ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ A
ΑΠΟΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΗΜΕΝΕΣ ΟΜΙΛΙΕΣ π. ΣΥΜΕΩΝ ΚΡΑΓΙΟΠΟΥΛΟΥ
...πάντα συνεργεῖ εἰς ἀγαθόν
Τὸ αἴσθημα κατωτερότητος καὶ ἄλλες ἀρρωστημένες καταστάσεις
μέσα στο μυστήριο τῆς σωτηρίας
Πανόραμα Θεσσαλονίκης, Ε΄ έκδοση
B΄ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 20
Εἰδικό Μέρος
β΄. Αἴσθημα κατωτερότητος-Ὁμιλίες σε συνάξεις νέων
Οἱ ἀλήθειες που τακτοποιούν τὸν ἄνθρωπο μὲ αἴσθημα μειονεξίας
Τι θα γίνει; Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ λέμε, πρέπει το κάθε παιδί να τύχει ἀνάλογης μεταχειρίσεως. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τύχει ἀνάλογης μεταχειρίσεως καὶ νὰ βοηθηθεί, πρέπει να ξέρουν οἱ μεγάλοι, οἱ γονεῖς κυρίως, ἀπό αὐτά. Σήμερα κάνουν κάποιες προσπάθειες, για να βοηθήσουν γενικῶς τὰ παιδιὰ ἀπὸ κάτι τέτοια, άλλα ξέρω μπορεί να γίνονται χειρότερα. Παρακολουθεί κανείς αὐτοὺς ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ παιδιὰ νὰ τούς λένε συνέχεια «μπράβο, να προσπαθούν συνέχεια να πείσουν τὰ παιδιὰ ὅτι καλῶς ἐνεργούν, ότι καλὰ τὰ κάνουν όλα. Αὐτὰ εἶναι ἐκτὸς πραγματικότητος. Εκείνο που τακτοποιεί τὸν ἀνθρωπο είναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸ νὰ δεῖ αὐτὴ την άληθεια κάτω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς. Όταν τα βάλει ὅλα αὐτά μέσα σ' αὐτὴ τὴν αληθεια, έρχεται ή τακτοποίηση καὶ ἡ θεραπεία του, Μὲ ὅλα αὐτὰ ὡς ἐδῶ θέλησα νὰ πῶ ὅτι τὸ αἰσθημα κατωτερότητος κυρίως καὶ πρωτίστως ξεκινὰει μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Άλλος τὸ ἔχει περισσότερο, ἄλλος λιγότερο. Καί εἰναι θέμα καταβολών, θέμα ψυχοσυνθέσεως· δηλαδή έτσι γεννιέται κανείς. Ύστερα ἔρχονται οἱ ἐξωτερικοί παράγοντες, που συμβάλλουν καὶ αὐτοί. Τα παλαιότερα βέβαια χρόνια αὐτά βρίσκονταν στοὺς ἀνθρώπους σε λανθάνουσα κατάσταση, σε ὑπνώττουσα κατάσταση, καὶ δὲν πολυσυνειδητοποιούσε κανείς ὅτι ὑστερεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων σήμερα ὅμως ἀμέσως το ἀντιλαμβάνεται. Καθώς το παιδάκι πάει στο Δημοτικό ἢ ἐκεῖ που ζεί στη γειτονιά ἢ ἀργότερα που θα βγεί στην κοινωνία, καὶ μάλιστα ἂν τύχει σε σκληρό περιβάλλον καὶ, όπως είπαμε, σήμερα εἶναι ἀνταγωνιστικό το περιβάλλον - προσπαθεῖ καὶ αὐτὸ να ξεχωρίσει, ὅπως τὰ δένδρα στο δάσος που προσπαθούν ποιό καὶ ποιό να βγεί στὸν ἥλιο, καὶ τὰ βλέπετε ότι ψηλώνουν, ἀλλὰ εἶναι λεπτότατα. Μερικά ὅμως δὲν ἀντέχουν σ' αὐτὸν τὸν ἀνταγωνισμό καὶ μένουν κάτω καὶ ξεραίνονται. Ἔτσι, μερικοί άνθρωποι δὲν ἀντέχουν νὰ τὰ βγάλουν πέρα μὲ αὐτὸν τὸν ἀνταγωνισμό καὶ παθαίνουν. Παθαίνουν νευρώσεις, καθώς δὲν ξέρουν τι ἀκριβῶς τους συμβαίνει, καὶ δὲν βοηθιοῦνται ἀκόμη καὶ ὅταν πάνε σε ψυχιάτρους. Γίνεται «μύλος» ἡ ὑπόθεση, και ταλαιπωρούν ται οἱ ἄνθρωποι.
Τὸ ἕνα λοιπόν εἶναι αὐτό, ὅτι τὸ αἴσθημα κατωτερότητος ξεκινάει ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπειτα βέβαια εἶναι καὶ οἱ ἐξωτερικοί παράγοντες. Καὶ θὰ πρέπει να προσέξουν οἱ γονεῖς, θὰ πρέπει να προσέχουν οἱ δάσκαλοι. Ἀλλὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄλλο. Με τα ψέματα δεν γίνεται.
Θυμᾶμαι, εἶχα διαβάσει παλιά ἕνα βιβλίο με τίτλο: Πῶς νὰ ἀποκτοῦμε φίλους καὶ νὰ ἐπηρεάζουμε το περιβάλλον μας τοῦ Νταίηλ Κάρνετζυ. Αὐτὸς δέν γράφει ὡς χριστιανός. Δεν ξέρω ἂν εἶναι καὶ γιατρός· εἶναι ψυχολόγος. Είναι ὡραῖο το βιβλίο του. Ἂν δὲν τὸ ἔχετε διαβάσει, να το διαβάσετε. Μήν ψάχνετε νὰ βρεῖτε ἐκεῖ τὴν Καινή Διαθήκη ἢ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Όπως ἐπίσης, καλὰ εἶναι τὰ βιβλία τῆς Κάρεν Χόρνεῦ καὶ εἰδικὰ τὸ βιβλίο: Οἱ συγκρούσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Δὲν θὰ βροῦμε Εὐαγγέλιο ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ ἔχουν κάποιες ψυχολογικῆς φύσεως διαπιστώσεις ποὺ εἶναι πάρα πολύ χρήσιμες.
Γράφει λοιπόν ὁ Κάρνετζυ ότι, γιὰ νὰ ἀποκτοῦμε φίλους καὶ γιὰ νὰ ἐπηρεάζουμε το περιβάλλον, δὲν θὰ λέμε τὰ κακά που βλέπουμε στοὺς ἄλλους θα λέμε μόνο τα καλά. Εντάξει· αὐτὸ καὶ ἄλλοι το κάνουν. Ἀλλὰ αὐτὸς σημειώνει κάτι πολύ χαρακτηριστικό, ποὺ μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση. Διάβασα το βιβλίο ἴσως πρίν σαράντα χρόνια ἤ καί περισσότερο, καὶ θυμᾶμαι αὐτή τη λεπτομέρεια: Σε κάθε ἄνθρωπο, λέει, ἐφόσον εἶναι ἄνθρωπος, θὰ ὑπάρχει κάτι καλό. Όσα κουσούρια κι ἂν ἔχει, θὰ ἔχει καί κάποια καλά. Ἐμεῖς αὐτὰ νὰ προσέξουμε καί αὐτά, λέει, νὰ τοῦ ποῦμε καὶ αὐτά να τονίσουμε. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δὲν συνιστᾶ, δέν συμβουλεύει να κολακεύουμε τον ἄλλο· όχι. Συμβουλεύει νὰ τοῦ λέμε κάποιες ἀλήθειες.
Επομένως, σήμερα δέν γίνεται σωστή ἀγωγή, ὅταν λένε ἀδιάκριτα στο παιδί «μπράβο, μπράβο». Ἂν πεῖς στο παιδί «μπράβο» για κάτι πού ἀργότερα, ὅταν θα καταλαβαίνει, θὰ πεῖ «Μέ κορόϊδευαν», θά σκοτωθεί κυριολεκτικά ή ψυχή του. Ἐνῶ, τό σωστό εἶναι νὰ πεῖς: «Γιωργάκη μου, δέν το κατάφερες καλά αὐτή τή φορά, ἀλλά θα προσπαθήσεις πάλι, καὶ τὴν ἄλλη φορά θα μπορέσεις». Ή: «Ἐσύ δὲν τὰ καταφέρνεις σ' αὐτόν τον τομέα, τα καταφέρνεις στον ἄλλο τομέα». Καί ἄλλα παρόμοια.
Ἐκεῖνο λοιπόν πού χρειάζεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εἶναι να γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια, να γνωρίσουμε τί ἀκριβῶς μᾶς συμβαίνει. Καί στή συνέχεια, ὅλο αὐτὸ νὰ τὸ δοῦμε μέσα στὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Διότι μετά ἀρχίζουν ἄλλα: «Γιατί νὰ μέ κάνει ἔτσι ὁ Θεός». Ἀρχίζουν αὐτὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει στον Θεό, καὶ ποῦ νὰ βρεῖ ἄκρη κανείς. Δὲν ξεμπλέκει, ἀλλὰ μπλέκει. Εἶναι ὅπως τὸ ζωύφιο ποὺ τὸ ἔπιασε ἡ ἀράχνη καὶ προσπαθεί να ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἱστό, καὶ ὅσο προσπαθεί, τόσο μπλέκει.
Να δούμε λοιπόν τὴν ἀλήθεια ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ θέμα, δηλαδή τί ἀκριβῶς συμβαίνει, νὰ δοῦμε ἔπειτα τὸ ὅλο αὐτό θέμα μέσα στὴν ἀλήθεια-Θεό, κάτω από την πρόνοια τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς τὰ ἐπιτρέπει αὐτά, καὶ φυσικά ὕστερα νὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς πρέπει νὰ γίνει, ὥστε ὄχι ἁπλῶς μόνο νὰ ἀνακουφιστεί κανείς, ἀλλὰ νὰ τὰ ξεπεράσει. Καὶ ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλη φορά, αὐτά βγαίνουν ὄντως σε καλό. Δηλαδή, ὅλο αὐτὸ τὸ ἀρνητικό υλικό, ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία που πέρασε κανείς στη ζωή του, ἄν τὴ δεῖ σωστά, ἂν τὴν ἑρμηνεύσει καὶ ἂν τὴν ἀντιμετωπίσει σωστά, εἶναι ἕνα ὑλικό χρησιμότατο για ταπείνωση.
Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι
Καὶ νὰ ἔρθουμε σύντομα-σύντομα σ' ἕνα χτυπητό παράδειγμα, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ τὰ καταλάβουμε ὅλα αὐτά καλύτερα, χωρίς βέβαια να το ἐξαντλοῦμε τὸ θέμα· ἁπλῶς λίγο το πλησιάζουμε.
Σὲ ἕναν κλειστό χῶρο εἶναι ἀρκετοί ἄνθρωποι, ὅλοι ὄρθιοι, μὲ ἕνα ποτήρι στο χέρι. Πίνουν, γελοῦν, συζητοῦν, χαίρονται. Ἄνετοι, φυσιολογικότατοι. Κάπου σε μια γωνιά ὑπάρχει ἕνα τραπέζι. Το τραπέζι αὐτό εἶναι βαρύ, ἀσήκωτο. Μόνο γερανός μπορεί νὰ τὸ σηκώσει. Καὶ κάποιος βρέθηκε κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Βρέθηκε. Δὲν θὰ ποῦμε ὅτι πῆγε. Ὄχι· βρέθηκε. Αὐτό εἶναι τό σωστότερο, γιατί, εἴπαμε, ἔρχεται κανείς στον κόσμο μέ τίς καταστάσεις πού δημιουργοῦν τὸ αἴσθημα κατωτερότητος. Δέν τις ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Ὕστερα τίς φτιάχνει. Ἀλλά κατ' ἀρχήν εἶναι ἔτσι. Βρέθηκε λοιπόν κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἔχει σημασία ὅτι εἶναι κάτω ἀπό τό τραπέζι. Εἶναι αὐτό που λέμε, ὅτι ἔχει το παιδί μιά προδιάθεση. Οἱ καταβολές του, ἡ ψυχοσύνθεσή του, αὐτά ὅλα εἶναι ἔτσι, σαν να βρίσκεται κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἤδη δηλαδή ὑπάρχει ὑπόστρωμα, ὑπάρχει ὑποδομή αἰσθήματος κατωτερότητος. Βρέθηκε λοιπόν ἐκεῖ καί κάποια στιγμή συνειδητοποιεῖ ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ὄρθιοι καί χαίρονται, αὐτός δέν μπορεῖ νὰ εἶναι ὄρθιος. Δέν εἶναι ὄρθιος καί ἀκαριαῖα κινεῖται νά σηκωθεῖ ἐπάνω. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι φτιαγμένος, ὥστε ἀμέσως προβληματίζεται γιατί οἱ ἄλλοι νὰ εἶναι ὄρθιοι καί αὐτός νὰ μὴν εἶναι, καί σπεύδει νά εἶναι καί αὐτός ὄρθιος.
Να θυμηθοῦμε αὐτό πού λέει ὁ Ἄντλερ, ὅτι ἡ φροντίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι πῶς θὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του. Δηλαδή, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται ὅτι στέκεται καλά, καί οἱ ἄλλοι νά τόν ἀναγνωρίζουν, νά τόν δέχονται. Γι' αὐτό τόσο πολύ τό φρόνημα τοῦ καθενός εἶναι: «Θέλω να κάνω αὐτό πού θέλω». Νομίζει δηλαδή ἡ κορούλα, ἄς ποῦμε, ὅτι, ἄν κάνει αὐτό πού λέει ἡ μητέρα, χάνεται ἡ ὕπαρξή της. Καί εἶναι φοβερό. Πῶς μπλέκει κανείς! «Θέλω να κάνω αὐτό πού θέλω. Θέλω νὰ εἶμαι αὐτός πού εἶμαι». Μεγάλη ὑπόθεση. Θέλει λοιπόν κανείς νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του καὶ κάνει ἀγώνα και μια ζωή τρέχει. Τό ὅτι θέλει να καταλάβει κανείς θέσεις κτλ., δέν γίνεται πάντοτε, σώνει καί καλά, γιά να πάρει περισσότερα χρήματα. Παρακινεῖται ἀπό ἄγχος να πετύχει ἐδῶ, νὰ πετύχει ἐκεῖ, νὰ ἀποκτήσει τό ἕνα, νὰ ἀποκτήσει το ἄλλο, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν κάτω ἀπό τό τραπέζι συνειδητοποιεῖ ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι, καὶ ἀκαριαῖα θέλει να σηκωθεῖ ἐπάνω. Ἡ πρώτη του κίνηση εἶναι αὐτή καί εἶναι λάθος κίνηση. Αὐτό κάνει ὁ ἔχων αἴσθημα κατωτερότητος, πού λέμε ὅτι εἶναι ἐγωισμός. Θέλει να σηκωθεῖ. Ἀρχίζει λοιπόν με το κεφάλι να σπρώχνει το τραπέζι. Αὐτό ὅμως εἶναι βαρύ· δέν σηκώνεται με τίποτε. Ἑπομένως, ὅσο σπρώχνει, τόσο νιώθει ὅτι πιέζεται. Γι' αὐτό, αὐτός πού ἔχει αἴσθημα κατωτερότητος νιώθει πολλή πίεση, πολύ ἄγχος καί ὑποφέρει. Δέν ἀντέχει, δέν μπορεῖ νὰ σηκώσει αὐτή τήν κατάσταση, πάσχει φοβερά, διότι ἀκριβῶς γίνεται αὐτή ἡ κίνηση. Νά! Αὐτή εἶναι ἡ ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει μειονεξία. Ὅσο περισσότερο τόν ἀπασχολεῖ αὐτό τό θέμα καί θέλει νὰ εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται να πιέζεται, ὅπως αὐτός πού σπρώχνει το τραπέζι. Σπρώχνει λοιπόν πρός τά πάνω, καί καθώς δέν κουνιέται το τραπέζι, πού εἶναι ὅλο μέταλλο, αἰσθάνεται ὅλο αὐτό τό βάρος σάν να πέφτει ὅλο αὐτό τό βάρος ἐπάνω του. Αὐτή ἡ κατάσταση συνεχίζεται, καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ. Ἐκτός ἂν κάποια στιγμή ἢ μόνος του καταλάβει τί συμβαί νει καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει –εἶναι πολύ σπάνιο αὐτό καί πολύ δύσκολο– ἤ νά βρεθεῖ κάποιος ποὺ θὰ τοῦ ἐξηγήσει τί τοῦ συμβαίνει καὶ θὰ τοῦ πεῖ συγκεκριμένα τί ἀκριβῶς νὰ κάνει. Τί δηλαδή;
«Ἂς εἶμαι ἔτσι»
Καθώς βρίσκεται κάτω ἀπό τό τραπέζι, αὐτό που χρειάζεται εἶναι νὰ πεῖ: «Σπρώχνω, σπρώχνω, δέν γίνεται τίποτε». Ἔστω κατ' ἀρχὴν νὰ τὸ πάρει μοιρολατρικά. Δέν βγαίνει βέβαια ἔτσι τίποτε· πρέπει νὰ τὸ πάρει ἀληθινά, ἀλλά, ἐν πάση περιπτώσει, νὰ πεῖ: «Ἂς εἶναι οἱ ἄλλοι ὄρθιοι. Ἄς εἶναι καὶ ἕνας κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ὅλοι ὄρθιοι νὰ εἶναι; Ἂς ἔχουμε καί μια ποικιλία». Να το διασκεδάσει λίγο το πράγμα.
(Νομίζω ὅτι ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφέρω καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν ἤμουν στο Στρασβούργο, στὸ Ἰνστιτοῦτο που φοιτούσα παρακολουθοῦσαν μαθήματα ὑποψήφιοι δάσκαλοι. Ἤ, μᾶλλον ήταν ἤδη πτυχιούχοι καὶ ἔκαναν εἰδικότερα μαθήματα ψυχολογικῆς φύσεως. Ἦταν ἕνας νεαρός, ὁ καημένος, τοῦ ὁποίου τὸ ἕνα πόδι ήταν καλό καί τὸ ἄλλο ἦταν ξύλινο. Καθόταν κάποια μέρα σὲ ἕνα ἐντευκτήριο μὲ ἕναν φίλο του. Κι ἐγώ κάπου ἐκεῖ καθόμουν. Νομίζω, δὲν ἦταν κανείς ἄλλος. Καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ ὅτι, ὅταν ὁ ἄλλος τὸν πείραζε, αὐτός χαμογελώντας τοῦ ἔλεγε: «Κάθισε καλά, γιατί θὰ σοῦ δώσω καμιά» καὶ ἔπιανε το ξύλινο πόδι. Προσέξτε. Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φέρει βαρέως, ὅμως εἶχε πάρει τόσο τὸν ἀέρα με την καλή έννοια - ποὺ ἔπαιζε. «Νὰ σοῦ δώσω και μιάν καὶ σήκωσε το ξύλινο πόδι, πιάνοντάς το καὶ μὲ τὰ χέρια.)
Νὰ μὴν το φέρει βαρέως, λοιπόν, που βρέθηκε ἐκεῖ κάτω ἀπὸ το τραπέζι, ἀλλὰ νὰ πεῖ «Δὲν πειράζει. Ἄς μὴν εἴμαστε ὅλοι ίδιοι. Τι πειράζει; Τι θα πάθω; Ἂς εἶμαι κατώτερος». (Ποιός είναι κατώτερος, ποιός εἶναι ἀνώτερος, ἄλλος εἶναι ποὺ θὰ τὸ πεῖ αὐτό. Ἀλλά αὐτός ἔτσι τὸ νιώθει.) Χρειάζεται λίγο νὰ τὸ πάρει μὲ πνεῦμα θυσίας. Ἕνας ποὺ θὰ τὰ πάρει ταπεινά τα πράγματα, που θα σκεφθεί ταπεινά καί ὄχι μειονεκτικά, δὲν δυσκολεύεται πρώτα-πρώτα νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καὶ νὰ ἔχει το πράγμα, δέν παύει νὰ εἶναι λογικός. Καὶ ὅπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα, θὰ ὑπάρχει μια κάποια λύση καλύτερη, μια κάποια ἐνέργεια καλύτερη ἀπὸ αὐτὴν πού κάνει. Αὐτό κάνει ἡ ταπείνωση σ' αὐτές τις περιπτώσεις.
Ἀπό τή στιγμή ποὺ θὰ πεῖ αὐτὰ τὰ λόγια, ἤδη χαλαρώνει καὶ δὲν σπρώχνει πρὸς τὰ πάνω. Αὐτή, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ἡ ταπείνωση. Τὸ ἄλλο εἶναι ἐγωισμός. Τὸ νὰ λέει «γιατί νὰ εἶμαι ἔτσι;» καὶ νὰ σπρώχνει, εἶναι ἡ ἐγωιστική διάθεση.
Καθώς όμως χαλαρώνει, φωτίζεται. Πιό μπροστὰ δὲν μποροῦσε νὰ σκεφθεῖ λογικά, γιατί τὸν ἔτρωγε ἡ ἔγνοια αὐτὴ πῶς θὰ ψηλώσει ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι. Καὶ ὅσο προσπαθοῦσε νὰ ψηλώσει, τόσο ἔνιωθε το βάρος ἐπάνω του και καταπιεζόταν. Ἂν λοιπόν πεῖ «Δὲν πειράζει ἂς εἶμαι ἔτσι. Ἂς εἶμαι ἐδῶ κάτω. Πόσο θα ζήσω; Θα πεθάνω, θα τελειώσει ἡ ζωή μου. Τουλάχιστον δὲν εἶναι φρικτή, ἁπλῶς εἶμαι ἐδῶ κάτω», δέχεται τὴν ὅποια κατάστασή του. Τὴ δέχεται ὄχι μοιρολατρικά· τή δέχεται σαν μια πραγματικότητα.
Ὡς χριστιανός ἐπιπλέον τη δέχεται μέσα στην οἰκονομία, μέσα στη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι τελικά εἶναι για καλό. Καί ὅπως θὰ δοῦμε στη συνέχεια, ὄντως εἶναι γιὰ καλό. Διότι, σκεπτόμενος ἔτσι κανείς, ταπεινώνεται, παύει να σπρώχνει, παύει να νιώθει την πίεση αὐτή, φεύγει τὸ ἄγχος, νιώθει μια χαλάρωση. Εὑρισκόμενος σ' αὐτή την κατάσταση ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει καί σκέπτεται.
Ὡς τότε ήταν θολωμένος, ήταν ὑπό το κράτος τοῦ «γιατί νὰ μὴν εἶμαι κι ἐγώ ὅπως οἱ ἄλλοι» και ἔσπρωχνε πρός τα πάνω. Δέν ἤξερε τίποτε ἄλλο. Τώρα, καθώς το πῆρε ἀπόφαση, «τελείωσε· ἔτσι; Ἔτσι», χαλαρώνει, καί, καθώς σταματάει τὸ ἄγχος, ἡ πίεση, ὅλο αὐτό το κακό, ξεθολώνει το μυαλό, ὁπότε ὄχι μόνο ἀνακουφίζεται, ἀλλά στη συνέχεια μπορεῖ νὰ ἔλθει καμιά καλή σκέψη καί νὰ πεῖ: «Τί κάθομαι ἐδῶ κάτω ἀπό τό τραπέζι καί μάλιστα σπρώχνω πρός τα πάνω; Δέν βγαίνω καλύτερα ἀπό το τραπέζι;» –διότι δὲν τὸν ἔχει δέσει κανείς κάτω ἀπό τὸ τραπέζι. Τόσο ἁπλό εἶναι· προσέξτε. Τόσο ἁπλό εἶναι. Θεωρητικά δηλαδή εἶναι τόσο ἁπλό. Καὶ γίνεται ἁπλό, μόλις ταπεινωθεῖ κανείς. Ἅμα ταπεινωθεῖς, τελείωσε. Δέν ἔχει ἄλλο ζόρι. Τίποτε· καμιά δυσκολία. Ὁπότε, ἔχεις καὶ ἕτοιμη ταπείνωση. (Αὐτό πού λέω συχνά, ὅτι τὸ αἴσθημα κατωτερότητος γί νεται ταπείνωση.) Τοῦ ἄλλου μπορεῖ να λιώσουν τα κόκκαλα, καθώς ἀγωνίζεται χρόνια ὁλόκληρα για να ταπεινωθεί. Αὐτοί ποὺ ἔχουν αἴσθημα ὑπεροχής. Ποῦ να ταπεινωθούν! Ἐνῶ ἐσύ έχεις έτοιμη την τα πείνωση. Ἁπλῶς νὰ σκεφθεῖς ὅπως λέμε καὶ νὰ πεῖς «Ἂς εἶμαι ἔτσι».
Βγαίνει λοιπόν κανείς ἔξω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Μετά ἔρχεται καί μιά ἄλλη καλή σκέψης «Δέν ανεβαίνω πάνω στο τραπέζι;» Βγήκε λοιπόν ἀπὸ τὸ τραπέζι, εἶναι ὄρθιος καί τώρα εἶναι πάνω στο τραπέζι καί εἶναι ψηλότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐντελῶς πρακτικά δηλαδή να τα πάρουμε, ὅπως ἀκούσατε, βγαίνει καλό τελικά. Το τραπέζι τὸ ὁποῖο ήταν τὸ βάρος πού ἔπεφτε ἐπάνω του, καθώς αὐτὸς ἐκινεῖτο, ὅπως εἴπαμε, πρὸς τὰ πάνω, τώρα γίνεται βάθρο, πάνω στὸ ὁποῖο πατάει, καί καθόλου δὲν ὑπάρχει περίπτωση να ξαναβρεθεῖ πάλι ἐκεῖ κάτω. Τὰ κατάλαβε ἔτσι τὰ πράγματα, πού δέν πρόκειται να ξαναβρεθεῖ ἐκεῖ.
Ἡ μεγαλύτερη ευλογία
Εἰδικό Μέρος
β΄. Αἴσθημα κατωτερότητος-Ὁμιλίες σε συνάξεις νέων
Οἱ ἀλήθειες που τακτοποιούν τὸν ἄνθρωπο μὲ αἴσθημα μειονεξίας
Τι θα γίνει; Σύμφωνα μὲ αὐτὰ ποὺ λέμε, πρέπει το κάθε παιδί να τύχει ἀνάλογης μεταχειρίσεως. Ἀλλὰ γιὰ νὰ τύχει ἀνάλογης μεταχειρίσεως καὶ νὰ βοηθηθεί, πρέπει να ξέρουν οἱ μεγάλοι, οἱ γονεῖς κυρίως, ἀπό αὐτά. Σήμερα κάνουν κάποιες προσπάθειες, για να βοηθήσουν γενικῶς τὰ παιδιὰ ἀπὸ κάτι τέτοια, άλλα ξέρω μπορεί να γίνονται χειρότερα. Παρακολουθεί κανείς αὐτοὺς ποὺ ἀσχολοῦνται μὲ τὰ παιδιὰ νὰ τούς λένε συνέχεια «μπράβο, να προσπαθούν συνέχεια να πείσουν τὰ παιδιὰ ὅτι καλῶς ἐνεργούν, ότι καλὰ τὰ κάνουν όλα. Αὐτὰ εἶναι ἐκτὸς πραγματικότητος. Εκείνο που τακτοποιεί τὸν ἀνθρωπο είναι ἡ ἀλήθεια γιὰ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὸ νὰ δεῖ αὐτὴ την άληθεια κάτω ἀπὸ τὴν ἀλήθεια ποὺ εἶναι ὁ Θεὸς. Όταν τα βάλει ὅλα αὐτά μέσα σ' αὐτὴ τὴν αληθεια, έρχεται ή τακτοποίηση καὶ ἡ θεραπεία του, Μὲ ὅλα αὐτὰ ὡς ἐδῶ θέλησα νὰ πῶ ὅτι τὸ αἰσθημα κατωτερότητος κυρίως καὶ πρωτίστως ξεκινὰει μέσα ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Άλλος τὸ ἔχει περισσότερο, ἄλλος λιγότερο. Καί εἰναι θέμα καταβολών, θέμα ψυχοσυνθέσεως· δηλαδή έτσι γεννιέται κανείς. Ύστερα ἔρχονται οἱ ἐξωτερικοί παράγοντες, που συμβάλλουν καὶ αὐτοί. Τα παλαιότερα βέβαια χρόνια αὐτά βρίσκονταν στοὺς ἀνθρώπους σε λανθάνουσα κατάσταση, σε ὑπνώττουσα κατάσταση, καὶ δὲν πολυσυνειδητοποιούσε κανείς ὅτι ὑστερεῖ ἔναντι τῶν ἄλλων σήμερα ὅμως ἀμέσως το ἀντιλαμβάνεται. Καθώς το παιδάκι πάει στο Δημοτικό ἢ ἐκεῖ που ζεί στη γειτονιά ἢ ἀργότερα που θα βγεί στην κοινωνία, καὶ μάλιστα ἂν τύχει σε σκληρό περιβάλλον καὶ, όπως είπαμε, σήμερα εἶναι ἀνταγωνιστικό το περιβάλλον - προσπαθεῖ καὶ αὐτὸ να ξεχωρίσει, ὅπως τὰ δένδρα στο δάσος που προσπαθούν ποιό καὶ ποιό να βγεί στὸν ἥλιο, καὶ τὰ βλέπετε ότι ψηλώνουν, ἀλλὰ εἶναι λεπτότατα. Μερικά ὅμως δὲν ἀντέχουν σ' αὐτὸν τὸν ἀνταγωνισμό καὶ μένουν κάτω καὶ ξεραίνονται. Ἔτσι, μερικοί άνθρωποι δὲν ἀντέχουν νὰ τὰ βγάλουν πέρα μὲ αὐτὸν τὸν ἀνταγωνισμό καὶ παθαίνουν. Παθαίνουν νευρώσεις, καθώς δὲν ξέρουν τι ἀκριβῶς τους συμβαίνει, καὶ δὲν βοηθιοῦνται ἀκόμη καὶ ὅταν πάνε σε ψυχιάτρους. Γίνεται «μύλος» ἡ ὑπόθεση, και ταλαιπωρούν ται οἱ ἄνθρωποι.
Τὸ ἕνα λοιπόν εἶναι αὐτό, ὅτι τὸ αἴσθημα κατωτερότητος ξεκινάει ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Ἔπειτα βέβαια εἶναι καὶ οἱ ἐξωτερικοί παράγοντες. Καὶ θὰ πρέπει να προσέξουν οἱ γονεῖς, θὰ πρέπει να προσέχουν οἱ δάσκαλοι. Ἀλλὰ νὰ λέμε τὴν ἀλήθεια στὸν ἄλλο. Με τα ψέματα δεν γίνεται.
Θυμᾶμαι, εἶχα διαβάσει παλιά ἕνα βιβλίο με τίτλο: Πῶς νὰ ἀποκτοῦμε φίλους καὶ νὰ ἐπηρεάζουμε το περιβάλλον μας τοῦ Νταίηλ Κάρνετζυ. Αὐτὸς δέν γράφει ὡς χριστιανός. Δεν ξέρω ἂν εἶναι καὶ γιατρός· εἶναι ψυχολόγος. Είναι ὡραῖο το βιβλίο του. Ἂν δὲν τὸ ἔχετε διαβάσει, να το διαβάσετε. Μήν ψάχνετε νὰ βρεῖτε ἐκεῖ τὴν Καινή Διαθήκη ἢ τοὺς πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Όπως ἐπίσης, καλὰ εἶναι τὰ βιβλία τῆς Κάρεν Χόρνεῦ καὶ εἰδικὰ τὸ βιβλίο: Οἱ συγκρούσεις τοῦ ἐσωτερικοῦ μας κόσμου. Δὲν θὰ βροῦμε Εὐαγγέλιο ἐκεῖ μέσα, ἀλλὰ ἔχουν κάποιες ψυχολογικῆς φύσεως διαπιστώσεις ποὺ εἶναι πάρα πολύ χρήσιμες.
Γράφει λοιπόν ὁ Κάρνετζυ ότι, γιὰ νὰ ἀποκτοῦμε φίλους καὶ γιὰ νὰ ἐπηρεάζουμε το περιβάλλον, δὲν θὰ λέμε τὰ κακά που βλέπουμε στοὺς ἄλλους θα λέμε μόνο τα καλά. Εντάξει· αὐτὸ καὶ ἄλλοι το κάνουν. Ἀλλὰ αὐτὸς σημειώνει κάτι πολύ χαρακτηριστικό, ποὺ μοῦ εἶχε κάνει ἐντύπωση. Διάβασα το βιβλίο ἴσως πρίν σαράντα χρόνια ἤ καί περισσότερο, καὶ θυμᾶμαι αὐτή τη λεπτομέρεια: Σε κάθε ἄνθρωπο, λέει, ἐφόσον εἶναι ἄνθρωπος, θὰ ὑπάρχει κάτι καλό. Όσα κουσούρια κι ἂν ἔχει, θὰ ἔχει καί κάποια καλά. Ἐμεῖς αὐτὰ νὰ προσέξουμε καί αὐτά, λέει, νὰ τοῦ ποῦμε καὶ αὐτά να τονίσουμε. Δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος δὲν συνιστᾶ, δέν συμβουλεύει να κολακεύουμε τον ἄλλο· όχι. Συμβουλεύει νὰ τοῦ λέμε κάποιες ἀλήθειες.
Επομένως, σήμερα δέν γίνεται σωστή ἀγωγή, ὅταν λένε ἀδιάκριτα στο παιδί «μπράβο, μπράβο». Ἂν πεῖς στο παιδί «μπράβο» για κάτι πού ἀργότερα, ὅταν θα καταλαβαίνει, θὰ πεῖ «Μέ κορόϊδευαν», θά σκοτωθεί κυριολεκτικά ή ψυχή του. Ἐνῶ, τό σωστό εἶναι νὰ πεῖς: «Γιωργάκη μου, δέν το κατάφερες καλά αὐτή τή φορά, ἀλλά θα προσπαθήσεις πάλι, καὶ τὴν ἄλλη φορά θα μπορέσεις». Ή: «Ἐσύ δὲν τὰ καταφέρνεις σ' αὐτόν τον τομέα, τα καταφέρνεις στον ἄλλο τομέα». Καί ἄλλα παρόμοια.
Ἐκεῖνο λοιπόν πού χρειάζεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, εἶναι να γνωρίσουμε τὴν ἀλήθεια, να γνωρίσουμε τί ἀκριβῶς μᾶς συμβαίνει. Καί στή συνέχεια, ὅλο αὐτὸ νὰ τὸ δοῦμε μέσα στὴν οἰκονομία τοῦ Θεοῦ. Διότι μετά ἀρχίζουν ἄλλα: «Γιατί νὰ μέ κάνει ἔτσι ὁ Θεός». Ἀρχίζουν αὐτὰ σ' ἐκεῖνον ποὺ πιστεύει στον Θεό, καὶ ποῦ νὰ βρεῖ ἄκρη κανείς. Δὲν ξεμπλέκει, ἀλλὰ μπλέκει. Εἶναι ὅπως τὸ ζωύφιο ποὺ τὸ ἔπιασε ἡ ἀράχνη καὶ προσπαθεί να ξεφύγει ἀπὸ τὸν ἱστό, καὶ ὅσο προσπαθεί, τόσο μπλέκει.
Να δούμε λοιπόν τὴν ἀλήθεια ὡς πρὸς αὐτὸ τὸ θέμα, δηλαδή τί ἀκριβῶς συμβαίνει, νὰ δοῦμε ἔπειτα τὸ ὅλο αὐτό θέμα μέσα στὴν ἀλήθεια-Θεό, κάτω από την πρόνοια τοῦ Θεοῦ, διότι ὁ Θεὸς τὰ ἐπιτρέπει αὐτά, καὶ φυσικά ὕστερα νὰ δοῦμε τί ἀκριβῶς πρέπει νὰ γίνει, ὥστε ὄχι ἁπλῶς μόνο νὰ ἀνακουφιστεί κανείς, ἀλλὰ νὰ τὰ ξεπεράσει. Καὶ ὅπως ἔχουμε πεῖ καὶ ἄλλη φορά, αὐτά βγαίνουν ὄντως σε καλό. Δηλαδή, ὅλο αὐτὸ τὸ ἀρνητικό υλικό, ὅλη αὐτή ἡ ταλαιπωρία που πέρασε κανείς στη ζωή του, ἄν τὴ δεῖ σωστά, ἂν τὴν ἑρμηνεύσει καὶ ἂν τὴν ἀντιμετωπίσει σωστά, εἶναι ἕνα ὑλικό χρησιμότατο για ταπείνωση.
Ἕνα χαρακτηριστικό παράδειγμα: κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι
Καὶ νὰ ἔρθουμε σύντομα-σύντομα σ' ἕνα χτυπητό παράδειγμα, ποὺ θὰ μᾶς βοηθήσει νὰ τὰ καταλάβουμε ὅλα αὐτά καλύτερα, χωρίς βέβαια να το ἐξαντλοῦμε τὸ θέμα· ἁπλῶς λίγο το πλησιάζουμε.
Σὲ ἕναν κλειστό χῶρο εἶναι ἀρκετοί ἄνθρωποι, ὅλοι ὄρθιοι, μὲ ἕνα ποτήρι στο χέρι. Πίνουν, γελοῦν, συζητοῦν, χαίρονται. Ἄνετοι, φυσιολογικότατοι. Κάπου σε μια γωνιά ὑπάρχει ἕνα τραπέζι. Το τραπέζι αὐτό εἶναι βαρύ, ἀσήκωτο. Μόνο γερανός μπορεί νὰ τὸ σηκώσει. Καὶ κάποιος βρέθηκε κάτω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Βρέθηκε. Δὲν θὰ ποῦμε ὅτι πῆγε. Ὄχι· βρέθηκε. Αὐτό εἶναι τό σωστότερο, γιατί, εἴπαμε, ἔρχεται κανείς στον κόσμο μέ τίς καταστάσεις πού δημιουργοῦν τὸ αἴσθημα κατωτερότητος. Δέν τις ἔφτιαξε ὁ ἴδιος. Ὕστερα τίς φτιάχνει. Ἀλλά κατ' ἀρχήν εἶναι ἔτσι. Βρέθηκε λοιπόν κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἔχει σημασία ὅτι εἶναι κάτω ἀπό τό τραπέζι. Εἶναι αὐτό που λέμε, ὅτι ἔχει το παιδί μιά προδιάθεση. Οἱ καταβολές του, ἡ ψυχοσύνθεσή του, αὐτά ὅλα εἶναι ἔτσι, σαν να βρίσκεται κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ἤδη δηλαδή ὑπάρχει ὑπόστρωμα, ὑπάρχει ὑποδομή αἰσθήματος κατωτερότητος. Βρέθηκε λοιπόν ἐκεῖ καί κάποια στιγμή συνειδητοποιεῖ ὅτι, ἐνῶ ὅλοι οἱ ἄλλοι εἶναι ὄρθιοι καί χαίρονται, αὐτός δέν μπορεῖ νὰ εἶναι ὄρθιος. Δέν εἶναι ὄρθιος καί ἀκαριαῖα κινεῖται νά σηκωθεῖ ἐπάνω. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἔτσι φτιαγμένος, ὥστε ἀμέσως προβληματίζεται γιατί οἱ ἄλλοι νὰ εἶναι ὄρθιοι καί αὐτός νὰ μὴν εἶναι, καί σπεύδει νά εἶναι καί αὐτός ὄρθιος.
Να θυμηθοῦμε αὐτό πού λέει ὁ Ἄντλερ, ὅτι ἡ φροντίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου εἶναι πῶς θὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του. Δηλαδή, καί ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος νὰ αἰσθάνεται ὅτι στέκεται καλά, καί οἱ ἄλλοι νά τόν ἀναγνωρίζουν, νά τόν δέχονται. Γι' αὐτό τόσο πολύ τό φρόνημα τοῦ καθενός εἶναι: «Θέλω να κάνω αὐτό πού θέλω». Νομίζει δηλαδή ἡ κορούλα, ἄς ποῦμε, ὅτι, ἄν κάνει αὐτό πού λέει ἡ μητέρα, χάνεται ἡ ὕπαρξή της. Καί εἶναι φοβερό. Πῶς μπλέκει κανείς! «Θέλω να κάνω αὐτό πού θέλω. Θέλω νὰ εἶμαι αὐτός πού εἶμαι». Μεγάλη ὑπόθεση. Θέλει λοιπόν κανείς νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του καὶ κάνει ἀγώνα και μια ζωή τρέχει. Τό ὅτι θέλει να καταλάβει κανείς θέσεις κτλ., δέν γίνεται πάντοτε, σώνει καί καλά, γιά να πάρει περισσότερα χρήματα. Παρακινεῖται ἀπό ἄγχος να πετύχει ἐδῶ, νὰ πετύχει ἐκεῖ, νὰ ἀποκτήσει τό ἕνα, νὰ ἀποκτήσει το ἄλλο, ἀκριβῶς γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει τὴν ὕπαρξή του.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν κάτω ἀπό τό τραπέζι συνειδητοποιεῖ ὅτι δέν εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι, καὶ ἀκαριαῖα θέλει να σηκωθεῖ ἐπάνω. Ἡ πρώτη του κίνηση εἶναι αὐτή καί εἶναι λάθος κίνηση. Αὐτό κάνει ὁ ἔχων αἴσθημα κατωτερότητος, πού λέμε ὅτι εἶναι ἐγωισμός. Θέλει να σηκωθεῖ. Ἀρχίζει λοιπόν με το κεφάλι να σπρώχνει το τραπέζι. Αὐτό ὅμως εἶναι βαρύ· δέν σηκώνεται με τίποτε. Ἑπομένως, ὅσο σπρώχνει, τόσο νιώθει ὅτι πιέζεται. Γι' αὐτό, αὐτός πού ἔχει αἴσθημα κατωτερότητος νιώθει πολλή πίεση, πολύ ἄγχος καί ὑποφέρει. Δέν ἀντέχει, δέν μπορεῖ νὰ σηκώσει αὐτή τήν κατάσταση, πάσχει φοβερά, διότι ἀκριβῶς γίνεται αὐτή ἡ κίνηση. Νά! Αὐτή εἶναι ἡ ταλαιπωρία τοῦ ἀνθρώπου πού ἔχει μειονεξία. Ὅσο περισσότερο τόν ἀπασχολεῖ αὐτό τό θέμα καί θέλει νὰ εἶναι ὅπως οἱ ἄλλοι, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται να πιέζεται, ὅπως αὐτός πού σπρώχνει το τραπέζι. Σπρώχνει λοιπόν πρός τά πάνω, καί καθώς δέν κουνιέται το τραπέζι, πού εἶναι ὅλο μέταλλο, αἰσθάνεται ὅλο αὐτό τό βάρος σάν να πέφτει ὅλο αὐτό τό βάρος ἐπάνω του. Αὐτή ἡ κατάσταση συνεχίζεται, καί ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ διαλυθεῖ. Ἐκτός ἂν κάποια στιγμή ἢ μόνος του καταλάβει τί συμβαί νει καὶ πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐνεργήσει –εἶναι πολύ σπάνιο αὐτό καί πολύ δύσκολο– ἤ νά βρεθεῖ κάποιος ποὺ θὰ τοῦ ἐξηγήσει τί τοῦ συμβαίνει καὶ θὰ τοῦ πεῖ συγκεκριμένα τί ἀκριβῶς νὰ κάνει. Τί δηλαδή;
«Ἂς εἶμαι ἔτσι»
Καθώς βρίσκεται κάτω ἀπό τό τραπέζι, αὐτό που χρειάζεται εἶναι νὰ πεῖ: «Σπρώχνω, σπρώχνω, δέν γίνεται τίποτε». Ἔστω κατ' ἀρχὴν νὰ τὸ πάρει μοιρολατρικά. Δέν βγαίνει βέβαια ἔτσι τίποτε· πρέπει νὰ τὸ πάρει ἀληθινά, ἀλλά, ἐν πάση περιπτώσει, νὰ πεῖ: «Ἂς εἶναι οἱ ἄλλοι ὄρθιοι. Ἄς εἶναι καὶ ἕνας κάτω ἀπό τό τραπέζι. Ὅλοι ὄρθιοι νὰ εἶναι; Ἂς ἔχουμε καί μια ποικιλία». Να το διασκεδάσει λίγο το πράγμα.
(Νομίζω ὅτι ἀξίζει ἐδῶ νὰ ἀναφέρω καὶ τὸ ἑξῆς: Ὅταν ἤμουν στο Στρασβούργο, στὸ Ἰνστιτοῦτο που φοιτούσα παρακολουθοῦσαν μαθήματα ὑποψήφιοι δάσκαλοι. Ἤ, μᾶλλον ήταν ἤδη πτυχιούχοι καὶ ἔκαναν εἰδικότερα μαθήματα ψυχολογικῆς φύσεως. Ἦταν ἕνας νεαρός, ὁ καημένος, τοῦ ὁποίου τὸ ἕνα πόδι ήταν καλό καί τὸ ἄλλο ἦταν ξύλινο. Καθόταν κάποια μέρα σὲ ἕνα ἐντευκτήριο μὲ ἕναν φίλο του. Κι ἐγώ κάπου ἐκεῖ καθόμουν. Νομίζω, δὲν ἦταν κανείς ἄλλος. Καὶ μοῦ ἔκανε ἐντύπωση τὸ ὅτι, ὅταν ὁ ἄλλος τὸν πείραζε, αὐτός χαμογελώντας τοῦ ἔλεγε: «Κάθισε καλά, γιατί θὰ σοῦ δώσω καμιά» καὶ ἔπιανε το ξύλινο πόδι. Προσέξτε. Ἐνῶ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ φέρει βαρέως, ὅμως εἶχε πάρει τόσο τὸν ἀέρα με την καλή έννοια - ποὺ ἔπαιζε. «Νὰ σοῦ δώσω και μιάν καὶ σήκωσε το ξύλινο πόδι, πιάνοντάς το καὶ μὲ τὰ χέρια.)
Νὰ μὴν το φέρει βαρέως, λοιπόν, που βρέθηκε ἐκεῖ κάτω ἀπὸ το τραπέζι, ἀλλὰ νὰ πεῖ «Δὲν πειράζει. Ἄς μὴν εἴμαστε ὅλοι ίδιοι. Τι πειράζει; Τι θα πάθω; Ἂς εἶμαι κατώτερος». (Ποιός είναι κατώτερος, ποιός εἶναι ἀνώτερος, ἄλλος εἶναι ποὺ θὰ τὸ πεῖ αὐτό. Ἀλλά αὐτός ἔτσι τὸ νιώθει.) Χρειάζεται λίγο νὰ τὸ πάρει μὲ πνεῦμα θυσίας. Ἕνας ποὺ θὰ τὰ πάρει ταπεινά τα πράγματα, που θα σκεφθεί ταπεινά καί ὄχι μειονεκτικά, δὲν δυσκολεύεται πρώτα-πρώτα νὰ τὸ πεῖ αὐτό. Διότι ὁ ἄνθρωπος, ὅπως καὶ νὰ ἔχει το πράγμα, δέν παύει νὰ εἶναι λογικός. Καὶ ὅπως καὶ νὰ ἔχει τὸ πράγμα, θὰ ὑπάρχει μια κάποια λύση καλύτερη, μια κάποια ἐνέργεια καλύτερη ἀπὸ αὐτὴν πού κάνει. Αὐτό κάνει ἡ ταπείνωση σ' αὐτές τις περιπτώσεις.
Ἀπό τή στιγμή ποὺ θὰ πεῖ αὐτὰ τὰ λόγια, ἤδη χαλαρώνει καὶ δὲν σπρώχνει πρὸς τὰ πάνω. Αὐτή, ἐπαναλαμβάνω, εἶναι ἡ ταπείνωση. Τὸ ἄλλο εἶναι ἐγωισμός. Τὸ νὰ λέει «γιατί νὰ εἶμαι ἔτσι;» καὶ νὰ σπρώχνει, εἶναι ἡ ἐγωιστική διάθεση.
Καθώς όμως χαλαρώνει, φωτίζεται. Πιό μπροστὰ δὲν μποροῦσε νὰ σκεφθεῖ λογικά, γιατί τὸν ἔτρωγε ἡ ἔγνοια αὐτὴ πῶς θὰ ψηλώσει ὅσο καὶ οἱ ἄλλοι. Καὶ ὅσο προσπαθοῦσε νὰ ψηλώσει, τόσο ἔνιωθε το βάρος ἐπάνω του και καταπιεζόταν. Ἂν λοιπόν πεῖ «Δὲν πειράζει ἂς εἶμαι ἔτσι. Ἂς εἶμαι ἐδῶ κάτω. Πόσο θα ζήσω; Θα πεθάνω, θα τελειώσει ἡ ζωή μου. Τουλάχιστον δὲν εἶναι φρικτή, ἁπλῶς εἶμαι ἐδῶ κάτω», δέχεται τὴν ὅποια κατάστασή του. Τὴ δέχεται ὄχι μοιρολατρικά· τή δέχεται σαν μια πραγματικότητα.
Ὡς χριστιανός ἐπιπλέον τη δέχεται μέσα στην οἰκονομία, μέσα στη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καὶ πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι τελικά εἶναι για καλό. Καί ὅπως θὰ δοῦμε στη συνέχεια, ὄντως εἶναι γιὰ καλό. Διότι, σκεπτόμενος ἔτσι κανείς, ταπεινώνεται, παύει να σπρώχνει, παύει να νιώθει την πίεση αὐτή, φεύγει τὸ ἄγχος, νιώθει μια χαλάρωση. Εὑρισκόμενος σ' αὐτή την κατάσταση ὁ ἄνθρωπος ἀρχίζει καί σκέπτεται.
Ὡς τότε ήταν θολωμένος, ήταν ὑπό το κράτος τοῦ «γιατί νὰ μὴν εἶμαι κι ἐγώ ὅπως οἱ ἄλλοι» και ἔσπρωχνε πρός τα πάνω. Δέν ἤξερε τίποτε ἄλλο. Τώρα, καθώς το πῆρε ἀπόφαση, «τελείωσε· ἔτσι; Ἔτσι», χαλαρώνει, καί, καθώς σταματάει τὸ ἄγχος, ἡ πίεση, ὅλο αὐτό το κακό, ξεθολώνει το μυαλό, ὁπότε ὄχι μόνο ἀνακουφίζεται, ἀλλά στη συνέχεια μπορεῖ νὰ ἔλθει καμιά καλή σκέψη καί νὰ πεῖ: «Τί κάθομαι ἐδῶ κάτω ἀπό τό τραπέζι καί μάλιστα σπρώχνω πρός τα πάνω; Δέν βγαίνω καλύτερα ἀπό το τραπέζι;» –διότι δὲν τὸν ἔχει δέσει κανείς κάτω ἀπό τὸ τραπέζι. Τόσο ἁπλό εἶναι· προσέξτε. Τόσο ἁπλό εἶναι. Θεωρητικά δηλαδή εἶναι τόσο ἁπλό. Καὶ γίνεται ἁπλό, μόλις ταπεινωθεῖ κανείς. Ἅμα ταπεινωθεῖς, τελείωσε. Δέν ἔχει ἄλλο ζόρι. Τίποτε· καμιά δυσκολία. Ὁπότε, ἔχεις καὶ ἕτοιμη ταπείνωση. (Αὐτό πού λέω συχνά, ὅτι τὸ αἴσθημα κατωτερότητος γί νεται ταπείνωση.) Τοῦ ἄλλου μπορεῖ να λιώσουν τα κόκκαλα, καθώς ἀγωνίζεται χρόνια ὁλόκληρα για να ταπεινωθεί. Αὐτοί ποὺ ἔχουν αἴσθημα ὑπεροχής. Ποῦ να ταπεινωθούν! Ἐνῶ ἐσύ έχεις έτοιμη την τα πείνωση. Ἁπλῶς νὰ σκεφθεῖς ὅπως λέμε καὶ νὰ πεῖς «Ἂς εἶμαι ἔτσι».
Βγαίνει λοιπόν κανείς ἔξω ἀπὸ τὸ τραπέζι. Μετά ἔρχεται καί μιά ἄλλη καλή σκέψης «Δέν ανεβαίνω πάνω στο τραπέζι;» Βγήκε λοιπόν ἀπὸ τὸ τραπέζι, εἶναι ὄρθιος καί τώρα εἶναι πάνω στο τραπέζι καί εἶναι ψηλότερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Ἐντελῶς πρακτικά δηλαδή να τα πάρουμε, ὅπως ἀκούσατε, βγαίνει καλό τελικά. Το τραπέζι τὸ ὁποῖο ήταν τὸ βάρος πού ἔπεφτε ἐπάνω του, καθώς αὐτὸς ἐκινεῖτο, ὅπως εἴπαμε, πρὸς τὰ πάνω, τώρα γίνεται βάθρο, πάνω στὸ ὁποῖο πατάει, καί καθόλου δὲν ὑπάρχει περίπτωση να ξαναβρεθεῖ πάλι ἐκεῖ κάτω. Τὰ κατάλαβε ἔτσι τὰ πράγματα, πού δέν πρόκειται να ξαναβρεθεῖ ἐκεῖ.
Ἡ μεγαλύτερη ευλογία
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου