Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(23)

 Συνέχεια από: Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024 

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας
Κεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία στ
Η «Εισαγωγή»


Παράγραφος 9
Το δεύτερο μέρος της «Εισαγωγής» είναι παράλληλο προς το πρώτο. Ενώ στο προηγούμενο μέρος ο Hegel ασχολήθηκε με τον τρόπο και την αναγκαιότητα της ανάπτυξης της συνειδήσεως, στο δεύτερο μέρος ασχολείται με την «μέθοδο της εκτέλεσης». Η μέθοδος αυτή δεν είναι, όπως έχει συχνά εσφαλμένως υποτεθεί, η μέθοδος διερεύνησης που χρησιμοποιεί ο Hegel, αλλά μάλλον η μέθοδος της συνειδήσεως, η οποία διεξάγει η ίδια την ανάπτυξη της. Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» περίγραψε αυτή την ανάπτυξη, το δεύτερο είναι μια αναφορά σε αυτόν τον εσωτερικό μηχανισμό.

«Μέθοδος», που προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις μετά, ‘μαζί’ ή ‘μετά από κάτι’ και οδός, σημαίνει κυριολεκτικά ‘μαζί ή μετά την οδό’. Η οδός, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος, είναι η φαινομενολογία ως η παρουσίαση της εμφανιζόμενης γνώσης, ως η οδός της συνείδησης από την γνώση στην επιστήμη. Η μέθοδος της φαινομενολογίας βρίσκεται επομένως στην συνείδηση, ως η οδός μέσα στην οποία η ελεύθερη και αυτοκινούμενη συνείδηση αναπτύσσει τον εαυτό της. Η οδός της συνειδήσεως, όπως την εξέθεσε ο Hegel στο πρώτο μέρος, φαίνεται πως καθορίζεται από τη φύση. Συλλαμβάνοντας την από μέσα, η οδός αυτή δεν εμφανίζεται ως μια σειρά φυσικών μορφών, αλλά ως εμπειρία της συνειδήσεως. Η εμπειρία όμως δεν πρέπει να κατανοηθεί ως κάτι που βιώνει η συνείδηση, αλλά ως ο τρόπος με τον οποίο η συνείδηση είναι, ως η εσωτερική της ουσία και αλήθεια, που καθορίζει την πορεία της αναπτύξεως της. Ενώ η ιστορία είναι με μια έννοια μόνο ένα μεγάλο χρονικό ρεύμα, μέσα στο οποίο είναι γαντζωμένα τα ανθρώπινα όντα, που άγονται και φέρονται από τα αντιτιθέμενα ρεύματα, ώστε στο τέλος να συντριφθούν πάνω στον βράχο του θανάτου, με μια άλλη έννοια, είναι η ελεύθερη κίνηση της συνειδήσεως, της συνειδήσεως που κατευθύνει την ίδια της την πορεία, διαρκώς υπερβαίνοντας και διαρκώς συμφιλιώνοντας τον εαυτό της με τον εαυτό της.

Αυτό το δεύτερο μέρος ξεκινά όπως το πρώτο, με τη διαπραγμάτευση της έννοιας της γνώσεως μέσα στην μοντέρνα φιλοσοφία. Ο Hegel είχε προηγουμένως δηλώσει, πως μοντέρνα φιλοσοφία θεωρεί τη γνώση εργαλείο (§1). Εδώ εξηγεί τον τρόπο με τον οποίο το εργαλείο αυτό υποτίθεται πως λειτουργεί. Το εργαλείο της μοντέρνας φιλοσοφίας, είναι σύμφωνα με τον Hegel το μέτρο (standard, Maßstab), με το οποίο μετρά την πραγματικότητα. Η μοντέρνα φιλοσοφία, που θεωρεί τη γνώση τεχνολογία, κατανοεί τη μέθοδο αυτής της τεχνολογίας ως μέτρηση ή υπολογισμό. Από την σκοπιά της μοντέρνας φιλοσοφίας, φαίνεται λοιπόν, πως η επιστήμη δεν μπορεί να δοκιμάσει την πραγματικότητα της γνώσης, χωρίς πρώτα να έχει εγκαθιδρύσει μέτρα (κριτήρια) για τον εαυτό της.

Η απαίτηση αυτή για ανεξάρτητο ή αυθύπαρκτο κριτήριο, αποτελεί μια πραγματική δυσκολία για τη θεωρητική επιστήμη. Σε αντίθεση προς τη μοντέρνα φιλοσοφία, που αποδέχεται το cogito ή το percipio ως το κριτήριο πάνω στο οποίο πρέπει να μετρηθεί κάθε γνώση, η επιστήμη, όπως την καταλαβαίνει ο Hegel, επιδιώκει να υπερβεί ένα τέτοιο υποκειμενικό ή αντικειμενικό κριτήριο, και να εγκαθιδρύσει ένα απόλυτο κριτήριο. Ένα τέτοιο κριτήριο όμως, μπορεί να αναδυθεί μόνο ως αποτέλεσμα μιας χωρίς κριτήρια περιπλάνησης δια μέσου σφαλμάτων, δηλαδή μόνο στο τέλος της φαινομενολογικής εξέλιξης της συνειδήσεως. Φαίνεται λοιπόν, πως η επιστήμη πρέπει να προϋποθέσει αυτό που θέλει να αποδείξει, ώστε να μπορέσει να επιτύχει οποιοδήποτε σκοπό, και συνεπώς δεν μπορεί να είναι παρά μια λαβυρινθώδης ταυτολογία. Ο Hegel ανακαλύπτει τη λύση του διλήμματος αυτού μέσα στη δομή της συνειδήσεως.

Παράγραφος 10.

Η απαίτηση που προβάλλει η μοντέρνα φιλοσοφία, για ένα αντικειμενικό κριτήριο, είναι σύμφωνα με τον Hegel η αναγκαία συνέπεια της εσφαλμένης κατανόησης τής περί συνειδήσεως και γνώσεως. Ακριβώς όπως υποθέτει, ότι η γνώση είναι εργαλείο ή μέσο, που βρίσκεται μεταξύ ανθρώπου και πραγματικότητας ή του απολύτου (§2), η μοντέρνα φιλοσοφία αντιλαμβάνεται αυτό που είναι γνωστό ως απλό είναι-για-την συνείδηση, το οποίο διακρίνει από αυτό που χρειάζεται για να είναι αληθινά πραγματικό, δηλαδή το είναι-μέσα στον-εαυτό της. Για τη μοντέρνα φιλοσοφία φαίνεται λοιπόν, πως στην καλύτερη περίπτωση μπορούμε να έχουμε μια αληθή γνώση των αναπαραστάσεων, όπως ισχυρίζεται ο Kant, και πρέπει να αποφεύγεται κάθε απαίτηση από την θεωρητική γνώση, καθώς αυτή θα προϋπέθετε πρόσβαση στο άφθαστο είναι-μέσα στον-εαυτό του. Η προφανής αυτή διάσταση λύνεται κατά τον Hegel όταν κατανοηθεί κατάλληλα η συνείδηση.

Η συνείδηση, σύμφωνα με τον Hegel, είναι αυτό που είναι. Δεν υπάρχει, ούτε μπορεί να υπάρξει, οτιδήποτε που να μην είναι συνείδηση. Αυτή φυσικά δεν είναι η εμπειρική συνείδηση του υποκειμένου που συναντά ένα ξένο, εξωτερικό αντικείμενο. Η συνείδηση είναι μάλλον το δίδυμο γνώσης και είναι. Η συνείδηση (Bewußtsein), σύμφωνα με τον Hegel, διακρίνει κάτι από τον εαυτό της, ή προβάλλει τον εαυτό της έξω από τον εαυτό της ως είναι (Sein), και τότε συσχετίζει τον εαυτό της προς τον προβληθέντα ή αντικειμενοποιημένο εαυτό της, δια της γνώσεως (Wissen) αυτού του πράγματος, έτσι όπως αυτό γνωρίζεται (gewußt). Είναι-για την-συνείδηση και είναι-μέσα στον-εαυτο, είναι σύμφωνα με τον Hegel δυο στιγμές (ορμές, moments) της συνείδησης. Ως τέτοια, η συνείδηση περιέχει πάντοτε το ίδιο της το κριτήριο (μέτρο), καθώς το δίδυμο γνώσης και είναι, είναι η σύγκριση γνώσης και είναι, και επομένως η μέτρηση του ενός με τους όρους του άλλου. Η συνείδηση είναι επομένως πάντοτε το ίδιο της το μέτρο.

Η φαινομενολογία ως η παρουσίαση της εμφάνισης της γνώσης, είναι η με έννοιες αποδιδόμενη ιστορία της ανθρωπότητας, ως η εξέλιξη της ανθρώπινης συνειδήσεως, δια μέσου όλων της των μορφών, μέχρι την επιστήμη. Κάθε μια από αυτές τις μορφές συνειδήσεως (Bewußtsein) είναι σύμφωνα με τον Hegel, μια ιδιαίτερη μορφή της σχέσης γνώσης και είναι. Η φαινομενολογία, σύμφωνα με τον Hegel, δεν μετρά την αλήθεια αυτών των μορφών σύμφωνα με ένα προκατασκευασμένο μέτρο, αλλά υιοθετεί το μέτρο που κάθε μορφή συνείδησης αναγνώρισε και εφάρμοσε. Δεν είναι λοιπόν μια αντικειμενική διαπραγμάτευση της εξέλιξης της συνειδήσεως από την υπερυψωμένη προοπτική της καθαρής επιστήμης, αλλά επανασυλλογή και αναπαράσταση των διαφόρων μορφών συνείδησης, της αλήθειας τους και των αντιφάσεων τους, όπως παρουσιάζουν άμεσα τον εαυτό τους στην ανασκόπηση.

Κάθε ιστορική εποχή, έχει κατά την άποψη του Hegel, κάποιο δικό της κριτήριο, για να μετρά την αληθινότητα της γνώσης της ή την καταλληλότητα των πράξεων της. Με όρους του Nietzsche, κάθε εποχή έχει το δικό της σύνολο αξιών, οι οποίες σύμφωνα με τον Hegel, καθορίζονται από την ιδιαίτερη σχέση είναι και γνώσης κατά τη συγκεκριμένη εποχή, δηλαδή από τη φαινομενολογική ή οντολογική δομή της εποχής. Η οντολογική δομή, που προμηθεύει κάθε εποχή με κριτήρια αλήθειας και καταλληλότητας, καθορίζεται λοιπόν από τον χαρακτήρα ή τη μορφή της συνείδησης της κάθε εποχής. Ο Hegel προσπαθεί να ανασύρει και να αναπαραστήσει ακριβώς αυτή την οντολογική δομή. Το κριτήριο που καθοδηγεί την Φαινομενολογία σε κάθε στάδιο είναι επομένως το κριτήριο του συγκεκριμένου σταδίου. Το ότι τα κριτήρια αυτά είναι ελαττωματικά, δεν λέγεται. Είναι στην πραγματικότητα απαραίτητο, για να εκπληρωθεί ο στόχος του Hegel, τα κριτήρια αυτά να είναι ατελή και αντιφατικά, γιατί ακριβώς αυτός ο αντιφατικός ή αντινομικός χαρακτήρας της συνειδήσεως, είναι η πηγή της ιστορικής κινήσεως και εξελίξεως. Η συνείδηση δοκιμάζει πάντοτε τον εαυτό της, τη γνώση της και τις συνήθειες της, και συνεπώς, και τα ίδια τα κριτήρια με τα οποία διεξάγεται αυτή η δοκιμή. Μέσα από αυτή τη δοκιμασία αναγνωρίζει τις αντιφάσεις της και την αναγκαιότητα αυθυπέρβασης. Η Φαινομενολογία λοιπόν, δεν είναι απλώς η διαπραγμάτευση της οντολογικής δομής της κάθε εποχής, αλλά και των ελαττωμάτων αυτών των οντολογιών, του πως τα ελαττώματα αυτά γεννούν νέες οντολογίες, όπως και της διαλεκτικής ή ιστορικής εξέλιξης της οντολογίας στο σύνολο της.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: