Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2025

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (40)

Συνέχεια από: Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2023

    ΛΟΓΟΣ ΙΑ'

(Άσμα Ασμ. 5,2-7)

Η ΝΥΜΦΗ
Κοιμάμαι, αλλ᾽ η καρδιά μου αγρυπνεί.
Του αγαπημένου μου η φωνή κρούει την πόρτα·
άνοιξέ μου, αδελφή μου, εσύ που είσαι δίπλα μου,
περιστέρα μου, που δεν έχεις ψεγάδι
,
γιατί είναι το κεφάλι μου μούσκεμα απ' τη δροσιά
και τα μαλλιά μου γέμισαν δροσοστάλες της νύχτας
.
Έβγαλα τον χιτώνα μου, πως να τον φορέσω;
Έπλυνα τα πόδια μου, πως να τα λερώσω;
Έβαλε το χέρι του ο αγαπημένος μου από το άνοιγμα,
τα σωθικά μου λαχτάρησαν γι' αυτόν.
Σηκώθηκα ν' ανοίξω στον αγαπημένο μου,
τα χέρια μου έσταζαν σμύρνα,
σμύρνα γεμάτα τα δάχτυλά μου
πάνω στη λαβή του σύρτη.
Άνοιξα στον αγαπημένο μου,
κι ο αγαπημένος μου μπήκε.
Στο λόγο του έχασα την ψυχή μου.
Τον ζήτησα και δεν τον βρήκα,
τον φώναξα μα δε με άκουσε.
Με βρήκαν οι φύλακες που γυροφέρνουν στην πόλη,
με χτύπησαν και με πλήγωσαν,
πήραν τον πέπλο μου οι φύλακες των τειχών.

Ένα από τα μεγάλα παραγγέλματα του Κυρίου, που κάνουν το νού εκείνων που διδάσκονται το λόγο να τινάζει από πάνω του σαν κάποια σκόνη όλο το υλώδες μέρος της φύσης μας και να υψώνεται στην επιθυμία όσων βρίσκονται ψηλότερα είναι κι αυτό· ότι όσοι υψώνουν το βλέμμα προς την άνω ζωή πρέπει να κατανικούν τον ύπνο κι ο νούς ν' αγρυπνά πάντοτε· τη νύστα των ματιών να την αποδιώκουν όπως ένα απατεώνα των ψυχών και επιβουλευτή της αλήθειας. Εννοώ τον νυσταγμό εκείνον και τον ύπνο που εξαιτίας τους όσοι βυθίζονται στην απάτη του βίου πλάθουν αυτά τα όνειρα και αυτές τις φαντασίες, όπως είναι τ' αξιώματα, τα πλούτη, οι αρχές, η αλαζονεία, η γοητεία από τις ηδονές, η φιλοδοξία, η τάση για τις απολαύσεις, η φιλοτιμία και όλα όσα επιδιώκουν στη ζωή αυτή οι αστόχαστοι εξαιτίας της φαντασίας τους. Αυτά ακολουθούν στη ροή της την παροδική φύση του χρόνου κι έχουν το είναι τους στο φαινόμενο και ούτε είναι ό,τι νομίζουν ούτε μένουν για πάντα σε ό,τι τα νομίζουν, αλλά ταυτόχρονα φαίνονται πως γίνονται και αφανίζονται, όπως τα κύματα που ορθώνονται στα νερά, που ενώ πρόσκαιρα διογκώνονται με το φύσημα των ανέμων, είναι αβέβαιο αν θα κρατήσουν αυτό τον όγκο τους. Γιατί, ενώ για μια στιγμή φουσκώνουν με την ώθηση του ανέμου, παρουσιάζουν πάλι ομαλή την επιφάνεια της θάλασσας, κοπάζοντας μαζί με τον αέρα.

Για να βγει λοιπόν ο νούς μας από τον κλοιό των φαντασμάτων αυτών, προστάζει ν' αποτινάξουμε από τα μάτια της ψυχής τον βαρύ αυτόν ύπνο, για να μη συμβεί εξαιτίας του ζήλου μας προς τα ανύπαρκτα ν' αποπέσουμε από όσα υπάρχουν και είναι πραγματικά. Και γι' αυτό μας υποβάλλει τη σκέψη της εγρήγορσης λέγοντας «να έχετε ζωσμένη τη μέση σας και τα λυχνάρια σας αναμμένα». Γιατί κι από τα μάτια, όταν φέξει το φως, διώχνει τον ύπνο, και η μέση που τη σφίγγει η ζώνη κάνει το σώμα να μην μπορεί να κοιμηθεί, επειδή η αίσθηση του πόνου δεν επιτρέπει την άνεση του ύπνου. Είναι σαφές τι θέλουν να πούν τα αινίγματα αυτά. Όποιος έχει ζωστεί τη σωφροσύνη ζει μέσα στο φως της καθαρής συνείδησης, που φωτίζει ολόγυρα τη ζωή με το λύχνο της παρρησίας. Επειδή με αυτά φανερώνεται η αλήθεια, η ψυχή παραμένει άυπνη και δεν εξαπατάται και δεν βυθίζεται σε κάποιο από τα απατηλά αυτά όνειρα. Αν αυτό κατορθωθεί σύμφωνα με την υπόδειξη του Λόγου, μας περιμένει βίος αγγελικός. Γιατί με τους αγγέλους μας εξομοιώνει η προσταγή του Θεού που λέει «και σείς είστε όμοιοι με τους ανθρώπους εκείνους που περιμένουν τον Κύριό τους, πότε θα γυρίσει από το γάμο για να του ανοίξουν αμέσως όταν έρθει και χτυπήσει». Γιατί είναι εκείνοι που περιμένουν την επιστροφή του Κυρίου από τους γάμους και κάθονται με άγρυπνα μάτια στις πύλες του ουρανού, για να περάσει πάλι από αυτές, επιστρέφοντας ο Βασιλιάς της δόξας από τους γάμους, σ' εκείνη την υπερουράνια μακαριότητα.

Γι' αυτό σύμφωνα με τους Ψαλμούς βγαίνοντας ο νυμφίος σαν από νυφικό θάλαμο ένωσε με τη μυστική ένωση με τον εαυτό του την κόρη, δηλαδή εμάς, που είχε εκπορνευθεί με τα είδωλα, αναστοιχειώνοντας τη φύση μας στην παρθενική αφθαρσία. Αφού λοιπόν είχαν τελειώσει πιά οι γάμοι και ο Λόγος είχε νυμφευθεί την Εκκλησία, όπως λέει ο Ιωάννης «όποιος έχει τη νύμφη είναι νυμφίος», κι αφού αυτή είχε γίνει δεκτή στο θάλαμο των μυστηρίων, περίμεναν οι άγγελοι την επάνοδο του βασιλιά της δόξας στη φυσική του μακαριότητα. Με αυτούς λοιπόν είπε ότι πρέπει να γίνουμε όμοιοι στη ζωή μας, ώστε, όπως εκείνοι ζώντας μακριά από την κακία και την απάτη είναι κατάλληλοι να υποδεχτούν τη δεσποτική παρουσία, έτσι κι εμείς, παραμένοντας άγρυπνοι στα πρόθυρα των σπιτιών μας, ας κάνουμε τους εαυτούς μας έτοιμους να τον υπακούσουμε, όταν σταθεί στην πόρτα και χτυπήσει· γιατί λέει, «είναι μακάριοι οι δούλοι εκείνοι, που θα 'ρθει ο Κύριος και θα τους βρεί να είναι έτσι άγρυπνοι στη στάση αυτή της αναμονής».

Επειδή λοιπόν είναι αξιομακάριστο να υπακούεις σ' αυτόν που χτυπά, γι' αυτό το λόγο εκείνη, που πάντοτε αποβλέπει προς τη μακαριότητα, αισθάνεται αυτόν που στέκεται στην πόρτα, η ψυχή που αγρυπνά φυλάγοντας καλά τους θησαυρούς της και λέει «η φωνή του αγαπημένου μου χτυπάει την πόρτα». Πως μπορεί να εννοήσει κανένας όπως αξίζει μέσω αυτών που λέγονται την άνοδο της νύμφης προς το θεϊκότερο; Αυτή που με τόση εξουσία και πεποίθηση έδιωξε μακριά της τον τραχύ εκείνο Βοριά που τράβηξε κοντά της το φωτεινό πνεύμα, αυτή που με το στόμα της φυτεύει περιβόλια από ροδιές, που οι καρποί τους είναι τα αρώματα, εκείνη που παράθεσε τραπέζι τον κήπο της στο Δεσπότη της κτίσης, που κανένα από όσα παρατέθηκαν από αυτή δε φάνηκε πως έπρεπε ν' απορριφθεί, αλλ' όλα βεβαιώθηκε πως ήταν καλά· η σμύρνα, το άρωμα, το ψωμί με το μέλι, το κρασί με το γάλα· εκείνη στην οποία ο Λόγος απέδωσε το τέλειο, λέγοντας ότι «όλα είναι ωραία και δεν έχεις κανένα ψεγάδι», αυτή είναι τώρα σ' αυτή την κατάσταση. Σα να πρόκειται να δεχτεί τη φανέρωση του Θεού για πρώτη φορά και σα να μην είχε δεχτεί μέσα στο σπίτι ποτέ ως τότε το Λόγο που στέκεται τώρα μπροστά στην πόρτα, τέτοιο θαυμασμό αφήνει να φανεί με τη φωνή της. Γι' αυτό λέει όχι εκείνην, αλλά την πόρτα της αγγίζει η φωνή του νυμφίου· γιατί λέει, «η φωνή του αγαπημένου μου κρούει την πόρτα».

Βλέπεις πόσο ατελείωτος είναι ο δρόμος εκείνων που ανεβαίνουν προς το Θεό, πως αυτό που πάντοτε καταλαμβάνεται γίνεται ξεκίνημα και αρχή για το πιο πάνω; Όταν ελπίσαμε πως θα συναντούσαμε κάποιο σταθμό της πορείας μας προς τα άνω με όσα ειπώθηκαν προς αυτή (τι να ζητήσει δηλαδή κανένας περισσότερο μετά τη διαβεβαίωση της τελειότητας;), τότε βλέπουμε ότι αυτή είναι ακόμη μέσα και δεν έχει βγει ακόμα έξω από την πόρτα ούτε ένιωσε την απόλαυση της κατά πρόσωπο φανέρωσης, αλλ' ακόμα οδηγείται στη μετουσία των αγαθών με την ακοή. Αυτό το δίδαγμα λοιπόν διδασκόμαστε με όσα ειπώθηκαν, ότι πάντα γι' αυτούς που προχωρούν στο μεγαλύτερο είναι κατάλληλη η φωνή του Αποστόλου που λέει «αν νομίζει κάποιος ότι έχει μάθει, δεν έμαθε ακόμα έτσι που έπρεπε να μάθει». Η ψυχή έμαθε γι' αυτόν στα προηγούμενα τόσο όσο κατάλαβε, αλλ᾽ επειδή αυτό που δεν έχει καταλάβει είναι το απειροπλάσιο εκείνου που έχει γίνει καταληπτό, γι' αυτό και φανερώθηκε πολλές φορές ο νυμφίος στην ψυχή και, σα να μην παρουσιάστηκε ακόμη στα μάτια της, υπόσχεται φωνάζοντας στη νύμφη ότι θα φανερωθεί.

Για να κάνω το νόημα σαφέστερο, θα προσθέσω στο λόγο μου σαν παράδειγμα μιαν εικόνα. Αν βρισκόταν κανένας κοντά στην πηγή εκείνη, που είπε η Γραφή ότι έβγαινε στην αρχή από τη γη κι ήταν τόσο πλούσια, ώστε σκέπαζε όλη την επιφάνεια της γης, θα θαύμαζε όποιος πλησίαζε στην πηγή τον άπειρο εκείνο πλούτο του νερού που ανάβλυζε από τη γη αδιάκοπα και χυνόταν παντού· δε θα έλεγε βέβαια ότι είχε δεί όλο το νερό (πως μπορούσε δηλαδή να δει το νερό που κρυβόταν ακόμα στα έγκατα της γης; Ώστε κι αν έμενε πολλή ώρα κοντά στην πηγή που ανάβλυζε, θα εξακολουθούσε να βλέπει πάντοτε την αρχή του αναβλύσματος· γιατί το νερό δεν παύει να κυλά πάντοτε και πάντοτε ν' αναβλύζει. Έτσι κι αυτός που παρατηρεί εκείνη τη θεία και δίχως όρια ομορφιά, επειδή αυτό που κάθε φορά βρίσκει παρουσιάζεται οπωσδήποτε πιο καινούργιο και πιο απροσδόκητο από εκείνο που έχει περάσει, θαυμάζει αυτό που φαίνεται κάθε φορά, δε σταματά όμως ποτέ να θέλει να βλέπει, επειδή το θέαμα αυτό που προσδοκά είναι οπωσδήποτε πιο επιβλητικό και πιο θεϊκό από ό,τι έχει δεί. Γι' αυτό λοιπόν και εδώ η νύμφη, ενώ θαυμάζει και τα χάνει πάντοτε με ό,τι μαθαίνει, δε σταματά ποτέ σ' αυτό που έχει μάθει τον πόθο και γι' αυτό που παρατηρεί. Γι' αυτό και τώρα αισθάνεται ότι ο Λόγος χτυπά στην πόρτα και σηκώνεται για να υπακούσει λέγοντας· «η φωνή του αγαπημένου μου κρούει την πόρτα».

Έπειτα, επιβάλλοντας ησυχία στην ακοή της, ακούει τα λόγια που αντήχησαν με τη φωνή. Και τα λόγια ήταν τα εξής· «άνοιξέ μου, αγαπημένη μου, συντροφιά μου (η πλησίον μου), περιστέρα μου, αψεγάδιαστή μου, γιατί το κεφάλι μου μούσκεψε απ' τη δροσιά και τα μαλλιά μου από τις δροσοσταλίδες της νύχτας». Των στίχων αυτών το νόημα η ανάλυση μπορεί να το συλλάβει ως εξής· Στον μεγάλο Μωυσή η παρουσία του Θεού άρχισε να γίνεται με το φως (με τη φλεγόμενη βάτο), έπειτα από αυτό ο Θεός του μιλάει από το σύννεφο (μέσα από τη νεφέλη), αργότερα όταν έγινε πιά υψηλότερος και τελειότερος, βλέπει το Θεό μέσα στο γνόφο. 

Αυτό που διδασκόμαστε από αυτό είναι το εξής· Η πρώτη έξοδος από τις ψευδείς και πλανημένες αντιλήψεις για το Θεό είναι η μετάβαση από το σκοτάδι στο φως· η αμέσως επόμενη κατανόηση των κρυμμένων, που διαμέσου των φαινομένων χειραγωγεί την ψυχή προς την αόρατη φύση, παίρνει τη μορφή κάποιου σύννεφου, που σκεπάζει όλο όσο φαίνεται και χειραγωγεί και ασκεί την ψυχή να βλέπει προς το βάθος, το κρυφό. Η ψυχή τώρα, που ανάμεσα από αυτά προχωρεί προς τα άνω, αφήνοντας όσα μπορεί να συλλάβει η ανθρώπινη φύση, εισέρχεται μέσα στα άδυτα της θεογνωσίας περικυκλωμένη από παντού από το θείο γνόφο, όπου, αφού εγκαταλειφθεί απ' έξω κάθετι που καταλαβαίνουμε, απομένει για τη θεωρία της ψυχής μόνο το αόρατο και ακατανόητο, όπου βρίσκεται ο Θεός, όπως λέει ο λόγος για το νομοθέτη· «εισήλθε ο Μωυσής στο γνόφο όπου βρίσκεται ο Θεός».

Ύστερα από την ανάλυσή μας αυτή πρέπει να εξετάσουμε και τη συγγένεια μ' αυτά που είπαμε των λόγων που μας απασχολούν. Κάποτε η νύμφη ήταν μαύρη σκοτισμένη από την άφωτη διδασκαλία (από τις σκοτεινές διδασκαλίες), επειδή την έκαψε άσχημα ο ήλιος, που με τους πειρασμούς κατακαίει την άρριζη σπορά πάνω στις πέτρες, όταν ηττημένη από αυτούς που της επιτέθηκαν δε φύλαξε το αμπέλι της, όταν αγνοώντας πιά είναι βόσκισε τα κοπάδια των κατσικιών αντί τα πρόβατα. Αλλ' όταν αποσπάστηκε από τη συνάφειά της με το κακό και πόθησε να προσφέρει το στόμα της στην πηγή του φωτός με το μυστικό εκείνο φίλημα. Τότε γίνεται ωραία, καθώς φωτίστηκε ολόγυρα από το φως της αλήθειας και καθαρίστηκε με το νερό από το μαύρο της άγνοιας (αφού φωτίστηκε με το φως 
της αλήθειας και ξέπλυνε στο ύδωρ του βαπτίσματος το σκοτάδι της άγνοιας). Αργότερα παρομοιάζεται με τη φοράδα για το ωραίο τρέξιμο και με την περιστερά για το γρήγορο πέταγμά της. Με αυτά αφού κάθετι που νοείται και κάθετι που φαίνεται (καθετί νοητό και αισθητό) το διέτρεξε σαν το άλογο και πέταξε από πάνω του σαν περιστέρι, πρώτα αναπαύεται με πόθο στον ίσκιο της μηλιάς, ονομάζοντας μηλιά κι όχι σύννεφο αυτό που τη σκίαζε, και τώρα πιά την περιτυλίγει η θεία νύχτα, μέσα στην οποία ο νυμφίος έρχεται χωρίς ωστόσο να φαίνεται. Πως δηλαδή μέσα στη νύχτα θα φανεί αυτό που δεν μπορούμε να δούμε; Δίνει στην ψυχή κάποια αίσθηση της παρουσίας του, ξεφεύγει όμως την ξεκάθαρη κατανόηση, κρυμμένος μέσα στο αόρατο της φύσης του.

Ποια λοιπόν είναι η μυσταγωγία που γίνεται για την ψυχή την νύχτα αυτή; Ο Λόγος αγγίζει και κρούει την πόρτα. Πόρτα θεωρούμε το νου που νοεί τα άρρητα, από την οποία μπαίνει αυτό που ζητούμε. Στέκοντας λοιπόν η αλήθεια έξω από την πόρτα της φύσης μας χτυπάει το νού μας και με τη γνώση ενός μόνο μέρους, όπως λέει ο Απόστολος, με μερικές υπόνοιες και αινίγματα, λέει «άνοιξε». Μαζί με την προτροπή υποδεικνύει και τον τρόπο, πως πρέπει ν' ανοίξει η πόρτα, προτείνοντας σαν ένα είδος κλειδιά τα ωραία αυτά ονόματα, που ανοίγουν ό,τι είναι κλεισμένο. Γιατί οι έννοιες των ονομάτων αυτών είναι καθεαυτού κλειδιά που ανοίγουν τα μυστικά· “αδελφή και συντροφιά μου και περιστέρα και αψεγάδιαστη”. Αν θέλεις δηλαδή να σου ανοιχτεί η πόρτα και να διαπλατωθούν οι πύλες της ψυχής σου, για να μπεί ο βασιλιάς της δόξας, πρέπει να γίνεις αδελφή μου με το να δεχτείς στην ψυχή σου τα θελήματά μου, όπως λέει μέσα στο Ευαγγέλιο ότι αδελφός του και αδελφή του γίνονται όποιοι ζούνε κατά το θέλημά του. Και εσύ πρέπει να προσεγγίσεις την αλήθεια και να φτάσεις ακριβώς κοντά της, έτσι που να μην παρεμβάλλεται κανένα εμπόδιο, και ν' αποχτήσεις την τελειότητα της περιστέρας, πράγμα που σημαίνει να μην έχεις έλλειψη, αλλά να είσαι γεμάτη από ακακία και καθαρότητα.

Παίρνοντας, ω ψυχή, αυτά τα ονόματα σαν ένα είδος κλειδιών, άνοιξε μ' αυτά την είσοδο στην αλήθεια και γίνε «αδελφή και συντρόφισσα και περιστέρα κι αψεγάδιαστη». Το κέρδος που θ' άποκομίσεις όταν με υποδεχτείς μέσα στο σπίτι σου θα είναι η δροσιά από το κεφάλι μου, που είμαι γεμάτος από αυτήν και οι δροσοσταλίδες της νύχτας που σταλάζουν από τα μαλλιά μου. Από αυτά μάθαμε σαφώς από τον προφήτη ότι η δροσιά είναι θεραπεία· λέει «η δροσιά που στέλνεις είναι γι' αυτούς φάρμακο» και οι δροσοσταλίδες της νύχτας σχετίζονται με το νόημα που προεκθέσαμε. Δεν είναι βέβαια δυνατό αυτός που έφτασε μέσα σε άδυτα και αθέατα να συναντήσει μια βροχή ή ένα χείμαρρο γνώσης, αλλ' είναι αρκετό αν η αλήθεια ραντίζει τη γνώση του με κάποιες λεπτές και αμυδρές έννοιες από τη λογική σταγόνα που σταλάζει, από τους αγίους και ένθεους άντρες. Γιατί βόστρυχοι (πλεξούδες) που κρέμονται από το κεφάλι του σύμπαντος ονομάζονται νομίζω οι προφήτες, οι ευαγγελιστές και οι απόστολοι, που, αντλώντας -όσο μπορούσε ο καθένας απ' αυτούς- από τους σκοτεινούς κι απόκρυφους κι αόρατους θησαυρούς, γίνονται για μας ποτάμια πελώρια γεμάτα από νερό· αλλά ως προς την πραγματική αλήθεια είναι δροσοσταλίδες, ακόμα κι αν πλημμυρούν με το πλήθος και το μέγεθος της διδασκαλίας.

Τέτοιος ποταμός ήταν ο Παύλος που τα κύματα των νοημάτων του ξεπερνούσαν τον ουρανό, έφταναν ως τον τρίτο ουρανό, ως τον παράδεισο, ως τους ανείπωτους και αλάλητους λόγους. Και μόλο που ανοιγόταν με το λόγο του σε τέτοιο πέλαγος μεγαληγορίας δείχνει πάλι ότι ο λόγος ήταν μια σταγόνα δροσιάς μπροστά στον αληθινό Λόγο με όσα λέει· «ένα μέρος μόνο γνωρίζουμε, και για ένα μέρος μόνο μιλάμε»· και «αν κάποιος νομίζει ότι έχει μάθει, δεν έμαθε ακόμη όπως πρέπει να μάθει»· και «εγώ δε θεωρώ τον εαυτό μου ότι έφτασε στο τέρμα». Αν τώρα η υγρασία της δροσιάς και η δροσοσταλίδα των μαλλιών φαίνονται ποταμοί και πέλαγα και κύματα, όταν συγκρίνονται με τη δική μας δύναμη, τι πρέπει να σκεφτούμε για την Πηγή εκείνη που είπε, «όποιος διψά, ας έρχεται σ' εμένα κι ας πίνει»; Μόνος του καθένας από όσους ακούνε από την αναλογία όσων ειπώθηκαν ας κάνει μια εικασία για το θαύμα. Αν δηλαδή η σταγόνα έφτασε να γεννηθούν ποτάμια, τι θα πρέπει ν' αναλογιστούμε μέσω της σταγόνας αυτής ότι θα κάνει ο ποταμός του Θεού;

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου