Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Giovanni Reale - ΠΛΑΤΩΝ (23)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Giovanni Reale 

ΠΛΑΤΩΝ

IV

Ο ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΌΣ ΤΡΌΠΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΊΟ Ο ΠΛΆΤΩΝ ΥΠΕΡΑΣΠΊΖΕΤΑΙ ΤΗ ΓΡΑΦΉ ΚΑΙ ΠΑΡΟΥΣΙΆΖΕΤΑΙ ΩΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΌΣ ΔΆΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΤΈΧΝΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΉΣ

Οι κανόνες του ορθού τρόπου γραφής και λόγου και τα κριτήρια σύμφωνα με τα οποία ο Πλάτων συνέθετε τα γραπτά του που θεωρητικοποιούνται και υπερασπίζονται στον Φαίδρο

Οι λόγοι για τους οποίους τα περισσότερα πλατωνικά συγγράμματα φέρουν το όνομα του δευτεραγωνιστή και οι συνέπειες που αυτό συνεπάγεται

ΟΙ ΜΕΛΕΤΕΣ ΓΕΝΙΚΑ δεν έχουν αντιμετωπίσει με άνεση το πρόβλημα που αφορά τους τίτλους των πλατωνικών διαλόγων, οι οποίοι ως επί το πλείστον φέρουν το όνομα του δευτεραγωνιστή. Υπενθυμίζουμε ότι μόνο σε λίγες περιπτώσεις ο τίτλος δίνεται από το θέμα που εξετάζεται, όπως π.χ: Συμπόσιο, Πολιτεία, Σοφιστής, Πολιτικός Νόμοι, και ότι μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις το όνομα του πρωταγωνιστή δίνει τον τίτλο του διαλόγου, όπως ο Παρμενίδης και ο Τίμαιος.

Ο πρωταγωνιστής των διαλόγων της νεότητας και της ωριμότητας, καθώς και ορισμένων διαλόγων της μεγάλης ηλικίας, είναι ο Σωκράτης, αλλά με μια ιδιαίτερη μορφή, δηλαδή ως το εμβληματικό προσωπείο του αληθινού φιλοσόφου και του αληθινού διαλεκτικού, και, επομένως, ως ο δραματουργικός χαρακτήρας μέσω του οποίου ο Πλάτων εκφράζει τη σκέψη του.

Ο λόγος γι' αυτό είναι απολύτως σαφής: ενώ σε όλους τους άλλους διαλόγους ο Σωκράτης εμφανίζεται ακριβώς ως δραματικό πρόσωπο, στην Απολογία εμφανίζεται ως πραγματικός χαρακτήρας, δηλαδή με την ιστορική του χροιά: πρόκειται για έναν χαρακτήρα που επαναλαμβάνει εκείνα που πρέπει να είπε για την υπεράσπισή του στη δίκη. Ο Πλάτων δεν εισάγει συγκεκριμένα στοιχεία που προέρχονται από τη δική του διδασκαλία: ειδικότερα, στο πρόβλημα της αθανασίας δεν παρουσιάζει τη δική του λύση, αλλά την απορητική θέση του Σωκράτη. Όσοι θεωρούν ότι η Απολογία είναι ένα είδος ποιητικής επινόησης του Πλάτωνα διαπράττουν ένα ιστορικό λάθος: δεν λαμβάνουν υπόψη τους το γεγονός ότι, εφόσον επρόκειτο για μια κρατική δίκη, στην οποία ο κατηγορούμενος κατηγορήθηκε ότι προσέβαλε την Πόλη με την αιρετική θεολογική του θέση και με τη διαφθορά των νέων, όποιος είχε πει ψέματα για τη δίκη αυτή θα θεωρούνταν αυτός που με τη σειρά του προσέβαλε την Πόλη, και εναντίον του σίγουρα θα είχαν ορμήσει πολλοί από εκείνους που είχαν καταδικάσει τον Σωκράτη και θα τον είχαν καταγγείλει ως εχθρό της ίδιας της Πόλης.

Επιπλέον, ο Πλάτων αναφέρει τον εαυτό του μόνο τρεις φορές σε όλους τους διαλόγους του: δύο φορές στην Απολογία (34 A, 38 B), τονίζοντας με έντονο τρόπο τη δική του παρουσία στη δίκη, και σε ένα από αυτά τα αποσπάσματα τοποθετεί τον εαυτό του ακριβώς στην πρώτη σειρά ανάμεσα σε εκείνους που ήταν πρόθυμοι να πληρώσουν το πρόστιμο για να λυτρώσουν τον Σωκράτη από την καταδίκη. Στον Φαίδωνα, από την άλλη πλευρά, όπου μιλάει για την ημέρα του θανάτου του Σωκράτη, χρησιμοποιεί τον χαρακτήρα ως δραματουργικό προσωπείο, για να εκθέσει όχι τα διδάγματα του Σωκράτη αλλά τα δικά του διδάγματα περί αθανασίας. Και μάλιστα προειδοποιεί τον αναγνώστη γι' αυτό, λέγοντας ότι δεν ήταν παρών στο γεγονός και γράφει ρητά: «Ο Πλάτων, νομίζω, ήταν άρρωστος» (Φαίδων, 59 B).

Μετά από όσα είδαμε στην προηγούμενη παράγραφο, δεν είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο πρόβλημα: ο Πλάτων εφαρμόζει ακριβώς τους κανόνες που εκτέθηκαν παραπάνω, και, ειδικότερα, εφαρμόζει αυτό που ορίζει ο τρίτος κανόνας. Ακριβώς: στους επιμέρους διαλόγους παρουσιάζει τη συζήτηση του πράγματος με το οποίο ασχολείται όχι αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα, δηλαδή σύμφωνα με τη διάσταση που επιβάλλουν οι δυνατότητες του συνομιλητή, και επομένως ακριβώς ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της ψυχής του δευτεραγωνιστή, τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά.

Παραθέτω μερικά μόνο παραδείγματα για να αποδείξω τον ισχυρισμό μου.

Στον μάντη Εὐθύφρονα, ο οποίος είναι ένας ακαλλιέργητος χαρακτήρας με ελάχιστη κοινή λογική και φανατισμένο (καταγγέλλει τον πατέρα του για φόνο εις βάρος ενός υπαλλήλου, κάτι που κάθε άλλο παρά μπορεί να χαρακτηριστεί ως αληθινό έγκλημα, τόσο από νομική όσο και από πραγματική άποψη), ο Πλάτων, στον ομώνυμο διάλογο, παρουσιάζει το πρόβλημα του ὁσίου (τὸ εὐσεβές, τὸ ὅσιον) συζητώντας το σύμφωνα με τις διανοητικές και ηθικές ικανότητες του χαρακτήρα, καταλήγοντας έτσι σε απορία.

Ας θυμηθούμε, επίσης, ότι ο διαλεκτικός, όπως ορίστηκε σε ένα προηγούμενο απόσπασμα, είναι αυτός που «μπορεί να καταλάβει πότε είναι η κατάλληλη στιγμή να μιλήσει και πότε να σιωπήσει» (Φαίδρος, 272 A). Σε αρκετές περιπτώσεις, η στάση της σιωπής που υιοθετεί ο Σωκράτης σε ορισμένους διαλόγους οφείλεται ακριβώς σε αυτόν τον κανόνα: με τον τύπο του συνομιλητή με τον οποίο μιλά, ως αληθινός διαλεκτικός, ο Σωκράτης πρέπει να σιωπήσει, επειδή εκείνη η ψυχή, εκείνη τη στιγμή, δεν είναι ικανή να κατανοήσει τις εξελίξεις του ζητήματος και τη λύση του. Με αυτόν τον τρόπο, ανακαλύπτουμε ότι όλες οι απορίες των πλατωνικών διαλόγων έχουν δραματουργική λειτουργία και εξαρτώνται από συγκεκριμένους κανόνες γραφής, ενταγμένες σε μια καλά μελετημένη και αυστηρή μεθοδολογική τακτική.

Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα σε αυτό το θέμα είναι ο Λύσις και ο Χαρμίδης.

Ο Λύσις, τον οποίο αρκετοί μελετητές θεωρούν έναν αποτυχημένο διάλογο (ως έναν διάλογο που δεν ολοκληρώθηκε), επειδή διακόπτει τον αναγνώστη απότομα και τον αφήνει στα κρύα του λουτρού στο πιο κρίσιμο σημείο, γίνεται σαφέστερος όταν τον δούμε από αυτήν τη δραματουργική προοπτική. Ο Λύσις και ο φίλος του, Μενέξενος, είναι «παιδιά», και ως τέτοια μπορούν να φτάσουν μόνο μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο στη συζήτηση και όχι παραπέρα, επειδή δεν έχουν ακόμα φτάσει στην αναγκαία ωριμότητα για να αντιμετωπίσουν και να κατανοήσουν επαρκώς το ζήτημα της φιλίας, δηλαδή της φιλοσοφικής φιλίας και του φιλοσοφικού έρωτα. Ο αληθινός διαλεκτικός, φτάνοντας στο κρίσιμο σημείο της συζήτησης για τη φιλία με τα παιδιά, ξέρει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να μιλά και πρέπει να σιωπήσει.

Ο Szlezák διευκρινίζει πολύ καλά: «Θα ήταν λοιπόν απαραίτητη η συνέχεια της συζήτησης, όμως σε ένα άλλο επίπεδο. Για να μην αφήσει αυτό στη διαίσθηση του αναγνώστη, ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να παρατηρεί ότι θα ήθελε να “προσκαλέσει στη συζήτηση κάποιον από τους πιο ηλικιωμένους” σε σχέση με τα δύο παιδιά. Με αυτόν τον τρόπο απαιτείται ένας νέος διάλογος, πιθανότατα μεγαλύτερης διάρκειας και σίγουρα με περισσότερες απαιτήσεις» (Th.A. Szlezák, Ο Πλάτωνας και η συγγραφή της φιλοσοφίας. Ανάλυση της δομής των διαλόγων της νεότητας και της ωριμότητας υπό το πρίσμα ενός νέου ερμηνευτικού παραδείγματος, εισαγωγή και μετάφραση από τον G. Reale, Vita e Pensiero, Μιλάνο, 1988, 1992, σ. 188-189).

Παρόμοια είναι η δραματουργική κατάσταση που παρατηρείται στον Χαρμίδη, ο οποίος παρουσιάζει έναν χαρακτήρα λίγο μεγαλύτερο από τον Λύσι και τον Μενέξενο: δεν είναι πια «παιδί», αλλά παραμένει ακόμα «νέος», και όπως τα παιδιά, έτσι και οι νέοι δεν είναι ακόμα ώριμοι για να αντιμετωπίσουν έναν διαλεκτικό διάλογο με επαρκή τρόπο. Ο Szlezák καταλήγει: «Αν αναλογιστούμε τη δράση του διαλόγου [...] στο σύνολό της, μπορούμε να πούμε το εξής. Η ιστορία της μεταστροφής του Χαρμίδη, αν τη δούμε από την αντίθετη πλευρά, είναι η απεικόνιση του διαλεκτικού που ξέρει “πώς να πιάσει την κατάλληλη ψυχή”. Γι’ αυτό χρειάζεται την “φιλοσοφική σωφροσύνη” και την αυτοκυριαρχία. Η αληθινή σωφροσύνη του φιλοσόφου συνίσταται στην ικανότητά του να κρύβει τη σημαντική γνώση, ανάλογα με το πώς απαιτείται από την κατάσταση» (Szlezák, Ο Πλάτωνας και η συγγραφή της φιλοσοφίας, σ. 215-216).

Αυτό συνεπάγεται μια αντιστροφή των κριτηρίων με βάση τα οποία έχει επιχειρηθεί να ανασυντεθεί η εποχή σύνθεσης των γραπτών του Πλάτωνα. Πράγματι, στηριζόταν όχι μόνο σε υφολογικά κριτήρια, αλλά και στην παρουσία ή απουσία στους διαλόγους ορισμένων δογμάτων, τα οποία, με βάση τα προβλήματα που εξετάζονταν, θα περίμενε κανείς σταδιακά να κληθούν να συμμετάσχουν ως καθοριστικά. Και, αντιθέτως, ο δραματουργικός χαρακτήρας του Σωκράτη πορεύεται σύμφωνα με τα κριτήρια που θέτει η διαλεκτική, και ειδικότερα ακριβώς με τον τρίτο κανόνα: εισάγει μόνο εκείνες τις έννοιες που θεωρούνται κατάλληλες εκείνη ακριβώς τη στιγμή, έχοντας μπροστά του ως δευτεραγωνιστή εκείνη τη συγκεκριμένη ψυχή με εκείνες τις συγκεκριμένες ικανότητες.

Ακολουθώντας αυτό το ερμηνευτικό κριτήριο κατά την επανεξέταση των πλατωνικών διαλόγων, επομένως, ορισμένοι διάλογοι θα μπορούσαν να τοποθετηθούν χρονολογικά σε διαφορετική θέση από αυτή που είναι συνήθως αποδεκτή. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον «Κρίτωνα». Ο χαρακτήρας που δίνει το όνομα στον διάλογο είναι ελάχιστα προικισμένος με φιλοσοφική νοημοσύνη, αλλά είναι συνομήλικος και μεγάλος φίλος του Σωκράτη. Μαζί του, ο Σωκράτης συζητά για τα μεγάλα ζητήματα του νοήματος της ζωής και του θανάτου, για το νόημα και την αξία των νόμων, και προβάλλει το μεγάλο δόγμα που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «επανάσταση της μη-βίας». Ωστόσο, παρουσιάζει και αναπτύσσει τόσο ανώτερες και σύνθετες έννοιες, προσαρμόζοντάς τις στις διανοητικές και ψυχολογικές ικανότητες του δευτεραγωνιστή. Πράγματι, ο Πλάτων τις εκφράζει μέσω του Σωκράτη με εξαιρετική σαφήνεια και επικοινωνιακή δύναμη, φτάνοντας στο δραματουργικό αποκορύφωμα με την περίφημη «προσωποποίηση των νόμων». Πράγματι, οι νόμοι, μιλώντας ακριβώς όπως οι άνθρωποι, πείθουν τον Κρίτωνα, ο οποίος δεν θα είχε πειστεί από αφηρημένες έννοιες. Λοιπόν, η «απλότητα» του διαλόγου δεν πρέπει να μας ξεγελάει και δεν πρέπει να μας κάνει να σκεφτόμαστε (όπως πολλοί πίστευαν στο παρελθόν) ότι αυτός ο διάλογος είναι απαραίτητα νεανικό έργο λόγω της απλότητάς του: στην πραγματικότητα, περιέχει συγκεκριμένες έννοιες που εμφανίζονται μόνο σε ύστερα έργα, όπως έχει επισημάνει κάποιος μελετητής και έχω αποδείξει εγώ ο ίδιος σε άλλο έργο (Κρίτων. Εισαγωγικό δοκίμιο, μετάφραση και υλικό από τον G. Reale, Rusconi, Milano 1996, σσ. 13-79, Βλέπε επίσης M. Montuori, Ο Κρίτων. Ένα προοίμιο στους νόμους;, Αccademia Pontaniana, Napoli 1993.).

Ας λάβουμε επίσης υπόψη το γεγονός ότι αρχαίες πηγές μας πληροφορούν ότι η πρόταση προς τον Σωκράτη να δραπετεύσει από τη φυλακή δεν έγινε από τον Κρίτωνα, αλλά από άλλο πρόσωπο, και επομένως η δράση του διαλόγου με τον παλιό φίλο του Σωκράτη είναι μια ποιητική επινόηση του Πλάτωνα, με σαφή δραματουργικό σκοπό, προκειμένου να επιτύχει στόχους που ο Πλάτων θεωρούσε απαραίτητο να επιτευχθούν τη στιγμή της σύνθεσής του. Αυτό θα εξηγούσε πολύ καλά την παρουσία αυτών των δογμάτων στον «Κρίτωνα» και τη διαφορά με τον «Φαίδωνα» ως προς το χρόνο άφιξης του ιερού πλοίου από τη Δήλο, μετά την οποία ο Σωκράτης θα έπρεπε να πεθάνει (Πρβλ. Φαίδων, 59 D-E και Κρίτων, 43 D).

Οι δράσεις των πλατωνικών διαλόγων είναι πάντα δημιουργίες και ποιητικές επινοήσεις, που υπηρετούν το περιεχόμενο και όχι το αντίστροφο, δηλαδή βασισμένες στους τρεις κανόνες της τέχνης του γραψίματος, ειδικά στον τρίτο.

Φυσικά, όπως, για τον Πλάτωνα, σε μια απλή ψυχή πρέπει να παρουσιάζονται απλοί λόγοι, έτσι, αντίθετα, σε μια σύνθετη ψυχή πρέπει να παρουσιάζονται «σύνθετοι λόγοι που περιλαμβάνουν όλες τις αρμονίες»(Φαίδρος, 277 C).

Στον «Πρωταγόρα», έργο που πιθανώς τοποθετείται στην κορύφωση της πρώτης φάσης του, ο Πλάτων, σκηνοθετώντας μια λαμπρή διαλεκτική κωμωδία, φτάνει σε μια σειρά από κορυφές σχετικά με την αντίληψη της αρετής και της πνευματικής αγωγής, κινούμενος σε ένα ευρύ εννοιολογικό και μεθοδολογικό πεδίο ανάλογα με τις δυνατότητες του μεγάλου χαρακτήρα που δίνει το όνομα στον διάλογο μαζί με την ομάδα των σοφιστών που υποτίθεται ότι είναι παρόντες στο σπίτι του χορηγού Καλλία (Πρβλ. Πλάτων, Πρωταγόρας, Πρόλογος, εισαγωγικό δοκίμιο, μετάφραση και σχόλια από τον G. Reale, Rusconi, Μιλάνο 1998).

Δεν αποτελεί εξαίρεση ο «Γοργίας», που πιθανώς τοποθετείται στην αρχή της ωριμότητας του Πλάτωνα. Ο διάλογος αντιμετωπίζει το σύνθετο πρόβλημα της ρητορικής. Ο Γοργίας μιλά μόνο στο πρώτο μέρος του διαλόγου, και τα σημεία κορύφωσης του διαλόγου επιτυγχάνονται στη συζήτηση με τον Πώλο (στο δεύτερο μέρος) και, κυρίως, στη συζήτηση με τον Καλλικλή (στο τρίτο μέρος). Ωστόσο, παραμένει αλήθεια ότι ο ίδιος ο Γοργίας είναι από μόνος του ο πραγματικός δευτεραγωνιστής. Πράγματι, οι δύο μαθητές του παρουσιάζονται ως δραματουργικές μάσκες που αντιπροσωπεύουν τις συνέπειες της διδασκαλίας της ρητορικής που ο δάσκαλος διακήρυττε και διέδιδε, και κατασκευάζονται ως εμβληματικοί χαρακτήρες που εκφράζουν την αποσύνθεση της υποτιθέμενης τέχνης της ρητορικής και των αξιώσεών της.

Στον «Παρμενίδη», ο Πλάτων βάζει να μιλήσει έναν χαρακτήρα που θεωρεί ως τον μεγαλύτερο φυσικό φιλόσοφο, χαρακτηρίζοντάς τον με έναν ομηρικό στίχο, «σεβαστό και τρομερό μαζί»(Θεαίτητος, 183 Ε). Ως εκ τούτου, του δίνει να παρουσιάσει «σύνθετους λόγους που περιλαμβάνουν όλες τις αρμονίες»(Φαίδρος, 277 C). Στον «Παρμενίδη», πράγματι, βρίσκουμε ένα εξαιρετικά πυκνό δίκτυο διασταυρωμένων μηνυμάτων και υπαινιγμών στις άγραφες διδασκαλίες, για τις οποίες θα μιλήσουμε. Στην πραγματικότητα, σε αυτόν τον διάλογο, ο «δευτεραγωνιστής» γίνεται, κατά μία έννοια, «πρωταγωνιστής», αλλά η ομάδα αυτών που παρεμβαίνουν είναι ένα είδος ενσάρκωσης της φιλοσοφικής νοημοσύνης: εκτός από τον Παρμενίδη, ο Σωκράτης, ο Ζήνων ο Ελεάτης (ο σημαντικότερος μαθητής του Παρμενίδη) και ένας νεότατος Αριστοτέλης, με όλες τις συνέπειες που αυτό συνεπάγεται σύμφωνα με τον τρίτο κανόνα της τέχνης της γραφής, βάσει του οποίου στις μεγάλες ψυχές επικοινωνούνται μεγάλα πράγματα (Για μια ανάλυση της πολυπλοκότητας της αντιμετώπισης του Παρμενίδη βλ: Migliori, Διαλεκτική και αλήθεια. Φιλοσοφικό σχόλιο στον «Παρμενίδη» του Πλάτωνα, πρόλογος του H. Krämer, εισαγωγή του G. Reale, Vita e Pensiero, Μιλάνο 1990).

Καταλήγουμε με το παράδειγμα της «Πολιτείας», όπου οι δευτεραγωνιστές είναι οι ίδιοι οι αδελφοί του Πλάτωνα, ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος. Παρά το υψηλό επίπεδο των δευτεραγωνιστών, που αγαπούνται και θαυμάζονται από τον Πλάτωνα, ο λόγος δεν φτάνει στις φιλοσοφικές κορυφές, δηλαδή στον ορισμό του Αγαθού, επειδή οι συνομιλητές είναι θαυμαστές της φιλοσοφίας αλλά δεν είναι «φιλόσοφοι». Γι’ αυτό τους προσφέρεται (όπως επιβάλλουν, άλλωστε, οι περιορισμοί της γραφής, για λόγους που θα δούμε) μια υπαινικτική απεικόνιση της ουσίας του Αγαθού, δηλαδή η εικόνα του Αγαθού μέσω της μεγαλοπρεπούς μεταφοράς του Ήλιου, και όχι ο ορισμός του Αγαθού καθαυτού. 

Ξαναδιαβάζοντας υπό αυτό το πρίσμα, ολόκληρο το σώμα των πλατωνικών γραπτών γίνεται όχι μόνο πολύ πιο κατανοητό, αλλά και πιο συναρπαστικό και απολαυστικό.

Δεν υπάρχουν σχόλια: