Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (58)

Συνέχεια από Πέμπτη, 6 Φεβρουαρίου 2025 

HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

10. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ:
O ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.

ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ

Η διάσημη λοιπόν ανακοίνωση, “Report of the Ad Hoc Committee of the Harvard Medical Shool to Examine the Definition of Brain Death”, αποτελεί και συνιστά την αναγνώριση του «μη αντιστρεψίμου κώματος ως νέου ορισμού τού θανάτου». Είναι ένα κείμενο που δεν αφήνει καμμιάν απολύτως αμφιβολία όσον αφορά στους πρακτικούς (δηλ. σκόπιμους) λόγους, για το «γιατί χρειάζεται ένας (καινούργιος) ορισμός», καταθέτοντας μάλιστα τους εξής δύο: α) να «απελευθερωθούν» ασθενείς, συγγενείς και ιατρικοί πόροι απ’ τα «βάρη» ενός αορίστως επεκτεινομένου κώματος· και β) να αποφευχθούν τυχόν αντιπαραθέσεις (( ! )) ως προς την απόκτηση (( ! )) οργάνων προς μεταμόσχευση. Με σκοπό να εξυπηρετηθούν λοιπόν και οι δυό αυτοί λόγοι, πρέπει ο καινούργιος ορισμός να παρέχη στον γιατρό το δικαίωμα, να τερματίζη τη φροντίδα μιας κατάστασης, η οποία μπορεί μόνο να παραταθή και όχι να βελτιωθή, και η οποία δεν έχει κανένα (πια…) νόημα για τον ίδιον τον ασθενή (( ! )) . Αυτό το τελευταίο αποτελεί, φυσικά, και τη μόνη, ισχύουσα τελικά αιτιολογία για τον εν λόγω «τερματισμό» (και μόνο γι’ αυτόν!) και πρέπει να «υποβαστάζη» και όλες τις άλλες, πιθανές αιτιολογίες. Είναι μια αιτιολογία που «ενισχύει» μάλιστα και τον πρώτο, αναφερθέντα ήδη λόγο, καθώς η προκείμενη «ανακούφιση» του ασθενούς «ανακουφίζει» επίσης τόσο την οικογένειά του, τους γιατρούς, τους νοσηλευτές, αλλά και τα διάφορα υποστηρικτικά όργανα, τις νοσοκομειακές κλίνες κ.τ.λ. Ο δεύτερος όμως «λόγος» – η «ελεύθερη» δηλ. πρόσβαση και χρήση τών οργάνων – περιέχει κάποιες «υπονοούμενες ενοχές», που δεν τις «καλύπτει» κατά τον ίδιον τρόπο ο βασικός λόγος, που είναι ο ίδιος ο ασθενής. Επειδή αυτός ο «βασικός λόγος» – η απουσία δηλ. οποιουδήποτε «νοήματος» στο να συνεχισθή απλώς «φυτικά» μια ανθρώπινη ζωή – δεν ορίζει, αυστηρώς εννοούμενο, την ίδια την ύστατη κατάσταση, αλλά ένα κριτήριο μόνο, ώστε να επιτραπή η «ύστατη αυτή κατάσταση» να συντελεσθή απρόσκοπτα, με τη διακοπή π.χ. του αναπνευστικού μηχανήματος. Η «ανακοίνωση» ζητά ωστόσο να καθορίση μ’ αυτό το κριτήριο (και…) τον ίδιον τον θάνατο, τον οποίον και θεωρεί ως ήδη συντελεσθέντα, και όχι ως ανεμποδίστως επερχόμενον! Αν όμως «ο ασθενής θεωρείται, με βάση αυτό το κριτήριο (του εγκεφαλικού θανάτου), ως νεκρός», αν δηλ. ο σε κωματώδη κατάσταση ευρισκόμενος δεν είναι πια ένας ασθενής, αλλά ένα πτώμα, τότε έχει ανοίξει βασικά ο δρόμος για μια «περαιτέρω» χρήση τού (καινούργιου αυτού…) ορισμού, ένας δρόμος που έχει μάλιστα ήδη, στην πράξη, ξεκινήσει, αν δεν τον σταματήσουμε μάλιστα εγκαίρως. Τα όσα ακολουθούν δεν σκοπεύουν λοιπόν παρά στο να ενισχύσουν θεωρητικά το «αδύναμο», ακόμα τότε, «επιχείρημά» μου.

Η αρχική μου ένσταση απέναντι στην «ανακοίνωση» του Χάρβαρντ συνάντησε, πράγματι, μιαν οξεία αντίρρηση από ιατρικής πλευράς, σε συνάρτηση μάλιστα με τον «δεύτερον» ακριβώς «λόγο», το μεταμοσχευτικό «συμφέρον», το οποίο οι «καλόπιστοι» κριτικοί μου θεώρησαν πως απειλείται (( ! )) απ’ τους «διαλογισμούς» και τα «κενά γνώσης» ενός μη ειδικού. Ίσως μού επιτρέπεται όμως να το δω αυτό σαν μια ενίσχυση ακριβώς τής αρχικής μου υποψίας, ότι ήταν και είναι δηλ. αυτό ακριβώς το «συμφέρον» που απασχολεί βασικά, παρ’ όλη την «περιορισμένη του εκδήλωση» στην ανακοίνωση της Επιτροπής, την όλη προσπάθεια για έναν καινούργιο ορισμό. Την αφορμή για μια τέτοιαν υποψία μού την έδωσε μάλιστα ήδη ο Dr. Henry K. Beecher, υποστηρίζοντας ότι η ίδια η κοινωνία θα δυσαρεστείτο με την «απόρριψη» (discard) ιστών και οργάνων ανίατα «ασυνείδητων» (( ! )) ασθενών, τη στιγμή που αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν «επειγόντως για μελέτη και πειράματα», ώστε να μπορέσουν να «σωθούν» μ’ αυτά άλλοι, «απελπισμένοι» διαφορετικά ασθενείς. Η όλη, σε κάθε περίπτωση, κατεύθυνση και το πάθος τής αναφυόμενης πλέον διαμάχης απ’ την πλευρά τών «ειδικών» συνομιλητών μου (που έγιναν σύντομα προσωπικοί μου φίλοι) δεν άφηνε καμμιά πια αμφιβολία, για το τί ακριβώς «ενδιέφερε» τους χειρουργούς στον συγκεκριμένο ορισμό. Διατείνομαι λοιπόν το εξής: Όσο «καθαρό» και να είναι αυτό καθεαυτό το ενδιαφέρον να σωθή η ζωή ενός άλλου ανθρώπου, τόσο παραβλάπτει η συγκεκριμένη ως προς αυτό «γνώμη» την όλη, θεωρητική προσπάθεια ενός καινούργιου ορισμού τού θανάτου· και η επιτροπή τού Χάρβαρντ δεν θα έπρεπε να έχη ποτέ επιτρέψει στον εαυτό της, να «μολυνθή» η γνησιότητα του επιστημονικού της πορίσματος από το «δέλεαρ» αυτού τού ακραίου – όσο αξιοτίμητου κι αν είναι – «;όφελους». Δεν είναι, ωστόσο, η «καθαρότητα» της θεωρίας εδώ το θέμα μου. Αυτό που, αντίθετα, με απασχολεί είναι ορισμένες συνέπειες, που μπορούν να προκύψουν, υπό την πίεση αυτού τού ακραίου «συμφέροντος», απ’ τον συγκεκριμένο ορισμό, και που θα «καθιερωθούν» μάλιστα απολύτως, όταν θα αναγνωρισθή, κάποια στιγμή, επίσημα αυτός ο ορισμός. Είναι, ομολογώ, «ανθρώπινο» το να επηρεάζουν τα συγκεκριμένα «επιθυμητά» πλεονεκτήματα αυτών τών πιθανών συνεπειών τη γενική κρίση τής ιατρικής κοινότητας απέναντι στην ορθότητα ενός ορισμού, ο οποίος και «προσφέρει» αυτά τα πλεονεκτήματα – κατά τον ίδιον ωστόσο τρόπο που κι εγώ ομολογώ με παρρησία, ότι ο τρόμος μπροστά σε κάποιες απ’ αυτές τις συνέπειες παρωθεί σε ύψιστη εγρήγορση τη θεωρητική μου «σκέψη».

Η ανταλλαγή σκέψεων με την ανεπίσημη επιστημονική ομάδα, που με προσκάλεσε, ύστερα από μια γραπτή εκ μέρους τους παράθεση των αντιρρήσεών τους, σε μιαν εβδομαδιαία επίσκεψη στο Medical Center του University of California in San Francisco, με οδήγησε σε μιαν πιο εμπεριστατωμένη και εννοιολογικά σαφέστερη κατ’ αρχάς επεξεργασία τής δικής μου θέσης, την οποίαν και κυκλοφόρησα ως «κείμενο εργασίας» (με τον τίτλο ήδη “Against the Stream”) ανάμεσα στα μέλη της. Σ’ αυτό το κείμενο βασίζονται και τα όσα εδώ ακολουθούν…

Έπρεπε λοιπόν να απαντήσω σε τρεις, κατ’ αρχάς, «κατηγορίες» απέναντι στην πρώτη μου, «πολεμική» αναφορά: ότι το επιχείρημά μου για «δωρητές (μόνο…) σε κατάσταση πτώματος» εμπόδιζε τις σοβαρές ιατρικές προσπάθειες για τη «διάσωση της ζωής» (κάποιων άλλων…)· ότι αντιμετώπιζα τα συγκεκριμένα και ακριβή επιστημονικά δεδομένα (( ! )) με ασαφείς και αόριστες φιλοσοφικές έννοιες· και ότι αγνοούσα τη διαφορά μεταξύ θανάτου τού «οργανισμού ως σύνολο» και θανάτου «όλου τού οργανισμού», παράλληλα και ταυτόχρονα με τη διαφορά μεταξύ «αυθόρμητης» και παραγόμενης «εξωτερικά» αναπνοής και άλλων σωματικών κινήσεων.

Ομολογώ ασφαλώς, ότι είμαι «ένοχος» ως προς την πρώτη κατηγορία – εκεί δηλ. όπου τίθεται το ερώτημα για την κατάσταση του «δωρητή», αν είναι δηλ. ήδη ένα «πτώμα» ή όχι, για το οποίο ακριβώς και «ανησυχούσα». Η χρησιμοποιούμενη εδώ έκφραση «δωρητής (μόνο σε κατάσταση…) πτώματος» αποτελεί μια “petitio principii” – μια προϋποτιθέμενη αρχή, που παρακάμπτει ουσιαστικά το ερώτημα, το οποίο θέτει η τρίτη και μόνον «κατηγορία».

Όσον αφορά στη δεύτερη, περί ασάφειας, «κατηγορία», θα μπορούσε να πη κανείς πως αντικατοπτρίζεται η ασάφεια της όλης περίστασης στην ίδια την «κατηγορία», κι ότι το επιχείρημά μου είναι ένα και σαφές – και πιστεύω και ακριβές -, αναφερόμενο στην «ασάφεια» μιας ολόκληρης κατάστασης. Παρατηρεί κάπου ο Αριστοτέλης, πως είναι χαρακτηριστικό ενός καλλιεργημένου πνεύματος το να μην απαιτή μεγαλύτερη ακρίβεια γνώσης, απ’ αυτήν που επιτρέπει το ίδιο το αντικείμενο, την ίδια π.χ. ακρίβεια τόσο στην πολιτική όσο και στα μαθηματικά. Ορισμένες μορφές τής πραγματικότητας – κι ανάμεσά τους και το «φάσμα» ίσως ζωής και θανάτου – μπορεί να είναι «ανακριβείς» καθεαυτές, ή μπορεί να είναι ανακριβής η γνώση μας γι’ αυτές. Το να αναγνωρίσουμε τότε μια τέτοια κατάσταση των πραγμάτων είναι πολύ πιο δίκαιο, απ’ το να αποδεχτούμε τη βία που εξασκεί στη γνώση μας ένας συγκεκριμένος (παρ’ όλ’ αυτά…) ορισμός. Εκείνο λοιπόν το οποίο «προσέβαλα», ήταν η ανάρμοστη ακριβώς «ακρίβεια» ενός ορισμού και η πρακτική του χρήση σ’ ένα ανακριβές καθεαυτό πεδίο.

Πραγματική ωστόσο θεωρητική σημασία έχει η τρίτη, διατυπωθείσα απ’ τον Dr. Otto Guttentag αντίρρηση, και σ’ αυτήν θα προσπαθήσω να απαντήσω τώρα βήμα προς βήμα:

Α. «Ο οργανισμός ως σύνολο» δεν είναι απαραιτήτως το ίδιο με «ολόκληρο τον οργανισμό», με τον οργανισμό δηλ. σε όλα του τα μέρη· έτσι ξεκινούσε η συγκεκριμένη αντίρρηση. Είμαι σύμφωνος· κι αν είναι ασαφείς οι έως τώρα «απόψεις» μου ως προς αυτό το σημείο, αφορμώμαι να εξηγήσω ότι εννοούσα πάντα τον «θάνατο του οργανισμού ως σύνολο» και όχι «τον θάνατο όλου τού οργανισμού». Μπορεί κάποια τοπικά υποσυστήματα – μεμονωμένα κύτταρα ή ιστοί – να εξακολουθούν, πράγματι, να λειτουργούν τοπικά (όπως π.χ. η αύξηση μαλλιών και νυχιών), χωρίς αυτό να σχετίζεται με τη διαπίστωση του θανάτου, σύμφωνα με τα γενικά ή «περιεκτικά» περί αυτού κριτήρια. Η αναπνοή και η κυκλοφορία τού αίματος δεν ανήκουν όμως σ’ αυτήν την «τάξη», εφ’ όσον επηρεάζουν, έστω ως «υποσυστήματα», όλο το «σύστημα» ή τον οργανισμό, εξασφαλίζοντας τόσο τη λειτουργική όσο και την ουσιαστική διατήρηση όλων τών υπολοίπων μερών. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που «διατηρούνται», στους προοριζόμενους ως «δωρητές… πτώματος», τεχνικά σε λειτουργία, ώστε να διατηρηθούν έτσι και όλα τα υπόλοιπα οργανικά μέρη, κι ανάμεσά τους και τα «επιθυμητά» όργανα, σε «καλή κατάσταση» - δηλ. ζωντανά – για τη σκοπούμενη μεταμόσχευση. Το διατηρημένο μάλιστα μ’ αυτόν τον τρόπο συνολικό «σύστημα» μπορεί να συνεχίση και τον καθολικό του, μέσω τεχνητής διατροφής, μεταβολισμό, άρα και άλλες, τις αδενικές π.χ. λειτουργίες, και σχεδόν κάθε τι, υποθέτω, ανεξάρτητο απ’ τον κεντρικό νευρικό έλεγχο, που σημαίνει, τις περισσότερες βιοχημικές, «φυτικές» λειτουργίες. Αυτή είναι εξάλλου και η κατάσταση, στην οποία μπορούν κωματοειδείς ασθενείς να εξακολουθήσουν να «φυτοζωούν» για μήνες και χρόνια, με εκείνα τα τεχνητά βοηθητικά μέσα, που στην «άδεια» να μπορούν να διακοπούν σκόπευε και η γνωμάτευση του Χάρβαρντ. Η εν λόγω μεταφορική έννοια μιας «ανθρώπινης φυτικής ύπαρξης» (human vegetable) εμφανίστηκε, πραγματικά, πολλές φορές στη συζήτησή μας – τις περισσότερες μάλιστα, και κατά παράδοξο τρόπο, για να υποστηρίξη έναν καινούργιο «ορισμό τού θανάτου» (ως να μην ήταν και η «φυτική ζωή», ζωή). Ο οργανισμός, θέλω να πω, ο οποίος συνεχίζει, με τα διάφορα εδώ «τεχνικά μέσα», να λειτουργή, δεν μπορεί παρά να εξισούται – με την οφειλόμενη σ’ αυτή την «ενδιάμεση ζώνη» προσοχή - με τον «οργανισμό ως σύνολο» της παραδοσιακής έννοιας του θανάτου, πολύ περισσότερο ασφαλώς απ’ ό,τι με ένα οιοδήποτε, απομωνούμενο «μέρος» αυτού τού οργανισμού.

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου