Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

Τρεις Διάλογοι και η Διήγηση περί Αντιχρίστου

 Συνέχεια από: Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Τρεις Διάλογοι και η Διήγηση περί Αντιχρίστου
Του Βλαδίμηρου Σολόβιεφ
Εκδόσεις Vita e Pensiero, 2024
Εισαγωγή, Μετάφραση (στα ιταλικά) και σχόλια, από τον Aldo Ferrari

ΕΙΣΑΓΩΓΗ γ

Το Κακό, η Ιστορία και ο Αντίχριστος

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του Βλαντίμιρ Σολόβιεφ – που, όπως ειπώθηκε, πέθανε σε ηλικία μόλις 47 ετών – ήταν εξίσου οδυνηρά. Το μεγάλο θεοκρατικό του σχέδιο είχε ναυαγήσει και η Σοφία, το φως της ποίησης και της σκέψης του, δεν του παρουσιαζόταν πια. Οι στίχοι εκείνων των ετών είναι γεμάτοι από οδυνηρές παραισθήσεις. Το 1898 ο Σολόβιεφ αποφασίζει να φύγει για την Αίγυπτο όπου η Σοφία του εμφανίστηκε για τελευταία φορά. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού βασανίζεται όμως από δαιμονικές οράσεις που μετά βίας καταφέρνει να εξορκίσει.

Πράγματι οι Τρεις Διάλογοι φαίνεται να γεννιούνται από τη διασταύρωση της βασανιστικής προσωπικής διαδρομής του ύστερου Σολόβιεφ με τις ακριβείς πολιτισμικές υποδείξεις που του προσέφερε η ρωσική κοινωνία εκείνων των ετών, με πρώτο και κύριο τον «κιτρινισμό» του τύπου και την απέχθεια για τη διαρκώς αυξανόμενη επιτυχία του κηρύγματος του Τολστόι. Άλλωστε τα τελευταία χρόνια του Σολόβιεφ βλέπουν την εδραίωση στη Ρωσία μιας ψυχικής και πολιτισμικής ατμόσφαιρας ιδιαίτερης, καρπός μιας πολυμορφίας δημιουργικότητας αλλά διαποτισμένης από ανησυχητικούς οιωνούς. Είναι η «εποχή της προσμονής» (Η βιβλιογραφία σχετικά με αυτή τη νέα φάση, την τελευταία της ρωσικής προεπαναστατικής κουλτούρας, είναι πολύ πλούσια. Επισημαίνουμε για τη λογοτεχνία: AA.VV., Ιστορία της ρωσικής λογοτεχνίας. Από τον δεκαδεντισμό στην πρωτοπορία, Τορίνο 1989· για τη θρησκευτική σκέψη: FLOROVSKIJ, Δρόμοι της θεολογίας, … 1989, ιδίως σελ. 357–395· για την τέχνη: AA.VV., Mir Iskusstva. Η πολιτισμική, λογοτεχνική και μουσική κουλτούρα στον ρωσικό συμβολισμό, Ρώμη 1984. Για μια γενική επισκόπηση είναι χρήσιμες οι μελέτες του L. SATTA BOSCHIAN, Καιρός προσμονής, Ρώμη 1981 και Από την Αγία Ρωσία στην ΕΣΣΔ, Ρώμη 1988.) της ρωσικής ιστορίας, μια εποχή έντονων πνευματικών αναζητήσεων που, μετά από δύο δεκαετίες εξαιρετικής δημιουργικότητας, θα σαρωθεί από τη «νέα σοβιετική τάξη». Και, όπως ειπώθηκε νωρίτερα, το αποτύπωμα του Σολόβιεφ θα είναι πολύ έντονο κατά την περίοδο αυτή, η κορύφωσή της εγκαινιάζεται ακριβώς από το Αφήγημα του Αντίχριστου.

Το κείμενο αυτό αποκαλύπτει, μαζί με τους Τρεις Διάλογους στους οποίους ο συγγραφέας θέλησε να το εντάξει, μια σύνθετη γένεση που μπορεί να ανασυγκροτηθεί χάρη στις ακριβείς μελέτες των L. Müller, Z. Mince και P.C. Bori (L. MÜLLER, Solowjew und Tolstoj. Eine Studie zur Komposition der Entstehungsgeschichte der “Drei Gespräche”, "Catholica Unio", Σεπτέμβριος 1953· Z. MINC, Iz istorii polemiki vokrug L. Tolstogo, στο Trudy po russkoj i slavjanskoj filologii, Tartu 1966, σελ. 89–110· P.C. BORI, Μια ανάγνωση των “Τριών διαλόγων” και του “Αφηγήματος του Αντίχριστου” του V.S. Solov’ëv: η σύγκρουση των δύο ουμανισμών, σε S. GRACIOTTI (επιμ.), Η βάπτιση των ρωσικών γαιών. Απολογισμός μιας χιλιετίας, Μιλάνο 1990, σελ. 393–410.).

Οι Τρεις Διάλογοι, των οποίων ο πλήρης τίτλος είναι Τρεις διάλογοι για τον πόλεμο, την πρόοδο και το τέλος της παγκόσμιας ιστορίας, με ένα σύντομο αφήγημα για τον Αντίχριστο, εκτυλίσσονται σε μια βίλα της νότιας Γαλλίας. Οι πρωταγωνιστές είναι όλοι Ρώσοι· ένας «στρατηγός», ένας «πολιτικός», μια «κυρία», ένας «πρίγκιπας», ένας «φιλόσοφος» που αποκαλείται χαρακτηριστικά «κύριος Ζ.», δηλαδή με το τελευταίο γράμμα του λατινικού αλφαβήτου, ώστε να υποδηλώνεται η εσχατολογική του ροπή. Το κείμενο προτάσσεται από μια Προμετωπίδα του Σολόβιεφ και ακολουθείται από το Αφήγημα του Αντίχριστου, αποδιδόμενο σε κάποιον μοναχό Πανοσφί.

Βάσει των ερευνών των Müller και Bori, μπορεί να θεωρηθεί πως ο Σολόβιεφ εργαζόταν ήδη από το 1895 πάνω σε ένα «αφήγημα του Αντίχριστου». Η αρχή αυτού του αρχικού κειμένου τοποθετείται περίπου στη μέση της τρέχουσας εκδοχής, στη στιγμή όπου ο «υπεράνθρωπος» ανακηρύσσεται «Ρωμαίος αυτοκράτορας». Το δεύτερο τμήμα του συνολικού κειμένου (περιλαμβανομένων δηλαδή και των διαλόγων) αποτελείται αντιθέτως από τον πρώτο και δεύτερο διάλογο (χρονολογημένους αντίστοιχα στον Μάιο και Νοέμβριο του 1899) και από τον τρίτο διάλογο έως την επανεμφάνιση του πρίγκιπα. Το δεύτερο μέρος του τρίτου διαλόγου γράφτηκε μετά τις 25 Δεκεμβρίου 1899, ημερομηνία δημοσίευσης – στο περιοδικό «Νίβα» – της σελίδας της Ανάστασης που εντάχθηκε με κάποιες τροποποιήσεις στο κείμενο. Ακολουθεί εκείνο που στην τρέχουσα εκδοχή είναι το πρώτο μέρος του Αφηγήματος του Αντίχριστου, με την περιγραφή κάποιων ιστορικών γεγονότων που προηγήθηκαν της έλευσής του (πρώτος σταθμός η μογγολική εισβολή στην Ευρώπη) και της προσωπικότητας του «υπερανθρώπου», διαμορφωμένης εν μέρει βάσει αυτής του Τολστόι. Το τελευταίο τμήμα του κειμένου αποτελείται από την Προμετωπίδα, χρονολογημένη «Κυριακή του Πάσχα 1900» και στενά συνδεδεμένη με τον συγγραφέα της Ανάστασης.

Το κείμενο των Τριών διαλόγων και του Αφηγήματος του Αντίχριστου διαβάζεται συνήθως ως μια ριζική και παθιασμένη αντίκρουση του τολστοϊκού κηρύγματος. Πρόκειται για ερμηνεία ορθή, η οποία όμως κατά τη γνώμη μου πρέπει να ενσωματωθεί και να εμβαθυνθεί προκειμένου να κατανοηθεί πλήρως η δύναμη του έργου και το βαθύτερο νόημά του.

Η εχθρότητα του Σολόβιεφ απέναντι στον Τολστόι είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός. Ο σπουδαίος συγγραφέας του «Πόλεμος και Ειρήνη» είναι σήμερα για εμάς, όχι αποκλειστικά, αλλά πάνω απ’ όλα, ένας θαυμαστός αφηγητής, όμως η κατάσταση φαινόταν αρκετά διαφορετική όταν ο Σολόβιεφ έγραφε αυτό το κείμενο. Ο Τολστόι ήταν τότε ήδη μια πνευματική δύναμη τεραστίου κύρους, με επιρροή όχι μόνο στη Ρωσία αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μετά από μια απολύτως προσωπική και ειλικρινή μεταστροφή, ο Τολστόι αφιερώθηκε, αρχής γενομένης από τη δεκαετία του ’80, με όλη τη μνημειώδη του ενέργεια, σε ένα έργο «κάθαρσης» του χριστιανισμού και της κοινωνίας. Τα θρησκευτικά του γραπτά – Η Εξομολόγηση, Η Πίστη μου, Η συνένωση των τεσσάρων Ευαγγελίων, Η Κριτική της δογματικής θεολογίας κ.ά. – είχαν τεράστια απήχηση, καθιστώντας τον έναν ακουστό διδάσκαλο πνευματικής σοφίας.


Το κήρυγμα του Τολστόι προκάλεσε τη σφοδρή εχθρότητα όχι μόνο του Σολόβιεφ αλλά και της ρωσικής ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία έφτασε να τον αφορίσει για την απόρριψη της Ενανθρώπισης και της Ανάστασης. Αυτές οι κεντρικές αλήθειες της χριστιανικής πίστης θεωρούνταν από τον Τολστόι απλώς μεταγενέστερα «προσθήκες», κληρικές επινοήσεις που έπρεπε να εξαλειφθούν για να επιστρέψει κανείς στον «αληθινό» χριστιανισμό – ο οποίος στα δικά του χέρια κατέληγε να μοιάζει με θρησκεία ταυτόχρονα γνωστική και ηθικιστική – αφού θεμελιωνόταν στην προσωπική ανακάλυψη μιας πνευματικής αρχής μέσα στον άνθρωπο που ταυτίζεται με τον Θεό – και ήταν βαθύτατα ηθικιστικός. Ο Χριστός φαίνεται να είναι σημαντικός για ό,τι είναι, όχι για όσα λέει. Ο χριστιανισμός του Τολστόι συνδέεται με την ιδέα μιας ηθικής καθαρότητας, η οποία έχει ως κύρια εντολή όχι την αντίσταση στο κακό με το κακό, αλλά τη μη βία. Ακριβώς αυτό είναι το σημείο εκκίνησης των Τριών διαλόγων.


Στην πραγματικότητα η σύγκρουση ανάμεσα στον Σολόβιεφ και τον Τολστόι ωρίμασε σταδιακά (Ακόμα και σε μια επιστολή του Ιουλίου 1894, ο Σολόβιεφ παρέθεσε στον Τολστόι επιχειρήματα υπέρ της ανάστασης του Χριστού.). Για πολύ καιρό είχαν πολλαπλά σημεία επαφής και στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν αγωνιστεί, ανεξάρτητα αλλά παράλληλα, κατά της λογοκρισίας, του εθνικισμού, της υποταγής της Εκκλησίας στο κράτος, της θανατικής ποινής. Σταδιακά όμως, οι θρησκευτικές θέσεις του Τολστόι φάνηκαν όλο και πιο απαράδεκτες στον Σολόβιεφ, ο οποίος προσπάθησε όσο μπορούσε να αναβάλει την τελική ρήξη.

Η όξυνση της σύγκρουσής τους συνδέθηκε επίσης με την οξεία αντίληψη που είχε στα τελευταία του χρόνια ο Σολόβιεφ για το κακό ως ενεργό παράγοντα μέσα στην ιστορία. Από εδώ απορρέει η ανάγκη να αντιταχθεί σε αυτό, να το πολεμήσει με κάθε διαθέσιμο μέσο, κυρίως όταν παρουσιάζεται κάτω από το προσωπείο του καλού, όπως στην περίπτωση της διαστροφής του. Τώρα που η ιστορία είχε πάψει να του εμφανίζεται ως πορεία προσανατολισμένη προς την οικοδόμηση της Βασιλείας του Θεού, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο αυθαίρετος, ακρωτηριασμένος και επιδραστικός χριστιανισμός του Τολστόι συνιστούσε ένα πραγματικό κακό στα μάτια του Σολόβιεφ.

Αλλά – και τούτο μου φαίνεται ουσιαστικής σημασίας – το κακό, το παραχαραγμένο καλό που στηλιτεύεται με τέτοια δριμύτητα στους Τρεις Διαλόγους και κυρίως στο Αφήγημα του Αντίχριστου, μπορεί άραγε να αποδοθεί αποκλειστικά στο κήρυγμα του Τολστόι;

Στους Τρεις Διαλόγους οι ιδέες του Τολστόι εκφράζονται από τον πρίγκιπα, τον οποίο ο Σολόβιεφ περιγράφει υπό ένα φως όσο γίνεται πιο αρνητικό, αναδεικνύοντας διαρκώς την αλαζονεία, τη μονομέρεια, τον φανατισμό, αρνούμενος του κάθε στοιχείο ευφυΐας ή συμπάθειας. Περισσότερο παρά ως άμεση προβολή του γίγαντα της Γιασνάγια Πολιάνα, ο πρίγκιπας φαίνεται να είναι ένας δικός του πιστός μαθητής, αλλά περιορισμένος και άπειρος. Δεν είναι τυχαίο ότι περιγράφεται ως νέος, τη στιγμή που ο Τολστόι, κατά τη σύνταξη του κειμένου, ήταν πλέον πάνω από ογδόντα ετών. Ο πρίγκιπας, τελικά, είναι ένας Τολστόι σε μικρογραφία, απογυμνωμένος από κάθε μεγαλείο και πολυπλοκότητα, εύκολος στόχος μέσα στις συνομιλίες για τα επιχειρήματα όλων των συνομιλητών του, όχι μόνο του κυρίου Ζ. (που αντιπροσωπεύει, τουλάχιστον ως ένα σημείο, τον ίδιο τον Σολόβιεφ), αλλά και των χαρακτήρων όπως ο στρατηγός, ο πολιτικός και ακόμα και η κυρία – που όλοι εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές του κοινού νου.

Στο τέλος του τρίτου διαλόγου – δηλαδή σε τμήμα του κειμένου που ο Σολόβιεφ συνέθεσε υπό την έντονη εντύπωση της ανάγνωσης της Ανάστασης – ο κύριος Ζ. ξεσκεπάζει τον πρίγκιπα ως οπαδό του ‘Θεού του κόσμου τούτου’. Ο Θεός του Τολστόι, λοιπόν, δεν είναι ο χριστιανικός Θεός, αλλά η μοχθηρή θεότητα των γνωστικών και του Μαρκίωνος. Ήδη προηγουμένως, και πάλι στον τρίτο διάλογο, ο στρατηγός είχε δηλώσει πως ο πρίγκιπας, αν και δεν είναι ο Αντίχριστος, κινείται στην ίδια γραμμή. Ακόμη και αν δεν είναι ο Αντίχριστος, ο πρίγκιπας κινείται προς αυτή την κατεύθυνση. Κι αυτό είναι ένα ζήτημα ύψιστης σημασίας και, όπως μου φαίνεται, δεν έχει διερευνηθεί επαρκώς. Παρά την κατηγορηματική καταδίκη του Σολόβιεφ για τις τολστοϊκές ιδέες και την ένταξη του πρίγκιπα, που είναι ο εκπρόσωπός τους, στη «γραμμή του Αντίχριστου», παραμένει το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό, ο «υπεράνθρωπος», ο «πιστός πνευματιστής», ο «άνθρωπος του μέλλοντος», μοιάζει πολύ με τον πρίγκιπα και τον ίδιο τον Τολστόι. Ιδίως το «μεγάλο έργο», που εξασφαλίζει στον υπεράνθρωπο παγκόσμια αναγνώριση και θέτει τις βάσεις της μελλοντικής του δύναμης, έχει ελάχιστη σχέση με την Ανάσταση. Αυτό το βιβλίο, με τον σημαδιακό τίτλο Ο ανοιχτός δρόμος προς την ειρήνη και την παγκόσμια ευημερία,
«…αποκαλύπτει μέσα του μια δύναμη και μια ιδιοφυΐα άγνωστη· πρόκειται για κάτι παν-εμπεριεκτικό, που συμφιλιώνει όλες τις αντιφάσεις. Ένας ευγενής σεβασμός για τα αρχαία σύμβολα και τις παραδόσεις, συνδυασμένος με μια ευρύτατη και έντονη σκέψη πάνω στις κοινωνικοπολιτικές απαιτήσεις της εποχής· με κατανόηση για ό,τι είναι μυστικό, με μια χωρίς όρους αφοσίωση στο κοινό καλό, τον πιο υψηλό ιδεαλισμό στις θεμελιώδεις αρχές, ενωμένο με ζωτική πρακτική σαφήνεια στην επίλυση των προβλημάτων».

Είναι λόγια που δύσκολα θα μπορούσαν να αποδοθούν στον μονομερή ορθολογισμό του Τολστόι και πολύ λιγότερο σε ένα μυθιστόρημα όπως η Ανάσταση. Αντίθετα, παραπέμπουν μάλλον ειρωνικά στο ίδιο το έργο του Σολόβιεφ, στην ανεξάντλητη επιθυμία του για καθολική σύνθεση, για συμφιλίωση ανάμεσα στις χριστιανικές Εκκλησίες, ανάμεσα σε πρόοδο και παράδοση, ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Ο οικουμενισμός, ο προοδευτισμός, τα σχέδια κοινωνικής μεταρρύθμισης του «πιστού πνευματιστή» αντανακλούν σε μεγάλο βαθμό τις ελπίδες και τη δραστηριότητα του ίδιου του Σολόβιεφ. Όπως παρατήρησαν οι Florovskij (FLOROVSKIJ, Δρόμοι της θεολογίας..., σ. 368.), Lieb (Ο F. LIEB θεωρεί – στο Russland unterwegs. Der russische Mensch zwischen Christentum und Kommunismus, Βέρνη 1945 – ότι «…στο Αφήγημα του Αντίχριστου ο Σολόβιεφ απορρίπτει και διαπομπεύει τις προηγούμενες απόπειρές του για μια "πιο υψηλή σύνθεση" μέσω της γνωστικιστικής ε speculation, ως μια "επιχείρηση εμπνευσμένη από το πνεύμα του Εωσφόρου"». Απόσπασμα από την εισαγωγή του RICONDA στους Τρεις Διαλόγους..., σ. 9.) και ιδίως ο Besançon (Βλ. επίσης A. BESANÇON, Η παραχάραξη του καλού. Σολόβιεφ και Όργουελ, Μπολόνια 1987, σσ. 25–108.), οι Τρεις Διάλογοι και προπαντός το Αφήγημα του Αντίχριστου πρέπει να θεωρηθούν ως ένα είδος retractatio, αποκήρυξη, της προηγούμενης δημιουργίας του Σολόβιεφ, καθορισμένη πρωτίστως από εκείνη την «αλλαγή ψυχικής διάθεσης» για την οποία έγινε ήδη λόγος. Χωρίς να παραγνωρίζεται η σημασία της πολεμικής κατά του Τολστόι (η οποία, εξάλλου, διατυπώνεται ρητά στην Προμετωπίδα του Σολόβιεφ στους Τρεις Διαλόγους), μου φαίνεται όμως ότι το πραγματικό κλειδί ανάγνωσης είναι αναγκαίο για την πλήρη κατανόηση του συγκεκριμένου pathos αυτού του γραπτού, που έχει μια πολύ στενή σχέση με τη πνευματική βιογραφία του συγγραφέα του. Στο πλαίσιο αυτό, η κατάρρευση των ελπίδων για θρησκευτική και κοινωνική μεταρρύθμιση, μια πιο σαφής κατανόηση της φύσης του κακού που είναι έμφυτο στην ιστορία, η εξασθένιση της νεανικής μυστικιστικής εμπειρίας και η προσέγγιση του «ωχρού θανάτου» μοιάζουν να καθαρίζουν τον Σολόβιεφ από όλα τα γνωστικά και εξελικτικά κατάλοιπα που υπήρχαν στο προηγούμενο έργο του.

Δημιουργείται η εντύπωση ότι σε αυτό το τελευταίο γραπτό ο Σολόβιεφ θέλει να αποδιώξει από πάνω του την αγωνιώδη υποψία πως υπήρξε και ο ίδιος – όχι λιγότερο από τον Τολστόι – ένας «ανόητος υπηρέτης» του Εχθρού, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, περιφρονεί τους ηλίθιους αλλά τους χρησιμοποιεί (Εδώ επισημαίνεται μία λιγότερο γνωστή σελίδα της ρωσικής διανόησης εκείνης της εποχής. Το 1891, αφότου έμαθε το περιεχόμενο της διάσημης διάλεξης Η κατάρρευση της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας του κόσμου, ο γηραιός Λεοντίεφ – παρόλο που οι ριζικές διαφορές των αντίστοιχων πολιτικο-κοινωνικών απόψεών τους δεν είχαν εξαφανιστεί – άρχισε να αποκαλεί τον Σολόβιεφ «σατανά» στις επιστολές του, παρά τον βαθύ θαυμασμό που του έτρεφε. Αντιδρούσε έτσι στις εκκλήσεις του Σολόβιεφ για κρατική και εκκλησιαστική παρέμβαση υπέρ της συμφιλίωσης θρησκείας και δημοκρατίας. Σημαντικές σελίδες για τη σχέση Σολόβιεφ – Λεοντίεφ βρίσκονται στη μελέτη του Ν. BERDJAEV, ειδικά στο Konstantin Leont’ev. Σημειώσεις για τη ρωσική θρησκευτική σκέψη, Παρίσι 1926, σσ. 157–158, όπου γράφει: «…προς το τέλος της ζωής του, ο Β.Σ. Σολόβιεφ άρχισε να υπερνικά το πνεύμα της ιστορίας. Η πεσιμιστική αντίληψη του Λεοντίεφ για την ιστορία βρίσκει απήχηση στον Σολόβιεφ, στη νίκη του επί του πνεύματος του Αντίχριστου… Και οι δύο πλησίασαν προς το τέλος τη σκοτεινή όψη της ιστορίας». Παρόμοια συμπεράσματα για τον ρόλο του Λεοντίεφ στην τελευταία εξέλιξη του Σολόβιεφ διατυπώνουν και οι Müller και von Balthasar (πρβλ. von BALTHASAR, Gloria, III, Stilti laicali…, σ. 276).

Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν δεν γίνεται αποδεκτή η θέση ότι στην μορφή του Αντίχριστου μετατίθενται πολλές όψεις της σκέψης και της προσωπικότητας του ίδιου του Σολόβιεφ, οι Τρεις Διάλογοι και το Αφήγημα του Αντίχριστου σηματοδοτούν ωστόσο μια στιγμή ρήξης στο εσωτερικό του έργου του. Σε αυτές τις σελίδες, η πίστη στην Ιστορία και στην προοδευτική οικοδόμηση της Βασιλείας του Θεού επί της γης φαίνεται πραγματικά να έχει αντικατασταθεί από μια νέα και πιο δραματική ερμηνεία της ιστορικής πορείας. Βεβαίως, δεν μπορούμε να μιλάμε για έναν απόλυτο τελικό πεσιμισμό του Σολόβιεφ ούτε για πλήρη εγκατάλειψη της ιδέας ότι ο άνθρωπος είναι καλεσμένος να συμμετάσχει ενεργά στο θείο έργο.

Ακόμη και στο Αφήγημα του Αντίχριστου, στην πραγματικότητα, η ανθρωπότητα αντιστέκεται ενεργά, έστω και ως μειοψηφία, στις δυνάμεις του κακού. Ταυτόχρονα, όμως, μπορεί να παρατηρηθεί πώς ακριβώς αυτός ο μειοψηφικός χαρακτήρας της αντίστασης αποκαλύπτει σαφώς την κρίση του εξελικτικού ιδεώδους που είχε χαρακτηρίσει όλο το στοχαστικό, θρησκευτικό και κοινωνικοπολιτικό σχέδιο του Σολόβιεφ.

Στο παρόν έργο, δηλαδή, φαίνεται να εγκαταλείπεται η ιδέα ότι η ιστορική διαδικασία τείνει στην αποκατάσταση της αρχέγονης αρμονίας, της θεανθρωπότητας, ενώ υπογραμμίζεται – ίσως με τρόπο περισσότερο εναρμονισμένο με τη χριστιανική παράδοση – ότι η ανθρώπινη ιστορία διατηρεί μέχρι τέλους τη θεμελιώδη της αμφισημία και ταυτόχρονα τη φύση της ως ανεξάντλητη ευκαιρία για επιλογή και αγιότητα.

Δεν είναι τυχαίο ότι στην αρχή του τρίτου διαλόγου γίνεται λόγος για την πρόοδο ως «σημάδι του τέλους». Και η ίδια η ενότητα των Εκκλησιών – το ιδεώδες που τόσο αγαπούσε ο Σολόβιεφ – εμφανίζεται εδώ όχι πλέον ως το φωτεινό έργο μιας ενωμένης και οικουμενικής χριστιανοσύνης, αλλά ως ένα νυχτερινό σημείο, σε έναν τόπο έρημο και απομονωμένο, «όπου η τεράστια πλειοψηφία των χριστιανών έχει επιλέξει τον Αντίχριστο» (Και ανάμεσα στις πιθανές επιδράσεις στον Σολόβιεφ, θυμίζω μια φράση του Λεοντίεφ, της οποίας το pathos φαίνεται να συμφωνεί πλήρως με εκείνο του Αφηγήματος του Αντίχριστου: «Η Εκκλησία είναι αιώνια, ασφαλώς, αλλά με την έννοια ότι 30.000, ή 3.000, ή ακόμα και μόνο 3 άνθρωποι θα παραμείνουν πιστοί στην Εκκλησία ως την ημέρα της τελικής καταστροφής της ανθρωπότητας σε αυτόν τον πλανήτη... τότε αυτοί οι 30.000, ή 3.000, ή 3 άνθρωποι θα είναι οι μόνοι δίκαιοι, και ο Θεός θα είναι μαζί τους, και όλα τα υπόλοιπα εκατομμύρια θα είναι στο σφάλμα» (K.N. LEONT’EV, Nad mogiloj Pazuchina, «Graždanin», 1891, σ. 66). Πάνω από τον τάφο του Παζούχιν). Δύσκολο να φανταστεί κανείς ένα σενάριο πιο διαφορετικό από εκείνο που είχε περιγραφεί στα προηγούμενα «θεοκρατικά» έργα.

Συνεχίζεται με «Οι Μογγόλοι και το βασίλειο της σύγχυσης»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου