Συνέχεια από: Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της ΙστορίαςΚεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία στ
Η «Εισαγωγή»
Παράγραφος 11
Το πρόγραμμα του Hegel είναι λοιπόν μια διερεύνηση των διαφόρων ιστορικών μορφών της συνείδησης και γνώσης, στην πολλαπλότητα και στην ενότητα τους. Είναι όμως δυνατή μια τέτοια διερεύνηση; Στην μοντέρνα φιλοσοφία φαίνεται πως ο Hegel δε θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει μια ιστορική εποχή, όπως αυτή κατανοούσε τον εαυτό της, καθώς δια της δικής του κατανόησης θα την μεταμόρφωνε, αφού θα τη διαμεσολαβούσε η συνείδηση του, ή με μοντέρνους όρους, (δε θα μπορούσε να την κατανοήσει) επειδή μπορεί να κατανοηθεί μόνο από τη δική του σκοπιά. Αυτό που ο Hegel αναγνωρίζει ως οντολογία και κριτήριο μιας εποχής, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ ταυτόσημο με το ίδιο το κριτήριο.
Μια τέτοια ένσταση αναδύεται, σύμφωνα με τον Hegel, επειδή η νεωτερικότητα παρανοεί αυτό που είναι (σημ.: όχι αυτό που είναι η ίδια). Κατανοεί τον άνθρωπο ως ένα υποκείμενο που έρχεται αντιμέτωπο με μια αντικειμενική και θεμελιωδώς ξένη φύση, που πρέπει να υπαχθεί στις υποκειμενικές κατηγορίες και στο πρόσταγμα της ανθρώπινης βούλησης. Η βεβαιότητα και η δύναμη, που ο σύγχρονος άνθρωπος αποκτά δια της μοντέρνας επιστήμης και τεχνολογίας, είναι βέβαια ατελής και εν τέλει μη ικανοποιητική, καθώς ο τακτοποιημένος και υπολογίσιμος κόσμος, τον οποίο κατασκευάζει έτσι, είναι θεμελιωδώς τεχνητός και καταστρέφει ακόμα και τη δυνατότητα του φυσικού θεμελίου ή της συμφιλίωσης με τη φύση. Επομένως, την αλήθεια δεν τήν επιτυγχάνει και δεν μπορεί να τήν βρει, δηλαδή αυτό που είναι, και που οι προϋποθέσεις της ισχύος και της βεβαιότητος μεταφέρουν στο επέκεινα, στην μη κατανοησιμότητα.
Η μοντέρνα φιλοσοφία δεν μπορεί να βρει την αλήθεια καθώς αρνείται την παρουσία του απολύτου, δηλαδή, το γεγονός ότι το απόλυτο είναι μαζί μας. Όπως είχε ισχυριστεί προηγουμένως, μόνο το απόλυτο είναι αληθινό και μόνο το αληθινό είναι απόλυτο (§3). Αληθινή γνώση είναι απόλυτη γνώση, και το απόλυτο είναι παρόν σε όλη την αλήθεια. Η απόλυτη γνώση δεν είναι απλώς ολοκληρωμένη γνώση, αλλά η γνώση που το απόλυτο έχει για τον εαυτό του, όπως και γνώση όλων ατελών μορφών του. Ως η τέλεια αυτογνωσία της συνειδήσεως, μέσα στο απόλυτο και ως το απόλυτο, η απόλυτη γνώση δε διακρίνεται από το αντικείμενο της, αλλά γνωρίζει μέσα στην και δια μέσου της καθαρής ενδοσκόπησης. Αυτή η ενδοσκόπηση όμως, είναι και καθαρή ανασκόπηση, καθώς μέσα στην απόλυτη γνώση, η συνείδηση αναγνωρίζει τον εαυτό της ως αυτό που είναι, και αυτό σημαίνει, ως αυτό που ήταν, δηλαδή ως την ολότητα των διαφόρων ιστορικών μορφών γνώσεως και συνειδήσεως. Είναι επομένως δυνατόν, να κατανοήσει ο άνθρωπος όλες τις ιστορικές εποχές και τρόπους σκέψης, κατανοώντας τον εαυτό του.
Η απόλυτη γνώση είναι επομένως, με κάποια έννοια, η ολοκλήρωση ή η τελειότητα της σωκρατικής έρευνας του εαυτού, της εντολής: «γνώθι σαυτόν!». Η ολοκλήρωση όμως αυτής της προσταγής εκ μέρους του Hegel, καθορίζεται θεμελιωδώς από την πρόσληψη του Rousseau-το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, είναι να γνωρίζει το διαχωρισμό του ανθρώπου από τη φύση, της ουσιαστικής ιστορίας της ελεύθερης εξέλιξης του ανθρώπινου όντος από την απλή βεβαιότητα των αισθήσεων στην απόλυτη γνώση και την επιστήμη. Η ενδοσκόπηση καθίσταται λοιπόν ανασκόπηση, και ανακαλύπτει, ή ίσως αποκαλύπτει, την αλήθεια για την ίδια της τη γένεση, μέσα στην ιστορία και ως ιστορία.
Παράγραφος 12
Η επιστήμη λοιπόν, κατά τον Hegel, υπερβαίνει τη διάκριση «υποκειμενικού» και «αντικειμενικού», που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα φιλοσοφία, και δεν έχει επομένως ανάγκη ενός «ανεξάρτητου» κριτηρίου, που απαιτεί η μοντέρνα φιλοσοφία, καθώς η συνείδηση δίνει στον εαυτό της πάντα το δικό της κριτήριο, και είναι πάντα μια σύγκριση με τον εαυτό της33. Ο Hegel είχε σημειώσει προηγουμένως, πως η θεωρία της μοντέρνας φιλοσοφίας περί ανταποκρισιμότητας της αλήθειας, οδηγεί στον σχετικισμό και στην φαινομενολογία της παραστάσεως, δηλαδή παράσταση της εμφανιζόμενης γνώσης, ως μια απάντηση στο πρόβλημα αυτό (§4). Η ίδια αυτή ερώτηση αναδύεται πάλι εδώ, ως η ερώτηση περί του κριτηρίου της αλήθειας. Αυτό που φάνηκε από την προοπτική της φυσικής συνειδήσεως ως η παρουσίαση της εμφανιζόμενης γνώσεως ή ως φαινομενολογία, εμφανίζεται εδώ ως αυτό-εξέταση της συνειδήσεως ή του πνεύματος.
Μέσα στην απόλυτη γνώση η συνείδηση αναγνωρίζει τον εαυτό της ως ενότητα που εναγκαλίζει όλες τις ποικίλες μορφές συνειδήσεως, πνεύματος και απολύτου. Αυτή η ανασκόπηση ή ιστορική περισυλλογή, δεν είναι λοιπόν μια απλή «αντικειμενική» αναφορά στην εξέλιξη του διδύμου γνώσης και είναι, δηλαδή της συνείδησης, ως καθαρή ενδοσκόπηση. Η Φαινομενολογία, ως ολοκληρωμένη γνώση ή επιστήμη, είναι ο στοχασμός της γνώσης, όχι απλά όπως είναι στον εαυτό της, δηλαδή ως φυσική συνείδηση σε όλες τις ιστορικές μορφές της, αλλά όπως είναι μέσα στον εαυτό της και για τον εαυτό της, δηλαδή ως γνώση αυτών των μορφών από την σκοπιά της εμπειρίας της συνειδήσεως, όπως αυτή περνά μέσα από αυτές.
Παράγραφος 13
Καθώς η συνείδηση εξετάζει τον εαυτό της, κάθε ανασκοπική εφαρμογή κάποιου κριτηρίου δεν είναι μόνο περιττή, αλλά σύμφωνα με τον Hegel, θα διατάρασσε την ιστορική επικαιρότητα. Γι’ αυτούς λοιπόν που συμμετέχουν στην φαινομενολογική διερεύνηση, παραμένει μόνο ο καθαρός στοχασμός της εμφανιζόμενης γνώσεως, ως κίνηση της συνειδήσεως34. Η Φαινομενολογία είναι με την έννοια αυτή η ενότητα της καθαρής ανασκόπησης, που διερευνά την «αντικειμενική» εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης και ιστορίας (§5), και της καθαρής ενδοσκόπησης, που είναι η «υποκειμενική» περισυλλογή αυτής της εξέλιξης, από την προοπτική της συνειδήσεως, η οποία έζησε δια μέσου αυτής. Η Φαινομενολογία λοιπόν, είναι πάντα και η επιστήμη της εμπειρίας της συνειδήσεως ως ενδοσκοπικής ανασκόπησης, ως στοχασμός εκ μέρους της συνειδήσεως της γενέσεως της, της συνειδήσεως όπως είναι μέσα στον εαυτό της και για τον εαυτό της35.
Η πηγή αυτής της γενέσεως της συνειδήσεως είναι η ίδια η συνείδηση ως αυτοσυνειδησία. Στην ποσότητα της αυτοσυνειδησίας, η συνείδηση ανεβαίνει πάνω από τον εαυτό της και παρατηρεί τη σχέση γνώσεως και αντικειμένου, που μέχρι εκείνη την στιγμή την χαρακτήριζε. Η στιγμή αυτή είναι κατά τον Hegel η σύγκριση εκ μέρους της συνειδήσεως της γνώσεως με το αντικείμενο της. Αν αυτά τα δυο δεν αντιστοιχούν το ένα στο άλλο, τότε η συνείδηση συμπεραίνει, πως είτε η γνώση της, είτε ο κόσμος είναι ελαττωματικ(ή)ός ή εσφαλμέν(η)ος, και πρέπει να μεταμορφωθεί. Καθώς και τα δυο είναι συνδεδεμένα, , η μεταμόρφωση του ενός είναι ταυτόχρονα και μεταμόρφωση του άλλου, και συνεπώς του κριτηρίου, δηλαδή της πραγματικότητας, που χρησιμοποιήθηκε για να δοκιμάσει την αλήθεια της γνώσεως. Ανεβαίνοντας πάνω από τον εαυτό της, η συνείδηση (Bewußtsein), μεταμορφώνει τόσο την γνώση, όσο και το Είναι (Sein), που ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή η ουσία της. Εφόσον η συνείδηση είναι αυτοσυνειδησία, είναι διαλεκτική.
Η συνείδηση είναι για τον Kant θετική (thetic, όχι positiv), και θέτει ή εγκαθιστά νόμους. Καθορίζει αυτό που είναι αληθές μέσα στη γνώση, και συνεπώς αυτό που είναι αληθές για τη συνείδηση. Δεν μπορεί όμως να πάει πέρα από τη συνείδηση, στο άπειρο ή απόλυτο, χωρίς να περιπλακεί στην αντινομία. Ο Kant συμπεραίνει συνεπώς, πως η θετική γνώση είναι δυνατή μόνο μέσα στο χώρο του φαινομενικού ή εμπειρικού, και δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει το νοούμενο ή το λογικό. Και οι δυο αυτές περιοχές όμως, είναι εκδηλώσεις της συνειδήσεως ως λόγου, και είναι συνεπώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, μέσα στην υπερβατική ενότητα, και ως υπερβατική ενότητα της ενεργητικής πρόσληψης μέσα στη συνείδηση (apperception). Όπως έχουμε δει, ο Hegel δεν ήταν ικανοποιημένος με αυτή τή λύση, και προσπάθησε να δείξει, πως η συμφιλίωση είναι εγγενής στην αντινομία, ως αναγκαιότητα της αντιφάσεως. Η αναγκαιότητα αυτή κατοικεί κατά τον Hegel μέσα στη συνείδηση: ως δίδυμο φυσικής συνείδησης και αυτοσυνειδησίας, αλήθειας και γνώσης, φαινομενικού ή εμπειρικού και νοούμενου ή λογικού, η συνείδηση είναι διαλεκτική. Η συνείδηση επομένως είναι τόσο πηγή της διαίρεσης ή αντίθεσης και κίνηση προς και θεμέλιο της συμφιλίωσης.
Με αυτή την έννοια, η σύλληψη του Hegel περί διαλεκτικής συνείδησης είναι η απάντηση του στο κενό της υπερβατικής ενότητας της ενεργητικής πρόσληψης από τη συνείδηση. Έχει συχνά επισημανθεί, πως ο θεωρητικός ιδεαλισμός μπορεί να περιγραφεί ως ένας εκτεταμένος διαλογισμός πάνω σε αυτή την υπερβατική ενότητα. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, πως ο θεωρητικός ιδεαλισμός μεταμορφώνει αυτή την ήσυχη αιωνιότητα σε ακατάπαυστο αγώνα και διαμάχη του θεμελιωδώς θετικού και αυτό σημαίνει, διαλεκτικού πνεύματος. Η αιωνιότητα της ησυχίας του Kant, καθίσταται στα χέρια του Fichte, Schelling και Hegel ο αιώνιος αγώνας αυτού που είναι με τον εαυτό του.
Η Φαινομενολογία είναι αναφορά σε αυτή τη θετική ή διαλεκτική κίνηση, ως διαρκής αλληλεπίδραση ή διαμάχη του φαινομενικού ή εμπειρικού και νοούμενου ή λογικού της συνειδήσεως. Η συνείδηση ή το πνεύμα ως θετικό, αντιθετικό, αντινομικό και διαλεκτικό, είναι η πηγή της κινήσεως της ιστορίας, και η ιστορία είναι με τον τρόπο αυτό η αυτό-κίνηση της συνειδήσεως. Επιπλέον, ως αυτό-ανασκοπούμενη και συνθετική, η συνείδηση είναι το θεμέλιο και η ενότητα αυτής της κινήσεως, καθώς η κίνηση αυτή, είναι σύμφωνα με τον Hegel απλώς η κίνηση της συνειδήσεως προς την αυτό-συνείδηση, και η αναγνώριση μέσα στην επιστήμη, από τη συνείδηση, πως η ίδια είναι το θεμέλιο της συμφιλίωσης του φαινομενικού ή εμπειρικού και νοούμενου ή λογικού ως του φαινομενολογικού θεμελίου της ιστορίας.
Συνεχίζεται
Το πρόγραμμα του Hegel είναι λοιπόν μια διερεύνηση των διαφόρων ιστορικών μορφών της συνείδησης και γνώσης, στην πολλαπλότητα και στην ενότητα τους. Είναι όμως δυνατή μια τέτοια διερεύνηση; Στην μοντέρνα φιλοσοφία φαίνεται πως ο Hegel δε θα μπορούσε ποτέ να κατανοήσει μια ιστορική εποχή, όπως αυτή κατανοούσε τον εαυτό της, καθώς δια της δικής του κατανόησης θα την μεταμόρφωνε, αφού θα τη διαμεσολαβούσε η συνείδηση του, ή με μοντέρνους όρους, (δε θα μπορούσε να την κατανοήσει) επειδή μπορεί να κατανοηθεί μόνο από τη δική του σκοπιά. Αυτό που ο Hegel αναγνωρίζει ως οντολογία και κριτήριο μιας εποχής, δεν θα μπορούσε να είναι ποτέ ταυτόσημο με το ίδιο το κριτήριο.
Μια τέτοια ένσταση αναδύεται, σύμφωνα με τον Hegel, επειδή η νεωτερικότητα παρανοεί αυτό που είναι (σημ.: όχι αυτό που είναι η ίδια). Κατανοεί τον άνθρωπο ως ένα υποκείμενο που έρχεται αντιμέτωπο με μια αντικειμενική και θεμελιωδώς ξένη φύση, που πρέπει να υπαχθεί στις υποκειμενικές κατηγορίες και στο πρόσταγμα της ανθρώπινης βούλησης. Η βεβαιότητα και η δύναμη, που ο σύγχρονος άνθρωπος αποκτά δια της μοντέρνας επιστήμης και τεχνολογίας, είναι βέβαια ατελής και εν τέλει μη ικανοποιητική, καθώς ο τακτοποιημένος και υπολογίσιμος κόσμος, τον οποίο κατασκευάζει έτσι, είναι θεμελιωδώς τεχνητός και καταστρέφει ακόμα και τη δυνατότητα του φυσικού θεμελίου ή της συμφιλίωσης με τη φύση. Επομένως, την αλήθεια δεν τήν επιτυγχάνει και δεν μπορεί να τήν βρει, δηλαδή αυτό που είναι, και που οι προϋποθέσεις της ισχύος και της βεβαιότητος μεταφέρουν στο επέκεινα, στην μη κατανοησιμότητα.
Η μοντέρνα φιλοσοφία δεν μπορεί να βρει την αλήθεια καθώς αρνείται την παρουσία του απολύτου, δηλαδή, το γεγονός ότι το απόλυτο είναι μαζί μας. Όπως είχε ισχυριστεί προηγουμένως, μόνο το απόλυτο είναι αληθινό και μόνο το αληθινό είναι απόλυτο (§3). Αληθινή γνώση είναι απόλυτη γνώση, και το απόλυτο είναι παρόν σε όλη την αλήθεια. Η απόλυτη γνώση δεν είναι απλώς ολοκληρωμένη γνώση, αλλά η γνώση που το απόλυτο έχει για τον εαυτό του, όπως και γνώση όλων ατελών μορφών του. Ως η τέλεια αυτογνωσία της συνειδήσεως, μέσα στο απόλυτο και ως το απόλυτο, η απόλυτη γνώση δε διακρίνεται από το αντικείμενο της, αλλά γνωρίζει μέσα στην και δια μέσου της καθαρής ενδοσκόπησης. Αυτή η ενδοσκόπηση όμως, είναι και καθαρή ανασκόπηση, καθώς μέσα στην απόλυτη γνώση, η συνείδηση αναγνωρίζει τον εαυτό της ως αυτό που είναι, και αυτό σημαίνει, ως αυτό που ήταν, δηλαδή ως την ολότητα των διαφόρων ιστορικών μορφών γνώσεως και συνειδήσεως. Είναι επομένως δυνατόν, να κατανοήσει ο άνθρωπος όλες τις ιστορικές εποχές και τρόπους σκέψης, κατανοώντας τον εαυτό του.
Η απόλυτη γνώση είναι επομένως, με κάποια έννοια, η ολοκλήρωση ή η τελειότητα της σωκρατικής έρευνας του εαυτού, της εντολής: «γνώθι σαυτόν!». Η ολοκλήρωση όμως αυτής της προσταγής εκ μέρους του Hegel, καθορίζεται θεμελιωδώς από την πρόσληψη του Rousseau-το να γνωρίζει κανείς τον εαυτό του, είναι να γνωρίζει το διαχωρισμό του ανθρώπου από τη φύση, της ουσιαστικής ιστορίας της ελεύθερης εξέλιξης του ανθρώπινου όντος από την απλή βεβαιότητα των αισθήσεων στην απόλυτη γνώση και την επιστήμη. Η ενδοσκόπηση καθίσταται λοιπόν ανασκόπηση, και ανακαλύπτει, ή ίσως αποκαλύπτει, την αλήθεια για την ίδια της τη γένεση, μέσα στην ιστορία και ως ιστορία.
Παράγραφος 12
Η επιστήμη λοιπόν, κατά τον Hegel, υπερβαίνει τη διάκριση «υποκειμενικού» και «αντικειμενικού», που χαρακτηρίζει τη μοντέρνα φιλοσοφία, και δεν έχει επομένως ανάγκη ενός «ανεξάρτητου» κριτηρίου, που απαιτεί η μοντέρνα φιλοσοφία, καθώς η συνείδηση δίνει στον εαυτό της πάντα το δικό της κριτήριο, και είναι πάντα μια σύγκριση με τον εαυτό της33. Ο Hegel είχε σημειώσει προηγουμένως, πως η θεωρία της μοντέρνας φιλοσοφίας περί ανταποκρισιμότητας της αλήθειας, οδηγεί στον σχετικισμό και στην φαινομενολογία της παραστάσεως, δηλαδή παράσταση της εμφανιζόμενης γνώσης, ως μια απάντηση στο πρόβλημα αυτό (§4). Η ίδια αυτή ερώτηση αναδύεται πάλι εδώ, ως η ερώτηση περί του κριτηρίου της αλήθειας. Αυτό που φάνηκε από την προοπτική της φυσικής συνειδήσεως ως η παρουσίαση της εμφανιζόμενης γνώσεως ή ως φαινομενολογία, εμφανίζεται εδώ ως αυτό-εξέταση της συνειδήσεως ή του πνεύματος.
Μέσα στην απόλυτη γνώση η συνείδηση αναγνωρίζει τον εαυτό της ως ενότητα που εναγκαλίζει όλες τις ποικίλες μορφές συνειδήσεως, πνεύματος και απολύτου. Αυτή η ανασκόπηση ή ιστορική περισυλλογή, δεν είναι λοιπόν μια απλή «αντικειμενική» αναφορά στην εξέλιξη του διδύμου γνώσης και είναι, δηλαδή της συνείδησης, ως καθαρή ενδοσκόπηση. Η Φαινομενολογία, ως ολοκληρωμένη γνώση ή επιστήμη, είναι ο στοχασμός της γνώσης, όχι απλά όπως είναι στον εαυτό της, δηλαδή ως φυσική συνείδηση σε όλες τις ιστορικές μορφές της, αλλά όπως είναι μέσα στον εαυτό της και για τον εαυτό της, δηλαδή ως γνώση αυτών των μορφών από την σκοπιά της εμπειρίας της συνειδήσεως, όπως αυτή περνά μέσα από αυτές.
Παράγραφος 13
Καθώς η συνείδηση εξετάζει τον εαυτό της, κάθε ανασκοπική εφαρμογή κάποιου κριτηρίου δεν είναι μόνο περιττή, αλλά σύμφωνα με τον Hegel, θα διατάρασσε την ιστορική επικαιρότητα. Γι’ αυτούς λοιπόν που συμμετέχουν στην φαινομενολογική διερεύνηση, παραμένει μόνο ο καθαρός στοχασμός της εμφανιζόμενης γνώσεως, ως κίνηση της συνειδήσεως34. Η Φαινομενολογία είναι με την έννοια αυτή η ενότητα της καθαρής ανασκόπησης, που διερευνά την «αντικειμενική» εξέλιξη της ανθρώπινης γνώσης και ιστορίας (§5), και της καθαρής ενδοσκόπησης, που είναι η «υποκειμενική» περισυλλογή αυτής της εξέλιξης, από την προοπτική της συνειδήσεως, η οποία έζησε δια μέσου αυτής. Η Φαινομενολογία λοιπόν, είναι πάντα και η επιστήμη της εμπειρίας της συνειδήσεως ως ενδοσκοπικής ανασκόπησης, ως στοχασμός εκ μέρους της συνειδήσεως της γενέσεως της, της συνειδήσεως όπως είναι μέσα στον εαυτό της και για τον εαυτό της35.
Η πηγή αυτής της γενέσεως της συνειδήσεως είναι η ίδια η συνείδηση ως αυτοσυνειδησία. Στην ποσότητα της αυτοσυνειδησίας, η συνείδηση ανεβαίνει πάνω από τον εαυτό της και παρατηρεί τη σχέση γνώσεως και αντικειμένου, που μέχρι εκείνη την στιγμή την χαρακτήριζε. Η στιγμή αυτή είναι κατά τον Hegel η σύγκριση εκ μέρους της συνειδήσεως της γνώσεως με το αντικείμενο της. Αν αυτά τα δυο δεν αντιστοιχούν το ένα στο άλλο, τότε η συνείδηση συμπεραίνει, πως είτε η γνώση της, είτε ο κόσμος είναι ελαττωματικ(ή)ός ή εσφαλμέν(η)ος, και πρέπει να μεταμορφωθεί. Καθώς και τα δυο είναι συνδεδεμένα, , η μεταμόρφωση του ενός είναι ταυτόχρονα και μεταμόρφωση του άλλου, και συνεπώς του κριτηρίου, δηλαδή της πραγματικότητας, που χρησιμοποιήθηκε για να δοκιμάσει την αλήθεια της γνώσεως. Ανεβαίνοντας πάνω από τον εαυτό της, η συνείδηση (Bewußtsein), μεταμορφώνει τόσο την γνώση, όσο και το Είναι (Sein), που ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή η ουσία της. Εφόσον η συνείδηση είναι αυτοσυνειδησία, είναι διαλεκτική.
Η συνείδηση είναι για τον Kant θετική (thetic, όχι positiv), και θέτει ή εγκαθιστά νόμους. Καθορίζει αυτό που είναι αληθές μέσα στη γνώση, και συνεπώς αυτό που είναι αληθές για τη συνείδηση. Δεν μπορεί όμως να πάει πέρα από τη συνείδηση, στο άπειρο ή απόλυτο, χωρίς να περιπλακεί στην αντινομία. Ο Kant συμπεραίνει συνεπώς, πως η θετική γνώση είναι δυνατή μόνο μέσα στο χώρο του φαινομενικού ή εμπειρικού, και δεν μπορεί ποτέ να συλλάβει το νοούμενο ή το λογικό. Και οι δυο αυτές περιοχές όμως, είναι εκδηλώσεις της συνειδήσεως ως λόγου, και είναι συνεπώς συνδεδεμένες μεταξύ τους, μέσα στην υπερβατική ενότητα, και ως υπερβατική ενότητα της ενεργητικής πρόσληψης μέσα στη συνείδηση (apperception). Όπως έχουμε δει, ο Hegel δεν ήταν ικανοποιημένος με αυτή τή λύση, και προσπάθησε να δείξει, πως η συμφιλίωση είναι εγγενής στην αντινομία, ως αναγκαιότητα της αντιφάσεως. Η αναγκαιότητα αυτή κατοικεί κατά τον Hegel μέσα στη συνείδηση: ως δίδυμο φυσικής συνείδησης και αυτοσυνειδησίας, αλήθειας και γνώσης, φαινομενικού ή εμπειρικού και νοούμενου ή λογικού, η συνείδηση είναι διαλεκτική. Η συνείδηση επομένως είναι τόσο πηγή της διαίρεσης ή αντίθεσης και κίνηση προς και θεμέλιο της συμφιλίωσης.
Με αυτή την έννοια, η σύλληψη του Hegel περί διαλεκτικής συνείδησης είναι η απάντηση του στο κενό της υπερβατικής ενότητας της ενεργητικής πρόσληψης από τη συνείδηση. Έχει συχνά επισημανθεί, πως ο θεωρητικός ιδεαλισμός μπορεί να περιγραφεί ως ένας εκτεταμένος διαλογισμός πάνω σε αυτή την υπερβατική ενότητα. Πρέπει να σημειωθεί, όμως, πως ο θεωρητικός ιδεαλισμός μεταμορφώνει αυτή την ήσυχη αιωνιότητα σε ακατάπαυστο αγώνα και διαμάχη του θεμελιωδώς θετικού και αυτό σημαίνει, διαλεκτικού πνεύματος. Η αιωνιότητα της ησυχίας του Kant, καθίσταται στα χέρια του Fichte, Schelling και Hegel ο αιώνιος αγώνας αυτού που είναι με τον εαυτό του.
Η Φαινομενολογία είναι αναφορά σε αυτή τη θετική ή διαλεκτική κίνηση, ως διαρκής αλληλεπίδραση ή διαμάχη του φαινομενικού ή εμπειρικού και νοούμενου ή λογικού της συνειδήσεως. Η συνείδηση ή το πνεύμα ως θετικό, αντιθετικό, αντινομικό και διαλεκτικό, είναι η πηγή της κινήσεως της ιστορίας, και η ιστορία είναι με τον τρόπο αυτό η αυτό-κίνηση της συνειδήσεως. Επιπλέον, ως αυτό-ανασκοπούμενη και συνθετική, η συνείδηση είναι το θεμέλιο και η ενότητα αυτής της κινήσεως, καθώς η κίνηση αυτή, είναι σύμφωνα με τον Hegel απλώς η κίνηση της συνειδήσεως προς την αυτό-συνείδηση, και η αναγνώριση μέσα στην επιστήμη, από τη συνείδηση, πως η ίδια είναι το θεμέλιο της συμφιλίωσης του φαινομενικού ή εμπειρικού και νοούμενου ή λογικού ως του φαινομενολογικού θεμελίου της ιστορίας.
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου