Συνέχεια από: Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024
ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ
Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ
Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Η ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΟΔΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ
Σωματικὴ ἄσκηση εἶναι καὶ ἡ νηστεία, ὡστόσο ἀποβλέπει καὶ αὐτὴ στὸν ἁγιασμὸ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μόνο στη χαλιναγώγηση τῶν σωματικῶν ἐπιθυμιῶν. Οἱ καρποὶ τῆς νηστείας εἶναι πνευματικὰ ἐπιτεύγματα, δείγματα τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου.[ΟΙ ΝΗΣΤΕΙΕΣ ΕΙΝΑΙ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΕΣ ΣΤΙΣ ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΕΟΡΤΕΣ, ΟΠΩΣ ΚΑΙ Η ΝΗΣΤΕΙΑ ΠΡΙΝ ΤΗΝ Θ. ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑ, Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ Ο ΟΠΟΙΟΣ ΔΗΛΩΣΕ ΟΤΙ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΦΑΕΙ ΕΙΔΩΛΟΘΥΤΑ ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΘΑ ΠΕΙΡΑΞΕΙ ΠΟΤΕ ΤΟΝ ΑΔΕΛΦΟ ΤΟΥ ΤΙ ΕΝΝΟΕΙ; ΠΙΣΤΕΥΕΙ ΤΟ ΣΩΜΑ; ΤΟ ΣΩΜΑ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΩΜΑ;]«Νηστεία ἐστί...
ψυχῆς φωστήρ· νοὸς φυλακή...
πονηρῶν ἐννοιῶν ἐκκοπή...
προσευχῆς καθαρότης...
κατανύξεως θύρα·
στεναγμός ταπεινός· συντριμμὸς ἱλαρός·
πολυλογίας ἀργία, ἡσυχίας ἀφορμή ὑπακοῆς φύλαξ᾽
ἀπαθείας πρόξενος. Παραδείσου θύρα καὶ τρυφή»9.
Δὲν εἶναι αὐτὰ ἔμμεσα ἀποτελέσματα τῆς νηστείας, καρποὶ τοῦ πνεύματος ὅταν τὸ σῶμα χαλιναγωγηθῆ καὶ δὲν δημιουργῆ περίσπαση. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ νηστεία ὡς ἐπίτευγμα, ὡς ὑπακοὴ τοῦ σώματος στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν πλοῦτο αὐτὸ τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων.[ΨΥΧΗΣ ΦΩΣΤΗΡ; ΤΟ ΣΩΜΑ ΧΩΡΙΣ ΨΥΧΗ ΥΠΑΚΟΥΕΙ ΣΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ;] Γιὰ νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴν ταύτιση,[ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΣΟΥ ΔΙΟΤΙ ΤΑΥΤΙΣΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΚΤΟΣ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΨΥΧΗ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ, ΟΠΩΣ ΣΤΑ ΖΩΑ.] πρέπει νὰ ἀρνηθοῦμε τὰ δυαλιστικά σχήματα τῆς Φιλοσοφίας[ΤΟ ΝΟΥ] ἀλλὰ καὶ τὰ κριτήρια τῆς κοσμικῆς Ἠθικῆς, ποὺ ὁρίζουν τὴ σωματικὴ ἄσκηση ὡς προϋπόθεση ἀπελευθερώσεως τῶν πνευματικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τοὺς περιορισμοὺς τῆς ὕλης. Ὅταν δεχθοῦμε τὸν ἁγιασμὸ ὡς γεγονὸς ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὁλόκληρο ἄνθρωπο, στὴν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ ζητήσουμε ὁδοὺς καὶ τρόπους ἁγιασμοῦ ποὺ προϋποθέτουν τὴ μετοχὴ ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ σώματος καὶ τοῦ πνεύματός του. Τότε θὰ κατανοήσουμε καὶ τὴ νηστεία ὄχι ὡς αὐτοπειθαρχία – κυριαρχία τοῦ νοῦ πάνω στὴν ὕλη – ἀλλὰ ὡς μετοχὴ τοῦ σώματος στὴν ὑπακοὴ τὴν καθολικὴ τοῦ ἀνθρώπου στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔμπρακτη ἄρνηση τοῦ σώματος νὰ ἀποτελῆ αὐτοσκοπό, αὐτὸ καὶ οἱ ἐπιθυμίες του [ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΑΓΚΕΣ ΤΟΥ, ΚΑΘΟΤΙ ΤΟ ΣΩΜΑ ΠΡΟΣΤΕΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΡΧΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Ο ΝΟΥΣ ΟΤΑΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΦΥΣΕΙ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ. Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, Η ΦΥΣΗ, ΑΚΟΥΣΕ ΤΟΝ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΗΡΘΕ ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΕΙ ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΣ. ΜΟΝΟ ΣΤΟΥΣ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥΣ ΕΙΔΑΜΕ ΤΟ ΕΙΠΕ ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, ΤΗΝ ΚΛΗΣΗ, ΤΗΝ ΠΡΟΔΡΟΜΙΚΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ. Η ΔΟΥΛΕΙΑ ΚΥΒΕΡΝΑΤΑΙ ΑΠΟ ΑΛΛΟ ΝΟΜΟ, ΕΙΠΑ ΚΑΙ ΕΓΕΝΕΤΟ. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ. ΑΥΤΟ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΠΟΙΟΣ ΘΕΛΕΙ.] Γιὰ τὸν Ἰωάννη τῆς Κλίμακος εἶναι φανερὸ ὅτι ἡ νηστεία δὲν ἀφορᾶ στὴ γύμναση τῆς θελήσεως ἀλλὰ στὴν «καρδία», δὲν ἀποβλέπει στὴν ἐγωκεντρικὴ αὐτοκυριαρχία τῆς Ἠθικῆς οὔτε στὸν «ἐξαγνισμό» τοῦ περιορισμοῦ τῶν ὑλικῶν ἀναγκῶν, ἀλλὰ στὴν ταπείνωση τῆς «καρδίας», δηλαδὴ στὴ σωστή στάση τοῦ ὅλου ἀνθρώπου ἀπέναντι στὸ Θεὸ καὶ στὴν πειθαρχία τοῦ πλάνητος λογισμοῦ, τὴν ἀπόσπαση τῆς προσοχῆς τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴ ματαιότητα τῆς ἀπολυτοποιημένης φύσεως.[ΕΡΜΗΝΕΙΕΣ ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΜΟΥ ΒΑΣΑΝΙΖΟΥΝΕ ΠΟΛΛΕΣ. ΛΟΥΘΗΡΑΝΙΚΕΣ!!!
«Θλιβομένης κοιλίας ταπεινοῦται καρδία·
θεραπευομένης δὲ ταύτης, γαυριᾷ λογισμός»10.
Οἱ ἀλήθειες αὐτὲς εἶναι συμπεράσματα ἄμεσα ἀπὸ τὴν πεῖρα τῆς μοναχικῆς ἀσκήσεως:
«Ψηλάφα σεαυτὸν περὶ τὴν πρώτην τῆς ἡμέρας
καὶ περὶ τὴν μέσην
καὶ περὶ τὴν ἐσχάτην ὥραν πρὸ τῆς βρώσεως
καὶ μαθήσῃ ἐκ τούτου τὴν τῆς νηστείας ὠφέλειαν.
Σκιρτᾷ μὲν πρωΐας καὶ πελάζεται ὁ λογισμός·
τῆς ἕκτης καταλαβούσης, μικρὸν ὑπεχάλασε·
περὶ δὲ ἡλίου δύσιν, εἰς τέλος ἐταπεινώθη».11
Ἡ ἀντίθετη πεῖρα βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς νηστείας καὶ ἡ κατάχρηση τῆς τροφῆς γίνεται ἀφορμὴ γιὰ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς πτώσεις τοῦ μοναχοῦ:
«Γαστριμαργίαι ἐν συνοδίαις
πάντα τὰ πτώματα καὶ τὰς ἀθετήσεις ἐργάζονται».12
Ἡ ἀντίθετη πεῖρα βεβαιώνει ὅτι ἡ ἀθέτηση τῆς νηστείας καὶ ἡ κατάχρηση τῆς τροφῆς γίνεται ἀφορμὴ γιὰ ὅλα τὰ πάθη καὶ τὶς πτώσεις τοῦ μοναχοῦ:
«Γαστριμαργίαι ἐν συνοδίαις
πάντα τὰ πτώματα καὶ τὰς ἀθετήσεις ἐργάζονται».12
Ἡ διαπίστωση ἐδῶ μοιάζει μὲ ὑπερβολικό, ἀπόλυτο ἀφορισμό, ωστόσο, ἡ συσχέτιση τῆς γαστριμαργίας μὲ ὅλα τὰ ὑπόλοιπα πάθη τοῦ ἀνθρώπου δὲν γίνεται μόνο στὴν Κλίμακα, εἶναι πολύ συχνή στὴν ἀσκητικὴ γραμματεία τῆς ᾿Ανατολῆς. Δὲν ἔχουν ὅλα τὰ πάθη αἰτία πάντοτε τὴ γαστριμαργία, ἀλλὰ ἡ γαστριμαργία μπορεῖ νὰ γεννήση ὅλα τὰ πάθη. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὴ ἡ ἐπιμονὴ τῆς πατερικῆς διδασκαλίας στὴν ἔξαρση τῆς νηστείας, καὶ μόνο μὲ τὴ βάση ποὺ θέσαμε παραπάνω μποροῦμε νὰ τὴν καταλάβουμε: Ἡ νηστεία εἶναι ὁ ἄμεσος καὶ κατεξοχήν τρόπος ἀρνήσεως τοῦ σώματος νὰ ὑποταχθῆ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς ἐπαναστατημένης φύσεως. Ὁ «κόρος τῶν βρωμάτων», ἡ γαστριμαργία, δὲν εἶναι ὁδὸς «κατὰ φύσιν», δὲν ἀποβλέπει στη συντήρηση τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὴ σωστή χρήση τοῦ κόσμου ὡς εὐλογίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ στὴν αὐτοϊκανοποίηση τῆς φύσεως, στὴν ἀπολυτοποίηση τῆς φύσεως, στὴν ἡδονή. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι
«κόρος βρωμάτων, πορνείας πατήρ·
θλίψις δὲ κοιλίας, ἁγνείας πρόξενος».
Καὶ προσθέτει ὁ Κλίμακος:
«Λέοντα ὁ κολακεύσας, πολλάκις ἡμέρωσε·
σῶμα δὲ ὁ θεραπεύσας, ἐπὶ πλεῖον ἠγρίωσε».13
Αὐτὸ τὸ χωρίο (καὶ μερικὰ ἀκόμη μὲ ἀνάλογο περιεχόμενο) ἂν ἑρμηνευτή ξεχωρισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Κλίμακα δίνει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φυσικῆς - βιολογικῆς μόνο σχέσεως ἀνάμεσα στὴ νηστεία καὶ στὴν ἁγνότητα ἢ στὴ γαστριμαργία καὶ στὴν πορνεία. Καὶ ὑπάρχει, ὁπωσδήποτε, μιὰ τέτοια καταρχὴν σχέση, μιὰ ὀργανικὴ συσχέτιση καὶ διαδοχὴ στὶς φάσεις τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως - καὶ ἀντίστοιχα στὶς φάσεις τῆς καταστολῆς της:
«Ωσπερ τὸ ἔλαιον
καὶ μὴ βουλομένην τὴν θάλασσαν ἡμεροῖ,
οὕτω καὶ ἡ νηστεία
κατασβέννυσιν ἀκούσας τὰς τοῦ σώματος πυρώσεις».14
῎Αλλα ὅμως δεδομένα, τὸ ἴδιο πραγματικὰ καὶ ἐμπειρικά, ἀναιροῦν αὐτὴ τὴ συσχέτιση καὶ τὴν ὑποχρεωτική φυσική διαδοχή. Συχνὰ οἱ ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες ἔχουν ἀφορμὲς ἀντίθετες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ θεωροῦμε φυσικές, ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως ἐκδηλώνεται σὲ φάσεις ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αἰτιολογηθοῦν ἀντικειμενικά, ἔχουν ἕνα χαρακτήρα μοναδικὸ καὶ ἀνόμοιο – θὰ μπορούσαμε να ποῦμε: ἕνα χαρακτήρα προσωπικό. Μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα ἕνα σχετικό παράδειγμα τῆς Κλίμακος:
«Ἔστιν ἀνάπαυσις τῇ ἐχθρᾷ,
τὴν τοῦ νοῦ δύναμιν διϋπνίζουσα
καὶ πύρωσιν μὴ ἐγείρουσα·
καὶ ἔστι πολλὴ κατάτηξις,
ἴσως καὶ τὰς κινήσεις κινήσασα·
ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾽ ἑαυτοῖς,
ἀλλ᾽ ἐπὶ τῷ ἀγνώστως τὴν ζῶσαν θανατοῦντι Θεῷ».15
Τὰ ἀποτελέσματα, λοιπόν, τῆς ἀσκήσεως, καὶ συγκεκριμένα τῆς νηστείας, δὲν ἀναφέρονται πάντοτε στὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα ἀλλὰ πολὺ συχνὰ σὲ μιὰν ἄμεση σχέση τοῦ σώματος μὲ τὸν Θεό – ἀνάλογη μὲ τὴν ἄμεση πνευματικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ νηστεία ὑπερβαίνει τὴν ἀντικειμενικὴ σκοπιμότητα, οἱ φυσικὲς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες καταστέλλονται «ἀγνώστως», δηλαδὴ μὲ τρόπο ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστο, μοναδικὸ καὶ ἀνόμοιο, ποὺ ἀναφέρεται στὴ μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ στόχος τῆς νηστείας, ὅπως καὶ κάθε σωματικῆς ἐγκράτειας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ἡ χαλιναγώγηση τῆς φύσεως, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ φύση καὶ ἡ σχέση μαζί της, ἀλλὰ ἡ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἡ προσωπικὴ ἀναφορὰ τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς φύσεως ἄμεσα στὸ Θεό.
Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ εἶναι προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως καὶ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς θρησκευτικῆς αὐτάρκειας ποὺ συνοδεύει τὴ νομικὴ ἀντίληψη τῆς ἀξιομισθίας. Σημαίνει τὴν ταπείνωση, τὴν ἔλλειψη πεποιθήσεως στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴν ἀρετή μας, ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Εἶναι μιὰ προσφορὰ τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας στὸ Θεό, μιὰ καθολική ἑτοιμότητα ἀποδοχῆς τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ ποὺ μόνη αὐτή, «ἀγνώστως» – μὲ τρόπο ἀντικειμενικὰ καὶ σκεπτικὰ ἀπροσδιόριστο – ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στη χαρισματική κατάσταση τῆς νεκρώσεως τῶν «παρὰ φύσιν» ἐπιθυμιῶν.
«κόρος βρωμάτων, πορνείας πατήρ·
θλίψις δὲ κοιλίας, ἁγνείας πρόξενος».
Καὶ προσθέτει ὁ Κλίμακος:
«Λέοντα ὁ κολακεύσας, πολλάκις ἡμέρωσε·
σῶμα δὲ ὁ θεραπεύσας, ἐπὶ πλεῖον ἠγρίωσε».13
Αὐτὸ τὸ χωρίο (καὶ μερικὰ ἀκόμη μὲ ἀνάλογο περιεχόμενο) ἂν ἑρμηνευτή ξεχωρισμένο ἀπὸ τὴν ὑπόλοιπη Κλίμακα δίνει τὴν ἐντύπωση μιᾶς φυσικῆς - βιολογικῆς μόνο σχέσεως ἀνάμεσα στὴ νηστεία καὶ στὴν ἁγνότητα ἢ στὴ γαστριμαργία καὶ στὴν πορνεία. Καὶ ὑπάρχει, ὁπωσδήποτε, μιὰ τέτοια καταρχὴν σχέση, μιὰ ὀργανικὴ συσχέτιση καὶ διαδοχὴ στὶς φάσεις τῆς ἀνταρσίας τῆς φύσεως - καὶ ἀντίστοιχα στὶς φάσεις τῆς καταστολῆς της:
«Ωσπερ τὸ ἔλαιον
καὶ μὴ βουλομένην τὴν θάλασσαν ἡμεροῖ,
οὕτω καὶ ἡ νηστεία
κατασβέννυσιν ἀκούσας τὰς τοῦ σώματος πυρώσεις».14
῎Αλλα ὅμως δεδομένα, τὸ ἴδιο πραγματικὰ καὶ ἐμπειρικά, ἀναιροῦν αὐτὴ τὴ συσχέτιση καὶ τὴν ὑποχρεωτική φυσική διαδοχή. Συχνὰ οἱ ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες ἔχουν ἀφορμὲς ἀντίθετες ἀπὸ αὐτὲς ποὺ θεωροῦμε φυσικές, ἡ ἀνταρσία τῆς φύσεως ἐκδηλώνεται σὲ φάσεις ποὺ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ αἰτιολογηθοῦν ἀντικειμενικά, ἔχουν ἕνα χαρακτήρα μοναδικὸ καὶ ἀνόμοιο – θὰ μπορούσαμε να ποῦμε: ἕνα χαρακτήρα προσωπικό. Μᾶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα ἕνα σχετικό παράδειγμα τῆς Κλίμακος:
«Ἔστιν ἀνάπαυσις τῇ ἐχθρᾷ,
τὴν τοῦ νοῦ δύναμιν διϋπνίζουσα
καὶ πύρωσιν μὴ ἐγείρουσα·
καὶ ἔστι πολλὴ κατάτηξις,
ἴσως καὶ τὰς κινήσεις κινήσασα·
ἵνα μὴ πεποιθότες ὦμεν ἐφ᾽ ἑαυτοῖς,
ἀλλ᾽ ἐπὶ τῷ ἀγνώστως τὴν ζῶσαν θανατοῦντι Θεῷ».15
Τὰ ἀποτελέσματα, λοιπόν, τῆς ἀσκήσεως, καὶ συγκεκριμένα τῆς νηστείας, δὲν ἀναφέρονται πάντοτε στὴ φυσικὴ ἀναγκαιότητα ἀλλὰ πολὺ συχνὰ σὲ μιὰν ἄμεση σχέση τοῦ σώματος μὲ τὸν Θεό – ἀνάλογη μὲ τὴν ἄμεση πνευματικὴ σχέση τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό. Ἡ νηστεία ὑπερβαίνει τὴν ἀντικειμενικὴ σκοπιμότητα, οἱ φυσικὲς ἐπαναστατημένες ἐπιθυμίες καταστέλλονται «ἀγνώστως», δηλαδὴ μὲ τρόπο ἀντικειμενικὰ ἀπροσδιόριστο, μοναδικὸ καὶ ἀνόμοιο, ποὺ ἀναφέρεται στὴ μοναδικότητα καὶ ἀνομοιότητα τῆς ζωῆς τοῦ προσώπου. Μὲ ἄλλα λόγια, ὁ στόχος τῆς νηστείας, ὅπως καὶ κάθε σωματικῆς ἐγκράτειας, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μόνο ἡ χαλιναγώγηση τῆς φύσεως, δηλαδὴ ἡ ἴδια ἡ φύση καὶ ἡ σχέση μαζί της, ἀλλὰ ἡ σχέση μὲ τὸν Θεό, ἡ προσωπικὴ ἀναφορὰ τῆς προσπάθειας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ὑποταγὴ τῆς φύσεως ἄμεσα στὸ Θεό.
Αὐτὴ ἡ ἀναφορὰ εἶναι προϋπόθεση τῆς χριστιανικῆς ἀσκήσεως καὶ βρίσκεται στοὺς ἀντίποδες τῆς θρησκευτικῆς αὐτάρκειας ποὺ συνοδεύει τὴ νομικὴ ἀντίληψη τῆς ἀξιομισθίας. Σημαίνει τὴν ταπείνωση, τὴν ἔλλειψη πεποιθήσεως στὸν ἑαυτό μας καὶ στὴν ἀρετή μας, ποὺ κάνει δυνατὴ τὴν κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Εἶναι μιὰ προσφορὰ τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας στὸ Θεό, μιὰ καθολική ἑτοιμότητα ἀποδοχῆς τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ ποὺ μόνη αὐτή, «ἀγνώστως» – μὲ τρόπο ἀντικειμενικὰ καὶ σκεπτικὰ ἀπροσδιόριστο – ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στη χαρισματική κατάσταση τῆς νεκρώσεως τῶν «παρὰ φύσιν» ἐπιθυμιῶν.
Ας προστεθῆ σὲ αὐτὰ ὅτι, σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῆς Κλίμακος, οἱ ἐπαναστατημένες φυσικὲς ἐπιθυμίες ἔχουν ὄχι μόνο ἀπροσδιόριστες ἀντικειμενικὲς ἀφόρμὲς ἀλλὰ καὶ ἀπροσδιόριστη ἀφετηρία – γεννιῶνται ἄλλοτε στὴν ψυχὴ καὶ ἄλλοτε στὸ σῶμα.
«Τινές φασιν
ἐκ τῶν λογισμῶν τῆς πορνείας τὸ σῶμα εἰς πάθη ἔρχεσθαι·
τινές δε τὸ ἔμπαλιν,
ἐκ τῶν τοῦ σώματος αἰσθήσεων τοὺς πονηροὺς
ἀποτίκτεσθαι λογισμούς»16.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἕνα γεγονὸς καθολικώτερο ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα ἢ παρόρμηση, ἕνα γεγονὸς ψυχοσωματικό, ποὺ συγκεφαλαιώνει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι καθολικὴ ἡ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν χωρὶς ὅρια ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὀνομάζεται στὴν Κλίμακα πάθος, στὸ χῶρο τῆς ἀπολυτοποιημένης ἐπιθυμίας ὁ ἄνθρωπος πάσχει. Πάθος σημαίνει τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπόλυτα μέσα σὲ πλαίσια πολὺ σχετικά. Ἡ ἄσκηση μάχεται τὴν ἐπιθυμία, ἀρνεῖται τὴν ἀπολυτοποιημένη αὐτονομία της γιὰ νὰ μείνη ἐλεύθερος ὁ χῶρος στὴν «ἀπόλυτη» διάσταση τῆς «εἰκόνας» τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προέλευση τῶν παθῶν ἐπισημαίνεται κάποτε ἀπὸ πρακτική σκοπιμότητα, γιὰ νὰ πολεμηθοῦν οἱ συχνότερες ἀφορμές – σωματικὲς ἢ ψυχικές – τῆς ἐπιθυμίας. Γιὰ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους, μᾶς λέει ἡ Κλίμακα, ἀφετηρία τῶν παθῶν εἶναι συχνότερα τὸ σῶμα, ποὺ διεγείρεται ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἀφορμὲς καὶ προκλήσεις. Ἐνῶ, «διὰ τοὺς μετιόντας τὸν μονήρη βίον» ἀφετηρία τῶν παθῶν εἶναι συχνότερα ἡ ψυχή, ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἀπουσία ἐξωτερικῶν ἀφορμῶν, «διὰ τὴν τῶν ὑλῶν ἀπορίαν»17.
Ωστόσο, πέρα ἀπὸ τὶς σχετικὲς αὐτὲς διακρίσεις, ἡ ἐμπειρία τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς βλέπει τὸ πάθος νὰ ἀναφέρεται στὴν ἐνδότερη περιοχὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι συχνὰ ἄσχετο μὲ τοὺς λογισμοὺς ἢ τὶς αἰσθήσεις. Οἱ «ἀκριβέστατοι τῶν γνωστικῶν πατέρων» μιλᾶνε γιὰ τὸν «παραρριπισμό τοῦ νοός», γιὰ τὴ φανέρωση τοῦ πάθους «χρόνου χωρίς καὶ λόγου καὶ εἰκόνος», πέρα ἀπὸ τὶς χρονικές, λογικές καὶ αἰσθητικὲς διαστάσεις τῆς ζωῆς:
«Οὐδὲν τούτου ὀξύτερον ἢ ἀφανέστερον ἐν πνεύμασιν εὑρίσκεται μνήμη ψιλῇ καὶ ἀσυνδυάστῳ, ἀχρόνῳ τε καὶ ἀφθάστῳ, παρά τισι δὲ καὶ ἀγνώστῳ τὴν ἑαυτοῦ παρουσίαν ἐμφαῖνον (τὸ πάθος)»18.
Εἶναι μάταιο νὰ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ νὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ ἔννοιες αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις τῆς ἰσόβιας σπουδῆς τῶν ἀσκητῶν, αὐτὴ τὴν ἐμπειρικὴ ἀνθρωπογνωσία που ξεπερνάει κάθε σκεπτικό προσδιορισμό. Διαισθανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτατη ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στη Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνταρσία ποὺ ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ πρωταρχικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ κάθε προσδιορισμό χρόνου, λόγου ἢ εἰκόνας. Ἡ Κλίμακα βεβαιώνει ὅτι μόνο «διὰ πένθους» μπορεῖ νὰ φτάση κανεὶς στὴ «λεπτότητα» μιᾶς τέτοιας διακρίσεως, ὥστε νὰ κατορθώση νὰ κατανοήση πῶς εἶναι δυνατὸ «ἐκτὸς πάσης ἐννοίας καὶ λογισμοῦ, πορνεύειν ψυχὴν ἐμπαθῶς»19. Τὸ πένθος, ἡ ἐπώδυνη ἀλλὰ ταπεινὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου – τῆς ἀποτυχίας του νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ φυσικά εἶναι – συνιστᾶ μιὰν αὐτοκατανόηση, μιὰ προοδευτικὴ αὐτοδιερεύνηση τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπάρξεως, ἀπρόσιτη στὸν λόγο.
«Τινές φασιν
ἐκ τῶν λογισμῶν τῆς πορνείας τὸ σῶμα εἰς πάθη ἔρχεσθαι·
τινές δε τὸ ἔμπαλιν,
ἐκ τῶν τοῦ σώματος αἰσθήσεων τοὺς πονηροὺς
ἀποτίκτεσθαι λογισμούς»16.
Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία εἶναι ἕνα γεγονὸς καθολικώτερο ἀπὸ τὴ βιολογικὴ ἀναγκαιότητα ἢ παρόρμηση, ἕνα γεγονὸς ψυχοσωματικό, ποὺ συγκεφαλαιώνει ὁλόκληρο τὸν ἄνθρωπο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ εἶναι καθολικὴ ἡ ὑποταγὴ τοῦ ἀνθρώπου στὴν χωρὶς ὅρια ἐπαναστατημένη ἐπιθυμία. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ ὀνομάζεται στὴν Κλίμακα πάθος, στὸ χῶρο τῆς ἀπολυτοποιημένης ἐπιθυμίας ὁ ἄνθρωπος πάσχει. Πάθος σημαίνει τὴν ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἐπιθυμεῖ ἀπόλυτα μέσα σὲ πλαίσια πολὺ σχετικά. Ἡ ἄσκηση μάχεται τὴν ἐπιθυμία, ἀρνεῖται τὴν ἀπολυτοποιημένη αὐτονομία της γιὰ νὰ μείνη ἐλεύθερος ὁ χῶρος στὴν «ἀπόλυτη» διάσταση τῆς «εἰκόνας» τοῦ Θεοῦ.
Ἡ προέλευση τῶν παθῶν ἐπισημαίνεται κάποτε ἀπὸ πρακτική σκοπιμότητα, γιὰ νὰ πολεμηθοῦν οἱ συχνότερες ἀφορμές – σωματικὲς ἢ ψυχικές – τῆς ἐπιθυμίας. Γιὰ τοὺς κοσμικοὺς ἀνθρώπους, μᾶς λέει ἡ Κλίμακα, ἀφετηρία τῶν παθῶν εἶναι συχνότερα τὸ σῶμα, ποὺ διεγείρεται ἀπὸ ἐξωτερικὲς ἀφορμὲς καὶ προκλήσεις. Ἐνῶ, «διὰ τοὺς μετιόντας τὸν μονήρη βίον» ἀφετηρία τῶν παθῶν εἶναι συχνότερα ἡ ψυχή, ἀκριβῶς γιὰ τὴν ἀπουσία ἐξωτερικῶν ἀφορμῶν, «διὰ τὴν τῶν ὑλῶν ἀπορίαν»17.
Ωστόσο, πέρα ἀπὸ τὶς σχετικὲς αὐτὲς διακρίσεις, ἡ ἐμπειρία τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς βλέπει τὸ πάθος νὰ ἀναφέρεται στὴν ἐνδότερη περιοχὴ τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου, νὰ εἶναι συχνὰ ἄσχετο μὲ τοὺς λογισμοὺς ἢ τὶς αἰσθήσεις. Οἱ «ἀκριβέστατοι τῶν γνωστικῶν πατέρων» μιλᾶνε γιὰ τὸν «παραρριπισμό τοῦ νοός», γιὰ τὴ φανέρωση τοῦ πάθους «χρόνου χωρίς καὶ λόγου καὶ εἰκόνος», πέρα ἀπὸ τὶς χρονικές, λογικές καὶ αἰσθητικὲς διαστάσεις τῆς ζωῆς:
«Οὐδὲν τούτου ὀξύτερον ἢ ἀφανέστερον ἐν πνεύμασιν εὑρίσκεται μνήμη ψιλῇ καὶ ἀσυνδυάστῳ, ἀχρόνῳ τε καὶ ἀφθάστῳ, παρά τισι δὲ καὶ ἀγνώστῳ τὴν ἑαυτοῦ παρουσίαν ἐμφαῖνον (τὸ πάθος)»18.
Εἶναι μάταιο νὰ ἐπιχειρήσουμε ἐδῶ νὰ ἑρμηνεύσουμε μὲ ἔννοιες αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις τῆς ἰσόβιας σπουδῆς τῶν ἀσκητῶν, αὐτὴ τὴν ἐμπειρικὴ ἀνθρωπογνωσία που ξεπερνάει κάθε σκεπτικό προσδιορισμό. Διαισθανόμαστε ὅτι πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτατη ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στη Χάρη τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴν ἀνταρσία ποὺ ἀναφέρεται σὲ αὐτὸ ποὺ πρωταρχικὰ εἶναι ὁ ἄνθρωπος πρὶν ἀπὸ κάθε προσδιορισμό χρόνου, λόγου ἢ εἰκόνας. Ἡ Κλίμακα βεβαιώνει ὅτι μόνο «διὰ πένθους» μπορεῖ νὰ φτάση κανεὶς στὴ «λεπτότητα» μιᾶς τέτοιας διακρίσεως, ὥστε νὰ κατορθώση νὰ κατανοήση πῶς εἶναι δυνατὸ «ἐκτὸς πάσης ἐννοίας καὶ λογισμοῦ, πορνεύειν ψυχὴν ἐμπαθῶς»19. Τὸ πένθος, ἡ ἐπώδυνη ἀλλὰ ταπεινὴ ἀποδοχὴ τῆς ἀποτυχίας τοῦ ἀνθρώπου – τῆς ἀποτυχίας του νὰ εἶναι αὐτὸ ποὺ φυσικά εἶναι – συνιστᾶ μιὰν αὐτοκατανόηση, μιὰ προοδευτικὴ αὐτοδιερεύνηση τοῦ μυστηρίου τῆς ὑπάρξεως, ἀπρόσιτη στὸν λόγο.
Ἡ αὐτεπίγνωση καὶ αὐτοσυνειδησία «διὰ ταπεινοφροσύνης πολλῆς» ἀποκαλύπτει στὸν ἀσκητὴ κάποτε περισσότερο συγκεκριμένα ὅτι αὐτὴ ἡ ἐσώτατη ἀντίσταση τοῦ ἀνθρώπου στὸ Θεό, ποὺ κινεῖ τὴν ἀνταρσία τῆς φύσεως, ὁ βαθύτατος πυρήνας τοῦ σαρκικοῦ πάθους εἶναι ἡ ὑπερηφάνεια20. «Ωσπερ ὄφις κρυπτόμενος κατὰ τὸ βάθος τῆς καρδίας» ἡ ὑπερηφάνεια γίνεται ἡ αἰτία τῶν σαρκικῶν κινημάτων τῶν αἰσθήσεων καὶ τοῦ νοῦ, καὶ μόνο ὅταν αὐτὴ νεκρωθῆ ὁ ἄνθρωπος ἀπαλάσσεται ἀπὸ τὸν «δερμάτινο χιτώνα», τὴν ἐπαναστατημένη σάρκα, ποὺ τὴ φόρεσε μαζὶ μὲ τὴ γέννησή του.
«Σκοπείτωσαν τοίνυν (οἱ ἀγωνισάμενοι πολλὰ πρὸς τὸν τῆς πηλοῦ σύζυγον δαίμονα)
καὶ πάσῃ σπουδῇ τὸν προειρημένον ὄφιν
τῆς ἑαυτῶν καρδίας διὰ ταπεινοφροσύνης πολλῆς
νεκρώσαντες ἀπελασάτωσαν·
ὅπως ἀλλοτριωθέντες αὐτοῦ
δυνήσωνται ἴσως καὶ οὗτοί ποτε
τοὺς δερματίνους χιτῶνας ἐκδύσασθαι,
καὶ τὸν τῆς ἁγνείας ἐπινίκειον ὕμνον,
ὥς ποτε τὰ ἁγνὰ νήπια,
ἆσαι τῷ Κυρίῳ·
εἴπερ ἐκδυσάμενοι,
οὐ γυμνοὶ τῆς ἐκείνων κακίας καὶ φυσικῆς ταπεινώσεως
εὑρεθήσονται»21 - 22.
***
Σημειώσεις
9. ΙΔ΄ λα΄ 85.
10. ΙΔ΄ ιζ΄ 84.
11. ΙΔ΄ ιη΄ 84.
12. Δ΄ לζ΄ 45.
13. ΙΔ΄ γ΄ 82.
14. ΚΣΤγ΄ ιη΄ 147.
15. ΚΣΤ΄ ο΄ 135.
16. ΙΕ΄ οδ΄ 95.
17. ΙΕ΄ οε΄ 95.
18. ΙΕ΄ ογ΄ 95.
19. ΙΕ΄ ογ΄ 95.
20. ΙΕ΄ οστ΄ 95.
21. ΙΕ΄ οστ΄ 95 - 96.
22. Προκειμένου περὶ τῆς μετοχῆς τοῦ σώματος στὴ ζωὴ τοῦ ἁγιασμοῦ πρέπει νὰ προσεχθῆ ἰδιαίτερα ἡ ἔννοια τοῦ συμβόλου. Υπάρχει μιὰ οὐσιαστικὴ διαφορὰ στὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο κατανοοῦν τὸ σύμβολο ἡ ἀνατολικὴ καὶ ἡ δυτικὴ θεολογική - πνευματική παράδοση. Η ἀνατολική Θεολογία δὲν εἶδε ποτὲ τὴν κτιστὴ φύση ὡς ἔκφραση καὶ σύμβολο μόνο τῆς πνευματικῆς πραγματικότητος. Αὐτὸ ὀφείλεται στὸ ὅτι ποτὲ δὲν ἀποδέχτηκε τὴν δυτικὴ ἀντίληψη περὶ «καθαρᾶς φύσεως» (naturae purae), χωρισμένης ἀπὸ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ. (Βλ. Μ. J. SCHEEBEN, Handbuch der katholischen Dogmatik, ΙΙΙ4, σελ. 506 § 1072: «naturae purae, d. h. der blossen, nicht mit der Herrlichkeit des Urstandes bekleideten Natur»). ῾Η φύση καὶ ἡ Χάρη γιὰ τὴν ἀνατολική Θεολογία δὲν εἶναι δυὸ διακεκριμένες καὶ μάλιστα ἀντιθετικὲς πραγματικότητες. Ἡ Χάρη δὲν ἀποτελοῦσε μιὰ προσθήκη στὴ φύση πρὶν ἀπὸ τὴν πτώση, οὔτε θὰ χορηγηθῆ τελικὰ στὴ φύση ὡς ἔξωθεν δωρεὰ μὲ τὴν ἔλευση τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Η φύση δημιουργήθηκε γιὰ τὴ θέωση, γιὰ μιὰ ἐνεργοποίηση τῆς Χάρης, γιὰ μιὰ πληρότητα κοινωνίας μὲ τὴ Χάρη, «ἡ Χάρη περιέχεται σὲ αὐτὴ τὴν ἴδια τὴ δημιουργική πράξη» (LOSSKY, Théologie mystique... σελ 96). Στὸ τέλος τῆς θεώσεως τῆς φύσεως δὲν πρέπει νὰ δοῦμε μιὰ ἀριστοτελικὴ ἀναγωγὴ στὴν οὐσία τῶν ὄντων. Η ἔκπτωτη φύση δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴ φύση ποὺ θὰ θεωθῆ. Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης, ποὺ τὴν παρέλαβε ἀργότερα καὶ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, ἡ οὐσία τῶν ὄντων εἶναι ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ - ἡ δημιουργικὴ αἰτία τῶν ὄντων : «Ἡ ὁρμὴ τῆς θείας προαιρέσεως ὅταν ἐθέλῃ πρᾶγμα γίνεται, καὶ οὐσιοῦται τὸ βούλευμα εὐθὺς ἡ φύσις γινόμενον, τῆς παντοδυνάμου ἐξουσίας, ὅπερ ἂν σοφῶς τε καὶ τεχνικῶς ἐθέλῃ, μὴ ἀνυπόστατον ποιούσης τὸ θέλημα. Ἡ δὲ τοῦ θελήματος ὕπαρξις οὐσία ἐστί». (Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Migne P.G. 44, 69Α, παράγρ. 82). Η θέληση τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀνυπόστατη, ὅπως ἡ θέληση τοῦ ἀνθρώπου ποὺ πρέπει νὰ χρησιμοποιήση ἄλλο ὑλικό, ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό της, γιὰ νὰ ἐκφραστῆ καὶ νὰ διατυπωθή. Ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ «οὐσιοῦται εὐθὺς» καὶ γίνεται φύση, «πρᾶγμα» – δηλαδὴ πεπραγμένο τῆς θείας Ἐνέργειας.
Ὁ Θεός, λέγει ὁ Νύσσης, ἐναπέθεσε «τὸν φωτιστικὸν λόγον τῇ φύσει» (Εἰς τὴν ἑξαήμερον, Migne P.G. 44, 73D), ἡ δύναμη ή οὐσιοποιὸς τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ λόγος του, δύναμη συστατικὴ τῶν ὄντων. Ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ δὲν παρέρχεται, ὅπως συχνὰ ὁ ἀνθρώπινος λόγος, ἀλλὰ «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». «Ἐπὶ γὰρ τοῦ Θεοῦ τὸ ἔργον λόγος ἐστὶ » (P.G. 44, 734). Ο λόγος τοῦ Θεοῦ φανερώνεται, ἐμφανίζεται ὡς φύση, αὐτὸς πραγματοποιεῖ τὴν ὑλικὴ ὑπόσταση τῶν ὄντων. Ἡ φύση τῆς ὕλης εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἑνώσεως ἁπλῶν ποιοτήτων, ποὺ εἶναι νοητὲς καθεαυτές, ἀλλὰ ποὺ τὸ σύνολό τους, ἡ συνδρομή τους, ἡ ἕνωσή τους γεννάει τὴν ὑπόσταση τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων, τὴ σωματικότητα. «Οὐδὲν ἐφ᾿ ἑαυτοῦ τῶν περὶ τὸ σῶμα θεωρουμένων σῶμά ἐστιν, οὐ σχῆμα, οὐ χρῶμα, οὐ βάρος, οὐ διάστημα, οὐ πηλικότης, οὐκ ἄλλο τὶ τῶν ἐν ποιότητι θεωρουμένων οὐδέν, ἀλλὰ τούτων ἕκαστον λόγος ἐστὶν· ἡ δὲ πρὸς ἄλληλα συνδρομή τούτων καὶ ἕνωσις σῶμα γίνεται». (Περὶ ψυχῆς καὶ ἀναστάσεως, Migne P.G. 46, 124C, παράγρ. 82. Βλ. καὶ LOSSKY, Théologie mystique, σελ. 98). Επομένως, ἡ θέωση τῆς φύσεως δὲν θὰ πραγματοποιηθῆ μὲ μιὰ προσθήκη τῆς Χάρης, ἀλλὰ μὲ τὴν ἀναγωγή τῆς ἴδιας τῆς φύσεως στὸ «λογικὸν» τέλος της, μὲ τὴν πλήρη φανέρωση τοῦ «λόγου» ποὺ ἐνυπάρχει κιόλας ὡς συστατικὴ αἰτία στὰ κτιστὰ ὄντα. Ἐπιφορτισμένος νὰ ὁδηγήση τὴ φύση στὴ «λογοποίησή» της, στὴ θέωση τῶν κτιστῶν ὄντων, εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Ἡ Χάρη ποὺ ἐμπεριέχεται στη Φύση πρέπει νὰ ἐνεργοποιηθῆ ἀπὸ τὴν ἐλεύθερη θέληση τοῦ ἀνθρώπου. Τὸ ἀνθρώπινο πρόσωπο συγκεφαλαιώνει ὄχι μόνο τὴν καθολικὴ ἀνθρώπινη φύση, τὴ μοναδικὴ καὶ ἀνεπανάληπτη φανέρωση τῆς προσωπικῆς ὑποστατικότητος τῆς φύσεως, ἀλλὰ καὶ τὴν καθολικότητα τῆς ὑλικῆς πραγματικότητος, τὴν ἑνοειδή ὑπόσταση τῶν κτιστῶν ὄντων. Ἔτσι, στὸν χῶρο τῆς καθολικότητος τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου ἡ φύση μετέχει στην περιπέτεια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, στὶς δυνατότητες τῆς πτώσεως καὶ τῆς σωτηρίας. Ἡ προπτωτικὴ ἀκεραιότητα τῆς φύσεως ἦταν συνέπεια τῆς «ἀρχέγονης δικαιοσύνης» τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι μιὰ σχέση φύσεως καὶ Χάρης καθεαυτήν. Τὸ ἴδιο καὶ ἡ θέωση τῆς φύσεως εἶναι πάλι μιὰ συνέπεια τῆς συνεργασίας τῆς ἀνθρώπινης θελήσεως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ φανερώνεται ἀντικειμενικὰ μέσα στὴν «καινή» πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ δεδομένη προϋπόθεση γιὰ νὰ πραγματοποιήση ὁ ἄνθρωπος αὐτὸ τὸ ἔργο τῆς θεώσεως τῆς φύσεως εἶναι τὸ σῶμα του. Στὸ μέτρο ποὺ τὸ ἀνθρώπινο σώμα μετέχει στην πραγματικότητα τοῦ προσώπου, μετέχει καὶ ἡ φύση στὴν περιπέτεια τῆς ἐλευθερίας. Καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ ἡ δυτικὴ καὶ ἡ ἀνατολική Θεολογία ἐμφανίζουν μιὰ βασικὴ διαφορά. Ἡ δυτικὴ ἐκκλησία μὲ τὴ σύνοδο τῆς Vienne (1311 - 1312) καθιέρωσε ὡς δόγμα τὴ διδασκαλία τοῦ ᾿Αριστοτέλη ὅτι ἡ ψυχὴ εἶναι ἐντελέχεια τοῦ σώματος (De anima ut forma corporis, βλ. DENZINGER, Enchiridion Symbolorum, 1950, σελ. 222-223 § 481). Ως σήμερα ἡ ρωμαιοκαθολική Θεολογία δὲν βλέπει στὸ ἀνθρώπινο σώμα μιὰ δυνατότητα πραγματικῆς μετοχῆς στὸ γεγονὸς τοῦ ἁγιασμοῦ, ἀλλὰ μόνο μιὰ συμβολικὴ διατύπωση καὶ ἔκφραση τῆς ψυχῆς. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ R. GUARDINI: «Στὸ σῶμα ἐκφράζεται ἡ ψυχὴ αἰσθητά, βρίσκει τὸ ζωντανό της σύμβολο. Γι' αὐτὸ καὶ τὸ ξύπνιο βλέμμα ἀναγνωρίζει ἄμεσα ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἄλλου τὴν ψυχή του. Ὄχι γιατὶ ἀνατρέχει στὴ δική του ἔκφραση ἀπὸ τοὺς ξεχωριστούς ἐκφραστικούς τρόπους (τοῦ ἄλλου), ἀλλὰ ἄμεσα, ἐπειδὴ κάθε σωματική γραμμή, κίνηση καὶ χειρονομία μεταφράζει τὸ ψυχικὸ σὲ ὁρατὸ – αἰσθητό, δηλαδὴ στὸ σύμβολό του». (Liturgische Bildung.) Καὶ ἀλλοῦ : «Ἡ ψυχὴ εἶναι ἡ μορφὴ τῆς οὐσίας (Wesensform - μὲ τὴν ἀριστοτελικὴ ἕννοια: «οὐσία ἡ πρώτη ἢ μορφή», Μεταφ. Ζ΄ 1037α) τοῦ σώματος· ἡ δύναμη ποὺ σχηματοποιεῖ τὴν ὕλη σε ζωντανή κατασκευὴ καὶ ἐνεργητικὴ ἑνότητα. Ἡ ὕπαρξη καὶ ἡ ζωή της εἶναι ἡ ἀσώματη εἰκόνα τῆς οὐσίας τοῦ σώματος (das unkörperliche Wesensbild des Körpers). ᾿Αποκαλύπτεται σὲ κάθε γραμμή, σὲ κάθε κίνηση, σὲ κάθε ὄργανο. Η ψυχὴ εἶναι ἡ ζωντανὴ ἐντελέχεια τοῦ σώματος» (Lit. Bildung, σελ. 16. Βλ. καὶ Vοm Geist der Liturgie, Herdertaschenbuch No 2, σελ. 75 κ.ε.).
Στη λειτουργικὴ πράξη καὶ στὴν πρακτικὴ εὐσέβεια τῆς ρωμαϊκῆς ἐκκλησίας κάθε χρήση συμβόλου ἀποβλέπει στὸ νὰ διατυπώση σωματικὰ τὴν ἔκφραση τῆς ψυχῆς. Τὴν εὐλάβεια, τὴν ἱκεσία, τὴν ἔξαρση τῆς ψυχῆς. Η ψυχὴ εἶναι ποὺ πραγματοποιεῖ τὴ σχέση μὲ τὸν Θεό, τὸ σῶμα συμμετέχει τόσο ὅσο γιὰ νὰ ἐκφράση τὸ βίωμα τῆς ψυχῆς. Επομένως, ἡ μετοχὴ τοῦ σώματος στη θρησκευτικὴ ζωὴ ἔχει μόνο παιδαγωγική σημασία, ἡ χρήση σωματικῶν ἐκφράσεων καὶ αἰσθητῶν συμβόλων βοηθάει μόνο τὴν κατανόηση ἢ τὴν ἐνεργότερη δραστηριο ποίηση τῆς ψυχῆς στὴν προσπάθεια τοῦ ἁγιασμοῦ. Ὁ GUARDINI ἀναφέρει ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα : «Λέμε στὸ παιδί : ὁ καλὸς Θεὸς εἶναι τόσο μεγάλος καὶ μεῖς οἱ ἄνθρωποι ἐντελῶς μικροὶ καὶ φτωχοὶ μπροστά του. Όταν παρουσιάζεται κανεὶς στὸ Θεὸ (γιὰ νὰ προσευχηθή) ἔτσι ὀρθός, εἶναι σὰ νὰ τοῦ λέη : εἶμαι κι ἐγὼ κάτι, σχεδὸν ἴσος μὲ Σένα. Γι' αὐτὸ πρέπει νάναι κανεὶς ταπεινός, νὰ μικραίνη τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στὸ Θεό, να, ἔτσι – καὶ βάζομε τὸ παιδὶ νὰ γονατίση». Μὲ αὐτὴ τὴ συμβολικὴ ἀναφορὰ κατανοεῖ τὸ παιδὶ τὸ «νόημα» τῆς γονυκλισίας (Lit. Bildung, σελ. 32).
Είδαμε παραπάνω πόσο ριζικά διαφορετικὴ εἶναι ἡ ἀντίληψη τῆς ἀνατολικῆς πνευματικῆς παραδόσεως γιὰ τὴ συμμετοχὴ τοῦ σώματος στὴν ὁδὸ τοῦ ἁγιασμοῦ. Στὴ Δύση τὸ σῶμα μετέχει μόνο συμβολικά, στὴν ᾿Ανατολὴ μετέχει ἄμεσα, οὐσιαστικὰ καὶ πραγματικά. Σε κάθε φάση τῆς πρακτικῆς ζωῆς της ἡ ἀνατολικὴ Ἐκκλησία μένει πιστὴ στὴν Ὀντολογία ποὺ διετύπωσαν οἱ Πατέρες καὶ οἱ σύνοδοι τῶν πρώτων αἰώνων, βλέπει στὴν ὕλη καὶ στὴ σωματικότητα τὴ φανέρωση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ. Ἡ παράδοση τῆς βυζαντινῆς εἰκονογραφίας εἶναι ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ δείγματα τῆς πιστότητος στὴ διάκριση Οὐσίας καὶ Ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ ποὺ θεμελιώνει τὴν πατερικὴ Ὀντολογία τῆς ᾿Ανατολῆς (βλ. Χρ. ΓΙΑΝΝΑΡΑ, Ἡ Θεολογία τῆς ἀπουσίας καὶ τῆς ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ, σελ. 94 σημ. 59 καί : Τίμιοι μὲ τὴν Ὀρθοδοξία, σελ. 84 κ.ε.). Ἡ διαφορετική στάση ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως ἀπέναντι στὸ σῶμα καὶ στὴν ὑλικὴ πραγματικότητα γίνεται ἀφετηρία γιὰ μιὰ εὐρύτατη διαφοροποίηση ὄχι μόνο τῆς Θεολογίας καὶ τῆς πρακτικῆς εὐσέβειας τῶν δυὸ ἐκκλησιῶν, ἀλλὰ καὶ τοῦ εὐρύτερου πολιτιστικοῦ χώρου Δύσεως καὶ ᾿Ανατολῆς. Ὁ GUARDINI παραπονεῖται ὅτι στὴ σημερινὴ ἐποχὴ δὲν ἀπέμεινε χῶρος γιὰ τὰ σύμβολα. ᾿Απὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ ἀπολυταρχία τῆς ἀφηρημένης σκέψεως καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ὑλικὴ σαρκικότητα ἀπεγύμνωσαν τὴν κοσμική πραγματικότητα ἀπὸ κάθε πνευματικό περιεχόμενο (Lit. Bildung, σελ. 24). Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ τέχνη στὴ Δύση ἔπαψε νὰ ἐκφράζη τὴν ἀνθρώπινη ύπαρξη, ἔπαψε νὰ μεταμορφώνη τὴ ζωή. «Χάνεται, μὲ μιὰ λέξη, ἡ ζωντανή μόρφωση, ἡ μορφοποίηση τῆς σωματικότητος ἀπὸ τὸ πνεῦμα, καὶ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ πνεύματος στὸ σῶμα. Ἐξαφανίζεται ἡ μορφωμένη ἀνθρωπότητα, ἡ ἀνθρώπινη πνευματική καλλιέργεια (Kultur). Εξαφανίζεται γενικὰ ἡ πνευματική καλλιέργεια καὶ ἔρχεται ἡ τεχνικὴ ἀνάπτυξη (Zivilisation), ἡ βαρβαρότητα» (Lit. Bildung, σελ. 25). Αὐτὲς τὶς διαπιστώσεις ἔκανε ὁ Guardini τὸ 1929. ᾿Απὸ τότε ἀρκετοὶ δυτικοὶ μελετητὲς ἔχουν διερωτηθῆ γιὰ τὴν εὐθύνη τῆς ρωμαιοκαθολικῆς ᾿Εκκλησίας σχετικὰ μὲ τὸν ἰδεαλισμὸ τῆς δυτικῆς πνευματικότητος καὶ τὶς βίαιες ἱστορικὲς ἀντιδράσεις ποὺ προκάλεσε.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι ἡ ἀλλαγὴ ἐκφραστικῶν τρόπων στὴ δυτική τέχνη συμπίπτει μὲ τὴν προοδευτικὴ ὑποταγή τῆς Θεολογίας στὸν πειρασμὸ τῶν θεωρητικῶν ὁλοκληρώσεων, δηλαδή στὰ σχήματα τοῦ σχολαστικισμοῦ. Ως τὸν 13ο αἰώνα ἡ δυτικὴ τέχνη μένει πιστὴ στὴν ἐκφραστικὴ παράδοση ποὺ εἶναι κοινὴ στὴν ᾿Ανατολή καὶ στὴ Δύση. Ἡ καλλιτεχνικὴ ἔκφραση προϋποθέτει τὴ θεολογία τῆς «εἰκόνας», ἀποβλέπει στὴν ἀπεικόνιση τῆς μεταμορφωμένης κτίσεως, τῶν θεωμένων ἀνθρώπινων σωμάτων που μετέχουν ὄχι συμβολικὰ ἀλλὰ οὐσιαστικὰ καὶ ἄμεσα στὴν «καινὴ κτίση» τῆς Χάρης. Εἶναι ἡ βεβαιότητα τῆς σαρκώσεως τοῦ Λόγου, ἡ ἀπαρχὴ τῆς καινῆς γῆς καὶ τοῦ καινοῦ ἀνθρώπινου φυράματος. ᾿Αλλὰ ἀπὸ τὸν 13ο αἰώνα, ὅταν ἡ Θεολογία δεσμεύεται στὴν ὑποχρέωση τῆς ἀντικειμενικῆς ἀποδεικτικότητος καὶ στὴν ἀνάγκη μιᾶς ὁλοκληρωμένης «Μεταφυσικῆς», ἀρχίζουν καὶ οἱ καλλιτέχνες νὰ εἰσάγουν στη ζωγραφικὴ τὴν ὀπτικὴ πλαστότητα, τὴν προοπτική, τὴν αἰσθητικὴ πρόκληση τοῦ συναισθήματος. Τὸ βάθος καὶ ἡ ὅραση τῆς «φλογὸς τῶν πραγμάτων», τῆς μεταμορφώσεως τοῦ κτιστοῦ κόσμου καὶ τῆς φανερώσεως τῆς «λογοθείσης» φύσεως, δίνουν τὴ θέση τους στὴ συναισθηματικὴ ἔκφραση τῶν ψυχικών καταστάσεων, σὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Guardini ὀνομάζει σύμβολο. ᾿Απὸ ἐκείνη τὴν πρώτη ἀπόκλιση ὡς τὴ σημερινὴ ὁλοκληρωτικὴ διάλυση καὶ ἀπώλεια τῆς μορφῆς στὴ μοντέρνα τέχνη, ὑπάρχει μιὰ ἐσωτερικὴ προοδευτικὴ ἀναγκαιότητα ποὺ δὲν εἶναι ἐδῶ ὁ τόπος νὰ ἀναλυθή. Συμπερασματικά μόνο πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ἀπώλεια τῆς «εἰκόνας», ἡ διάσπαση τοῦ ἀνθρώπινου προσώπου στὴν τέχνη, ὅπως καὶ τὰ εἰδωλοκλαστικὰ ἀντι-ιδεαλιστικά κινήματα τοῦ φροϋδισμοῦ καὶ τοῦ μαρξισμοῦ, δὲν εἶναι ἄσχετα μὲ τὴν ἀντίληψη ποὺ καλλιεργήθηκε στὸ δυτικὸ χῶρο γιὰ τὸ σύμβολο γενικά, καὶ εἰδικώτερα γιὰ τὸ ἀνθρώπινο σώμα ὡς σύμβολο.
ΠΑΡΕΔΩΣΕ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΣΤΟΝ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΕΛΙΤ ΤΗΣ ΡΩΣΙΚΗΣ ΔΙΑΣΠΟΡΑΣ ΚΑΙ ΒΙΑΙΟΠΡΑΓΕΙ ΣΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΑΦΑΙΡΩΝΤΑΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΗΝ ΚΛΙΜΑΚΑ. ΘΥΜΙΖΕΙ ΠΟΛΥ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΚΑΙ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΙΜΟ ΕΧΘΡΟ ΤΗΣ ΡΗΤΟΡΙΚΗΣ, ΤΟΝ ΜΥΘΟ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ.
Ανώνυμος είπε...
Αʹ Θεσ 4:18 – 5:10
Ἀδελφοί, παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις. Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται. ὅταν γὰρ λέγωσιν, εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν. ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, οὐκ ἐστὲ ἐν σκότει, ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς ὡς κλέπτης καταλάβῃ· πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους. Ἄρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν. οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι, καὶ οἱ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν· ὑμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας· ὅτι οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεὸς εἰς ὀργήν, ἀλλ᾽ εἰς περιποίησιν σωτηρίας διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα εἴτε γρηγορῶμεν εἴτε καθεύδωμεν ἅμα σὺν αὐτῷ ζήσωμεν.
Λκ 21:28 – 33
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν. Καὶ εἶπε παραβολὴν αὐτοῖς· ἴδετε τὴν συκῆν καὶ πάντα τὰ δένδρα. ὅταν προβάλωσιν ἤδη, βλέποντες ἀφ᾿ ἑαυτῶν γινώσκετε ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν. οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.
Γαλ 5:22 – 26; 6:1 – 2
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.
Μτ 11:27 – 30
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.
1 σχόλιο:
Αʹ Θεσ 4:18 – 5:10
Ἀδελφοί, παρακαλεῖτε ἀλλήλους ἐν τοῖς λόγοις τούτοις. Περὶ δὲ τῶν χρόνων καὶ τῶν καιρῶν, ἀδελφοί, οὐ χρείαν ἔχετε ὑμῖν γράφεσθαι· αὐτοὶ γὰρ ἀκριβῶς οἴδατε ὅτι ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ οὕτως ἔρχεται. ὅταν γὰρ λέγωσιν, εἰρήνη καὶ ἀσφάλεια, τότε αἰφνίδιος αὐτοῖς ἐφίσταται ὄλεθρος, ὥσπερ ἡ ὠδὶν τῇ ἐν γαστρὶ ἐχούσῃ, καὶ οὐ μὴ ἐκφύγωσιν. ὑμεῖς δέ, ἀδελφοί, οὐκ ἐστὲ ἐν σκότει, ἵνα ἡ ἡμέρα ὑμᾶς ὡς κλέπτης καταλάβῃ· πάντες ὑμεῖς υἱοὶ φωτός ἐστε καὶ υἱοὶ ἡμέρας. οὐκ ἐσμὲν νυκτὸς οὐδὲ σκότους. Ἄρα οὖν μὴ καθεύδωμεν ὡς καὶ οἱ λοιποί, ἀλλὰ γρηγορῶμεν καὶ νήφωμεν. οἱ γὰρ καθεύδοντες νυκτὸς καθεύδουσι, καὶ οἱ μεθυσκόμενοι νυκτὸς μεθύουσιν· ὑμεῖς δὲ ἡμέρας ὄντες νήφωμεν, ἐνδυσάμενοι θώρακα πίστεως καὶ ἀγάπης καὶ περικεφαλαίαν ἐλπίδα σωτηρίας· ὅτι οὐκ ἔθετο ἡμᾶς ὁ Θεὸς εἰς ὀργήν, ἀλλ᾽ εἰς περιποίησιν σωτηρίας διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἀποθανόντος ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα εἴτε γρηγορῶμεν εἴτε καθεύδωμεν ἅμα σὺν αὐτῷ ζήσωμεν.
Λκ 21:28 – 33
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· ἀνακύψατε καὶ ἐπάρατε τὰς κεφαλὰς ὑμῶν, διότι ἐγγίζει ἡ ἀπολύτρωσις ὑμῶν. Καὶ εἶπε παραβολὴν αὐτοῖς· ἴδετε τὴν συκῆν καὶ πάντα τὰ δένδρα. ὅταν προβάλωσιν ἤδη, βλέποντες ἀφ᾿ ἑαυτῶν γινώσκετε ὅτι ἤδη ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν. οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη ἕως ἂν πάντα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι.
Γαλ 5:22 – 26; 6:1 – 2
Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.
Μτ 11:27 – 30
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.
Δημοσίευση σχολίου