Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2025

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(25)

ΟΤΑΝ Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΔΟΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΜΥΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ – του Luigi Copertino

Για όσους έχουν γνωρίσει άλλες και καλύτερες εποχές όσον αφορά τον σεβασμό στις ιστοριογραφικές μελέτες – παρά το γεγονός ότι δεν έλειπαν οι αντιπαραθέσεις αλλά ήταν πολεμικές μεταξύ ειδικών από τις οποίες είχατε τα πάντα να μάθετε – το τρέχον σενάριο της συζήτησης, ή μάλλον της ψευδο-συζήτησης, για την ιστορία φαίνεται να έχει πάει αιώνες πίσω. Σήμερα, ακόμη και με τον τρόπο της καλλιεργημένης διάδοσης, δεν επικρατεί μια σοβαρή αφήγηση βασισμένη σε όσο το δυνατόν πιο αντικειμενικές υποθέσεις. Αυτό που επικρατεί σήμερα είναι η πολιτική χρήση της ιστορίας, η οποία είναι τόσο απομακρυσμένη από την ιστορική μέθοδο και την ειλικρίνεια της έρευνας όσο ο ουρανός από τη γη. Περισσότερο από μια καλή ιστορική διάδοση, σήμερα στις μάζες, χωρίς να γνωρίζουν καλές μελέτες και ιδέες, προσφέρεται μια μελάσα διαποτισμένη με έναν ιστορικισμό, με μια γεύση του δέκατου ένατου αιώνα (αυτή των «μεγαλοπρεπών και προοδευτικών πεπρωμένων»), για την οποία ένας εγγενής ορθολογισμός θα εκδηλωνόταν στα γεγονότα, ένα πνεύμα διαλεκτικού δυναμισμού που θα μας οδηγούσε ή θα μας είχε οδηγήσει προς τον καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή ενός ηθικολογικού και ιστορικά παραποιητικού κριτηρίου, όπως αυτό που χωρίζει τους ανθρώπους σε «καλούς» ή «κακούς» ανάλογα με το αν έχουν τοποθετήσει τον εαυτό τους στο υποτιθέμενο ανερχόμενο και προοδευτικό ρεύμα ή αντίθετα αν έχουν αντιταχθεί σε αυτό, ανυψώνεται σε ένα δογματικό κριτήριο για να δώσει μια ανάγνωση των γεγονότων. Ένα κριτήριο που, όμως, δεν έχει καμία σχέση με τη σοβαρή ιστοριογραφική έρευνα, αφού η ιστορική έρευνα δεν χρησιμεύει ούτε για να δικαιολογήσει ούτε για να καταδικάσει, δεν αποτελεί εργαλείο ούτε απολογητικής ούτε αντιαπολογητικής.


Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Συνέχεια από: Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2024

Κεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία η

Η «Εισαγωγή»


                                             
Παράγραφος 14                 

Η διαλεκτική κίνηση της αυτό-συνείδησης είναι εμπειρία. Εμπειρία λοιπόν είναι το όνομα για τη θεμελίωση κίνηση της συνειδήσεως και εντός αυτής. Μέσα στην στιγμή (ορμή-moment) της συνειδήσεως το αντικείμενο είναι μέσα στον εαυτό του, δηλαδή μέσα στη συνείδηση, αλλά όχι γι’ αυτήν. Μέσα στην στιγμή της αυτό-συνείδησης το αντικείμενο είναι απλώς μέσα στον εαυτό του για τη συνείδηση, και συνεπώς δεν είναι πια ανεξάρτητο και αυτάρκες. Το πρωταρχικό αντικείμενο, και συνεπώς η κατάργηση υποκειμένου και αντικειμένου απορρίπτεται μέσα στην στιγμή της αυτό-συνείδησης. Η απόρριψη αυτού του πρωταρχικού αντικειμένου, της ανεξαρτησίας του, είναι όμως και μια άρνηση της αυτό-συνείδησης, αφού η συνείδηση δεν έχει πια συνείδηση και ένα αντικείμενο απέναντι της, αλλά μόνο μια συνείδηση. Αυτή η συνείδηση καθίσταται λοιπόν το νέο της αντικείμενο, και η αυτό-συνείδηση γίνεται αυτό-συνείδηση αυτού του νέου αντικειμένου. Η σύνθεση της αυτό-συνείδησης, που υπερβαίνει ή συμφιλιώνει την φαινομενική με την λογική στιγμή (ορμή), διαλύεται με τον τρόπο αυτό, και η συνείδηση διαιρεί ή αποξενώνει τον εαυτό της από τον εαυτό της. Η συμφιλίωση της συνειδήσεως και του αντικειμένου της μέσα στην αυτό-συνείδηση ακολουθείται απαραιτήτως από την αποξένωση ή εξωτερίκευση του εαυτού της, δηλαδή του εαυτού της αυτό-συνείδησης ως το νέο της αντικείμενο. Βρίσκοντας τον εαυτό της μέσα στο αντικείμενο και το αντικείμενο μέσα στον εαυτό της, η συνείδηση χάνει τον εαυτό της. Κάθε συμφιλίωση λοιπόν εμπεριέχει μια νέα αντίθεση (56).

Από την σκοπιά της αυτό-συνείδησης, η ιστορία είναι σύμφωνα με τον Hegel αυτή η διαλεκτική εμπειρία. Η ενότητα κάθε ιστορικής εποχής αναδύεται μέσα από τη συμφιλίωση των προηγούμενων αντιφάσεων και εκδηλώνεται ως πρωτόλεια (αφελής), μη-αυτό-συνειδητή πίστη σε αυτή την σύνθεση. Όταν όμως ξεχαστούν οι αντιφάσεις, οι οποίες έχουν υπερβαθεί, η συνείδηση επιστρέφει προς μια εξέταση της αφελούς πίστεως της στον εαυτό της. Η πράξη όμως αυτή της αυτό-εξέτασης είναι η διαίρεση αυτής της μορφής συνειδήσεως ενάντια στον εαυτό της και με τον τρόπο αυτό η πηγή των αντιφάσεων που η αυτό-εξέταση αυτή ανακαλύπτει. Η αρμονία της εποχής διαλύεται μέσα στην διαμάχη της αντιφάσεως. Η εποχή αυτή δεν μπορεί να ανακτήσει την πρωταρχική της πίστη με την εντιμότητα της και την αλήθεια της, καθώς έχει διαπιστώσει την αντίφαση που βρίσκεται στην καρδιά του χαρακτήρα της. Ο συντηρητισμός είναι λοιπόν σύμφωνα με τον Hegel μάταιος, πρώτον γιατί προσπαθεί να συντηρήσει κάτι το οποίο έχει ήδη περάσει, και δεύτερον επειδή η ίδια του η προσπάθεια προς συντήρηση εμπλέκεται μέσα στην ίδια συνείδηση που διαπιστώνει τι σημαίνει να συντηρείσαι ως έτερο, ως ένα αντικείμενο αντιτιθέμενο προς την συνείδηση. Φαίνεται λοιπόν, πως ο δρόμος προς τη συμφιλίωση βρίσκεται μόνο στο μέλλον, στην εγκατάλειψη των παλιών δρόμων χάριν του νέου.

Με αυτή την έννοια η συνείδηση είναι θεμελιωδώς φαουστική, που αναζητά διαρκώς, που βρίσκει διαρκώς, και που διαρκώς χάνει την ευχαρίστηση που αναδύεται από τη συμφιλίωση με το αντικείμενο της. Η συνείδηση είναι λοιπόν και θεμελιωδώς τραγική. Ο Hegel είχε προηγουμένως περιγράψει τον δρόμο της συνειδήσεως ως το δρόμο της αμφιβολίας και απελπισίας (§6). Η πηγή και των δυο εντοπίζεται εδώ στη συνείδηση, που είναι και η ίδια αμφιβολία (Zweifel), και επομένως διπλή. Η συνείδηση αγωνίζεται διαρκώς να συμφιλιώσει αυτή την καταστροφή, αλλά είναι διαρκώς ανίκανη να επιτύχει μια διαρκή συμφιλίωση, καθώς η δραστηριότητα που εμπεριέχει τη συμφιλίωση, είναι και πηγή της αποξένωσης. Η συνείδηση λοιπόν απελπίζεται.

O Hegel επιδιώκει να εξαργυρώσει αυτή την ματαιότητα κάθε ανθρώπινης προσπάθειας μέσω της ανά-μνησης (re-collection) και ανά-παράστασης (re-presentation) της ανθρώπινης ιστορίας επιδεικνύοντας την αποθέωση της ανθρωπότητας μέσα στην παρουσία του απολύτου στο τέλος, και ως τέλος της ιστορικής Via Dolorosa της αμφιβολίας και απελπισίας (37). Η εμπειρία της συνειδήσεως είναι απελπισία, αλλά η απελπισία αυτή έχει ως θέμα της την τελείωση της ανθρωπότητας και την ολοκληρωτική συμφιλίωση του πνεύματος και της φύσης στην επιστήμη. Η συνείδηση είναι επομένως η ίδια πηγή της ιστορικής κινήσεως και αποφασισμένης αρνήσεως. Αυτή η άρνηση είναι πάντα αυτό-άρνηση, μια άρνηση της αρνήσεως ως κίνηση από τη συνείδηση στην αυτό-συνείδηση. Μια τέτοια άρνηση μπορεί να ολοκληρωθεί μόνο όταν κάθε καταστροφή και αποξένωση έχει υπερβαθεί. Την στιγμή της διάλυσης μπορεί να φανεί πως η άρνηση αυτή είναι η εμφάνιση της μηδενιστικής ουσίας της υπάρξεως, αλλά μια τέτοια άποψη αποτυγχάνει να αναγνωρίσει την ανώτερη ενότητα που παράγει αυτή η διάλυση, εν μέρει διότι αυτή η νέα ενότητα δεν έχει ακόμα εκφραστεί με σαφήνεια, εν μέρει επειδή είναι ακατανόητη για την προηγούμενη μορφή συνειδήσεως, εν μέρει επειδή συμπεριλαμβάνει την καταστροφή των συνηθισμένων αντικειμένων που έφεραν ευχαρίστηση στη φυσική συνείδηση. Η δυσαρέσκεια και η ανησυχία είναι ενδογενείς στη συνείδηση, καθώς είναι διαχωρισμένη από το αντικείμενο της κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης της. Στην πραγματικότητα βρίσκεται σε ενδοσκοπική ανασκόπηση, δηλαδή στην απόλυτη γνώση, πως η συνείδηση αναγνωρίζει την αλήθεια της εμπειρίας αυτής ως την εμπειρία που έχει για τον εαυτό της, ως την έκπτυξη και σύμπτυξη του διδύμου υποκειμένου και αντικειμένου, του νοούμενου και του φαινόμενου μέσα στην φαινομενολογία, και ως φαινομενολογία.

Παράγραφος 15


Η ιστορική συνείδηση δεν αναγνωρίζει το νέο της αντικείμενο ως την άρνηση του προηγούμενου, και πιστεύει αντιθέτως, πως απλώς βιώνει ή ανακαλύπτει μια νέα αλήθεια, η οποία αναιρεί και υπερβαίνει την προηγούμενη αλήθεια. Δεν αναγνωρίζει επομένως την αναγκαιότητα μέσα στην ακολουθία των αντικειμένων, η οποία αναδύεται μέσα από την άρνηση. Αυτή όμως η υποκείμενη ταυτότητα, δεν είναι απλώς μια περίεργη πρόσθεση της ανασκοπικής λογικής, σύμφωνα με τον Hegel, αλλά η συνέπεια της «στροφής της ίδιας της συνειδήσεως», της αποξένωσης ή εξωτερίκευσης του εαυτού της αυτό-συνείδησης ως αντικειμένου και η επιστροφή της αυτό-συνείδησης στη συνείδηση.

Η αναγνώριση και η σκιαγράφηση της ιστορικής αλλαγής ως μέθοδος της αυτό-κινούμενης και επομένως αυτό-προκαλούμενης συνειδήσεως ή του πνεύματος, είναι διαθέσιμη μόνο μέσα στην απόλυτη γνώση, και αυτό σημαίνει μόνο στην σκεπτικιστική ενδοσκοπική ανασκόπηση, που έχει καταστεί επίσης θεωρητική (υποθετική), και ως επιστήμη αναγνωρίζει και εγκαθιδρύει το αληθές θεμέλιο, μέσα στο απόλυτο και ως παρουσία (parousia) του απολύτου. Ο Hegel είχε προηγουμένως δηλώσει, πως σκεπτικιστικός δρόμος της φυσικής συνειδήσεως οδηγεί σε ένα βαθύ σκεπτικισμό ή μηδενισμό, που συλλαμβάνει την αλλαγή ως ολοκληρωτική και όχι ως καθορισμένη άρνηση (§7). Αναφερόμενος συγκεκριμένα στην προηγούμενη συζήτηση του, υποδεικνύει εδώ την πηγή αυτής της παρανόησης: η ιστορική συνείδηση αναγνωρίζει μόνο το περιεχόμενο, το οποίο είναι πράγματι ολοκληρωτικά μεταμορφωμένο, αλλά σε αντίθεση με την επιστήμη δεν αναγνωρίζει την τυπική συνέχεια και ενότητα της αλλαγής. Αυτό είναι το ενεργητικό στοιχείο, μέσα σε μια κατά τα άλλα παθητική και θεωρητική επιστήμη. Μέσα στην παρατήρηση της διαλεκτικής κινήσεως, η επιστήμη απέχει από την πράξη και απλώς παρατηρεί τον αυτό-έλεγχο, την αυτό-μεταμόρφωση της συνειδήσεως. Μόνο η επιστήμη όμως βλέπει αυτή την υποκείμενη θεωρητική ενότητα και το θεμέλιο στην ιστορική εξέλιξη. Το γεγονός ότι βλέπει είναι λοιπόν μια εγκαθίδρυση αυτού του θεμελίου και συνεπώς η αληθινή της δραστηριότητα (38).

Η επιστήμη εγκαθιδρύει αυτή την θεωρητική ενότητα και το θεμέλιο για την διαλεκτική κίνηση της ιστορίας, μέσα στη συνείδηση και ως το δίδυμο της συνειδήσεως. Το Είναι (Sein) της συνειδήσεως (Bewußtsein) είναι πάντοτε ένα είναι-γνωστό ή είναι-που-γνωρίζει (Bewußt-sein). Γνώση είναι ο αυτό-έλεγχος της συνειδήσεως, δηλαδή μια σκεπτικιστική ενδοσκόπηση. Αυτή η σκεπτικιστική ενδοσκόπηση, που είχε προηγουμένως εμφανιστεί ως μη δυνάμενη να συμφιλιωθεί διαλεκτική συνείδησης και κόσμου, εμφανίζεται εδώ ως διαρκής συμφιλίωση της συνείδησης με τον εαυτό της. Το νέο αντικείμενο που αναδύεται μέσα από τη διαλεκτική διαδικασία περιέχει το προηγούμενο αντικείμενο ως την απαραίτητη προϋπόθεση του. Είναι ένα αντικείμενο, όπως ήταν μέσα στον εαυτό του για την συνείδηση, την στιγμή της αυτό-συνείδησης. Η διαλεκτική διαδικασία, είναι λοιπόν αυτό-μάζεμα ή αυτό-συλλογή της συνειδήσεως ή του πνεύματος, ως της συμφιλίωσης του φαινομενικού ή εμπειρικού και του νοούμενου ή λογικού. Το αυτό-μάζεμα αυτό είναι λοιπόν είναι η εγκαθίδρυση του φαινομενολογικού θεμελίου της ιστορίας. Η αλήθεια αυτής της εξέλιξης όμως, είναι ορατή μόνο όταν αυτή η αυτό-συλλογή έχει ολοκληρωθεί, δηλαδή όταν η σκεπτικιστική ενδοσκόπηση έχει γίνει θεωρητική ανασκόπηση, και επομένως αναλογισμός και αναπαράσταση της ιστορίας ως εκδήλωσης αυτού του θεμελίου, ως απαραίτητη εξέλιξη της συνείδησης σε επιστήμη.

Παράγραφος 16


Η ιστορία είναι με την έννοια αυτή ο απαραίτητος δρόμος προς την επιστήμη, ως αυτό-κίνηση της συνειδήσεως ή του πνεύματος. Επιπλέον, σύμφωνα με τον Hegel, ο δρόμος προς την επιστήμη μέσω αυτής της αναγκαιότητας είναι ήδη επιστήμη, ως επιστήμη της εμπειρίας της συνείδησης. Από την προοπτική της φυσικής συνείδησης, η φαινομενολογία ως δρόμος της εμφανιζόμενης γνώσης, δεν είναι ακόμα «η ελεύθερη επιστήμη που κινεί τον εαυτό της μέσα στις παράξενες μορφές τις» (§5). Από την προοπτική της αυτό-συνείδησης όμως, η συνείδηση εμφανίζεται ως ελεύθερη και αυτό-κινούμενη, και επομένως ως επιστήμη. Αυτό όμως δεν είναι η καθαρή επιστήμη (Wissenschaft) που έχει ελευθερώσει τον εαυτό της από την ετερότητα της, δηλαδή από το Είναι (Sein), και που επομένως ασχολείται μόνο τις λογικές μορφές, αλλά καθορίζεται με όρους του περιεχομένου της, δηλαδή με όρους του είναι της, ως η επιστήμη της εμπειρίας της συνείδησης (Bewußt-sein).

Η επιστημονικότητα του δρόμου αυτού της συνείδησης έγκειται στην αναγκαιότητα που χαρακτηρίζει την ελεύθερη ανάπτυξη της. Η αναγκαιότητα αυτή είναι η αναγκαιότητα που εγγενής στην αντίφαση, δηλαδή η καθορισμένη άρνηση που η συνείδηση εξασκεί πάνω στον εαυτό της. Η συνείδηση ως αυτό-συνείδηση είναι αυτή η άρνηση και είναι συνεπώς η πηγής της αναγκαιότητας της άρνησης αυτής. Η συνείδηση αρνείται μέσα στη δράση. Η ελευθερία της λοιπόν συνίσταται στην ικανότητα της να αρνείται το αντικείμενο της. Η άρνηση αυτή όμως, δεν είναι εκμηδένιση, αλλά άρνηση και επομένως η συμφιλίωση του διδύμου είναι και γνώσης, δηλαδή της συνείδησης με τον εαυτό της. Ως τέτοια είναι ήδη μια στιγμή του απολύτου και συνεπώς ήδη απόλυτη γνώση ή επιστήμη.

Ο Hegel είχε προηγουμένως ισχυριστεί, πως είναι μάταιο να αντιστέκεται κανείς στη διαλεκτική κίνηση προς την επιστήμη (§8). Εδώ υποδεικνύει το θεμέλιο αυτής της ματαιότητας. Ο δρόμος προς την επιστήμη δεν είναι απλώς μια φυσική διαδικασία, στην οποία μπορεί η συνείδηση κάπως να αντισταθεί, αλλά ο αναγκαίος δρόμος της ίδιας της συνείδησης, που μέσα στην ελευθερία του αυτό-καθορισμού αγωνίζεται για μια ολοκληρωμένη αυτογνωσία και συμφιλίωση. Η ιστορία δεν είναι απλά κάτι εξωτερικό, εναντίον του μπορεί να αγωνιστεί κανείς ή όχι, αλλά η κίνηση της ανθρωπότητας προς την τελειότητα. Ως τέτοια, είναι κατά τον Hegel, αναγκαία και ακαταμάχητη.

Περίληψη: Παράγραφοι 9-16

Το δεύτερο μέρος της «Εισαγωγής» είναι λοιπόν μια αναφορά στην ανάπτυξη της αυτό-συνείδησης ως εμπειρίας. Το πρώτο μέρος ήταν μια αναφορά στη φύση της γνώσης, της αλήθειας, της μεταβολής, και της λογικότητας, από την σκοπιά της φυσικής συνείδησης. Το πρώτο και κύριο όμως, ήταν η αναίρεση της μοντέρνας φιλοσοφίας, και έδειχνε ως εναλλακτική την φαινομενολογία. Το δεύτερο αυτό μέρος είναι μια ενασχόληση με την γνώση, την αλήθεια, την μεταβολή, και λογικότητα από την σκοπιά της αυτό-συνείδησης, και είναι ως ολότητα μια παρουσίαση της εναλλακτικής του Hegel στις εσφαλμένες έννοιες της μοντέρνας φιλοσοφίας. Τα δυο μέρη λοιποόν, παρουσιάζουν τις δυο στιγμές της συνείδησης ή του πνεύματος, που εμφανίζονται μέσα στην, και ως η Τρίτη Αντινομία και υπερβατικός ιδεαλισμός. Είναι όμως και το θεμέλιο για τη συμφιλίωση αυτής της καταστροφής/σχάσης.

Παράγραφος 17

Το τέλος ή ο σκοπός της Φαινομενολογίας στο σύνολο της, δεν μπορεί να συνίσταται απλώς στην σκιαγράφηση της φαινομενικής ανάπτυξης της φυσικής συνείδησης και της νοούμενης ανάπτυξης της αυτό-συνείδησης, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να έγκειται στην κατάδειξη της ενότητας και του θεμελίου, και των δυο μέσα στην απόλυτη γνώση, και ως απόλυτη γνώση. Το θεμέλιο αυτό όμως, κατά τον Hegel, μπορεί να αναδυθεί μόνο ως αποτέλεσμα της ολοκλήρωσης και παρουσίασης ολόκληρου του συστήματος της αλήθειας της λογικής και του πνεύματος. Αυτή είναι απόλυτη γνώση ή επιστήμη μέσα στην οποία η φυσική συνείδηση υπερβαίνει τελικά τα τελευταία κατάλοιπα της ετερότητας, μέσα στην οποία η αυτό-συνείδηση αναγνωρίζει τον εαυτό της ως το δικό της πανταχού παρόν αντικείμενο.

Η απόλυτη γνώση είναι με αυτή την έννοια η συμφιλίωση της φαινομενολογίας του πνεύματος με την εμπειρία της συνείδησης. Η φαινομενολογία φαίνεται πάντα να ενδιαφέρεται μόνο για τα φαινόμενα και η εμπειρία της συνείδησης πάντοτε μόνο για την ουσία ή το νοούμενο. Το τέλος και των δυο όμως, είναι η συμφιλίωση τους. Η επιστήμη των φαινομένων (εμφανίσεων) γίνεται εμφάνιση της επιστήμης, και η εμπειρία της συνειδήσεως γίνεται συνείδηση της εμπειρίας. Η σκεπτικιστική ενδοσκόπηση και η θεωρητική ανασκόπηση, ενώνονται μέσα στην, και ενώνονται ως καθαρή θέαση ή συλλογισμός της απόλυτης γνώσης.

Η καθαρή θέαση δεν είναι τίποτε άλλο παρά ή παρουσία του απόλυτου ως άμεση παρουσία του θεμελίου και της ενότητας του διδύμου της φαινομενολογίας ή της συνείδησης ως επιστήμης. Η φαινομενολογία είναι πάντοτε η αναπαράσταση της εμφανιζόμενης γνώσεως. Η συνείδηση (Bewußtsein) είναι το διπλό της γνώσης (Wissen) και του Είναι (Sein). Η επιστήμη (Wissenschaft) είναι, από τη μια, η ολοκληρωμένη μορφή της συνείδησης (Bewußtsein) που έχει ελευθερώσει τον εαυτό της από το αντικείμενο της, από το Είναι (Sein) ως το άλλο, και αναγνώρισε λοιπόν τον εαυτό της ως το δικό της αυτό-είναι. Από την άλλη όμως είναι η ολοκλήρωση της εμφανιζόμενης γνώσης, ως αναγνώριση της αληθούς και αιώνιας γνώσης της αναγκαιότητας των φαινομένων (εμφανίσεων). Η φαινομενολογία και η συνείδηση καθίστανται επιστήμη, μέσα στην, αλλά και ως η αναγνώριση της παρουσίας του απολύτου. Η επιστήμη είναι λοιπόν σκεπτικιστική θεωρητική ενδοσκοπική ανασκόπηση και επομένως όχι απλή αναγνώριση της στιγμιαίας παρουσίας του απολύτου, αλλά της αιώνιας, αν και κρυμμένης, παρουσίας ως του φαινομενολογικού θεμελίου της ιστορίας (39). Η επιστήμη είναι απόλυτη γνώση, όχι απλώς ως τέλεια ή ολοκληρωμένη γνώση, αλλά ως γνώση του απολύτου, ως γνώση του θεμελίου του διδύμου του φαινομενικού ή εμπειρικού και του νοούμενου ή λογικού, του πνεύματος και της φύσεως, και συνεπώς της ιστορίας. Είναι λοιπόν το αυτό-μάζεμα του απόλυτου ως αναλογισμός (re-collection) και αναπαράσταση του δικού της ξεδιπλώματος και περιτύλιξης, ως το διπλό της φαινομενολογίας ή της συνείδησης (40). Αυτός ο αναλογισμός (ενθύμηση) και η αναπαράσταση είναι η Επιστήμη της Φαινομενολογίας του Πνεύματος.

Τέλος Κεφαλαίου 3

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου