Σάββατο 19 Απριλίου 2025

Περὶ τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ - Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου

Πῶς εἶναι ἤ πῶς γίνεται μέσα μας ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί μέ αὐτήν ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς.

Ἐπίσης ποιό εἶναι τό μυστήριο αὐτῆς τῆς ἀναστάσεως.

1. Ἀδελφοί καί πατέρες, ἤδη τό Πάσχα, ἡ χαρμόσυνη ἡμέρα, πού προκαλεῖ κάθε εὐφροσύνη καί εὐτυχία, καθώς ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἔρχεται τήν ἴδια ἐποχή τοῦ χρόνου πάντοτε, ἤ καλύτερα γίνεται κάθε ἡμέρα καί συνεχῶς μέσα σ᾿ αὐτούς πού γνωρίζουν τό μυστήριό της, ἀφοῦ γέμισε τίς καρδιές μας ἀπό κάθε χαρά καί ἀνεκλάλητη ἀγαλλίαση (Λουκ. 1, 14), ἀφοῦ ἔλυσε μαζί καί τόν κόπο ἀπό τήν πάνσεπτη νηστεία ἤ, γιά νά πῶ καλύτερα, ἀφοῦ τελειοποίησε καί συγχρόνως παρηγόρησε τίς ψυχές μας, γι᾿ αὐτό καί μᾶς προσκάλεσε ὅλους μαζί τούς πιστούς, ὅπως... βλέπετε, σέ ἀνάπαυση καί εὐχαριστία, πέρασε. Ἄς εὐχαριστήσουμε λοιπόν τόν Κύριο, πού μᾶς διαπέρασε ἀπό τό πέλαγος (Σοφ. Σολ. 10, 18) τῆς νηστείας καί μᾶς ὁδήγησε μέ εὐθυμία στόν λιμένα τῆς ἀναστάσεώς Του. Ἄς τόν εὐχαριστήσουμε καί ὅσοι περάσαμε τό δρόμο τῆς νηστείας μέ θερμή πρόθεση καί ἀγῶνες ἀρετῆς, καί ὅσοι ἀσθένησαν στό μεταξύ ἀπό ἀδιαφορία καί ἀσθένεια ψυχῆς, ἐπειδή ὁ ἴδιος εἶναι πού δίνει μέ τό παραπάνω τά στεφάνια καί τούς ἄξιους μισθούς τῶν ἔργων τους σ᾿ ἐκείνους πού ἀγωνίζονται, καί πάλι αὐτός εἶναι πού ἀπονέμει τή συγγνώμη στούς ἀσθενέστερους ὡς ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος. Διότι βλέπει πολύ περισσότερο τίς διαθέσεις τῶν ψυχῶν μας καί τίς προαιρέσεις, παρά τούς κόπους τοῦ σώματος, μέ τούς ὁποίους γυμνάζομε τούς ἑαυτούς μας στήν ἀρετή, ἤ ἐπαυξάνοντας τήν ἄσκηση λόγω τῆς προθυμίας τῆς ψυχῆς ἤ ἐλαττώνοντας αὐτήν ἀπό τά σπουδαῖα ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, καί σύμφωνα μέ τίς προθέσεις μας ἀνταποδίδει τά βραβεῖα καί τά χαρίσματα τοῦ Πνεύματος στόν καθένα, κάμνοντας κάποιον ἀπό τούς ἀγωνιζόμενους περίφημο καί ἔνδοξο ἤ ἀφήνοντάς τον ταπεινό καί ἔχοντα ἀκόμη ἀνάγκη ἀπό κοπιαστικότερη κάθαρση.

2. Ἀλλά ἄς δοῦμε, ἐάν νομίζετε, καί ἄς ἐξετάσομε καλῶς, ποιό εἶναι τό μυστήριο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας, τό ὁποῖο γίνεται μυστικῶς πάντοτε σέ ἐμᾶς πού θέλομε, καί πῶς μέσα μας ὁ Χριστός θάπτεται σάν σέ μνῆμα, καί πῶς ἀφοῦ ἑνωθεῖ μέ τίς ψυχές, πάλι ἀνασταίνεται, συνανασταίνοντας μαζί του καί ἐμᾶς. Αὐτός εἶναι καί ὁ σκοπός τοῦ λόγου.

3. Ὁ Χριστός καί Θεός μας, ἀφοῦ ὑψώθηκε στό σταυρό καί κάρφωσε (Κολ. 2, 14) σ᾿ αὐτόν τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου (Ἰω. 1, 25) καί γεύτηκε τό θάνατο (Ἐβρ. 2, 9), κατῆλθε στά κατώτατα μέρη τοῦ ἅδη (Ἐφ. 4, 9, Ψαλ. 85, 13). Ὅπως λοιπόν ὅταν ἀνῆλθε πάλι ἀπό τόν ἅδη εἰσῆλθε στό ἄχραντό Του σῶμα, ἀπό τό ὁποῖο ὅταν κατῆλθε ἐκεῖ δέν χωρίσθηκε καθόλου, καί ἀμέσως ἀναστήθηκε ἀπό τούς νεκρούς καί μετά ἀπ᾿ αὐτό ἀνῆλθε στούς οὐρανούς μέ δόξα πολλή καί δύναμη (Ματθ. 24, 30, Λουκ. 21, 27), ἔτσι καί τώρα, ὅταν ἐξερχόμαστε ἐμεῖς ἀπό τόν κόσμο καί εἰσερχόμαστε μέ τήν ἐξομοίωση (Ρωμ. 6, 5, Β´ Κορ. 1, 5, Φιλ. 3, 10) τῶν παθημάτων τοῦ Κυρίου στό μνῆμα τῆς μετάνοιας καί ταπεινώσεως, αὐτός ὁ ἴδιος, κατερχόμενος ἀπό τούς οὐρανούς, εἰσέρχεται σάν σέ τάφο μέσα στό σῶμα μας καί, ἑνούμενος μέ τίς δικές μας ψυχές, τίς ἀνασταίνει, ἀφοῦ αὐτές ἦταν ὁμολογουμένως νεκρές, καί τότε δίνει τή δυνατότητα, σ᾿ αὐτόν πού ἀναστήθηκε ἔτσι μαζί μέ τόν Χριστό, νά βλέπει τή δόξα τῆς μυστικῆς του ἀναστάσεως.

4. Ἀνάσταση λοιπόν τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ δική μας ἀνάσταση, πού βρισκόμαστε κάτω πεσμένοι. Διότι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ποτέ δέν ἔπεσε στήν ἁμαρτία (Ἰω. 8, 46, Ἐβρ. 4, 15. 7, 26), ὅπως ἔχει γραφεῖ, οὔτε ἀλλοιώθηκε καθόλου ἡ δόξα του, πῶς θ᾿ ἀναστηθεῖ ποτέ ἤ θά δοξασθεῖ, αὐτός πού εἶναι πάντοτε ὑπερδοξασμένος καί πού διαμένει ἐπίσης πάνω ἀπό κάθε ἀρχή καί ἐξουσία (Ἐφ. 1, 21); Ἀνάσταση καί δόξα τοῦ Χριστοῦ εἶναι, ὅπως ἔχει λεχθεῖ, ἡ δική μας δόξα, πού γίνεται μέσα μας μέ τήν ἀνάστασή Του, καί δείχνεται καί ὁρᾶται ἀπό ἐμᾶς. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ἔκανε δικά του τά δικά μας, ὅσα κάμνει μέσα μας αὐτός, αὐτά ἀναγράφονται σ᾿ αὐτόν. Ἀνάσταση λοιπόν τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ ἕνωση τῆς ζωῆς. Διότι, ὅπως τό νεκρό σῶμα οὔτε λέγεται ὅτι ζεῖ οὔτε μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν δεχθεῖ μέσα του τή ζωντανή ψυχή καί ἑνωθεῖ μέ αὐτήν χωρίς νά συγχέεται, ἔτσι οὔτε ἡ ψυχή μόνη της καί καθ᾿ ἑαυτήν μπορεῖ νά ζεῖ, ἐάν δέν ἑνωθεῖ μυστικῶς καί ἀσυγχύτως μέ τόν Θεό, πού εἶναι ἡ πραγματικά αἰώνια ζωή (Α´ Ἰω. 5, 20). Διότι πρίν ἀπό αὐτή τήν ἕνωση ὡς πρός τή γνώση καί ὅραση καί αἴσθηση εἶναι νεκρή, ἄν καί νοερά ὑπάρχει καί εἶναι ὡς πρός τή φύση ἀθάνατη. Διότι δέν ὑπάρχει γνώση χωρίς ὅραση, οὔτε ὅραση δίχως αἴσθηση.

Αὐτό πού λέγω σημαίνει τό ἑξῆς.Ἡ ὅραση καί μέσω τῆς ὁράσεως ἡ γνώση καί ἡ αἴσθηση (αὐτό τό ἀναφέρω γιά τά πνευματικά, διότι στά σωματικά καί χωρίς ὅραση ὑπάρχει αἴσθηση). Τί θέλω νά πῶ; Ὁ τυφλός ὅταν χτυπᾶ τό πόδι του σέ λίθο αἰσθάνεται, ἐνῶ ὁ νεκρός ὄχι. Στά πνευματικά ὅμως, ἐάν δέν φθάσει ὁ νοῦς σέ θεωρία τῶν ὅσων ὑπάρχουν πάνω ἀπό τήν ἔννοια, δέν αἰσθάνεται τή μυστική ἐνέργεια. Αὐτός λοιπόν πού λέγει, ὅτι αἰσθάνεται στά πνευματικά πρίν φθάσει σέ θεωρία αὐτῶν πού εἶναι ἐπάνω ἀπό τό νοῦ καί τό λόγο καί τήν ἔννοια, μοιάζει μέ τόν τυφλό στά μάτια, ὁ ὁποῖος αἰσθάνεται βέβαια τά ὅσα ἀγαθά ἤ κακά παθαίνει, ἀγνοεῖ ὅμως τά ὅσα γίνονται στά πόδια ἤ στά χέρια του καθώς καί τά αἴτια ζωῆς ἤ θανάτου του. Διότι τά ὅσα κακά ἤ ἀγαθά τοῦ συμβαίνουν δέν τά ἀντιλαμβάνεται καθόλου, ἐπειδή εἶναι στερημένος ἀπό τήν ὀπτική δύναμη καί αἴσθηση, γι᾿ αὐτό, ὅταν πολλές φορές σηκώνει τήν ράβδο του ν᾿ ἀμυνθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό, ἀντί ἐκεῖνον μερικές φορές χτυπᾶ μᾶλλον τόν φίλο του, ἐνῶ ὁ ἐχθρός στέκεται μπροστά στά μάτια του καί τόν περιγελᾶ.

5. Οἱ περισσότεροι ἀπό τούς ἀνθρώπους πιστεύουν στήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὅμως πολύ λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού καί τήν βλέπουν καθαρά, καί αὐτοί βέβαια πού δέν τήν εἶδαν οὔτε νά προσκυνήσουν μποροῦν τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς ἅγιο καί Κύριο. Διότι λέγει, «κανένας δέν μπορεῖ νά πεῖ Κύριο τόν Ἰησοῦ, παρά μόνο μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο»» (Α´ Κορ. 12, 3).καί ἀλλοῦ.«Πνεῦμα εἶναι ὁ Θεός καί αὐτοί πού τόν προσκυνοῦν πρέπει νά τόν προσκυνοῦν πνευματικά καί ἀληθινά»» (Ἰω. 4, 24). Καί ἀκόμη τό ἱερώτατο λόγιο, πού τό προφέρομε κάθε ἡμέρα, δέν λέγει, ̒Ἀνάσταση Χριστοῦ πιστεύσαντες᾽, ἀλλά τί λέγει; «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι, ἄς προσκυνήσομε ἅγιο Κύριον Ἰησοῦν, πού εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος»». Πῶς λοιπόν μᾶς προτρέπει τώρα τό Πνεῦμα τό ἅγιο νά λέμε (σάν νά εἴδαμε αὐτήν πού δέν εἴδαμε) «Ἀνάσταση Χριστοῦ θεασάμενοι»», ἐνῶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός μιά φορά πρίν ἀπό χίλια (Ὁ Συμεών ὁ Νεός Θεολόγος ἔζησε τέλη 10ου καί ἀρχές 11ου αἰῶνος, δηλ. χίλια χρόνια περίπου μετά τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου) ἔτη καί οὔτε τότε τόν εἶδε κανένας νά ἀνασταίνεται; Ἄραγε μήπως ἡ θεία Γραφή θέλει νά ψευδόμαστε; Μακριά μιά τέτοια σκέψη.ἀντίθετα συνιστᾶ μᾶλλον νά λέμε τήν ἀλήθεια, ὅτι δηλαδή μέσα στό καθένα ἀπό μᾶς τούς πιστούς γίνεται ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί αὐτό ὄχι μία φορά, ἀλλά κάθε ὥρα, ὅπως θά ἔλεγε κανείς, ὁ ἴδιος ὁ Δεσπότης Χριστός ἀνασταίνεται μέσα μας, λαμπροφορώντας καί ἀπαστράπτοντας τίς ἀστραπές τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς θεότητος. Διότι ἡ φωτοφόρα παρουσία τοῦ Πνεύματος μᾶς ὑποδεικνύει τήν ἀνάσταση τοῦ Δεσπότη, πού ἔγινε τό πρωί (Ἰω. 21, 4), ἤ καλύτερα μᾶς ἐπιτρέπει νά βλέπομε τόν ἴδιο ἐκεῖνον τόν ἀναστάντα. Γι᾿ αὐτό καί λέμε.«Θεός εἶναι ὁ Κύριος καί φανερώθηκε σέ μᾶς»» (Ψαλμ. 117, 27), καί ὑποδηλώνοντας τή Δευτέρα παρουσία του λέμε συμπληρωματικά τά ἑξῆς. «εὐλογημένος εἶναι αὐτός πού ἔρχεται στό ὄνομα τοῦ Κυρίου»» (Ψαλμ. 117, 26).

Σέ ὅποιους λοιπόν φανερωθεῖ ὁ ἀναστημένος Χριστός, ὁπωσδήποτε φανερώνεται πνευματικῶς στά πνευματικά τους μάτια. Διότι, ὅταν ἔλθει μέσα μας διά τοῦ Πνεύματος, μᾶς ἀνασταίνει ἀπό τούς νεκρούς καί μᾶς ζωοποιεῖ καί μᾶς ἐπιτρέπει νά τόν βλέπομε μέσα μας αὐτόν τόν ἴδιο ὅλον ζωντανό, αὐτόν τόν ἀθάνατο καί ἄφθαρτο, καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά καί μᾶς δίνει τή χάρη νά γνωρίζομε εὐκρινῶς ὅτι συνανασταίνει (Ἐφ. 2, 6) καί συνδοξάζει (Ρωμ. 8, 17) καί ἐμᾶς μαζί του, ὅπως μαρτυρεῖ ὅλη ἡ θεία Γραφή.

6. Αὐτά λοιπόν εἶναι τά μυστήρια τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ κρυμμένη μέσα τους δύναμη τῆς πίστεώς μας, τήν ὁποία οἱ ἄπιστοι ἤ δύσπιστοι, ἤ καλύτερα νά πῶ ἡμίπιστοι, δέν βλέπουν, οὔτε βέβαια μποροῦν καθόλου νά τή δοῦν. Καί ἄπιστοι, δύσπιστοι καί ἡμίπιστοι εἶναι αὐτοί πού δέν φανερώνουν τήν πίστη μέ τά ἔργα (Ἰάκ. 2, 18). Διότι χωρίς ἔργα πιστεύουν καί οἱ δαίμονες (Ἰάκ. 2, 19) καί ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Θεός ὁ Δεσπότης Χριστός. «Σέ γνωρίζομε»» (Μάρκ. 1, 24, Λουκ. 4, 34), λένε, «ἐσένα τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ»» (Ματθ. 8, 29).καί ἀλλοῦ.«αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι δοῦλοι τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»» (Πραξ. 16, 17). Ἀλλ᾿ ὅμως οὔτε τούς δαίμονες οὔτε τούς ἀνθρώπους αὐτούς θά τούς ὠφελήσει ἡ τέτοια πίστη. Διότι δέν ὑπάρχει κανένα ὄφελος ἀπό τέτοια πίστη, ἐπειδή εἶναι νεκρή κατά τόν θεῖο ἀπόστολο. Διότι λέγει, «ἡ πίστη χωρίς τά ἔργα εἶναι νεκρή»» (Ἰάκ. 2, 26), ὅπως καί τά ἔργα χωρίς τήν πίστη. Πῶς εἶναι νεκρή; Ἐπειδή δέν ἔχει μέσα της τόν Θεό πού τή ζωογονεῖ (Α´ Τιμ. 6, 13), ἐπειδή δέν ἀπέκτησε μέσα της ἐκεῖνον πού εἶπε.«αὐτός πού μέ ἀγαπᾶ θά τηρήσει τίς ἐντολές μου»» (Ἰω. 14, 21.23), «καί ἐγώ καί ὁ Πατέρας μου θά ἔλθομε καί θά κατοικήσομε μέσα του»» (Ἰω. 14, 23), γιά νά ἐξαναστήσει μέ τήν παρουσία του ἀπό τούς νεκρούς αὐτόν πού τήν κατέχει καί νά τόν ζωοποιήσει καί νά τοῦ ἐπιτρέψει νά δεῖ μέσα του καί αὐτόν πού ἀναστήθηκε καί αὐτόν πού ἀνέστησε.

Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ λοιπόν εἶναι νεκρή ἡ τέτοια πίστη, ἤ καλύτερα νεκροί εἶναι αὐτοί πού τήν κατέχουν χωρίς ἔργα. Διότι ἡ πίστη στόν Θεό πάντα ζεῖ καί ἐπειδή εἶναι ζῶσα ζωοποιεῖ αὐτούς πού προσέρχονται ἀπό ἀγαθή πρόθεση καί τήν ἀποδέχονται, ἡ ὁποία καί ἔφερε πολλούς ἀπό τό θάνατο στή ζωή καί πρίν ἀπό τήν ἐργασία τῶν ἐντολῶν καί τούς ὑπέδειξε τόν Χριστό καί Θεό. Καί θά ἦταν δυνατό, ἐάν ἔμεναν πιστοί στίς ἐντολές του καί τίς φύλαγαν μέχρι θανάτου (Φιλ. 2, 8), νά διαφυλαχθοῦν καί αὐτοί ἀπ᾿ αὐτές, ὅπως δηλαδή ἔγιναν ἀπό μόνη τήν πίστη. Ἐπειδή ὅμως μεταστράφηκαν, ὅπως τό στραβό τόξο (Ψαλμ. 77, 57), καί ἀκολούθησαν τίς προηγούμενες πράξεις τους, εὔλογα ἀμέσως βρέθηκαν νά ἔχουν ναυαγήσει ὡς πρός τήν πίστη (Α´ Τιμ. 1, 19) καί δυστυχῶς στέρησαν τούς ἑαυτούς τους ἀπό τόν ἀληθινό πλοῦτο, πού εἶναι ὁ Χριστός ὁ Θεός.

Γιά νά μή πάθομε λοιπόν καί ἐμεῖς αὐτό τό πρᾶγμα, ζητῶ νά τηρήσομε μέ ὅση δύναμη ἔχομε τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, γιά ν᾿ ἀπολαύσομε καί τά παρόντα καί τά μέλλοντα ἀγαθά, ἐννοῶ δηλαδή αὐτήν τήν ἴδια τή θέα τοῦ Χριστοῦ, τήν ὁποία εἴθε νά ἐπιτύχομε ὅλοι μας μέ τή χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα στούς αἰῶνες. Γένοιτο.

Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν Ἄδου δέ μετά ψυχῆς ὡς Θεός..

 


  Ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο περιγράφοντας τα όσα θαυμαστά συντελούνται υπό του Κυρίου στο κράτος του θανάτου, αναφέρει: «Έφθασε λοιπόν ο θάνατος, και αφού κατάπιε το δόλωμα του σώματος (τον Χριστόν ως άνθρωπον) περιεπλέχθη στο αγκίστρι της αναμάρτητης και ζωοποιού θεότητος, και αφού εγεύθη σώμα θεωμένο καταστρέφεται και όλους τους ανιστά, αυτούς που είχε καταπιεί. Γιατί όπως το σκότος με την εμφάνιση του φωτός εξαφανίζεται, έτσι και η φθορά απομακρύνεται με την επίθεση της ζωής. Και γίνεται ζωή για όλους, φθορά γι’ αυτόν που φθείρει». 
Και επιπροσθέτως θεολογεί ο Ιερός Χρυσόστομος: «Εν τάφω σωματικώς, εν Άδη μετά ψυχής, ως Θεός, εν παραδείσω δε μετά ληστού και εν θρόνω υπήρχες, Χριστέ, μετά Πατρός και Πνεύματος, πάντα πληρών ο απερίγραπτος».

XΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ - Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ (22)

 Συνέχεια από: Κυριακή 30 Μαρτίου 2025

ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ

Η ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ

Σπουδή στον Ιωάννη της Κλίμακος

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΩΔΩΝΗ, 1971

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ

Ο ΕΡΩΣ, ΤΟ ΦΥΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ 

Σὲ ἀντίθεση;;;, λοιπόν, μὲ ἄλλα πατερικά κείμενα ποὺ διαστέλλουν μὲ ὀξύτητα τὸν θεῖο ἀπὸ τὸν ἀνθρώπινο ἔρωτα14, ἡ Κλίμακα τοῦ Ἰωάννου μᾶς βεβαιώνει ἐμφαντικὰ ὅτι εἶναι ἡ ἴδια καθολικὴ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχῃ ὡς ἀντικείμενο ἕνα ἀνθρώπινο πρόσωπο, ἢ τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὄχι μόνο ἡ σωστὴ ἐρωτικὴ ἀναφορά, ἀλλὰ καὶ;;; ἡ παραστρατημένη περίσπαση τῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τοῦ ἀπροσωποποιημένου εἴδους, ἡ ἀνικανοποίητη καὶ ἀδιέξοδη ἐρωτικὴ ἀπληστία, εἶναι δυνατὸ νὰ μεταστραφῇ σὲ πόθο Θεοῦ, σὲ ἔρωτα θεῖο. Εἶναι ἀποκαλυπτικὸ τὸ ἀκόλουθο χωρίο τῆς Κλίμακος:

«Εἶδον ἀκαθάρτους ψυχὰς
περὶ ἔρωτας σωμάτων ἐμμανῶς διακειμένας·
καὶ δὴ αὗται σκῆψιν μετανοίας προσλαβόμεναι
ἐκ πείρας ἔρωτος τὸν αὐτὸν πρὸς Κύριον μετενηνόχασιν ἔρωτα˙
καὶ πάντα φόβον εὐθὺς ὑπερπηδήσασαι,
ἀπλήστως εἰς ἀγάπην Θεοῦ ἐνεκεντρίσθησαν·
διὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος τῇ σώφρονι ἐκείνῃ πόρνῃ
οὐ λέγει ὅτι ἐφοβήθη, ἀλλ᾽ ὅτι ἠγάπησε πολύ,
καὶ ἠδυνήθη εὐχερῶς ἔρωτι ἔρωτα διακρούσασθαι».16

[Μετάφραση: Είδα ακάθαρτες ψυχές
πού έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες.
Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον.
Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου
και εκεντρίσθηκαν στην άπληστη αγάπη του Θεού.
Γι΄αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄ 37-48)
δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ»
και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον].
[ΜΑΣ ΔΙΕΦΥΓΕ ΜΑΛΛΟΝ Η ΜΑΝΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ ΤΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ.ΑΥΤΗ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΗΝ ΔΙΑΦΟΡΑ ΚΑΙ ΜΑΤΑΙΩΝΕΙ ΤΗΝ ΜΕΤΡΙΟΤΗΤΑ ΜΑΣ. ΚΑΙ ΤΗΝ ΣΟΦΙΑ ΜΑΣ. ΠΟΥ ΜΑΣ ΞΕΧΩΡΙΖΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΕΛΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΨΕΥΔΟΘΕΟΛΟΓΙΕΣ.]
(Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον… περί διαφόρων απόρων της Αγίας Γραφής -   Απ’ την εισαγωγή…)                                                                                                           
Ἡ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος δέν ἐνεργεῖ σοφία στούς ἁγίους, χωρίς τό νοῦ πού δέχεται τήν σοφία· οὔτε γνώση, χωρίς τήν δύναμιν τοῦ λογικοῦ πού δέχεται τήν γνώση· οὔτε πίστη χωρίς τήν πληροφορία τοῦ νοῦ καί τοῦ λογικοῦ περί τῶν μελλόντων, πού ἦταν ὡς τότε ἄδηλα σέ ὅλους· οὔτε χαρίσματα ἰαμάτων, χωρίς φυσική φιλανθρωπία· οὔτε κανένα ἄλλο ἀπό τά λοιπά χαρίσματα, χωρίς τήν δεκτική ἱκανότητα καί δύναμη τοῦ καθενός. Οὔτε πάλι ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήσει ἀπό φυσική του δύναμιν ἕνα ἀπό τά χαρίσματα πού ἀριθμήσαμε, χωρίς τήν θεία δύναμη πού τά χορηγεῖ. Τό φανερώνουν αὐτό ὅλοι οἱ Ἅγιοι, οἱ ὁποῖοι ὕστερα ἀπό τίς ἀποκαλύψεις τῶν θείων ζητοῦν τούς λόγους ὅσων τούς ἀποκαλύφθηκαν.   
Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής

Ὁ ἔρωτας εἶναι πάθος καθολικὸ τῆς ὑπάρξεως, ὀδυνηρὴ ἀνάγκη καὶ φορὰ ἐπιστροφῆς στὴν πληρωματικὴ ἀκεραιότητα τοῦ προσώπου, δηλαδὴ στὴν προσωπική κοινωνία. Ἔστω κι ἂν περισπᾶται ἀδιέξοδα ὡς ἀπροσωποποιημένη ἐπιθυμία, ἡ ἐρωτικὴ ἀναφορὰ εἶναι ἡ κατεξοχὴν;;; δυνατότητα γιὰ τὴν ἀνακάλυψη καὶ τὴ φανέρωση τοῦ προσώπου, γιὰ τὴν εἴσοδο στὸν χῶρο τῆς προσωπικῆς ζωῆς, γιὰ τὴ μετοχὴ στὸν θεῖο ἔρωτα, στὴ «γνώση», τοῦ Θεοῦ. Εἶναι μιὰ σπουδὴ καὶ μιὰ «γνώση» ὁ ἔρωτας μὲ κατηγορίες ἄλλες ἀπὸ τὶς κατηγορίες τῆς σχολικῆς μαθήσεως. Γι᾿ αὐτὸ καὶ καμμιὰ διανοητική θρησκευτικὴ ἀγωγὴ δὲν μπορεῖ νὰ διδάξη γιὰ τὸν Θεὸ τόσα, ὅσα διδάσκει ἡ ἐρωτικὴ ἐμπειρία.[ΚΑΙ;]

Σημειώσεις


14. Βλ. χαρακτηριστικά, ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΝΥΣΣΗΣ, Εἰς τὸ Ἄσμα ᾿Ασμάτων ΣΤ, Migne P.G. 44, 900 C: «Ἐπειδὴ γὰρ ἡ ἐμπαθὴς καὶ ρυπῶσα τῶν σωμάτων ἐπιθυμία τοῖς τῆς σαρκὸς μέλεσιν ἐγκαθημένη, καθάπερ τι σύνταγμα ληστρικὸν ἐνεδρεύει τὸν νοῦν καὶ αἰχμάλωτον ἄγει πολλάκις πρὸς τὸ ἑαυτῆς βούλημα συναρπάσασα· ἐχθρὸν δὲ τῷ Θεῷ γινόμενον, καθώς φησιν ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς ἔχθρα εἰς Θεόν· διὰ τοῦτο ἀκόλουθόν ἐστιν, ἐκ τῶν ἐναντίων τῆς σωματικῆς ἐπιθυμίας τὸν θεῖον ἔρωτα γίνεσθαι».[Μετάφραση: Επειδή η εμπαθής και ρυπώσα επιθυμία του σώματος, ριζωμένη στα μέλη της σάρκας, παραμονεύει τον νου σαν ληστρική συμμορία και συχνά τον αιχμαλωτίζει, σέρνοντάς τον στο δικό της θέλημα· και γίνεται εχθρός του Θεού, όπως λέει ο Απόστολος: «Το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα προς τον Θεό». Γι’ αυτό είναι φυσικό, από την αντίθεση προς τη σαρκική επιθυμία, να γεννιέται ο θείος έρωτας]. Ἐπίσης, εἰς τὸ ῾Ασμα Ασμ. ΙΓ΄ Migne P.G. 44, 1048 CD : «Επιτεταμένη γὰρ ἀγάπη ἔρως λέγεται : ᾧ οὐδεὶς ἐπαισχύνεται, ὅταν μὴ κατὰ σαρκὸς γένηται παρ' αὐτοῦ ἡ τοξεία· ἀλλ᾽ ἐγκαυχᾶται μᾶλλον τῷ τραύματι, ὅταν διὰ τοῦ βάθους τῆς καρδίας δέξηται τὴν τοῦ ἀΰλου πόθου ἀκίδα».[Μετάφραση: Γιατί ο έντονος και βαθύς έρωτας λέγεται αγάπη επιτεταμένη· και κανείς δεν ντρέπεται γι’ αυτόν, όταν η πληγή που προκαλεί δεν έχει σαρκικό χαρακτήρα· αντίθετα, καυχιέται για το τραύμα, όταν δεχτεί το αγκάθι του άυλου πόθου στα βάθη της καρδιάς του]. Καὶ στὸ Ι, 963 C: «Εἴ τις πρὸς τὴν αἴσθησιν βλέποι, τὴν δι' αὐτῆς ἐμφυομένην τῷ σώματι ἡδονὴν ἐφελκόμενος, ἄγευστος τῆς θείας εὐφροσύνης διαβιώσεται»[Μετάφραση: «Αν κάποιος κοιτάζει προς την αίσθηση, έλκοντας την ηδονή που γεννιέται μέσω αυτής στο σώμα, θα ζήσει χωρίς να γευτεί ποτέ τη θεία ευφροσύνη».]

15. Ο τονισμός τοῦ συγκεκριμένου καὶ πραγματικοῦ χαρακτήρα τῆς προσωπικῆς ἀναφορᾶς στὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἀναφορὰ στὴν ἄμεση ἐρωτικὴ παρουσία ἢ ἀπουσία ἑνὸς Προσώπου, δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἐρμηνεύσουμε τὶς ἀπόψεις αὐτὲς τῆς Κλίμακος σὰ νὰ πρόκειται γιὰ τὴν ἔκφραση μιᾶς ψυχολογικῆς ἀπωθήσεως τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας στὸν χῶρο τοῦ ἰδεατοῦ καὶ φανταστικοῦ (Sublimierung - sublimation)*. Ὅ,τι αποκλείει μιὰ τέτοια φροϋδικὴ ἑρμηνεία τῶν ἀπόψεων τῆς Κλίμακος εἶναι ἡ κατάφαση στὴ φυσικὴ ἐρωτικὴ ἀγάπη καὶ ἡ συνειδητὴ καὶ συνεπέστατη σύνδεση τῆς ἐρωτικῆς ἀναζητήσεως μὲ τὸ πλήρωμα τῆς προσωπικῆς ἀποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ.
Οπωσδήποτε ἡ ψυχολογικὴ ἔρευνα καὶ ἑρμηνεία τοῦ κειμένου ξεφεύγει ἀπὸ τὴν ἁρμοδιότητα αὐτῆς ἐδῶ τῆς μελέτης. Χωρὶς νὰ ἀρνηθοῦμε ὅτι τὸ φαινόμενο τῆς Sublimierung εἶναι συχνότατο σὲ θρησκευτικὰ περιβάλλοντα (τόσο πιὸ ἐπικίνδυνο ψυχολογικὰ ὅσο πιὸ ἀπόλυτη εἶναι ἡ ἠθικιστικὴ ἀπαξίωση τῆς ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας), σημειώνουμε ἐδῶ μόνο τὴ διαφορὰ ποὺ νομίζουμε ὅτι ὑπάρχει ἀνάμεσα στὴν ἐξιδανίκευση τῆς ὁπωσδήποτε ἀπωθημένης ἐρωτικῆς ἐπιθυμίας, καὶ στὴ συνειδητὴ ἀποδοχή της καὶ ἀναφορά της στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Δὲν πρέπει νὰ ἀγνοηθῆ ἡ καθολική μετοχὴ στὸν θεῖο ἔρωτα, ἡ σωματική ἄσκηση καὶ κακοπάθεια ποὺ εἶναι μιὰ ἐρωτικὴ ἀπάρνηση καὶ στέρηση κάθε περισπάσεως στὴν ἀποκλειστικὴ προσωπικὴ ἀφοσίωση.
* [Η Sublimierung στα γερμανικά (στα ελληνικά: υποκατάσταση ή εξιδανίκευση, συχνά μεταφράζεται και απλώς ως υψίπετη μετατόπιση) και στα αγγλικά sublimation, είναι ένας όρος που χρησιμοποιήθηκε κυρίως από τον Φρόυντ και αφορά έναν αμυντικό μηχανισμό της ψυχής. Η sublimation/εξιδανίκευση είναι η μετατροπή ενστίκτων ή επιθυμιών (κυρίως σεξουαλικών ή επιθετικών) σε κοινωνικά αποδεκτές ή δημιουργικές μορφές έκφρασης. Αντί να εκφραστεί π.χ. η σεξουαλική ενέργεια με ωμό ή απαγορευμένο τρόπο, μετατοπίζεται προς την τέχνη, τη φιλοσοφία, τη θρησκεία, τη δημιουργία, ή άλλες ανώτερες δραστηριότητες].
16. Ε΄ στ΄ 57.

Emperor penguin chicks jump off a 50-foot cliff in Antarctica NEVER-BEFORE-FILMED FOR TV | Nat Geo


Ο βραβευμένος διευθυντής φωτογραφίας του National Geographic και ο βραβευμένος με BAFTA, Bertie Gregory, δημοσιεύουν πρωτοφανή πλάνα με νεοσσούς πιγκουίνους Emperor να πηδούν 50 πόδια από έναν βράχο της Ανταρκτικής. Η συμπεριφορά που δεν είχε ποτέ γυρίσει ήταν για το 2025 το βραβευμένο με Emmy του National Geographic SECRETS OF franchise, SECRETS OF THE PENGUINS, που έκανε πρεμιέρα στην Ημέρα της Γης 2025 στο Nat Geo. 
Από την κατάδυση στα βράχια μέχρι την πείνα για μήνες, οι αυτοκρατορικοί πιγκουίνοι συνεχίζουν να εκπλήσσουν τους επιστήμονες με την ικανότητά τους να προσαρμόζονται σε ένα από τα πιο ακραία περιβάλλοντα του κόσμου


Η ΑΠΙΣΤΕΥΤΗ ΜΕΡΙΜΝΑ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΑΙΩΝΙΣΕΩΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΗΣ.
ΩΣΤΕ ΝΑ ΑΝΑΠΤΥΞΟΥΝ ΤΙΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΕΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΩΝ ΕΧΘΡΩΝ ΤΗΣ.
ΣΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ Ο ΕΧΘΡΟΣ. ΑΝΙΚΗΤΟΣ. ΣΗΜΕΡΑ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΘΑ ΤΟΝ ΝΙΚΗΣΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΜΑΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΤΗΝ ΝΙΚΗ ΤΟΥ. ΣΕ ΟΠΟΙΟΝ ΘΕΛΕΙ. ΑΝΑΚΑΙΝΙΖΟΝΤΑΣ ΜΑΣ ΚΑΙ ΟΔΗΓΩΝΤΑΣ ΜΑΣ ΣΕ ΜΙΑ ΥΠΑΡΞΗ ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΣΠΟΡΟ ΤΟΥ ΕΧΘΡΟΥ, ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ.
ΜΝΗΣΘΗΤΙ ΜΟΥ ΚΥΡΙΕ ΕΝ ΤΗ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΣΟΥ.

Η θεολογία τού σκότους τής έκτης ώρας μέχρι της ενάτης (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος)


Λόγος ἀπομαγνητοφωνημένος στήν Ἀποκαθήλωση.


Τά Πάθη, ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάστασή τοῦ Χριστοῦ εἶναι γεγονότα τά ὁποῖα δημιουργοῦν πολύ μεγάλη ἔμπνευση σέ αὐτούς πού τά μελετοῦν καί τά διαβάζουν. Εἶναι γεγονότα τά ὁποῖα δέν συνδέονται μόνο μέ τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί μέ τήν δική μας ζωή.

Τά γεγονότα τῆς Σταυρώσεως

Ὅταν διαβάζη κανείς τά ἅγια καί ἱερά Εὐαγγέλια, τότε βλέπει συνολικά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ.

Τό βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ὁ Χριστός συνελήφθη ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τούς Φαρισαίους καί ὅλη τήν νύχτα τῆς Μεγάλης Πέμπτης προσήγετο ἀπό τόν Ἄννα στόν Καϊάφα καί γίνονταν ἀνακρίσεις, ἀκολούθησαν τά κολαφίσματα πού ὑπέστη ὁ Χριστός, ἡ πτώση τοῦ Ἀποστόλου Πέτρου μέ τήν ἄρνηση τοῦ Χριστοῦ καί πολλά ἄλλα.

Τό πρωΐ τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς συνῆλθε τό Μεγάλο Συνέδριο τῶν Ἰουδαίων, διότι σύμφωνα μέ τήν νομοθεσία δέν ἔπρεπε νά συνεδριάζουν κατά τήν διάρκεια τῆς νύκτας. Ἔλαβαν ἀπόφαση νά θανατώσουν τόν Χριστό καί τόν ὁδήγησαν στόν Πιλάτο γιά νά ἐκδώση τήν ἀπόφαση. Ἔγινε ἡ σχετική ἀνάκριση ἀπό τόν Πιλάτο καί περίπου στίς ἐννέα ἡ ὥρα τό πρωί τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ἐξεδόθη ἡ καταδικαστική ἀπόφαση νά θανατωθῆ ὁ Χριστός διά τοῦ Σταυροῦ.

Ὁ Εὐαγγελιστής Μάρκος γράφει: «ἦν δέ ὥρα τρίτη καί ἐσταύρωσαν αὐτόν» (Μάρκ. ιε΄, 25), δηλαδή αὐτό ἔγινε στίς ἐννέα ἡ ὥρα τό πρωΐ, ὅταν ἐξεδόθη ἡ ἀπόφαση καί ἄρχισε ἡ διαδικασία τῆς σταυρώσεως καί τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη μέχρι τίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι, ἔγιναν ὅλα τά γεγονότα τά ὁποῖα περιγράφουν οἱ ἱεροί Εὐαγγελιστές.

Ἀμέσως μετά, ὅπως ἀκούσαμε προηγουμένως στό Εὐαγγέλιο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ματθαίου, «ἀπό δέ ἕκτης ὥρας μέχρι ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄, 45), δηλαδή ἀπο τίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι μέχρι τίς τρεῖς ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι, ὑπῆρξε ἀπόλυτο σκοτάδι σέ ὅλη τήν γῆ, σκοτείνιασε ὁ ἥλιος.

Στίς τρεῖς ἡ ὥρα τό μεσημέρι, τήν ἐνάτη ὥρα, ὅπως τήν ἔλεγαν τότε, ὁ Χριστός παρέδωκε τό πνεῦμα Του καί ἀμέσως ἔγινε μέγας σεισμός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ σκίσθηκε στά δύο, ἄνοιξαν τά μνήματα καί βγῆκαν ἀπό αὐτά πολλοί κεκοιμημένοι καί ἐμφανίστηκαν στήν πόλη μετά τήν ἔγερσή Του. Στήν συνέχεια ἡ ψυχή τοῦ Χριστοῦ μαζί μέ τήν Θεότητά Του κατέβηκε στόν Ἅδη γιά νά νικήση τόν θάνατο καί τό Σῶμα Του παρέμεινε στόν Τάφο μαζί μέ τήν θεότητα. Μέχρι τό πρωΐ τῆς Ἀναστάσεως ὑπῆρχε σιγή, σαββατισμός.

Θά ἤθελα σήμερα νά περιορίσω τόν λόγο μου κυρίως σέ αὐτό τό σκοτάδι τό ὁποῖο ἔγινε στίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι καί κράτησε μέχρι τίς 3 ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστής: «Ἀπό δέ τῆς ἕκτης ὥρας σκότος ἐγένετο ἐπί πᾶσαν τήν γῆν ἕως ὥρας ἐνάτης» (Ματθ. κζ΄, 45). Τό ἴδιο λένε καί οἱ δύο ἄλλοι Εὐαγγελιστές, ἰδίως ὁ δέ Εὐαγγελιστής Λουκᾶς γράφει «τοῦ ἡλίου ἐκλείποντος» (Λουκ. κγ΄, 44).

Πρέπει νά δοῦμε λίγο τήν θεολογία αὐτοῦ τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας, δηλαδή τοῦ σκότους τῆς δωδεκάτης ὥρας, ὅπως τήν χαρακτηρίζουμε σήμερα.

Τί ἦταν τό σκοτάδι αυτό

Ὅπως εἴδαμε αὐτό τό σκοτάδι κράτησε τρεῖς ὧρες, ἀπό τίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι μέχρι τίς τρεῖς ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι πού ὁ Χριστός παρέδωσε τό πνεῦμα Του στόν Πατέρα Του. Κράτησε τρεῖς ὧρες αὐτό τό σκοτάδι. Τί ἦταν αὐτό τό σκοτάδι τό ὁποῖο ἔγινε πρίν ὁ Κύριος παραδώσει τό πνεῦμα Του στόν Πατέρα Του;

Ἐκεῖνο πού φαίνεται ἀπό τά κείμενα τῶν ἁγίων Πατέρων εἶναι ὅτι δέν ἦταν ἕνα σκοτάδι τό ὁποῖο ἦταν ἀποτέλεσμα ἐκλείψεως τοῦ ἡλίου ἀπό τήν παρεμβολή τῆς σελήνης, ἀλλά ἦταν ἕνα ὑπερφυσικό γεγονός.

Ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος, τοῦ ἑνδεκάτου αἰῶνος μ.Χ., ἑρμηνεύει: «Τό γενόμενον σκότος οὐκ ἦν κατά φυσικήν ἀκολουθίαν, οἷον ἀπό τῆς ἐκλείψεως ἡλίου φυσικῶς γενομένης». Δέν ἦταν, δηλαδή, κάποιο φυσικό φαινόμενο, ὅπως γίνεται μέ τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου, γιατί ὑπῆρξε ἀπόλυτο σκοτάδι. Καί ὅπως ἐξηγεῖ στήν συνέχεια, τήν ἡμέρα ἐκείνη πού γινόταν τό Πάσχα τῶν Ἑβραίων ἡ σελήνη ἦταν δεκατεσσάρων ἡμερῶν καί δέν μποροῦσε νά συμβῆ αὐτό τό φυσικό φαινόμενο.

Συνεχίζοντας λέει: «Ὥστε ὑπέρ φύσιν τό πάθος», δηλαδή τό σκοτάδι τοῦ ἡλίου, ἦταν ἕνα ὑπερφυσικό φαινόμενο, ὄχι φυσικό. Καί συνεχίζει ὅτι δέν ἦταν ἕνα μερικό γεγονός, ἕνα γεγονός πού συνέβη στά Ἱεροσόλυμα, στήν Παλαιστίνη, ἀλλά «κοσμικόν ἐστί γεγονός», ἦταν ἕνα γεγονός πού συνέβη σέ ὅλη τήν οἰκουμένη. Ἔγινε σκοτάδι σέ ὅλη τήν γῆ πού κράτησε τρεῖς ὧρες.

Ἔχουμε μία μαρτυρία πού προέρχεται ἀπό τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη, ὁ ὁποῖος ἦταν τότε ἐθνικός, ἦταν μέλος τοῦ Ἀρείου Πάγου στήν Ἀθήνα, καί ἐκείνη τήν ἡμέρα βρέθηκε στήν Αἴγυπτο. Σέ μία ἐπιστολή πού στέλλει ἀργότερα στόν ἅγιο Πολύκαρπο, τόν Ἐπίσκοπο Σμύρνης ἀναφέρεται σέ αὐτό τό γεγονός. Τοῦ γράφει νά πῆ σέ κάποιον πού ὀνομαζόταν Ἀπολλοφάνης:

«Τί λέγεις γιά τήν ἔκλειψη τοῦ ἡλίου πού συνέβη τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως τοῦ Σωτῆρος; Διότι τότε ἤμασταν καί οἱ δύο παρόντες στήν Ἡλιούπολη (τῆς Αἰγύπτου) καί βρισκόμασταν μαζί καί βλέπαμε παραδόξως τήν σελήνη νά ἐμπίπτη στόν ἥλιο, ἐνῶ δέν ἦταν καιρός συνόδου. Ἔπειτα, ἀπό τήν ἐνάτη ὥρα (στίς τρεῖς ἡ ὥρα μετά τό μεσημέρι) ἕως τήν ἑσπέρα νά ὑποκαθίσταται ὑπερφυῶς στή διάμετρο τοῦ ἡλίου. Νά τοῦ ὑπενθυμίσης καί κάτι ἄλλο. Γνωρίζει καλά ὅτι εἴδαμε αὐτήν τήν συσκότιση νά ἀρχίζη ἀπό τήν ἀνατολή καί νά φθάνη ἕως τό ἡλιακό τέρμα καί ἔπειτα νά ξαναγυρίζη, ὥστε τό καθάρισμα δέν ἔγινε ἀπό τό ἴδιο σημεῖο τῆς συσκοτίσεως, ἀλλά ἀπό τό ἐκ διαμέτρου ἀντίθετο. Αὐτά εἶναι τά ὑπερφυῆ γεγονότα πού εἶναι δυνατά μόνο στόν Χριστό, τόν παναίτιο, ὁ ὁποῖος ἐνεργεῖ ἀναρίθμητα μεγάλα καί ἐξαίσια θαύματα».

Στήν βιογραφία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου γράφεται ὅτι, ὅταν εἶδε αὐτό τό σκοτάδι τήν ὥρα πού βρισκόταν στήν Αἴγυπτο τό μεσημέρι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς εἶπε: «Ἤ Θεός πάσχει ἤ τό πᾶν ἀπόλλυται». Δύο πράγματα μπορεῖ νά συμβαίνουν: «Ἤ Θεός ὑποφέρει ἤ ὅλα καταστρέφονται». Γι’ αὐτό ὅταν ὁ ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἀργότερα ἄκουσε τόν Ἀπόστολο Παῦλο στήν Ἀθήνα νά ὁμιλῆ στόν Ἄρειο Πάγο γιά τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ἀμέσως πίστευσε αὐτός καί ἡ οἰκογένειά του καί εἶναι ὁ μέγας ἐκεῖνος θεολόγος πού μᾶς ἄφησε τά συγγράμματα, στά ὁποῖα μιλᾶ γιά τόν γνόφο καί τό φῶς, γιά ὅλη αὐτή τήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως.

Ἐπαναλαμβάνω ὅτι ὅλα αὐτά προέρχονται ἀπό τό θαῦμα τό ὁποῖο εἶδε ὁ ἅγιος Διονύσιος, τό θαῦμα καί τήν θεολογία τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας τῆς ἡμέρας ἐκείνης, δηλαδή στίς δώδεκα ἡ ὥρα τό μεσημέρι τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς.

Γιατί ἔγινε σκοτάδι τήν ὥρα ἐκείνη.


Τό ἐρώτημα ὅμως εἶναι: Γιατί ἔγινε αὐτό τό σκοτάδι ὅταν ὁ Χριστός βρισκόταν πάνω στόν Σταυρό, πρίν παραδώση τό πνεῦμα Του; Γιατί ἐπέτρεψε ὁ Θεός ἐκείνη τήν ὥρα νά γίνη σκότος σέ ὅλη τήν γῆ;

Τήν ἑρμηνεία τήν δίνει πάλι ὁ ἱερός Θεοφύλακτος, Ἀρχιεπίσκοπος Ἀχρίδος. Λέγει ὅτι αὐτό ἔγινε γιά τέσσερεις λόγους.

Πρῶτον, «ἵνα δειχθῇ ὅτι πενθεῖ ἡ κτίσις ἐπί τῷ πάθει τοῦ Κτίστου». Δηλαδή, καί ἡ κτίση ἔπρεπε να πενθήση γι’ αὐτό τό φοβερό πάθος τοῦ Κτίστου καί δημιουργοῦ τοῦ κόσμου. Καί αὐτό τό ἀκούσαμε σέ πολλά τροπάρια πού ψάλλαμε σήμερα.

Δεύτερον, γιά νά δειχθῆ «ὅτι ἀπό τῶν Ἰουδαίων ἀπέστη τό φῶς». Δηλαδή, οἱ Προφῆτες προμήνυαν καί προφήτευαν ὅτι ὁ Γιαχβέ θά γίνη ἄνθρωπος, ὅπως ἀκούσαμε προηγουμένως τί εἶπε γιά τό Πάθος τοῦ Χριστοῦ ὁ Προφήτης Ἡσαΐας πού ἔζησε ὀκτακόσια χρόνια πρίν ἀπό τόν Χριστό. Καί ὅμως ὁ λαός τῶν Ἰουδαίων πού διάβαζε αὐτές τίς προφητεῖες ὅτι θά ἔρθη ὁ Γιαχβέ γιά νά σαρκωθῆ γιά νά σώση τό ἀνθρώπινο γένος, τόν καταδίκασε σέ θάνατο. Δέν μπόρεσαν οἱ ἀπόγονοι τῶν Προφητῶν ἐκείνων νά καταλάβουν αὐτό τό γεγονός, ὅτι ἦλθε ὁ Χριστός, ὁπότε ἀπομακρύνθηκε τό φῶς τοῦ Θεοῦ ἀπό τούς Ἰουδαίους καί πῆγε στά ἔθνη.

Τρίτον, ἔγινε αὐτό τό σκοτάδι γιατί τήν ἐποχή ἐκείνη, ὅπως διαβάζουμε στά Εὐαγγέλια, ὅταν μιλοῦσε ὁ Χριστός, τοῦ ζήτησαν σημεῖο ἀπό τόν οὐρανό, ἄν αὐτός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τοῦ ἔλεγαν: Ὡραῖα, ἀκοῦμε αὐτά πού λές, δός μας ἕνα σημεῖο. Καί ἐκεῖνος τούς ὑπενθύμισε τό σημεῖο τοῦ Προφήτου Ἰωνᾶ πού βρισκόταν τρεῖς ἡμέρες καί νύκτες στήν κοιλία τοῦ κήτους. Καί λέει ὁ ἱερός Θεοφύλακτος ὅτι αὐτό τό σημεῖο πού ζητοῦσαν τότε ἀπό τόν οὐρανό, ἐδόθη τήν ὥρα τῆς Σταυρώσεως, ὅταν σκοτίσθηκε ὁ ἥλιος καί ἑπομένως «οἱ αἰτοῦντες ἐξ οὐρανοῦ σημεῖον ἰδεῖν Ἰουδαῖοι, νῦν βλεπέτωσαν τόν ἥλιον σκοτιζόμενον».

Τέταρτη αἰτία γιά τήν ὁποία ἔγινε αὐτό τό σκοτάδι εἶναι ὅτι τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας ἔπλασε ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο, τόν Ἀδάμ καί τήν Εὔα, καί τήν ἕκτη ὥρα τῆς ἕκτης ἡμέρας ὁ Ἀδάμ ἔφαγε τόν ἀπαγορευμένο καρπό καί ἀπομακρύνθηκε ἀπό τό φῶς τό ἀληθινό καί ἔπεσε σέ βαθύτατο σκοτάδι. Δηλαδή, ἐπῆλθε ὁ σκοτασμός τοῦ νοῦ του καί ἔχασε τήν ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό καί μετά, ὅταν ἐξῆλθε ἀπό τόν Παράδεισο, ἄρχισε νά λατρεύη τά εἴδωλα, εὑρισκόμενος μέσα στό σκοτάδι. Καί τώρα ἦλθε ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ πού σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση, καί ἔπειτα τήν ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος, τήν Παρασκευή, καί τήν ἕκτη ὥρα τό μεσημέρι τῆς ἡμέρας αὐτῆς, ὅπως μετροῦσαν τότε, δηλαδή τήν δωδεκάτη τό μεσημέρι σταυρώθηκε γιά νά ἀναγεννήση τόν ἄνθρωπο.

Καί ὅπως ὅλος ὁ κόσμος δημιουργήθηκε μέσα ἀπό τό σκοτάδι, μέσα ἀπό τήν ἄβυσσο, ἀφοῦ ὅπως λέγει ἡ Παλαιά Διαθήκη ἦταν στήν ἀρχή σκοτάδι σέ ὅλη τήν γῆ, καί τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἐπιφερόταν ἐπάνω ἀπό τήν ἄβυσσο, ἔτσι καί τώρα γίνεται σκοτάδι καί ἀκολουθεῖ ἡ ἀνάπλαση τοῦ ἀνθρώπου.

Τελικά, τό σκότος ἔχει μέσα του ἕνα μυστήριο, ὅπως καί ἡ νύκτα ἔχει ἕνα μυστήριο καί περιμένουμε τήν ἀνατολή τῆς ἄλλης ἡμέρας, περιμένουμε νά ἔρθη πάλι τό φῶς. Ἔτσι, καί ὁ ἄνθρωπος αὐτές τίς σκοτεινές ὧρες ὅταν ὑπομένη θά ἀποκτήση κοινωνία μέ τόν Θεό καί θά γίνη φωτεινός κατά Χάριν.

Μποροῦμε, βέβαια, νά σκεφτοῦμε λίγο αὐτό τό γεγονός; Τέτοια ὥρα νά ὑπάρχη πολύς ἥλιος, ἐπειδή εἶναι μεσημέρι καί ἀμέσως νά σκοτεινιάσουν τά πάντα, σάν νά εἶναι δώδεκα ἡ ὥρα τά μεσάνυκτα καί νά μή βλέπουμε τίποτα, ὅταν μάλιστα δέν ἔχουμε ἠλεκτρικό ρεῦμα.

Γνωρίζουμε ὅτι στόν Γολγοθᾶ πρίν γίνη σκοτάδι ὁ ἕνας ἀπό τούς ληστές εἶπε στόν Χριστό νά κατεβῆ ἀπό τόν Σταυρό, ὥστε νά πιστεύσουν ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστός δέν κατέβηκε ἀπό τόν Σταυρό. Λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Τοῦ γάρ καταβῆναι ἀπό τοῦ σταυροῦ τοῦτο (δηλαδή τό σκότος) θαυμασιώτερον». Δηλαδή, τό σκοτάδι τήν ὥρα ἐκείνη ἦταν πιό θαυμάσιο ἀπό τοῦ νά κατέβαινε ὁ Χριστός ἀπό τόν Σταυρό γιά νά δείξη τήν θεότητά Του. Ἔτσι, αὐτό πού ζητοῦσε ὁ ληστής ἔγινε, ἀλλά μέ ἕναν ἄλλο τρόπο.

Καί ἐμεῖς ζητᾶμε ἀπό τόν Θεό νά μᾶς ἀποκαλυφθῆ μέ τόν τρόπο πού ἐμεῖς θέλουμε, καί ὁ Θεός μᾶς ἀποκαλύπτει τήν δύναμή Του καί τήν παρουσία Του μέ ἕναν ἄλλο διαφορετικό τρόπο. Γιατί ἐμεῖς εἴμαστε κοντόφθαλμοι καί δέν μποροῦμε νά δοῦμε ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπαρχουν στήν πραγματικότητα.

Αὐτή εἶναι ἡ θεολογία τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας, δηλαδή τῆς δωδεκάτης μεσημβρινῆς τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Παρασκευῆς.

Τό σκοτάδι στήν ζωή μας

Ὅμως, αὐτό τό γεγονός ἔχει πολύ μεγάλο νόημα στήν ζωή μας. Γιατί καί ἐμεῖς ὡς Χριστιανοί ἀκολουθοῦμε τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Ἀκοῦμε τόν Χριστό νά μᾶς διδάσκη καί ἐπειδή ἀκριβῶς θέλουμε νά ζήσουμε σύμφωνα μέ αὐτά πού διδάσκει ὁ Χριστός, πολλές φορές δεχόμαστε καί τόν σταυρό, σταυρωνόμαστε ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ καί γιά τόν Χριστό.

Πολλές φορές σταυρωνόμαστε ἀπό τά πάθη μας καί ἀκολουθεῖ τό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας. Ἄλλες φορές σταυρωνόμαστε ἀπό τούς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι δέν μᾶς καταλαβαίνουν, μᾶς συκοφαντοῦν καί μᾶς διαβάλλουν. Δέν καταλαβαίνουν τήν ζωή τήν ὁποία ζοῦμε, τό τί σημαίνει νά εἶναι κανείς Χριστιανός Ὀρθόδοξος. Καί ἔτσι πολλοί ἀπό ἐμᾶς ὅλα αὐτά τά Πάθη τά ὁποῖα ὑπέστη ὁ Χριστός, τά ζοῦμε ποικιλοτρόπως στήν ζωή μας.

Ζοῦμε τήν διαδικασία τῆς πορείας ὅλων τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ, μέ μετριότερη προσαρμογή, ἀκόμη καί τῶν ἀνακρίσεων ἀπό τούς Γραμματεῖς καί τους Φαρισαίους τῆς ἐποχῆς μας, ζοῦμε καί τήν ἀνάκριση πολλές φορές ἀπό τήν πολιτική ἐξουσία, ὅπως ἦταν ὁ Πιλάτος τήν ἐποχή ἐκείνη. Ζοῦμε τόν διωγμό, τήν σταύρωση, τήν φραγγέλωση, τά πάθη, τούς ἐμπτυσμούς καί τά παθήματα. Καί βεβαίως δεχόμαστε καί τόν σταυρό. Εἶναι ὅλα φυσιολογικά γεγονότα στήν χριστιανική ζωή.

Καί ὅταν πολλές φορές εἴμαστε ἐπάνω στόν σταυρό, ὅπως ὁ Χριστός τήν δωδεκάτη ὥρα τήν μεσημβρινη, τότε ἔρχεται ἕνα σκοτάδι, σκοτίζεται ὁ νοῦς μας, φθάνουμε σέ ἕνα σημεῖο νά ἔχουμε διάφορους λογισμούς, καί μία ἀπελπισία καταλαμβάνει τήν ψυχή μας, ἕνα σκοτάδι ὄχι διανοητικό, ἀλλά ψυχικό, καρδιακό σκοτάδι, σκοτιζόμαστε ἀπό ἀπελπισία, ἀπό ἀπόγνωση, δέν ξέρουμε τί νά κάνουμε, ὅταν βρισκόμαστε σέ πειρασμούς καί δυσκολίες.

Μερικές φορές ἐπιτρέπει ὁ Θεός νά γίνεται αὐτό κατά τήν πορεία τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς, εἶναι αὐτό πού ὀνομάζουν οἱ ἅγιοι ὡς ἄρση τῆς θείας Χάριτος ἤ ὡς Θεοεγκατάλειψη, γιά τήν ὁποία κάνουν λόγο οἱ ἀσκητικοί Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.

Ἀρχίζει κανείς τόν πνευματικό του ἀγώνα, διαβάζει χριστιανικά βιβλία, ζῆ χριστιανικά καί κάποια στιγμή ὄχι μόνο βλέπει τούς ἀνθρώπους νά εἶναι ἀπέναντί του, ἀλλά συγχρόνως δέν αἰσθάνεται καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καί συμβαίνει περίπου αὐτό πού εἶπε ὁ Χριστός: «Θεέ μου, Θεέ μου, ἵνα τί με ἐγκατέλειπες;». Βέβαια, δέν ἐγκατέλειψε ὁ Πατέρας τόν Υἱό Του, ποτέ δέν ἐγκαταλείφθηκε ἡ ἀνθρώπινη φύση ἀπό τήν θεία φύση, πάντοτε ὁ Χριστός ἦταν ἑνωμένος μέ τόν Πατέρα Του, ἀλλά αὐτό τό εἶπε, γιατί ὅπως λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, «τυποῖ τό ἡμέτερον», δηλαδή οὐσιαστικά τυπώνει αὐτό πού ἐμεῖς ζούσαμε στήν ζωή μας, ὅταν φύγαμε ἀπό τόν Θεό.

Καί τότε φωνάζει κανείς καί λέει: «Ὅλοι μέ ἐγκατέλειψαν. Ὁ Προφηταναξ Δαυίδ λέγει “ὁ πατήρ μου καί ἡ μήτηρ μου ἐγκατέλιπόν με, ὁ δέ Κύριος προσέλαβετό με”» (Ψαλμ. 26, 10). Ἀλλά ἔρχονται στιγμές πού δέν βλέπουμε καί τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί λέμε: «Ποῦ εἶσαι Θεέ; Ἐάν ὑπάρχης βοήθησέ με. Γιατί ἐξαφανίστηκες, γιατί ἔφυγες ἀπό μένα, γιατί μέ ἐγκατέλειψες μέσα στό σκοτάδι τῆς ἀπελπισίας καί τῆς ἀπογνώσεως;». Ζοῦμε αὐτήν τήν θεολογία καί τό μυστήριο τοῦ σκότους τῆς ἕκτης ὥρας. Ἀλλά, ἀδελφοί, δέν πρέπει νά ἀπογοητευόμαστε καί τίς ὧρες ἐκεῖνες, γιατί θά ἀκολουθήσουν καί ἄλλα γεγονότα στήν ζωή μας.

Τρεῖς ὧρες κράτησε τό σκοτάδι, κατά τήν διάρκεια τῆς Σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ. Ἔπειτα στίς τρεῖς ἡ ὥρα τό μεσημέρι ὁ Χριστός παρέδωκε τό πνεῦμα Του. Ἔγινε σεισμός, ἀκολούθησαν μεγάλα γεγονότα, καί μετά σιγή, καί ὕστερα ἔλλαμψε τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτή ἡ διαδικασία γίνεται καί σέ μᾶς, τούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ.

Ἄρα τότε πού περνᾶμε αὐτό τό μυστήριο τοῦ σκότους τῆς δωδεκάτης ὥρας, τότε διενεργεῖται ἐσωτερικά καί μυστικά ἡ ἀναγέννησή μας. Αὐτό τό σκοτάδι τῆς συστολῆς τῆς θείας Χάριτος, κρύβει ἕνα μεγάλο μυστήριο, τότε κυοφορεῖται ἠ ἀνάστασή μας.

Γι’ αὐτό, ἀδελφοί, μήν ἀπελπίζεστε. Ὅσα γεγονότα καί ἄν ἔλθουν στήν ζωή σας, ὅσες δυσκολίες, ὅσοι κατατρεγμοί, ὅσα κολαφίσματα, ὅσοι ἐμπτυσμοί, ὅσες καταδιώξεις καί ἄν ἔλθουν, καί ὅταν ἀκόμη ἔλθη ἀπελπισία καί ἀπόγνωση, μήν πτοεῖσθε. Αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι ἡ θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ σκότους, καί θά ἀκολουθηση καί ἡ θεολογία τοῦ μυστηρίου τοῦ φωτός. Γιατί μέσα ἀπό τό σκοτάδι αὐτό, ὅταν κάνουμε ὑπομονή καί προσευχόμαστε ἐκεῖνες τίς δύσκολες ὧρες, θά ἀνατείλη ὁ Ἀναστάς Χριστός μέσα στήν καρδιά μας καί θά γεμίσουμε ἀπό ἐλπίδα καί αἰώνια ζωή.

Αὐτό εἶναι τό μυστήριο τοῦ σκότους τῆς δωδεκάτης μεσημβρινῆς τό ὁποῖο μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν προσευχή μας μπορεῖ νά μετατραπῆ σέ μυστήριο ἐλπίδας καί ἀναστάσιμης ζωῆς. Ἀμήν.

Μεγάλη Παρασκευή 2019, Ἱερὸς Ναὸς Ἁγίας Παρασκευῆς Ναυπάκτου.

(Πηγή: parembasis.gr)


Η θεολογία τού σκότους τής έκτης ώρας μέχρι της ενάτης (Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος) – Η ΑΛΛΗ ΟΨΙΣ

Βιωματικὴ συσταύρωση μὲ τὸν Χριστὸ

 Δεν υπάρχει διαθέσιμη περιγραφή για τη φωτογραφία.

'Αγιος Σωφρόνιος

Ἡ νίκη ἐπὶ τῶν παθῶν καὶ τὰ παθήματα ὡς μοχλὸς ἐν Πνεύματι ἐμπειρίας


Πολλάκις ἠσθάνθην ἐμαυτὸν ἐσταυρωμένον ἐπὶ ἀοράτου σταυροῦ. Τοῦτο συνέβαινεν ἐν τῷ Ἄθῳ, ὅτε θυμὸς ἐκυρίευεν ἐμοῦ ἐναντίον ἐκείνων, οἵτινες προσέβαλλον ἐμέ. Τὸ πονηρὸν τοῦτο πάθος ἐφόνευεν ἐν ἐμοὶ τὴν προσευχὴν καὶ οὕτως ὡδήγει ἐμὲ εἰς φρίκην.

Κατὰ καιροὺς ἡ πάλη πρὸς τὸ πάθος τοῦτο ἐφαίνετο ἀδύνατος: Κατέσχιζεν ἐμέ, ὡς τὸ ἄγριον θηρίον κατασπαράσσει τὸ θύμα αὐτοῦ. Συνέβη ποτε ἐξ αἰτίας στιγμιαίου ἐρεθισμοῦ ἡ προσευχὴ νὰ ἀποχωρήση ἀπ’ ἐμοῦ. Ἠγωνιζόμην ἐπὶ ὀκτὼ μήνας, ὅπως ἐπιστρέψη αὕτη. Ὅτε ὅμως ὁ Κύριος ἐνέδωσεν εἰς τὰ δάκρυά μου, τότε ἡ καρδία μου ἐγένετο νηφαλιωτέρα καὶ πλέον ὑπομονητική.

Ἡ πείρα αὕτη τῆς σταυρώσεως ἐπανελήφθη ἀργότερον (ἐν Γαλλίᾳ ἤδη), ἀλλὰ δι’ ἄλλου τρόπου. Δὲν ἠρνούμην νὰ διακονῶ ὡς πνευματικός τούς προσερχομένους εἰς ἐμέ. Ἰδιαιτέρως συνέπασχεν ἡ καρδία μου μετὰ τῶν ψυχικῶς ἀσθενούντων. Τινὲς ἐξ αὐτῶν κλονισθέντες ὑπὸ ἀκραίων δυσκολιῶν τῆς συγχρόνου ζωῆς, ἐζήτουν ἐπιμόνως παρ’ ἐμοῦ διαρκῆ προσοχήν, πρᾶγμα ὅπερ ὑπερέβαινε τὰς δυνάμεις μου. Ἐδημιουργοῦντο ἀδιέξοδοι καταστάσεις: Πρὸς οἱανδήποτε κατεύθυνσιν καὶ ἐὰν ἐκινούμην, ὑπῆρχε τὶς, ὅστις θὰ ἔκραζεν ἐκ τοῦ πόνου. Τοῦτο ἀπεκάλυψεν εἰς ἐμὲ τὰ παθήματα τῶν συγχρόνων ἀνθρώπων, τῶν συντετριμμένων ὑπὸ τῆς ἀγριότητος τοῦ περιβοήτου ἡμῶν πολιτισμοῦ.

Ἡ κολοσσιαία κρατικὴ μηχανή, καίτοι ἐδημιουργήθη ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, φέρει ἐν τούτοις χαρακτῆρα ἀπροσώπου, ἵνα μὴ εἴπω ἀπανθρώπου, συσκευῆς, ἥτις μετὰ ἀδιαφορίας καταπιέζει ἑκατομμύρια ἀνθρωπίνων ὑπάρξεων. Ἀνίσχυρος νὰ ἀλλάξω τὰ κατ’ οὐσίαν ἀνυπόφορα καὶ ὅμως νόμιμα ἐγκλήματα τῆς κοινωνικῆς ζωῆς τῶν λαῶν, κατὰ τὴν ἐκτὸς πάσης ὁρατῆς εἰκόνος προσευχήν μου ἠσθάνθην τὴν παρουσίαν τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Ἔζων τὸ Πάθος Αὐτοῦ ἐν Πνεύματι τοσοῦτον ἐναργῶς, ὥστε ἡ φυσικὴ ὅρασις τοῦ «ὑψουμένου ἐκ τῆς γῆς» (βλ. Ἰωάν. 12,32) οὐδόλως θὰ ἐνίσχυε τὴν συμμετοχήν μου εἰς τὸν πόνον Αὐτοῦ. Ὅσον μηδαμινὰ καὶ ἂν ἦσαν τὰ βιώματά μου, ἐν τούτοις ηὔξανον εἰς βάθος τὴν γνῶσιν τοῦ Χριστοῦ, ὡς πρὸς τὴν ἐπὶ γῆς ἐμφάνισιν Αὐτοῦ, ἵνα σώση τὸν κόσμον.

Θαυμαστὴ ἀποκάλυψις ἐδόθη εἰς ἡμᾶς ἐν Αὐτῷ. Οὗτος ἑλκύει πρὸς Ἑαυτὸν τὸ πνεῦμα ἡμῶν διὰ τοῦ μεγαλείου τῆς ἀγάπης Αὐτοῦ. Ἡ ψυχή μου μετὰ κλαυθμοῦ ηὐλόγει καὶ εὐλογεῖ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα, τὸν εὐδοκήσαντα νὰ ἀποκαλύψη εἰς ἐμὲ διὰ τοῦ Πνεύματος τοῦ Ἁγίου τὴν μετ’ οὐδενὸς συγκρινομένην ἁγιότητα καὶ ἀλήθειαν τοῦ Υἱοῦ Αὐτοῦ, διὰ μέσου μικρῶν παθημάτων εἰς τὰ ὁποῖα ὑποβαλλόμεθα.

Άγιος Αθανάσιος: O Σωτήρ ήλθε να προσφέρη ως θυσίαν όχι τον ιδικόν του θάνατον, αλλά τον θάνατον που του έδιναν οι άνθρωποι!


                                                          Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας.

Συνέχεια από εδώ: https://www.pemptousia.gr/2025/03/agios-athanasios-afou-o-koinos-sotir-olon-apethanen-yper-imon-osoi-pistevomen-eis-ton-christon-den-apothniskomen-dia-thanatou/

22. Αλλ’ έπρεπε, θα έλεγε κανείς, να κρυβή από την επιβουλήν των Ιουδαίων, διά να φυλάξη το σώμα του τελείως αθάνατον. Ας ακούση λοιπόν αυτός, ότι και αυτό ήτο ανάρμοστον εις τον Κύριον. Διότι όπως δεν ήρμοζεν εις τον Λόγον του Θεού ο οποίος είνε ζωή, να προκαλέση μόνος του τον θάνατον του σώματός του, έτσι δεν ήρμοζε να αποφεύγη τον θάνατον τον προκαλούμενον από άλλους, αλλά μάλλον να τον επιδιώκη διά να τον καταργήση.

Ευλόγως λοιπόν, δεν απέθανε φυσικόν θάνατον, αλλ’ ούτε απέφυγε τον θάνατον που προεκλήθη από την επιβουλήν των Ιουδαίων.

Αυτό όμως δεν εδείκνυεν αδυναμίαν του Λόγου· αλλά μάλλον απεδείκνυεν ότι είνε Σωτήρ και Ζωή. Διότι και ενέδραν έστησε, διά να καταργήση τον θάνατον, και έτρεχε να υπομείνη ως προσφοράν τον θάνατον που του εδίδετο η αφορμή να υπομείνη, διά να σώση τους πάντας.

Εξ άλλου δε ο Σωτήρ ήλθε να προσφέρη ως θυσίαν όχι τον ιδικόν του θάνατον, αλλά τον θάνατον που του έδιναν οι άνθρωποι. Και έτσι απέθεσε το σώμα όχι με ιδικόν του θάνατον, διότι αυτός είνε η ζωή και δεν είχε θάνατον. Εδέχθη όμως τον θάνατον που του επροκάλεσαν οι άνθρωποι, ώστε να εξαφανίση και αυτόν τελείως, μια και ήγγισεν εις το σώμα του.

Έπειτα δύναται να εννοήση κανείς, ότι καλώς το σώμα του Κυρίου εξεπλήρωσε το χρέος του θανάτου, εκ των εξής: Ενδιεφέρετο πολύ ο Κύριος διά την ανάστασιν του σώματος, την οποίαν επρόκειτο να κάνη. Διότι τούτο ήτο τρόπαιον κατά του θανάτου· να επιδείξη δηλαδή εις όλους την ανάστασιν.

Και διά να διαπιστώσουν όλοι την εξάλειψιν της φθοράς που έκανε και την αφθαρσίαν των σωμάτων που θα ακολουθήση. Και ετήρησεν άφθαρτον το σώμα του, διά να είνε εις όλους ενέχυρον και γνώρισμα της αναστάσεως που θα συμβή εις όλους.

Εάν πάλιν είχεν ασθενήσει το σώμα και απέθνησκεν ο Λόγος εμπρός εις τα μάτια όλων, ήτο ανάρμοστον να παραμελή το ιδικόν του όργανον να λυώνη εις τας ασθενείας, αυτός ο οποίος εθεράπευε τας ασθενείας των άλλων.

Διότι πώς θα εγίνετο πιστευτόν ότι εδίωξε τας ασθενείας των άλλων, αφού την ιδίαν στιγμήν ήτο ασθενής ο ίδικος του ναός; Διότι η θα εξηυτελίζετο ως ανίκανος να θεραπευθή, ή εφ’ όσον ηδύνατο και δεν το έκανε, θα εθεωρείτο ότι και προς τους άλλους δεν υπήρξεν φιλάνθρωπος.

Απόσπασμα από το βιβλίο Αθανασίου Αλεξανδρείας του Μεγάλου «Άπαντα τα έργα, τόμος 1, Απολογητικά», εισαγωγή Παναγιώτης Χρήστου κείμενο, μετάφραση, σχόλια Στέργιος Σάκκος

Άγιος Αθανάσιος: O Σωτήρ ήλθε να προσφέρη ως θυσίαν όχι τον ιδικόν του θάνατον, αλλά τον θάνατον που του έδιναν οι άνθρωποι! - Pemptousia

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ (9)

 Συνέχεια από 13. Μαρτίου 2025

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ

Του Friedrich Schelling

Μετάφραση Χρήστου Μαρσέλλου, Εκδόσεις Ίνδικτος, 1997

Αὐτὸς ὁ τρόπος ἐξήγησης ἐν γένει προκύπτει ἀπὸ τὴν χωρὶς ζωὴ ἔννοια τοῦ θετικοῦ, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία στὸ θετικὸ μπορεῖ νὰ ἀντιτεθῆ μόνο ἡ στέρηση. ᾿Αλλά ὑπάρχει μιὰ ἐνδιάμεση ἔννοια, ποὺ συνιστᾶ ἕνα πραγματικὸ ἀντίθετό του, καὶ ποὺ ἀπέχει πολὺ ἀπὸ τὴν ἁπλῆ ἀρνητικότητα. Ἡ ἐνδιάμεση αὐτὴ ἔννοια πηγάζει ἀπὸ τὴ σχέση τοῦ ὅλου πρὸς τὸ μερικό, τῆς ἑνότητας πρὸς τὴν πολλαπλότητα, ἢ ὅπως ἀλλιῶς θέλει κανεὶς νὰ τὸ πῆ. Τὸ θετικὸ εἶναι πάντοτε τὸ ὅλον ἢ ἡ ἑνότητα· τὸ ἀντιτιθέμενο σ᾽ αὐτὸ εἶναι ἡ ἀποδιάρθρωση [Zertrennung] τοῦ ὅλου, ἡ δυσαρμονία [Disharmonie], ἡ ἀταξία [Ataxie] τῶν δυνάμεων. Στὸ ἀποδιαρθρωμένο ὅλον ὑπάρχουν τὰ ἴδια στοιχεῖα ποὺ ὑπῆρχαν καὶ στὸ ἑνιαῖο ὅλον· τὸ ὑλικὸ εἶναι καὶ στὰ δύο τὸ ἴδιο (ἀπὸ τὴν ἄποψη αὐτὴ τὸ κακὸ δὲν εἶναι πιὸ περιορισμένο ἢ χειρότερο ἀπὸ τὸ καλό), ἡ μορφὴ ὅμως εἶναι πολὺ διαφορετική, ἀλλὰ ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ μορφὴ προέρχεται ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν οὐσία ἢ τὸ θετικό. Γι᾿ αὐτὸ κατ᾿ ἀνάγκην τὸ κακὸ εἶναι, ὅσο καὶ τὸ καλό, ὄν, τοῦ ὁποίου ἡ οὐσία ὅμως ἀντιτίθεται στὸ καλό, ἀντιστρέφοντας τὸ μέτρο του [Temperatur] σὲ ἀμετρία [Distemperatur]. Ἡ δογματική φιλοσοφία δὲν μπορεῖ νὰ συλλάβη αὐτὴ τὴν οὐσία διότι δὲν διαθέτει καμμιὰ ἔννοια τῆς προσωπικότητας [Persönlichkeit], ἤγουν τῆς ἑαυτότητας ποὺ ἔχει φτάσει νὰ εἶναι πνευματικότητα, παρὰ (371) μόνο τὶς ἀφηρημένες ἔννοιες τοῦ περατοῦ καὶ τοῦ ἀπείρου. Αν λοιπὸν ἀντέτεινε κανεὶς ὅτι ἡ δυσαρμονία εἶναι μιὰ στέ-ρηση, συγκεκριμένα ἡ ἀπώλεια τῆς ἑνότητας, πάντως ἡ στέρηση, καίτοι στὴ γενική της ἔννοια θὰ περιείχοντο αὐτὲς τῆς ἄρσεως ἢ τῆς διασπάσεως τῆς ἑνότητας, θὰ ἦταν ἐντούτοις ὡς ἔννοια καθ' ἑαυτὴν ἀνεπαρκής. Διότι δὲν εἶναι ἡ διάκριση τῶν δυνάμεων καθ' ἑαυτὴν δυσαρμονία, ἀλλὰ ἡ διάστροφη ἑνότητά τους, ποὺ μόνο σὲ σχέση μὲ τὴν ἀληθινὴ μπορεῖ νὰ ὀνομαστῆ διάκριση. "Αν ἡ ἑνότητα καταργηθῆ τελείως, καταργεῖται καὶ ἡ διαμάχη. Ἡ ἀρρώστια τερματίζεται μὲ τὸν θάνατο κι ὁ κάθε τό-νος μόνος του δὲν συνιστᾶ δυσαρμονία. ᾿Αλλὰ ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐξηγήσουμε αὐτὴ τὴν διάστροφη ἑνότητα χρεια ζόμαστε κάτι θετικό, τὸ ὁποῖο ὅμως μένει ἀνεξήγητο ὅσο δὲν ἀναγνωρίζουμε ὅτι ἡ ἐλευθερία ριζώνει στὸ ἀνεξάρτητο θεμέλιο τῆς φύσεως.

Γιὰ τὴν πλατωνικὴ ἄποψη, ὅσο μποροῦμε νὰ τὴν κρίνουμε, εἶναι προτιμότερο νὰ γίνη λόγος παρακάτω, ὅταν θὰ ἀσχολούμαστε μὲ τὸ ἐρώτημα τῆς πραγματικότητας τοῦ κακοῦ. Οἱ ἀντιλήψεις πάλι τῆς πολὺ ἐπιπόλαιης στὸ θέμα αὐτὸ ἐποχῆς μας, ποὺ ὁδηγεῖ τὸν φιλανθρωπισμὸ ὡς τὸ σημεῖο νὰ ἀρνῆται τὴν ὕπαρξη τοῦ κακοῦ, δὲν ἔχουν οὔτε τὴν παραμικρή σχέση μὲ ἰδέες σὰν τὶς ἐδῶ. Σύμφωνα μὲ αὐτὲς τὶς ἀντιλήψεις ἡ μοναδικὴ αἰτία [Grund] τοῦ κακοῦ εἶναι ἡ αἰσθητι κότητα [Sinnlichkeit] ἢ ἡ ζωϊκότητα [Animalität], ἢ ἡ γήινη ἀρχή, ἀφοῦ στὸν οὐρανὸ δὲν ἀντιθέτουν, ὅπως θὰ ἔπρεπε, τὴν κόλαση, ἀλλὰ τὴ γῆ. Ἡ ἀντίληψη αὐτὴ ἔρχεται ὡς φυσικὴ συνέπεια τοῦ δόγματος ὅτι ἡ ἐλευθερία ἔγκειται στὴν ἁπλῆ κυριαρχία τῆς νοήμονος [intelligenten] ἀρχῆς ἐπάνω στὶς ἐπιθυμίες καὶ τὶς ὁρμὲς [Neigungen] τῶν αἰσθήσεων καὶ ὅτι τὸ καλὸ ὀφείλεται στὸν καθαρό λόγο ποὺ εὐνοήτως δὲν ἀφήνει καμμιὰ ἐλευθερία γιὰ τὸ κακό (ἐφόσον ἐδῶ κυριαρχοῦν οἱ αἰσθη-τικὲς ὁρμές)· γιὰ νὰ ἀκριβολογήσουμε, ἐδῶ τὸ κακὸ καταργεῖται πλήρως. Διότι ἡ ἀδυναμία ἢ τὸ ἀτελέσφορο τῆς νοητικῆς [verständigen] ἀρχῆς μπορεῖ κάλλιστα νὰ εἶναι ἡ αἰτία [Grund] τῆς ἐλαττωματικότη-τας ἀγαθῶν καὶ ἐνάρετων πράξεων, ὄχι ὅμως καὶ ἡ αἰτία θετικὰ κακῶν καὶ φαύλων [tugendwidriger]. ᾿Αλλὰ ἂν δεχτοῦμε ὅτι ἡ αἰσθητικότητα, ἢ ἡ παθητική στάση ἀπέναντι σὲ ἐξωτερικὲς ἐντυπώσεις (372) θὰ προκα-λοῦσε κατὰ κάποιου εἴδους ἀναγκαιότητα κακές πράξεις, μέσα σ' αὐτὲς ὁ ἄνθρωπος θὰ ἦταν μόνο παθητικός, τὸ κακὸ ἑπομένως, ὅσον ἀφορᾶ τὸν ἴδιο, ὑποκειμενικὰ δηλαδή, δὲν θὰ ἐσήμαινε τίποτε, καὶ καθὼς ὅ,τι εἶναι ἀπὸ τὴν φύση καθορισμένο δὲν μπορεῖ οὔτε ἀντικειμε νικὰ νὰ εἶναι κακό, δὲν θὰ ἐσήμαινε τὸ κακὸ τίποτε ἀπολύτως. Ὅτι ὅμως λέγεται δὲν σημαίνει ὅτι εἶναι καὶ σωστό, πὼς ἡ ἔλλογη [vernünftige] ἀρχὴ εἶναι ἀνεν εργὸς μέσα στὸ κακό. Διότι τότε γιατί δὲν ἀσκεῖ τὴν δύναμή της; Αν θέλει καὶ εἶναι ἀνενεργός, τότε ἡ αἰτία τοῦ κακοῦ ἔγκειται σὲ αὐτὸ τὸ θέλημα [Willen] καὶ ὄχι στὴν αἰσθητικότητα. Εἰδάλλως, ἂν δὲν μπορεῖ μὲ κανένα τρόπο νὰ ὑπερνικήση τὴν ἀντίρροπη δύναμη τῆς τελευταίας, ὑπάρχει ἐδῶ ἀδυναμία καὶ ἐλάττωμα, ὁπωσδήποτε ὅμως ὄχι κάτι κακό. Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴ διευκρίνηση ὑπάρχει λοιπὸν μόνο μιὰ βούληση (ἂν ἐξάλλου μπορεῖ νὰ ὀνομαστῆ ἔτσι) καὶ ὄχι μιὰ διπλῆ, καὶ θὰ μποροῦσε κανεὶς ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἄποψη νὰ ὀνο μάση τοὺς ὀπαδοὺς τῆς θεωρίας αὐτῆς, ἀφότου εἰσήχθησαν ἐπιτυχῶς στὴ φιλοσοφικὴ κριτικὴ ὀνόματα ὅπως ἀρειανοί, κλπ., μὲ ἕνα ἐπίσης ἀπὸ τὴν ἐκκλη-σιαστικὴ ἱστορία ἀντλημένο, ἀλλὰ μὲ παραλλαγμένο νόημα, ὄνομα: μονοθελῆτες. Καθώς ὅμως ἐδῶ δὲν εἶναι ἡ νοήμων ἀρχή, ἢ ἡ ἀρχὴ τοῦ φωτός, καθ' ἑαυτήν, ἀλλὰ ἡ δεμένη μὲ ἑαυτότητα, αὐτὴ δηλαδὴ ποὺ ἔχει ἀρθῆ ὡς τὸ πνεῦμα, ἡ ὁποία δρᾶ μέσα στὸ καλό, τὸ κακὸ δὲν προκύπτει ἀπὸ μόνη τὴν ἀρχὴ τῆς περατότητας, παρὰ ἀπὸ τὴν φερμένη σὲ συνάφεια μὲ τὸ κέντρο σκοτεινὴ ἢ αὐτιστικὴ [selbstische] ἀρχή· καὶ ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ ἐνθουσιάζεται [Εnthusiasmus] ἀπὸ τὸ καλό, ἔτσι μπορεῖ καὶ νὰ ἐμπνέεται [Begeisterung] ἀπὸ τὸ κακό. Στὸ ζῶο, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο φυσικὸ ὄν, ἐνυπάρχει δρῶσα καὶ αὐτὴ ἡ σκοτεινὴ ἀρχή· ἀλλὰ σὲ αὐτὸ δὲν ἔχει γεννηθῆ στὸ φῶς, ὅπως στὸν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι πνεῦμα καὶ νόηση, παρὰ τυφλὸ πάθος [Sucht] καὶ ἐπιθυμία [Begierde]. Ἐν ὀλίγοις δὲν εἶναι δυνατὸς ἐδῶ κανένας ἐκπεσμός, καμμιὰ διάκριση τῶν ἀρχῶν, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ ἀπόλυτη, δηλ. προσωπική, ἑνότητα. Τὸ χωρὶς συνείδηση καὶ τὸ ἐνσυνείδητο εἶναι ἑνωμένα στὸ ζωϊκὸ ἔνστικτο κατὰ συγκεκριμένο καὶ καθορισμένο τρόπο, ποὺ ἀκριβῶς γι' αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ παραλλάσση. Διότι γι' αὐτὸ ἀκριβῶς, ἐπειδὴ εἶναι σχετικές μόνο ἐκφράσεις τῆς ἑνότητας, ὑπόκεινται σ' αὐτήν, καὶ ἡ δύναμη ποὺ δρὰ στὸν βυθὸ διατηρεῖ τὴν ἑνότητα τῶν ἀρχῶν σὲ μιὰ σταθερή σχέση. Τὸ ζῶο ποτὲ δὲν μπορεῖ (373) νὰ βγῆ ἀπὸ τὴν ἑνότητα, ἐνῶ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ κατὰ βούλησιν νὰ διαρρήξη τὸν αἰώνιο δεσμὸ τῶν δυνάμεων. Γι' αὐτὸ δικαίως λέει ὁ Μπάαν-τερ ὅτι θὰ ἦταν εὐκταῖο ἡ διαστροφὴ στὸν ἄνθρωπο νὰ ἔφτανε μόνο ὡς τὴν ἀποκτήνωση· δυστυχῶς ὅμως ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ σταθῆ μόνο ὑψηλότερα ἢ χαμη λότερα ἀπὸ τὸ ζῶο. 20 Προσπαθήσαμε νὰ συναγάγουμε τὴν ἔννοια καὶ τὴν δυνατότητα τοῦ κακοῦ ἀπὸ τὶς πρῶτες ἀρχές, καὶ νὰ φανερώσουμε τὸ γενικὸ θεμέλιο αὐτῆς τῆς θεωρίας, ποὺ εἶναι ἡ διάκριση ἀνάμεσα στὸ ὑπάρχον καὶ σ᾽ αὐτὸ ποὺ εἶναι θεμέλιο τῆς ὑπάρξεως. 21 Ἡ δυνατότητα ὅμως δὲν περιέχει ἀκόμα τὴν πραγματικότητα, καὶ ἀκριβῶς αὐτὴ εἶναι τὸ κύριο ἀντικεί-μενο τοῦ ἐρωτήματος. Πράγματι αὐτὸ ποὺ χρειάζεται ἐξήγηση δὲν εἶναι μόνο τὸ πῶς τὸ κακὸ εἶναι δυνατὸ γιὰ κάποιους ἀνθρώπους, ἀλλὰ ἡ καθολική του δραστικότητα [Wirksamkeit], τὸ πῶς μπόρεσε νὰ προκύψη ἀπὸ τὴν δημιουργία ὡς ἀπαραγνώριστη γενικὴ ἀρχὴ εὑρισκόμενη παντοῦ σὲ διαπάλη μὲ τὸ καλό. ᾿Ἀφοῦ ἀναμφισβήτητα, τουλάχιστον ὡς γενικὴ ἀντίθεση, εἶναι πραγματικό, ἐξαρχῆς δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη ἀμφιβολία ὅτι ἦταν ἀπαραίτητο γιὰ τὴν ἀποκάλυψη τοῦ θεοῦ· μάλιστα αὐτὸ προκύπτει καὶ ἀπὸ ὅσα εἶπαμε πρωτύτερα. Διότι ἂν ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα εἶναι ἡ ἀδιάσπαστη ἑνότητα τῶν δύο ἀρχῶν, καὶ ἡ ἴδια αὐτὴ ἑνότητα εἶναι πραγματικὴ μόνο στὸ πνεῦμα τοῦ ἀνθρώπου, τότε ἂν καὶ σὲ αὐτὸ ἡ ἑνότητα ἦταν τὸ ἴδιο ἀκατάλυτη, ὅπως στὸν θεό, ὁ ἄνθρωπος δὲν θὰ διέφερε ἀπὸ τὸν θεό· θὰ χανό ταν μέσα στὸν θεὸ καὶ δὲν θὰ ὑπῆρχε οὔτε ἀποκάλυψη, οὔτε καμμία δυνατότητα νὰ ἐνεργοποιηθῆ ἡ ἀγάπη. Διότι κάθε ὂν μπορεῖ νὰ γίνη φανερὸ μόνο στὸ ἀντίθετό του, ἡ ἀγάπη μόνο στὸ μίσος, ἡ ἑνότητα στὴ διαμάχη. Ἂν λοιπὸν δὲν ὑπῆρχε κανεὶς διαχωρισμὸς τῶν ἀρχῶν, ἡ ἑνότητα δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀποδείξη τὴν παντοδυναμία της· ἂν δὲν ὑπῆρχε δυσαρμονία δὲν θὰ μποροῦσε ἡ ἀγάπη νὰ πραγματωθῆ. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἀνεβασμένος σὲ μιὰ κορυφή, ὅπου ἔχει μέσα του τὴν πηγὴ τῆς αὐτοκινησίας του πρὸς τὸ καλὸ καὶ τὸ κακὸ ἐξίσου: ὁ δεσμὸς τῶν ἀρχῶν μέσα του δὲν εἶναι ἀναγκαστικός, ἀλλὰ ἐλεύθερος. Στέκεται στὸ σταυροδρόμι· ὅ,τι διαλέξη, αὐτὸ θὰ εἶναι ἡ πράξη του, δὲν μπορεῖ ὅμως νὰ μὴν διαλέξη, γιατὶ ὁ θεὸς πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ ἀποκαλυφθῆ καὶ διότι τίποτε στὴν δημιουργία δὲν πρέπει νὰ παραμείνη ἀμφίσημο. Εντούτοις μοιάζει νὰ μὴν μπορεῖ νὰ ξεφύγη οὔτε ἀπὸ τὴν ἀδυναμία ἐπιλογῆς, ἀκριβῶς ἐπειδὴ τούτη εἶναι αὐτὴ ποὺ εἶναι. Πρέπει λοιπὸν νὰ ὑπάρχη ἕνα γενικό θεμέλιο τῆς πρόκλησης, τοῦ πειρασμοῦ τοῦ κακοῦ, ἔστω καὶ μόνο γιὰ νὰ δώση μέσα του ζωὴ στὶς δύο ἀρχές, νὰ τὸν κάνη νὰ τὶς συνειδητοποιήση. Καὶ βέβαια μοιάζει σὰν ἡ πρόκληση κατὰ τοῦ θεοῦ νὰ μπορῆ νὰ προέλθη μόνο ἀπὸ ἕνα κακὸ θεμελιακὸ ὄν [Grundwesen], καὶ ἡ παραδοχὴ ἑνὸς τέτοιου μοιάζει νὰ εἶναι ἀναποδράστως καὶ ἀπολύτως σωστὰ ἡ ἑρμηνεία ἐκείνη σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ἡ πλα τωνικὴ ὕλη εἶναι ἕνα πρωταρχικὰ ἀντίπαλο τοῦ θεοῦ, καὶ γι' αὐτὸ κακό, ὄν. Ὅσο θὰ μένη, ὅπως μέχρι τώρα, αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς πλατωνικῆς θεωρίας σκοτεινό, 22 κάθε συγκεκριμένη κρίση γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατη. Ὑπὸ ποίαν ἔννοια πάντως μπορεῖ νὰ εἰπωθῆ γιὰ τὴν ἄλογη ἀρχὴ ὅτι ἀντιμάχεται τὸν Νοῦ [Verstand] ἢ τὴν ἑνότητα καὶ τὴν τάξη χωρὶς γι᾿ αὐτὸ νὰ ἐκληφθῆ ὡς κακὸ θεμελιακὸ ὄν, εἶναι ἀπὸ τὶς προηγούμενες παρατηρήσεις φανερό. Ἔτσι μπορεῖ ἐπίσης νὰ ἐξηγηθῆ κάλλιστα ἡ πλατωνικὴ ρήση ὅτι τὸ κακὸ προέρχεται ἐκ τῆς ἀρχαίας ἡμῶν φύσεως· διότι κάθε κακὸ ρέπει πρὸς τὸ χάος, πίσω δηλαδὴ πρὸς ἐκείνη τὴν κατάσταση, ὅπου τὸ ἀρχικὸ κέντρο δὲν εἶχε ἀκόμη ὑποταγῆ στὸ φῶς, καὶ εἶναι ἡ ταραχὴ [Aufwallen] τῶν κέντρων τῆς ἄλογης [verstandlose] ἀκόμη ἐπιθυμίας. ᾿Αλλὰ ἀποδείξαμε μιὰ γιὰ πάντα ὅτι τὸ κακὸ ὡς τέτοιο μποροῦσε νὰ ἀναβλύση μόνο μέσα στὴν δημιουργία, ἐφόσον μόνο μέσα σ' αὐτὴν τὸ φῶς καὶ τὸ σκότος, οἱ (375) δύο ἀρχές, μποροῦν νὰ ὑπάρξουν ἑνωμένες μὲ τρόπο ποὺ νὰ ἐπιτρέπη τὸν χωρισμό τους. Τὸ ἀρχικό θεμελιακὸ ὂν δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ εἶναι καθ' ἑαυτὸ κακό, ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει σ' αὐτὸ καμμιὰ διττότητα τῶν ἀρχῶν. ᾿Αλλὰ δὲν μποροῦμε ἐπίσης νὰ δεχτοῦμε οὔτε ἕνα κάποιο δημιουργημένο πνεῦμα πού, πεπτωκὸς τὸ ἴδιο, παρέσυρε τὸν ἄνθρωπο στὴν πτώση· διότι τὸ ἐρώτημα εἶναι ἀκριβῶς πῶς πρωτοανέβλυσε τὸ κακὸ μέσα στὴν δημιουργία. Καὶ οὔτε αὐτὴ ἡ παραδοχὴ μᾶς δίνει γιὰ τὴν ἐξήγηση τοῦ κακοῦ τίποτε πέρα ἀπὸ τὶς δύο ἀρχὲς μέσα στὸν θεό. Ὁ θεὸς ὡς πνεῦμα (ὁ αἰώνιος δεσμὸς τῶν δύο ἀρχῶν), εἶναι ἡ καθαρὴ ἀγάπη, στὴν ἀγάπη ὅμως δὲν μπορεῖ ποτὲ νὰ ὑπάρξη μιὰ θέληση [Wille] τοῦ κακοῦ· οὔτε ἐπίσης στὴν ἰδεατὴ ἀρχή. ᾿Αλλὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ θεὸς γιὰ νὰ ὑπάρξη χρειάζεται ἕνα θεμέλιο, μόνο ποὺ αὐτὸ τὸ θεμέλιο δὲν βρίσκεται ἔξω, ἀλλὰ μέσα του· ἔχει μέσα του ὁ θεὸς μιὰ φύση, ἡ ὁποία, καίτοι τοῦ ἀνήκει, εἶναι ὅμως διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτόν. Ἡ βούληση τῆς ἀγάπης καὶ ἡ βούληση τοῦ θεμελίου εἶναι δυὸ διαφορετικές βουλήσεις ποὺ ἡ καθεμιά τους ὑπάρ χει γιὰ λογαριασμό της· ἀλλὰ ἡ βούληση τῆς ἀγάπης δὲν μπορεῖ νὰ ἀντιταχθῆ στὴ βούληση τοῦ θεμελίου, οὔτε νὰ τὴν ἄρη [aufheben], γιατὶ τότε θὰ ἔπρεπε νὰ ἀντιταχθῆ στὸν ἑαυτό της. Γιατὶ γιὰ νὰ μπορέση να ὑπάρξη ἡ ἀγάπη, τὸ θεμέλιο πρέπει νὰ δράση, καὶ πρέ-πει νὰ δράση ἀνεξάρτητα ἀπὸ αὐτὴν γιὰ νὰ ὑπάρξη ἡ ἀγάπη πραγματικά. Ἂν ἤθελε ἡ ἀγάπη νὰ καταστρέψη τὴ βούληση τοῦ βυθοῦ, θὰ πολεμοῦσε τὸν ἴδιο της τὸν ἑαυτό, καὶ δὲν θὰ ἦταν πλέον ἡ ἀγάπη. Νὰ ἀφήση τὸ θεμέλιο νὰ δράση εἶναι ἡ μοναδικὴ νοητὴ ἔννοια ἀνοχῆς [Zulassung], ἡ ὁποία ὅμως, ἀναφερόμενη, ὅπως γίνεται συνήθως, στὸν ἄνθρωπο, εἶναι ἀπολύτως ἀπαράδεκτη. Ομοίως βέβαια ἡ βούληση τοῦ θεμελίου δὲν μπορεῖ νὰ καταστρέψη τὴν ἀγάπη, καὶ οὔτε τὸ κα τορθώνει, ἂν καὶ ἔτσι μοιάζει κάποτε· ἀλλὰ πρέπει ἀποστρεφόμενη τὴν ἀγάπη νὰ εἶναι μιὰ ἰδιαίτερη καὶ ξεχωριστή δύναμη γιὰ νὰ μπορέση νὰ φανῆ ἡ ἀγάπη στὴν παντοδυναμία της, ἔστω διαπερνώντας την ὅπως τὸ φῶς τὸ σκοτάδι. Τὸ θεμέλιο δὲν εἶναι παρὰ μιὰ θέληση [Willen] ἀποκαλύψεως, ἀλλὰ ἀκριβῶς γιὰ νὰ συμβῆ αὐτὴ πρέπει νὰ ἐπικαλεστῆ τὸ θεμέλιο τὴν ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν ἀντίθεση. Ἡ βούληση τῆς ἀγάπης καὶ ἐκείνη τοῦ θεμελίου ἑπομένως ἔτσι ἑνώνονται, μὲ τὸ νὰ εἶναι χωρισμένες καὶ ἡ καθεμιὰ νὰ δρᾶ ἐξαρχῆς γιὰ τὸν ἑαυτό της. Γι' αὐτὸ ἡ βούληση τοῦ θεμελίου ἐρεθίζει μαζὶ ἤδη στὴν πρώτη δημιουργία καὶ τὸ ἴδιον θέλημα [Eigenwille] τοῦ δημιουργήματος, ὥστε ὅταν τὸ πνεῦμα προβάλλη [aufgeht] ὡς βούληση (376) τῆς ἀγάπης νὰ βρίσκη μιὰν ἀντίσταση, ὅπου νὰ μπορῆ νὰ πραγματωθῆ.

Περί της ουσίας της ανθρώπινης ελευθερίας ζ-β

Γιά όποιον διαβάζει γρήγορα.


Αυτή η μορφή εξήγησης προέρχεται γενικά από την άψυχη έννοια του θετικού, σύμφωνα με την οποία μπορεί να σταθεί απέναντί του μόνο η στέρηση. Υπάρχει όμως και μια ενδιάμεση έννοια, που αποτελεί πραγματική αντίθεση προς αυτήν, και η οποία διαφέρει πολύ από την έννοια του απλώς αρνητικού. Αυτή προκύπτει από τη σχέση του όλου προς το επιμέρους, της ενότητας προς την πολλαπλότητα, ή όπως αλλιώς θέλει κανείς να το εκφράσει. Το θετικό είναι πάντα το όλον ή η ενότητα· το αντίθετό του είναι ο διαμελισμός του όλου, η δυσαρμονία, η αταξία των δυνάμεων. Στο διασπασμένο όλον υπάρχουν τα ίδια στοιχεία που υπήρχαν και στο ενιαίο όλον· η ύλη και στα δύο είναι η ίδια (από αυτήν την άποψη το κακό δεν είναι περισσότερο περιορισμένο ή χειρότερο από το καλό), αλλά η μορφή και στα δύο είναι τελείως διαφορετική, και αυτή η μορφή προέρχεται ακριβώς από την ουσία ή το θετικό. Γι' αυτό είναι απαραίτητο τόσο στο καλό όσο και στο κακό να υπάρχει μια ουσία· αλλά στο κακό μια αντίθετη προς το καλό, η οποία μεταστρέφει τη θερμοκρασία που εμπεριέχεται σε αυτό σε δυσθερμία. Αυτή η ουσία δεν μπορεί να αναγνωριστεί από τη δογματική φιλοσοφία, διότι δεν διαθέτει έννοια της προσωπικότητας, δηλαδή του εαυτού που έχει ανυψωθεί σε πνευματικότητα, αλλά μόνο τις αφηρημένες έννοιες του πεπερασμένου και του απείρου. Αν κάποιος ήθελε να αντιτάξει ότι η δυσαρμονία είναι όντως στέρηση, δηλαδή αφαίρεση της ενότητας, τότε, ακόμη κι αν ο γενικός όρος της στέρησης εμπεριείχε την έννοια της κατάργησης ή διάσπασης της ενότητας, η έννοια αυτή θα ήταν από μόνη της ανεπαρκής. Διότι δεν είναι ο διαχωρισμός των δυνάμεων καθαυτό δυσαρμονία, αλλά η ψευδής ενότητά τους, η οποία μόνο σε σχέση με την αληθινή μπορεί να ονομαστεί διάσπαση. Εάν η ενότητα καταργηθεί εντελώς, τότε καταργείται και η σύγκρουση. Η ασθένεια τελειώνει με τον θάνατο, και κανένας μεμονωμένος ήχος από μόνος του δεν αποτελεί δυσαρμονία. Όμως ακριβώς για να εξηγηθεί αυτή η ψευδής ενότητα, απαιτείται κάτι θετικό, το οποίο, συνεπώς, πρέπει αναγκαστικά να υποτεθεί στο κακό, αλλά θα παραμείνει ανεξήγητο όσο δεν αναγνωρίζεται μια ρίζα της ελευθερίας στην ανεξάρτητη βάση της φύσης.

Για την πλατωνική άποψη, όσο μπορούμε να την κρίνουμε, θα ήταν καλύτερο να γίνει λόγος στο πλαίσιο της ερώτησης περί της πραγματικότητας του κακού. Οι αντιλήψεις της εποχής μας, η οποία αντιμετωπίζει αυτό το ζήτημα με πολύ περισσότερη ευκολία και φτάνει στον φιλανθρωπισμό ως την άρνηση του κακού, δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τέτοιες ιδέες. Σύμφωνα με αυτές, η μοναδική αιτία του κακού έγκειται στη σωματικότητα, ή στην ζωώδη φύση, ή στην επίγεια αρχή, αντιπαραθέτοντας όχι την κόλαση όπως θα έπρεπε, αλλά τη γη στον ουρανό. Αυτή η αντίληψη είναι φυσικό επακόλουθο της διδασκαλίας, σύμφωνα με την οποία η ελευθερία συνίσταται στην απλή κυριαρχία της νοητικής αρχής επί των αισθησιακών επιθυμιών και ροπών, και το καλό προέρχεται από την καθαρή λογική, απ' όπου συνάγεται εύλογα ότι για το κακό δεν υπάρχει ελευθερία (καθώς εδώ κυριαρχούν οι αισθησιακές ορμές)· πιο σωστά όμως το κακό καταργείται πλήρως. Διότι η αδυναμία ή η μη δραστικότητα της λογικής αρχής μπορεί πράγματι να είναι αιτία έλλειψης καλών και ενάρετων πράξεων, αλλά όχι αιτία θετικά κακών και ανήθικων. Αν όμως η σωματικότητα ή η παθητική συμπεριφορά απέναντι σε εξωτερικά ερεθίσματα οδηγούσε με κάποιον τρόπο αναγκαστικά σε κακές πράξεις, τότε ο άνθρωπος θα ήταν σε αυτές απλώς παθητικός, δηλαδή το κακό δεν θα είχε καμία σημασία για αυτόν, επομένως υποκειμενικά, και αφού ό,τι προέρχεται από μια αναγκαιότητα της φύσης δεν μπορεί να είναι αντικειμενικά κακό, δεν θα είχε γενικά καμία σημασία. Ότι λέγεται πως η λογική αρχή είναι ανενεργή στο κακό, δεν αποτελεί επίσης από μόνο του αιτία. Διότι γιατί δεν ασκεί τη δύναμή της; Αν θέλει να είναι ανενεργή, τότε η αιτία του κακού έγκειται σε αυτήν τη βούληση, και όχι στη σωματικότητα. Αν δεν μπορεί να υπερνικήσει τη δύναμη της σωματικότητας, τότε εδώ έχουμε μόνο αδυναμία και έλλειψη, αλλά όχι κακό. Άρα, σύμφωνα με αυτή την εξήγηση, υπάρχει μόνο μία βούληση (αν μπορεί να ονομαστεί έτσι), όχι δύο, και από αυτή την άποψη, θα μπορούσε κανείς να αποκαλέσει τους υποστηρικτές της, κατά τον ίδιο τρόπο που έχουν εισαχθεί ονόματα όπως Αρειανιστές στη φιλοσοφική κριτική, με ένα επίσης εκκλησιαστικό όνομα, αλλά με διαφορετική έννοια, δηλαδή Μονοθελητές. Όπως όμως δεν είναι το νοητικό ή φωτεινό αρχέτυπο καθαυτό, αλλά αυτό που είναι συνδεδεμένο με την προσωπικότητα, δηλαδή αναχθέν σε πνεύμα, που ενεργεί στο καλό, έτσι και το κακό δεν προέρχεται από την αρχή της περατότητας καθαυτής, αλλά από το σκοτεινό ή εγωιστικό αρχέτυπο που έχει φτάσει σε εσωτερική σχέση με το κέντρο· και όπως υπάρχει ένας ενθουσιασμός για το καλό, έτσι υπάρχει και ένας ενθουσιασμός του κακού. Στο ζώο, όπως και σε κάθε άλλο φυσικό ον, δρα επίσης αυτή η σκοτεινή αρχή· αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμη στο φως, όπως στον άνθρωπο· δεν είναι πνεύμα και λογική, αλλά τυφλή ορμή και επιθυμία· εν ολίγοις, εδώ δεν είναι δυνατή καμία πτώση, κανένας διαχωρισμός των αρχών, εκεί όπου δεν υπάρχει ακόμη απόλυτη ή προσωπική ενότητα. Το ασυνείδητο και το συνειδητό είναι ενωμένα στο ζωικό ένστικτο με έναν συγκεκριμένο και καθορισμένο τρόπο, ο οποίος ακριβώς για αυτόν τον λόγο είναι αναλλοίωτος. Διότι επειδή είναι μόνο σχετικές εκφράσεις της ενότητας, υπόκεινται σε αυτήν, και η δραστηριοποιούσα δύναμη στη βάση διατηρεί την αναλογική ενότητα των αρχών πάντα στην ίδια σχέση. Ποτέ το ζώο δεν μπορεί να βγει από την ενότητα, ενώ ο άνθρωπος μπορεί να διαρρήξει αυθαίρετα τον αιώνιο δεσμό των δυνάμεων. Γι’ αυτό και ο Φρ. Μπάντερ λέει σωστά, ότι θα ήταν ευκταίο η διαφθορά στον άνθρωπο να φτάνει μόνο μέχρι την υποβίβασή του στο επίπεδο του ζώου· δυστυχώς όμως, ο άνθρωπος μπορεί να σταθεί μόνο κάτω ή πάνω από το ζώο.

Προσπαθήσαμε να αντλήσουμε την έννοια και τη δυνατότητα του κακού από τα πρώτα θεμέλια και να αποκαλύψουμε τη γενική βάση αυτής της διδασκαλίας, που έγκειται στη διάκριση μεταξύ του υπάρχοντος και αυτού που αποτελεί τη βάση της ύπαρξης. Όμως, η δυνατότητα δεν περιέχει ακόμη την πραγματικότητα, και ακριβώς αυτή αποτελεί το σημαντικότερο αντικείμενο της ερώτησης. Και δεν είναι να εξηγηθεί απλώς πώς το κακό γίνεται πραγματικό στον κάθε μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά η καθολική του δραστικότητα — πώς δηλαδή μπόρεσε να αναδυθεί από τη δημιουργία ως ένα αδιαμφισβήτητα καθολικό, σε διαρκή σύγκρουση με το καλό, αρχέγονο στοιχείο.

Αφού είναι αναμφίβολα πραγματικό, τουλάχιστον ως γενικό αντίθετο, δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία εκ των προτέρων ότι ήταν αναγκαίο για την αποκάλυψη του Θεού· αυτό εξάλλου προκύπτει και από όσα ειπώθηκαν νωρίτερα. Διότι, αν ο Θεός ως Πνεύμα είναι η αδιάσπαστη ενότητα των δύο αρχών, και αυτή η ενότητα υπάρχει αληθινά μόνο στο πνεύμα του ανθρώπου, τότε, αν αυτή η ενότητα στον άνθρωπο ήταν εξίσου αδιάλυτη όπως και στον Θεό, ο άνθρωπος δεν θα διέφερε καθόλου από τον Θεό· θα διαλυόταν μέσα Του και δεν θα υπήρχε αποκάλυψη ούτε και η κινητικότητα της αγάπης. Διότι κάθε ον μπορεί να φανερωθεί μόνο μέσα στο αντίθετό του: η αγάπη μόνο μέσα στο μίσος, η ενότητα μέσα στη διαμάχη. Αν δεν υπήρχε διαχωρισμός των αρχών, η ενότητα δεν θα μπορούσε να δείξει την παντοδυναμία της· αν δεν υπήρχε διχόνοια, η αγάπη δεν θα μπορούσε να γίνει πραγματική.

Ο άνθρωπος είναι τοποθετημένος σε εκείνη την κορυφή όπου έχει εντός του εξίσου την πηγή της αυτοκίνησης προς το καλό και προς το κακό· ο δεσμός των αρχών μέσα του δεν είναι αναγκαίος, αλλά ελεύθερος. Βρίσκεται στο σημείο επιλογής· ό,τι κι αν επιλέξει, θα είναι δική του πράξη, αλλά δεν μπορεί να παραμείνει στην αβεβαιότητα, επειδή ο Θεός πρέπει αναγκαστικά να αποκαλυφθεί, και επειδή εν γένει τίποτα στη δημιουργία δεν μπορεί να παραμείνει διφορούμενο. Ωστόσο, φαίνεται πως δεν μπορεί και να βγει από την αβεβαιότητά του — ακριβώς επειδή βρίσκεται σε αυτήν. Γι’ αυτό πρέπει να υπάρχει ένας γενικός λόγος για τη σαγήνευση προς το κακό, έστω και μόνο για να γίνουν τα δύο στοιχεία ζωντανά μέσα του, δηλαδή να συνειδητοποιήσει την παρουσία τους.

Τώρα, φαίνεται πως αυτή η σαγήνευση προς το κακό μπορεί να προέλθει μόνο από μια κακή πρωταρχική ουσία· και η υπόθεση μιας τέτοιας ουσίας είναι αναπόφευκτη. Γι’ αυτό είναι και σωστή εκείνη η ερμηνεία της πλατωνικής «ύλης», κατά την οποία πρόκειται για μια ουσία που αντιτάσσεται αρχικά στον Θεό και γι’ αυτό είναι κακή καθαυτή.

Όσο αυτό το μέρος της πλατωνικής διδασκαλίας παραμένει στο μέχρι τώρα σκοτάδι, είναι αδύνατον να διατυπωθεί μια καθοριστική κρίση για το εν λόγω σημείο. Ωστόσο, με ποια έννοια μπορεί να ειπωθεί ότι η παράλογη αρχή αντιστέκεται στον νου ή στην ενότητα και την τάξη, χωρίς ωστόσο να θεωρείται ως κακή πρωταρχική ουσία, έχει ήδη καταστεί σαφές από τις προηγούμενες σκέψεις. Έτσι, μπορεί κανείς να εξηγήσει και τη φράση του Πλάτωνα ότι το κακό προέρχεται από την αρχαία φύση· διότι κάθε κακό αποβλέπει στο χάος, δηλαδή στην κατάσταση εκείνη όπου το αρχικό κέντρο δεν είχε ακόμη υποταχθεί στο φως, και είναι μια αναταραχή του σκοτεινού κέντρου της ασυνείδητης επιθυμίας.

Ωστόσο, έχουμε αποδείξει μία και καλή ότι το κακό, ως τέτοιο, μπορεί να αναδυθεί μόνο στο δημιούργημα· διότι μόνο σε αυτό μπορούν να ενωθούν το φως και το σκοτάδι, ή οι δύο αρχές, με τρόπο διαχωρίσιμο. Η αρχική θεμελιώδης ουσία δεν μπορεί να είναι κακή από μόνη της, γιατί μέσα της δεν υπάρχει δυαδικότητα των αρχών.

Δεν μπορούμε, όμως, να υποθέσουμε ούτε κάποιο δημιουργημένο πνεύμα που, έχοντας ήδη εκπέσει, να σαγηνεύει τον άνθρωπο προς την πτώση· διότι ακριβώς το πώς προέκυψε πρώτα το κακό σε ένα δημιούργημα είναι εδώ το ερώτημα.

Μας δίνονται, λοιπόν, για την εξήγηση του κακού μόνο οι δύο αρχές μέσα στον Θεό. Ο Θεός ως Πνεύμα (το αιώνιο δεσμό και των δύο) είναι η καθαρότερη αγάπη· και μέσα στην αγάπη δεν μπορεί να υπάρχει θέληση προς το κακό· το ίδιο ισχύει και για την ιδεατή αρχή.

Αλλά ο Θεός, για να υπάρχει, χρειάζεται μια βάση· μόνο που αυτή δεν είναι έξω από Αυτόν, αλλά μέσα Του. Έχει εντός Του μια φύση, που, αν και Του ανήκει, είναι εντούτοις διαφορετική από Αυτόν.

Η θέληση της αγάπης και η θέληση της βάσης είναι δύο διαφορετικές θελήσεις, καθεμία εκ των οποίων υφίσταται από μόνη της· αλλά η θέληση της αγάπης δεν μπορεί να αντισταθεί στη θέληση της βάσης ούτε να την καταργήσει, διότι τότε θα αντιστρατευόταν στον εαυτό της. Διότι η βάση πρέπει να δρα, ώστε να μπορεί να υπάρχει η αγάπη· και πρέπει να δρα ανεξάρτητα από αυτήν, ώστε η αγάπη να υφίσταται πραγματικά.

Αν η αγάπη ήθελε να καταστρέψει τη θέληση της βάσης, θα πολεμούσε τον ίδιο της τον εαυτό, θα ήταν διχασμένη, και δεν θα ήταν πλέον αγάπη. Αυτό το «να αφήνει να δράσει» τη βάση είναι η μόνη νοητή έννοια της "παραχώρησης" (Zulassung), η οποία, στην κοινή της χρήση για τον άνθρωπο, είναι εντελώς ακατάλληλη.

Έτσι, ασφαλώς και η θέληση της βάσης δεν μπορεί να καταστρέψει την αγάπη· ούτε και το επιδιώκει, αν και συχνά αυτό φαίνεται να συμβαίνει· διότι πρέπει, αποστρεφόμενη την αγάπη, να είναι μια ιδιαίτερη και ξεχωριστή θέληση, ώστε όταν η αγάπη παρ’ όλα αυτά διαπεράσει αυτήν, όπως το φως μέσα από το σκοτάδι, να φανερωθεί η παντοδυναμία της.

Η βάση είναι απλώς μια θέληση για αποκάλυψη· αλλά, ώστε αυτή να υπάρξει, πρέπει να προκαλέσει την ιδιαιτερότητα και την αντίθεση. Η θέληση της αγάπης και αυτή της βάσης γίνονται ακριβώς μέσω της διάκρισής τους ένα, καθώς πριν από κάθε αρχή ενεργούν χωριστά. Γι’ αυτό η θέληση της βάσης από την πρώτη κιόλας δημιουργία διεγείρει τον ίδιο-θέλημα της δημιουργίας, ώστε, όταν ανατείλει το πνεύμα ως θέληση της αγάπης, να βρει μπροστά του κάτι που αντιστέκεται, μέσα από το οποίο να μπορεί να πραγματωθεί.


ΦΟΒΕΡΟ ΠΥΚΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ. ΔΥΣΚΟΛΟ ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΔΥΝΑΜΟ ΣΗΜΕΙΟ ΤΟΥ; Ο ΑΔΥΝΑΜΟΣ ΚΡΙΚΟΣ; ΟΙ ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΟΙ ΔΕΝ ΤΟ ΒΡΗΚΑΝ. Ο ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ ΔΕΝ ΤΟ ΒΡΗΚΕ.ΚΑΤΑΖΗΤΕΙΤΑΙ.

Στα θεμέλια του Kακού – Flores Tovo

 

Υπάρχει μεταφυσικό κακό; Και τι σημαίνει μεταφυσικό κακό; Αυτά τα δύο ερωτήματα είναι εξαιρετικά περίπλοκα και αλληλοεξαρτώμενα και αποτελούν θεμελιώδες πρόβλημα για τη φιλοσοφική σκέψη. Το πρόβλημα του κακού αναπτύχθηκε ιδιαίτερα από τη χριστιανική φιλοσοφία ξεκινώντας από τον Αυγουστίνο, ο οποίος έκανε αυτό το πρόβλημα κύριο μέλημα του έργου του, τόσο που είχε τρία αντίθετα οράματά του (δυϊστικός μανιχαϊσμός, ελεύθερη βούληση, προορισμός). Ωστόσο, το χριστιανικό όραμα δεν έχει ποτέ αντιληφθεί τη βαθιά έννοια του κακού στη ρίζα, παρά τις ενδιαφέρουσες και αξιοσημείωτες σελίδες που έχουν γραφτεί, όπως αυτές του ίδιου του Αυγουστίνου, του Θωμά, του Λούθηρου, του Καλβίνου, του Πασκάλ, του Κίρκεγκωρ, μέχρι τον Μπονχόφερ (ο θεωρητικός του θεού Stopgap-καλύπτω κενά-χρήσιμος, γιά όλες τίς δουλειές). Πράγματι, η χριστιανική σκέψη, παρά τις διαφορετικές ή και αντικρουόμενες ιδεολογικές της θέσεις, εξαρτιόταν πάντα έντονα από μια θεολογική θεώρηση και, κατά συνέπεια, από μια θεοδικία (τη δικαιοσύνη του Θεού) στην οποία ο Θεός θεωρείται ως προνοητικό ΠρόσωποΟ Χριστιανισμός είναι τελικά ένας ριζοσπαστικός ανθρωποκεντρισμός που εξετάζει την παρέμβαση ενός άπειρου καλού και παντογνώστη Θεού (unum, verum και bonum όπως έγραψε ο Thomas) στις ανθρώπινες υποθέσεις, καθοδηγούμενες ή καθορισμένες από Αυτόν. Ο Σπινόζα πρώτα και ο Νίτσε αργότερα, αν και με διαφορετικά επιχειρήματα, κατέστρεψαν μέσα σε λίγες σελίδες αυτήν την προνοιακή άποψη, που είναι εντελώς παράλογη και ανόητη, αφού ο Άπειρος Θεός δεν μπορεί να προσδιορίσει τον εαυτό του σε τίποτα, αφού ο προσδιορισμός συνεπάγεται ότι είναι μέρος από κάτι: και αν ο Θεός ήταν μέρος ενός πράγματος θα ήταν πεπερασμένος και μερικός, και ως εκ τούτου δεν θα ήταν πλέον καθαυτός Θεός. Και παρόλο που οξυδερκείς στοχαστές όπως ο De Maistre προσπάθησαν να υπερασπιστούν αυτήν την άποψη (διαβάστε για αυτά το όμορφο βιβλίο «Βραδιές της Αγίας Πετρούπολης») βρίσκοντας χίλιες λεπτομέρειες, αυτός στο τέλος ολοκλήρωσε με τη συνηθισμένη πρόσκληση να έχουμε πίστη.

Τώρα το ερώτημα που προέκυψε ήταν τι είναι το μεταφυσικό κακό. Συγκεκριμένα, η λέξη που πρέπει να εξεταστεί δεν είναι τόσο η λέξη «κακό», αλλά μάλλον η ιδιότητα «μεταφυσική». Μια ιδιότητα που μπορεί να έχει διάφορες σημασίες, αλλά την οποία χρησιμοποιούμε εδώ με την ορθή έννοια αυτού που βρίσκεται πέρα ​​από τη φυσική, δηλαδή με την έννοια του υπερβατικού και επομένως απόλυτου κακού ( ab-solutus , απαλλαγμένο από κάθε εμπειρικό περιορισμό). Αν το απλό κακό μπορεί να οριστεί ως αυτό που προκαλεί πόνο, ταλαιπωρία, βία (λύπη και κατάθλιψη της επιθυμίας του ατόμου και των άλλων να ζήσουν όπως έγραψαν οι προαναφερθέντες Σπινόζα και Νίτσε), το μεταφυσικό επίθετο δίνει στο ουσιαστικό μια ποιότητα που υπερβαίνει την ανθρώπινη και το οποίο εμπλέκει άμεσα τον Θεό. Αν υπάρχει μεταφυσικό κακό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι η ρίζα του ίδιου του κακού βρίσκεται στον ίδιο τον Θεό. Κάποιος θα μπορούσε να σκεφτεί έναν κακό Θεό, έναν «μοιραίο δήμιουργο», όπως ανέφερε ο τίτλος ενός διάσημου βιβλίου του E. Cioran. Στην πραγματικότητα, μόνο ένας διεφθαρμένος και σκληρός θεός, έγραψε ο συγγραφέας, θα μπορούσε να είχε δημιουργήσει έναν τόσο άγριο και κακό κόσμο.

Βρίσκουμε μια πρωτότυπη και εξαιρετικά διαφωτιστική απάντηση σε αυτό το ερώτημα σε ένα ελάχιστα γνωστό έργο του ιδεαλιστή φιλοσόφου Schelling, ο οποίος, στο έργο του «Έρευνα στην ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας», αντιμετωπίζει το πρόβλημα του κακού με έναν εντελώς νέο τρόπο, τόσο πολύ έτσι ώστε τη δεκαετία του 1930 ο Heidegger έγραψε ένα βιβλίο για τον Schelling (επίσης ημι-άγνωστο) (“ Schelling ”, εκδ. Giunta), ορίζοντας αυτό το έργο “…ένα από τα πιο βαθιά έργα της γερμανικής φιλοσοφίας και επομένως της δυτικής φιλοσοφίας ”.

Το κακό, σύμφωνα με τον Σέλινγκ, προκύπτει από τον Θεό, αλλά με ποιον τρόπο; Σε αυτό το έργο, για να απαντήσει σε αυτό το ερώτημα, ο συγγραφέας παρουσιάζει μια σαφή διάκριση μεταξύ θεμελίωσης (Grund) και ύπαρξης, μέσα στον ίδιο τον Θεό. Ο Σέλινγκ γράφει: «…πριν ή πέρα ​​από τον Θεό δεν υπάρχει τίποτα. Πρέπει να είναι το θεμέλιο της ύπαρξής του...αυτό το θεμέλιο της ύπαρξής του που έχει μέσα του ο Θεός δεν θεωρείται απολύτως Θεός, δηλαδή στο βαθμό που υπάρχει. είναι αντίθετα μόνο το θεμέλιο της ύπαρξής του, είναι η φύση – στον Θεό: μια ουσία σίγουρα αχώριστη από Αυτόν, και όμως διακριτή » (1).

Το θεμέλιο και η ύπαρξη συνθέτουν τον Θεό και μαζί αποτελούν την πρωταρχική του ενότητα: δηλαδή το αθεμελίωτο (Urgrund) και απολύτως αδιαφοροποίητο θεμέλιο: σε αυτό το αδιαφοροποίητο αποκαλύπτεται η μη χρονολογική διάκριση (ο Θεός ως τέτοιος είναι αιώνιος, χωρίς χρόνο), αλλά η δυναμική. Για να εκδηλωθεί, ο Θεός πρέπει να παράγει τον πεπερασμένο κόσμο, αφού χωρίς αυτόν θα ήταν απόλυτο κενό, ένα τίποτα. Αυτή η ανάγκη για παραγωγή είναι συγκεκριμένη για το θεμέλιο, δηλαδή για την ουσία. Τώρα τίθεται το κύριο ερώτημα: γιατί το θεϊκό θεμέλιο πρέπει να παράγει (δημιουργήσει) τον κόσμο; Ο Schelling, σίγουρα επηρεασμένος από τον θεόσοφο τού Μονάχου Max Baader, ο οποίος ήταν ένας από τους πρώτους στην Ευρώπη που εισήγαγε τον ινδουιστικό και βουδιστικό πολιτισμό, πίστευε ότι η παραγωγή του κόσμου ήταν η έκφραση μιας πρωτότυπης θέλησης, η οποία στις «Upanishads» αντιστοιχεί στο Brahman : θέληση εννοούμενη ως όρεξη, ως αρχέγονη επιθυμία. Ένα εξαιρετικά σημαντικό απόσπασμά του το επιβεβαιώνει: « Κάθε γέννηση είναι γέννηση από το σκοτάδι στο φως. Ο σπόρος πρέπει να βυθιστεί στη γη και να πεθάνει στο σκοτάδι, ώστε να γεννηθεί μια πιο όμορφη φωτεινή μορφή και να ανοίξει στις ακτίνες του ήλιου. Ο άνθρωπος σχηματίζεται στόν μητρικό κόλπο. Και μόνο από το σκοτάδι του παράλογου (από το συναίσθημα, από την επιθυμία, την υπέροχη μητέρα της γνώσης) προκύπτουν φωτεινές σκέψεις. Πρέπει να παραστήσουμε την αρχική επιθυμία ως κάτι που κατευθύνεται προς τη νόηση, την οποία δεν γνωρίζει ακόμη... » (2).

Ο Θεός είναι η βάση , με μια αλχημική έννοια, δηλαδή η πρώτη ουσιαστική προϋπόθεση της ύπαρξης κάποιου (ο αρχέγονος ζωμός, με μια ορισμένη έννοια). Εξ ου και η διάκριση που εκθέτει ο Schelling μεταξύ θεμελίωσης και ύπαρξης: « Το θεμέλιο είναι η φύση του Θεού, η φύση από την οποία ο ίδιος ο Θεός αντλείται και γίνεται...»(3). Η ύπαρξη είναι η παράγωγή της που εκφράζεται με την παραγωγή του πεπερασμένου κόσμου των οντοτήτων. Η αρχική Όρεξη παράγει την πεπερασμένη πραγματικότητα και με αυτό σηματοδοτεί το κυκλικό πέρασμα μεταξύ του Άπειρου Θεού και του πεπερασμένου κόσμου. Ο Θεός λοιπόν είναι άπειρος και πεπερασμένος στο άπειρο: τρεις δυναμικές και αιώνιες στιγμές στην ίδια Ενότητα. Μπορεί να ειπωθεί ότι η αρχική όρεξη αντιστοιχεί στο Kàos (την απύθμενη άβυσσο) από την οποία αναδύεται ο Κόσμος στόν οποίο υπάρχει τάξη, δηλαδή η αποκάλυψη του νόμου και του λόγου.
Τόβο 2Στην αυγή της ευρωπαϊκής σκέψης ο Αναξίμανδρος τα είχε ήδη διαισθανθεί όλα αυτά: στο μιγματικό άπειρο, οι οντότητες γεννιούνται μέσω του διαχωρισμού, που αντιπροσωπεύουν τη χωροχρονική ύπαρξη που διέπεται από τους λόγους των αντιθετικών αντιπαλοτήτων.
Αυτό που είναι σκοτεινό και δυσνόητο είναι πώς είναι δυνατόν ο λόγος να προκύπτει αναγκαστικά από ένα χαοτικό και παράλογο θεμέλιο. Ο Χέγκελ θα πει ότι η αρχή του γίγνεσθαι, άρα και των οντοτήτων, είναι λογική. Ωστόσο, ο λόγος εκδηλώνεται και πρέπει να εκδηλώνεται στον πεπερασμένο κόσμο ακριβώς επειδή η βάση είναι παράλογη. Οι ελληνικοί μύθοι μας βοηθούν καί μας διαφωτίζουν σε αυτό: ο Διόνυσος, θεός της μέθης και της αρχικής άμορφης ροής της ζωής, συνοδεύεται σε μια συμπληρωματική ενότητα με τον Απόλλωνα, θεό της συγκροτημένης και αρμονικής ευφυΐας. Και οι δύο θεοί διαποτίζονται από τον λόγο, είτε με εκστατικό τρόπο (Διόνυσος) είτε με διανοητικό τρόπο (Απόλλων)Ο Διόνυσος είναι λοιπόν αυτό που όρισε ο Schelling ως «... αυτή η αρχική επιθυμία που κατευθύνεται προς τη νόηση », δηλαδή προς τον Απόλλωνα. Η αποκάλυψη του λόγου στο πεπερασμένο είναι μια αναγκαία συνέπεια που υπονοείται στην ίδια την Όρεξη. Αν, στην πραγματικότητα, το πεπερασμένο ήταν λεία της αταξίας, δεν θα μπορούσε να επιβιώσει. Μια ολοκληρωτική αταξία θα εξοντώσει κάθε μορφή ζωής: έτσι οι νόμοι του φυσικού και ζωικού κόσμου γεννιούνται με τον πεπερασμένο κόσμο. νόμοι που τείνουν και εποπτεύουν την ίδια την επιβίωση των οντοτήτων. Το κακό λοιπόν δεν είναι τίποτε άλλο από την ανατροπή αυτών των νόμων. Αυτό είναι σωστό: το κακό είναι η ανατροπή σε σχέση με τον φυσικό, ζωικό και, προσθέτουμε, τον ανθρώπινο κόσμο.

Ο Θεός που γίνεται είναι θεμέλιο και ύπαρξη, Χάος (Kàos) και Κόσμος, άπειρος και πεπερασμένος, τέλειος και ατελής, σε μια ενιαία κυκλική ενότητα. Ωστόσο, ο Θεός, ως τέτοιος, δεν μπορεί να είναι ούτε κακός ούτε καλός, αφού το κακό και το καλό είναι πρακτικές εκδηλώσεις του πεπερασμένου κόσμου. Το μεταφυσικό κακό δεν υπάρχει ως ουσία, αλλά υπάρχει ως αρχική δυνατότητα ήδη στη Βάση, γιατί τα έμβια όντα είναι παράγωγο του Θεού και κατέχουν σε διάφορους βαθμούς, κατ' αναλογίαν, όπως θα έλεγε ο Θωμάς, και όρεξη και λογική. Οι άνθρωποι, ειδικότερα, διαθέτουν αυτογνωσία, καθώς είναι οι μόνοι στον πλανήτη μας που έχουν επίγνωση της σκέψης. Η επιλογή λοιπόν μεταξύ καλού και κακού συνεπάγεται τη συνειδητή ελευθερία της ανθρώπινης δράσης, ενώ στον φυτικό και ζωικό κόσμο το κακό εκφράζεται ενστικτωδώς. Η επιλογή του να ενεργείς το κακό είναι, επαναλαμβάνουμε, ανατροπή. Η καταστροφή της φυσικής οικογένειας, η δημογραφική πανδημία, η επιθυμία καταστολής των φυλών και της διαφορετικότητας, η απερίσκεπτη και τρελή απληστία του καπιταλισμού, η υποκρισία του «καλού» είναι εκδηλώσεις του κακού που βρίσκονται σε μερικούς ανθρώπους με μεγάλη «δύναμη» το συγκεκριμένο. πιθανότητα να εξαπλωθεί όλο και περισσότερο. Είναι, για να χρησιμοποιήσουμε έναν Γνωστικό όρο, σατανικοί αιώνες ή πρόσκαιρες ενσαρκώσεις του κακού.

Είναι μια ανατροπή, σήμερα περισσότερο από ποτέ, εξαιρετικά επικίνδυνη, αφού αν σβήσει η λογική και η σχετική ισορροπία της, η πορεία προς τις κατώτερες καταστάσεις ύπαρξης (τα « τάμα » της ινδουιστικής σοφίας) θα είναι αναπόφευκτη.


Σημειώσεις:
1) FWJ SCHELLING, Φιλοσοφικές έρευνες για την ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας και τα αντικείμενα που συνδέονται με αυτήν, σελ. 117, εκδ. Rusconi, Μιλάνο 1996.
2) IDEM, σελ. 121.
3) G. STRUMMIELLO, Εισαγωγή στο αναφερόμενο έργο, σελ. 30.

Sul fondamento del Male - Flores Tovo - EreticaMente