ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Οἱ πληροφοριοδόται τοῦ Σατανᾶ
Παραγγέλλει ὁ Ἀπ. Παῦλος (Ἐφ. δ΄ 27):«μηδὲ δίδοτε τόπον τῷ διαβόλῳ». (: Καὶ μὴ δίνετε εὐκαιρία στὸ διάβολο νὰ εἰσχωρῆ ἀνάμεσά σας).
Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει γιὰ τοὺς δαίμονες:
«Ὅταν στὸν Χριστὸ εἶπαν οἱ δαίμονες, «σὲ γνωρίζουμε ποιὸς εἶσαι», τοὺς ἐπιτίμησε μὲ πολλὴ αὐστηρότητα (Μᾶρκ. 1, 24, Λουκᾶ 4, 34), γιὰ νὰ μᾶς διδάξη σὲ τίποτα νὰ μὴ ὑπακοῦμε στοὺς δαίμονες, οὔτε κι ἂν μᾶς λένε κάτι σωστό. Γνωρίζοντας λοιπὸν αὐτά, καθόλου νὰ μὴ ὑπακοῦμε στὸν δαίμονα, ἀλλὰ κι ἂν λέη κάτι ἀληθινό, νὰ τὸν ἀποφεύγουμε καὶ νὰ τὸν ἀποστρεφόμαστε».
Καὶ συνεχίζει:
«Γιατί ὁ διάβολος ὀνομάζεται πονηρός; Ἐπειδὴ ἔγινε πατέρας τῆς κακίας. Γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται κατ’ ἐξοχὴ πονηρός, καὶ κρίθηκε ἀρκετό, ἀντὶ τοῦ κυρίου ὀνόματος, τὸ ἐπίθετο μόνο, ἐξ αἰτίας τῆς ὑπερβολικῆς πονηρίας, ποὺ δὲν εἶναι ἐκ φύσεως, ἀλλ’ ἀποκτήθηκε μετά. Ἂν ὅμως θέλης νὰ μάθης ἀπὸ ποῦ ἔχει προέλθει καὶ τὸ ὄνομα τῆς ἴδιας τῆς πονηρίας, κι ἀπὸ δῶ θὰ ἀποκομίσης μεγάλα ὀφέλη. Ὀνομάσθηκε λοιπὸν πονηρία, ἐπειδὴ προσθέτει πόνο καὶ μόχθο σ’ αὐτὸν ποὺ τὴν ἔχει».
ΑΚΤΙΝΕΣ: Οἱ πληροφοριοδόται τοῦ Σατανᾶ
Ανώνυμος είπε...Από την "Χριστολογία" του Αγίου Νεκταρίου
https://drive.google.com/file/d/1G0QMo9LRrTAJFeteNkv8TcPCtCuLhxAZ/view
Σελ. 11-13
3. Περί της προσδοκίας των εθνών
Την επαγγελίαν του Θεού περί της ελεύσεως του Σωτήρος και Λυτρωτού ετήρησαν ζωηράν εν τη μνήμη αυτών πάντα τα έθνη, και έκρυψαν ως θησαυρόν και πολύτιμον κειμήλιον εις τα βάθη της εαυτών καρδίας. Ουδείς λαός, όσω κα αν διεφθάρη, όσω και αν επελάθετο του αληθινού Θεού, δεν επελάθετο της επαγγελίας της σωτηρίας, αλλά διεφύλαττεν αυτήν ως ηθική παρακαταθήκην, ως άγκυραν ελπίδος δι’ όλων των αιώνων, και ως διαμαρτύρησιν κατά της τυραννίας του διαβόλου, κατά της βασιλείας του κακού. Ιουδαίοι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Αιγύπτιοι, Σίναι, Πέρσαι, Ινδοί και Άραβες, αυτοί οι κάτοικοι του Νέου κόσμου, ανέμενον την έλευσιν Λυτρωτού Θεού εν ανθρωπίνη μορφή ερχομένου, μέλλοντος να διδάξη πάσαν την αλήθειαν, να εξαφανίσει την κακίαν, να φέρει ειρήνην, να αδελφοποιήσει τα έθνη, και να φέρη εν γη την βασιλείαν των Ουρανών. Οι Ιουδαίοι αναμένουν εισέτι τον Υιόν του Ευλογητού, ος έμελλε να εμφανισθή μεταξύ αυτών εν μορφή ανθρώπου. Εν τη Ιερά Γραφή αναφέρεται ότι ο αρχιερεύς επηρωτά τον Ιησούν. «Συ ει ο Χριστός, ο υιός του Ευλογητού; Ο δε Ιησούς είπεν, Εγώ ειμί. Και όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον μετά των νεφελών του Ουρανού» (Μάρκ. Ιδ 61,62). Εν τη απαντήσει ταύτη του Ιησού προς την ερώτησιν του αρχιερέως: ει αυτός εστίν ο υιός του Ευλογητού, ο Ιησούς απαντά καταφατικώς, και ταυτίζει το πρόσωπον του Χριστού του υιού του Ευλογητού, προς το πρόσωπον του Υιού του ανθρώπου. Οι Σαμαρείται ανέμενον τον μέλλοντα διδάξη πάσαν την αλήθειαν και αναγγείλη αυτοίς πάντα. Ο δε υιός του ανθρώπου ομολογεί ότι αυτός εστίν ο αναμενόμενος, ο λαλών μετά της Σαμαρείτιδος. Οι Σίναι επίστευον ότι πεμφθήσεται εξ ουρανού άγιος γινώσκων τα πάντα και πάσαν έχων εν ουρανώ και επί γης εξουσίαν. Έλεγον δε ότι προς δυσμάς αυτών έμελλε ν’ αναφανή άγιος εμπνέων αυθόρμητον πίστιν. Τα δε ιερά αυτών βιβλία αναφέρουσιν καιρόν, καθ’ ον τα πάντα αποκατασταθήσονται ως ήσαν, ελθόντος εις τον κόσμον ήρωος τινός, ποιμένος, ηγεμόνος αγιωτάτου, γενικού διδασκάλου της υπερτάτης αλήθειας. Ο Κομφούκιος εις τα Ηθικά αυτού λέγει τα εξής: «Εγώ ο Κομφούκιος ήκουσα λεγόμενον ότι εν ταις δυσμικαίς χώραις αναφανήσεται άγιος άνθρωπος επιτελέσων απειρίαν έργων αξιαγάστων, ότι αποσταλήσεται εξ ουρανού και ότι εξουσιάσει πάσης της γης» (Ηθικά Κομφουκίου αριθ. 196). Η πρόρρησις αύτη φαίνεται έχουσα την έκβασιν εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όστις μετά την ανάστασιν του είπε προς τους μαθητάς Αυτού: «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. Κη. 18). Οι Άραβες προσεδόκων την έλευσιν ελευθερωτού και Σωτήρος λαών. (Βουλαιομβυλλιέρο βίος Μωάμεθ βιβλ. Β’ σελ 194). Οι Λάπωνες ανέμενον ένα Πέϋρουμ ή ένα Κυμβαδόξιν. Οι κάτοικοι του Σιάμ ένα Σόμμωνα Κόδαμ. Οι Αμερικανικοί λαοί εξεδέχοντο εξ Ανατολής τον Σωτήρα, οι δε Μεξικανοί περιέμενον ένα των αρχαίων αυτών βασιλέων, όστις έμελλε να επισκεφθή αύθις τον λαόν αυτού επιστρέφων εξ Ανατολών μετά την περιοδείαν όλου του κόσμου. Οι Πέρσαι επίσης περιέμενον μέγαν προφήτην, ον ωνόμαζον Λόγον Θεού και μεσίτην μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Την αυτήν δόξαν είχον και οι Ινδοί, οίτινες προσεδόκων την ενσάρκωσιν του Βιρχνού ή του Βράμα, ίνα θεραπεύση τα κακά, όσα επήγαγεν ο Κάλυς ή Κάλιγας, ο μέγας όφις. (Δυβοάς, τομ. Γ’ μέρος γ’, σελ 433).
Επίσης και αυτοί οι Έλληνες εξεδέχοντο διδάσκαλον τινα μέλλοντα διδάξη τον κόσμον την αλήθειαν (Πλά. Αλκιβ. Δευτ. 31 α).
Την επαγγελίαν του Θεού περί της ελεύσεως του Σωτήρος και Λυτρωτού ετήρησαν ζωηράν εν τη μνήμη αυτών πάντα τα έθνη, και έκρυψαν ως θησαυρόν και πολύτιμον κειμήλιον εις τα βάθη της εαυτών καρδίας. Ουδείς λαός, όσω κα αν διεφθάρη, όσω και αν επελάθετο του αληθινού Θεού, δεν επελάθετο της επαγγελίας της σωτηρίας, αλλά διεφύλαττεν αυτήν ως ηθική παρακαταθήκην, ως άγκυραν ελπίδος δι’ όλων των αιώνων, και ως διαμαρτύρησιν κατά της τυραννίας του διαβόλου, κατά της βασιλείας του κακού. Ιουδαίοι, Έλληνες, Ρωμαίοι, Αιγύπτιοι, Σίναι, Πέρσαι, Ινδοί και Άραβες, αυτοί οι κάτοικοι του Νέου κόσμου, ανέμενον την έλευσιν Λυτρωτού Θεού εν ανθρωπίνη μορφή ερχομένου, μέλλοντος να διδάξη πάσαν την αλήθειαν, να εξαφανίσει την κακίαν, να φέρει ειρήνην, να αδελφοποιήσει τα έθνη, και να φέρη εν γη την βασιλείαν των Ουρανών. Οι Ιουδαίοι αναμένουν εισέτι τον Υιόν του Ευλογητού, ος έμελλε να εμφανισθή μεταξύ αυτών εν μορφή ανθρώπου. Εν τη Ιερά Γραφή αναφέρεται ότι ο αρχιερεύς επηρωτά τον Ιησούν. «Συ ει ο Χριστός, ο υιός του Ευλογητού; Ο δε Ιησούς είπεν, Εγώ ειμί. Και όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως, και ερχόμενον μετά των νεφελών του Ουρανού» (Μάρκ. Ιδ 61,62). Εν τη απαντήσει ταύτη του Ιησού προς την ερώτησιν του αρχιερέως: ει αυτός εστίν ο υιός του Ευλογητού, ο Ιησούς απαντά καταφατικώς, και ταυτίζει το πρόσωπον του Χριστού του υιού του Ευλογητού, προς το πρόσωπον του Υιού του ανθρώπου. Οι Σαμαρείται ανέμενον τον μέλλοντα διδάξη πάσαν την αλήθειαν και αναγγείλη αυτοίς πάντα. Ο δε υιός του ανθρώπου ομολογεί ότι αυτός εστίν ο αναμενόμενος, ο λαλών μετά της Σαμαρείτιδος. Οι Σίναι επίστευον ότι πεμφθήσεται εξ ουρανού άγιος γινώσκων τα πάντα και πάσαν έχων εν ουρανώ και επί γης εξουσίαν. Έλεγον δε ότι προς δυσμάς αυτών έμελλε ν’ αναφανή άγιος εμπνέων αυθόρμητον πίστιν. Τα δε ιερά αυτών βιβλία αναφέρουσιν καιρόν, καθ’ ον τα πάντα αποκατασταθήσονται ως ήσαν, ελθόντος εις τον κόσμον ήρωος τινός, ποιμένος, ηγεμόνος αγιωτάτου, γενικού διδασκάλου της υπερτάτης αλήθειας. Ο Κομφούκιος εις τα Ηθικά αυτού λέγει τα εξής: «Εγώ ο Κομφούκιος ήκουσα λεγόμενον ότι εν ταις δυσμικαίς χώραις αναφανήσεται άγιος άνθρωπος επιτελέσων απειρίαν έργων αξιαγάστων, ότι αποσταλήσεται εξ ουρανού και ότι εξουσιάσει πάσης της γης» (Ηθικά Κομφουκίου αριθ. 196). Η πρόρρησις αύτη φαίνεται έχουσα την έκβασιν εν τω προσώπω του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, όστις μετά την ανάστασιν του είπε προς τους μαθητάς Αυτού: «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης» (Ματθ. Κη. 18). Οι Άραβες προσεδόκων την έλευσιν ελευθερωτού και Σωτήρος λαών. (Βουλαιομβυλλιέρο βίος Μωάμεθ βιβλ. Β’ σελ 194). Οι Λάπωνες ανέμενον ένα Πέϋρουμ ή ένα Κυμβαδόξιν. Οι κάτοικοι του Σιάμ ένα Σόμμωνα Κόδαμ. Οι Αμερικανικοί λαοί εξεδέχοντο εξ Ανατολής τον Σωτήρα, οι δε Μεξικανοί περιέμενον ένα των αρχαίων αυτών βασιλέων, όστις έμελλε να επισκεφθή αύθις τον λαόν αυτού επιστρέφων εξ Ανατολών μετά την περιοδείαν όλου του κόσμου. Οι Πέρσαι επίσης περιέμενον μέγαν προφήτην, ον ωνόμαζον Λόγον Θεού και μεσίτην μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Την αυτήν δόξαν είχον και οι Ινδοί, οίτινες προσεδόκων την ενσάρκωσιν του Βιρχνού ή του Βράμα, ίνα θεραπεύση τα κακά, όσα επήγαγεν ο Κάλυς ή Κάλιγας, ο μέγας όφις. (Δυβοάς, τομ. Γ’ μέρος γ’, σελ 433).
Επίσης και αυτοί οι Έλληνες εξεδέχοντο διδάσκαλον τινα μέλλοντα διδάξη τον κόσμον την αλήθειαν (Πλά. Αλκιβ. Δευτ. 31 α).
ΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΛΟΙΠΟΝ ΜΕ ΤΟΝ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟ; ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΤΟΥ ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΥ; Ο ΕΓΩ ΕΙΜΙ Ο ΩΝ; ΤΟ ΑΠΟΛΥΤΟ; ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΟΝΤΑΙ ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΝΑ ΤΟΝ ΘΕΩΡΗΣΟΥΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟ; ΔΕΝ ΕΙΣΑΓΕΙ ΚΕΝΑ ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΔΙΑΦΘΕΙΡΕΙ;
ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΟΝ; ΕΙΝΑΙ Η ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΥ ΚΙΝΕΙ ΤΗΝ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ, ΟΠΩΣ ΜΑΣ ΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΙ ΚΑΙ Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ, ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΓΙΑΝΝΑΡΑ, ΔΙΑΣΤΡΕΒΛΩΝΟΝΤΑΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΜΑΞΙΜΟ ΤΟΝ ΟΜΟΛΟΓΗΤΗ. ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΙΝΕΙ ΤΟΝ ΖΩΔΙΑΚΟ, ΤΟ ΟΛΟΝ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΑΠΟΤΕΛΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΜΑ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΣΕΡΝΟΥΝ ΔΥΟ ΑΛΟΓΑ, ΕΝΑ ΑΣΠΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑ ΜΑΥΡΟ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΗΝΙΟΧΟ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΤΟ ΚΑΘΟΔΗΓΕΙ. ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΟΔΗΓΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΟΓΗ ΕΠΙΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΣΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΑΝΤΙΣΤΑΘΕΙ ΟΥΤΕ Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΑΣΠΡΟΥ ΑΛΟΓΟΥ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΟΥΤΕ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΚΑΓΑΘΟΥ ΗΝΙΟΧΟΥ. ΜΕΧΡΙΣ ΟΤΟΥ Ο ΗΝΙΟΧΟΣ ΑΤΕΝΙΣΕΙ ΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΓΑΘΟ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΙΟΥ ΤΟΥ ΓΕΝΝΑ ΤΑ ΦΤΕΡΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΑΝΑΛΑΜΒΑΝΟΥΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΕΤΗ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΤΟΝ ΣΠΟΡΟ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΑΣ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΕΥ ΖΕΙΝ ΕΩΣ ΤΗΣ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ, ΤΟΥ ΑΛΗΘΙΝΟΥ ΘΕΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΛΕΟΝ ΑΠΡΟΣΩΠΟΣ, ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ ΑΛΛΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΝΕΙ ΚΑΙ ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΕΙ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΠΛΕΟΝ. ΝΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΕΙ ΤΟ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΓΝΩΜΙΚΟ ΤΟΥ ΘΕΛΗΜΑ.
«Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή» (Ιω. 14:6).
Πόσο χαρμόσυνοι λόγοι! Τι αυθεντία περιέχουν! Πόσο εξαίσια και αξιάκουστα είναι τα λόγια αυτά! Τι ποθητά για τους ανθρώπους ευαγγέλια!
Οι λόγοι αυτοί είναι γεμάτοι ζωή, γεμάτοι ικανοποίηση των πόθων των ανθρωπίνων καρδιών. Ω, πόσο τερπνό άκουσμα! Τι χαρμόσυνο ευαγγέλιο! Είναι πράγματι ωραία τα χείλη που ευαγγελίζονται την ειρήνη, που ευαγγελίζονται τα αγαθά! Πόσο χαρμόσυνοι είναι οι λόγοι του ευαγγελιζομένου στην ανθρωπότητα τον ερχομό της προσδοκίας των εθνών! Πόσο εκφραστικοί λόγοι! Πόσο υψηλοί και θείοι! «Εγώ ειμι η οδός, η αλήθεια και η ζωή!» Θησαυρό ολόκληρο περικλείουν, θησαυρό που πλουτίζει όλη την ανθρωπότητα. Σ’ αυτούς περιέχεται το σύνολο των πόθων όλης της ανθρωπότητας από την αρχή.
ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ ΤΟΥ Ο ΠΙΣΤΟΣ ΚΑΘΙΣΤΑΤΑΙ ΕΠΕΚΕΙΝΑ ΤΟΥ ΟΝΤΟΣ. ΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ΦΟΡΤΩΜΕΝΟΣ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΤΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΩΝΤΑΣ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΠΟΥ ΕΤΟΙΜΑΣΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΟΥΣ ΤΟΥ, ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΤΟΥ!
Αμέθυστος
Και η σημασία του για μια χριστιανική φιλοσοφία.
Πριν απ’ την ανάγνωση των διαλογισμών του αγ. Αυγουστίνου σχετικά με την ουσία του Θεού, ο οποίος αναφέρεται συχνά (όχι όμως πάντοτε) στο κείμενο της Εξόδου, ας αναρωτηθούμε πώς συνέβη να ταυτίσουν όλοι αυτοί οι χριστιανοί συγγραφείς τον Θεό με το απόλυτο είναι. Ο M. Gilson απάντησε, όπως γνωρίζετε, λέγοντας ότι οι χριστιανοί ανακάλυψαν την ταύτιση αυτή στην Εξοδο, ενώ οι Ελληνες την αγνοούσαν πλήρως. Αναλύοντας την απάντησή του καταλήγουμε σε δυό απόψεις: 1ο Η ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι αποκαλύπτεται στην Εξοδο ΙΙΙ 14. 2ο Αυτή η αλήθεια δεν έγινε αντιληπτή απ’ τους Ελληνες. Κι οι δυό όμως αυτές απόψεις είναι εσφαλμένες. Ξεκινώντας απ’ τη δεύτερη άποψη, θα επιθυμούσα να τις αντικαταστήσω με τις ακόλουθες θέσεις.
1. Οι Ελληνες είναι αυτοί που ανακάλυψαν την ιδέα του απόλυτου Είναι (Παρμενίδης – Πλάτων), ενώ οι Εβραίοι την αγνοούσαν πλήρως.
2. Οι Έλληνες είναι αυτοί οι οποίοι αναγνώριζαν, σύμφωνα τουλάχιστον με ορισμένες φιλοσοφικές σχολές και ιδιαίτερα την πλατωνική, ότι το τέλειο και αιώνιο Είναι, το απόλυτα καθαρό και υπερβατικό, είναι ένα θείο Είναι. Αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η σκέψη του Πλάτωνα. Τη συναντούμε ξεκάθαρα στον Πλούταρχο, στους Πλατωνικούς της Μικράς Ασίας στα μέσα του 2ου αιώνα και, τέλος, στον Πλωτίνο και τους Νεοπλατωνικούς.
3. Σε ό,τι αφορά στην ταύτiση του Θεού με το απόλυτο Είναι, αυτή δεν αναφέρεται προφανώς στον λαό του Μωυσή. Γι’ αυτόν η εβραϊκή ρήση που μετέφερε ο Μωυσής είχε μάλλον το νόημα «Εγώ ειμί ο Ων» και σήμαινε ότι «Αυτό δεν σας αφορά. Nα έχετε απλώς εμπιστοσύνη και θα γνωρίσετε ποιος είμαι».
4. Οι εβδομήκοντα ερμηνευτές της Εβραϊκής βίβλου, εκπρόσωποι της έντονα συγκριτικής ( συκρητιστικής ; ) αιγυπτιακής γνώσης του τρίτου αιώνα, είχαν πιθανότατα εμπνευσθεί, όταν μετέφραζαν το κείμενο της Εξόδου με τη φράση «Εγώ ειμί ο Ων», απ’ την ελληνική σκέψη.
5. Καταλήγοντας, πιστεύω ότι θα πρέπει να αντιστρέψουμε την άποψη του Μ. Gilson ως εξής: Άν οι Χριστιανοί ανακάλυψαν την ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι στην Εξοδο ΙΙΙ 14, είναι επειδή είχαν παραλάβει τη γνώση του απόλυτου Είναι απ’ τους Έλληνες.
Σας καλώ να παρακολουθήσετε τώρα τον Πλούταρχο στον διάλογο Περί του Ε των Δελφών. Πρόκειται για το νόημα του γράμματος Ε που συναντάμε στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Ας δούμε όμως πώς το εξηγεί ο Αμμώνιος, ακαδημαϊκός φιλόσοφος και δάσκαλος, που μύησε τον Πλούταρχο στη φιλοσοφία του Πλάτωνα : «Το γράμμα αυτό», λέει, «είναι ένας απολύτως επαρκής τρόπος να καλέσει και να χαιρετήσει κανείς τον θεό, γιατί προσφέρει σ’ αυτόν που το προφέρει και τη στιγμή κατά την οποία το προφέρει την ευφυΐα της θείας ουσίας. Πράγματι, τη στιγμή κατά την οποία πλησιάζει εδώ οποιοσδήποτε από εμάς, ο θεός του απευθύνει, εν είδει χαιρετισμού, το γνωμικό «Γνώρισε τον εαυτό σου», που αντιστοιχεί στο «Χαίρε» . Κι εμείς απαντούμε στον θεό: «Είσαι», αποδίδοντάς του μιαν ακριβή και αληθινή ονομασία, τη μόνη που αναλογεί σ’ αυτόν και δηλώνει ότι υπάρχει.
« Εμείς δεν συμμετέχουμε καθόλου, στην πραγματικότητα, κατά ουσιαστικό τρόπο στην ύπαρξη. Κάθε φθαρτή φύση, που υπόκειται στη γέννηση και τον θάνατο, αποτελεί καθ’ εαυτήν μιαν εικόνα και μια φανέρωση στερούμενη ευκρίνειας και συμπάγειας. Άν προσπαθήσουμε να τη συλλάβουμε με το πνεύμα μας, συμβαίνει ό,τι και με το νερό, άν το πιέσουμε με δύναμη μέσα στη φούχτα μας : όσο περισσότερο το πιέζουμε, τόσο διαφεύγει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μας και χάνεται· αν αναζητήσει επίσης η λογική την απόλυτη καθαρότητα σε κάθε μια απ’ τις περαστικές και μεταβαλλόμενες υπάρξεις, κατευθυνόμενη άλλοτε προς τη γέννηση κι άλλοτε προς τον θάνατό τους, θα χάσει τον δρόμο της, χωρίς να κατορθώσει ποτέ να συλλάβει κάτι το σταθερό και το αληθινά υπαρκτό.
« Ποιό είναι λοιπόν το πραγματικά υπάρχον ον ; Αυτό που είναι αιώνιο, που δεν είχε αρχή και δεν θα έχει τέλος, που δεν μεταβάλλεται σε καμμιά χρονική στιγμή. Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα κάτι που κινείται, φαινομενικά συγκρίσιμος με την κινούμενη ύλη· τρέχει συνεχώς και δεν μπορεί να συγκράτηση τίποτε· είναι σαν τον υποδοχέα κάθε γέννησης και θανάτου ταυτόχρονα. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να τον προσδιορίσουμε, όπως «κατόπιν», «προηγουμένως», «αυτό θα γίνει» κι «αυτό συνέβη», αποτελούν ομολογία της ανυπαρξίας του. Γιατί θα είμαστε ανόητοι και παράλογοι αν ισχυριστούμε ότι υπάρχει αυτό που δεν έχει ακόμη συμμετάσχει στο είναι, ή που σταμάτησε να συμμετέχει.
«Το θείο υπάρχει (χρειάζεται να το πούμε ;) κι η ύπαρξή του δεν τοποθετείται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του χρόνου, αλλά στην αιωνιότητα, που είναι αμετάβλητη, εκτός χρόνου και κάθε είδους μετάπτωσης, χωρίς προηγούμενη ή επόμενη στιγμή, παρελθόν ή μέλλον, νεότητα ή γήρας. Το θείο ον, που είναι μοναδικό, περιλαμβάνει όλη τη διάρκεια σ’ ένα μοναδικό παρόν. Κι ό,τι υπάρχει μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό μόνο υπάρχει πραγματικά, χωρίς να έχει υπάρξει, ούτε να πρόκειται να υπάρξει, χωρίς να υπόκειται σε μιαν αρχή και σ’ ένα τέλος.
« Γι’ αυτό όσοι το τιμούν, απευθύνονται σ’ αυτό και το χαιρετούν λέγοντας « Είσαι», ή ακόμη « μα τον Δία!», όπως συνήθιζαν να λένε κάποιοι στην αρχαιότητα, «Είσαι το ένα»
1. Οι Ελληνες είναι αυτοί που ανακάλυψαν την ιδέα του απόλυτου Είναι (Παρμενίδης – Πλάτων), ενώ οι Εβραίοι την αγνοούσαν πλήρως.
2. Οι Έλληνες είναι αυτοί οι οποίοι αναγνώριζαν, σύμφωνα τουλάχιστον με ορισμένες φιλοσοφικές σχολές και ιδιαίτερα την πλατωνική, ότι το τέλειο και αιώνιο Είναι, το απόλυτα καθαρό και υπερβατικό, είναι ένα θείο Είναι. Αυτή είναι χωρίς αμφιβολία η σκέψη του Πλάτωνα. Τη συναντούμε ξεκάθαρα στον Πλούταρχο, στους Πλατωνικούς της Μικράς Ασίας στα μέσα του 2ου αιώνα και, τέλος, στον Πλωτίνο και τους Νεοπλατωνικούς.
3. Σε ό,τι αφορά στην ταύτiση του Θεού με το απόλυτο Είναι, αυτή δεν αναφέρεται προφανώς στον λαό του Μωυσή. Γι’ αυτόν η εβραϊκή ρήση που μετέφερε ο Μωυσής είχε μάλλον το νόημα «Εγώ ειμί ο Ων» και σήμαινε ότι «Αυτό δεν σας αφορά. Nα έχετε απλώς εμπιστοσύνη και θα γνωρίσετε ποιος είμαι».
4. Οι εβδομήκοντα ερμηνευτές της Εβραϊκής βίβλου, εκπρόσωποι της έντονα συγκριτικής ( συκρητιστικής ; ) αιγυπτιακής γνώσης του τρίτου αιώνα, είχαν πιθανότατα εμπνευσθεί, όταν μετέφραζαν το κείμενο της Εξόδου με τη φράση «Εγώ ειμί ο Ων», απ’ την ελληνική σκέψη.
5. Καταλήγοντας, πιστεύω ότι θα πρέπει να αντιστρέψουμε την άποψη του Μ. Gilson ως εξής: Άν οι Χριστιανοί ανακάλυψαν την ταύτιση του Θεού με το απόλυτο Είναι στην Εξοδο ΙΙΙ 14, είναι επειδή είχαν παραλάβει τη γνώση του απόλυτου Είναι απ’ τους Έλληνες.
Σας καλώ να παρακολουθήσετε τώρα τον Πλούταρχο στον διάλογο Περί του Ε των Δελφών. Πρόκειται για το νόημα του γράμματος Ε που συναντάμε στην είσοδο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς. Έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Ας δούμε όμως πώς το εξηγεί ο Αμμώνιος, ακαδημαϊκός φιλόσοφος και δάσκαλος, που μύησε τον Πλούταρχο στη φιλοσοφία του Πλάτωνα : «Το γράμμα αυτό», λέει, «είναι ένας απολύτως επαρκής τρόπος να καλέσει και να χαιρετήσει κανείς τον θεό, γιατί προσφέρει σ’ αυτόν που το προφέρει και τη στιγμή κατά την οποία το προφέρει την ευφυΐα της θείας ουσίας. Πράγματι, τη στιγμή κατά την οποία πλησιάζει εδώ οποιοσδήποτε από εμάς, ο θεός του απευθύνει, εν είδει χαιρετισμού, το γνωμικό «Γνώρισε τον εαυτό σου», που αντιστοιχεί στο «Χαίρε» . Κι εμείς απαντούμε στον θεό: «Είσαι», αποδίδοντάς του μιαν ακριβή και αληθινή ονομασία, τη μόνη που αναλογεί σ’ αυτόν και δηλώνει ότι υπάρχει.
« Εμείς δεν συμμετέχουμε καθόλου, στην πραγματικότητα, κατά ουσιαστικό τρόπο στην ύπαρξη. Κάθε φθαρτή φύση, που υπόκειται στη γέννηση και τον θάνατο, αποτελεί καθ’ εαυτήν μιαν εικόνα και μια φανέρωση στερούμενη ευκρίνειας και συμπάγειας. Άν προσπαθήσουμε να τη συλλάβουμε με το πνεύμα μας, συμβαίνει ό,τι και με το νερό, άν το πιέσουμε με δύναμη μέσα στη φούχτα μας : όσο περισσότερο το πιέζουμε, τόσο διαφεύγει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μας και χάνεται· αν αναζητήσει επίσης η λογική την απόλυτη καθαρότητα σε κάθε μια απ’ τις περαστικές και μεταβαλλόμενες υπάρξεις, κατευθυνόμενη άλλοτε προς τη γέννηση κι άλλοτε προς τον θάνατό τους, θα χάσει τον δρόμο της, χωρίς να κατορθώσει ποτέ να συλλάβει κάτι το σταθερό και το αληθινά υπαρκτό.
« Ποιό είναι λοιπόν το πραγματικά υπάρχον ον ; Αυτό που είναι αιώνιο, που δεν είχε αρχή και δεν θα έχει τέλος, που δεν μεταβάλλεται σε καμμιά χρονική στιγμή. Ο χρόνος είναι στην πραγματικότητα κάτι που κινείται, φαινομενικά συγκρίσιμος με την κινούμενη ύλη· τρέχει συνεχώς και δεν μπορεί να συγκράτηση τίποτε· είναι σαν τον υποδοχέα κάθε γέννησης και θανάτου ταυτόχρονα. Οι έννοιες που χρησιμοποιούμε για να τον προσδιορίσουμε, όπως «κατόπιν», «προηγουμένως», «αυτό θα γίνει» κι «αυτό συνέβη», αποτελούν ομολογία της ανυπαρξίας του. Γιατί θα είμαστε ανόητοι και παράλογοι αν ισχυριστούμε ότι υπάρχει αυτό που δεν έχει ακόμη συμμετάσχει στο είναι, ή που σταμάτησε να συμμετέχει.
«Το θείο υπάρχει (χρειάζεται να το πούμε ;) κι η ύπαρξή του δεν τοποθετείται σε κάποιο συγκεκριμένο σημείο του χρόνου, αλλά στην αιωνιότητα, που είναι αμετάβλητη, εκτός χρόνου και κάθε είδους μετάπτωσης, χωρίς προηγούμενη ή επόμενη στιγμή, παρελθόν ή μέλλον, νεότητα ή γήρας. Το θείο ον, που είναι μοναδικό, περιλαμβάνει όλη τη διάρκεια σ’ ένα μοναδικό παρόν. Κι ό,τι υπάρχει μ’ αυτόν τον τρόπο, αυτό μόνο υπάρχει πραγματικά, χωρίς να έχει υπάρξει, ούτε να πρόκειται να υπάρξει, χωρίς να υπόκειται σε μιαν αρχή και σ’ ένα τέλος.
« Γι’ αυτό όσοι το τιμούν, απευθύνονται σ’ αυτό και το χαιρετούν λέγοντας « Είσαι», ή ακόμη « μα τον Δία!», όπως συνήθιζαν να λένε κάποιοι στην αρχαιότητα, «Είσαι το ένα»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου