Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2024

TI ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΝΕΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ;

                                       

Η αποδόμηση τού παλαιού και η απόλυτη κυριαρχία του νέου  με την διχοτόμηση της ψυχής ο ορισμός της οποίας είναι senex et puer.

ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΠΑΡΚΕΙΣ ΜΕ ΤΗΝ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ;

ΓΙΑΤΙ Η ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΝΟΙΩΝ ΔΕΝ ΕΠΑΡΚΕΙ; ΔΙΟΤΙ Η ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ Η ΟΠΟΙΑ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΚΑΙ ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΑΝΤΕΣΤΡΕΨΕ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΠΟΥ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΟΥΣΕ Η ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΚΦΡΑΣΕΙ ΤΑ ΝΟΗΜΑΤΑ ΤΗΣ.

Βλέπουμε λοιπόν προσπάθειες αρνητικές, γενικόλογες καί αόριστες νά μάχονται με τό νέο, τό οποίο έχει ήδη νικήσει κατά κράτος τό παλαιό απελευθερώνοντας τά ήθη, τό μεγάλο του όπλο. 

Ακούμε λοιπόν γιά παναίρεση, παναλήθεια, γιά αμφισβήτηση, σχετικοποίηση τής αλήθειας καί ενίσχυση τής εξουσίας όπως παρουσιάζονται απο τόν εργατικό κ. Τσελεγγίδη.

 Μιά ἀπαραίτητη διευκρίνιση τοῦ νεόκοπου ὅρου «μετα-πατερικός.

α) Ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως μετα- προσδίδεται χρονική σημασία, ὁπότε στήν προκειμένη περίπτωση γίνεται λόγος γιά τό τέλος τῆς Πατερικῆς ἐποχῆς.

Καί β) ὅταν στό πρῶτο συνθετικό τῆς λέξεως προσδίδεται κριτική σημασία, ὁπότε ἡ σύνθετη λέξη «μετα-πατερικός» σημαίνει σχετικοποίηση...

Mερική ἤ ὁλική ἀμφισβήτηση - ἐπαναθεώρηση - νέα ἀνάγνωση,
ἤ καί ὑπέρβαση τῆς θεολογικῆς σκέψεως τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.


Οἱ σύγχρονοι ἐπιστήμονες θεολόγοι, πού ἐπιχείρησαν ἔμμεσα ἤ ἄμεσα νά αὐτοπροσδιοριστοῦν ὡς «μετα-πατερικοί», χρησιμοποίησαν ἐναλλακτικῶς καί τίς δύο ἑρμηνεῖες, κυρίως ὅμως τή δεύτερη πού ἀναφέρεται στή σχετικοποίηση καί τελικά στήν ὑπέρβαση τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Τό καταστρεπτικότερο ἔργο στίς συνειδήσεις τοῦ χριστιανικοῦ θεολογικοῦ κόσμου εὐρύτερα τό ἔκαναν, κατά τή γνώμη μας, οἱ Προτεστάντες.
Καί τοῦτο, ἐπειδή αὐτοί ἀμφισβήτησαν εὐθέως τό κύρος τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἄλλωστε καί τή σύνολη Ἀποστολική καί Πατερική Παράδοσή της. Ταυτόχρονα, ἀκύρωσαν ἐπισήμως, οὐσιαστικά καί τυπικά, τήν ἁγιότητα ὅλων τῶν ἐπωνύμων ἁγίων, ἀμφισβητώντας μέ τόν τρόπο αὐτό καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῆς ἑκάστοτε στρατευομένης ἐπί γῆς Ἐκκλησίας.
Ἀντίστοιχα, τό καταστρεπτικότερο ἔργο στή δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τό ἔκανε καί ἐξακολουθεῖ νά τό κάνει ὁ Οἰκουμενισμός.
Ὁ Οἰκουμενισμός ἀποτελεῖ σήμερα τόν δυσώδη φορέα τοῦ διαχριστιανικοῦ καί διαθρησκειακοῦ συγκρητισμοῦ καί κατά συνέπεια τόν πιό ἐπίσημο φορέα τῆς ἐπικινδυνότερης πολυ-αιρέσεως ὅλων τῶν ἐποχῶν...
ἐπειδή συμβάλλει ἀποφασιστικά στήν ἄμβλυνση τοῦ ὀρθοδόξου κριτηρίου καί τῆς ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας.
Ἡ «μετα-πατερική» θεολογία, σύμφωνα μέ τά κριτήρια τῆς Ἐκκλησίας, πού προαναφέραμε, εἶναι ἀπόδειξη ἐπηρμένης διανοίας. Γι’ αὐτό καί εἶναι ἀδύνατη ἡ ἐκκλησιαστική νομιμοποίησή της. Ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία εἶναι ταπεινή καί εἶναι πάντοτε «ἑπόμενη τοῖς ἁγίοις Πατράσιν».
Αὐτό δέν σημαίνει, ὅτι ἡ ἐκκλησιαστική θεολογία στερεῖται πρωτοτυπίας, δυναμισμοῦ, ἀνανεωτικοῦ πνεύματος καί ἐπικαιρότητας. Ἀπεναντίας, ἔχει ὅλα τά παραπάνω χαρακτηριστικά, γιατί ἀποτελεῖ ἔκφραση τῆς ζώσας παρουσίας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος σ’ ἐκεῖνον, πού θεολογεῖ μ’ αὐτόν τόν τρόπο.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς, πάντοτε ὅμως, πρακτικῶς, «ἑπόμενοι» καί ἐν συμφωνίᾳ μέ τούς προγενεστέρους θεοφόρους Πατέρες.

ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΑΣΥΝΕΙΔΗΤΑ ΙΣΩΣ ΟΙ ΟΡΟΙ ΤΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΑΠΗΧΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΠΟΥ ΞΕΚΙΝΟΥΣΕ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΝΟΗΜΑΤΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
ΑΣ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ. ΤΟΥ ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ, Η ΟΠΟΙΑ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ 2η ΒΑΤΙΚΑΝΕΙΟ ΣΥΝΟΔΟ, ΠΟΥ ΚΗΡΥΞΕ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΜΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ.

Το Άγιο Πνεύμα απο το ένα μέρος, είναι οπωσδήποτε το πνεύμα το οποίο ενεργεί, είναι ενεργό, ανάμεσα στον Χριστό και την Εκκλησία. Αλλά απο το άλλο μέρος Αυτό είναι το Άγιο Πνεύμα που

πέμπεται απο την ενότητα Χριστός Εκκλησία (όπως απο την αιώνια ενότητα τού Πατρός με τον Υιό) 

και επομένως είναι άνοιγμα το οποίο η ένωση αγάπης ανάμεσα στην Νύμφη και τον Νυμφίο δοκιμάζει πρός το νέο, πρός τον Υιό, πρός τον κόσμο τής δημιουργίας, και σήμερα ακριβώς προς τον "εκκοσμικευμένο"  μή-Χριστιανικό κόσμο.

 Το Βατικανό ΙΙ κατεύθυνε με διακεκριμένο τρόπο τον στοχασμό του πρός αυτό το άνοιγμα, και παρότρυνε τους Χριστιανούς να πράξουν παρομοίως. Ακριβώς σ'αυτό τό σημείο η μετά-συνοδική περίοδος είναι ένας χρόνος που ανήκει στο σύμβολο τού Αγίου Πνεύματος.
Ο Εορτασμός της ΙΙας Βατικάνειας Συνόδου επέτρεψε και ενθάρρυνε την ανάδυση νέων, και πιό καίριων Θεολογικών στοχασμών. Παρ'όλες τις κριτικές, πολύ συχνά αντιθετικές και αντιρρητικές, δέν υπάρχει αμφιβολία ότι ο στοχασμός ο οποίος ξεκίνησε και αναπτύχθηκε έθεσε στο φώς αποτελεσματικά το Τριαδικό μυστήριο σαν ένα θεμελιώδες μυστήριο του Χριστιανισμού και ειδικώς, της εκκλησιολογίας. Η πνευματολογική διάσταση διατρέχει όλα τα κείμενα καί κατά κάποιο τρόπο προσφέρει το κλειδί, σε συμφωνία με την προφητική διάσταση την οποία μαρτυρεί η προσφώνηση του ανοίγματος της συνόδου (Gaudet Mater Ecclesia). Οι Πατέρες εξάλλου έζησαν την συνοδική εμπειρία σαν μία έκχυση του Πνεύματος. [Όπως καί στό Κολυμπάρι κατ' απομίμησιν]
Το Βατικανό ΙΙ μπορεί λοιπόν να εκληφθεί ουσιωδώς, και όχι μόνον συμβατικώς, σαν ένα σημείο στροφής και απο αυτόν τον εορτασμό μπορεί να ξεκινήσει η κουβέντα μας

Η δημιουργική αρχή του Αγίου Πνεύματος έχει μια ιδιαίτερη σχέση με την ιστορία, σύμφωνα με την χριστιανική αντίληψη. Φαίνεται μάλιστα, πως αυτή η δημιουργική αρχή είναι η θεϊκή δύναμη, η οποία προσδίδει στην ιστορία της ανθρωπότητας χαρακτήρα ιστορίας της σωτηρίας, και συνδέει τα συμπλεγμένα νήματα του ανθρώπινου γίγνεσθαι με την ιστορία της βασιλείας του Θεού. Την σχέση αυτή προς την ιστορία αναφέρει και το σύμβολο της πίστεως της παλιάς Εκκλησίας. Όταν το σύμβολο της πρώτης συνόδου της Κωνσταντινουπόλεως (381) λέει: «Πιστεύω στο Άγιο Πνεύμα...που μίλησε δια των προφητών», εκφράζει με τον τρόπο αυτό, πως το Άγιο Πνεύμα δεν ενεργεί μόνο τα δώρα της χάριτος, που αναφέρονται στο τρίτο άρθρο (άφεση αμαρτιών, ανάσταση εκ νεκρών και αιώνιος ζωή), αλλά είναι το Πνεύμα που ενέργησε το έργο του Θεού δια μέσου της παλαιοδιαθηκικής προϊστορίας της χριστιανικής Εκκλησίας. Είναι το Πνεύμα που ήδη από την σωτηριώδη εποχή της Παλαιάς Διαθήκης υπέδειξε στην ανθρωπότητα, δια των υποσχέσεων Του, την επερχόμενη εκπλήρωση. Το ίδιο Πνεύμα προετοίμασε την οδό για την εκπλήρωση αυτή.
«Ο καλύτερος τρόπος για να εκφράσουμε το χαρακτηριστικό στοιχείο της σχέσεως του μοντέρνου ανθρώπου με τον κόσμο του, είναι ίσως να πούμε πως ο κόσμος του είναι ο ιστορικός. Που σημαίνει τί και πώς, με ποιόν τρόπο αυτός αντιλαμβάνεται τον κόσμο στον οποίο ζει, σαν δικό του. Σαν δικό του δηλαδή με την έννοια πως είναι έργο δικό του, όχι σαν να τον δημιούργησε, αλλά πάντως με έναν τέτοιο τρόπο που να λαμβάνει την ιστορική του μορφή, την συγκεκριμένη, πάντοτε από αυτόν».
Αυτή η «ιστορικοποίηση» του κόσμου υπονοεί την παρακμή της γεωκεντρικής θεωρήσεως και της συναφούς ιδέας ενός υπερβατικού κόσμου: «Με την εννοιολόγηση του κόσμου σαν κόσμου ιστορικού, καταστρέφεται εκείνη η ενότης του σύμπαντος με τον υπερβατικό κόσμο». Αυτό σημαίνει επίσης πως «γίνεται όλο και πιο αστήρικτη η ιδέα, η οποία έχει συλληφθεί πάνω σε αυτή την βάση, του γεγονότος του έργου της θείας σωτηρίας, το οποίο υπερβαίνει την ιστορία» [Γι’ αυτό και εγκατελείφθη ο Χριστός σαν αδύναμος, για να πάρει την θέση του το άγιο Πνεύμα που οδηγεί μόνο του πλέον την ιστορία του κόσμου, την σωτηρία του κόσμου, στα έσχατα]. Από εδώ και στο εξής ο ίδιος ο άνθρωπος φέρει την ευθύνη για την ποιότητα του κόσμου του και αυτός έχει την συνείδηση του πράγματος. Και μ’ αυτό εισήχθη στην σκηνή μια καινούργια εικόνα του ανθρώπου: «μπορούμε να την περιγράψουμε με μια μόνο λέξη! Το ιδεώδες την προσωπικότητος ή του αυτόνομου ανθρώπου».
Σ’ αυτές τις λίγες σειρές αναγνωρίζονται χωρίς δυσκολία οι λόγοι του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Αυτόν, ιδιαιτέρως σκέπτεται ο Γκογκάρτεν όταν μιλά για την εκκοσμίκευσης. Και ιδιαιτέρως στην φιλοσοφία του Φίχτε, πιστεύει πως μπορεί να διακρίνει την «αυτοκατανόηση» του ανθρώπου της νεωτερικότητος στην πιο καθαρή της μορφή. Στον Γερμανικό Ιδεαλισμό ολοκληρώνεται, σύμφωνα με τον Γκογκάρτεν, μια ιστορική πρόοδος  στην οποία ένας τρόπος υπάρξεως του ανθρώπου, που είναι στην ουσία ένας καρπός της χριστιανικής  πίστεως, αποσχίζεται βαθμιαία από τον κορμό από τον οποίο αντλεί την καταγωγή του.

Στην εκκοσμίκευση του κόσμου αντιστοιχεί αυτό που ονόμασε ο Γκογκάρτεν «η ιστορικότης, η ιστορίκευση» της ανθρώπινης υπάρξεως. Το γεγονός ότι η ανθρώπινη ύπαρξη γίνεται ιστορική σημαίνει από το ένα μέρος πώς «ο άνθρωπος αναλαμβάνει την ευθύνη της δικής του ζωής, για την μορφή, τον τρόπο και την πορεία της και για την μορφή του δικού του κόσμου». Από το άλλο μέρος σημαίνει πώς μία τέτοια ευθύνη καθορίζεται από την εννοιολόγηση, από το νόημα του όλου, της ενότητος τής ανθρώπινης ζωής και του κόσμου, αλλά μ’έναν τέτοιο τρόπο ώστε ο άνθρωπος να μην δύναται να διαθέτει την έσχατη σημασία της ζωής και του κόσμου, διότι αυτό το έσχατο νόημα βασίζεται στον Θεό, και όχι στον άνθρωπο, ούτε και στον κόσμο. Γι’αυτό και ο άνθρωπος στην πράξη του μπορεί μόνον να κατευθυνθεί ερωτηματικά προς αυτό το τελικό νόημα! Η κατανόηση του είναι μία γνώση στο στυλ τού ερωτήματος: αυτή η ευθύνη γνωρίζει το όλον ερωτηματικά….όσο αυτή είναι ιστορική, δεν ξεπερνά αυτές τις ερωτήσεις, ούτε τις υπερβαίνει. Ένα χαρακτηριστικό τής πίστεως είναι πώς ο άνθρωπος παραμένει ανοιχτός για το μέλλον. 

Εάν ο άνθρωπος ταυτίζει τον Χριστιανισμό με την Χριστιανική πίστη και εάν πιστεύει πώς οι Χριστιανικές απαιτήσεις και αλήθειες, όπως τις κατανοεί σύμφωνα μ’αυτόν τον Χριστιανισμό, ότι αυτές είναι οι απαιτήσεις του Θεού, ο οποίος απεκαλύφθη στον Ιησού Χριστό και φανερώθηκαν από τους Αποστόλους, και πώς σ’αυτές κατέχει την απάντηση στην ερώτηση γύρω από το νόημα της υπάρξεως τού ανθρώπου και της ιστορίας, αυτός ο άνθρωπος πέφτει στην πιο μοιραία από τις ουτοπίες. Τότε μοιραίως, από τον εκκοσμικευμένο Χριστιανισμό γεννιέται η Χριστιανική κοσμικότης η οποία θέλει να εκχριστιανίσει τον κόσμο για να του προσφέρει την σωτηρία! 

«Το προπατορικό αμάρτημα, η παλιά αδικία την οποία διέπραξε ο άνθρωπος, συνίσταται στην κατηγορία την οποία επιδίδει ο άνθρωπος, και δεν κάνει πίσω, πως ο ίδιος είναι που αδικήθηκε, και πως το προπατορικό αμάρτημα είναι κάτι το οποίο υπέστη από άλλους»

Η «Δίκη», που παραθέτει τα θεμελιώδη κείμενα τής μεταφυσικής παράδοσης, είναι σε θέση ταυτόχρονα να τα κατανοήσει διαφορερικά με την βοήθεια καμπαλιστικών θεμελιωδών θέσεων. Η Kabbala, στην οποία η ιστορία τών «παλιών αιώνων» προσλαμβάνεται αρνητικά, ως διαρκής έλλειψη απόλυτου νοήματος, έδωσε στην «Δίκη» την δυνατότητα μιας δεύτερης και πιο περιεκτικής ιστορίας, για την εντελέχεια τής οποίας ο Kafka είχε σε ένα άλλο σημείο πει, πως είναι «μια αύξηση τής θανατικής δύναμης»

Ο Pareyson στην αρχή τού στοχασμού του γύρω απο το σκάνδαλο τού κακού δηλώνει κατηγορηματικά ότι «στην αντιμετώπισή τού προβλήματος τού κακού η φιλοσοφία, στην διάρκεια των αιώνων, απεδείχθη ελλειπής και μάλιστα ανεπαρκής».
          Υποστηρίζει λοιπόν την ανάγκη βοήθειας από τον μύθο, με την βαθειά και έντονη σημασία τού όρου, δηλαδή όχι με την έννοια τού παραμυθιού, που είναι μία τυχαία αφήγηση ή παράλογη διήγηση, αλλά με την έννοια τού «μύθου» σαν απόκτηση και κατοχή τής αλήθειας με τον μοναδικό τρόπο με τον οποίο αυτή επιτρέπει την σύλληψή της, δηλαδή με μία απόκρυψη η οποία ακριβώς γι’αυτό είναι λαμπερή και αποκαλυπτική! Όπως για παράδειγμα η τέχνη και η θρησκεία, διότι ακριβώς εκεί το κακό και ο πόνος είναι παρόντα! Προφανώς πρέπει να αναφερόμαστε σε μία θρησκεία δυνατή και γόνιμη, όπως η Βιβλική για παράδειγμα, τής "ανθρώπινης πανυπαιτιότητος", στην οποία έρχεται σε συνάντηση στην Π.Δ. ο Θεός τού θυμού και τής ζήλειας και στην Κ.Δ. ο Θεός τού σταυρού. Και θα πρέπει να υπολογίσουμε μία τέχνη στιβαρή και δυνατή, όπως εκείνη τής τραγωδίας, ανελέητη, τρομακτική και βαθειά, όπως υπήρξε ή Ελληνική τραγωδία στον Αισχύλο και τον Σοφοκλή και όπως είναι σήμερα εκείνη η τραγωδία σε πέντε πράξεις που είναι τα μεγάλα μυθιστορήματα τού Ντοστογιέφσκι.
          Αυτή η προσφυγή στον μύθο όμως δέν σημαίνει και μία ταυτόχρονη παραίτηση απο την φιλοσοφία, αλλά μόνον από τήν αποδεικτική και αντικειμενοποιούσα, όπως είναι η μεταφυσική σκέψη! Πρόκειται λοιπόν για την πρόταση ενός νέου τύπου φιλοσοφίας, η οποία δέν βασίζεται στην αποδεικτική νόηση, αλλά στην ερμηνευτική σκέψη. Αλλά τί εννοούμε σαν ερμηνευτική σκέψη; Μία ερμηνεύουσα σκέψη η οποία εφαρμόζεται σε μία γνώση η οποία υπάρχει ήδη, μία αναμιμνήσκουσα σκέψη η οποία γνωρίζει αυτό που ήδη γνωρίζει, το αντικείμενό της δέν μπορεί να είναι το Είναι, αλλά η σχέση του ανθρώπου με το Είναι, η οντολογική πρόθεση, ουσιώδης στον άνθρωπο και στην οποία συνίσταται ο άνθρωπος. Ο Λόγος για την αλήθεια είναι έμμεσος, διότι αντλεί την αλήθεια στην πρωτογενή αλληλεγγύη με το ανθρώπινο πρόσωπο, και αυτός δέν μιλά για το απόλυτο, αλλά για την ανθρώπινη συνείδηση τού απολύτου, συνείδηση την οποία δέν έχει μάλλον ο άνθρωπος αλλά μάλλον είναι. Ο Φιλοσοφικός στοχασμός για τον μύθο και στον μύθο πρέπει να παραιτηθεί απο μία απομυθοποίηση η οποία προτίθεται να αντικαταστήσει τον λόγο στον μύθο ή να μεταφράσει το περιεχόμενο σε φιλοσοφική μορφή. Προτίθεται αντιθέτως τόσο να συγκεντρώσει και να φωτίσει την σημασία όσο και να αναπτύξει την καθολικότητά του. Η Ερμηνευτική σκέψη δέν καταστρέφει τον μύθο, αλλά δέν σταματά την εμβάθυνσή του ενεργοποιημένη απο αυτόν, είναι κατά βάθος ο ίδιος ο μύθος ο οποίος, ερωτώμενος καταλλήλως φανερώνει την σημασία του, δίνοντας την ώθηση και ενεργοποιώντας εντός του έναν ανεξάντλητο στοχασμό ο οποίος δέν θα αποκορυφωθεί σε κάποιον καθορισμό, αλλά θα τροφοδοτήσει μία άπειρη ερμηνεία. Ο μύθος είναι για τον λόγο ταυτοχρόνως πηγή, βάση, ερέθισμα, ξεκίνημα,  συνοδεία. Η έρευνα του Pareyson λοιπόν είναι μία έρευνα του θρησκευτικού μύθου. Σαν ερμηνευτική δέν είναι οντική αντικειμενική μεταφυσική  αλλά υπαρξιακή οντολογία. Σαν επανάσταση στον θρησκευτικό μύθο, δέν είναι ούτε Θεολογία, ούτε φιλοσοφία της θρησκείας, ούτε θρησκευτική φιλοσοφία, αλλά φιλοσοφική ερμηνεία τής θρησκευτικής εμπειρίας ή της θρησκευτικής συνειδήσεως. Τελικώς παρουσιάζεται σαν ένας φιλοσοφικός αναστοχασμός  του Χριστιανισμού, κατανοημένος σαν εμπειρία τής πίστεως στον απαραίτητο υπαρξιακό του χαρακτήρα και ταυτοχρόνως σαν πρωτογενής και πρωτότυπη ερμηνεία τής αλήθειας. Σ’αυτή την ανώτερη σημασία ο Χριστιανισμός είναι μύθος.

Ἄν ὁ πιστός δέν ζεῖ τήν καθημερινή γέννηση – ἐνεργοποίηση τοῦ Χριστοῦ στήν καρδιά του, δέν πρόκειται νά τήν βιώσει μηχανιστικά στόν ἐκκλησιασμό του στόν Ναό, κατά τήν ἑορταστική – λειτουργική ἀνάμνηση τῆς ἱστορικῆς ἡμερολογιακῆς γεννήσεως τοῦ Θεανθρώπου.
Τό ἴδιο ἰσχύει, βέβαια, γιά ὅλα τά σωτηριώδη γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ, κατά τήν Ἁγιοπνευματική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, «ὅ γέγονε, δι’ ἡμᾶς γέγονεν ὁ Κύριος» (Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὁμιλ. 21, PG 151, 277 ΑΒ)

Μοῦ ἔλεγε ἐμφατικά ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης:

«Ἐγώ γεύτηκα τήν ζωντανή παρουσία τοῦ Χριστοῦ πρῶτα στό Κελλί μου, μέσα στήν καρδιά μου, καί μετά ἔζησα –τήν ἴδια τήν παρουσία Του– στήν Θεία Εὐχαριστία».
Μετά ἀπό χρόνια κατάλαβα τήν πνευματική προεργασία του. Αὐτοεπίσκεψη – θέα τῆς ἁμαρτωλότητός του – μετάνοια – θεραπεία – ἀγαπητική τήρηση τῶν ἐντολῶν.
Τό ἱστορικό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ θά πρέπει, λοιπόν, νά καταστεῖ χαρισματικό γεγονός τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς, κατά βιωματικό τρόπο.

~ Μαρτυρία Δημητρίου Τσελεγγίδη, Καθηγητοῦ τῆς Δογματικῆς τοῦ Ἀριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
 
ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΦΑΝΕΡΩΣΗΣ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΤΗΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΔΑΦΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΟΥΜΕ ΧΩΡΙΣ ΤΙΣ ΑΝΕΠΑΡΚΕΣΤΑΤΕΣ ΓΕΝΙΚΟΛΟΓΙΕΣ ΟΙ ΟΠΟΙΕΣ ΣΤΕΡΟΥΝΤΑΙ ΝΟΗΜΑΤΟΣ.   
Αμέθυστος


"Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἐξέφρασαν ὅσα βίωσαν ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς προσωπικῆς τους Πεντηκοστῆς".
ΠΡΩΤΟΦΑΝΗΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ.
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής - Απ’ την εισαγωγή…)

Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Τη χάρη τη θεωρούν ψυχή που ζωντανεύει και κινεί και ενεργοποιεί σαν σώμα τις ενέργειες των εντολών


Άγιος Γρηγόριος Σιναΐτης, Πώς είναι ο παράδεισος της Εδέμ;

(Επιμέλεια Στέλιος Κούκος)

10. Ο παράδεισος είναι δύο ειδών, αισθητός και νοητός, δηλαδή ο παράδεισος της Εδέμ κι ο παράδεισος της χάρης.

Ο παράδεισος της Εδέμ (Γεν. 2, 8-13) είναι τόπος πολύ υψηλός, ως τον τρίτο ουρανό, όπως λένε όσοι διηγούνται γι’ αυτόν, φυτεμένος από το Θεό με κάθε είδος ευωδέστατα φυτά.

Και δεν είναι ούτε τελείως άφθαρτος, ούτε εντελώς φθαρτός, αλλά σε μια κατάσταση μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ώστε να είναι πάντοτε γεμάτος από καρπούς, και να έχει διαρκώς και άνθη και άγουρους και ώριμους καρπούς.

Γιατί όταν σαπίζουν τα δένδρα και οι ώριμοι καρποί και πέφτουν στη γη, δε μυρίζουν φθορά και σήψη σαν τα φυτά του κόσμου, αλλά γίνονται ευωδιαστό χώμα.

Αυτό γίνεται από την πολλή αφθονία και τον αγιασμό της χάρης που είναι διάχυτη πάντοτε εκεί.
Να ζητάς τον Κύριο στην οδό, δηλαδή στην καρδιά σου, με τις εντολές!


11. Η κτίση, όπως λένε, δεν κατασκευάστηκε από την αρχή ρευστή, δηλαδή φθαρτή. Ύστερα έγινε, όταν γνώρισε τη φθορά και υποτάχθηκε στη ματαιότητα, κατά τη Γραφή, δηλαδή στον άνθρωπο, όχι βέβαια με τη θέλησή της, αλλά χωρίς αυτή, επειδή έτσι θέλησε Αυτός που την υπέταξε· με την ελπίδα όμως της ανακαινίσεως του Αδάμ που έπεσε στη φθορά.

Αφού λοιπόν ο Κύριος (με την Ανάστασή Του) ανακαίνισε τον άνθρωπο και τον αγίασε -παρόλο που έχει φθαρτό σώμα για την πρόσκαιρη ζωή -, την ανακαίνισε και αυτή, χωρίς να την απαλλάξει ακόμη από τη φθορά.

Απαλλαγή της κτίσεως από τη φθορά, άλλοι λένε τη μεταβολή της στο καλύτερο, κι άλλοι την τέλεια παρέλευση των αισθητών. Η Γραφή πάντως συνηθίζει να βεβαιώνει τα δύσκολα ζητήματα με απλότητα και λιτότητα.

12. Εκείνοι που δέχονται τη χάρη, σαν να έχουν συλλάβει, και εγκυμονούν κατά το πνεύμα, ή αποβάλλουν το θεϊκό σπέρμα με τις πτώσεις τους, ή το στερούνται επειδή χηρεύουν από το Θεό εξαιτίας της επικοινωνίας τους με τον εχθρό που κρύβεται στα ενδόμυχά τους.

Η αποβολή της χάρης προέρχεται από την ενέργεια των παθών, ενώ η τέλεια στέρηση, από την διάπραξη των αμαρτημάτων. Έτσι, η ψυχή που αγαπά τα πάθη και τις αμαρτίες, στερείται και αποβάλλει τη χάρη και χηρεύει, οπότε γίνεται κατοικία των παθών, για να μην πω των δαιμόνων, και τώρα και στο μέλλον.

13. Τίποτε δε στρέφει σε ιλαρότητα και ημερότητα το θυμό, όπως η ανδρεία και η ευσπλαχνία.

Αυτές, σαν πολιορκητικές μηχανές, συντρίβουν η μία τους εξωτερικούς εχθρούς κι η άλλη τους εσωτερικούς.

14. Πολλοί που εργάζονται τις εντολές, νομίζουν ότι βαδίζουν δεν έχουν όμως φτάσει ακόμη στην πόλη και μένουν απ’ έξω.

Και τούτο γιατί ακολούθησαν χωρίς να καταλάβουν τις παρόδους των βασιλικών ίσων δρόμων, δηλαδή τις κακίες που στέκουν δίπλα στις αρετές, κι έτσι πορεύονται άσκοπα.

Γιατί οι εντολές δε θέλουν ούτε υπερβολή, ούτε έλλειψη, αλλά σκοπό θεάρεστο, και ζητούν μόνον το θείο θέλημα. Αλλιώς, ο κόπος είναι μάταιος, όταν δηλαδή δεν κάνουν ίσιους τους
δρόμους του Κυρίου. Γιατί σε κάθε έργο εξετάζεται ο σκοπός του πράγματος.

15. Να ζητάς τον Κύριο στην οδό, δηλαδή στην καρδιά σου, με τις εντολές.

Γιατί όταν ακούσεις τον Ιωάννη [τον τον άγιος Ιωάννη τον Πρόδρομο και Βαπτιστή] να φωνάζει και να προστάζει όλους να ετοιμάσουν τις οδούς και να κάνουν ίσιους τους δρόμους, να θεωρήσεις ότι εννοεί τις εντολές και τις καρδιές και τις πράξεις.

Και είναι αδύνατο να κάνει κανείς ευθεία την οδό των εντολών και ακατάκριτο το έργο του, χωρίς την ευθύτητα της καρδιάς.



Δεν υπάρχουν σχόλια: