Η κατάπτωση είναι ένας τρόπος του Είναι, κατά τον οποίο το Dasein δεν είναι ούτε ο εαυτός του, ούτε με τα πράγματα, ούτε με τους άλλους, αλλά τα υποθέτει όλα (vermeint). «Αυτό το Μη-είναι πρέπει να γίνει αντιληπτό ως ο επόμενος τρόπος του Είναι, μέσα στον οποίο συνήθως παραμένει. Η κατάπτωση του Dasein λοιπόν δεν πρέπει να κατανοηθεί ως «πτώση» από μια καθαρότερη και υψηλότερη ‘πρωταρχική θέση’ (Urstand).»

Η μέχρι τώρα διερεύνηση κατέδειξε την υπαρκτικότητα (Existentialität) και την πραγματικότητα (Faktizität, το να είναι μέσα στα δεδομένα) ως σύσταση του Είναι του Dasein. Η υπαρκτικότητα σημαίνει μια ιδιαιτερότητα του Dasein, ότι δηλαδή στο Είναι του ανήκει μια συμπεριφορά/στάση προς τον εαυτό του, πως «φέρεται (τοπικά) προς τον εαυτό του και του ανοίγεται μέσα στην κατάσταση του να είναι ριγμένο (Geworfenheit)», η δε πραγματικότητα είναι η κατάσταση του ριγμένου, ως «το είδος του Είναι του όντος, στην οποία το ίδιο είναι κάθε φορά η δυνατότητα του, με τέτοιο τρόπο, ώστε να κατανοεί τον εαυτό (Selbst) του μέσα σε αυτά και μέσα από αυτά (να ρίχνεται πάνω σε αυτά)». «Ο εαυτός όμως είναι κατ’ αρχάς και τις περισσότερες φορές μη αυθεντικά ο ίδιος-εν γένει άνθρωπος (Man-selbst)…Η συνηθισμένη καθημερινότητα του Dasein μπορεί σύμφωνα με αυτά να προσδιοριστεί ως το εν-τω-κόσμω-είναι, που πέφτει/φθείρεται-και ανοίγεται, που είναι ριγμένο-και σχεδιάζει (geworfen-entwerfende), για το οποίο (Dasein) μέσα στο Είναι του με τον κόσμο και μέσα στο συνείναι με τους άλλους σκοπός είναι η πιο δική του ικανότητα να είναι (eigenste Seinkönnen). Τώρα πρέπει να γίνει προσπάθεια, νά δαμαστεί μέσα στην ολότητα της η με τον τρόπο αυτό παρουσιασμένη σύσταση του Είναι, της οποίας οι ξεχωριστές γραμμές ονομάστηκαν «υπαρκτικότητα» και «πραγματικότητα», που πρέπει να καταδειχθούν στην πιο εσωτερική τους συνάφεια. Για να γίνει αυτό, θα αναζητηθεί η θεμελιώδης διάθεση/αίσθηση του Dasein, στην οποία η συνάφεια αυτή μπορεί να γίνει σαφής. Θα πρέπει να είναι «μια κατανοούσα αίσθηση μέσα στο Dasein», «μέσα στην οποία τού είναι η ίδια με εξαιρετικό τρόπο ανοικτή.» Θα δειχθεί ότι ο φόβος (Angst) εκπληρώνει όλες αυτές τις προϋποθέσεις. Ενώ ο τρόμος (Furcht) κατευθύνεται πάντα προς κάτι απειλητικό μέσα στον κόσμο, ο φόβος δεν έχει να κάνει με κάτι ενδοκοσμικό, αλλά με το ίδιο το εν-τω-κόσμω-είναι. Ναι, ο φόβος είναι που καθιστά τον «κόσμο» ορατό. Είναι ο φόβος ενώπιον του μόνος-εν-τω-κόσμω-είναι (ως solus ipse), δηλαδή ενώπιον του αυθεντικού Είναι, μέσα από το οποίο το Dasein δραπετεύει, μες στην πτώση του προς τον κόσμο και προς τον εν γένει άνθρωπο. Από την σκοπιά αυτής τής αποστροφής (Abkehr) θα παρατηρήσουμε τον φόβο, κοιτάζοντας προς τα πίσω. Αυτό, το οποίο φοβάται το Dasein, είναι η ικανότητα του να είναι που έχει μέσα στον κόσμο. Η κατάπτωση είναι μια στροφή (όπως η στροφή του δρόμου) μακριά από τις ελεύθερες δυνατότητες του Είναι προς το με-τον-κόσμο-είναι και προς το ο εν γένει άνθρωπος. Μέσα στις δυνατότητες είναι πάντα ένα «πριν τον εαυτό μου»-και αυτό ανήκει στην κατάσταση ρίψης. Το να είναι το ίδιο του το πριν (Vor-weg-sein) λαμβάνει το όνομα ανησυχία (Sorge), και είναι η βάση για κάθε προμήθεια (Besorgen) και φροντίδα (Fürsorge), κάθε επιθυμία και βούληση, κάθε εξάρτηση και ορμή (Hang und Drang).

Σύμφωνα με τον Heidegger είναι μια αντιστροφή της τάξης του Είναι, εάν θέλει κανείς να συλλάβει το Είναι του Dasein μέσα από την πραγματικότητα (Realität) και ουσιαστικότητα (Substantialität). Κατά την αντίληψη του, η παράδοση κατανοεί με τον όρο πραγματικότητα «το Είναι του ενδοκοσμικώς παρευρισκόμενου όντος (res)…» και τίποτε άλλο. Μπορούμε να το εκφράσουμε πιο πλατιά, ώστε να περιλαμβάνει διάφορους τρόπους του Είναι του ενδοκοσμικού όντος. Επειδή η κατανόηση του Είναι, είναι κάτι που ανήκει στο Dasein, υπάρχει κατανόηση του Είναι μόνο όταν υπάρχει Dasein. Από εδώ προκύπτει, πως το ίδιο το Είναι, αν όχι το ον, εξαρτάται από το Dasein. Ως ουσία όμως του ανθρώπου, κατανοημένη ως ανησυχία (Sorge), θεωρείται η ύπαρξη του (Existenz).

Αν η αλήθεια και το Είναι έχουν μια τόσο στενή συνάφεια, όπως το ισχυρίζεται ανέκαθεν η παράδοση από την εποχή του Παρμενίδη, τότε και το πρωταρχικό νόημα της αλήθειας πρέπει να αποκτάται από την ανάλυση του Dasein. Ο συνήθης ορισμός της αλήθειας ως adaequatio rei et intellectus, δεν είναι σε θέση να καταδείξει καμιά ισότητα ή ομοιότητα μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, ή μεταξύ ιδανικού περιεχομένου της κρίσεως και του πράγματος, δια της οποίας θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια συμφωνία. Η δήλωση δείχνει κάτι πάνω στο αντικείμενο: είναι το ίδιο αντικείμενο, το οποίο ή πάνω στο οποίο γίνεται κάτι αντιληπτό, και περί του οποίου λέγεται κάτι. Η αλήθεια (Wahrheit) σημαίνει το ίδιο το είναι αληθές (Wahrsein), και αυτό σημαίνει πως είναι αποκαλυπτική (entdeckend) (αλήθεια-Unverborgenheit: μη απόκρυψη). Προστίθεται/ανήκει καταγωγικά στο Dasein. Μόνο ως παράγωγο μπορεί η αποκαλυψιμότητα (Entdecktheit) του ενδοκοσμικού όντος να ονομασθεί αλήθεια. Και στα δυο βρίσκεται στη βάση η ανοικτοσύνη του Dasein: βρίσκεται μέσα στην αλήθεια. Ταυτόχρονα όμως-μέσα στην κατάπτωση του-βρίσκεται μέσα στην μη αλήθεια, δηλαδή καλυμμένο από κουβέντα, περιέργεια και αμφισημία.

Η δήλωση είναι κατ’ αρχάς μια κατάδειξη πάνω στο ον, που προκύπτει από την κατανόηση και εξήγηση. Ως κάτι δηλωμένο γίνεται ένα πρόχειρο και παρευρισκόμενο, και ως τέτοιο, φέρεται σε σχέση προς το πρόχειρο και παρευρισκόμενο περί του οποίου δηλώνει: έτσι προκύπτει συμφωνία μεταξύ γνώσης (=κρίση) και όντος (res). Η μεταβολή μπορεί να κατανοηθεί από το γεγονός, πως κάθε αλήθεια πρέπει να κατακτηθεί (σαν σε πάλη με το ον) από το ον. Από το ότι αποκαλυπτικότητα ενώπιον της απόκρυψης-ως κάτι το ασυνήθιστο-απαιτεί κάποια απόδειξη-ταυτοποίηση. Η αλήθεια της κρίσεως λοιπόν δεν είναι η πρωταρχική, αλλά παράγωγο (μετά από πολλά στάδια). Στο πρωταρχικό της νόημα, η αλήθεια είναι ένα υπαρκτικό χαρακτηριστικό. Ως τέτοιο, η αλήθεια είναι μόνο, εφόσον το Dasein είναι. Αιώνιες αλήθειες θα μπορούσαν να υπάρχουν, μόνο εφόσον υπήρχε ένα αιώνιο Dasein, και μόνο εάν ήταν αποδεδειγμένο, θα ήταν και αυτές βέβαιες. Αλλιώς, η αλήθεια πρέπει να είναι, εφόσον ανήκει άρρηκτα στο Dasein. Πρέπει να την «προϋποθέσουμε», με το να «προϋποθέτουμε» τους εαυτούς μας, δηλαδή να βρίσκουμε τον εαυτό μας ως ανέκαθεν ριγμένο στο Dasein.

Τέλος κεφαλαίου. Συνεχίζεται με Dasein και χρονικότητα

ΓΙΑ ΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΑΝΑΓΚΑΣΤΗΚΕ ΝΑ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΟΛΟΥ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου