Συνέχεια από: Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2024
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ
᾿Αλλὰ ἡ μετοχή τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ δὲν ἐξαντλεῖται στὴ σωματικὴ ἄσκηση, στὴν προσπάθεια νὰ πειθαρχηθῆ ἡ φύση στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, νὰ ἀναχθῆ στὸ «λογικό» τέλος της. Ὅ,τι ὀνομάζουμε ἁγιασμὸ καὶ τελείωση ἢ – ἀντίθετα – νέκρωση καὶ ἁμαρτία εἶναι μιὰ πραγματικότητα ἀχώριστη ἀπὸ τὸ σῶμα. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀρετὲς καὶ ἁμαρτήματα ποὺ ἐμφανίζονται μὲ ἀποκλειστικὴ ἀναφορὰ στὴν πνευματικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, ἔχουν πάντοτε ἄμεσες συνέπειες στὴ ζωὴ τοῦ σώματος. Εἴδαμε ἀμέσως παραπάνω τὴν ἀσκητικὴ πεῖρα τῆς Κλίμακος νὰ μᾶς βεβαιώνη γιὰ τὸν βαθύτατο πυρήνα τοῦ σαρκικοῦ πάθους ποὺ εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια. Πολύ συχνὰ καὶ τὰ ἀκούσια σαρκικά κινήματα καὶ οἱ ἐπαναστάσεις τοῦ σώματος, ποὺ διαιωνίζουν τὸν πόλεμο τῆς πορνείας παρὰ τὴν πολύχρονη ἄσκηση τοῦ μοναχοῦ, δὲν ἔχουν αἰτία φυσική - βιολογική, ἀλλὰ ὀφείλονται στὴν ἔπαρση τῆς ψυχῆς ἢ στὴν ἀσπλαχνία καὶ τὴν κατάκριση τοῦ πλησίον.[H ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΕΝΥΠΑΡΧΕΙ ΗΔΗ ΣΤΟ ΝΕΟΓΕΝΝΗΤΟ. Η ΑΣΚΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΚΟΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΟΣΥΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΜΑΣ(ΚΑΘΟΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΗΔΗ ΣΑΝ ΘΕΟΙ) ΕΙΝΑΙ ΑΓΩΝΑΣ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΚΑΤΕΧΕΙ ΗΔΗ ΤΟ ΣΩΜΑ , ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ. ΑΥΤΗ Η ΟΛΟΤΗΣ ΟΝΟΜΑΖΕΤΑΙ ΣΑΡΚΑ. Η ΑΣΚΗΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΕΜΠΝΕΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΟΥ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΕΛΕΥΘΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΔΑΓΚΑΝΕΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ ΩΣΤΕ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΝΑ ΑΠΟΚΤΗΣΕΙ ΣΩΜΑ, ΕΝΑ ΦΡΟΥΡΙΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗ ΨΥΧΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΟΡΑΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ]
«Ἔστι καθ᾽ ὕπνους ἔκκρισις
ἐκ πλήθους βρωμάτων καὶ ἀνέσεως˙
ἑτέρα ἐξ ὑπερηφανίας,
ὅταν ἐν τῇ χρονίᾳ ἡμῶν ἀρρευσίᾳ τυφώμεθα·
καὶ ἔστιν αὖθις ἐκ τοῦ τὸν πλησίον κατακρίνειν» 23.
Οἱ πνευματικὲς ἀφορμὲς ἀναιροῦν συχνὰ τὴν ἴδια τὴ φύση. Ὄχι «ἐκ τρυφῆς», ὅπως εἶναι φυσικό, ἀλλὰ κάποτε «ἐκ νηστείας» «ὁ πολὺς ὕπνος»· καὶ αὐτὸ «ὅταν οἱ νηστεύοντες ἐπαίρωνται»24. ᾿Αντίστοιχα, οἱ ἀδυναμίες καὶ ἐξεγέρσεις τοῦ σώματος καταστέλλονται μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ εἶναι μάταια ὁποιαδήποτε σωματικὴ ἄσκηση ὅταν λείπη ὁ «συντριμμὸς τῆς καρδίας».
«Ὁ μετὰ μόνης ἐγκρατείας
τὸν πόλεμον τοῦτον δοκιμάσας καταπαῦσαι,
ὅμοιός ἐστι
τῷ τῇ μιᾷ χειρὶ νηχομένῳ καὶ τοῦ πελάγους ἀπαλλαγῆναι φιλονικοῦντι.
Σύζευξον ἐγκρατείᾳ ταπείνωσιν·
ἐκτὸς γὰρ τῆς δευτέρας
ἡ προτέρα ἀνωφελής εὑρίσκεται»25.
Μιὰ «λεπτὴ» διάκριση ποὺ γίνεται στὴν Κλίμακα εἶναι ἡ συσχέτιση τῆς φυσικῆς δειλίας μὲ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια: «Πάντες οἱ δειλιῶντες κενόδοξοι»26. Εἶναι ἕνας ἀφορισμὸς χωρὶς ἐξαιρέσεις, γιατὶ εἶναι «δειλίας δούλη» μόνο ἡ «ὑπερήφανος ψυχή· ἐφ᾽ ἑαυτῇ πεποιθυῖα καὶ κτύπους κτισμάτων καὶ σκιάς δεδοικυῖα» [«Υπερήφανη ψυχή· έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό της και φοβούμενη τους θορύβους των δημιουργημάτων και τις σκιές»] 27. Ὄχι ὅτι ἡ δειλία εἶναι καθεαυτὴ μιὰ μορφὴ ὑπερηφάνειας, ἀλλὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνα δείγμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τὶς δικές του δυνάμεις, καὶ οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι πάντοτε πολὺ ἀνίσχυρες μπροστὰ στοὺς ποικίλους κινδύνους. Πρέπει νὰ προηγηθῆ μιὰ οὐσιαστικὴ αὐταπάρνηση, ἔνας συντριμμὸς τῆς καρδίας, ὥστε ἡ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετατεθῆ στὴ δύναμη καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος γιὰ νὰ νικηθῆ ἡ δειλία τῆς ἀνθρώπινης σαρκός. Διαβάζουμε στὴν Κλίμακα:
«Ποτὲ μὲν ἡ ψυχὴ ποτὲ δὲ τὸ σῶμα προεδειλίασε
καὶ τῷ ἑτέρῳ τοῦ πάθους μετέδωσε.
Ὅταν τῆς σαρκὸς δειλανθείσης,
ἐν τῇ ψυχῇ ὁ φόβος ὁ ἄκαιρος οὐκ εἰσέδυ,
πλησίον ἡ τῆς νόσου ἀπαλλαγή·
ὅταν δὲ πάντα τὰ ἀδόκητα
ἐκ συντριμμοῦ καρδίας προθύμως ἐκδεχώμεθα,
τότε ὄντως δειλίας ἠλευθερώθημεν»28.
Άσχετος μὲ τὴ φυσικὴ δειλία εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἕνα γεγονὸς ζωῆς ποὺ ἀναφέρεται ἐπίσης στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἄμεσα συσχετισμένος μὲ τὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μιὰ βαθμίδα τελειώσεως[ΛΥΤΡΏΣΕΩΣ] τοῦ ἀνθρώπου. Ως γεγονός καταρχὴν πνευματικῆς συναισθήσεως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πειθαρχεῖ καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος:
«Ὁ μὲν φόβος,
ὅταν ἐν αἰσθήσει ψυχῆς γένηται,
τήκειν καὶ κατεσθίειν τὴν ρυπαρὰν πέφυκε·
καθήλωσον, γὰρ φησιν, ἐκ τοῦ φόβου σου
τὰς σάρκας μου»29.
[«Ο φόβος,
όταν γεννάται στην αίσθηση της ψυχής,
έχει τη φύση να λιώνει και να κατατρώει το ρυπαρό·
στερέωσε, όπως λέει, από το φόβο σου
τις σάρκες μου.»]
᾿Αχώριστος ὁ φόβος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀφοῦ εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὑποτάσσει αὐτὸς τὴν ἐπαναστατημένη σάρκα[ΤΟΝ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ], ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ ἀγάπη ἐγκαρδιώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ λαμπρύνει:
«Ἡ δὲ ὁσία ἀγάπη, ἐνίους μὲν κατεσθίειν εἴωθε, κατὰ τὸν εἰπόντα·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας·
ποτὲ δέ τινας
ἀγαλλιᾶσθαι ποιεῖ καὶ λαμπρύνει·
Ἐπ᾿ αὐτῷ γάρ, φησιν, ἤλπισεν ἡ καρδία μου
καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου· καί·
Καρδίας εὐφραινομένης, πρόσωπον θάλλει».30
Καὶ ἄλλα πνευματικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου – άρετὲς τῆς ψυχῆς – ἔχουν ἀντίκρυσμα στὸ σῶμα καὶ φανερώνουν τὸν καθολικό χαρακτήρα τοῦ ἁγιασμοῦ:
«Καθ᾿ ὅσον ἡ πίστις θάλλει ἐν τῇ καρδίᾳ
κατὰ τοσοῦτον καὶ τὸ σῶμα σπεύδει ἐν τῇ διακονία».31
Καὶ ἀλλοῦ:
«Θανάτου μνήμη ἀπαρνεῖται σῶμα».32
Ἐδῶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ἄσκηση νήψεως καὶ διακρίνεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴ φυσικὴ δειλία τοῦ θανάτου, «ἥτις ἐστιν ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον»33. Ο συγγραφέας τῆς Κλίμακος ἔχει γνωρίσει τὴ σχετικὴ διδασκαλία τῶν Στωϊκῶν καὶ χαρακτηρίζει ὡς «θαῦμα, πῶς καὶ Ἕλληνες τοιοῦτὸν τι ἐφθέγξαντο· ἐπεὶ καὶ φιλοσοφίαν τοῦτο εἶναι ὁρίζονται, μελέτην θανάτου»34. ᾿Αλλὰ ἡ φιλοσοφικὴ «μελέτη» ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν «αἴσθησιν τῆς καρδίας»35 ποὺ εἶναι ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος γιὰ τὴν ἄμεση μετοχὴ στὸ μεταμορφωμένο χῶρο;;; τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.[Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ] Αὐτὴ ἡ ἐγρήγορση μεταφράζεται σὲ «φροντίδων ἀπόθεσιν καὶ εὐχὴν διηνεκῆ καὶ νὸὸς φυλακήν»36 καὶ «πρὸς πᾶσαν τὴν φύσιν ἑκούσιον ἀπροσπάθειαν καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελῆ ἐγκατάλειψιν»37, δηλαδή σὲ μιὰ βαθμιαία ἀπόσπαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ φθορὰ τῆς ἀπολυτοποιημένης φύσεως καὶ μετάθεση τῆς καρδιᾶς στὰ οὐσιώδη, τὰ μὴ ὁρώμενα. Ἡ ἀπόσπαση καὶ μετάθεση προϋποθέτει τὴν oδυνηρὴ ἐπίγνωση τῆς δουλείας τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀπολυτοποιημένης [ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ] φύσεως, γι' αὐτὸ καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸν κλαθμὸ καὶ τὸ πένθος38. Ἡ ἀσκητικὴ ἀναφορὰ στὴ μνήμη τοῦ θανάτου, στὸν κλαθμὸ καὶ στὸ πένθος σημαίνει τὴν καθολικὴ νήψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, εἶναι
«ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα
καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχίᾳ ἐμπόνως καταδιώκουσα
καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὁλολύζουσα»39.
Ὁ κλαθμὸς καὶ τὸ πένθος (ποὺ θὰ δοῦμε ἀλλοῦ ὅτι εἶναι πένθος χαροποιὸ καὶ δόξα τοῦ ἀνθρώπου) εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικές μορφὲς τῆς αἰσθητῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ, μιὰ ἄμεση σωματική βίωση τῆς «μετάνοιας» τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀντιθέσεως τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος[ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ] στὸ ἐπαναστατημένο θέλημα τῆς φύσεως, τῆς ὀδύνης του γιὰ τὸν χωρισμὸ τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Κάποτε, αὐτὴ ἡ ἄμεση σωματικὴ βίωση ἔχει συγκεκριμένες πραγματοποιήσεις ποὺ μοιάζουν – μὲ τὰ κριτήρια τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου – ὑπερβολικές, ἴσως καὶ ἀκατανόητες:
«Εἶδον ἐγὼ παρά τισι πένθους ὅρον ἀκρότατον·
αἷμα γὰρ αὐτοὺς αἰσθητῶς
ἀπὸ τῆς κατωδύνου καρδίας καὶ πεπληγμένης
ἐθεασάμην προχέοντας ἐκ τοῦ στόματος·
καὶ ἀνεμνήσθην τοῦ φήσαντος·
ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος
καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου»40.
Τὸ ἀκρότατο αὐτὸ πένθος τῆς «πεπληγμένης καρδίας» ποὺ ἐκφράζεται στὸ σῶμα τόσο αἰσθητά, εἶναι ἕνας χῶρος ζωῆς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθῆ μὲ τὰ μέτρα τῆς κοινῆς λογικῆς – μιὰ ἐξαίρεση, «ὅρος ἀκρότατος»[ΔΩΣΕ ΑΙΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑ]. Εἶναι ἡ ἄμεση καταβολὴ ἑνὸς τιμήματος γιὰ τὴ διαφθορὰ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Προϋποθέτει μιὰν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας ὁπωσδήποτε πέρα ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀτομικῆς ἐνοχῆς, μιὰ προσωπική πάλη μὲ τὴν ἁμαρτία στὰ ὅρια τῆς διαφθορᾶς τῆς φύσεως, στὰ ὅρια τοῦ «θανάτου» καὶ τῆς «ἀναστάσεως»: Ἡ φθορὰ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στὸ σῶμα εἶναι προοίμιο θανάτου, ἐνῶ ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ καὶ ἀκραία μετοχὴ τοῦ σώματος στὸ πένθος τῆς μετανοίας εἶναι προοίμιο ἀναστάσεως, «ἀνακαθάρσεως» καὶ δόξας τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ εἶναι
«θαῦμα ἰδέσθαι
νοῦν ἀσώματον ὑπὸ σώματος μολυνόμενον
καὶ σκοτούμενον·
καὶ πάλιν διὰ πηλοῦ
τὸν ἄϋλον ἀνακαθαιρόμενόν τε καὶ λεπτυνόμενον» 41.
Σημειώσεις
23. ΙΕ΄ νγ΄ 92. 24. ΚΣΤ΄ κθ΄ 129.
«Ἔστι καθ᾽ ὕπνους ἔκκρισις
ἐκ πλήθους βρωμάτων καὶ ἀνέσεως˙
ἑτέρα ἐξ ὑπερηφανίας,
ὅταν ἐν τῇ χρονίᾳ ἡμῶν ἀρρευσίᾳ τυφώμεθα·
καὶ ἔστιν αὖθις ἐκ τοῦ τὸν πλησίον κατακρίνειν» 23.
Οἱ πνευματικὲς ἀφορμὲς ἀναιροῦν συχνὰ τὴν ἴδια τὴ φύση. Ὄχι «ἐκ τρυφῆς», ὅπως εἶναι φυσικό, ἀλλὰ κάποτε «ἐκ νηστείας» «ὁ πολὺς ὕπνος»· καὶ αὐτὸ «ὅταν οἱ νηστεύοντες ἐπαίρωνται»24. ᾿Αντίστοιχα, οἱ ἀδυναμίες καὶ ἐξεγέρσεις τοῦ σώματος καταστέλλονται μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ εἶναι μάταια ὁποιαδήποτε σωματικὴ ἄσκηση ὅταν λείπη ὁ «συντριμμὸς τῆς καρδίας».
«Ὁ μετὰ μόνης ἐγκρατείας
τὸν πόλεμον τοῦτον δοκιμάσας καταπαῦσαι,
ὅμοιός ἐστι
τῷ τῇ μιᾷ χειρὶ νηχομένῳ καὶ τοῦ πελάγους ἀπαλλαγῆναι φιλονικοῦντι.
Σύζευξον ἐγκρατείᾳ ταπείνωσιν·
ἐκτὸς γὰρ τῆς δευτέρας
ἡ προτέρα ἀνωφελής εὑρίσκεται»25.
Μιὰ «λεπτὴ» διάκριση ποὺ γίνεται στὴν Κλίμακα εἶναι ἡ συσχέτιση τῆς φυσικῆς δειλίας μὲ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν ὑπερηφάνεια: «Πάντες οἱ δειλιῶντες κενόδοξοι»26. Εἶναι ἕνας ἀφορισμὸς χωρὶς ἐξαιρέσεις, γιατὶ εἶναι «δειλίας δούλη» μόνο ἡ «ὑπερήφανος ψυχή· ἐφ᾽ ἑαυτῇ πεποιθυῖα καὶ κτύπους κτισμάτων καὶ σκιάς δεδοικυῖα» [«Υπερήφανη ψυχή· έχοντας εμπιστοσύνη στον εαυτό της και φοβούμενη τους θορύβους των δημιουργημάτων και τις σκιές»] 27. Ὄχι ὅτι ἡ δειλία εἶναι καθεαυτὴ μιὰ μορφὴ ὑπερηφάνειας, ἀλλὰ εἶναι ὁπωσδήποτε ἕνα δείγμα ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἐμπιστεύεται τὶς δικές του δυνάμεις, καὶ οἱ ἀνθρώπινες δυνάμεις εἶναι πάντοτε πολὺ ἀνίσχυρες μπροστὰ στοὺς ποικίλους κινδύνους. Πρέπει νὰ προηγηθῆ μιὰ οὐσιαστικὴ αὐταπάρνηση, ἔνας συντριμμὸς τῆς καρδίας, ὥστε ἡ πεποίθηση τοῦ ἀνθρώπου νὰ μετατεθῆ στὴ δύναμη καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς εἶναι ὁ μοναδικός δρόμος γιὰ νὰ νικηθῆ ἡ δειλία τῆς ἀνθρώπινης σαρκός. Διαβάζουμε στὴν Κλίμακα:
«Ποτὲ μὲν ἡ ψυχὴ ποτὲ δὲ τὸ σῶμα προεδειλίασε
καὶ τῷ ἑτέρῳ τοῦ πάθους μετέδωσε.
Ὅταν τῆς σαρκὸς δειλανθείσης,
ἐν τῇ ψυχῇ ὁ φόβος ὁ ἄκαιρος οὐκ εἰσέδυ,
πλησίον ἡ τῆς νόσου ἀπαλλαγή·
ὅταν δὲ πάντα τὰ ἀδόκητα
ἐκ συντριμμοῦ καρδίας προθύμως ἐκδεχώμεθα,
τότε ὄντως δειλίας ἠλευθερώθημεν»28.
Άσχετος μὲ τὴ φυσικὴ δειλία εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ, ἕνα γεγονὸς ζωῆς ποὺ ἀναφέρεται ἐπίσης στὸ σῶμα καὶ στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, ἄμεσα συσχετισμένος μὲ τὴν ἐπίγνωση τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι μιὰ βαθμίδα τελειώσεως[ΛΥΤΡΏΣΕΩΣ] τοῦ ἀνθρώπου. Ως γεγονός καταρχὴν πνευματικῆς συναισθήσεως ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ πειθαρχεῖ καὶ τὶς ἐπιθυμίες τοῦ σώματος:
«Ὁ μὲν φόβος,
ὅταν ἐν αἰσθήσει ψυχῆς γένηται,
τήκειν καὶ κατεσθίειν τὴν ρυπαρὰν πέφυκε·
καθήλωσον, γὰρ φησιν, ἐκ τοῦ φόβου σου
τὰς σάρκας μου»29.
[«Ο φόβος,
όταν γεννάται στην αίσθηση της ψυχής,
έχει τη φύση να λιώνει και να κατατρώει το ρυπαρό·
στερέωσε, όπως λέει, από το φόβο σου
τις σάρκες μου.»]
᾿Αχώριστος ὁ φόβος ἀπὸ τὴν ἀγάπη, ἀφοῦ εἶναι καρπὸς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Θεοῦ, ὑποτάσσει αὐτὸς τὴν ἐπαναστατημένη σάρκα[ΤΟΝ ΑΡΝΗΤΙΚΟ ΑΝΘΡΩΠΟ], ἐνῶ ταυτόχρονα ἡ ἀγάπη ἐγκαρδιώνει τὸ σῶμα καὶ τὸ λαμπρύνει:
«Ἡ δὲ ὁσία ἀγάπη, ἐνίους μὲν κατεσθίειν εἴωθε, κατὰ τὸν εἰπόντα·
Ἐκαρδίωσας ἡμᾶς, ἐκαρδίωσας·
ποτὲ δέ τινας
ἀγαλλιᾶσθαι ποιεῖ καὶ λαμπρύνει·
Ἐπ᾿ αὐτῷ γάρ, φησιν, ἤλπισεν ἡ καρδία μου
καὶ ἐβοηθήθην καὶ ἀνέθαλεν ἡ σάρξ μου· καί·
Καρδίας εὐφραινομένης, πρόσωπον θάλλει».30
Καὶ ἄλλα πνευματικὰ ἐπιτεύγματα τοῦ ἀνθρώπου – άρετὲς τῆς ψυχῆς – ἔχουν ἀντίκρυσμα στὸ σῶμα καὶ φανερώνουν τὸν καθολικό χαρακτήρα τοῦ ἁγιασμοῦ:
«Καθ᾿ ὅσον ἡ πίστις θάλλει ἐν τῇ καρδίᾳ
κατὰ τοσοῦτον καὶ τὸ σῶμα σπεύδει ἐν τῇ διακονία».31
Καὶ ἀλλοῦ:
«Θανάτου μνήμη ἀπαρνεῖται σῶμα».32
Ἐδῶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι μιὰ ἄσκηση νήψεως καὶ διακρίνεται οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴ φυσικὴ δειλία τοῦ θανάτου, «ἥτις ἐστιν ἰδίωμα φύσεως ἐκ παρακοῆς προσγινόμενον»33. Ο συγγραφέας τῆς Κλίμακος ἔχει γνωρίσει τὴ σχετικὴ διδασκαλία τῶν Στωϊκῶν καὶ χαρακτηρίζει ὡς «θαῦμα, πῶς καὶ Ἕλληνες τοιοῦτὸν τι ἐφθέγξαντο· ἐπεὶ καὶ φιλοσοφίαν τοῦτο εἶναι ὁρίζονται, μελέτην θανάτου»34. ᾿Αλλὰ ἡ φιλοσοφικὴ «μελέτη» ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν «αἴσθησιν τῆς καρδίας»35 ποὺ εἶναι ἐγρήγορση τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος γιὰ τὴν ἄμεση μετοχὴ στὸ μεταμορφωμένο χῶρο;;; τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.[Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΟΣ] Αὐτὴ ἡ ἐγρήγορση μεταφράζεται σὲ «φροντίδων ἀπόθεσιν καὶ εὐχὴν διηνεκῆ καὶ νὸὸς φυλακήν»36 καὶ «πρὸς πᾶσαν τὴν φύσιν ἑκούσιον ἀπροσπάθειαν καὶ τοῦ ἰδίου θελήματος παντελῆ ἐγκατάλειψιν»37, δηλαδή σὲ μιὰ βαθμιαία ἀπόσπαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ματαιότητα καὶ φθορὰ τῆς ἀπολυτοποιημένης φύσεως καὶ μετάθεση τῆς καρδιᾶς στὰ οὐσιώδη, τὰ μὴ ὁρώμενα. Ἡ ἀπόσπαση καὶ μετάθεση προϋποθέτει τὴν oδυνηρὴ ἐπίγνωση τῆς δουλείας τοῦ ἀνθρώπου στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἀπολυτοποιημένης [ΑΡΝΗΤΙΚΗΣ] φύσεως, γι' αὐτὸ καὶ ἡ μνήμη τοῦ θανάτου εἶναι ἀχώριστη ἀπὸ τὸν κλαθμὸ καὶ τὸ πένθος38. Ἡ ἀσκητικὴ ἀναφορὰ στὴ μνήμη τοῦ θανάτου, στὸν κλαθμὸ καὶ στὸ πένθος σημαίνει τὴν καθολικὴ νήψη τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματος τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ εἶναι καρπὸς τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Θεό, εἶναι
«ἐνωδύνου καρδίας διάθεσις,
ἀεὶ τὸ διψώμενον ἐμμανῶς ζητοῦσα
καὶ ἐν τῇ τούτου ἀποτυχίᾳ ἐμπόνως καταδιώκουσα
καὶ ὄπισθεν τούτου ὀδυνηρῶς ὁλολύζουσα»39.
Ὁ κλαθμὸς καὶ τὸ πένθος (ποὺ θὰ δοῦμε ἀλλοῦ ὅτι εἶναι πένθος χαροποιὸ καὶ δόξα τοῦ ἀνθρώπου) εἶναι ἀπὸ τὶς πιὸ χαρακτηριστικές μορφὲς τῆς αἰσθητῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ, μιὰ ἄμεση σωματική βίωση τῆς «μετάνοιας» τοῦ ἀνθρώπου, τῆς ἀντιθέσεως τοῦ προσωπικοῦ του θελήματος[ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ] στὸ ἐπαναστατημένο θέλημα τῆς φύσεως, τῆς ὀδύνης του γιὰ τὸν χωρισμὸ τῆς φύσεως ἀπὸ τὸν Θεό. Κάποτε, αὐτὴ ἡ ἄμεση σωματικὴ βίωση ἔχει συγκεκριμένες πραγματοποιήσεις ποὺ μοιάζουν – μὲ τὰ κριτήρια τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου – ὑπερβολικές, ἴσως καὶ ἀκατανόητες:
«Εἶδον ἐγὼ παρά τισι πένθους ὅρον ἀκρότατον·
αἷμα γὰρ αὐτοὺς αἰσθητῶς
ἀπὸ τῆς κατωδύνου καρδίας καὶ πεπληγμένης
ἐθεασάμην προχέοντας ἐκ τοῦ στόματος·
καὶ ἀνεμνήσθην τοῦ φήσαντος·
ἐπλήγην ὡσεὶ χόρτος
καὶ ἐξηράνθη ἡ καρδία μου»40.
Τὸ ἀκρότατο αὐτὸ πένθος τῆς «πεπληγμένης καρδίας» ποὺ ἐκφράζεται στὸ σῶμα τόσο αἰσθητά, εἶναι ἕνας χῶρος ζωῆς ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μετρηθῆ μὲ τὰ μέτρα τῆς κοινῆς λογικῆς – μιὰ ἐξαίρεση, «ὅρος ἀκρότατος»[ΔΩΣΕ ΑΙΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΠΑΡΕΙΣ ΠΝΕΥΜΑ]. Εἶναι ἡ ἄμεση καταβολὴ ἑνὸς τιμήματος γιὰ τὴ διαφθορὰ τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος ἀπὸ τὴν ἁμαρτία. Προϋποθέτει μιὰν ἐπίγνωση τῆς ἁμαρτίας ὁπωσδήποτε πέρα ἀπὸ τὰ πλαίσια τῆς ἀτομικῆς ἐνοχῆς, μιὰ προσωπική πάλη μὲ τὴν ἁμαρτία στὰ ὅρια τῆς διαφθορᾶς τῆς φύσεως, στὰ ὅρια τοῦ «θανάτου» καὶ τῆς «ἀναστάσεως»: Ἡ φθορὰ ποὺ προκαλεῖ ἡ ἁμαρτία στὸ σῶμα εἶναι προοίμιο θανάτου, ἐνῶ ἡ ὀδυνηρὴ αὐτὴ καὶ ἀκραία μετοχὴ τοῦ σώματος στὸ πένθος τῆς μετανοίας εἶναι προοίμιο ἀναστάσεως, «ἀνακαθάρσεως» καὶ δόξας τοῦ ἀνθρώπου.
Καὶ εἶναι
«θαῦμα ἰδέσθαι
νοῦν ἀσώματον ὑπὸ σώματος μολυνόμενον
καὶ σκοτούμενον·
καὶ πάλιν διὰ πηλοῦ
τὸν ἄϋλον ἀνακαθαιρόμενόν τε καὶ λεπτυνόμενον» 41.
Σημειώσεις
23. ΙΕ΄ νγ΄ 92. 24. ΚΣΤ΄ κθ΄ 129.
25. ΙΕ΄ λη΄ 90. 26. Κ΄ ε΄ 104.
27. Κ΄ γ΄ 104. 28. Κ΄ η΄ 105.
29. Λ΄ ια΄ 168. 30. Λ΄ τα΄ 168.
31. Δ΄ η΄ 29. 32. ΙΣΤ΄ κ΄ 99.
33. ΣΤ΄ γ΄ 59. 34. ΣΤ΄ κστ΄ 62.
35. ΣΤ΄ η΄ 60. 36. ΣΤ΄ στ΄ 59.
37. ΣΤ΄ η΄ 60. 38. ΣΤ΄ α΄ 59.
39. Ζ΄ α΄ 62. 40. Ζ΄ ξστ΄ 69.
41. ΙΔ΄ κδ΄ 84.
27. Κ΄ γ΄ 104. 28. Κ΄ η΄ 105.
29. Λ΄ ια΄ 168. 30. Λ΄ τα΄ 168.
31. Δ΄ η΄ 29. 32. ΙΣΤ΄ κ΄ 99.
33. ΣΤ΄ γ΄ 59. 34. ΣΤ΄ κστ΄ 62.
35. ΣΤ΄ η΄ 60. 36. ΣΤ΄ στ΄ 59.
37. ΣΤ΄ η΄ 60. 38. ΣΤ΄ α΄ 59.
39. Ζ΄ α΄ 62. 40. Ζ΄ ξστ΄ 69.
41. ΙΔ΄ κδ΄ 84.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου