Συνέχεια από Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024
Εισαγωγή στο δοκίμιο «Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας» του F. W. J. Schelling β
Franz von Baader
Ο Franz von Baader ανήκει επίσης στους στοχαστές και επιστήμονες εκείνους, που από τη μια προσέλαβαν οι ίδιοι θεοσοφικές πηγές, και προσπάθησαν με αυτές να καταστήσουν γόνιμη τη δουλειά τους, και από την άλλη σε εκείνους, τις ιδέες των οποίων, με τον τρόπο αυτό ζυμωμένες, τις πήρε ο Schelling και τις εξέλιξε. Από πολύ νωρίς (από την απάντηση του Baader στην «Κοσμική ψυχή» του Schelling με το σύντομο δοκίμιο «Περί του πυθαγόρειου τετραγώνου στη φύση ή περί των τεσσάρων κοσμικών περιοχών», 1798), ο Schelling προσέλαβε από τον von Baader την αντίληψη, πως ο δυισμός των συστατικών φυσικών δυνάμεων (όπως τον είχε παρουσιάσει στην «Κοσμική ψυχή») πρέπει να συγκρατείται από μια τρίτη αρχή δυνάμεως: την αρχή της βαρύτητας ή ψύχους, που δρα μέσα σε όλα οδηγώντας σε σύσφιξη και αντοχή, και θεμελιώνει με τον τρόπο αυτό την ουσιώτητα (Substantialität) και διάρκεια των πραγμάτων. Η σκέψη αυτή είναι από μόνη της ένα συστατικό στοιχείο (Konstituens) της έννοιας «θεμέλιο της υπάρξεως» (Grund von Existenz), όπως την αναπτύσσει ο Schelling, σε περίοπτη θέση, στο περί ελευθερίας δοκίμιο. Μετά τη μετακόμιση του Schelling στο Μόναχο το 1806, οι δυο τους γνωρίζονταν προσωπικά, και ήταν μάλιστα φίλοι, και ακολουθούσαν την κοινή τους προτίμηση για τα θεοσοφικά κείμενα, ιδιαιτέρως του Böhme και Oetinger. Λόγω αυτού του κοινού ενδιαφέροντος, είναι δύσκολο να πούμε ποιος «επηρέασε» περισσότερο ποιον-πολλές από τις ιδέες ίσως να συνελήφθησαν από κοινού. Όπως και να έχει το πράγμα, μεταξύ 1807 και 1808, ο Baader δημοσίευσε τρία σύντομα κείμενα, (ενώ ο Schelling κανένα), όπου εξέθεσε σημαντικές σκέψεις, με ένα χαρακτηριστικό γι’ αυτόν, δηλαδή πολύ συμπυκνωμένο και μυστηριώδη τρόπο. Οι σκέψεις αυτές επιστρέφουν με πιο εκτεταμένη και συστηματική μορφή στο περί ελευθερίας δοκίμιο του Schelling. Ο Schelling παραπέμπει πολλές φορές στα δοκίμια αυτά του Baader, πράγμα που αποτελεί μια ένδειξη, ότι αισθάνεται υπόχρεος στις ιδέες που εκφράζονται εκεί. Τρία μεταξύ τους συσχετιζόμενα σχήματα σκέψης του Baader πρέπει να επισημανθούν:
Πρώτον, το κακό δεν πρέπει να θεωρείται στέρηση ή έλλειψη κυριαρχίας της λογικής επί των ορμών των αισθήσεων, αλλά μια θετική αντιστροφή της λογικής μέσα στον εαυτό της, έτσι ώστε το κακό δεν εμφανίζεται πια ώς ένα έλλειμμα πνεύματος, αλλά ως ένα μέγιστο του πνεύματος-απλώς με την καταστροφική του δύναμη. Δεύτερον: η θεωρητική συνάφεια επίδρασης μεταξύ του ανώτερου και του υποκείμενου (υποταγμένου) σε αυτό (για παράδειγμα, το φως και ο φορέας του). Πρέπει δηλαδή να γίνει διάκριση, εάν το υποκείμενο βρίσκεται απλώς μέσα, ή μήπως έχει μέσα του το υπερκείμενο, έτσι ώστε το ανώτερο να μην το φωτίζει απλώς απ’ έξω (όπως στην περίπτωση της απλής παρουσίας μέσα), αλλά να μπορεί να αναδυθεί (το ανώτερο) μέσα σε αυτό (το υποκείμενο) και με τον τρόπο αυτό σε όλη την υποκείμενη σφαίρα. Ο Baader εκφράζει την τελευταία αυτή περίπτωση ως εξής: το υποκείμενο (das Untergeordnete, και το κατονομάζει τώρα: das Subjekt) καθιστά τον εαυτό του μέσο (Mitte, Medium) ή κέντρο του ανώτερου, ενώ η απόκλιση από τον κεντρικό τόπο, δηλαδή η άρνηση της υποχρέωσης οι δυνάμεις του (κατώτερου) να βρίσκονται στο κέντρο, είναι το βήμα που οδηγεί στο κακό. Τρίτον: από εδώ προκύπτει μια ιδιαίτερη έννοια της ενότητας ως της αλληλοδιείσδυσης (Wechseldurchdringung) μεταξύ, επι της αρχής, ανεξάρτητων, καθώς το καθένα μπορεί με τον τρόπο του να γίνει το κέντρο του άλλου και με τον τρόπο αυτό αναδύεται μια κοινή παραγωγικότητα, η οποία εξαφανίζεται, μόλις οι συμμετέχοντες αποστραφούν ο ένας τον άλλο (δηλαδή ‘φαντάζονται’ εσφαλμένα).
Όσο ξεκάθαρο και αν είναι, ότι ο Schelling χρησιμοποίησε τα σχήματα αυτά του Baader (όπως και άλλα) με μεταλλαγμένη μορφή για την περί ελευθερίας θεωρία του, είναι επίσης σαφές, πως κανένα από αυτά (τα σχήματα) δεν μπορεί να θεωρηθεί επινόηση του Baader. Πρόκειται μάλλον για σκέψεις, που βρίσκονταν σε πολλά σημεία της φιλοσοφικής παράδοσης, και ιδιαιτέρως φυσικά (ως περιγραφή της σχέσης μεταξύ ανώτερου και κατώτερου) στους συγγραφείς που ασχολήθηκαν με τη θεολογία ή τη θεοσοφία. Οι αφορμές αυτές που έδωσε ο Baader, πρέπει λοιπόν να κατανοηθούν, κατά κάποιο τρόπο, ως επιβεβαιώσεις ήδη καλλιεργούμενων ή (συν)ανακαλυφθέντων αντιλήψεων.
Friedrich Heinrich Jacobi
Η επίδραση της σκέψης του Jacobi στο περί ελευθερίας δοκίμιο έχει ήδη συζητηθεί σε προηγούμενο κεφάλαιο. Η εν γένει κριτική στάση του Schelling σε πολλές από τις θέσεις του Jacobi, οφείλεται σύμφωνα με τον Schelling στο «Βιβλίο για την Ινδία» του Friedrich Schlegel, που είχε εκδοθεί ένα χρόνο πριν (από το δοκίμιο περί ελευθερίας), όπου ο Schlegel ανανεώνει τις θέσεις του Jacobi με τη μορφή μιας ιστορικής κριτικής μυθολογικών «συστημάτων» της ινδικής φιλοσοφίας (κυρίως του «πανθεϊσμού» ως της παρακμιακής μορφής τους), και τους αντιτάσσει, όπως πολύ πριν ο Jacobi, τον αποφασιστικό ρόλο της αποκάλυψης του Θεού και της ελευθερίας μέσα στο αίσθημα. Αντί να ασκήσει κριτική, ο Schelling θέτει ως στόχο της περί ελευθερίας φιλοσοφίας του, αυτά που Jacobi στόχευσε, αλλά θεώρησε ότι ξεπερνούν τα όρια της φιλοσοφικής σκέψης, και μπορούν να θεωρηθούν μόνο ως δεδομένα των αποκεκαλυμμένων σε μας σημαδιών της βεβαιότητας. Ο Schelling όμως τονίζει, ότι αυτά πρέπει να ενταχθούν πάλι στην πλήρη, και συνεπώς υποχρεωμένη να είναι διάφανη, συνάφεια της ανθρώπινης λογικής. Σε εκείνες τις βεβαιότητες του Jacobi ανήκει και η απαίτηση ύπαρξης μιας προσωπικής και ανεξάρτητης αιτίας για όλα, για όσα πρέπει να γίνει παραδεκτό ότι συμβαίνουν δια της πράξεως. Με τον τρόπο αυτό προβάλλεται η απαίτηση για μια (όπως το ήθελε πάντα ο Jacobi) «θεϊστική», αντί για «πανθεϊστική» έννοια, για τη σχέση εμπειρικού κόσμου και της υπεραισθητής αιτίας του, όπως και μεταξύ της ανθρώπινης ελευθερίας και της πηγής της, που πιστεύεται ότι είναι ένας επίσης προσωπικός Θεός. Αποφασιστικές κορυφώσεις-διατυπώσεις του περί ελευθερίας δοκιμίου, όπως «κάθε τι που συμβαίνει, συμβαίνει με τη δύναμη της προσωπικότητας του Θεού», ή «ένα σύστημα, μέσα στο οποίο η λογική (Vernunft) αναγνωρίζει πραγματικά τον εαυτό της, πρέπει να συνενώνει όλες τις απαιτήσεις του πνεύματος, όπως και της καρδιάς, της ηθικής αίσθησης και της πιο αυστηρής διάνοιας», αποδεικνύονται ως έκφραση μιας πολύ βαθιάς συγγένειας με την σκέψη του Jacobi, που στο τέλος απογοητεύθηκε τόσο πιο βαθιά. Ανάμεσα στις πολλές μεμονωμένες αναφορές στα γραπτά του Jacobi, σημειώνουμε ιδιαιτέρως, πως ο Schelling, λίγο πριν την συγγραφή τού περί ελευθερίας δοκιμίου, διάβασε πάλι τη «Συλλογή επιστολών των Allwill», όπου ο Jacobi σκιαγραφεί κάτι σαν φαινομενολογία και έκθεση του κακού, από τη συνείδηση, που είναι προικισμένη με τις ύψιστες πνευματικές δυνάμεις, πράγμα που εντυπωσίασε προφανώς τον Schelling.
Gottfried Wilhelm Leibniz
Τέλος, να αναφέρουμε ανάμεσα στις ιδιαίτερα σημαντικές επιδράσεις, αυτήν του Leibniz. Και η δική του επίδραση φαίνεται εκ πρώτης όψεως πως είναι μόνο αρνητική: γνωστά και προφανή παραδείγματα ως προς το σημείο αυτό είναι, η κριτική στην περί στερήσεως θεωρία του κακού, στον «μονόπλευρο» διανοητισμό και την έννοια της επιλογής εκ μέρους του Θεού ανάμεσα στους πιθανούς κόσμους. Στο παρασκήνιο όμως κυριαρχεί μια θετική πρόσληψη των δομικών στοιχείων του Leibniz στην περί ελευθερίας θεωρία του Schelling. Γιατί το κατόρθωμα του Leibniz, είναι πως αυτός πρώτος κατέδειξε, με μεγάλο εννοιολογικό κόπο, πως η θεμελίωση της αλήθειας όλων των δηλώσεων μέσα από την ταυτότητα του εκάστοτε υποκειμένου τους, δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη στην άρση της ελευθερίας-πράγμα ουσιώδες για τη θεμελιώδη ιδέα του Schelling στο περί ελευθερίας δοκίμιο, όπως το δείχνει η εισαγωγή του. Ένας βασικός άξονας για την εφαρμογή αυτής της θέσης είναι, ήδη στον Leibniz, ένα είδος εσωτερικού δυισμού μέσα στην ζωντανή πραγματικότητα του Θεού (και όλων των με πνεύμα προικισμένων όντων), δηλαδή μεταξύ νόησης και βούλησης, πράγμα που ο Schelling φυσικά επισημαίνει, και που εξελίσσει με πιο οξυμένη μορφή, στον δυισμό μεταξύ υπάρχοντος όντος και ενός μέσα σε αυτό εσωτερικού «θεμελίου της υπάρξεως»[ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ]. Η νόηση του Θεού χαρακτηρίζεται σύμφωνα με τον Leibniz από μια εσωτερική, για τη βούληση του Θεού μη διαθέσιμη αναγκαιότητα των εννοιών Του για όλα τα όντα, και επομένως κάτι σαν φύση μέσα στο Θεό, μέσα στην οποία σύμφωνα με τον Leibniz, ριζώνει κάθε κακή πράξη του ανθρώπου, χωρίς η ίδια να είναι μια κακή αρχή. Μέσω αυτού του διαχωρισμού των θεμελίων-αιτίων της πραγματικότητας (στη νόηση και τη βούληση του Θεού), το γεγονός της φύσεως δεν είναι εκεί μιάςδυνάμει καθαρής αναγκαιότητας, αλλά φέρει εν γένει τον σπόρο της (θεϊκής) ελευθερίας μέσα της, πράγμα που ο Schelling προσέλαβε με εξαιρετικούς επαίνους. Όσο ορθό και να είναι αυτό, και ο Schelling προσέλαβε τις ιδέες αυτές από τη ‘Θεοδικία» του Leibniz (και αυτό το έργο ανήκε σύμφωνα με το Ημερολόγιο του 1809 στα αντικείμενα μελέτης πριν τη συγγραφή του περί ελευθερίας δοκιμίου), η περιγραφή και η εκτίμηση του κακού μέσα στην πραγματικότητα του, ως μια απλώς πλανεμένη επιδίωξη εκ μέρους του πνεύματος μας κάποιου φαινομενικού καλού, παραμένει και για τον ίδιο τον Leibniz μη ικανοποιητική. Στο σημείο αυτό, ο Schelling προχώρησε ένα μεγάλο βήμα πέρα από τον Leibniz, o οποίος (Schelling) κάνει πολλές εννοιολογικές αλλαγές και επεκτάσεις της θεωρίας του περί ελευθερίας, που δεν βρίσκονται με τον τρόπο αυτό στον Leibniz.
Τέλος
ΓΙΑ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΕΝΝΟΗΣΕΙ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΥΠΑΡΞΕΩΣ ΤΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου