Συνέχεια από: Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της ΙστορίαςΚεφάλαιο 3: Το θεμέλιο της Ιστορίας ως φαινομενολογία ε
Η «Εισαγωγή»
Παράγραφος 7.
Η αληθινή γνώση για τον Hegel, όπως και για τον Πλάτωνα, αναδύεται μέσα στην, και δια της αναμνήσεως αυτού που είναι πάντοτε, και συνεπώς ήδη παρόν. Η ανάμνηση αυτή όμως εξαρτάται από την εμπειρία που προκαλεί την μνήμη αυτού που είναι ήδη έμμεσα γνωστό. Και έτσι, ενώ η επιστήμη είναι αιώνια-«η παρουσίαση του Θεού, όπως είναι στην αιώνια ουσία του, πριν τη δημιουργία της φύσεως και του πεπερασμένου πνεύματος»-μπορεί να γίνει γνωστή μόνο μέσα στην ανάμνηση και όπως έρχεται στην ανάμνηση. Η επιστήμη λοιπόν προϋποθέτει την ιστορία, τόσο ως διαλεκτικό ταξίδι της ψυχής, όσο και ως συλλογή των συγκεκριμένων μορφών της ανθρώπινης συνείδησης δια των οποίων περνά. Η επιστήμη δεν είναι ιστορία, αλλά η ιστορία είναι απαραίτητη προϋπόθεση της επιστήμης, και η αλήθεια καθ’ εαυτή μπορεί να είναι, εφόσον η ιστορία δεν είναι, δηλαδή, εφόσον η ιστορία έχει έλθει στην κατάληξη της. Αν η συνείδηση δεν έχει περάσει από όλες τις δυνατές μορφές της, δεν μπορεί να τις θυμηθεί στην ολότητα τους, και επομένως δεν μπορεί να γνωρίζει απόλυτα.
Αναδύεται φυσικά το ερώτημα, πως η διαδικασία της διαλύσεως μπορεί να είναι ολοκληρωμένη και πως μπορεί να θεμελιωθεί ή να προσδιορισθεί επαρκώς. Η φυσική συνείδηση τουλάχιστον, δεν βλέπει αυτή τη διάλυση της αλήθειας και του κόσμου της, ως μια λογική ιστορική εξέλιξη, αλλά ως παρουσίαση του τίποτα, ως ολοσχερή και διαρκή εκμηδένιση των πάντων. Για την φυσική συνείδηση κάθε αλλαγή φαίνεται εκφυλισμός. Σύμφωνα με τον Hegel, ένας τέτοιος σκεπτικισμός, ή ίσως καλύτερα μηδενισμός, χάνεται μέσα στην αρνητικότητα του παρόντος, την στιγμή της ίδιας του της απώλειας, και αντικειμενοποιεί τον συγκεκριμένο του πόνο, ως καθολική και ολοσχερή άρνηση. Ορθά κατανοημένο, αυτό το τίποτα το οποίο βιώνει ο σκεπτικισμός είναι απλώς ο τιποτένιος χαρακτήρας αυτού που περνά, και η αλλαγή δεν είναι αποτέλεσμα της απόλυτης, αλλά της καθορισμένης άρνησης, της άρνησης που είναι γέφυρα προς, και πηγή μιας νέας μορφής. Και έτσι, ενώ η φυσική συνείδηση μπορεί να απελπιστεί ψάχνοντας ένα νόημα (reason) στην ιστορία, η απελπισία αυτή αναδύεται από μια λανθασμένη αντίληψη περί της ουσίας της ιστορίας. Κατανοημένη ως διαδικασία καθορισμένης άρνησης, η αναγκαιότητα της αλληλουχίας των μορφών και ο ολοκληρωμένος χαρακτήρας της σειράς καθίσταται προφανής. Η έννοια της καθορισμένης άρνησης που εισάγει ο Hegel, είναι η κρίσιμη έννοια στην μεταμόρφωση (που ο ίδιος επιφέρει) του υπερβατικού ιδεαλισμού.
Με την πρώτη ματιά θα φαινόταν ότι ο Hegel σφάλλει, ότι δηλαδή η άρνηση κάποιου πράγματος έχει την ίδια πιθανότητα να είναι τίποτα, όπως και κάτι άλλο. Ακόμα και αν η άρνηση παράγει κάποιο άλλο πράγμα, δεν υπάρχει κάποιος προφανής λόγος, γιατί θα έπρεπε να είναι ένα συγκεκριμένο, και όχι κάποιο άλλο πράγμα. Όπως όμως το επισημαίνει ο Ιππόλυτος, κάθε ιστορική κατάσταση είναι καθορισμένη, και ως τέτοια είναι ήδη μια άρνηση (omnis affirmatio est negatio). Επομένως, κάθε ιστορική άρνηση, είναι άρνηση της άρνησης. Το να αρνηθεί ή να καταστρέψει κανείς μια ιστορική μορφή, σημαίνει να καταστρέψει μια άρνηση, δηλαδή την αντίφαση ή την αποξένωση που είναι παρούσα μέσα σε αυτήν την μορφή, και που την χαρακτηρίζει ή την καθορίζει. Η νέα μορφή λοιπόν που αναδύεται από την άρνηση είναι κατά τον Hegel η απαραίτητη συνέπεια του καθορισμένου χαρακτήρα της προηγηθείσας ιστορικής μορφής. Με την έννοια αυτή, η ιστορική αλλαγή δεν είναι αποτέλεσμα εφαρμογής μιας εξωτερικής δύναμης, αλλά συνέπεια της υπέρβασης ή συμφιλίωσης της εσωτερικής αντιφάσεως. Όπως τονίσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο, η πηγή της συμφιλίωσης είναι η αναγκαιότητα της αντιφάσεως ή της αρνήσεως, και αυτή η αναγκαιότητα εγκαθιδρύει την ενότητα της ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία δεν είναι διαδικασία του ερχομού στο είναι και της παρόδου. Στην ιστορία, όπως την κατανοεί ο Hegel, τίποτα δεν χάνεται για πάντα, κάθε στιγμή ή μορφή συνειδήσεως διατηρείται και συγκροτείται σε μια ολότητα του απολύτου. Επομένως, «η πληρότητα των μορφών της μη πραγματικής συνειδήσεως προέρχεται από την αναγκαιότητα της προόδου και της συνέχειας της». Η λύση που δίνει ο Hegel στην αντινομία διαμορφώνει έτσι τη βάση της αντίληψης του για την καθορισμένη άρνηση και επομένως για την αναγκαιότητα και ολοκλήρωση της ίδιας της ιστορίας. Η αναγκαιότητα αυτή και η ολοκλήρωση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά φαινομενολογικό θεμέλιο.
Παράγραφος 8.
Το τέλος ή ο σκοπός αυτής της διαδικασίας, είναι κατά τον Hegel τόσο καλά εγκαθιδρυμένος, όσο και η τάξη της προόδου, καθώς (η διαδικασία αυτή) πρέπει να τελειώσει, όταν κάθε αντίφαση θα έχει υπερβαθεί, και το υποκείμενο και το αντικείμενο θα έχουν συμφιλιωθεί στην παρουσία (parousia) του απολύτου. Το τέλος της ανάπτυξης της συνειδήσεως εμπεριέχεται (υπονοείται) μέσα στην ίδια τη συνείδηση. Ως καθορισμένη, η συνείδηση είναι αντιφατική-είναι υποκείμενο και αντικείμενο. Είναι όμως και άρνηση της αντιφάσεως αυτής, και επομένως συμφιλιώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της. Κατά τον Hegel, η συνείδηση έχει αυτό τον διπλό χαρακτήρα, καθώς σε αντιπαραβολή προς το απλώς φυσικό, η συνείδηση είναι η έννοια του εαυτού της, είναι δηλαδή αυτό-συνείδηση. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει πάντοτε τον εαυτό της και τον εμπεριέχει, και είναι πράγματι το ίδιο της το επέκεινα. Είναι τόσο μέσα, όσο και έξω ή πάνω από τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό, αποξενώνει τον εαυτό της από τον εαυτό της, και ταυτόχρονα συμφιλιώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της.
Η συνείδηση λοιπόν ανεβαίνει πάνω από τη φύση και απελευθερώνεται από τους νόμους της φύσεως. Αυτό που είναι απλά ζωντανό, απλά φυσικό, μπορεί να ενωθεί ή να συμφιλιωθεί μόνο με το αντίθετο του, δηλαδή με το όλο, από το οποίο έχει αποσπαστεί μέσα στην ατομικότητα του, διά του θανάτου, καθώς μόνο ο θάνατος καταστρέφει τη φυσική ατομικότητα των ζωντανών πραγμάτων. Η συνείδηση όμως, σύμφωνα με τον Hegel, φέρει τον ίδιο της τον θάνατο, καθώς καταστρέφει τον διαχωρισμό της, και ενώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της, μέσα στον και διά του θανάτου αυτού.
Αυτό το χαρακτηριστικό της συνειδήσεως, να είναι πάντα πέρα από τον εαυτό της, την βγάζει έξω από τον κόσμο της απόλαυσης της, και την ωθεί προς μια νέα συμφιλίωση και ένωση με τον εαυτό της. Η επιδίωξη αυτή της συμφιλίωσης, σύμφωνα με τον Hegel, ίσως φανεί στην φυσική συνείδηση, ως η απώλεια του κόσμου της, του σπιτιού της, των εθίμων, της κυβερνήσεως, των θεών, και η φυσική συνείδηση ίσως προσπαθήσει να διατηρήσει αυτό τον κόσμο. Μια τέτοια αντίσταση, ή αυτό που ο Μαρξ θα ονόμαζε αντίδραση, είναι στην πραγματικότητα φόβος της αλήθειας. Η αλήθεια είναι στην περίπτωση αυτή ένα είδος βίας, που η συνείδηση ασκεί πάνω στον εαυτό της, και η συνείδηση προσπαθεί εκ του φυσικού της να αποφύγει αυτή τη βια και να διατηρήσει τον παραδοσιακό κόσμο. Η φυσική συνείδηση δεν αναγνωρίζει την αναγκαία εξέλιξη της γνώσης, και επομένως της ίδιας της συνειδήσεως προς το απόλυτο. Η πρόοδος της φαίνεται να είναι ο θρήνος εκείνων που θέλουν να ανατρέψουν το φυσικό σχήμα των πραγμάτων. Η φυσική συνείδηση είναι λοιπόν θεμελιωδώς συντηρητική και προσπαθεί να διατηρήσει τον κόσμο, που γι’ αυτήν δεν είναι μια παροδική στιγμή τη ιστορικής εξέλιξης, αλλά το διαρκές της σπίτι. Η συνείδηση όμως δεν μπορεί να αποτρέψει αυτή την μεταμόρφωση-όχι επειδή είναι πολύ αδύναμη, αλλά επειδή είναι πολύ δυνατή, επειδή ο εχθρός, ο παράγοντας αλλαγής εναντίον του οποίου αγωνίζεται, είναι ο αληθινός της εαυτός.
Η συνείδηση, ως αυτοσυνειδησία, είναι η αντίληψη, και συνεπώς η κατανάλωση του φυσικού της αντικειμένου. Η αυτό-συνειδησία είναι επομένως επιθυμία, αλλά η ικανοποίηση της επιθυμίας δεν εξαρτάται από τη συνείδηση, αλλά από το αντικείμενο. Ως αυτό-συνειδησία αντιθέτως, είναι συνειδητή, και επομένως επιθυμεί μόνο τον εαυτό της. είναι επομένως απελευθερωμένη από την τυραννία της φυσικής επιθυμίας, από το αντικείμενο που είναι ανεξάρτητο από τον εαυτό της. Η ελευθερία που αναδύεται από αυτή την συμφιλίωση με τον εαυτό της, πληρώνεται με την τιμή της προηγούμενης ευτυχίας της, η οποία ήταν εξαρτημένη από το φυσικό αντικείμενο, και προκαλεί επομένως αντίσταση και αντίδραση. Η συνείδηση βέβαια, είναι αυτό-συνειδησία και υπερβαίνει αυτή την αντίσταση, καθώς η δυσαρέσκεια της συνειδήσεως δεν αναδύεται απλώς ως αποτέλεσμα της απώλειας των εξωτερικών αναγκαιοτήτων, αλλά επειδή αυτά τα αντικείμενα δεν πληρούν πλέον τις ανάγκες και τις επιθυμίες της συνειδήσεως.
Περίληψη: Παράγραφοι 1-8.
Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» είναι μια έκθεση της ανάπτυξης της φυσικής συνειδήσεως ως φαινομενολογία. Το τμήμα αυτό ξεκίνησε με την διαπραγμάτευση της θέσης της μοντέρνας φιλοσοφίας, που αρνείται τη δυνατότητα της επιστήμης. Δείχθηκε πως η άρνηση αυτή βασίζεται στην απροϋπόθετη παραδοχή του απόλυτου διαχωρισμού υποκειμένου και αντικειμένου, του φαινομενικού ή εμπειρικού και του νοούμενου ή λογικού. Στην 3. και 4. Παράγραφο, ο Hegel ισχυρίζεται, πως η αντίληψη της μοντέρνας φιλοσοφίας περί γνώσης ως εργαλείου, καθιστά την αλήθεια αδύνατη και οδηγεί εν τέλει στον σχετικισμό. Στον σχετικισμό αυτό της μοντέρνας φιλοσοφίας, ο Hegel αντιπρότεινε τη φαινομενολογία, την παρουσίαση της εμφανιζόμενης γνώσης, η οποία σκιαγραφήθηκε στις παραγράφους 5 και 6, ως η απαραίτητη ανάπτυξη της φυσικής συνείδησης ή της ψυχής. Τέλος, στις παραγράφους 7 και 8, ο Hegel παρουσίασε μια απόρριψη του ακραίου σκεπτικισμού ή μηδενισμού και φυσικού συντηρητισμού, ο οποίος αμφισβητεί τη λογικότητα της ιστορικής εξέλιξης την οποία περιγράφει η φαινομενολογία.
Το τμήμα αυτό της «Εισαγωγής» είναι μια αναφορά στη σχέση της γνώσης προς το αντικείμενο της ως έτερο. Αυτό είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της φυσικής συνείδησης: δεν κατανοεί τον εαυτό της ως το ίδιο της το αντικείμενο, αλλά το αντικείμενο της ως ένα εξωτερικό άλλο. Ο Hegel αντιτίθεται προς τη διδασκαλία της φυσικής συνείδησης και της μοντέρνας φιλοσοφίας, όπου η γνώση είναι θεμελιωδώς διαχωρισμένη από το αντικείμενο της, και προτείνει αντί αυτού, πως και τα δυο βρίσκονται μέσα και αναδύονται από την παρουσία του απολύτου. Η απόδειξη του είναι η φαινομενολογία, η εννοιολογική ιστορία της συνειδήσεως ή του πνεύματος ως λογικής εξέλιξης της γνώσης προς την επιστήμη, και επομένως ως διαμεσολάβηση μεταξύ όλων των μορφών φυσικής συνειδήσεως και του απολύτου.
Η αναφορά αυτή όμως είναι ανεπαρκής. Η συνείδηση δεν είναι απλά φυσική συνείδηση, αλλά και αυτό-συνείδηση. Δεν είναι απλώς γνώση του φαινομενικού ή εμπειρικού, αλλά και του λογικού ή νοουμένου. Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» είναι μια αναφορά στη γνώση και αλήθεια της μοντέρνας φιλοσοφίας, και τη γνώση καί αλήθεια της φαινομενολογίας από την σκοπιά της φύσεως. Το δεύτερο μέρος, είναι μια διαπραγμάτευση των ίδιων θεμάτων από την σκοπιά της αυτό-συνείδησης και του πνεύματος.
Συνεχίζεται με τις παραγράφους 9-17
Με την πρώτη ματιά θα φαινόταν ότι ο Hegel σφάλλει, ότι δηλαδή η άρνηση κάποιου πράγματος έχει την ίδια πιθανότητα να είναι τίποτα, όπως και κάτι άλλο. Ακόμα και αν η άρνηση παράγει κάποιο άλλο πράγμα, δεν υπάρχει κάποιος προφανής λόγος, γιατί θα έπρεπε να είναι ένα συγκεκριμένο, και όχι κάποιο άλλο πράγμα. Όπως όμως το επισημαίνει ο Ιππόλυτος, κάθε ιστορική κατάσταση είναι καθορισμένη, και ως τέτοια είναι ήδη μια άρνηση (omnis affirmatio est negatio). Επομένως, κάθε ιστορική άρνηση, είναι άρνηση της άρνησης. Το να αρνηθεί ή να καταστρέψει κανείς μια ιστορική μορφή, σημαίνει να καταστρέψει μια άρνηση, δηλαδή την αντίφαση ή την αποξένωση που είναι παρούσα μέσα σε αυτήν την μορφή, και που την χαρακτηρίζει ή την καθορίζει. Η νέα μορφή λοιπόν που αναδύεται από την άρνηση είναι κατά τον Hegel η απαραίτητη συνέπεια του καθορισμένου χαρακτήρα της προηγηθείσας ιστορικής μορφής. Με την έννοια αυτή, η ιστορική αλλαγή δεν είναι αποτέλεσμα εφαρμογής μιας εξωτερικής δύναμης, αλλά συνέπεια της υπέρβασης ή συμφιλίωσης της εσωτερικής αντιφάσεως. Όπως τονίσαμε στο τελευταίο κεφάλαιο, η πηγή της συμφιλίωσης είναι η αναγκαιότητα της αντιφάσεως ή της αρνήσεως, και αυτή η αναγκαιότητα εγκαθιδρύει την ενότητα της ιστορικής διαδικασίας. Η ιστορία δεν είναι διαδικασία του ερχομού στο είναι και της παρόδου. Στην ιστορία, όπως την κατανοεί ο Hegel, τίποτα δεν χάνεται για πάντα, κάθε στιγμή ή μορφή συνειδήσεως διατηρείται και συγκροτείται σε μια ολότητα του απολύτου. Επομένως, «η πληρότητα των μορφών της μη πραγματικής συνειδήσεως προέρχεται από την αναγκαιότητα της προόδου και της συνέχειας της». Η λύση που δίνει ο Hegel στην αντινομία διαμορφώνει έτσι τη βάση της αντίληψης του για την καθορισμένη άρνηση και επομένως για την αναγκαιότητα και ολοκλήρωση της ίδιας της ιστορίας. Η αναγκαιότητα αυτή και η ολοκλήρωση, δεν είναι τίποτε άλλο παρά φαινομενολογικό θεμέλιο.
Παράγραφος 8.
Το τέλος ή ο σκοπός αυτής της διαδικασίας, είναι κατά τον Hegel τόσο καλά εγκαθιδρυμένος, όσο και η τάξη της προόδου, καθώς (η διαδικασία αυτή) πρέπει να τελειώσει, όταν κάθε αντίφαση θα έχει υπερβαθεί, και το υποκείμενο και το αντικείμενο θα έχουν συμφιλιωθεί στην παρουσία (parousia) του απολύτου. Το τέλος της ανάπτυξης της συνειδήσεως εμπεριέχεται (υπονοείται) μέσα στην ίδια τη συνείδηση. Ως καθορισμένη, η συνείδηση είναι αντιφατική-είναι υποκείμενο και αντικείμενο. Είναι όμως και άρνηση της αντιφάσεως αυτής, και επομένως συμφιλιώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της. Κατά τον Hegel, η συνείδηση έχει αυτό τον διπλό χαρακτήρα, καθώς σε αντιπαραβολή προς το απλώς φυσικό, η συνείδηση είναι η έννοια του εαυτού της, είναι δηλαδή αυτό-συνείδηση. Με τον τρόπο αυτό υπερβαίνει πάντοτε τον εαυτό της και τον εμπεριέχει, και είναι πράγματι το ίδιο της το επέκεινα. Είναι τόσο μέσα, όσο και έξω ή πάνω από τον εαυτό της. Με τον τρόπο αυτό, αποξενώνει τον εαυτό της από τον εαυτό της, και ταυτόχρονα συμφιλιώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της.
Η συνείδηση λοιπόν ανεβαίνει πάνω από τη φύση και απελευθερώνεται από τους νόμους της φύσεως. Αυτό που είναι απλά ζωντανό, απλά φυσικό, μπορεί να ενωθεί ή να συμφιλιωθεί μόνο με το αντίθετο του, δηλαδή με το όλο, από το οποίο έχει αποσπαστεί μέσα στην ατομικότητα του, διά του θανάτου, καθώς μόνο ο θάνατος καταστρέφει τη φυσική ατομικότητα των ζωντανών πραγμάτων. Η συνείδηση όμως, σύμφωνα με τον Hegel, φέρει τον ίδιο της τον θάνατο, καθώς καταστρέφει τον διαχωρισμό της, και ενώνει τον εαυτό της με τον εαυτό της, μέσα στον και διά του θανάτου αυτού.
Αυτό το χαρακτηριστικό της συνειδήσεως, να είναι πάντα πέρα από τον εαυτό της, την βγάζει έξω από τον κόσμο της απόλαυσης της, και την ωθεί προς μια νέα συμφιλίωση και ένωση με τον εαυτό της. Η επιδίωξη αυτή της συμφιλίωσης, σύμφωνα με τον Hegel, ίσως φανεί στην φυσική συνείδηση, ως η απώλεια του κόσμου της, του σπιτιού της, των εθίμων, της κυβερνήσεως, των θεών, και η φυσική συνείδηση ίσως προσπαθήσει να διατηρήσει αυτό τον κόσμο. Μια τέτοια αντίσταση, ή αυτό που ο Μαρξ θα ονόμαζε αντίδραση, είναι στην πραγματικότητα φόβος της αλήθειας. Η αλήθεια είναι στην περίπτωση αυτή ένα είδος βίας, που η συνείδηση ασκεί πάνω στον εαυτό της, και η συνείδηση προσπαθεί εκ του φυσικού της να αποφύγει αυτή τη βια και να διατηρήσει τον παραδοσιακό κόσμο. Η φυσική συνείδηση δεν αναγνωρίζει την αναγκαία εξέλιξη της γνώσης, και επομένως της ίδιας της συνειδήσεως προς το απόλυτο. Η πρόοδος της φαίνεται να είναι ο θρήνος εκείνων που θέλουν να ανατρέψουν το φυσικό σχήμα των πραγμάτων. Η φυσική συνείδηση είναι λοιπόν θεμελιωδώς συντηρητική και προσπαθεί να διατηρήσει τον κόσμο, που γι’ αυτήν δεν είναι μια παροδική στιγμή τη ιστορικής εξέλιξης, αλλά το διαρκές της σπίτι. Η συνείδηση όμως δεν μπορεί να αποτρέψει αυτή την μεταμόρφωση-όχι επειδή είναι πολύ αδύναμη, αλλά επειδή είναι πολύ δυνατή, επειδή ο εχθρός, ο παράγοντας αλλαγής εναντίον του οποίου αγωνίζεται, είναι ο αληθινός της εαυτός.
Η συνείδηση, ως αυτοσυνειδησία, είναι η αντίληψη, και συνεπώς η κατανάλωση του φυσικού της αντικειμένου. Η αυτό-συνειδησία είναι επομένως επιθυμία, αλλά η ικανοποίηση της επιθυμίας δεν εξαρτάται από τη συνείδηση, αλλά από το αντικείμενο. Ως αυτό-συνειδησία αντιθέτως, είναι συνειδητή, και επομένως επιθυμεί μόνο τον εαυτό της. είναι επομένως απελευθερωμένη από την τυραννία της φυσικής επιθυμίας, από το αντικείμενο που είναι ανεξάρτητο από τον εαυτό της. Η ελευθερία που αναδύεται από αυτή την συμφιλίωση με τον εαυτό της, πληρώνεται με την τιμή της προηγούμενης ευτυχίας της, η οποία ήταν εξαρτημένη από το φυσικό αντικείμενο, και προκαλεί επομένως αντίσταση και αντίδραση. Η συνείδηση βέβαια, είναι αυτό-συνειδησία και υπερβαίνει αυτή την αντίσταση, καθώς η δυσαρέσκεια της συνειδήσεως δεν αναδύεται απλώς ως αποτέλεσμα της απώλειας των εξωτερικών αναγκαιοτήτων, αλλά επειδή αυτά τα αντικείμενα δεν πληρούν πλέον τις ανάγκες και τις επιθυμίες της συνειδήσεως.
Περίληψη: Παράγραφοι 1-8.
Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» είναι μια έκθεση της ανάπτυξης της φυσικής συνειδήσεως ως φαινομενολογία. Το τμήμα αυτό ξεκίνησε με την διαπραγμάτευση της θέσης της μοντέρνας φιλοσοφίας, που αρνείται τη δυνατότητα της επιστήμης. Δείχθηκε πως η άρνηση αυτή βασίζεται στην απροϋπόθετη παραδοχή του απόλυτου διαχωρισμού υποκειμένου και αντικειμένου, του φαινομενικού ή εμπειρικού και του νοούμενου ή λογικού. Στην 3. και 4. Παράγραφο, ο Hegel ισχυρίζεται, πως η αντίληψη της μοντέρνας φιλοσοφίας περί γνώσης ως εργαλείου, καθιστά την αλήθεια αδύνατη και οδηγεί εν τέλει στον σχετικισμό. Στον σχετικισμό αυτό της μοντέρνας φιλοσοφίας, ο Hegel αντιπρότεινε τη φαινομενολογία, την παρουσίαση της εμφανιζόμενης γνώσης, η οποία σκιαγραφήθηκε στις παραγράφους 5 και 6, ως η απαραίτητη ανάπτυξη της φυσικής συνείδησης ή της ψυχής. Τέλος, στις παραγράφους 7 και 8, ο Hegel παρουσίασε μια απόρριψη του ακραίου σκεπτικισμού ή μηδενισμού και φυσικού συντηρητισμού, ο οποίος αμφισβητεί τη λογικότητα της ιστορικής εξέλιξης την οποία περιγράφει η φαινομενολογία.
Το τμήμα αυτό της «Εισαγωγής» είναι μια αναφορά στη σχέση της γνώσης προς το αντικείμενο της ως έτερο. Αυτό είναι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της φυσικής συνείδησης: δεν κατανοεί τον εαυτό της ως το ίδιο της το αντικείμενο, αλλά το αντικείμενο της ως ένα εξωτερικό άλλο. Ο Hegel αντιτίθεται προς τη διδασκαλία της φυσικής συνείδησης και της μοντέρνας φιλοσοφίας, όπου η γνώση είναι θεμελιωδώς διαχωρισμένη από το αντικείμενο της, και προτείνει αντί αυτού, πως και τα δυο βρίσκονται μέσα και αναδύονται από την παρουσία του απολύτου. Η απόδειξη του είναι η φαινομενολογία, η εννοιολογική ιστορία της συνειδήσεως ή του πνεύματος ως λογικής εξέλιξης της γνώσης προς την επιστήμη, και επομένως ως διαμεσολάβηση μεταξύ όλων των μορφών φυσικής συνειδήσεως και του απολύτου.
Η αναφορά αυτή όμως είναι ανεπαρκής. Η συνείδηση δεν είναι απλά φυσική συνείδηση, αλλά και αυτό-συνείδηση. Δεν είναι απλώς γνώση του φαινομενικού ή εμπειρικού, αλλά και του λογικού ή νοουμένου. Το πρώτο τμήμα της «Εισαγωγής» είναι μια αναφορά στη γνώση και αλήθεια της μοντέρνας φιλοσοφίας, και τη γνώση καί αλήθεια της φαινομενολογίας από την σκοπιά της φύσεως. Το δεύτερο μέρος, είναι μια διαπραγμάτευση των ίδιων θεμάτων από την σκοπιά της αυτό-συνείδησης και του πνεύματος.
Συνεχίζεται με τις παραγράφους 9-17
ΜΙΑ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΣΑΝ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΕΙ ΚΑΙ ΣΠΑΤΑΛΑ ΣΤΑ ΧΑΡΟΥΠΙΑ, ΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ, ΑΚΙΝΗΤΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ, ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΑΘΗΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΣΟΦΙΑ.
Η ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ ΤΟΥ ΝΑΡΚΙΣΣΙΣΜΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΑΝ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΙΝΔΟΥΙΣΤΙΚΗ ΕΝΝΟΙΑ(ΤΟ ΑΤΜΑΝ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΣΤΟ MΠΡAXMAN ΧΩΡΙΣ ΚΑΝΕΝΑ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ, ΣΤΟ ΝΙΡΒΑΝΑ, ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΙΘΥΜΙΑ Η ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΑΝΑΓΚΑΖΕΙ ΝΑ ΣΤΡΙΦΟΓΥΡΙΖΕΙ ΣΤΟΝ ΤΡΟΧΟ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ, ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ, ΤΟΥ ΚΑΡΜΑ.) ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΑΡΜΑ ΜΕ ΤΗΝ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ ΜΕΤΕΜΟΡΦΩΘΗ ΣΕ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΨΥΧΗ ΣΕ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΥΤΟΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ.
ΟΙ ΟΥΠΑΝΙΣΑΔΕΣ ΤΟΥ ΣΟΠΕΝΑΟΥΕΡ ΝΙΚΗΣΑΝ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΓΕΝΝΗΣΑΝ ΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΘΕΟΣΟΦΙΑ, ΤΟΣ ΑΡΧΑΙΟ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟ.
Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΕΜΠΝΕΟΜΕΝΗ ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΛΟΒΙΕΦ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΚΡΑΜΑ ΙΝΔΟΥΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου