Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: Έχει μέλλον ο Γάμος; β

Συνέχεια από: Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2025

π. Νικόλαος Λουδοβίκος: Έχει μέλλον ο Γάμος; β

Η ηδονή, το νόημα και ο επoικισμένος εαυτός
Τέταρτη Συνεδρία Σχολής Γονέων Ι.Μ.Θ. Σάββατο 13 Απριλίου 2024

https://www.youtube.com/watch?v=Ug8SQeLHb3I&list=RDUg8SQeLHb3I&start_radio=1


Εδώ είναι το πολύ σημαντικό — συγχωρέστε με που μιλάω έτσι. Τη Φιλοκαλία την ξέρουμε πολύ καλά πια σήμερα. Θυμάμαι, πήγα μια φορά σε μια κατασκήνωση, και μου λένε τα παιδιά, οι φοιτητές: «Να μας μιλήσετε». «Τι να σας μιλήσω, παιδιά;» «Περί προσευχής». Είμαι κι εγώ νεαρός τότε, δεν καταλάβαινα… Παίρνω, λοιπόν, τη Φιλοκαλία, φτιάχνω ένα θέμα περί προσευχής, αρχίζω λοιπόν «περί προσευχής»… Κάθονταν δυο ώρες, κάνανε ότι άκουγαν, είχαν ευγένεια. Σου λέει «θα πει ο παπάς, θα γλιτώσουμε… Έχουμε και ανοχές, ο παπάς είναι, τι να κάνουμε…».


Λοιπόν, μόλις τελείωσα, αρχίζει ένα γλέντι, ένα πάρτι τρελό, ένα τρελό σκηνικό. Λέω: «Για κοίτα ρε εδώ πέρα…». Ένιωσα σαν ηλίθιος, αλλά ήξερα ότι θα νιώσω σαν ηλίθιος, δηλαδή το περίμενα — είδα τις αντιδράσεις προηγουμένως. Τελείωσαν λοιπόν, και την άλλη μέρα το πρωί, μου λένε: «Θέλετε να πούμε άλλα πράγματα;»
«Τι να πούμε;»
Μου λένε: «Θα κάνουμε μόνο μια ιστορία του ροκ».
Τώρα, είμαι γερόσοφος εγώ σε αυτό. «Τι λέτε; Θα κάνουμε αυτό;»
«Θα κάνουμε αυτό».
Λέω: «Ναι, προχωρήστε».

Και αρχίζουμε — και είναι της τρελής. Λέω: «Σας ενδιαφέρει δηλαδή αυτό; Ακούστε…» Και το κατάλαβα: δηλαδή είναι πολύ σημαντικό αυτά να τα φέρουμε στη σημερινή μας κατάσταση. Και έρχονται. Έρχονται πάρα πολύ. Έρχονται, αλλά είναι μακρύς ο δρόμος. Θέλει κόπο, καταλάβατε; Δεν είναι αυτονόητο.

Γι’ αυτό και αν απλώς επαναλαμβάνουμε «πατήρ, κάτσε, τάδε χωρίο»… σήμερα έχουμε τελειώσει. Έχουμε τελειώσει. Ούτε η κατάσταση των «ενρχησιασμών» είναι αυτή που εννοεί ο Άγιος Μάξιμος όταν λέει «φιλαυτία». Άλλο πράγμα τότε, άλλο πράγμα σήμερα. Ούτε η έννοια της ηδονής είναι η ίδια που ήταν τότε· ούτε η έννοια της έπαρσης.

Θα σας πω ένα παράδειγμα για να καταλάβετε πώς γίνονται και τα ψυχιατρικά εγχειρίδια.
Όταν εγώ ασκούμουν στην ψυχολογία, θυμάμαι τα εγχειρίδια περιείχαν μέσα τους —θα το θυμούνται οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι— την ασθένεια narcissistic disorder. Τι είναι αυτό; Ναρκισσιστική διαταραχή.
Ναι, αλλά στη δεκαετία του ’50, στην Αμερική, αν ψάχνατε να βρείτε ανθρώπους που πίστευαν ότι είναι η σωτηρία του κόσμου και τους περιμένει ο κόσμος οπωσδήποτε για να τους σώσουν, αυτό ήταν 10%.
Στη δεκαετία του ’60 πήγε στο 25%.
Στου ’70 πήγε στο 50%.
Στου ’80 —όταν σπούδαζα ψυχολογία— είχε φτάσει στο 70%.

Γι’ αυτό τα εγχειρίδια άλλαξαν. Σήμερα δεν το έχει κανένα εγχειρίδιο. Δεν έχει νόημα να λες «narcissistic disorder» τη στιγμή που το 96% αυτών που είναι κάτω από σαράντα το έχουν πλήρως ενσωματώσει!
Έτσι έγινε και με το θέμα της ομοφυλοφιλίας — στατιστικά καθαρά.


Λοιπόν, επομένως πράγματα που τα γνωρίζαμε, τα ξέραμε, και τα ξέρει η παράδοση —σεβαστά απολύτως— χρειάζονται μετάφραση. Και μετάφραση πάνω στη μετάφραση, για να γίνουν σήμερα «των σολών». Έτσι.

Δεν ξέρω αν με αυτά απάντησα στο ερώτημα. Η απάντησή μου είναι ότι δεν έχει μέλλον ο γάμος, έτσι όπως είναι σήμερα το πράγμα — αλλά η άλλη απάντηση είναι ότι έχει μέλλον ο γάμος, εάν κανείς αποφασίσει να πάρει πολύ στα σοβαρά την ευαγγελική εμπειρία της Εκκλησίας και την πείρα των Αγίων της, και να την υποβάλει με τόλμη και ειλικρίνεια στα πραγματικά του προβλήματα. Όχι στα φανταστικά.
Όχι να προσθέσει ένα ψεύδος ακόμη, ένα κομματάκι ακόμη «ευλάβειας» μέσα στη γενική διάλυση. Όχι. Όχι. Αυτό είναι το χειρότερο πράγμα.


Το θέμα είναι να περάσει κανείς από την περιεκτική κατάσταση αυτή, που λέγεται «μετάνοια», και εκεί μέσα —αν δεχθεί, αν είναι ειλικρινής, αν το αποφασίσει, αν το θέλει— να δεχθεί την εμπειρία αυτή, τη φοβερή, του Αγίου Πνεύματος, που του δείχνει —όπως είναι του Θεού— αυτογνωσιακά, ουσιαστικά, το ποιος είναι.
Ποιος είσαι ακριβώς. Πρέπει να σταθείς ενώπιον του Θεού για να δεις ποιος είσαι. Αλλά να σταθείς απροϋπόθετα, χωρίς να θες να πετύχεις τίποτα με αυτό· χωρίς να θες να γίνεις «καλύτερος στη δουλειά σου», στο επάγγελμά σου, σε τίποτα. Ο Θεός ευεργετεί σαν τρελός τον άνθρωπο. Μέρα-νύχτα. Δεν κάνει τίποτα άλλο — δεν ξέρει τίποτα άλλο να κάνει.

Το θέμα είναι πώς αυτό θα μεταφραστεί —το ξαναλέω— σε μια εμπειρία, η οποία μετά θα απαντήσει στα πραγματικά μου προβλήματα. Και θα καταφέρω να βγω, να «την βγάλω καθαρή» στο τέλος, και να βρω διαστάσεις ζωής οι οποίες θα είναι… εντάξει, υπάρχει ευτυχία πολλή τότε. Μόνο τότε.[ΚΑΙ ΤΟ ΑΠΡΟΥΠΟΘΕΤΑ ΠΟΥ ΠΗΓΕ;]

Και τότε μπορώ να πω και «καλημέρα» στη γυναίκα μου και στα παιδιά μου — και να το εννοώ. Και να μπορέσει να ακουμπήσει πάνω μου δειλά, τόσο ξύλο που έχει φάει. Να κουμπήσω κι εγώ δειλά πάνω της, τόσο ξύλο που έχω φάει κι εγώ.
Δεν είναι το ξύλο το κυριολεκτικό — η απόρριψη είναι χιλιάδες φορές χειρότερη.



Ήρθαν προχθές κάτι κυράδες εκεί — γιατί στα μαθήματά μου έρχεται και κόσμος απ’ έξω — και έκαναν παράπονο. Τους 40 χρονών άντρες τους «φυσικά» έκαναν το πρόβλημα. Και γυρίζω από το μυαλό και λέω: «Γιατί κάνεις κακό στους γυμνούς συναισθηματικά άντρες σου;»
Λίγο το ξέρετε. Το παίρνεις στο πρόσωπό σου. Καταλάβατε; Δεν λέει τίποτα εξωτερικά· είναι θύμα. Από μέσα όμως; «Το να λιώσει ο άντρας μου». Ποιος το καταλαβαίνει αυτό; Μια λέξη προσέχει. Μόνο τον κοιτάει. Με το καλημέρα του να έχει «πεθάνει». Καταλάβατε; Γιατί; Γιατί αυτό που λέμε εδώ πέρα: εποικισμός, πολυεαυτία. Όλο αυτό το σύστημα με το οποίο διαλύουμε τον εαυτό μας —και μετά τον άλλον.

Και του λέμε: «Τι έπαθες, αγόρι μου; Τι συνέβη; Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί είσαι συνέχεια στεναχωρημένος…»

Ένα παιδί είχε έρθει μια φορά και μου λέει: «Συζώ με μια κοπέλα. Θέλω να με βοηθήσετε».
Στο γραφείο μου ιδιαιτέρως. Με αυτό θα τελειώσω.
Μου λέει: «Συζώ με μια κοπέλα, αλλά έχει κατάθλιψη. Μπορείτε να με βοηθήσετε;»
Λέω: «Ποια είναι αυτή; Με ποια σειρά της ζωής σου είναι αυτή;»
Μου λέει: «Η έκτη».
Η έκτη! Λέω: «Όχι, πάντα κατάθλιψη — στην έβδομη θα αποκτούσες εσύ όμως!»
Ναι. Λοιπόν.

Αυτά. Εγώ τελείωσα κάπου εδώ.
— Ευχαριστούμε πολύ.
— Δεν καταλάβαμε τίποτα, γι’ αυτό το καταλάβαμε όλο! Θα σας επισκεφθούμε στο σπίτι.

Αυτά όλα… Μόλις φύγετε. Κρατάμε κάποια σημεία που ήταν πολύ κεντρικά.
Είπατε ότι η αλήθεια είναι ότι ζούμε σαν σύμπτωμα. Ναι. Η αλήθεια μάς επισκέπτεται χωρίς να το θέλουμε.
Και η θεραπεία δεν είναι συμπτωματική· είναι λυτρωτική, όπως την θέσατε. Γιατί θέσατε δύο βασικά κείμενα…

Τον Επίκουρο και τον Μάξιμο τον Ομολογητή, που μιλούν για τη δίψα για νόημα — η οποία χάθηκε.
Αντικαταστάθηκε από τη λαιμαργία· τη λαιμαργία των επιθυμιών. Του «εποικισμένου» εαυτού μας. Του ψηφιδωτού εαυτού μας. Και εκεί γίνεται ένα μπέρδεμα.

Οπότε θέσατε ουσιαστικά τις βάσεις: ερμηνεύσατε την πηγή των προβλημάτων που υπάρχουν — και άρα δίνετε με αυτόν τον τρόπο και τους τρόπους της θεραπείας. Αν θα υπάρχει όντως μέλλον ή όχι στον γάμο. Ή γενικότερα στις σχέσεις μας.

Νομίζω, λοιπόν, πάρα πολύ βασικά: μεταφέρατε τη θεολογία στη ζωή. Και δώσατε ένα νόημα ουσιαστικό. Το συνδέσατε και με την ψυχολογία. Οπότε δόθηκαν πολλές δυνατότητες και αφορμές για συζήτηση.

Αλλά —μόλις επιχειρήσουμε να κάνουμε την ενοποίηση— θα προσθέσουμε ένα ακόμα κομμάτι στο ψηφιδωτό. Τραγική η κατάσταση: μόλις πω ότι «θα το κάνω εγώ αυτό», αμέσως θα προσθέσω μία ακόμα διάσταση στο υπέροχο φανταστικό μου οικοδόμημα. Και θα είμαι πλέον κομματιασμένος, αλλά ταυτόχρονα στη φαντασία μου «ενοποιημένος». Το θέμα είναι ότι, μετά από λίγο, θα ανακαλύψω ότι η ενοποίηση ήταν ψευδής.

Εν ολίγοις, η ενοποίηση αυτή για την οποία μιλάμε, για μένα —δεν ξέρω αν πέφτω έξω— είναι ένα πραγματικό θαύμα που συμβαίνει. Μπορούμε να έχουμε την προαίρεσή της, την επιθυμία της — αλλά να την κάνουμε μόνοι μας, δεν γίνεται. Εδώ παίζουν ρόλο και οι πειρασμοί.

Ποιος σας είπε ότι οι πειρασμοί είναι κακό πράγμα; Το πιο ωραίο πράγμα στη ζωή είναι οι πειρασμοί. Και όταν έρθουν οι πειρασμοί, τότε καταλαβαίνεις πόσο ψεύτικος είσαι. Καταλάβατε; Τότε καταλαβαίνεις ότι το οικοδόμημα δεν ήταν το ισχυρότατο οικοδόμημα που νόμιζες ότι έχεις. Γιατί έπρεπε έτσι να νομίζεις — όλοι δίπλα σου αυτό νόμιζαν για σένα, εσύ έπρεπε να το νομίζεις αυτό διότι οι άλλοι το νόμιζαν για σένα και οι άλλοι νόμιζαν για τον εαυτό τους.

Και έρχεται ο πειρασμός και ξαφνικά σου κατακαίει ακριβώς αυτόν τον ναρκισσισμό σου — σου τσουρουφλίζει αυτή την υπέροχη κατάσταση που έφτιαξες με τόσο κόπο: με πτυχία, με αγώνα, με βοήθεια κι άλλων. Πλήρωσες γι’ αυτό, αγωνίστηκες γι’ αυτό. Καταλάβατε;

Πριν από λίγο καιρό ήρθε να με βρει ένας κύριος, πολύ πλούσιος άνθρωπος από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος —νομίζω— αυτό περίπου έκανε: πρόσθετε και την Εκκλησία στην πολλαπλότητα των μεγάλων φανταστικών ιδιοτήτων του. Και ξαφνικά έγινε ένα φοβερό πράγμα: ο γιος του έκανε μια φοβερή απόπειρα αυτοκτονίας. Και αυτό που έμεινε από τον γιο του δεν είναι πια ο γιος του ολόκληρος.

Αν ακούγατε αυτά που έλεγε… μόνο ένας παπάς μπορεί να τα ακούσει, γιατί δεν θα τα δημοσιεύσει ποτέ.

Αλλά το θέμα είναι: γιατί να φτάνουμε τον Θεό σε αυτό το πράγμα;
Όπως στην ανθρωπότητα ολόκληρη: η ανθρωπότητα σήμερα πορεύεται σαν τρελή σε μια δόξα που όμοιά της δεν υπήρξε ποτέ — και δεν αφήνουμε κανένα περιθώριο στον Θεό, εκτός από το να επιτρέψει να βγάλουμε μόνοι μας τα μάτια μας. Και πολύ φοβάμαι ότι θα δούμε πράγματα που δεν θα μας αρέσουν καθόλου, σε συλλογικό επίπεδο τώρα, και τα οποία θα τα κάνουμε εμείς — αλλά το αποτέλεσμα θα είναι φοβερό. Δεν θα γνωρίζετε τους διπλανούς σας.

Το θέμα είναι: γιατί να γίνει έτσι;
Σήμερα καλπάζουμε πάνω σε ένα φανταστικό ίππο απέραντης κυριαρχίας του παντός. Και αν τυχόν εμφανιστεί και ο φόβος του θανάτου, τον πάμε για κατάψυξη στην Αυστραλία για να «ξυπνήσει» όταν θα έχει καταργηθεί ο δεύτερος θερμοδυναμικός νόμος. Δεν θα μπορούσε να είναι υπό αξίωμα η αρχή της εντροπίας στη φύση; Ο Έλληνας που έχει την εταιρεία μπορεί να πουλάει ό,τι θέλει.

Τον ρωτήσανε: «Είναι σίγουρο αυτό;»
Λέει: «Τι να σας πω τώρα; Αν πέσει το αεροπλάνο πάνω στις Άλπεις και ο πιλότος πει “πέφτουμε σε 15 λεπτά”… Αν σας πει ότι τούτο εδώ είναι ένα ξυπνητό, θα το σκεφτείτε πολύ πριν το βάλετε να πέσετε».

Δεν καταργείται η αρχή της εντροπίας. Θάνατος δεν νικιέται από κανέναν — μόνο με Θεία Παρέμβαση. Δεν υπάρχει αθανασία από μέσα από ένα γνωστό σύμπαν.

Λοιπόν, επιστρέφω στο ερώτημα: αν υπάρχει ανθρωπικότητα (ανθρωπιά), σε λίγο καιρό θα έχουμε πλήθος γάμων. Κάποιος θα παντρεύεται με τρεις γυναίκες, γιατί αυτές το θέλουν και ο ίδιος το θέλει. Ή δύο άντρες μαζί και πέντε γυναίκες μαζί. Ή την ξαδέρφη του και την αδερφή του — γιατί όχι και τη μάνα του, αν ταιριάζει με αυτήν;
Δεν υπάρχουν πια τρόποι να πούμε «όχι». Κατέρρευσαν όλες οι κοινές πηγές νοήματος. Ούτε οι φύσεις, ούτε οι Βίβλοι, ούτε ο Θεός. Δεν υπάρχει τρόπος.

Σήμερα υπάρχει αυτό που λέω εγώ «ηθική του γούστου». Υπάρχει στο διαδίκτυο ένα μονόγραμμά μου με αυτόν τον τίτλο: Ηθική του γούστου.
«Μου αρέσει» — και εκεί σταματάει κάθε κουβέντα.

Εδώ βλέπετε: ο ομοφυλόφιλος έρχεται στο γραφείο μου. Με έχουν τρελάνει, δηλαδή, και εμένα. Και τραβάω — δεν ξέρω αν τραβάει ο πατήρ Βαρνάβας, αλλά εγώ πολλά τραβάω. Λοιπόν. Και δεν σου λέει «ξύπνησα ένα πρωί και μου άρεσαν οι άντρες». Όχι.
Σου λέει: «Είναι επιλογή μου».
Του λέω: «Εγώ δεν επέλεξα ποτέ να είμαι στρέιτ».
Εσύ μου λες ότι επέλεξες να είσαι. Που σημαίνει ότι το σκέφτηκες. Το αποφάσισες. Και κατόπιν ωρίμου κρίσεως είπες…

Κι ενώ αυτό το δεύτερο θα τον έκανε πιο συμπαθή, καταλάβατε; Το πνεύμα της εποχής επιβάλλει να πει το πρώτο: «Είναι επιλογή μου». Γιατί εκεί σταματάει η συζήτηση.
Δεν σταματάει απλώς η συζήτηση — απαγορεύεται.

Φωνάζουμε και την αστυνομία. Στον Καναδά η αστυνομία είναι δίπλα. Και θα έρθει και εδώ.

Λοιπόν, ναι. Προχθές, στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων —να σας πω κάτι να γελάσετε. Ήμουν στο Πανεπιστήμιο και, σ’ ένα διάλειμμα δύο μαθημάτων, πήγα να πάρω έναν καφέ.

Οπότε βλέπω μέσα στο κυλικείο ένα τεράστιο σκύλο. Και λέω στην κοπέλα:
«Προσέξτε, ένας σκύλος εδώ».
Μου λέει: «Δεν είναι σκύλος, είναι σκύλα — όσο ευτυχισμένη με κάνει!».

Κοιτάξτε, αυτό είναι φυσικό. Ο άνθρωπος θέλει να έχει έναν φυσικό μάρτυρα της ύπαρξής του. Και να τον διαλέξει ελεύθερα. Γιατί τη μάνα του δεν την διάλεξε ελεύθερα, τον πατέρα του δεν τον διάλεξε ελεύθερα, ούτε τ’ αδέρφια του τα διάλεξε ελεύθερα. Ούτε καν τον εαυτό του δεν τον διάλεξε ελεύθερα.

Ουσιαστικά, η μόνη ελεύθερη επιλογή που έχουμε είναι ο γάμος: να διαλέξουμε τον ερωτικό σύντροφο. Είναι η μόνη πραγματικά ελεύθερη επιλογή. Και πρέπει να θεραπεύσουμε τη μονομέρειά μας.

Και, για να θεραπεύσουμε τη μονομέρεια, διαλέγουμε κάποιον ο οποίος δεν μας μοιάζει. Οι καλύτεροι γάμοι είναι αυτοί. Το θέμα είναι να βρεθεί αυτή η θαυμάσια ισορροπία, όπου αυτή η ανομοιότητα είναι συμπληρωματικότητα και δεν είναι ανταγωνισμός, δεν είναι διαμάχη.

Πολλά ζευγάρια… Εγώ είμαι έγγαμος, έτσι, πολλές δεκαετίες τώρα· έχουμε κι εμείς οι έγγαμοι δικαίωμα να μιλάμε για τον γάμο. Λοιπόν, οι καλύτεροι γάμοι που έχω συναντήσει είναι άνθρωποι διαφορετικοί μεταξύ τους, οι οποίοι όμως έχουν βρει τον τρόπο να είναι δημιουργική αυτή η διαφορά, να συμπληρώνει ο ένας τον άλλο, να χρειάζεται ο ένας τον άλλο — και να είναι φίλοι ο ένας με τον άλλο.

Όχι τελείως διαφορετικοί. Δεν λέω ότι ο ένας είναι ποτήρι και ο άλλος είναι πιάτο. Όχι: ποτήρια κι οι δύο, αλλά ο ένας κοιτάει κάπως έτσι, ο άλλος κάπως αλλιώς. Καταλάβατε τι λέω;

Επομένως, είναι φυσικό αυτό, είναι μέσα στη φύση μας. Μόνο όταν κάποιος αποφασίσει με άλλον τρόπο να γίνει άγγελος… Άγγελος γίνεται για δύο λόγους:

Επειδή είναι άρρωστος και δεν μπορεί να μοιραστεί τη ζωή του με κανέναν — και τότε χρειάζεται ψυχοθεραπεία, όχι αγαμία. Συγγνώμη, πάτερ, δεν λέω για τον πατέρα· γι’ αυτό μπορώ να λέω ό,τι θέλω.

Ή επειδή έχει διακρίνει μια κλίση προς μια άλλη, ανώτερη σχέση.

Όταν είναι έτσι, δεν είναι άρρωστος. Δεν είναι μόνος του. Δεν γυρίζει γύρω-γύρω από τον εαυτό του. Όταν γυρίζει γύρω-γύρω από τον εαυτό του ο άγαμος, τότε είναι άρρωστος. Και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι: το συμφέρον μου, η ανάδυσή μου, η πορεία μου, η καριέρα μου, η φήμη μου, το όνομά μου κτλ. Αυτό, μετά από λίγο, θα καταρρεύσει. Και θα καταρρεύσει με ψυχικό πάταγο, δηλαδή θα δημιουργήσει πρόβλημα. Καταλάβατε;

Αυτό ισχύει και για τους εγγάμους και για τους αγάμους κληρικούς. Και, γενικότερα, για όλο τον κόσμο. Πρέπει να βοηθάμε σε μια τέτοια επιλογή. Δεν μπορούμε αυτό το πράγμα να το αποφύγουμε.

Τώρα, εδώ πρέπει να γίνει ένας αγώνας για τα κριτήρια. Καταλάβατε;
Κι εδώ είναι σημαντικό, εμείς που πιστεύουμε —μάλλον— σε Θεό… εντάξει, δεν είναι; Πιστεύουμε. Ας πούμε ότι πιστεύουμε σε Θεό, να ζητάμε και τη δική Του βοήθεια σ’ αυτό. Για να γίνει μια υπέροχη, ρομαντική συνάντηση. Γίνεται.

Αλλά δεν γίνεται, όπως έλεγε ο Γούντι Άλλεν —νομίζω ζει ακόμα— όταν τον ρώτησαν: «Πού βρίσκει κανείς τις καλύτερες γυναίκες;» και είπε: «Στην τύχη». Δεν έπεσε έξω, ανθρωπίνως. Δεν μπορείς να το προγραμματίσεις αυτό. Επειδή δεν ξέρεις τον εαυτό σου καλά, θα κάνεις λαθεμένη επιλογή, αν πεις ότι «θα επιλέξω εγώ μόνος μου».

Θα διαλέξεις κάποιον με τον οποίο τα τραύματά σου, η πολυδιάσπασή σου, η ψηφιδωτότητά σου, όλο αυτό το εσωτερικό «σύμπαν» σου ταιριάζει. Ταιριάζει. Και οι καλύτερες ευκαιρίες —να το πω έτσι— στις μεγάλες πόλεις, στο Παρίσι, στο Λονδίνο κτλ., προσφέρουν τεράστια δυνατότητα να κάνει κανείς σχέση χωρίς commitment, χωρίς καμία ευθύνη και χωρίς καμία συνέχεια. Σημειώστε το.

Αν όμως, εκεί μέσα, μπει και η πρόνοια του Θεού, και η κρίση του Θεού, και η φροντίδα η φοβερή που έχει στρώσει για μένα —που είναι ανώτερη από της μάνας μου και του πατέρα μου κατά πολύ— εκεί, αυτό το πράγμα θα μου δημιουργήσει προϋποθέσεις για μια πιο ομαλή εξέλιξη. Όχι κάποια αυτόματη διαδικασία, «πατάω κουμπιά» και τελείωσε. Αλλά γιατί, εκεί μέσα, προγυμνάζομαι στην επιστήμη της αγάπης, στην επιστήμη, στη δουλειά που έχει να γίνει, δηλαδή.

Να σας πω και κάτι ακόμη — δεν ξέρω αν το έχετε ακούσει. Ήμουν μια φορά με τον πατέρα Ιάκωβο, τον Άγιο Ιάκωβο (Τσαλίκη). Καθόμασταν λοιπόν μαζί και του μίλαγα εγώ, αλλά κάθε τόσο τον έπαιρναν τηλέφωνο. Μου λέει:
«Όχι, όχι, μην το σηκώνεις».

Μία, δύο, τρεις… Άρχισα να αισθάνομαι ένοχος. «Γέροντα», του λέω, «εγώ εδώ πέρα σας ενοχλώ, κι ο κόσμος σας χρειάζεται». «Τι με χρειάζεται;» μου λέει. «Τι είναι;» του λέω.
«Κορίτσια είναι», μου λέει. «Τι κορίτσια;» «Από ‘δώ γύρω, που θέλουν να τους πω ποιον θα πάρουν». «Και τους το λέτε, Γέροντα; Το βλέπετε;» «Ναι», μου λέει, «με τη χάρη του Θεού το βλέπω. Όπου μπορώ, τους το λέω· άμα δεν μπορώ, δεν τους το λέω».

«Και γιατί;» «Γιατί η καθεμία νομίζει ότι είναι η βασίλισσα του Σαβά. Και νομίζει ότι ο Θεός της έχει έτοιμο κάτι μεταξύ Δαβίδ, Σωκράτη και ιππότη όλων των μυθιστορημάτων. Αυτό νομίζει ότι της αξίζει. Έλα μου όμως που ο Θεός της έχει τον Κίτσο από το απέναντι χωριό — ο οποίος», τα λόγια του ήταν αυτά, «θα την ταλαιπωρήσει. Αλλά με τον τρόπο αυτό θα βγάλει άκρη με τον εαυτό της. Και θα καταλάβει. Και θα προχωρήσει».»

Ναι, αλλά άμα το πω εγώ αυτό, λέει ο Γέροντας, μόλις έρθει ο περίφημος λόγος, αυτή μετά από λίγο θα διαμαρτυρηθεί φοβερά και θα πει:
«Μόλις βγήκε η δυσκολία, με εξαπάτησε ο Θεός. Και συ με εξαπάτησες — και ο Θεός».

Δεν τα λέω ποτέ, λέει. Τα λέω μόνο αν βρω καμιά πολύ ταπεινή. Αν βρω καμιά πολύ ταπεινή, λέει, και έχω φωτισμό, το λέω. Ακούτε.

Επομένως, είπαμε: διεξάγουμε την αυταπάτη μας. Τώρα, δεν είναι και τελείως άδικο. Οι Ινδουιστές που είπαν ότι μεγάλο μέρος της ζωής είναι αυταπάτη —μάγια— δεν έπεσαν έξω. Μόνο που δεν είναι όλα αυταπάτη· υπάρχει και πραγματικότητα. Εκεί όπου πατάει ο Θεός, τα πράγματα είναι πραγματικά.

Ειδικά σήμερα, η φαντασίωση έχει γίνει τόσο πολύ… Οι άνθρωποι, ενώ κλινικά δεν είναι άρρωστοι, ψυχοδυναμικά είναι άρρωστοι. Και φαίνονται σαν να είναι άρρωστοι. Τον κλινικά άρρωστο του δίνεις το φάρμακο και κάτι γίνεται. Ο άλλος, που σου λέει «είμαι μια χαρά», αλλά η συμπεριφορά του είναι τελείως παρανοϊκή… εκεί έχουμε φτάσει σήμερα.

Δεν είναι τα πράγματα αθώα όπως ήταν πριν από μισό αιώνα.

Το άλλο τώρα. Η απόλυτη ενότητα — το να γίνω τοις πάσι τα πάντα. Αυτό σημαίνει ότι είμαι ολόκληρος στην προσωπική μου σχέση. Είμαι ένας άνθρωπος. Καμία σχέση με το άλλο, το σημερινό.

Και όταν γίνεσαι «τοις πάσι τα πάντα», έχεις και ανάγκη. Ενώ στην ψηφιδωτή προσωπικότητα είμαι εξηρτημένος από πολλαπλές επιβεβαιώσεις. Έχω ανάγκη συνεχώς την ανταλλαγή εντυπώσεων. Κάνω ανταλλαγή προϊόντων με τον άλλον άνθρωπο. Αυτό κάνουμε οι περισσότεροι σήμερα: ανταλλαγή ναρκισσιστικών προϊόντων. Αυτό είναι. «Πόσο σπουδαία είμαι που μ’ αγαπάει αυτός». «Πόσο σπουδαίος είμαι που με θέλει αυτή».

Με ρώτησε προχθές μια φοιτήτρια: «Τι εννοείτε με αυτό; Δεν καταλαβαίνω». Της λέω: «Άκου κάτι. Γιατί ένας ηλικιωμένος, μεσόκοπος καθηγητής φτιάχνει μια φοιτήτρια; Συχνό είναι αυτό στα πανεπιστήμια». Για δύο λόγους: – Η φοιτήτρια σκέφτεται: «Κοίτα να δεις· αυτός ο τόσο σπουδαίος άνθρωπος, με τέτοιο βιογραφικό, τόσα βιβλία, τόση πείρα, ασχολείται μαζί μου.» Ναρκισσισμός.

– Ο καθηγητής σκέφτεται: «Στην ηλικία που είμαι, το κοριτσάκι αυτό δεν ασχολείται με τους συνομηλίκους της, ασχολείται μαζί μου.» Ναρκισσισμός κι αυτός. Το βλέπετε; Η κατάσταση είναι καθαρά, καθαρά, καθαρά ένα ναρκισσιστικό παιχνίδι — που θα ναυαγήσει μετά από λίγο.

Αυτό σήμερα έχει φτάσει να γίνει κανόνας, όχι εξαίρεση. Και το τραγικό: δεν ξέρουμε τι είναι κατά χάριν άσκηση πια. Δεν την γνωρίζουμε. Έχει ατονήσει, έχει περάσει στο σκοτάδι. Οργανώνουμε την καθημερινότητά μας έτσι, ώστε να κρατάμε κλάσματα για τον εαυτό μας — αυτά που θεωρούμε σημαντικά. Δίνουμε κλάσματα στον άλλον, δίνουμε κλάσματα στο παιδί, κλάσματα στη δουλειά…

Αυτό δεν είναι τίποτα δύσκολο. Αλλά αυτό δεν γίνεται πάντα συνειδητά — αν αυτό ρωτάτε. Οι περισσότεροι άνθρωποι που το κάνουν δεν το έχουν καταλάβει. Πρέπει να το στοχαστούν για να το συνειδητοποιήσουν: «Ναι, έτσι κάνω».

Μα ρωτάτε για τα πιο καθημερινά πράγματα, και απορώ λίγο. Η εμπειρία που έχουμε εμείς είναι διαφορετική, γιατί μιλάμε με κόσμο. Το πιο συχνό πράγμα σήμερα: Εργαζόμενη γυναίκα. Κάποια στιγμή κάνει ερωτικό δεσμό. Πολύ συχνό. Κάθεται και λέει: «Μα γιατί το έκανα αυτό;»

Κι αν της μιλήσεις, θα σου πει: «Ο άντρας μου είναι πολύ καλός ο καημένος· αλλά με αφήνει ακάλυπτη σε εκείνο και σε εκείνο. Και ως προς αυτά τα κλάσματα, υπάρχει ο δίπλα — ο οποίος μου τα δίνει. Και… δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Συγχωρέστε με. Τι να κάνω; Εσείς ως ιερέας της Εκκλησίας, μπορώ να κοινωνήσω; Έκανα τίποτα κακό;».

Καταλάβατε; Υπάρχουν και ανέκδοτα στο σημείο αυτό — δεν θα σας πω.

Είναι ένα πολύ κοινό γεγονός σήμερα αυτό. Διότι οργανώνουμε έτσι τη ζωή και τη σκέψη μας. Και μαθαίνουμε από παιδιά ότι πρέπει να είμαστε κάπως έτσι. Γι’ αυτό και οι περισσότερες γυναίκες σήμερα είναι πάρα πολύ ευάλωτες — και σε εξωσυζυγικές σχέσεις κτλ. Θέλει πολλή δουλειά.

Γιατί το ναρκισσιστικό όραμα είναι πολύ υψηλό. Η φαντασίωση για τον εαυτό είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τη θυσία του να μείνεις στο κεντρικό νόημα μιας σχέσης. Τώρα, αν μιλάμε για γάμο: Όλοι οι μεγάλοι πολιτισμοί είναι μονογαμικοί — να σας κάνει εντύπωση αυτό. Όλοι. Και ο αρχαιοελληνικός.

Όπου υπάρχει ισχυρό υποκείμενο, ένα «εγώ» με στοχασμό και σκέψη, παραδόξως ζητάει κανείς έναν άνθρωπο απέναντί του· τη δυνατότητα ενός πραγματικού προσώπου. Καταλαβαίνετε τι λέω. Σε άλλους πολιτισμούς που δεν έχουν έντονη εξατομίκευση, όπως είναι το Ισλάμ, μπορεί κανείς να έχει γυναίκες όσες θέλει, αλλά με καμία δεν έχει ουσιαστική σχέση. Χρησιμοποιούνται απλώς καταλλήλως. Κι αν τύχει κάτι, πάει όλο το χαρέμι στη θάλασσα, όπως έγινε και εδώ κάποτε — 280 γυναίκες…

Οι μεγάλοι πολιτισμοί όμως είναι μονογαμικοί. Ο Σωκράτης μπορεί να έχει πρόβλημα με την Ξανθίππη, αλλά εκεί, μαζί της, είναι. Αυτό το ένα άτομο απέναντί μου, στα μάτια, στην ύπαρξη και στη συγκίνησή του οποίου ενοποιούμαι κι εγώ ο ίδιος, είναι μεγάλο στοίχημα. Σήμερα αυτό το πράγμα υποβαθμίζεται, διότι κυριαρχεί στη συγκρότηση του εαυτού η φαντασία. Δεν θεωρείται ούτε έξυπνο ούτε φυσιολογικό να μένεις με έναν άντρα που «δεν σου κάνει κλικ». Μια κυρία μου είπε: «Δεν μου κάνει πια κλικ». Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι δεν είναι πλέον self-object. Δεν επιβεβαιώνει το φαντασιακό μου, δεν μου δίνει το ναρκισσιστικό καύσιμο.

Βεβαίως, υπάρχουν και κακοποιητικές συνθήκες — μην τρελαθούμε. Αλλά πέρα από αυτό, τι να πει κανείς για τα όρια της ανθρώπινης ελευθερίας και της αγάπης; Πού είναι αυτά τα όρια; Τα όρια αυτά υπάρχουν μέσα στον καθένα από εμάς: στην καλλιέργεια, στη χάρη του Θεού που κουβαλάει, στο εσωτερικό του φως. Γι’ αυτό συναντάμε συνεχώς εκπλήξεις.

Πριν από λίγο καιρό — λαμβάνω πολλά email και δεν προλαβαίνω να απαντώ, αλλά μερικά αξίζουν οπωσδήποτε — ήρθε ένα email που με γονάτισε. Μία κυρία, άγνωστή μου, μου έγραφε: «Σας ευχαριστώ, γιατί με τις ομιλίες σας με βοηθάτε να αντέξω μια παράλογη κατάσταση στην οικογένειά μου, τόσο παράλογη που ο αγαπημένος μου σύζυγος την έχει κουβαλήσει μέσα στο σπίτι και εγώ τους υπηρετώ. Ο γάμος του Καραχμέτση. Μόνο που εδώ είναι ο πραγματικός γάμος του Καραχμέτση. Σας παρακαλώ, κάντε προσευχή να το βαστάσω». Σας λέω, έπεσα κάτω. Σπανίως κλαίω, αλλά με έπιασαν δάκρυα. Δεν μπορούσα. Γιατί σήμερα, συνήθως, βλέπουμε το αντίθετο: «Κούνησε το βλέφαρό του! Το είδα! Είναι δυνατόν να το κούνησε για μένα;» — και γίνεται τεράστιο κακό για το τίποτα.

Και ξαφνικά βλέπεις αυτό το email και διαλύεσαι. Τι να πει κανείς για τα όρια της ανθρώπινης τελειότητας; Γι’ αυτό και οι πνευματικοί αναγκάζονται να εργάζονται με το υλικό που έχουν μπροστά τους. Δεν υπάρχει γενική συμβουλή — δεν μπορεί να υπάρξει. Διότι η προαίρεση, η χάρη, η αλήθεια και το φως που κουβαλάει ο καθένας είναι διαφορετικά. Όπως έλεγε ο πατήρ Βηφάνης Θεοδωρόπουλος: «Την ημέρα της κρίσεως τα κριτήρια του Θεού θα είναι όσα και οι άνθρωποι».

Χρειάζεται προσοχή να μην κάνουμε μαζικές γενικεύσεις, όπως κάνουν οι δημοσιογράφοι που νομίζουν ότι τα ξέρουν όλα. Στα πνευματικά, το ένα και ένα δεν κάνει πάντα δύο — μπορεί να κάνει δώδεκα, σαράντα πέντε, πέντε χιλιάδες ή και μισό. Ευτυχώς που είναι έτσι, γιατί αυτό δείχνει ότι ο άνθρωπος είναι εικόνα Θεού. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι το μεγαλύτερο πράγμα που έχουμε — είναι η θεοείδειά μας. Είναι ο λόγος που ο Θεός μας βλέπει σαν ίσους Του και μας σέβεται τόσο άπειρα.

Βλέπω επίσης ότι όσοι λύουν τον γάμο τους — ακόμα και αυτοί που έζησαν πολύ άσχημα πράγματα — δεν χαίρονται πραγματικά που λύθηκε ο γάμος. Ακόμα και αυτοί που λένε ότι «ελευθερώθηκαν από κάτι φοβερό» λυπούνται που χρειάστηκε να γίνει έτσι. Μη ξεχνάτε: ο Θεός έπλασε ένα ζευγάρι, όχι έναν άνθρωπο μόνο. Ένα ζεύγος. Και αυτή η αναφορά είναι πανίσχυρη.

Σε κανέναν δεν αρέσει ότι διαλύθηκε ο γάμος. Σε κανέναν. Τώρα μια κοπέλα θα μας παίξει κάτι με την κιθάρα. Και όπως λέει το Ευαγγέλιο: «Ιλαρόν δότην αγαπά ο Θεός». Όταν χαθεί η ιλαρότητα, τότε αρχίζουν τα προβλήματα.

Η ιλαρότητα τι σημαίνει;
Σημαίνει ελευθερία. Είναι κανείς ιλαρός επειδή είναι ελεύθερος. Όταν κάνεις κάτι ελεύθερα και προτιμάς να το κάνεις, τότε πρόκειται για ευτυχή κατάσταση. Όταν το κάνεις επειδή «πρέπει» και επειδή υπάρχουν χίλιοι άλλοι παράγοντες που σε πιέζουν, τότε αρχίζουν τα προβλήματα. Και βέβαια, στο τέλος τα παρατάς όλα συνήθως.

Αλλά, σας είπα, όλα αυτά πάντοτε είναι προσωπικά. Δεν μπορούμε να γενικεύουμε. Οι μεγάλες γενικεύσεις εδώ αδικούν. Πρέπει κανείς να δει πολύ συγκεκριμένα τι ακριβώς γίνεται, για να τολμήσει να πει κάτι. Και αυτό να το κάνει με προσοχή, ώστε η ελευθερία του άλλου ανθρώπου να παραμένει ακέραιη.

Δεν το κάνουν αυτό όλοι οι πνευματικοί. Δυστυχώς, καμιά φορά είναι μονοκόμματοι και δεν βοηθούν. Καμιά φορά χρειάζονται και βοήθεια ειδικού, ιδίως σε θέματα ψυχιατρικά, τα οποία απαιτούν προσοχή. Και πάλι όμως η ανθρώπινη ελευθερία — αυτό το πράγμα είναι μεγαλειώδες. Είμαι μεγάλος θαυμαστής της ανθρώπινης ελευθερίας· μου κόβει την ανάσα. Και νομίζω ότι κόβει και την ανάσα του Θεού. Και το κάνει και ρίσκο.

Κάποιος θέτει μια ερώτηση πίσω:
«Είπατε για τη δύναμη της μετάνοιας. Πότε πραγματικά η μετάνοια λειτουργεί ενοποιητικά στον ψηφιδωτοποιημένο εαυτό μας και πότε τελικά γίνεται μία ακόμη ψηφίδα στο ψηφιδωτό;»

Ναι, ναι. Εδώ είναι μεγάλο πρόβλημα. Έχετε κάνει κάποιες ομιλίες, πάτερ μου. Ο πατήρ Βαρνάβας είναι από αυτούς που όταν τον πετύχω στο ραδιόφωνο, δεν το κλείνω. Γιατί, για άλλο το κλείνω — λέω «ωχ, θα το κλείσουμε τώρα». Αυτόν δεν τον κλείνω ποτέ.

Λοιπόν, έχει πει κι εκείνος ωραία πράγματα γι’ αυτά τα θέματα. Και ναι, μπορεί η μετάνοια να γίνει κι αυτή μια μεταμφίεση. Μια ακόμη ψηφίδα. Δεν γλιτώνει εύκολα ο άνθρωπος.

Αλλά εκεί επεμβαίνει ο Θεός — όπως έλεγα πριν — και στέλνει καμιά φορά και πειρασμούς. Γι’ αυτό λέω σε μερικούς: «Μη μου κάνεις τονέ— γιατί προκαλείς κάποιον εδώ τώρα. Άσε τουλάχιστον να μη ζητάς και το στέμμα της ευπρέπειας στο κεφάλι σου». Αυτό είναι μεγάλο πράγμα. Γιατί όταν παρουσιάζεσαι ως «υπέρ-ευλαβής», είναι σαν να γαργαλάς τον Θεό. Του λες: «Ρίξε μου τώρα κάτι για να συνέλθω». Και το κάνει ο Θεός από αγάπη, όταν έχουμε καλές προθέσεις.

Πάντα ταλαιπωρούμαστε όταν έχουμε καλές προθέσεις. Αν δεν υπάρχουν καλές προθέσεις, δεν μας πειράζει καθόλου ο Θεός — και αυτό είναι το χειρότερο.

Μου λέτε: «Ο άνθρωπος το έχει ανάγκη αυτό — γιατί δεν το κάνει;»
Συμφωνούμε. Ο άνθρωπος το έχει ανάγκη και δεν το κάνει.

Το μόνο πράγμα που με ενοχλεί προσωπικά είναι να με συναντά η αλήθεια ως σύμπτωμα. Όπως είπαμε στην αρχή. Να με επισκέπτεται η αλήθεια ως προσωπικό αδιέξοδο. Ως το επόμενο βήμα της κατάρρευσης. Αυτό με ενοχλεί. Το “so what;” όπως λένε.

Εφόσον λοιπόν αυτό οδηγήσει στην ιλαρότητα και τη φαιδρότητα που χρειάζομαι σήμερα — αλλά σε επόμενη φάση — τότε ναι, έχει νόημα. Και, εντελώς τυχαία, αυτή είναι ακριβώς η θέση του Επίκουρου. Ο Επίκουρος θεωρήθηκε ο φιλόσοφος της ηδονής — και είναι. Αλλά ποιας ηδονής; Της πραγματικής.

Ως τελεταίο απόφθεγμα στα Κύρια Δόξα, λέει: «Αφοροδύσια ουδένα ποτέ ὠφέλησε· ἀγαθόν δε και μη έννοησε». Δηλαδή οι άσκοπες ηδονές δεν ωφέλησαν ποτέ κανέναν, ούτε είδαν ποτέ πραγματικό καλό. Τα αποδέχεται όλα υπό έναν όρο: ότι μετά δεν θα μετανοήσεις. Όταν για μια ηδονή προβλέπεις ότι θα μετανιώσεις, τότε πρέπει να την απορρίψεις.

Αυτή είναι η απάντηση στο ερώτημά σας. Και την δίνει ένας φιλόσοφος που δεν είναι «εκ των συνήθων». Οι επικούρειες κοινότητες έζησαν 600 χρόνια — δεν με απατά η μνήμη μου.

Ναι, συμφωνούμε. Καταλάβατε: αν δω το επόμενο βήμα, την επόμενη φάση, και τη δω δυσάρεστη — πόσο μάλλον καταστροφική — τότε πρέπει να τελειώνω με την ηδονή αυτή. Αυτό λέει ο Επίκουρος.

Μου αρέσει αυτό. Χρόνια είχα ένα επιλεγόμενο και δίδασκα Επίκουρο και Επίκτητο. Ο Επίκτητος — να δείτε… ακόμα πιο αυστηρός! Ναι. Λοιπόν…

Και με ρωτάτε: γιατί συγχωρούμε τόσο εύκολα τον εαυτό μας; Στο βιβλίο μου για τον ολοκληρωτισμό θα δείτε…

Έχω αφιερώσει καμιά 25.000 σελίδες — όχι μία, πολλές — για να περιγράψω τα χαρακτηριστικά αυτού του υποκειμένου, του σύγχρονου ανθρώπου. Ένα από αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ότι είναι αυτοσυγχωρημένος. Αυτό κάνει την επικοινωνία σήμερα πολύ δύσκολη. Διότι, αντί να ψάξεις εσύ να του βρεις ελαφρυντικά, τα έχει βρει όλα μόνος του. Και, όσο και να θες να τον βοηθήσεις — ακόμη και αν είσαι καλός ψυχολόγος και θέλεις να του πάρεις και κάνα κατοστάρικο — δεν έχεις τι να του πεις, διότι τα έχει πει όλα πριν από εσένα. Είμαστε αυτοσυγχωρημένοι. Δεν είναι ευχάριστη κατάσταση. Δεν τη συνιστώ. Γιατί ο άνθρωπος έχει και τύψεις και ενοχές, και τη νύχτα βγαίνουν πολλά. Είναι δύσκολο.

Κάποιος άλλος ρωτάει:
«Αν δεν ρώτησα ποτέ τον Θεό για να γίνει ο γάμος;»
Ε, εξαρτάται τι εννοούμε. Ο Θεός — ο καημένος — έχει κι αυτός ανάλογα θελήματα, όπως λένε οι Πατέρες: το τέλειο θέλημα (το κατ’ ευδοκίαν) και το άλλο, το κατά παιδαγωγίαν, το κατά παραχώρηση. Τι να πω.

Θυμάμαι μια ομιλία που είχα κάνει. Έρχεται κάποιος και μου λέει:
«Πάτερ, έχετε απόλυτο δίκιο. Και δεν μπορώ να σας κρύψω ότι συγκινήθηκα πολύ με αυτά που λέγατε. Διότι εμένα ο Θεός μού είχε δώσει έναν άγγελο. Μια γυναίκα–άγγελο».
Εγώ πρόσεξα τον αόριστο: «μου είχε δώσει». Και λέω:
— «Τι σημαίνει; Δεν ζει τώρα;»
Και μου λέει:
— «Ζει».
— «Και; Τι γίνεται τώρα;»
— «Δεν είμαστε μαζί».
Και ποιος του είπε ότι ήταν άγγελος; Η επόμενη!
Μου το έμαθε η επόμενη, λέει…
Καμιά φορά έχουμε άγγελο, αλλά ο άγγελος περνάει πολύ άσχημα.

Λοιπόν. Τελειώσαμε ή θέλετε ακόμα;
Άλλη μια ερώτηση, λέει κάποιος:
«Είναι μυστήριο;»

Ναι. Είναι μυστήριο — και τα μυστήρια της Εκκλησίας, και το μυστήριο που είναι ο άνθρωπος. Γιατί ο άνθρωπος είναι εικόνα του Θεού, και αφού δεν ξέρουμε τι είναι ο Θεός, δεν ξέρουμε ούτε τι είναι ο άνθρωπος ολόκληρος στο βάθος. Είναι στρατιωτικό αυτό — αποκαλύπτεται. Αποκαλυπτόμαστε σιγά–σιγά στον εαυτό μας, στην ιστορία, και στα έσχατα.

Είμαστε εικόνα του Θεού και είμαστε αβυσαλέοι. Ο Ηράκλειτος το λέει:
«Ψυχῆς πέρητα οὐκ ἄν ἐξευροίης· πάσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει.»
Τα πέρατα της ψυχής δεν θα τα βρει κανείς, όποιο δρόμο και αν πάρει. Τόσο βάθος έχει.

Τέλος


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου