Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2025

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ (10)

Συνέχεια από Παρασκευή, 14 Νοεμβρίου 2025

MICHAEL HAGNER – HOMO CEREBRALIS – Ο ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

DER WANDEL VOM SEELENORGAN ZUM GEHIRN – Η ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΤΟΥ ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΣΕ ΕΓΚΕΦΑΛΟ 


ΑΝΘΡΩΠΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ «ΨΥΧΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ»

Η «διάγνωση» του La Mettries, ότι η ανατομία είναι αρμόδια για τη διαπίστωση χονδροειδών διαφορών μεταξύ π.χ. ανθρώπου και ζώου, μη μπορώντας ωστόσο να εξακριβώση προς το παρόν λεπτομέρειες και λεπτές αποχρώσεις, επικυρώθηκε όχι μόνον απ’ το γεγονός ότι η ανατομία τού εγκεφάλου κατέστη αρμόδια για την εξερεύνηση του «ψυχικού οργάνου», αλλά και απ’ το ότι απέκτησε, απ’ το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνα, μιαν αυξανόμενη σημασία στη φυσική ανθρωπολογία. Η διδασκαλία για τον «διπλόν άνθρωπο» (“homo duplex”) προέκυψε σε συνδυασμό με τη μάταιη αναζήτηση πειστικών φυσικών διακριτικών χαρακτηριστικών. Η παραμένουσα άγνοια για τις λειτουργίες εκείνες, που συγκροτούσαν τη «συναλλαγή διανοίας και σώματος» (“commercium mentis et corporis”), δημιουργούσε και σήμαινε ταυτόχρονα ένα είδος «ζώνης ασφαλείας», εντός τής οποίας δεν αμφισβητείτο η ιδιαίτερη θέση τού ανθρώπου. Είναι δε χαρακτηριστικό για την εποχή τού όψιμου Διαφωτισμού, ότι αυτό το θέμα παρέμενε το ίδιο, ακόμα κι όταν οι συζητήσεις περί βαθμιαίων (αποκλειστικά...) διαφορών επεκτείνονταν με ορμή και πάθος, χωρίς να περιορίζονται πλέον στη σύγκριση απλώς μεταξύ ανθρώπου και ζώων. Ο βασικός μάλιστα στόχος ήταν όλο και περισσότερο η σχέση που υφίστατο μεταξύ τών Ευρωπαίων και των ούτως ονομαζομένων Αγρίων, το οποίο και οδηγούσε σε μια «ταξινόμηση» των φυλών, και έτσι σ’ ένα πλήθος από κριτήρια, ώστε να καταστή αξιόπιστη η προτεινόμενη σχέση. Μελέτες και έρευνες για το χρώμα τού δέρματος, συγκριτικές μελέτες για τον αλμπινισμό, τη φυσιογνωμία, το χρώμα τών μαλλιών και τη σκελετική μορφή, καθώς και χαρακτηριστικά τού φύλου, όπως π.χ. η ανάπτυξη της γενειάδας, υπήρξαν τα προκρινόμενα πεδία για τη διατύπωση διαφορών μεταξύ τών ανθρωπίνων ειδών και φυλών.

Εξερευνήθηκε λοιπόν και ο εγκέφαλος από την άποψη των μεγάλων (έστω...) διαφορών. Κάτι που δεν ήταν ωστόσο καινούργιο, καθώς είχε ήδη «ενημερώσει» ο Tyson για τον εγκέφαλο του χιμπατζή «του», ότι ήταν μεγαλύτερος απ’ τον εγκέφαλο των άλλων πιθήκων, και διαμορφωμένος ακριβώς όπως ο ανθρώπινος εγκέφαλος σε όλα του τα μέρη! Αλλά και στα μέσα τού 18ου αιώνα ίσχυε γενικώς το μέγεθος του εγκεφάλου ως παράμετρος για την κατάταξη στην αλυσίδα τών ζωντανών όντων. Διαβάζουμε έτσι στην «Εγκυκλοπαίδεια» το 1751, ότι: «Ο άνθρωπος, που είναι και το ευφυέστερο ανάμεσα στα όντα, διαθέτει και τον μεγαλύτερον εγκέφαλο». Κάτι απ’ το οποίο «αναγκαστήκαμε» ωστόσο να παραιτηθούμε, όταν ανακαλύψαμε ότι ο ελέφαντας και η φάλαινα έχουν έναν ακόμα μεγαλύτερον εγκέφαλο! Αυτές οι «αξιολογήσεις» τού εγκεφάλου συσχετίσθηκαν παρ’ όλ’ αυτά και με το μέγεθος, αλλά και με το βάρος τών σωμάτων. Για ν’ αποδειχθή κι εδώ όμως, ότι διάφορα μικρά πουλιά διέθεταν μεγαλύτερον εγκέφαλο απ’ ό,τι ο άνθρωπος, κι ότι το αναλογικό εγκεφαλικό βάρος ήταν μεγαλύτερο στα μικρά παιδιά απ’ ό, τι στους ενήλικες. Μια «κατάσταση», που αποδεικνυόταν τόσο σημαντική, ώστε να υπάρξη κι ένα δεύτερο άρθρο για τον εγκέφαλο στην «Εγκυκλοπαίδεια», όπου και παρουσιάζονταν οι καινούργιες αυτές «ανακαλύψεις». Που όσο και να «δυσαρεστούσαν», οδηγούσαν παρ’ όλ’ αυτά στο να μην τις αμφισβητή μεν ο συγγραφέας τού άρθρου, καλώντας μας ωστόσο να αναλογιστούμε, ότι ο άνθρωπος ήταν και πιο «παχύς» απ’ τα ζώα. Ούτε αυτό το υπερβολικό ωστόσο «πάχος» ή λίπος μπορούσε να συνυπολογισθή στα σταθερά συστατικά τού σώματος, αμφισβητώντας έτσι και το τελευταίο αυτό συμπέρασμα, καθώς η σχέση μεταξύ εγκεφαλικού και γενικού σωματικού βάρους απέβαινε σ’ έναν αποστεωμένο και εξαιρετικά αδύνατον άνθρωπο πράγματι εκπληκτική! Ένας «συλλογισμός», που δεν γινόταν ωστόσο εντελώς αποδεκτός, ενώ και η αναζήτηση κατάλληλων διακριτικών χαρακτηριστικών συνεχιζόταν με μεγαλύτερη ακόμα ένταση.

Μια περαιτέρω προσπάθεια έγινε με τον συνδυασμό τού εγκεφάλου προς τον σκελετό τού προσώπου: όσο πιο εκτεταμένη ήταν η σιαγών, τόσο μικρότερη (θα...) ήταν και η ευφυία. Κι αυτή όμως η προσπάθεια εγκαταλείφθηκε, όπως και η καταμέτρηση του μήκους τού λαιμού, αναγκαστικά, καθώς μερικοί απ’ τους πιο φημισμένους «σοφούς» και «λόγιους» του 18ου αιώνα (Leibnitz, Haller, Franklin κ.α.) διέθεταν μια τεράστια σιαγώνα! Ενώ ο μοναδικός συσχετισμός που δεν απαξιώθηκε αμέσως από αντίθετα παραδείγματα ήταν εκείνος μεταξύ εγκεφάλου και διαμέτρου τών νεύρων.

Το κοινό σημείο αναφοράς όλων αυτών των «αναζητήσεων» βρίσκεται στη θεώρηση της εξέλιξης του μεγέθους ή των ποσοτικών γενικώς χαρακτηριστικών ως κάτι το «ιδανικό». Τα ανταγωνιστικά σχήματα, όπως μεγαλύτερο/μικρότερο, ευφυέστερο/ηλιθιότερο ή και πλέον πολιτισμένο/αγριώτερο αντιστοιχούσαν με ακρίβεια στο χονδροειδές «σύμπλεγμα» της ανατομικο-ανθρωπολογικής μεθόδου. Η δε επιμονή στο εγκεφαλικό μέγεθος δείχνει, πως η ποσοτική άποψη «επαρκούσε» προς διαπίστωση των διαφορών, ακόμα κι αν οι πιο συγκεκριμένες συνάφειες και διασυνδέσεις παρέμεναν άγνωστες και κρυφές. Το ποσοτικό επιχείρημα είχε ωστόσο το σαφώς καθορισμένο πεδίο ισχύος του, το οποίο περιελάμβανε εξειδικευμένες ως προς το είδος, φυλετικές ή και ηθικές ακόμα – όπως θα μας το δείξη το παράδειγμα του δαχτυλιδιού τού Soemmer – ιεραρχήσεις μπορούσε δηλ. να διαπιστώνη κανείς ή και να εγκαθιστά εδώ διαφορές και διακρίσεις. Και ό,τι βρισκόταν πέρα απ’ αυτό το πλαίσιο, δεν ενδιέφερε καθόλου! Ιδιαιτέρως δε το ερώτημα περί συνέργειας ψυχής και εγκεφάλου «προϋπέθετε» ή και «ανήκε» σε μιαν εντελώς διαφορετική και άλλου είδους «γνώση».

Κάτι που καθίσταται εξάλλου σαφές με τον Alexander Monro secundus, o οποίος και μεταφράζεται επιμελώς στα γερμανικά, σχολιαζόμενος και «τροποποιούμενος» σε υποσημειώσεις τόσο απ’ τον ανώνυμο μεταφραστή του όσο και απ’ τον Soemmering. Αναφέρεται λοιπόν εδώ εν σχέσει προς το εγκεφαλικό μέγεθος: «Πρέπει να θεωρήσουμε άρα τον εγκέφαλο ως ένα ενδιάμεσο ή συνδετικό εργαλείο (Medium) ανάμεσα στην ψυχή και το υπόλοιπο μέρος τού ζωικού σώματος, εργαλείο που επιδρά μέσω τής τεχνικής του κατασκευής στις νοητικές δυνάμεις, κατά έναν τέτοιον ωστόσο τρόπο, που ούτε τώρα τον αντιλαμβανόμαστε, ούτε και θα μάθουμε ίσως ποτέ να τον κατανοούμε». Και δεν υπήρχαν βέβαια (και δυστυχώς...) ικανές και διαθέσιμες προτάσεις, που θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν μια παρόμοια «σκέψη». Μια πιθανή ωστόσο απάντηση δόθηκε τότε με την ποιοτικήν εξομοίωση «ψυχικού οργάνου» και ψυχής. Η «οργανική» δηλ. «ύλη τού ψυχικού οργάνου εξαγνίζεται μέχρι την πιο τέλεια ομογενοποίηση, καθαρότητα, δραστηριότητα και διάρκεια [...], ώστε να βρεθή σε μιαν αρμονική αλληλεπίδραση με την πνευματική ουσία τής ψυχής». Αντίθετα άρα προς την παράδοση του Stahl, όπου το σώμα κατανοείται ως ένα κενό απλώς περίβλημα, που το ζωογονεί κατ’ αρχάς η ψυχή, αυτή η ανατίμηση ή και εξευγενισμός τού οργανισμού ακολουθεί πλήρως και εντελώς τη «γραμμή» τών Haller και Bordeus.

Παρόμοιοι «συλλογισμοί» εξειδικεύονται ωστόσο κατά την παρατήρηση διαφόρων «ψυχολογικών» φαινομένων, όπως η σκέψη, η διαμόρφωση ιδεών, η ικανότητα μάθησης ή η μνήμη. Η «γενική» ανατομία δεν είναι βέβαια και τελικά κατάλληλη για την «επεξεργασία» τού συγκεκριμένου προβλήματος, ποια δηλ. σημασία μπορεί να αποδοθή εδώ στην ύλη, αλλά χρησιμοποιείται παρ’ όλ’ αυτά ξανά και ξανά για να «θεμελιωθούν» διαφορές. Στο δε ερώτημα που ανακύπτει, γιατί δεν αναπτύσσεται άραγες κάθε ιδέα σε κάθε άνθρωπο, εφ’ όσον ο υγιής εγκέφαλος είναι παρόμοια διαμορφωμένος σε όλους τούς ανθρώπους, ο ανατόμος Johann Christoph Andreas Mayer απαντά, πως η κάθε ψυχή οικοδομεί και τη δική της ιδιαίτερη κατοικία. Η συγκριτική ωστόσο ανατομία τού Mayer που ακολουθεί, φανερώνει μια «περιπλοκή» δυϊστικών και αισθησιακών σκέψεων με διάφορες σκέψεις και συλλογισμούς ταξινόμησης, που ήταν εξάλλου εντελώς τυπική για τα διάφορα ιδρύματα και μουσεία «φυσικών αγαθών», καθώς και για τα εμπορικά περιοδικά τού 18ου αιώνα. Ο Mayer υποθέτει λοιπόν, «ότι η ψυχή ταξινομεί τις ιδέες της σε ιδιαίτερα για την κάθε μιαν αγγεία τού εγκεφάλου, ανακαλώντας τες κατόπιν απ’ αυτό το απόθεμα, και προξενώντας τις διάφορες εξ αυτών επενέργειες σε ιδιαίτερες πάλι εγκεφαλικές περιοχές». Αυτή η εμμονή περί εντοπισμού αναφέρεται στις διάφορες, όπως και στον Bonnet, εγκεφαλικές ίνες: «[Η ψυχή] ταξινομεί κάθε αίσθηση, στην οποίαν και αποδίδει προσοχή, σ’ ένα συγκεκριμένο (εγκεφαλικό...) αγγείο, καθιστώντας κάθε αναγκαία προς τούτο εγκεφαλικήν ίνα τής εγκεφαλικής ουσίας τόσο πιο κινητική και επιδέξια, όσο πιο πολύ [η ίδια πάλι η ψυχή] τη χρησιμοποιεί».

Αυτές οι «συγκρίσεις» δεν είναι καθαρά ωστόσο θεωρητικές. Η δυαδική «ομολογία» αυτών τών προτάσεων πηγαίνει παράλληλα μάλλον με μιαν ειδική σηματοδότηση καθημερινών εμπειριών και ανατομικο-παθολογικών παρατηρήσεων. Τα παιδιά διαθέτουν μιαν ιδιαίτερη π.χ., σε αντίθεση προς τους ηλικιωμένους και τους αμβλύνοες ανθρώπους, ικανότητα μάθησης, κάτι που εξηγείται απ’ το ότι ο εγκέφαλός του είναι απαλός και ιδιαίτερα ευαίσθητος στις εντυπώσεις – αντίθετα προς τους σκληρούς, ξηρούς και μη ευκίνητους εγκεφάλους τών ηλικιωμένων. Η σημασία έτσι τής ύλης «αναβιβάζεται» σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε η ψυχική επιρροή να καθιστά δυνατή όχι μόνο τη διαμόρφωση ιδεών, αλλά και την κινητικότητα (γενικά...), την ευαισθησία και τον ίδιον τον σχηματισμό τελικά τού εγκεφάλου. Αυτές οι «τοποθετήσεις» («τόποι») κυκλοφορούν βέβαια, κυρίως μετά και τη θέση τού Καρτέσιου, ότι οι αισθητικές παραστάσεις εντυπώνονται στον εγκέφαλο όπως η σφραγίδα στο κερί, ευρέως, για να αποκτήσουν ωστόσο τον 18ον κατ’ αρχάς αιώνα μια πελώρια αναβάθμιση, καθώς θεωρούνται ως απαραίτητη π.χ. προϋπόθεση για τη δυνατότητα μάθησης της ψυχής και για την αγωγή έτσι τών παιδιών. Απ’ τη στιγμή που έχουν τεθή μια φορά τα «ίχνη» στον εγκέφαλο, και πληρώθηκαν μια φορά τα (εγκεφαλικά...) αγγεία, μπορεί να υπάρξουν μεν σε περιορισμένα πλαίσια ανακατατάξεις, όχι όμως και ριζικές μεταβολές. Ο δε Georg Forster θεωρεί αυτή τη «σταθεροποίηση» ως μιαν απαραίτητη διαδικασία ωρίμανσης, καθώς «οι ζωτικές δυνάμεις τού εγκεφάλου εκδηλώνουν στην περίοδο κατ’ αρχάς τής στασιμότητας την πιο υψηλή τους δραστηριότητα, αυξάνοντας μέσα απ’ την αναπόσπαστη από τέτοιες εκδηλώσεις αντίδραση τη διαύγεια της συνείδησης».

Μια τέτοια «συνετή» ωστόσο ερμηνεία δεν αποτελεί και τον αναπόφευκτο κανόνα. Όπως το ποσοτικό επιχείρημα, έτσι και η ποιοτική ικανότητα του εγκεφάλου χρησιμοποιείται για να αιτιολογηθούν φυλετικές διακρίσεις, καθώς και διακρίσεις φύλου. Όπου δεν είναι αρκετή ωστόσο η διάκριση «σκληρού» και «μαλακού», καθώς γράφει ο Ernst Platner στην «Ανθρωπολογία» του «για ιατρούς και φιλοσόφους», ότι έναν σκληρό εγκέφαλο διαθέτουν «οι αδιάφοροι άνθρωποι, οι γέροντες, οι βόρειοι και νότιοι, τραχείς και βάρβαροι λαοί, οι σκληρυμένοι γενικώς άνθρωποι, και σε μεγαλύτερο βαθμό οι αμβλύνοες και άλογοι τρελλοί». Η «δυσκολία» που προκύπτει ωστόσο εδώ για τον Platner είναι το γεγονός, ότι απαλό και μαλακό εγκέφαλο δεν διαθέτουν μόνο τα μικρά παιδιά, αλλά και οι υδροκέφαλοι, καθώς και «οι περισσότερες γυναίκες και οι γυναικοπρεπείς νεαροί και μεγαλύτεροι άνδρες». Γι’ αυτό και υποχρεώνεται εξάλλου να θεωρήση ταυτόχρονα ως «ανερέθιστο» και «άχαρι» τον εγκέφαλό τους. Ενώ έναν «μαλακό και ταυτόχρονο ευαίσθητο εγκέφαλο» διαθέτουν αντίθετα «όλοι κατά κανόνα οι άνθρωποι μιας ήπιας γενικώς, ευερέθιστης και ευαίσθητης φύσεως, παιδιά, νέοι και άνθρωποι μιας μέσης ηλικίας [...], καθώς και έθνη που το σώμα τους δεν έχει σκληρυνθή ιδιαιτέρως ούτε από το κλίμα ούτε από τον βάρβαρο και απολίτιστο τρόπο τής ζωής τους». Τέτοιοι συλλογισμοί εμφανίζονται στο κεφάλαιο «Περί συμβολής τού σώματος στην ευφυΐα», καθιστώντας όχι απλώς σαφές το ότι η ευφυΐα ανάγεται τόσο στη φύση όσο και στην αγωγή, αλλά και το ποιος μπορεί και ποιος δεν μπορεί να είναι «εκ φύσεως» ευφυής! Εδώ ανήκει μάλιστα και το συλλογιστικό «πείραμα» του Bonnet, για μιαν (ενδεχόμενη...) μεταφύτευση της ψυχής ενός Ινδιάνου τής φυλής τών «Χουρόν» στον εγκέφαλο (π.χ. ...) του Μοντεσκιέ: Κι «αν η ψυχή ενός Χουρόν μπορούσε να κληρονομήση τον εγκέφαλο του Μοντεσκιέ, τότε ο Μοντεσκιέ θα δημιουργούσε ακόμα»!

Δεν επιχειρήθηκαν ωστόσο κατά κανέναν τρόπο ευρύτερες συγκρίσεις, όπως π.χ. μεταξύ παιδικών εγκεφάλων και εγκεφάλων γέρων, που έπασχαν πιθανώς από καρκινικές σκληρύνσεις, πήξεις αίματος και εναποθέσεις αλάτων. Στο πεδίο γνώσεως του 18ου αιώνα, αρκείτο κανείς σε λιγοστές έστω πληροφορίες και «ειδήσεις», που εκτιμούνταν βέβαια τόσο περισσότερο, όσο μπορούσαν να επιβεβαιωθούν και από τις ιδιαίτερες έρευνες κάτι που δεν ήταν ωστόσο και εντελώς απαραίτητο. Η ιδέα μιας (υπάρχουσας...) ιδανικής ύλης για τη λειτουργία τής πνευματικής ζωής, καθώς και η ιδέα μιας εύπλαστης απαλότητας και μιας άκαμπτης σκληρότητας (του εγκεφάλου...), συνοδευόμενη και από μια φυλετική-ρατσιστική και ως προς το γένος ή φύλο πόλωση, καθώς και η πεποίθηση περί διαμόρφωσης του εγκεφάλου σύμφωνα με συγκεκριμένες ρυθμιστικές αρχές, όπου συμπεριλαμβάνεται και η διανοητική ανάπτυξη ενός ανθρώπου – αυτό το σύνολο απόψεων αποτελεί και τον πυρήνα τής επιστήμης τού ανθρώπου, στην οποίαν έρχονται να προστεθούν και οι διάφορες ανατομικές και κλινικές παρατηρήσεις.

Αυτά τα λίγα, έστω, παραδείγματα θα μπορούσαν να καταστήσουν σαφές το ότι φτάσαμε, μέσα στο πλαίσιο της «αλληλεπίδρασης νου και σώματος» (“commercium mentis et corporis”), σε μιαν «ανατομικοποίηση» και «φυσιολογικοποίηση» των πνευματικών δυνατοτήτων τού ανθρώπου, που παρέμεναν ωστόσο, λόγω τής διατήρησης του (εγκεφάλου ως...) «ψυχικού οργάνου», υπό έλεγχο. Ανοίχθηκε έτσι ένα πεδίο δράσης στην πεποίθηση περί επιρροής τού σώματος στην ψυχή, χωρίς ωστόσο οι διάφορες σκέψεις και συλλογισμοί προς αυτήν την κατεύθυνση να αποσπώνται απ’ το παραδοσιακό πεδίο μιας ιεραρχικής τάξης. Κάτι που σήμαινε συγκεκριμένα, την προσπάθεια να θεωρηθή ο εγκέφαλος όχι με τα ανεπαρκή κριτήρια του μεγέθους και του βάρους, αλλά με τον συνυπολογισμό τού «ευγενούς χαρακτήρα» τού υλικού (παρ’ όλ’ αυτά...) «ψυχικού οργάνου». Μια αναζήτηση που οδήγησε, όχι εντελώς απροσδόκητα, στην αισθητικοποίηση του εγκεφάλου, τον όψιμο 18ον αιώνα.

( συνεχίζεται, με το επόμενο υπο-κεφάλαιο υπό τον τίτλο: «...ο εγκέφαλος, αυτό το ευαίσθητο και αιθέριο προϊόν τού ουρανού» )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου