Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (57)

Συνέχεια από Σάββατο, 1η Φεβρουαρίου 2025 

HANS JONAS  -  TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK  -  ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG


10. ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ: O ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΤΙΚΟΣ ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ.

Όσα ακολουθούν αποτελούν μια μαχητική γραφή, η οποία είναι σύμφωνα με όλα τα (διαρκώς ενισχυόμενα) φαινόμενα μια χαμένη (δυστυχώς…) υπόθεση. Η πρόβλεψη για μια τέτοια «τύχη» εκφράστηκε ήδη στον αρχικό της τίτλο, ως μια γραφή κι ένα κείμενο «ενάντια στο ρεύμα». Ας μου επιτραπή να εντάξω, κατ’ εξαίρεσιν, ως ανήκουσες στο ίδιο το θέμα, τις συνθήκες εδώ τής γέννησης και δημοσιοποίησής της, περιλαμβάνοντάς τες στην τωρινή μεταφορά στα γερμανικά τού παλαιοτέρου πρωτοτύπου της. Ως ένα μικρό παράδειγμα για το μεγάλο ερώτημα του ακαταμάχητου ή της αντίστασης που προβάλλει (σε κάθε πιθανόν έλεγχο…) η τεχνική πρόοδος, η «επεισοδιακή» αυτή αφήγηση, που αφορά κανονικά μόνο στον συγγραφέα, συνεισφέρει, πιστεύω, κάτι και στο γενικό θέμα τού παρόντος βιβλίου.

Τον Αύγουστο του 1968 μια «ειδική» επιτροπή τής Ιατρικής Σχολής τού Πανεπιστημίου τού Χάρβαρντ δημοσιοποίησε την αναφορά της για τον ορισμό τού εγκεφαλικού θανάτου. Τον επόμενο ήδη μήνα εκμεταλλεύτηκα την ευκαιρία μιας συνδιάσκεψης για τις «Ηθικές απόψεις τών ανθρωπίνων πειραμάτων», ώστε να παρεμβάλλω, ως συμβολή μου σ’ αυτό το θέμα, μια πρώτη και οξεία κριτική στην – πέρα κι απ’ τα εξειδικευμένα ιατρικά πλαίσια – πρόταση της ανωτέρω επιτροπής, παρ’ όλο που το αντικείμενό της δεν ανήκε ασφαλώς (απ’ ευθείας…) στο θέμα τών πειραμάτων σε ανθρώπινα υποκείμενα: αλλά έβλεπα σ’ αυτήν την πρόταση τον κίνδυνο μιας παράχρησης σε υποκείμενα (ασθενείς) για ιατρικούς (κατά τα λεγόμενα…) σκοπούς, κίνδυνο παρόμοιο με εκείνον που θα έπρεπε να αποφευχθή σε (διάφορες άλλες…) πειραματικές καταστάσεις…

Η έκθεσή μου εκείνη δημοσιεύτηκε, μαζί μ’ αυτήν την εκ μέρους μου «παρέκκλιση» (απ’ το κυρίως θέμα τής συνδιάσκεψης…), μαζί με τις υπόλοιπες εκθέσεις, και ανατυπώθηκε αργότερα, αρκετές φορές... Επαναλαμβάνεται λοιπόν κι εδώ, καθώς έχει ήδη προκαλέσει την «άρνηση» εκ μέρους ιατρών, και την άμεση κατόπιν συζήτηση μαζί τους, όπου και «ηττήθηκε» ως «ενάντια στο ρεύμα» – το βασικό μέρος αυτής εδώ τής παρουσίασης…

Για να εξηγηθούν τα όσα ακολουθούν, αρκούν πιστεύω τα εξής περιεχόμενα απ’ τη «γνωμάτευση» του Πανεπιστημίου τού Χάρβαρντ:

1. Προσδιόριζε το μη αναστρέψιμο κώμα ως «εγκεφαλικό θάνατο», όταν υφίστανται τα εξής διαγνωστικά χαρακτηριστικά: απουσία κάθε εξακριβωμένης εγκεφαλικής δραστηριότητας (επίπεδο εγκεφαλογράφημα) και κάθε εγκεφαλικά εξαρτώμενης σωματικής δραστηριότητας, όπως η αυτόματη αναπνοή και τα αντανακλαστικά·

2. ταύτιζε τον κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιορισμένο εγκεφαλικό θάνατο με τον θάνατο ολοκλήρου τού σώματος, τον θάνατο άρα τού ασθενούς, ο οποίος και επιτρέπει τη διακοπή, πέρα κι απ’ την επίσημη διαπίστωση θανάτου, κάθε τεχνητής υποβοήθησης μέσω αναπνευστικών συσκευών και άλλων μέσων διατήρησης (της ζωής…) – καθώς και την αφαίρεση, ανεξάρτητα απ’ την εν λόγω «διακοπή» (με άρα ή και χωρίς «διακοπή»!), οργάνων προς μεταμόσχευση: Ο χαρακτηρισμός ενός ανθρωπίνου σώματος ως νεκρού σώματος ξεκινά (πράγματι και αλίμονο…) με τη διαπίστωση του εγκεφαλικού αποκλειστικά θανάτου. – Θα παραθέσω σ’ αυτό το σημείο το πρώτο μου σχόλιο απ’ τον Σεπτέμβρη τού 1968:

Η πρόταση της επιτροπής τού Χάρβαρντ, να αναγνωρισθή «το μη αναστρέψιμο κώμα ως καινούργιος ορισμός τού θανάτου» (ενός ανθρώπου…), προκαλεί σε αντίρρηση. Κι ας μη με παραξηγήση κανείς. Καθ’ όσον πρόκειται μόνο για το πότε πρέπει να επιτρέπεται η αναστολή τής τεχνητής παράτασης ορισμένων λειτουργιών (όπως η καρδιακή λειτουργία), τα οποία ισχύουν παραδοσιακά ως σημεία ζωής – κι αυτή είναι η μια απ’ τις δυό προτεινόμενες «εφαρμογές» τής εν λόγω επιτροπής – δεν βλέπω κάτι το δυσοίωνο στην έννοια του «εγκεφαλικού θανάτου» (( Κι όμως… )) . Δεν χρειάζεται μάλιστα στην πραγματικότητα κανένας καινούργιος ορισμός τού θανάτου, ώστε να «νομιμοποιηθή», σ’ αυτό το σημείο, το ίδιο πρακτικό αποτέλεσμα με την πρόταση της επιτροπής – αν οικειοποιηθή π.χ. εδώ κανείς την, απολύτως λογική για μιαν έστω φορά, άποψη της ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ότι: «Αν διαγνωσθή μια μόνιμη και βαθειά απώλεια της συνείδησης, τότε δεν είναι πια υποχρεωτική η χρήση εκτάκτων μέσων προς παράταση της ζωής. Μας επιτρέπεται δηλ. να τα αναστείλουμε, επιτρέποντας και στον ασθενή τον θάνατό του». Το οποίο σημαίνει πως, όταν υφίσταται μια ξεκάθαρα προσδιορισμένη αρνητική εγκεφαλική κατάσταση, τότε επιτρέπεται να επιτρέψη ο γιατρός στον ασθενή να πεθάνη τον δικό του, σύμφωνα μ’ αυτήν τη διατύπωση, θάνατο, ο οποίος και θα συμπεριλάβη τότε από μόνος του όλο το φάσμα κάθε δυνατού προσδιορισμού.[ΤΟΤΕ Ο ΒΛΑΚΑΣ;] Υπάρχει όμως κι ένας ανησυχητικός και αντίθετος σκοπός που συνδέεται εδώ με την αναζήτηση ενός καινούργιου ορισμού τού θανάτου – καθώς ζητείται επίσης να μετατεθή πρόωρα η χρονική στιγμή διαπίστωσης του θανάτου, συνοδευόμενη από τη δυνατότητα όχι μόνο να ανασταλή η τεχνητή αναπνοή, αλλά και να χρησιμοποιηθή, αντίθετα και κατ’ επιλογήν (μαζί με άλλα μηχανικά υποβοηθήματα της ζωής), έτι περαιτέρω, ώστε να διατηρηθή σε μια τέτοια κατάσταση το σώμα, όπου και θα ήταν, σύμφωνα με παλαιότερους προσδιορισμούς, ακόμα ζωντανό (ενώ δεν είναι, σύμφωνα με τον καινούργιο προσδιορισμό, παρά «απατηλά» ζωντανό) – ώστε να μπορή κανείς να παραλάβη, υπό «ιδανικές (κυριολεκτικά…) συνθήκες», τα όργανα και τους ιστούς του, κάτι που θα συνιστούσε προηγουμένως την αφαίρεση οργάνων εν ζωή![ΜΟΝΤΥ ΠΑΙΘΟΝ: ΥΠΟΓΡΑΨΑΤΕ ΤΗΝ ΔΗΛΩΣΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑΣ ΟΡΓΑΝΩΝ;  ΜΑΛΙΣΤΑ. ΘΕΛΟΥΜΕ ΤΟ ΣΥΚΩΤΙ ΣΑΣ. ΜΑ... ΚΙ' ΕΓΩ ΤΟ ΘΕΛΩ..!]

Κι αυτό ακριβώς μού φαίνεται πως ξεπερνά (απολύτως…), έστω κι αν συμβαίνη για ερευνητικούς ή μεταμοσχευτικούς σκοπούς, τη δικαιολόγηση (που είναι άλλωστε το δικό μας έργο) ενός καινούργιου ορισμού. Και είναι ασφαλώς δυό διαφορετικά πράγματα, το πότε μπορούμε να σταματήσουμε την παράταση ενός (επερχομένου…) θανάτου, και το πότε να ξεκινήσουμε να ασκούμε βία σ’ ένα σώμα· πότε να σταματήσουμε να παρατείνουμε το γεγονός τού θανάτου, και πότε να θεωρήσουμε το γεγονός αυτό αφ’ εαυτού τετελειωμένο και ένα σώμα ως νεκρό πλέον σώμα, με το οποίο και μπορούμε να πράξουμε εκείνο που θα ήταν βάσανο και θάνατος (το ίδιο…) για ένα ζωντανό σώμα. Για το πρώτο, δεν χρειάζεται (απαραιτήτως…) να γνωρίζουμε, πού ακριβώς βρίσκεται το όριο μεταξύ ζωής και θανάτου – αφήνουμε στην ίδια τη φύση να υπερβή αυτό το όριο, όπου αυτό και να βρίσκεται, ή και να διασχίση ένα ολόκληρο «φάσμα», αν υπάρχη εκεί κάτι περισσότερο από μιαν απλή «γραμμή». Χρειάζεται μόνο να γνωρίζουμε ότι το κώμα είναι πράγματι μη αναστρέψιμο, για να αποφασίσουμε και από ηθικής πλευράς να μην αντισταθούμε πια στο «μοιραίο». Για το δεύτερο πρέπει να γνωρίζουμε όμως με απόλυτη βεβαιότητα την οριακή εκείνη «γραμμή»· και η χρήση ενός καθ’ οιονδήποτε τρόπο ελαχιστότερου από απόλυτου ορισμού τού θανάτου, ώστε να μπορούμε να «παρέμβουμε» σε μια, πιθανή έστω, «προτελευταία κατάσταση», σημαίνει ότι σφετεριζόμαστε μια «γνώση», που δεν μπορούμε (κατά τη γνώμη μου) να διαθέτουμε. Και καθώς δεν γνωρίζουμε το ακριβές «σύνορο» μεταξύ ζωής και θανάτου, δεν μας αρκεί τίποτα λιγότερο απ’ τον «ανώτατον» ορισμό (ή καλύτερα, τα χαρακτηριστικά) του θανάτου – εγκεφαλικός θάνατος, συν καρδιακός θάνατος, συν κάθε άλλη αποφασιστική ένδειξη -, πριν μας επιτραπή η εξάσκηση μιας καθοριστικής βίας…

Προκύπτει λοιπόν απ’ όλ’ αυτά (για τη δική μου τουλάχιστον, «ανειδίκευτη» κρίση), ότι και η χρήση τού ορισμού τού Χάρβαρντ πρέπει κι αυτή να προσδιοριστή απ’ την πλευρά της, με μιαν «περιορίζουσα» μάλιστα έννοια. Αν ένα μόνιμο κώμα δεν μπορή να ανακτηθή παρά μόνο με την τεχνητή διατήρηση της αναπνοής κ.τ.λ., ας παύσουμε (υπό την προστασία τού συγκεκριμένου ορισμού, ώστε να είμαστε «νόμιμοι») την αναπνευστική συσκευή και όλα τα υπόλοιπα και ας αφήσουμε τον ασθενή να πεθάνη: ας τον αφήσουμε όμως να πεθάνη «φυσιολογικά» και «πλήρως», μέχρι την κατάπαυση όλων τών οργανικών του λειτουργιών. Όχι όμως να οδηγούμε αντί γι’ αυτό (καλυμμένοι απ’ τον ίδιον ακριβώς ορισμό), συνεχίζοντας την τεχνική υποστήριξη για έναν «καινούργιο» σκοπό, σε μια προσωρινή «αναστολή» την όλη διαδικασία, κατά την οποία το συγκεκριμένο σώμα μπορεί να χρησιμεύση ως τράπεζα (ζωντανών ακόμα…) οργάνων, τη στιγμή που αυτό το συγκεκριμένο σώμα κι αυτός ο συγκεκριμένος άνθρωπος μπορεί να παραμένη εν ζωή, εξαιτίας αυτής ακριβώς τής υποβοήθησης, πριν ακόμα απ’ το αληθινό του «βιολογικό» τέλος. Και ποιος μπορεί άραγες να γνωρίζη, αν τώρα που το χειρουργικό «μαχαίρι» αρχίζει την επέμβασή του, αν ένα «σοκ» κι ένα τελευταίο «τραύμα» δεν προξενή μια μη εγκεφαλική, αλλά διάχυτη σ’ όλο το σώμα συναίσθηση, στο σώμα που είναι ακόμα ευαίσθητο και διατηρείται από εμάς τούς ίδιους οργανικά και λειτουργικά ζωντανό; Καμμιά «παράγραφος» ή «εντολή» τού συγκεκριμένου ορισμού δεν μπορεί να απαντήση σ’ αυτό το ερώτημα. Τονίζοντας ωστόσο, ότι το ερώτημα ενός πιθανού πόνου και βασάνου (που μπορεί βέβαια εύκολα να παραμεριστή από μιαν επαρκώς «επιβλητική» και εξειδικευμένη «συναίνεση») δεν είναι παρά μια παράπλευρη σκέψη και καθόλου ο πυρήνας τού επιχειρήματός μας. Γιατί ο πυρήνας είναι – ας το ξαναπούμε – η απροσδιοριστία τού ορίου ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, κι όχι ανάμεσα στη συναίσθηση και τη μη συναίσθηση, και μας προστάζει να προτιμήσουμε, σε μια περιοχή ουσιαστικής άγνοιας, έναν «μέγιστο» και πλήρη, κι όχι έναν «ελάχιστο» και μερικό προσδιορισμό τού θανάτου. (( Εμείς γνωρίζουμε ότι ένας άνθρωπος ξεψύχησε, όταν όλες του οι σωματικές λειτουργίες, και πρώτα απ’ όλα η καρδιά, έχουν πια σταματήσει, η ψυχή έχει «φύγει», και το σώμα κείται πλέον άψυχο και νεκρό… Ο «νεολογισμός» εγκεφαλικός (!) θάνατος κρύβει, δυστυχώς, γνωστά σε όλους πλέον «μυστικά»… ))

Χρειάζεται δε να αναλογιστούμε και το εξής: Ο ασθενής πρέπει να είναι απολύτως σίγουρος, ότι ο γιατρός του δεν είναι σε καμμιά περίπτωση «δήμιός» του, και δεν υπάρχει κανένας προσδιορισμός που να του παρέχη καθ’ οιονδήποτε τρόπο μια τέτοια «δυνατότητα». Αυτό είναι ένα εντελώς αναφαίρετο δικαίωμα, όπως είναι επίσης αναφαίρετο το «δικαίωμά» του στο ίδιο του το σώμα με όλα του τα «όργανα». Ο απόλυτος μάλιστα σεβασμός αυτού τού δικαιώματος δεν αντιτίθεται σε κανένα άλλο «δικαίωμα». Γιατί κανένας δεν έχει οποιοδήποτε «δικαίωμα» στο σώμα ενός άλλου. – Και για να μιλήσουμε και μ’ ένα διαφορετικό, θρησκευτικό πνεύμα: Η τελευτή ενός ανθρώπου θα έπρεπε να περιβάλλεται πάντα απ’ την ευσέβεια και να προστατεύεται από οποιαδήποτε εκμετάλλευση.

Θα έπρεπε λοιπόν – κι αυτό μου το λέει τόσο η λογική όσο και το συναίσθημά μου – να αποσαφηνιστή εξαρχής, ότι αυτός ο προτεινόμενος προσδιορισμός τού θανάτου επιτρέπει, αν νομιμοποιηθή ποτέ, μόνο τη μια και όχι και τη δεύτερη απ’ τις δυό περιγραφείσες, αντιπαρατιθέμενες συνέπειες: μόνο δηλ. τη διακοπή μιας διατηρούμενης μηχανικής παρέμβασης, για να ακολουθήση η κατάσταση ενός ανθρώπου τη «φυσιολογική» της πορεία, και όχι, και ποτέ τη συνέχιση αυτής τής παρέμβασης με τον σκοπό μιας άλλης, τελικής και βίαιης παρέμβασης σ’ ένα ζωντανό ακόμα ανθρώπινο σώμα.

Αυτή υπήρξε η άμεση αντίδρασή μου στη «γνωμάτευση» του Χάρβαρντ, μόλις αυτή παρουσιάστηκε το έτος 1968. Λόγω τής υπερβολικής ωστόσο «αίγλης» τών πρωτεργατών της, σε συνδυασμό με την ισχυρή άνοδο του μεταμοσχευτικού ενδιαφέροντος στις Η.Π.Α. εκείνην την εποχή, δεν μπορούσα να έχω την παραμικρή αμφιβολία για το ότι η δική μου «σύσταση», τόσο αντίθετη σ’ αυτό το «ενδιαφέρον», θα εύρισκε απέναντί της μιαν ευρεία ιατρική αλλά και νομοθετική τελικά συγκατάθεση στη «γνωμάτευση», κι ότι η όποια «αντιλογία» μου δεν θα είχε παρά ελάχιστη προοπτική, έστω να ακουστή. Υπήρξε, παρ’ όλ’ αυτά, μια ομάδα ακαδημαϊκών γιατρών, ανάμεσά τους και χειρουργοί μεταμοσχεύσεων, που την έλαβε αρκετά σοβαρά υπ’ όψιν, ώστε να ξεκινήση ένας άμεσος διάλογος ανάμεσά μας, κατά τον οποίον και διδάχτηκα ορισμένα πράγματα και έλαβα αφορμή να καταστήσω τόσο θεωρητικά ακριβέστερο όσο και παραστατικώτερο, με την περιγραφή τών επιφοβουμένων συνεπειών, το επιχείρημά μου. Ως αποτέλεσμα αυτού τού «διαλόγου» προέκυψε το ακόλουθο, από δικής μου πλευράς, κείμενο και καταγραφή, απ’ το έτος 1970…

( Συνεχίζεται με το εν λόγω, εκτεταμένο κείμενο, υπό τον τίτλο: «Ενάντια στο ρεύμα» )

Δεν υπάρχουν σχόλια: