Του Thomas Buchheim (ομότιμος καθηγητής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου, με κεντρικό θέμα τη φιλοσοφία του Schelling).
Η εισαγωγή περιέχεται στην έκδοση του δοκιμίου του Schelling, με τον πλήρη τίτλο «Φιλοσοφικές έρευνες περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας και των με αυτήν συνυφασμένων αντικειμένων», εκδόσεις Felix Meiner Verlag, Hamburg, 2011
Το περί ελευθερίας δοκίμιο (Freiheitsschrift), που από πολλούς ερμηνεύθηκε ως το ξεκίνημα το Schelling προς νέες ακτές της σκέψης, είναι από πολλές απόψεις μια επιστροφή προς παλιές, αλλά στο μεταξύ χαμένες ή κρυμμένες πεποιθήσεις. Το ένα δεν αποκλείει με κανένα τρόπο το άλλο. Για να αναγνωρίσουμε αυτές τις αναφορές του Schelling, που δομούν μεν ουσιαστικά το περί ελευθερίας δοκίμιο, αλλά είναι μάλλον κρυμμένες παρά φανερές, είναι αναγκαίο νά πάμε από παρόδους, που ταυτόχρονα αναδεικνύουν το νέο που κομίζει το περί ελευθερίας δοκίμιο. Δυο από αυτές τις αναφορές πρέπει να εξηγηθούν ιδιαιτέρως: η αναφορά στην αντίθεση ελευθερίας και αναγκαιότητας και το πρόβλημα της προηγούμενης πραγματικότητας του Θεού.
[Από το παρόν κείμενο θα παρουσιασθεί το κεφάλαιο: Οι πηγές του Schelling στο περί ελευθερίας δοκίμιο]
ΙΙΙ. Οι πηγές του Schelling στο περί ελευθερίας δοκίμιο
Τόσο στον σχηματισμό των εννοιών όσο και στην αλληλουχία των σκέψεων μέσα στο δοκίμιο για την ελευθερία, είναι ενεργείς και εμφανείς πολλές επιδράσεις άλλων συγγραφέων. Οι πιο σημαντικές, αλλά με κανένα τρόπο όλες, με κάποια χρονολογική σειρά είναι οι εξής: Πλάτων, Πλωτίνος (μαζί με τις νεοπλατωνικές, ωριγενικές και γνωστικές γραμμές σκέψης), Αυγουστίνος, Λούθηρος, Giordano Bruno, Böhme, Spinoza, Leibniz, Oetinger, Kant, Jacobi, Fichte, Schlegel και Baader. Το γεγονός αυτό, ιδιαιτέρως εάν λάβουμε υπόψιν, πως την κυριαρχία στο έργο του Schelling-πραγματική ή υποτιθέμενη-ασκούν ο Böhme και ο Oetinger, επέφερε την φήμη, πως το έργο του Schelling είναι μόνο ένα ξεθωριασμένο άνθος του βάλτου, πάνω στα θολά νερά της θεοσοφικής-νεοπλατωνικής διδασκαλίας περί σοφίας (ήδη ο Heinrich Heine είχε πει: Πράγματι, ο τσαγκάρης Jakob Böhme μίλησε κάποτε όπως ένας φιλόσοφος, και τώρα ο φιλόσοφος Schelling μιλά σαν τσαγκάρης). Στην πραγματικότητα όμως είναι εντελώς κανονικό, πρέπει μάλλον να θεωρείται αναγκαίο, ένας φιλόσοφος-εάν γράφει κάτι που οι άλλοι άνθρωποι πρόκειται να καταλάβουν και να πεισθούν από αυτό-να χρησιμοποιεί ήδη γνωστές μορφές επιχειρηματολογίας. Στην περίπτωση των λεγόμενων θεοσόφων, που και μόνο η αναφορά σε αυτούς φαίνεται ασυνήθιστη και απόκοσμη, πέφτει κανείς εύκολα θύμα αυτού που φαίνεται, και θεωρεί πως ξένα κείμενα συντέθηκαν απλώς εκ νέου.
Δυο γενικές παρατηρήσεις μπορούν να μας προφυλάξουν, έχοντας υπόψιν την πληθώρα των επιδράσεων (όπως την καταδεικνύει ο επιμέρους σχολιασμός) από το να θεωρήσουμε ότι το περί ελευθερίας δοκίμιο είναι απλώς ένα περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένο συμπίλημα των διαφόρων πηγών της: ο Schelling, έχοντας προφανώς υπόψιν μια ως σκελετό, γραμμένη πλήρη θεωρία περί ελευθερίας (την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως δική του), με προτίμηση προς τέτοια στοιχεία σκέψης και ιδέες εννοιών άλλων συγγραφέων, χρησιμοποίησε για να γράψει το έργο του τα στοιχεία αυτά, που του έρχονταν από διάφορες κατευθύνσεις και πηγές, και τα συναντούσε σε διάφορους τρόπους έκφρασης-και κάποτε με διαφορετικές μορφές-που τα είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος, και τα θεωρούσε ως ιδιαίτερα δοκιμασμένα. Παραδείγματα τέτοιων πολυπλεύρως προερχόμενων αφορμών σκέψης είναι η διάκριση θεμελίου (Grund) και υπαρκτού (Existierendes), η έννοια του αδιαφοροποίητου (Indifferenz) ή έλλειψης θεμελίου (Ungrund), η δυσαρμονική θετικότητα του κακού, η μεταφορά περί κέντρου και περιφέρειας, η σκέψη περί διαχωρισμού των αντιθέτων εντός μιας βάσης, και πολλά άλλα. Αντιστρόφως, και κατά δεύτερον, ισχύει πως ορισμένοι φέροντες στύλοι της θεωρίας του περί ελευθερίας διαπιστώνεται πως είναι συντήξεις σκέψεων πολλών προηγούμενων του, που όμως στην συγχωνευμένη αυτή μορφή αποτελούν αυθεντική φιλοσοφική παραγωγή του Schelling. Η έννοια του αυτοπροκαθορισμού (Selbstpädestination) ή του αιώνιου αυτοκαθορισμού (ewige Selbstbestimmung) της ανθρώπινης βουλήσεως για παράδειγμα, τροφοδοτείται από τουλάχιστον τέσσερις βασικές πηγές, δηλαδή: την ουσιώδη αναγκαιότητα (Wesensnotwendigkeit) των ελεύθερων πράξεων του Σπινόζα, τη διδασκαλία του Καντ περί της νοητικής πράξης της ελευθερίας (intelligibler Aktus), την έννοια της ενεργούσας πράξεως (Tathandlung: πράξη του εγώ, που τίθεται ως σκεφτόμενο, και αποτελεί έτσι την αρχή κάθε γνώσεως και βρίσκεται στη βάση κάθε συνειδήσεως) του Fichte, όπως και την έννοια των Böhme και Oetinger περί βουλήσεως (Wille), που είναι ένα αυτό-άνοιγμα αποτελούμενο από αντίθετα κατευθυνόμενες τάσεις. Επίσης, η έννοια της ζωντανής προσωπικότητας είναι μια σύντηξη της έννοιας της αιτίας (Ursachebegriff) του Jacobi και της αντίληψης του Böhme περί αυτογέννησης της ουσίας/όντος (Selbstgeburt des Wesens). Το ίδιο και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Jakob Böhme και Friedrich Christoph Oetinger
Ενάντια στην υποψία, πως ο Schelling λίγο πολύ αντέγραψε τους Böhme και Oetinger, πρέπει να τονισθεί, πως οι φιλοσοφικές σκέψεις του Schelling ξεκινούν από την αντίθετη κατεύθυνση, ως προς τους αναφερθέντες θεόσοφους: ο Schelling ξεκινά από το αδιαμφισβήτητο φαινόμενο της ανθρώπινης ελευθερίας, και αναζητά εκείνη την συστηματική «κοσμοθεωρία» (Weltansicht), που μπορεί να βρίσκεται σε συμφωνία με το φαινόμενο αυτό. Εδώ ανήκει συνεπώς και η αποκαλυπτική δομή του Θεού, που με την ελευθερία μας, μάς εμφύτευσε ένα ίχνος του εαυτού Του, το οποίο πρέπει να ακολουθήσουμε επιστρέφοντας. Αυτή είναι μια καθαρά φιλοσοφική, με την ευρύτερη έννοια υπερβατικώς φιλοσοφική διαδικασία εξήγησης της πραγματικότητας, ενώ οι αναφερθέντες θεόσοφοι εξάγουν (απεμπλέκουν) τις έννοιες τους από μια στάση διεισδυτικού στοχασμού στην πραγματικότητα και το δημιουργικό έργο του Θεού. Αυτή η διαφορά ουσίας (με όλες τις διαφορετικές απαιτήσεις και εννοιολογικές συνέπειες), δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να υπερεκτιμηθεί, και για τον λόγο αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο, να θεωρηθεί το περί ελευθερίας δοκίμιο μια περιπλανημένη ενθουσιώδης περί Θεού φλυαρία, μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί σε κάποιο σημείο ένα μοντέλο που ανέπτυξε η θεοσοφία.
Ως προς τη χρήση (ολοκληρωτική, αλλά φιλοσοφικά εκλεπτυσμένη) αυτού του θεοσοφικού μοντέλου της αυτό-αποκάλυψης του Θεού στο δοκίμιο περί ελευθερίας, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ήταν όμως ανέκαθεν σαφές, πως ο Schelling, μέσω του πατρικού του σπιτιού, (που βρισκόταν στην νότια Γερμανία, περιοχή Schwaben, με κέντρο την Στουτγάρδη. Από την περιοχή αυτή προέρχεται και ο Oetinger) είχε έρθει σε επαφή με τις διδασκαλίες των Oetinger, Bengel, Hahn και άλλων πιετιστών, και ως συνέπεια αυτών ιδιαιτέρως με τη σκέψη του Jakob Böhme, που του ήταν κάπως οικεία. Αυτή η γενική γνωριμία εμβαθύνθηκε σε δυο κύματα: το πρώτο ξεκίνησε με τη συμμετοχή του Ludwig Tieck στον κύκλο της πόλης Jena, στο σπίτι των Schlegel, από το 1799, με τον απαστράπτοντα ενθουσιασμό του για τον Böhme, για τον οποίο (ενθουσιασμό) ο Schelling ήταν πολύ δεκτικός. Είναι επίσης γνωστό, πως ο Schelling αναζητούσε μια πιο ευανάγνωστη έκδοση των έργων του Böhme, πέραν αυτής που ήδη είχε. Το δεύτερο κύμα ενασχόλησης με τους Böhme και Oetinger, πολύ πιο δυνατό, ξεκίνησε την άνοιξη του 1806, όταν ο Schelling (ιδιαιτέρως μαζί με τον φίλο του Franz Baader) ξεκινά την σοβαρή μελέτη των έργων τους. Ο Fichte τον κατηγόρησε-στο έργο του «Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής»-για φλυαρία και μεθυσμένο μυστικισμό. Ο Schelling απάντησε δημοσίως στο δοκίμιο «Anti-Fichte», λέγοντας πως «στο μέλλον προτίθεται να μελετήσει σοβαρά τα γραπτά των πολύ ντροπιασμένων» (Böhme, Oetinger…).
Στα επόμενα χρόνια, μέχρι την έκδοση του περί ελευθερίας δοκιμίου, ο Schelling εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες στα σχεδιάσματα και στις επιστολές, να αποδίδει στους εν λόγω συγγραφείς, και ιδιαιτέρως στον Jakob Böhme, τον ύψιστο έπαινο…
…στον πυκνό λαβύρινθο (ως προς τις πηγές) φέρνει φως η δημοσίευση του ημερολογίου του Schelling 1809-1813, όπου αναφέρει, ότι ως πηγή για την μελέτη του Oetinger είχε τον Swedenborg…ως προς τα έργα του Böhme, μελέτησε σε βάθος μάλλον αυτά της ωριμότητας, «Περί της εκλογής της χάριτος» και «De signatura rerum», όπως και μέρη του γιγαντιαίου «Mysterium magnum» και τα κύρια σημεία της διδασκαλίας του που συγκεντρώνονται σε λίγες σελίδες στο «Mysterium pansophicum».
Αν ρωτήσουμε περεταίρω για τη διαφορά μεταξύ των θεωρητικών στοιχείων που προέρχονται από τον Böhme και από τον Oetinger, ισχύει γενικά (έστω και αν ο Oetinger δρα κυρίως ως εξηγητής και υπερασπιστής του Böhme εναντίον της διανοητικής φιλοσοφίας), πως η γενική ιδέα μιας αιώνιας αυτογέννησης του Θεού, και με τον τρόπο αυτό μιας «φύσης» μέσα στο Θεό, από την οποία είναι δυνατή η δημιουργία όντων ανεξάρτητων από τον Θεό, πηγάζει από τον Böhme. Επίσης η ιδέα περί του αδιαμφισβήτητου χαρακτήρα του Θεού, ακόμα και από την «φωνασκούσα» αιωνιότητα, είναι επί της αρχής μη δυνάμενο να εξερευνηθεί «απόν θεμέλιο» (Ungrund). O Oetinger από την άλλη, από όλο αυτό το θεωρητικό οικοδόμημα, ξεχώρισε την ιδέα της ζωτικότητας, το ότι αυτή δεν διαλύεται μέσα στο Θεό και το ότι αυτή μπορεί να διαχωριστεί από τον άνθρωπο, και την ανέπτυξε φιλοσοφικά πολύ πιο εκλεπτυσμένα και σαφέστερα ως προς τις εννοιολογικές της συνέπειες. Έχει επίσης χαρακτηρίσει την πτώση του ανθρώπου στο κακό-πιο αυστηρά από τον Böhme-μόνο ως έργο της ελεύθερης βούλησης του, και υπερασπίστηκε εκτεταμένα και επανειλημμένως την θεωρία του πνευματικού κακού, για το οποίο είναι υπεύθυνος μόνο ο άνθρωπος, ενάντια στην ξεπερασμένη φιλοσοφική θεωρία τής στερήσεως.
Συνεχίζεται
Το περί ελευθερίας δοκίμιο (Freiheitsschrift), που από πολλούς ερμηνεύθηκε ως το ξεκίνημα το Schelling προς νέες ακτές της σκέψης, είναι από πολλές απόψεις μια επιστροφή προς παλιές, αλλά στο μεταξύ χαμένες ή κρυμμένες πεποιθήσεις. Το ένα δεν αποκλείει με κανένα τρόπο το άλλο. Για να αναγνωρίσουμε αυτές τις αναφορές του Schelling, που δομούν μεν ουσιαστικά το περί ελευθερίας δοκίμιο, αλλά είναι μάλλον κρυμμένες παρά φανερές, είναι αναγκαίο νά πάμε από παρόδους, που ταυτόχρονα αναδεικνύουν το νέο που κομίζει το περί ελευθερίας δοκίμιο. Δυο από αυτές τις αναφορές πρέπει να εξηγηθούν ιδιαιτέρως: η αναφορά στην αντίθεση ελευθερίας και αναγκαιότητας και το πρόβλημα της προηγούμενης πραγματικότητας του Θεού.
[Από το παρόν κείμενο θα παρουσιασθεί το κεφάλαιο: Οι πηγές του Schelling στο περί ελευθερίας δοκίμιο]
ΙΙΙ. Οι πηγές του Schelling στο περί ελευθερίας δοκίμιο
Τόσο στον σχηματισμό των εννοιών όσο και στην αλληλουχία των σκέψεων μέσα στο δοκίμιο για την ελευθερία, είναι ενεργείς και εμφανείς πολλές επιδράσεις άλλων συγγραφέων. Οι πιο σημαντικές, αλλά με κανένα τρόπο όλες, με κάποια χρονολογική σειρά είναι οι εξής: Πλάτων, Πλωτίνος (μαζί με τις νεοπλατωνικές, ωριγενικές και γνωστικές γραμμές σκέψης), Αυγουστίνος, Λούθηρος, Giordano Bruno, Böhme, Spinoza, Leibniz, Oetinger, Kant, Jacobi, Fichte, Schlegel και Baader. Το γεγονός αυτό, ιδιαιτέρως εάν λάβουμε υπόψιν, πως την κυριαρχία στο έργο του Schelling-πραγματική ή υποτιθέμενη-ασκούν ο Böhme και ο Oetinger, επέφερε την φήμη, πως το έργο του Schelling είναι μόνο ένα ξεθωριασμένο άνθος του βάλτου, πάνω στα θολά νερά της θεοσοφικής-νεοπλατωνικής διδασκαλίας περί σοφίας (ήδη ο Heinrich Heine είχε πει: Πράγματι, ο τσαγκάρης Jakob Böhme μίλησε κάποτε όπως ένας φιλόσοφος, και τώρα ο φιλόσοφος Schelling μιλά σαν τσαγκάρης). Στην πραγματικότητα όμως είναι εντελώς κανονικό, πρέπει μάλλον να θεωρείται αναγκαίο, ένας φιλόσοφος-εάν γράφει κάτι που οι άλλοι άνθρωποι πρόκειται να καταλάβουν και να πεισθούν από αυτό-να χρησιμοποιεί ήδη γνωστές μορφές επιχειρηματολογίας. Στην περίπτωση των λεγόμενων θεοσόφων, που και μόνο η αναφορά σε αυτούς φαίνεται ασυνήθιστη και απόκοσμη, πέφτει κανείς εύκολα θύμα αυτού που φαίνεται, και θεωρεί πως ξένα κείμενα συντέθηκαν απλώς εκ νέου.
Δυο γενικές παρατηρήσεις μπορούν να μας προφυλάξουν, έχοντας υπόψιν την πληθώρα των επιδράσεων (όπως την καταδεικνύει ο επιμέρους σχολιασμός) από το να θεωρήσουμε ότι το περί ελευθερίας δοκίμιο είναι απλώς ένα περισσότερο ή λιγότερο πετυχημένο συμπίλημα των διαφόρων πηγών της: ο Schelling, έχοντας προφανώς υπόψιν μια ως σκελετό, γραμμένη πλήρη θεωρία περί ελευθερίας (την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ως δική του), με προτίμηση προς τέτοια στοιχεία σκέψης και ιδέες εννοιών άλλων συγγραφέων, χρησιμοποίησε για να γράψει το έργο του τα στοιχεία αυτά, που του έρχονταν από διάφορες κατευθύνσεις και πηγές, και τα συναντούσε σε διάφορους τρόπους έκφρασης-και κάποτε με διαφορετικές μορφές-που τα είχε χρησιμοποιήσει και ο ίδιος, και τα θεωρούσε ως ιδιαίτερα δοκιμασμένα. Παραδείγματα τέτοιων πολυπλεύρως προερχόμενων αφορμών σκέψης είναι η διάκριση θεμελίου (Grund) και υπαρκτού (Existierendes), η έννοια του αδιαφοροποίητου (Indifferenz) ή έλλειψης θεμελίου (Ungrund), η δυσαρμονική θετικότητα του κακού, η μεταφορά περί κέντρου και περιφέρειας, η σκέψη περί διαχωρισμού των αντιθέτων εντός μιας βάσης, και πολλά άλλα. Αντιστρόφως, και κατά δεύτερον, ισχύει πως ορισμένοι φέροντες στύλοι της θεωρίας του περί ελευθερίας διαπιστώνεται πως είναι συντήξεις σκέψεων πολλών προηγούμενων του, που όμως στην συγχωνευμένη αυτή μορφή αποτελούν αυθεντική φιλοσοφική παραγωγή του Schelling. Η έννοια του αυτοπροκαθορισμού (Selbstpädestination) ή του αιώνιου αυτοκαθορισμού (ewige Selbstbestimmung) της ανθρώπινης βουλήσεως για παράδειγμα, τροφοδοτείται από τουλάχιστον τέσσερις βασικές πηγές, δηλαδή: την ουσιώδη αναγκαιότητα (Wesensnotwendigkeit) των ελεύθερων πράξεων του Σπινόζα, τη διδασκαλία του Καντ περί της νοητικής πράξης της ελευθερίας (intelligibler Aktus), την έννοια της ενεργούσας πράξεως (Tathandlung: πράξη του εγώ, που τίθεται ως σκεφτόμενο, και αποτελεί έτσι την αρχή κάθε γνώσεως και βρίσκεται στη βάση κάθε συνειδήσεως) του Fichte, όπως και την έννοια των Böhme και Oetinger περί βουλήσεως (Wille), που είναι ένα αυτό-άνοιγμα αποτελούμενο από αντίθετα κατευθυνόμενες τάσεις. Επίσης, η έννοια της ζωντανής προσωπικότητας είναι μια σύντηξη της έννοιας της αιτίας (Ursachebegriff) του Jacobi και της αντίληψης του Böhme περί αυτογέννησης της ουσίας/όντος (Selbstgeburt des Wesens). Το ίδιο και σε πολλές άλλες περιπτώσεις.
Jakob Böhme και Friedrich Christoph Oetinger
Ενάντια στην υποψία, πως ο Schelling λίγο πολύ αντέγραψε τους Böhme και Oetinger, πρέπει να τονισθεί, πως οι φιλοσοφικές σκέψεις του Schelling ξεκινούν από την αντίθετη κατεύθυνση, ως προς τους αναφερθέντες θεόσοφους: ο Schelling ξεκινά από το αδιαμφισβήτητο φαινόμενο της ανθρώπινης ελευθερίας, και αναζητά εκείνη την συστηματική «κοσμοθεωρία» (Weltansicht), που μπορεί να βρίσκεται σε συμφωνία με το φαινόμενο αυτό. Εδώ ανήκει συνεπώς και η αποκαλυπτική δομή του Θεού, που με την ελευθερία μας, μάς εμφύτευσε ένα ίχνος του εαυτού Του, το οποίο πρέπει να ακολουθήσουμε επιστρέφοντας. Αυτή είναι μια καθαρά φιλοσοφική, με την ευρύτερη έννοια υπερβατικώς φιλοσοφική διαδικασία εξήγησης της πραγματικότητας, ενώ οι αναφερθέντες θεόσοφοι εξάγουν (απεμπλέκουν) τις έννοιες τους από μια στάση διεισδυτικού στοχασμού στην πραγματικότητα και το δημιουργικό έργο του Θεού. Αυτή η διαφορά ουσίας (με όλες τις διαφορετικές απαιτήσεις και εννοιολογικές συνέπειες), δεν μπορεί με κανέναν τρόπο να υπερεκτιμηθεί, και για τον λόγο αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο, να θεωρηθεί το περί ελευθερίας δοκίμιο μια περιπλανημένη ενθουσιώδης περί Θεού φλυαρία, μόνο και μόνο επειδή χρησιμοποιεί σε κάποιο σημείο ένα μοντέλο που ανέπτυξε η θεοσοφία.
Ως προς τη χρήση (ολοκληρωτική, αλλά φιλοσοφικά εκλεπτυσμένη) αυτού του θεοσοφικού μοντέλου της αυτό-αποκάλυψης του Θεού στο δοκίμιο περί ελευθερίας, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία. Ήταν όμως ανέκαθεν σαφές, πως ο Schelling, μέσω του πατρικού του σπιτιού, (που βρισκόταν στην νότια Γερμανία, περιοχή Schwaben, με κέντρο την Στουτγάρδη. Από την περιοχή αυτή προέρχεται και ο Oetinger) είχε έρθει σε επαφή με τις διδασκαλίες των Oetinger, Bengel, Hahn και άλλων πιετιστών, και ως συνέπεια αυτών ιδιαιτέρως με τη σκέψη του Jakob Böhme, που του ήταν κάπως οικεία. Αυτή η γενική γνωριμία εμβαθύνθηκε σε δυο κύματα: το πρώτο ξεκίνησε με τη συμμετοχή του Ludwig Tieck στον κύκλο της πόλης Jena, στο σπίτι των Schlegel, από το 1799, με τον απαστράπτοντα ενθουσιασμό του για τον Böhme, για τον οποίο (ενθουσιασμό) ο Schelling ήταν πολύ δεκτικός. Είναι επίσης γνωστό, πως ο Schelling αναζητούσε μια πιο ευανάγνωστη έκδοση των έργων του Böhme, πέραν αυτής που ήδη είχε. Το δεύτερο κύμα ενασχόλησης με τους Böhme και Oetinger, πολύ πιο δυνατό, ξεκίνησε την άνοιξη του 1806, όταν ο Schelling (ιδιαιτέρως μαζί με τον φίλο του Franz Baader) ξεκινά την σοβαρή μελέτη των έργων τους. Ο Fichte τον κατηγόρησε-στο έργο του «Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής»-για φλυαρία και μεθυσμένο μυστικισμό. Ο Schelling απάντησε δημοσίως στο δοκίμιο «Anti-Fichte», λέγοντας πως «στο μέλλον προτίθεται να μελετήσει σοβαρά τα γραπτά των πολύ ντροπιασμένων» (Böhme, Oetinger…).
Στα επόμενα χρόνια, μέχρι την έκδοση του περί ελευθερίας δοκιμίου, ο Schelling εκμεταλλεύεται τις ευκαιρίες στα σχεδιάσματα και στις επιστολές, να αποδίδει στους εν λόγω συγγραφείς, και ιδιαιτέρως στον Jakob Böhme, τον ύψιστο έπαινο…
…στον πυκνό λαβύρινθο (ως προς τις πηγές) φέρνει φως η δημοσίευση του ημερολογίου του Schelling 1809-1813, όπου αναφέρει, ότι ως πηγή για την μελέτη του Oetinger είχε τον Swedenborg…ως προς τα έργα του Böhme, μελέτησε σε βάθος μάλλον αυτά της ωριμότητας, «Περί της εκλογής της χάριτος» και «De signatura rerum», όπως και μέρη του γιγαντιαίου «Mysterium magnum» και τα κύρια σημεία της διδασκαλίας του που συγκεντρώνονται σε λίγες σελίδες στο «Mysterium pansophicum».
Αν ρωτήσουμε περεταίρω για τη διαφορά μεταξύ των θεωρητικών στοιχείων που προέρχονται από τον Böhme και από τον Oetinger, ισχύει γενικά (έστω και αν ο Oetinger δρα κυρίως ως εξηγητής και υπερασπιστής του Böhme εναντίον της διανοητικής φιλοσοφίας), πως η γενική ιδέα μιας αιώνιας αυτογέννησης του Θεού, και με τον τρόπο αυτό μιας «φύσης» μέσα στο Θεό, από την οποία είναι δυνατή η δημιουργία όντων ανεξάρτητων από τον Θεό, πηγάζει από τον Böhme. Επίσης η ιδέα περί του αδιαμφισβήτητου χαρακτήρα του Θεού, ακόμα και από την «φωνασκούσα» αιωνιότητα, είναι επί της αρχής μη δυνάμενο να εξερευνηθεί «απόν θεμέλιο» (Ungrund). O Oetinger από την άλλη, από όλο αυτό το θεωρητικό οικοδόμημα, ξεχώρισε την ιδέα της ζωτικότητας, το ότι αυτή δεν διαλύεται μέσα στο Θεό και το ότι αυτή μπορεί να διαχωριστεί από τον άνθρωπο, και την ανέπτυξε φιλοσοφικά πολύ πιο εκλεπτυσμένα και σαφέστερα ως προς τις εννοιολογικές της συνέπειες. Έχει επίσης χαρακτηρίσει την πτώση του ανθρώπου στο κακό-πιο αυστηρά από τον Böhme-μόνο ως έργο της ελεύθερης βούλησης του, και υπερασπίστηκε εκτεταμένα και επανειλημμένως την θεωρία του πνευματικού κακού, για το οποίο είναι υπεύθυνος μόνο ο άνθρωπος, ενάντια στην ξεπερασμένη φιλοσοφική θεωρία τής στερήσεως.
Συνεχίζεται
1 σχόλιο:
https://www-ariannaeditrice-it.translate.goog/articoli/eraclito-vi-secolo-a-c-aveva-capito-tutto-la-scienza-nulla?_x_tr_sl=auto&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=el&_x_tr_pto=wapp
Δημοσίευση σχολίου