Προλεγόμενα σε μία φιλοσοφική Χριστολογία.
Του Xavier Tilliette.
IDEA CHRISTI
Το ιστορικό απόλυτο ή ο Θεός που έγινε άνθρωπος είναι η πιό ισχυρή διατύπωση, αλλά δέν είναι η μοναδική, τής Idea Christi. Αλλ' όμως η φιλοσοφία αισθάνεται μία απέχθεια σχεδόν αξεπέραστη να υποστατικοποιήσει το ιδανικό-την ιδέα-σε ενα πρόσωπο: είναι το σκάνδαλο, το Wahn, ο τετραγωνισμός τού κύκλου, το απίστευτο, η θυσία της νοήσεως. Και όμως καθαυτή η ιδέα έχει την σημασία της, δέχεται μία ερμηνεία η οποία δέν είναι μία πρόκληση στην νόηση, μία εγκατάλειψη στο παράλογο. Ο Γιάσπερς την ξαναχρησιμοποιεί σαν έναν κρυπτογραφικό κώδικα, πολύ διαθλαστικό, της υπερβατικότητος στην μοναδικότητα τής σχέσεως του με την ύπαρξη. Αλλά πιό πολύ απο όλους ο Κάντ, στην φιλοσοφία τής θρησκείας, εμβάθυνε την Idea Christi, την οριοθέτησε απο την ιστορία και την έθεσε σε σχέση με την Χριστιανική ηθική.
Το αμόλυντο ιδανικό τής καθαρής νοήσεως είχε προστατευθεί με κάθε δυνατή σαφήνεια στην κριτική τού καθαρού λόγου, στην παράγραφο "περί του ιδανικού γενικώς":
" ....Ο σοφός (των στωϊκών) είναι ένα ιδανικό, δηλαδή ένας άνθρωπος ο οποίος ζεί απλώς στην σκέψη, και είναι παρ'όλα αυτά και πλήρως ταιριαγμένος στην ιδέα της σοφίας. Με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο η ιδέα προσφέρει τον κανόνα, έτσι και το ιδανικό χρησιμεύει σ ' αυτή την περίπτωση σαν αρχέτυπο για τον ολοκληρωμένο προσδιορισμό του ζεύγους. Και εμείς δέν διαθέτουμε κανένα άλλο μέτρο τών πράξεών μας, παρά μόνον την συμπεριφορά αυτού του θεϊκού ανθρώπου μέσα μας, αναφορικά με τον οποίο εμείς συγκρινόμαστε και κρινόμαστε, και μέσω του οποίου γινόμαστε καλύτεροι, παρότι δέν μπορούμε ποτέ να τον φτάσουμε . Αυτά τα ιδανικά προσφέρουν περισσότερο ένα απαραίτητο κριτήριο στην νόηση, η οποία απαιτεί την έννοια για να αξιολογήσει και να μετρήσει βάσει αυτού, τον βαθμό και τα λάθη αυτού που είναι ατελές. Αλλά η βούληση να πραγματοποιήσουμε το ιδανικό σ'ένα παράδειγμα, δηλαδή στο φαινόμενο-παρουσιάζοντας για παράδειγμα τον σοφό σ'ένα μυθιστόρημα-είναι μία αδύνατη προσπάθεια (Β 597-598).
Ο Κάντ αναφέρεται στον στωϊκό σοφό, ένα μοντέλλο αρετής και αταραξίας, αλλά σκέπτεται τον Χριστό, τον "θεικό άνθρωπο". Όλο το κείμενο για την θρησκεία χωρίζεται ανάμεσα στην ανησυχία να διατηρηθεί άθικτη στην σφαίρα της η Idea Christi ή το ιδανικό, ο ιδεαλισμός, και στην φροντίδα να αναγνωρίσει πλήρως τον θεμελιωτή του Χριστιανισμού και τίς Χριστολογικές του συνέπειες. Εκτός αυτού, " Η θρησκεία μέσα στα όρια του καθαρού λόγου" είναι ένα περίεργο και απροσδόκητο έργο. Δέν έχει την δομή μιάς μεθοδικής κριτικής τής θετικής θρησκείας, στις διάφορες διαδρομές της, συγκρινόμενη με τον αδαμάντινο κανόνα της καθαρής ηθικής. Εκτυλίσσεται ταυτοχρόνως σε διαφορετικά επίπεδα: μία φιλοσοφία τής ιστορίας στηριγμένη στην στρατηγική των δύο μπαντιέρων, μία θεοδικεία, μία έκθεση της ηθικότητος σαν πυρήνος κάθε θρησκείας, μία κριτική, αυστηρή πολύ συχνά, τής θρησκευτικής θετικότητος, μία ερμηνευτική και μία επανάκτηση των θρησκευτικών περιεχομένων σαν βοηθημάτων τής ηθικότητος. Και ο Χριστιανισμός βεβαίως πιεσμένος στο κρεββάτι του προκρούστη, μίας ηθικής τού δέοντος δηλαδή και της εσωτερικότητος, παρ'όλα αυτά δέν κρίνεται απορριπτέος απο την σύλληψη τής ιστορίας και την δογματική του. Η έκπληξη αυτού του γραπτού είναι πώς έχει διατηρήσει στο μεγαλύτερο μέρος της "το βρώμικο νερό", κάτι για το οποίο η πρόσφατη ερμηνεία του Κάντ είναι απολύτως πεπεισμένη.
Η Χριστολογική επιχειρηματολογία στην οποία περιοριζόμαστε πορεύεται κατά μήκος δύο ξεχωριστών γραμμών οι οποίες δέν συναντώνται πολύ συχνά και πολύ εύκολα. Απο το ένα μέρος η Idea Christi, η οποία έχει την βάση της αποκλειστικά στην νόηση. Ο Κάντ το υπογραμμίζει συχνά : ιδέα προσωποποιημένη της Αγαθής Αρχής, ιδανικό του τέλειου ανθρώπου επανερμηνεία τού θρησκευτικού στοχασμού. Ο Λόγος κατήλθε απο τον ουρανό, ντύθηκε την ανθρωπότητα και χαμήλωσε μέχρι αυτής-η κένωση-μέχρι του σημείου να υποφέρει και να πεθάνει, δείχνοντας μ'αυτόν τον τρόπο ότι η πραγματοποίηση του Αγαθού απαιτεί όλες τις προσπάθειες και τις θυσίες. Μία ανάγνωση συμβολική λοιπόν, νοητική, η οποία αποχωρίζεται απο την ιστορική αναφορά. Απο το άλλο μέρος ο "Δάσκαλος τού Ευαγγελίου", ο σοφός ιδρυτής του Χριστιανισμού, ο ήρωας μίας ηθοπλαστικής ιστορίας : ο Ιησούς δέν ονομάζεται ποτέ σαν τέτοιος γιατί δέν του ταιριάζει το εγκώμιο. Εμφανίστηκε σε μία στιγμή τής ιστορίας και είναι ακριβώς το ιστορικό δεδομένο που πρέπει να υποδουλωθεί, όχι στην κρίση της ιστορίας, αλλά στο καθολικό κριτήριο της ηθικής. Και στις δύο περιπτώσεις βρίσκεται επί το έργον μία υπερβατική ανάπτυξη, αλλά δέν έχει τον ίδιο στόχο και την ίδια σημασία και στις δύο περιπτώσεις. Η Χριστολογία την οποία ονομάζει "αρχετυπική" ο Eugene Teselle, χρησιμοποιεί την γλώσσα τής αποκαλύψεως σαν φανταστικό σχόλιο, σαν αναλογία τής ηθικής, σαν λαμπρή και χαμένη παραβολή Αστρική.
Απο τις ίδιες τις προϋποθέσεις τού βιβλίου, οι οποίες καθορίζουν ένα ιστορικό πλαίσιο, γίνεται φανερό ότι η Idea Christi δέν διαθέτει μία τέτοια καθολική φιγούρα και έναν ηθικό προορισμό. Αυτή όμως είναι μία ταμπέλα θρυμματισμένη! Η άλλη όψη η οποία αφορά την Χριτιανική Αποκάλυψη ώς πρός την σύστασή της και την ιστορία της αναπτύσσεται επίσης κάτω απο τον κανόνα του υπερβατικού, δηλαδή των συνθηκών τής δυνατότητος της εμπειρίας. Ο Χριστός και η Χριστολογία ελέγχονται διά της υποθέσεως. Η επιχειρηματολογία είναι πολύ πυκνή-και πιό λεπτή απο του Σανταγιάνα-και απαγωγική, παρά την αντιπάθεια του Κάντ, γι'αυτού του είδους τήν απόδειξη. Το γεγονός τής υποθέσεως ότι ένας τέτοιος θεϊκός άνθρωπος-το άκτιστο που γίνεται κτιστό-υπήρξε σε μία στιγμή του χρόνου, σε έναν συγκεκριμένο τόπο, και πραγματοποίησε μια ηθική επανάσταση στο ανθρώπινο γένος, πρέπει να δοκιμαστεί στην αυθεντικότητά του απο την σύγκρισή του με το ιδανικό το οποίο εξαρτάται μόνον απο τον καθαρό λόγο, την νόηση. Σαν αποτέλεσμα , στην διάρκεια αυτής της αποδείξεως, ο εμπειρικός Χριστός, ο οποίος εμπλέκεται εμφανώς στην διαπραγμάτευση καί υπονοείται, εκείνο που ανεδείχθη σαν κυρίως θέμα ήταν η Χριστολογία. Είναι φανερό ότι τον Χριστό μπορούμε να τον εξορίσουμε στα σοβαρά, αποδίδοντας του υπερφυσικές ιδιότητες, χωρίς αυτό να έχει σοβαρές συνέπειες στο Μοντέλο. Κρατώντας μόνον την ιστορική παρουσία, η οποία θα πρέπει να υπολογισθεί σαν μία προσθήκη τής υπερβατικής επαληθεύσεως. Αλλά ο πανηγυρικός τού Ευαγγελικού Δασκάλου, του μοντέλου τής ηθικής ανθρωπότητος, είναι τόσο ενθουσιώδης που θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε να πιστέψουμε σχεδόν ότι το Αρχέτυπο είχε ταυτισθεί μ'αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο, κάτι όμως που είναι αντιφατικό. Δέν έχει σημασία. Ο Χριστός του Ευαγγελίου είναι αξεπέραστος, όπως και το ιδανικό είναι άφθαστο. Έχουμε σχεδόν την εντύπωση ότι η ιστορική Χριστολογία καταλήγει στην υπερβατική Χριστολογία και οι ερμηνευτές οι οποίοι εκλογικεύουν την Χριστολογία του Κάντ, όπως ο Teselle και ιδιαιτέρως ο Horst Renz, δέν λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους την διδασκαλία της καθαρής ηθικής θρησκείας και τον ιστορικά αξεπέραστο χαρακτήρα της φιγούρας του Ιησού.
Παραμένει όμως κάτι διφορούμενο. Οι δύο γραμμές τείνουν να πλησιάσουν, αλλά δέν φτάνουν να συμπέσουν, όπως αξίωναν, την ομολογία της πίστεως (το κήρυγμα) και την στοχαστική Θεολογία. Ο Κάντ προσπάθησε να αντιμετωπίσει την δυσκολία και απαιτεί να έχει λύσει μία αντινομία η οποία δέν είναι τέτοια, και έτσι ικανοποιείται με μία μεταφορά της καθαρής ηθικής πίστεως στην καθαρή θρησκεία, η οποία τραβιέται έξω απο τις απαιτήσεις των δογμάτων και της ιστορίας!
"Η ζωντανή πίστη στο μοντέλο της ανθρωπότητος τό οποίο ευχαριστεί και επιβεβαιώνει ο Θεός (η πίστη στον Υιό τού Θεού) αναφέρεται καθαυτή, σε μία ηθική ιδέα τής νοήσεως, καθότι αυτή η ιδέα μας χρησιμεύει όχι μόνον σαν κατευθυντήριος, αλλά και σαν κίνητρο και συνεπώς είναι αδιάφορο εάν εγώ ξεκινώ απο αυτή την πίστη, σαν νοησιαρχική πίστη ή απο την αρχή της καλής συμπεριφοράς. Αντιθέτως η πίστη σ'αυτό το ίδιο μοντέλο στον φαινομενικό κοσμο (η πίστη στον Άνθρωπο-Θεό) καθώς είναι πίστη εμπειρική (ιστορική), δέν ταυτίζεται με την αρχή τής καλής συμπεριφοράς...και θα ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό να ξεκινούσαμε απο αυτή την πίστη...θα εμφανιζόταν τότε μία αντίθεση ανάμεσα στις δύο θέσεις που εκφράσαμε. Όμως, στην φαινομενική φανέρωση του Ανθρώπου-Θεού, εκείνο το οποίο αποτελεί ακριβώς το αντικείμενο τής εξαγιάζουσας πίστεως, δέν είναι αυτό που αντιλαμβανόμαστε απο αυτόν με τα αισθητήριά μας, ή αυτό που είναι δυνατόν να γίνει γνωστό με την εμπειρία, αλλά το ιδανικό μοντέλο το οποίο βρίσκεται στην νόησή μας και το οποίο εμείς καταθέτουμε πίσω απο αυτόν τον Άνθρωπο-Θεό (διότι, όσα μπορούμε να μάθουμε απο το παράδειγμα του, αυτά συμπίπτουν, συμμορφώνονται με αυτό το μοντέλο) και αυτή η πίστη είναι ταυτόσημη με την αρχή μίας συμπεριφοράς αποδεκτής απο τον Θεό".
Δέν έχουμε λοιπόν εδώ δύο διαφορετικές μεταξύ τους αρχές, οι οποίες θα μπορούσαν να μας καθοδηγήσουν απο αντίθετους δρόμους, εφόσον ξεκινούσαμε απο τον έναν ή απο τον άλλον. Αλλά μόνον μία και μοναδική πρακτική ιδέα, η ίδια απο την οποία ξεκινούμε στήν μία περίπτωση, καθότι αυτή αντιπροσωπεύει το ιδανικό μοντέλλο όπως υπάρχει στον Θεό και προοδεύει απορρέει, απο τον Θεό, και στην άλλη καθότι αυτή το αναπαριστά σαν να υπάρχει μέσα μας. Αλλά και στις δύο περιπτώσεις, μία καί μοναδική πρακτική ιδέα, καθότι αυτή (η ιδέα) το αντιπροσωπεύει σαν τον κανόνα της συμπεριφοράς μας".
Αλλά εάν η ιστορική πίστη τίθεται σαν συνθήκη τής μακαριότητος, τότε πράγματι, υπάρχει "σύγκρουση αξιωμάτων", η οποία δέν διορθώνεται απο την νόηση. Η υπερβατική Χριστολογία τού Κάντ, βρίσκεται φυλακισμένη ανάμεσα στις αλυσσίδες μίας ηθικής θρησκείας η οποία αναπαρίσταται ή σχηματοποιείται διαφορετικά, αλλά μοναδικής και μόνης. Δέν υπάρχει εκκρεμότης τής ηθικής αναφορικά με την ιστορική πίστη. Η ηθική διατηρεί το πρωτείο της. Υπάρχει αντιθέτως εκρεμότης τού ιστορικού στοιχείου καθότι είναι καθοριστικός παράγων της πίστεως. Παρ'όλα αυτά ο Κάντ δείχνει επίσης να μήν υποτιμά την θετική Αποκάλυψη και να κρατά την ισορροπία σε κάποιο επίπεδο, αρκεί να ξανατεθεί σε αμφισβήτηση το πρωτείο της εσωτερικότητος:
"Παρ'όλα αυτά η αγαθή αρχή δέν κατήλθε βεβαίως απο τον ουρανό στην ανθρωπότητα, σε μία συγκεκριμένη εποχή, αλλά απο καταγωγής τού ανθρώπινου γένους, με αόρατο τρόπο...και είχε επιλέξει νόμιμα την πρώτη της κατοικία. Όταν λοιπόν εμφανίστηκε σ'έναν πραγματικό άνθρωπο σαν μοντέλλο όλων των άλλων, αυτός περιέρχεται στην κατοχή της".
Η αξιοπρέπεια, ασύγκριτη στα σίγουρα, του Χριστού μετριέται απο την απόσταση, απο το αρχέτυπο στο παράδειγμα, απο το "υπερβατικό πρωτότυπο" στο μοντέλο. Ο Κάντ μαρτυρά ότι η ζωή του και ο θάνατός του (η ιστορική πίστη σταματά μπροστά στην Ανάσταση και την Ανάληψη) υπήρξαν συμμορφωμένα με το άκτιστο τής ανθρωπότητος που είναι αρεστή στον Θεό και έχει σχέση με ένα πρόσωπο "ίσως υπεργήϊνης τάξεως" [εξωγήινος;] Αλλά ο Κάντ ξανακλείνει την μισάνοιχτη πόρτα του Είναι του Χριστού. Ο,τιδήποτε ανήκει στην Εκκλησιαστική πίστη είναι επανερμηνευμένο σύμφωνα με την εγγραφή τής νοησιαρχικής πίστης και της ηθικής προόδου, με πολλές επιρροές απο τον Λέσσινγκ. Παρ'όλα αυτά όμως δέν απορρίπτεται εντελώς και οι περιορισμοί που τέθηκαν στην ιστορική πίστη μπορούν να αποδοθούν στο πρόγραμμα μίας πίστης ηθικής καθότι είναι καθαρά τέτοια.
Μερικά σπάνια σημεία δείχνουν επίσης και μία προοπτική λιγότερο περιοριστική : η αγία ιστορία τής ανθρωπότητητος, η οποία καταλήγει στον Θεό "τα πάντα εν πάσι" της "καθαρής θρησκευτικής πίστης" πρέπει να ελευθερωθεί ενεργητικά απο το απαραίτητο ακόμη μίγμα,... η ανάγκη να σκεφθούμε την φύση τού Θεού τουλάχιστον κάτω απο την ηθική αναφορά,... η ομολογία ενός αυθεντικού ιερού μυστηρίου, χωρίς πρόσβαση, του οποίου όμως η γνώση είναι χρήσιμη και αναπόφευκτη,... το μυστήριο της ιστορίας και του σχεδίου του Θεού. Δυστυχώς ο ρόλος του Χριστού σ'αυτές τις οριακές περιοχές τής ηθικότητος δέν είναι καθορισμένος, αντιθέτως δέ είναι ελαχιστοποιημένος.
Συνεχίζεται
ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ; ΜΟΝΟ Η ΠΙΣΤΗ ΣΤΟ ΙΔΑΝΙΚΟ ΣΩΖΕΙ; ΣΤΟ ΜΟΝΤΕΛΟ ΤΗΣ ΠΡΑΚΤΙΚΗΣ ΖΩΗΣ; ΔΕΝ ΝΙΚΑΤΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ;
ΑΣ ΘΥΜΗΘΟΥΜΕ ΤΙ ΛΕΕΙ Ο ΡΑΜΦΟΣ
"Τὸ ἀδιέξοδο αἴρεται ἂν ἀξιοποιήσωμε ανθρωπολογικῶς τὸ ἐνυπόστατον, ἐν γνώσει ὅτι ἡ χριστολογία ἀνοίγει ἐμπειρικὰ τὸν δρόμο τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν πρὸς τὴν κτίσι. Γιὰ τὰ περὶ ἐνυποστάτου παραπέμπω τὸν ἐνδιαφερόμενο στο σύνολο τοῦ «Ὡς ἀστραπὴ τῶν ἔσχατων», ὅπου καὶ ἐκθέτω τὶς ἀντιλήψεις τῶν Λεοντίου Βυζαντίου καὶ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ χωρὶς νὰ ὑπεισέρχωμαι στὰ εἰδικώτερα ζητήματα περὶ ὠριγενισμοῦ τοῦ πρώτου, ποὺ ἀναπτύσσει σὲ ἀξιοσημείωτη μελέτη του ὁ Μπῆτσερ Έβανς (βλ. David Beecher Evans: Leontius of Byzantium, an origenist christology, Dumbarton Oaks, 1970), διότι μὲ ἀπασχολεῖ ἀποκλειστικὰ ἡ ἔννοια τοῦ ἐνυποστάτου ὅπως ἐπέρασε στὴν ὀρθόδοξη θεολογική σκέψι;;;. Ἐὰν λοιπὸν εἰσαγάγωμε στην προβληματικὴ τῶν ἀκτίστων θείων ἐνεργειῶν τὸ ἐνυπόστατο τοῦ προσώπου, την δυνατότητα ἑνὸς ἐμμενοῦς καὶ ὑπερβατικοῦ συγχρόνως ἑαυτοῦ ποὺ ἀνάγει σὲ ταυτότητα τὴν ὑποστατική μου καθολικότητα, τὸ κατ' εἰκόνα Θεοῦ χάριν τοῦ ὁποίου ὁ καθείς μας ὑπάρχει ὡς δοχεῖο τῆς οὐσιώδους καὶ ὑποστατικῆς πλέον δωρεᾶς, τότε ὁ ἄνθρωπος θὰ βιώσῃ τὴν ἀπειρία τοῦ θεοῦ σὲ μιὰ πρᾶξι ποιητικὴ ὅπου ὁ ἴδιος δημιουργεῖται.[EAN..!] Άνευ τοῦ λεοντινιανοῦ ἐνυποστάτου τὸ αἴτημα τῆς δημιουργίας θὰ παρέμενε ἀνέφικτο καὶ ἡ σχέσι μὲ τὸν σύγχρονο κόσμο θὰ ἐπέτασσε βαθειὰ ῥήξι μὲ τὴν παράδοσι, ἀφοῦ μοναδική νόμιμη ενέργεια θὰ ἦταν ἡ προσευχὴ τοῦ πιστοῦ στὴν θεία ὁλότητα. Μὲ τὸ ἐνυπόστατο καθίσταται ἐφικτὴ ἡ ἀνθρώπινη παρέμβασι στὸ νόημα καὶ στὴν ἱστορία.
Στὸ ἐνυπόστατο διαβάζουμε τὸ πρόσωπο ὡς εὐρύτερη δική μας ἐπιφάνεια μεταξὺ τοῦ ἀτομικοῦ Ἐγὼ καὶ τοῦ ἄλλου ἀνθρώπου. Τοῦτο ἐνθαρρύνει μιὰν ἐσωτερικὴ ἀντοψία καὶ οἰκοδομεῖ νέον ὁρίζοντα ὑπάρξεως, διὰ τοῦ ὁποίου εἰσερχόμεθα στὸν ἱστορικὸ χρόνο χωρὶς νὰ τραυματίζωμε τὸν ἑαυτό μας καὶ τὴν παράδοσι, ἐπιτρέπει να σκεφθοῦμε μιὰν ἐσωτερικότητα διάπλατη πρῶτα στην πληρότητα τοῦ εὖ ζῆν καὶ δευτερευόντως μόνο στην ηθική του χρέους. Μ' ἄλλα λόγια: Μπορούμε νὰ ὑπολογίζουμε ἀντὶ τῆς παραδοσίμου ἀποχῆς καὶ στερήσεως, ἑδραζομένης εἰς τὴν τάχα ἐγγενῆ ἁμαρτωλότητα τοῦ Ἐγώ, σὲ μιὰ ἀσκητικὴ τῆς πλησμονῆς, ἡ ὁποία νὰ προϋποθέτη σε καλλιέργεια μορφῶν ἀνθρωπίνης ἐκφράσεως, ὅπου ἡ συνείδησι βαθαίνει τὸν κόσμο της ἀξιώνοντας ἀπαύστως τὸ ἀληθινό. Δὲν ἐννοῶ τὴν αἴσθησι πληρότητος ὡς τέλος καὶ σκοπὸ τῆς ἀσκητικῆς ἀλλὰ ὡς γεγονὸς ἀποδεοντολογισμοῦ τῆς συνειδήσεως. Ἡ ἀσκητικὴ τῆς πλησμονῆς σ' ἕνα κόσμο ἀναλουμένης ἀφθονίας καὶ ἀπολαύσεως νοεῖται ὡς δημιουργὸς ἀφθονία, ὡς στροφὴ ἀπὸ τὴν μερικότητα στην καθολικότητα τοῦ προσωπικοῦ ἑαυτοῦ καὶ ὡς ἀναβαπτισμὸς στὸν πλοῦτο τοῦ βάθους του. Απέχουμε πολὺ ἀπὸ τὴν ἠθικὴ τῆς ἀπορρίψεως εἴτε ὑπερβάσεως τῶν ἐνστίκτων: Ἡ ἀσκητικὴ καὶ ἠθικὴ τῆς πλησμονῆς δὲν ἀντιπαρατίθεται στὸ ἔνστικτο• τὴν ἐνδιαφέρει μᾶλλον πὼς τὸ ἔνστικτο λόγου χάριν τῆς αὐτοσυντηρήσεως δὲν ἀτροφεῖ οὔτε ἀφανίζεται ἀλλὰ τρέπεται συχνότατα σὲ ὄρεξι ἀλήθειας καὶ ὀμορφιᾶς, σὲ δύναμι ἀξιώσεως τοῦ εἶναι."
ΜΟΝΟ ΜΙΑ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΕΓΩ, ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟ. ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΝΟΗΣΕ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΦΑΙΡΕΣΕΩΣ Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ.
ΠΩΣ ΝΑ ΤΟΥΣ ΧΩΡΕΣΕΙ Ο ΟΛΥΜΠΟΣ Ο ΚΑΥΜΕΝΟΣ ΤΟΣΟΥΣ ΘΕΟΥΣ ΠΟΥ ΞΕΦΥΤΡΩΝΟΥΝ. ΚΑΙ ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΤΟΥΣ ΜΑΖΕΥΕΙ ΟΤΑΝ ΘΑ ΔΙΑΦΩΝΟΥΝ;
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΛΕΟΝΤΙΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ.
ΟΠΩΣ ΚΑΙ ΤΟΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΔΙΕΣΥΡΑΝ ΤΑ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΑ ΚΟΡΑΚΙΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου