Το ζήτημα των λογισμών και των παρενεργειών τους είναι από τα σημαντικότερα θέματα της φιλοκαλικής θεολογίας. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να δούμε πώς αντιμετώπισαν το ζήτημα αυτό δύο σημαντικοί θεολόγοι του 20ου αιώνα, ο π. Συμεών Κραγιόπουλος και ο π. Χρυσόστομος Διονυσιάτης.
Θα ξεκινήσουμε με τον π. Συμεών Κραγιόπουλο, αυτόν τον σύγχρονο Πατέρα της Εκκλησίας, που, τρόπον τινά, επικαιροποίησε την Φιλοκαλία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο ιερός Πατήρ λοιπόν λέγει ότι υπάρχουν κάποια δεδομένα που αφορούν γενικά τον άνθρωπο (βλ. «Πάθη, Παθήματα και Νοερά Προσευχή», Ι. Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Θεσ/κη 2003, σ. 14 κ.ε.). Το πρώτο από αυτά είναι ότι οι άνθρωποι είμαστε «αεικίνητοι»: «Γενικώς ο άνθρωπος έγινε έτσι, που όχι μόνο να εργάζεται αιωνίως, αλλά ζωή του να είναι η εργασία, η κίνηση, η αιώνια κίνηση. Αυτό όχι μόνο δεν φέρνει κόπωση, δεν φέρνει κούραση, αλλά είναι η ζωή του». Όπως η καρδιά δουλεύει ασταμάτητα και η διαρκής κίνησή της αντί να την κουράζει την ανανεώνει –από άλλους παράγοντες αρρωσταίνει η καρδιά-, έτσι και ο άνθρωπος, ο νους του ανθρώπου είναι φτιαγμένος με τον ίδιο τρόπο, να κινείται αέναα. Αυτό είναι μια αλήθεια που προσέγγισε κυρίως, όσον αφορά την Ψυχανάλυση, ο Λακάν, ο οποίος έλεγε ότι το αντικείμενο της επιθυμίας δεν προσεγγίζεται ποτέ, για αυτό και η ψυχή στρέφεται αιωνίως προς το «Άπειρο». Από ψυχοδυναμική άποψη, πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, που η σύγχρονη ιδίως Φιλοσοφία αγνοεί πλήρως. Εν πάση περιπτώσει, ο νους, όπως είπαμε, είναι φτιαγμένος να κινείται εσαεί, αλλά «μόνο όταν ο νους κινείται προς τον Θεό, όταν ο νους είναι στραμμένος προς τον Θεό, μόνο όταν έχει πάρε δώσε, αν μπορούμε να πούμε έτσι, με τον Θεό, είναι στην πραγματική του κίνηση, στην πραγματική του λειτουργία, και ο άνθρωπος όχι μόνο δεν κουράζεται, αλλά ζει και ευτυχεί». Ο άνθρωπος, ας μην ξεχνάμε, είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», οπότε και η φυσική του ορμή είναι να στρέφεται πρωτίστως προς Αυτόν.
Ωστόσο, όταν ο νους «πάρει στραβό δρόμο», τότε θα εξακολουθεί βέβαια να είναι σε κίνηση, «αλλά σε τέτοια κίνηση, που θα δημιουργείται μέσα του κενό και άγχος, που θα δημιουργείται κάτι το ανικανοποίητο και μια κατάσταση η οποία θα είναι βασανιστική». Φτάνουμε λοιπόν στην πρώτη παρενέργεια της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι το άγχος, η αίσθηση του ανικανοποίητου και μια αίσθηση ότι «βασανίζεται» κανείς.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι, όπως λέγει ο πατήρ, «είμαστε πλασμένοι για να ζούμε». «Ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τον Θεό να ζει. Είναι πλασμένος έτσι, ώστε, τρόπον τινά, να μην έχει καμιά σχέση ο θάνατος, να μην έχει καμιά σχέση η εξαφάνιση με αυτόν. Είναι φτιαγμένος για να ζει, για να έχει ζωή. Το θέλει δεν το θέλει, έτσι είναι τα πράγματα». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάτη από το να λέγει κανείς ότι είναι «συμβιβασμένος» με τον θάνατο, ότι τον «έχει αποδεχτεί», ότι δεν τον «φοβάται» κ.λπ. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ξένο στην φύση μας από τον θάνατο. Όταν όμως ο άνθρωπος απομακρυνθεί από τον Θεό, που είναι δογματικά η Αυτό-ζωή, τότε βρίσκεται συνεχώς κάτω από έναν εφιάλτη: «μη χάσει τη ζωή». Έτσι χάνει την ειρήνη του και την ανάπαυσή του. «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να έχει ανάπαυση, να έχει ειρήνη, όταν ζει διαρκώς με τον φόβο αυτό;», διερωτάται ο Πατήρ. Και παρακάτω λέγει: «Ο φόβος δεν αφήνει τον άνθρωπο να αγαπήσει. Η τέλεια αγάπη -λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης- έξω βάλλει τον φόβο. Η αγάπη διώχνει τον φόβο». Ο φόβος του θανάτου φέρνει και αυτός ένα «μαρτύριο», ένα «βάσανο», και ξανά «άγχος». Ο άνθρωπος σιγά σιγά αρρωσταίνει πιο πολύ.
Τρίτο δεδομένο, κατά τον θεολόγο, είναι ότι ο «Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο να υπάρχει». Τι θα πει να «υπάρχει»; Θα πει «να έχει συνείδηση κανείς όχι απλώς ότι ζει, αλλά ότι υπάρχει». Και το «πρόσωπο θέλει να υπάρχει∙ αισθάνεται την ανάγκη αυτή. Δεν γίνεται αλλιώς». Και ο π. Συμεών συνεχίζει: «Και όπως ξέρετε, και στις σχέσεις μας με τον Θεό, ο Θεός είναι το εσύ, ο άνθρωπος είναι το εγώ∙ ο Θεός είναι το εγώ, ο άνθρωπος είναι το εσύ. Γίνεται διάλογος. Δεν έχουμε μια κατάσταση νιρβάνα, όπου ο άνθρωπος χάνεται μέσα στον Θεό. Όχι. Ο άνθρωπος μιλεί στον Θεό , και ο Θεός μιλεί στον άνθρωπο, στον κάθε άνθρωπο. Όλοι οι πιστοί είμαστε η μία Εκκλησία, είμαστε η νύμφη του Χριστού, αλλά και καθένας χωριστά ως πρόσωπο είμαστε η νύμφη του Χριστού».
Καταλαβαίνετε τι δημιουργείται από το δεδομένο αυτό. Όλος ο εγωισμός, τον οποίο παρουσιάζει ο καθένας μας, από δω ξεκινάει. Ο Θεός μάς έφτιαξε έτσι, ώστε να αισθανόμαστε την ανάγκη να υπάρχουμε, και θα υπάρχουμε για πάντα καθένας ως συγκεκριμένο πρόσωπο. Κανένα πρόσωπο δεν χάνεται μέσα στα άλλα. Καθώς όμως ο άνθρωπος πήρε άλλο δρόμο, όλο αυτό μεταστράφηκε σε εγωισμό. Θα το έχετε προσέξει καθένας στον εαυτό του αλλά και σε άλλους». Συνέπεια λοιπόν του ότι ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο να υπάρχει, όταν αυτός στραφεί μακριά από τον Δημιουργό του, είναι ότι όλος του ο πόθος για ύπαρξη μεταστρέφεται σε εγωισμό. Όλος ο πόθος του να επιβεβαιώσει τον εαυτό του, γίνεται μια εγωπάθεια. «Είναι σπάνιο να βρει κανείς άνθρωπο που να μην κάνει προσπάθεια να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του… Πολύ σπάνια να βρεθεί άνθρωπος που αναπαύεται στον Θεό και εν τω Χριστώ βρίσκει την ύπαρξή του, εν τω Χριστώ γίνεται πρόσωπο και αισθάνεται ότι υπάρχει. Ο άνθρωπος αυτός δεν αισθάνεται καμιά ανάγκη ούτε να επιβληθεί ούτε να πουλήσει πνεύμα ούτε να φωνάξει ούτε να δειλιάσει ούτε να κάνει τον καπετάνιο».
Το τέταρτο δεδομένο είναι ότι «ο άνθρωπος μπορεί συνεχώς να προσλαμβάνει». Αυτό θα πει ότι «μπορεί να δέχεται, μπορεί να παίρνει». Όταν ωστόσο ο άνθρωπος σταματήσει να προσλαμβάνει τον Θεό και να δέχεται πραγματικά την χάρη, τότε «βλέπετε τι γίνεται στην καθημερινή ζωή. Να φάμε, να ακούσουμε, να πιούμε, να δούμε, να μη χάσουμε και τούτο, να μη χάσουμε κι εκείνο, να απολαύσουμε όσο το δυνατό. Δεν εννοώ μόνο ότι θέλει κανείς να κινείται, θέλει να ζει, θέλει να υπάρχει και να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του ανάμεσα στους άλλους. Όχι. Θέλει ο άνθρωπος να καταβροχθίζει. Και δεν εννοώ απλώς ότι θέλει να τρώει γλυκά ή να τρώει φαγητά ή να πίνει ποτά, αλλά αυτό: θέλει να απολαύσει και αυτή την ευχαρίστηση και την άλλη ευχαρίστηση, θέλει να ικανοποιήσει και αυτή την επιθυμία και την άλλη επιθυμία. Και είναι άλλο μαρτύριο αυτό». Και ο πατήρ Συμεών αναφέρεται ειδικότερα στους νέους: «Βλέπετε τι τραβούν σήμερα, και σε κάθε εποχή, οι νέοι, ιδιαίτερα οι νέες. Μην τυχόν δεν βγουν έξω όπως το απαιτεί η μόδα, μην τυχόν δεν βρεθούν εκεί που το απαιτεί η μόδα… Υποβάλλεται κανείς σε δίαιτες, υποβάλλεται σε έξοδα, και δεν ξέρω πόσο χρόνο χάνει για να φτιαχτεί… Πόσο χρόνο χάνει κανείς, πόσο κόπο καταβάλλει, πόσα έξοδα κάνει και τι αγωνία έχει, νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιβεβαιώσει την ύπαρξή του ή θα χορτάσει, δηλαδή θα ικανοποιήσει το δεδομένο αυτό, ότι έχει ανάγκη συνεχώς να προσλαμβάνει…».
Η ευχή, λέγει ο π. Συμεών μπορεί να βοηθήσει σε όλα αυτά. Δεν θα πούμε εδώ τίποτε για την χρήση της ευχής στους λαϊκούς, γιατί αυτό απαιτεί έμπειρο οδηγό, αλλά απλώς θα αναφέρουμε ότι, κατά τον σπουδαίο θεολόγο, «λέγοντας την ευχή, αρχίζει να ημερεύει ο άνθρωπος, αρχίζει να βλέπει ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος, μια άλλη πραγματικότητα, αρχίζει να γίνεται άνθρωπος. Αλλά συγχρόνως το βλέπει και σαν κάτι άγνωστο και το φοβάται λίγο και το γυρίζει πάλι στα δικά του καλούπια». Καμιά φορά, που πάει ο Θεός κάτι να κάνει το φοβόμαστε. Χρειάζεται να δείξουμε εμπιστοσύνη, να δείξουμε αγάπη στον Θεό. «Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με τον Θεό, και δεν θα μας καταλάβει ο Θεός, εάν πάμε αρνητικά, εάν πάμε προκατειλημμένοι, εάν πάμε με επιφυλάξεις».
Περαιτέρω, πολλοί άνθρωποι σήμερα είναι κουρασμένοι πνευματικά, ψυχικά και πολλοί πάσχουν από νευρώσεις, από έμμονες ιδέες και τέτοια. Όποιος έχει μια έμμονη ιδέα, όπως λένε οι ειδικοί γιατροί, δεν σταματά καθόλου για να πάει ο νους του κάπου αλλού, ωστόσο, επειδή αυτό στο οποίο προσκολλάται είναι μηδέν, κινούμενος προς το μηδέν αυτό, «παθαίνει». «Παθαίνει ψυχικά, γίνεται ψυχασθενής, νευρωτικός, μέχρι σημείου να παθαίνει κανείς ψύχωση, να γίνεται σχιζοφρενής». Ωστόσο, πολλοί που έχουν νευρώσεις, ψυχώσεις κ.λπ., κατά τον π. Συμεών, «δεν φταίνε». Ο Θεός «οικονόμησε» να πάσχουν από τέτοιες ενοχλήσεις, γιατί, όπως λέγει, «αν δεν τα είχες αυτά, ποιος ξέρει πού θα ήσουν».
Ένα άλλο συναφές θέμα που εξετάζει ο π. Συμεών είναι ο πόλεμος που δέχεται ο πιστός από τον διάβολο. Αυτό, λέγει, «που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας είναι ότι κυρίως στο θέμα των λογισμών ο εαυτός μας είναι εκείνος που τα μπερδεύει και όχι τόσο τα τεχνάσματα του διαβόλου. Ο διάβολος χρησιμοποιεί βέβαια τεχνάσματα και έχει τη δυνατότητα να εμφανισθεί και ως άγγελος φωτός, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, αλλά δεν είναι τόσο τα τεχνάσματα του διαβόλου που ξεγελούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να αυταπατάται. Η αιτία κυρίως βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δηλαδή είναι εκείνος ο όποιος τα μπερδεύει. Και τον λογισμό που προκαλεί μια ευχαρίστηση, ο άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος τον κάνει να είναι ευχάριστος. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που κάνει τον λογισμό να έχει μια γλυκύτητα, να έχει κάτι το πλούσιο, κάτι το αισιόδοξο, κάτι το οποίο υπόσχεται πολλά. Ο άνθρωπος συντελεί στο να εμφανίζονται οι λογισμοί και όχι τόσο, επαναλαμβάνω, τα τεχνάσματα του διαβόλου». Ό,τι κάνει ο διάβολος, το κάνει αφού «πιαστεί» από τον άνθρωπο. Ο ιερός Πατήρ αναφέρει το εξής παράδειγμα: «Θα έχετε ίσως διαβάσει το περιστατικό εκείνο, που ένας άγγελος σταλμένος από τον Θεό πήγε σε έναν ασκητή και του είπε: ‘Ο Θεός με έστειλε να σου πω το και το». Και ο ασκητής του απάντησε: «Μήπως σε έστειλε αλλού κι έκανες λάθος;» Δεν πήγαινε το μυαλό του ασκητού ότι ήταν άξιος να έλθει σ’ αυτόν άγγελος Θεού. Καθόλου. Τόσο ταπεινός ήταν, τόσο από αυτής της απόψεως ήταν ελεύθερος. Ο άλλος όμως, ο οποίος λίγο πολύ νομίζει πως κάτι είναι, και ότι ο Θεός θα του κάνει και καμιά χάρη, μόλις εμφανισθει ο διάβολος ως άγγελος φωτός, σαν να του λέει: «Καλώς ήλθες. Εσένα περίμενα’… Ο ταπεινός δεν πρόκειται να το πάθει αυτό. Εκείνος ο οποίος αδιαφορεί προς αυτά και δεν έχει σε υπόληψη τον εαυτό του, δεν θα το πάθει αυτό».
Υπάρχουν πολλά που θα ’πρεπε να πούμε ακόμα, ωστόσο σταματάμε την παρουσίαση της διδασκαλίας του π. Συμεών λέγοντας ότι πιστεύει πως το παν είναι η ταπείνωση- πρόκειται για μια διδασκαλία στην οποία επέμεινε όλη του τη ζωή και ο μακαριστός Γέροντάς μου π. Ιγνάτιος Καπνισης. «Ο ταπεινός, λέγει ο Πατήρ, όσο κι αν πειραχτεί από τον διάβολο, όσο κι αν μπλοκαριστεί από τον ίδιο τον εαυτό του, ή όσο κι αν καταβάλει προσπάθειες ο εαυτός του να τον μπλοκάρει, τελικά θα ελευθερωθεί από αυτά, θα ξεφύγει από όλες τις παγίδες και θα βγει στην ξαστεριά, θα βγει στο φως».
**************
Περνάμε τωρα στον π. Χρυσόστομο Διονυσιάτη και στο κλασικό σύγγραμμά του «Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος» (Εκδ. Ι. Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 1998). Το βιβλίο εξετάζει μεταξύ των άλλων θεμάτων και αυτό των νευρώσεων, τον τρόπο που γεννιούνται, που θεριεύουν, που αναστατώνουν τον άνθρωπο, καθώς και τον τρόπο θεραπείας τους. Είδαμε στον π. Συμεών Κραγιόπουλο πώς περίπου γεννιούνται τα πάθη, τα οποία ενίοτε οδηγούν και σε νευρώσεις –ψυχικές παθήσεις ηπιότερες από τις ψυχώσεις, όπου δεν λειτουργεί καν, κατά την φιλοκαλική ορολογία, «ο ηγεμών νους» του ανθρώπου. Δεν υπάρχει χώρος για να δώσουμε ορισμούς όλων αυτών, απλώς θα πούμε ότι ο π. Χρυσόστομος αναφέρει (σ. 335) διάφορα είδη νευρώσεων, και λέγει και αρκετά για το άγχος. «Στις νευρώσεις, λέγει, προσβάλλεται κατ’ εξοχήν ο χώρος της αισθήσεως, που κατακλύζεται από αγχώδη βιώματα». Οι λογισμοί, και τα πάθη που περιγράψαμε, προξενούν άγχος, το οποίο γεννιέται για τους λόγους που ανέλυσε ο π. Συμεών, και μερικές φορές τείνει να είναι ανεξέλεγκτο. «Αυτό μπορεί να αποδοθεί, γράφει, στην συσσώρευση παρά φύσιν διεργασιών-λογισμών, που αποτελούν εστία δυσαρμονίας». Με τον όρο «δυσαρμονία» εννοείται το εξής: ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό και για τον Θεό και στην αρχή οι ψυχικές του δυνάμεις ήταν όλες ενωμένες και στραμμένες στην κοινωνία με τον Δημιουργό του. Όταν όμως ο άνθρωπος αμάρτησε, διασπάστηκε ο ψυχικός του κόσμος και οι διάφορες ψυχικές δυνάμεις άρχισαν να μην συνεργάζονται αρμονικά, αλλά αυτονομήθηκαν – αλλού τείνει η αίσθηση, αλλού τείνει η διάνοια, αλλού ο νους κ.λπ. Οι λογισμοί, επαναλαμβάνουμε, παύουν να είναι αγαθοί, σχετικοί με τον Δημιουργό του, και αρχικά γίνεται ακριβώς μια προσκόλληση στην αίσθηση. Αυτή η τελευταία είναι μεν μια θετική δύναμη του ανθρώπου, καθώς μέσω αυτής ο άνθρωπος προσλαμβάνει τον κόσμο και δέχεται παραστάσεις και από τον συνάνθρωπο, ωστόσο, όταν αιχμαλωτίζεται στην ύλη, τότε καταντά άρρωστη. Για παράδειγμα ο άνθρωπος κοιτά εμπαθώς την τροφή, το γυναικείο σώμα, τα χρήματα κ.λπ. Ψυχή και σώμα όμως αλληλεπιδρούν. «Οι διαδικασίες που συγκρατούν το άγχος, μεταφέρονται στο σώμα ως ψυχική ενέργεια μέσα από τον νευρικό ιστό, με αποτέλεσμα δυσάρεστα συμπτώματα (αρρυθμίες, ταχύπνοια κ.λπ.). Το άγχος μπορεί να φτάσει μέχρι την διαταραχή πανικού – και μάλιστα φθάνουμε να έχουμε επανειλημμένες προσβολές πανικού, λόγω εκθέσεως σε αγχώδη κατάσταση, υπερβολική ένταση φόβου, αίσθημα επικείμενης καταστροφής και σωματικά συμπτώματα. Επίσης εμφανίζεται ενίοτε και δύσπνοια, εφίδρωση, ταχυκαρδία, προκάρδιο άλγος, αίσθημα αστάθειας κ.λπ. Άλλα είδη νευρώσεων είναι η αγοραφοβία, η φοβική διαταραχή, η καταθλιπτική διαταραχή, η αγχώδης ή γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, καθώς επίσης και η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή. Στην τελευταία το ενδιαφέρον είναι ότι η παθολογική εστία δεν ευρίσκεται τόσο στην αίσθηση, αλλά πλησιέστερα στην λογική και διανοητική δύναμη. Δεν θα το αναλύσουμε αυτό περισσότερο εδώ, απλώς πρέπει να πούμε ότι το άγχος βιώνεται μόνον όταν το άτομο αντισταθεί σε κάποιες επίμονες σκέψεις-ιδέες, ή πράξεις, που είναι «αυτόκλητες» στην συνείδησή του. Οι τελετουργικές πράξεις, όπως πλύσιμο χειρών σε συνδυασμό με μικροβιοφοβία ή η εσωτερική παρόρμηση προς βλασφημία, υποδηλώνουν συμμετοχή της διάνοιας στην όλη νευρωτική συμπεριφορά. Η λογική (λόγος), λέγει ο π. Χρυσόστομος, αδυνατεί να ελέγξει την «διάνοια», με αποτέλεσμα να εισάγονται μέσω αυτής πλήθος ανυπόστατες ιδέες, που βασανίζουν κυριολεκτικά το άτομο: ενστικτώδεις ορμές, αμφιβολίες ελέγχου σωστών λειτουργιών, λεκτική προσπάθεια ανατροπής, ώστε το περιεχόμενο της ψυχαναγκαστικής σκέψεως να αποτελείται από αριθμούς ή φράσεις, οι οποίες επαναλαμβανόμενες ανακουφίζουν από το άγχος κ.ά. Η έντονη χρήση της διάνοιας διασπά και αυτήν την βούληση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται αμφιθυμία, δηλαδή ταυτόχρονη συνύπαρξη δύο αντίθετων τάσεων ή επιθυμιών. Η κυριαρχία της διάνοιας απομονώνεται από την αίσθηση, καθώς τους ψυχαναγκαστικούς χαρακτηρίζει η συναισθηματική απραξία, η οποία τους στερεί την χαρά και την αγάπη. «Μπροστά στο δίλημμα αγάπης ή μίσους που ταλαιπωρεί τον ψυχαναγκαστικό, ο μηχανισμός της μόνωσης, των συναισθημάτων και της ψυχρής συμπεριφοράς αποτελεί κάποια προσωρινή ηρέμηση. Γι’ αυτό παρατηρείται μια διανοητικοποίηση κάθε θέματος ή οποία επίσης τους απογυμνώνει από τα συναισθήματα», παρατηρεί ο συγγραφεύς.
Υπάρχουν πολλά και διάφορα είδη νευρώσεων, αλλά τα βασικότερα είναι αυτά. Πώς όμως θεραπεύονται; Πώς θεραπεύεται το ανεξέλεγκτο άγχος, η αγοραφοβία, η καταναγκαστική διαταραχή κ.λπ. Ο π. Συμεών Κραγιόπουλος έχει πει πολλά και για τον τρόπο της θεραπείας, επειδή ωστόσο ήδη έχουμε παρουσιάσει ως ένα σημείο τις κύριες θέσεις του (βλ. το άρθρο μας «Ο πατήρ Συμεών Κραγιόπουλος και η ψυχική ασθένεια») θα μιλήσουμε εδώ για τις θέσεις του π. Χρυσοστόμου, που, όπως ο ίδιος λέγει, δεν πρέπει να θεωρηθούν ένας «μπούσουλας» για όλους, καθώς κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό και εξατομικευμένη θα είναι η θεραπεία του. Ο θεολόγος λοιπόν λέγει (σ. 256 κ.ε.) ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν αρχικά για την «πρακτική φιλοσοφία», με την οποία ξεκινά η πνευματική ζωή. Αυτή η «πρακτική φιλοσοφία» έχει ως κύριο έργο της να καθάρει τον νου, και τον λόγο βέβαια και την αίσθηση, από κάθε εμπαθή λογισμό. Χρειάζεται αρκετός κόπος και πολλή οδύνη για να θεραπευτεί κανείς.
Ας δούμε ακριβέστερα τι συμβαίνει. Υπάρχουν λοιπόν τα «εμπαθή ψυχικά ενεργήματα» (σ. 257), που είναι συνδυασμένα με εμπαθείς λογισμούς και επαναστρέφονται από την φιλαυτία της αισθήσεως στην καθολική εγκράτεια, από την άγνοια του λόγου στην γνώση των λόγων και των νόμων των εντολών, όπως και από την του νοός στην προσευχή, γεννήτρια της «εν αγάπη» ενώσεως με τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η πνευματική ζωή, στην καρδιά της οποίας υπάρχει εμφυτευμένη η τάση για ένωση με τον Θεό, ξεκινά με κάποια «εγκράτεια», με την μελέτη του Ευαγγελίου («γνώση των λόγων και νόμων των εντολών») και την προσευχή, που είναι ικανή να ενώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Είναι αλήθεια ότι ο νευρωτικός νηστεύει πιο δύσκολα, συγκεντρώνεται δυσκολότερα στην μελέτη των Γράφων και επίσης προσεύχεται δυσκολότερα. Ωστόσο, όπως και να είναι, στο βάθος πρέπει να θέλει να γιατρευτεί από όλα αυτά, να υπάρξει η δική του «συνέργια» στην θεραπεία, γιατί ο Θεός έκανε το πλάσμα Του ελεύθερο -μερικοί ερωτεύονται ακόμη και την αρρώστια τους. Γι’ αυτό ο Κύριος ρωτούσε τους ασθενείς: «θέλεις υγιής γενέσθαι;».
Θα πούμε λίγα λόγια ακόμη για την «πρακτική φιλοσοφία», αυτή την πάλη κατά των παθών, προπαντός των σωματικών. Κατά τους Πατέρες αρχή όλων των παθών είναι η «φιλαυτία», η άλογη δηλαδή φιλία για το σώμα. «Πάθος εστί κίνησις ψυχής παρά φύσιν ή επί φιλίαν άλογον, ή επί μίσος άκριτον, ή τινος διά τι των αισθητών», λέγει κάπου ο Άγιος Μάξιμος. Έτσι, αρχή της καταπολεμήσεως των παθών είναι η απαθής κίνηση της ψυχής προς το σώμα και τα αισθητά, την οποία κατευθύνει ο υγιής νους και λόγος: «του θυμού και της επιθυμίας (της αισθήσεως) επιστατών ο λόγος ποιεί τας αρετάς», λέγει πάλι ο Άγιος Μάξιμος. Κατ’ εξοχήν φορέας της παρά φύσιν επιθυμίας των αισθητών «είναι ο αντίστοιχος λογισμός», λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Η κατ’ ενέργειαν λοιπόν αμαρτία εξαρτάται από την κατάφαση στον λογισμό της επιθυμίας, πράγμα που σημαίνει ότι επιθυμία και λογισμοί συνδέονται στενά. Υπάρχει ο «ευσεβής λογισμός» που είναι «αυτοκράτωρ» των παθών, πράγμα που σημαίνει ότι με τους ευσεβείς λογισμούς εκδιώκουμε και κυριαρχούμε στα πάθη. Είναι πρόδηλο ότι, από τις συχνά άδηλες διεργασίες των λογισμών της ψυχής εξαρτάται και η κατά φύσιν, ή η παρά φύσιν, κίνηση των ψυχικών δυνάμεων. Και, κατά συνέπεια οι λογισμοί πολεμούνται όχι όταν τους απωθούμε απλώς, αλλά όταν βάλουμε στην θέση τους μια θετική πνευματική εργασία. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να υπάρξει «εκτομή της εμπαθούς σχέσεως της ψυχής προς το σώμα», κατά τον άγιο Μάξιμο. Διαμορφώνονται τότε και οι κατά φύσιν σωστοί λογισμοί σε σχέση με τα αισθητά. Τα πάθη διαλύονται όταν ο νους εξετάσει το αποτέλεσμα της αισθήσεως και της συμπλοκής της επιθυμίας με αυτά, και, ταπεινωνόμενος, διαλύει την σύστασή του. Τελειώνοντας λέμε ότι η συγκρότηση των παθών μέσω των εσωτερικών λογισμών δίνει την δυνατότητα στον νου να ορθώσει όχι μόνο τους έμφυτους αγαθούς λογισμούς της ψυχής και τον λόγο της συνειδήσεως (που εμφυσείται στον άνθρωπο, κατά τους Πατέρες, από τους αγγέλους), και επίσης τους «λόγους των θείων εντολών και αρετών» προς αντιστροφή των παθών. Κατά το παράδειγμα του πειρασθέντος Χριστού, οι πειρασμοί αντιμετωπίζονται με την ενεργοποίηση των αντιθέτων προς αυτούς λόγους και των αρετών. Αλλά όλα αυτά πρέπει, ξαναλέμε, να εξειδικευθούν. Για να γυρίσουμε ξανά στον π. Συμεών Κραγιόπουλο, όλη η μελαγχολία μπορεί να γίνει μετάνοια, το κόμπλεξ κατωτερότητας έχει μέσα του έτοιμη ταπείνωση κ.λπ. Κάθε ένας που έχει μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία ή νευρωτική διαταραχή θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά κατά την ποιμαντική μέριμνα.
Θα σταματήσουμε εδώ την παρουσίαση του συγκεκριμένου θέματος από τον π. Χρυσόστομο, ελπίζοντας ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε περισσότερο για αυτό το βιβλίο και την θεματολογία του.
************
Εξετάσαμε ακροθιγώς το ζήτημα των λογισμών και των ψυχικών παθήσεων από δύο κορυφαίους θεολόγους της εποχής μας. Ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη για τυχόν λάθη ή αβλεψίες.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Κοπέλλα με ομπρέλα", 1973) είναι έργο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.
Θα ξεκινήσουμε με τον π. Συμεών Κραγιόπουλο, αυτόν τον σύγχρονο Πατέρα της Εκκλησίας, που, τρόπον τινά, επικαιροποίησε την Φιλοκαλία για τον σύγχρονο άνθρωπο. Ο ιερός Πατήρ λοιπόν λέγει ότι υπάρχουν κάποια δεδομένα που αφορούν γενικά τον άνθρωπο (βλ. «Πάθη, Παθήματα και Νοερά Προσευχή», Ι. Ησυχ. «Το Γενέσιον της Θεοτόκου», Θεσ/κη 2003, σ. 14 κ.ε.). Το πρώτο από αυτά είναι ότι οι άνθρωποι είμαστε «αεικίνητοι»: «Γενικώς ο άνθρωπος έγινε έτσι, που όχι μόνο να εργάζεται αιωνίως, αλλά ζωή του να είναι η εργασία, η κίνηση, η αιώνια κίνηση. Αυτό όχι μόνο δεν φέρνει κόπωση, δεν φέρνει κούραση, αλλά είναι η ζωή του». Όπως η καρδιά δουλεύει ασταμάτητα και η διαρκής κίνησή της αντί να την κουράζει την ανανεώνει –από άλλους παράγοντες αρρωσταίνει η καρδιά-, έτσι και ο άνθρωπος, ο νους του ανθρώπου είναι φτιαγμένος με τον ίδιο τρόπο, να κινείται αέναα. Αυτό είναι μια αλήθεια που προσέγγισε κυρίως, όσον αφορά την Ψυχανάλυση, ο Λακάν, ο οποίος έλεγε ότι το αντικείμενο της επιθυμίας δεν προσεγγίζεται ποτέ, για αυτό και η ψυχή στρέφεται αιωνίως προς το «Άπειρο». Από ψυχοδυναμική άποψη, πρόκειται για κάτι πολύ σημαντικό, που η σύγχρονη ιδίως Φιλοσοφία αγνοεί πλήρως. Εν πάση περιπτώσει, ο νους, όπως είπαμε, είναι φτιαγμένος να κινείται εσαεί, αλλά «μόνο όταν ο νους κινείται προς τον Θεό, όταν ο νους είναι στραμμένος προς τον Θεό, μόνο όταν έχει πάρε δώσε, αν μπορούμε να πούμε έτσι, με τον Θεό, είναι στην πραγματική του κίνηση, στην πραγματική του λειτουργία, και ο άνθρωπος όχι μόνο δεν κουράζεται, αλλά ζει και ευτυχεί». Ο άνθρωπος, ας μην ξεχνάμε, είναι πλασμένος «κατ’ εικόνα Θεού», οπότε και η φυσική του ορμή είναι να στρέφεται πρωτίστως προς Αυτόν.
Ωστόσο, όταν ο νους «πάρει στραβό δρόμο», τότε θα εξακολουθεί βέβαια να είναι σε κίνηση, «αλλά σε τέτοια κίνηση, που θα δημιουργείται μέσα του κενό και άγχος, που θα δημιουργείται κάτι το ανικανοποίητο και μια κατάσταση η οποία θα είναι βασανιστική». Φτάνουμε λοιπόν στην πρώτη παρενέργεια της απομάκρυνσης του ανθρώπου από τον Θεό, που είναι το άγχος, η αίσθηση του ανικανοποίητου και μια αίσθηση ότι «βασανίζεται» κανείς.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι, όπως λέγει ο πατήρ, «είμαστε πλασμένοι για να ζούμε». «Ο άνθρωπος είναι πλασμένος από τον Θεό να ζει. Είναι πλασμένος έτσι, ώστε, τρόπον τινά, να μην έχει καμιά σχέση ο θάνατος, να μην έχει καμιά σχέση η εξαφάνιση με αυτόν. Είναι φτιαγμένος για να ζει, για να έχει ζωή. Το θέλει δεν το θέλει, έτσι είναι τα πράγματα». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάτη από το να λέγει κανείς ότι είναι «συμβιβασμένος» με τον θάνατο, ότι τον «έχει αποδεχτεί», ότι δεν τον «φοβάται» κ.λπ. Δεν υπάρχει τίποτε πιο ξένο στην φύση μας από τον θάνατο. Όταν όμως ο άνθρωπος απομακρυνθεί από τον Θεό, που είναι δογματικά η Αυτό-ζωή, τότε βρίσκεται συνεχώς κάτω από έναν εφιάλτη: «μη χάσει τη ζωή». Έτσι χάνει την ειρήνη του και την ανάπαυσή του. «Πώς μπορεί ο άνθρωπος να έχει ανάπαυση, να έχει ειρήνη, όταν ζει διαρκώς με τον φόβο αυτό;», διερωτάται ο Πατήρ. Και παρακάτω λέγει: «Ο φόβος δεν αφήνει τον άνθρωπο να αγαπήσει. Η τέλεια αγάπη -λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης- έξω βάλλει τον φόβο. Η αγάπη διώχνει τον φόβο». Ο φόβος του θανάτου φέρνει και αυτός ένα «μαρτύριο», ένα «βάσανο», και ξανά «άγχος». Ο άνθρωπος σιγά σιγά αρρωσταίνει πιο πολύ.
Τρίτο δεδομένο, κατά τον θεολόγο, είναι ότι ο «Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο να υπάρχει». Τι θα πει να «υπάρχει»; Θα πει «να έχει συνείδηση κανείς όχι απλώς ότι ζει, αλλά ότι υπάρχει». Και το «πρόσωπο θέλει να υπάρχει∙ αισθάνεται την ανάγκη αυτή. Δεν γίνεται αλλιώς». Και ο π. Συμεών συνεχίζει: «Και όπως ξέρετε, και στις σχέσεις μας με τον Θεό, ο Θεός είναι το εσύ, ο άνθρωπος είναι το εγώ∙ ο Θεός είναι το εγώ, ο άνθρωπος είναι το εσύ. Γίνεται διάλογος. Δεν έχουμε μια κατάσταση νιρβάνα, όπου ο άνθρωπος χάνεται μέσα στον Θεό. Όχι. Ο άνθρωπος μιλεί στον Θεό , και ο Θεός μιλεί στον άνθρωπο, στον κάθε άνθρωπο. Όλοι οι πιστοί είμαστε η μία Εκκλησία, είμαστε η νύμφη του Χριστού, αλλά και καθένας χωριστά ως πρόσωπο είμαστε η νύμφη του Χριστού».
Καταλαβαίνετε τι δημιουργείται από το δεδομένο αυτό. Όλος ο εγωισμός, τον οποίο παρουσιάζει ο καθένας μας, από δω ξεκινάει. Ο Θεός μάς έφτιαξε έτσι, ώστε να αισθανόμαστε την ανάγκη να υπάρχουμε, και θα υπάρχουμε για πάντα καθένας ως συγκεκριμένο πρόσωπο. Κανένα πρόσωπο δεν χάνεται μέσα στα άλλα. Καθώς όμως ο άνθρωπος πήρε άλλο δρόμο, όλο αυτό μεταστράφηκε σε εγωισμό. Θα το έχετε προσέξει καθένας στον εαυτό του αλλά και σε άλλους». Συνέπεια λοιπόν του ότι ο Θεός έφτιαξε τον άνθρωπο να υπάρχει, όταν αυτός στραφεί μακριά από τον Δημιουργό του, είναι ότι όλος του ο πόθος για ύπαρξη μεταστρέφεται σε εγωισμό. Όλος ο πόθος του να επιβεβαιώσει τον εαυτό του, γίνεται μια εγωπάθεια. «Είναι σπάνιο να βρει κανείς άνθρωπο που να μην κάνει προσπάθεια να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του… Πολύ σπάνια να βρεθεί άνθρωπος που αναπαύεται στον Θεό και εν τω Χριστώ βρίσκει την ύπαρξή του, εν τω Χριστώ γίνεται πρόσωπο και αισθάνεται ότι υπάρχει. Ο άνθρωπος αυτός δεν αισθάνεται καμιά ανάγκη ούτε να επιβληθεί ούτε να πουλήσει πνεύμα ούτε να φωνάξει ούτε να δειλιάσει ούτε να κάνει τον καπετάνιο».
Το τέταρτο δεδομένο είναι ότι «ο άνθρωπος μπορεί συνεχώς να προσλαμβάνει». Αυτό θα πει ότι «μπορεί να δέχεται, μπορεί να παίρνει». Όταν ωστόσο ο άνθρωπος σταματήσει να προσλαμβάνει τον Θεό και να δέχεται πραγματικά την χάρη, τότε «βλέπετε τι γίνεται στην καθημερινή ζωή. Να φάμε, να ακούσουμε, να πιούμε, να δούμε, να μη χάσουμε και τούτο, να μη χάσουμε κι εκείνο, να απολαύσουμε όσο το δυνατό. Δεν εννοώ μόνο ότι θέλει κανείς να κινείται, θέλει να ζει, θέλει να υπάρχει και να επιβεβαιώνει την ύπαρξή του ανάμεσα στους άλλους. Όχι. Θέλει ο άνθρωπος να καταβροχθίζει. Και δεν εννοώ απλώς ότι θέλει να τρώει γλυκά ή να τρώει φαγητά ή να πίνει ποτά, αλλά αυτό: θέλει να απολαύσει και αυτή την ευχαρίστηση και την άλλη ευχαρίστηση, θέλει να ικανοποιήσει και αυτή την επιθυμία και την άλλη επιθυμία. Και είναι άλλο μαρτύριο αυτό». Και ο πατήρ Συμεών αναφέρεται ειδικότερα στους νέους: «Βλέπετε τι τραβούν σήμερα, και σε κάθε εποχή, οι νέοι, ιδιαίτερα οι νέες. Μην τυχόν δεν βγουν έξω όπως το απαιτεί η μόδα, μην τυχόν δεν βρεθούν εκεί που το απαιτεί η μόδα… Υποβάλλεται κανείς σε δίαιτες, υποβάλλεται σε έξοδα, και δεν ξέρω πόσο χρόνο χάνει για να φτιαχτεί… Πόσο χρόνο χάνει κανείς, πόσο κόπο καταβάλλει, πόσα έξοδα κάνει και τι αγωνία έχει, νομίζοντας ότι με αυτόν τον τρόπο θα επιβεβαιώσει την ύπαρξή του ή θα χορτάσει, δηλαδή θα ικανοποιήσει το δεδομένο αυτό, ότι έχει ανάγκη συνεχώς να προσλαμβάνει…».
Η ευχή, λέγει ο π. Συμεών μπορεί να βοηθήσει σε όλα αυτά. Δεν θα πούμε εδώ τίποτε για την χρήση της ευχής στους λαϊκούς, γιατί αυτό απαιτεί έμπειρο οδηγό, αλλά απλώς θα αναφέρουμε ότι, κατά τον σπουδαίο θεολόγο, «λέγοντας την ευχή, αρχίζει να ημερεύει ο άνθρωπος, αρχίζει να βλέπει ότι υπάρχει ένας άλλος κόσμος, μια άλλη πραγματικότητα, αρχίζει να γίνεται άνθρωπος. Αλλά συγχρόνως το βλέπει και σαν κάτι άγνωστο και το φοβάται λίγο και το γυρίζει πάλι στα δικά του καλούπια». Καμιά φορά, που πάει ο Θεός κάτι να κάνει το φοβόμαστε. Χρειάζεται να δείξουμε εμπιστοσύνη, να δείξουμε αγάπη στον Θεό. «Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε με τον Θεό, και δεν θα μας καταλάβει ο Θεός, εάν πάμε αρνητικά, εάν πάμε προκατειλημμένοι, εάν πάμε με επιφυλάξεις».
Περαιτέρω, πολλοί άνθρωποι σήμερα είναι κουρασμένοι πνευματικά, ψυχικά και πολλοί πάσχουν από νευρώσεις, από έμμονες ιδέες και τέτοια. Όποιος έχει μια έμμονη ιδέα, όπως λένε οι ειδικοί γιατροί, δεν σταματά καθόλου για να πάει ο νους του κάπου αλλού, ωστόσο, επειδή αυτό στο οποίο προσκολλάται είναι μηδέν, κινούμενος προς το μηδέν αυτό, «παθαίνει». «Παθαίνει ψυχικά, γίνεται ψυχασθενής, νευρωτικός, μέχρι σημείου να παθαίνει κανείς ψύχωση, να γίνεται σχιζοφρενής». Ωστόσο, πολλοί που έχουν νευρώσεις, ψυχώσεις κ.λπ., κατά τον π. Συμεών, «δεν φταίνε». Ο Θεός «οικονόμησε» να πάσχουν από τέτοιες ενοχλήσεις, γιατί, όπως λέγει, «αν δεν τα είχες αυτά, ποιος ξέρει πού θα ήσουν».
Ένα άλλο συναφές θέμα που εξετάζει ο π. Συμεών είναι ο πόλεμος που δέχεται ο πιστός από τον διάβολο. Αυτό, λέγει, «που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας είναι ότι κυρίως στο θέμα των λογισμών ο εαυτός μας είναι εκείνος που τα μπερδεύει και όχι τόσο τα τεχνάσματα του διαβόλου. Ο διάβολος χρησιμοποιεί βέβαια τεχνάσματα και έχει τη δυνατότητα να εμφανισθεί και ως άγγελος φωτός, όπως λέει ο απόστολος Παύλος, αλλά δεν είναι τόσο τα τεχνάσματα του διαβόλου που ξεγελούν τον άνθρωπο και τον κάνουν να αυταπατάται. Η αιτία κυρίως βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος δηλαδή είναι εκείνος ο όποιος τα μπερδεύει. Και τον λογισμό που προκαλεί μια ευχαρίστηση, ο άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος τον κάνει να είναι ευχάριστος. Ο άνθρωπος είναι εκείνος που κάνει τον λογισμό να έχει μια γλυκύτητα, να έχει κάτι το πλούσιο, κάτι το αισιόδοξο, κάτι το οποίο υπόσχεται πολλά. Ο άνθρωπος συντελεί στο να εμφανίζονται οι λογισμοί και όχι τόσο, επαναλαμβάνω, τα τεχνάσματα του διαβόλου». Ό,τι κάνει ο διάβολος, το κάνει αφού «πιαστεί» από τον άνθρωπο. Ο ιερός Πατήρ αναφέρει το εξής παράδειγμα: «Θα έχετε ίσως διαβάσει το περιστατικό εκείνο, που ένας άγγελος σταλμένος από τον Θεό πήγε σε έναν ασκητή και του είπε: ‘Ο Θεός με έστειλε να σου πω το και το». Και ο ασκητής του απάντησε: «Μήπως σε έστειλε αλλού κι έκανες λάθος;» Δεν πήγαινε το μυαλό του ασκητού ότι ήταν άξιος να έλθει σ’ αυτόν άγγελος Θεού. Καθόλου. Τόσο ταπεινός ήταν, τόσο από αυτής της απόψεως ήταν ελεύθερος. Ο άλλος όμως, ο οποίος λίγο πολύ νομίζει πως κάτι είναι, και ότι ο Θεός θα του κάνει και καμιά χάρη, μόλις εμφανισθει ο διάβολος ως άγγελος φωτός, σαν να του λέει: «Καλώς ήλθες. Εσένα περίμενα’… Ο ταπεινός δεν πρόκειται να το πάθει αυτό. Εκείνος ο οποίος αδιαφορεί προς αυτά και δεν έχει σε υπόληψη τον εαυτό του, δεν θα το πάθει αυτό».
Υπάρχουν πολλά που θα ’πρεπε να πούμε ακόμα, ωστόσο σταματάμε την παρουσίαση της διδασκαλίας του π. Συμεών λέγοντας ότι πιστεύει πως το παν είναι η ταπείνωση- πρόκειται για μια διδασκαλία στην οποία επέμεινε όλη του τη ζωή και ο μακαριστός Γέροντάς μου π. Ιγνάτιος Καπνισης. «Ο ταπεινός, λέγει ο Πατήρ, όσο κι αν πειραχτεί από τον διάβολο, όσο κι αν μπλοκαριστεί από τον ίδιο τον εαυτό του, ή όσο κι αν καταβάλει προσπάθειες ο εαυτός του να τον μπλοκάρει, τελικά θα ελευθερωθεί από αυτά, θα ξεφύγει από όλες τις παγίδες και θα βγει στην ξαστεριά, θα βγει στο φως».
**************
Περνάμε τωρα στον π. Χρυσόστομο Διονυσιάτη και στο κλασικό σύγγραμμά του «Θεός Λόγος και ανθρώπινος λόγος» (Εκδ. Ι. Μ. Διονυσίου, Άγιον Όρος 1998). Το βιβλίο εξετάζει μεταξύ των άλλων θεμάτων και αυτό των νευρώσεων, τον τρόπο που γεννιούνται, που θεριεύουν, που αναστατώνουν τον άνθρωπο, καθώς και τον τρόπο θεραπείας τους. Είδαμε στον π. Συμεών Κραγιόπουλο πώς περίπου γεννιούνται τα πάθη, τα οποία ενίοτε οδηγούν και σε νευρώσεις –ψυχικές παθήσεις ηπιότερες από τις ψυχώσεις, όπου δεν λειτουργεί καν, κατά την φιλοκαλική ορολογία, «ο ηγεμών νους» του ανθρώπου. Δεν υπάρχει χώρος για να δώσουμε ορισμούς όλων αυτών, απλώς θα πούμε ότι ο π. Χρυσόστομος αναφέρει (σ. 335) διάφορα είδη νευρώσεων, και λέγει και αρκετά για το άγχος. «Στις νευρώσεις, λέγει, προσβάλλεται κατ’ εξοχήν ο χώρος της αισθήσεως, που κατακλύζεται από αγχώδη βιώματα». Οι λογισμοί, και τα πάθη που περιγράψαμε, προξενούν άγχος, το οποίο γεννιέται για τους λόγους που ανέλυσε ο π. Συμεών, και μερικές φορές τείνει να είναι ανεξέλεγκτο. «Αυτό μπορεί να αποδοθεί, γράφει, στην συσσώρευση παρά φύσιν διεργασιών-λογισμών, που αποτελούν εστία δυσαρμονίας». Με τον όρο «δυσαρμονία» εννοείται το εξής: ο άνθρωπος πλάσθηκε από τον Θεό και για τον Θεό και στην αρχή οι ψυχικές του δυνάμεις ήταν όλες ενωμένες και στραμμένες στην κοινωνία με τον Δημιουργό του. Όταν όμως ο άνθρωπος αμάρτησε, διασπάστηκε ο ψυχικός του κόσμος και οι διάφορες ψυχικές δυνάμεις άρχισαν να μην συνεργάζονται αρμονικά, αλλά αυτονομήθηκαν – αλλού τείνει η αίσθηση, αλλού τείνει η διάνοια, αλλού ο νους κ.λπ. Οι λογισμοί, επαναλαμβάνουμε, παύουν να είναι αγαθοί, σχετικοί με τον Δημιουργό του, και αρχικά γίνεται ακριβώς μια προσκόλληση στην αίσθηση. Αυτή η τελευταία είναι μεν μια θετική δύναμη του ανθρώπου, καθώς μέσω αυτής ο άνθρωπος προσλαμβάνει τον κόσμο και δέχεται παραστάσεις και από τον συνάνθρωπο, ωστόσο, όταν αιχμαλωτίζεται στην ύλη, τότε καταντά άρρωστη. Για παράδειγμα ο άνθρωπος κοιτά εμπαθώς την τροφή, το γυναικείο σώμα, τα χρήματα κ.λπ. Ψυχή και σώμα όμως αλληλεπιδρούν. «Οι διαδικασίες που συγκρατούν το άγχος, μεταφέρονται στο σώμα ως ψυχική ενέργεια μέσα από τον νευρικό ιστό, με αποτέλεσμα δυσάρεστα συμπτώματα (αρρυθμίες, ταχύπνοια κ.λπ.). Το άγχος μπορεί να φτάσει μέχρι την διαταραχή πανικού – και μάλιστα φθάνουμε να έχουμε επανειλημμένες προσβολές πανικού, λόγω εκθέσεως σε αγχώδη κατάσταση, υπερβολική ένταση φόβου, αίσθημα επικείμενης καταστροφής και σωματικά συμπτώματα. Επίσης εμφανίζεται ενίοτε και δύσπνοια, εφίδρωση, ταχυκαρδία, προκάρδιο άλγος, αίσθημα αστάθειας κ.λπ. Άλλα είδη νευρώσεων είναι η αγοραφοβία, η φοβική διαταραχή, η καταθλιπτική διαταραχή, η αγχώδης ή γενικευμένη αγχώδης διαταραχή, καθώς επίσης και η ψυχαναγκαστική-καταναγκαστική διαταραχή. Στην τελευταία το ενδιαφέρον είναι ότι η παθολογική εστία δεν ευρίσκεται τόσο στην αίσθηση, αλλά πλησιέστερα στην λογική και διανοητική δύναμη. Δεν θα το αναλύσουμε αυτό περισσότερο εδώ, απλώς πρέπει να πούμε ότι το άγχος βιώνεται μόνον όταν το άτομο αντισταθεί σε κάποιες επίμονες σκέψεις-ιδέες, ή πράξεις, που είναι «αυτόκλητες» στην συνείδησή του. Οι τελετουργικές πράξεις, όπως πλύσιμο χειρών σε συνδυασμό με μικροβιοφοβία ή η εσωτερική παρόρμηση προς βλασφημία, υποδηλώνουν συμμετοχή της διάνοιας στην όλη νευρωτική συμπεριφορά. Η λογική (λόγος), λέγει ο π. Χρυσόστομος, αδυνατεί να ελέγξει την «διάνοια», με αποτέλεσμα να εισάγονται μέσω αυτής πλήθος ανυπόστατες ιδέες, που βασανίζουν κυριολεκτικά το άτομο: ενστικτώδεις ορμές, αμφιβολίες ελέγχου σωστών λειτουργιών, λεκτική προσπάθεια ανατροπής, ώστε το περιεχόμενο της ψυχαναγκαστικής σκέψεως να αποτελείται από αριθμούς ή φράσεις, οι οποίες επαναλαμβανόμενες ανακουφίζουν από το άγχος κ.ά. Η έντονη χρήση της διάνοιας διασπά και αυτήν την βούληση, με αποτέλεσμα να παρουσιάζεται αμφιθυμία, δηλαδή ταυτόχρονη συνύπαρξη δύο αντίθετων τάσεων ή επιθυμιών. Η κυριαρχία της διάνοιας απομονώνεται από την αίσθηση, καθώς τους ψυχαναγκαστικούς χαρακτηρίζει η συναισθηματική απραξία, η οποία τους στερεί την χαρά και την αγάπη. «Μπροστά στο δίλημμα αγάπης ή μίσους που ταλαιπωρεί τον ψυχαναγκαστικό, ο μηχανισμός της μόνωσης, των συναισθημάτων και της ψυχρής συμπεριφοράς αποτελεί κάποια προσωρινή ηρέμηση. Γι’ αυτό παρατηρείται μια διανοητικοποίηση κάθε θέματος ή οποία επίσης τους απογυμνώνει από τα συναισθήματα», παρατηρεί ο συγγραφεύς.
Υπάρχουν πολλά και διάφορα είδη νευρώσεων, αλλά τα βασικότερα είναι αυτά. Πώς όμως θεραπεύονται; Πώς θεραπεύεται το ανεξέλεγκτο άγχος, η αγοραφοβία, η καταναγκαστική διαταραχή κ.λπ. Ο π. Συμεών Κραγιόπουλος έχει πει πολλά και για τον τρόπο της θεραπείας, επειδή ωστόσο ήδη έχουμε παρουσιάσει ως ένα σημείο τις κύριες θέσεις του (βλ. το άρθρο μας «Ο πατήρ Συμεών Κραγιόπουλος και η ψυχική ασθένεια») θα μιλήσουμε εδώ για τις θέσεις του π. Χρυσοστόμου, που, όπως ο ίδιος λέγει, δεν πρέπει να θεωρηθούν ένας «μπούσουλας» για όλους, καθώς κάθε πρόσωπο είναι μοναδικό και εξατομικευμένη θα είναι η θεραπεία του. Ο θεολόγος λοιπόν λέγει (σ. 256 κ.ε.) ότι οι Πατέρες της Εκκλησίας μιλούν αρχικά για την «πρακτική φιλοσοφία», με την οποία ξεκινά η πνευματική ζωή. Αυτή η «πρακτική φιλοσοφία» έχει ως κύριο έργο της να καθάρει τον νου, και τον λόγο βέβαια και την αίσθηση, από κάθε εμπαθή λογισμό. Χρειάζεται αρκετός κόπος και πολλή οδύνη για να θεραπευτεί κανείς.
Ας δούμε ακριβέστερα τι συμβαίνει. Υπάρχουν λοιπόν τα «εμπαθή ψυχικά ενεργήματα» (σ. 257), που είναι συνδυασμένα με εμπαθείς λογισμούς και επαναστρέφονται από την φιλαυτία της αισθήσεως στην καθολική εγκράτεια, από την άγνοια του λόγου στην γνώση των λόγων και των νόμων των εντολών, όπως και από την του νοός στην προσευχή, γεννήτρια της «εν αγάπη» ενώσεως με τον Θεό. Αυτό σημαίνει ότι η πνευματική ζωή, στην καρδιά της οποίας υπάρχει εμφυτευμένη η τάση για ένωση με τον Θεό, ξεκινά με κάποια «εγκράτεια», με την μελέτη του Ευαγγελίου («γνώση των λόγων και νόμων των εντολών») και την προσευχή, που είναι ικανή να ενώσει τον άνθρωπο με τον Θεό. Είναι αλήθεια ότι ο νευρωτικός νηστεύει πιο δύσκολα, συγκεντρώνεται δυσκολότερα στην μελέτη των Γράφων και επίσης προσεύχεται δυσκολότερα. Ωστόσο, όπως και να είναι, στο βάθος πρέπει να θέλει να γιατρευτεί από όλα αυτά, να υπάρξει η δική του «συνέργια» στην θεραπεία, γιατί ο Θεός έκανε το πλάσμα Του ελεύθερο -μερικοί ερωτεύονται ακόμη και την αρρώστια τους. Γι’ αυτό ο Κύριος ρωτούσε τους ασθενείς: «θέλεις υγιής γενέσθαι;».
Θα πούμε λίγα λόγια ακόμη για την «πρακτική φιλοσοφία», αυτή την πάλη κατά των παθών, προπαντός των σωματικών. Κατά τους Πατέρες αρχή όλων των παθών είναι η «φιλαυτία», η άλογη δηλαδή φιλία για το σώμα. «Πάθος εστί κίνησις ψυχής παρά φύσιν ή επί φιλίαν άλογον, ή επί μίσος άκριτον, ή τινος διά τι των αισθητών», λέγει κάπου ο Άγιος Μάξιμος. Έτσι, αρχή της καταπολεμήσεως των παθών είναι η απαθής κίνηση της ψυχής προς το σώμα και τα αισθητά, την οποία κατευθύνει ο υγιής νους και λόγος: «του θυμού και της επιθυμίας (της αισθήσεως) επιστατών ο λόγος ποιεί τας αρετάς», λέγει πάλι ο Άγιος Μάξιμος. Κατ’ εξοχήν φορέας της παρά φύσιν επιθυμίας των αισθητών «είναι ο αντίστοιχος λογισμός», λέγει ο άγιος Νικόλαος Καβάσιλας. Η κατ’ ενέργειαν λοιπόν αμαρτία εξαρτάται από την κατάφαση στον λογισμό της επιθυμίας, πράγμα που σημαίνει ότι επιθυμία και λογισμοί συνδέονται στενά. Υπάρχει ο «ευσεβής λογισμός» που είναι «αυτοκράτωρ» των παθών, πράγμα που σημαίνει ότι με τους ευσεβείς λογισμούς εκδιώκουμε και κυριαρχούμε στα πάθη. Είναι πρόδηλο ότι, από τις συχνά άδηλες διεργασίες των λογισμών της ψυχής εξαρτάται και η κατά φύσιν, ή η παρά φύσιν, κίνηση των ψυχικών δυνάμεων. Και, κατά συνέπεια οι λογισμοί πολεμούνται όχι όταν τους απωθούμε απλώς, αλλά όταν βάλουμε στην θέση τους μια θετική πνευματική εργασία. Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να υπάρξει «εκτομή της εμπαθούς σχέσεως της ψυχής προς το σώμα», κατά τον άγιο Μάξιμο. Διαμορφώνονται τότε και οι κατά φύσιν σωστοί λογισμοί σε σχέση με τα αισθητά. Τα πάθη διαλύονται όταν ο νους εξετάσει το αποτέλεσμα της αισθήσεως και της συμπλοκής της επιθυμίας με αυτά, και, ταπεινωνόμενος, διαλύει την σύστασή του. Τελειώνοντας λέμε ότι η συγκρότηση των παθών μέσω των εσωτερικών λογισμών δίνει την δυνατότητα στον νου να ορθώσει όχι μόνο τους έμφυτους αγαθούς λογισμούς της ψυχής και τον λόγο της συνειδήσεως (που εμφυσείται στον άνθρωπο, κατά τους Πατέρες, από τους αγγέλους), και επίσης τους «λόγους των θείων εντολών και αρετών» προς αντιστροφή των παθών. Κατά το παράδειγμα του πειρασθέντος Χριστού, οι πειρασμοί αντιμετωπίζονται με την ενεργοποίηση των αντιθέτων προς αυτούς λόγους και των αρετών. Αλλά όλα αυτά πρέπει, ξαναλέμε, να εξειδικευθούν. Για να γυρίσουμε ξανά στον π. Συμεών Κραγιόπουλο, όλη η μελαγχολία μπορεί να γίνει μετάνοια, το κόμπλεξ κατωτερότητας έχει μέσα του έτοιμη ταπείνωση κ.λπ. Κάθε ένας που έχει μια συγκεκριμένη ιδιοσυγκρασία ή νευρωτική διαταραχή θα αντιμετωπιστεί διαφορετικά κατά την ποιμαντική μέριμνα.
Θα σταματήσουμε εδώ την παρουσίαση του συγκεκριμένου θέματος από τον π. Χρυσόστομο, ελπίζοντας ότι θα μας δοθεί η ευκαιρία να μιλήσουμε περισσότερο για αυτό το βιβλίο και την θεματολογία του.
************
Εξετάσαμε ακροθιγώς το ζήτημα των λογισμών και των ψυχικών παθήσεων από δύο κορυφαίους θεολόγους της εποχής μας. Ζητώ συγγνώμη από τον αναγνώστη για τυχόν λάθη ή αβλεψίες.
Ο ζωγραφικός πίνακας που συμπληρώνει τη σελίδα ("Κοπέλλα με ομπρέλα", 1973) είναι έργο του Νίκου-Γαβριήλ Πεντζίκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου