Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

ΘΕΣΕΙΣ MIAΣ ΤΡΙΑΔΙΚΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. ΚLAUS HEMMERLE (3)

Συνέχεια απο:Πέμπτη, 1 Δεκεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.
ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
5. ΤΟ ΔΙΠΛΟ Α’PRIORI ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
Κάθε λέξη της Αποκαλύψεως και κάθε θεολογία διατρέχουν μία διπλή αμοιβαία κίνηση: ο Λόγος του Θεού υποτάσσεται στις συνθήκες της ανθρώπινης νοήσεως και έτσι η κατανόηση που έχει ο άνθρωπος του εαυτού του προϋποτίθεται, είναι πρό-λoγος και προ-κατάληψη (κρίση), για να γίνει δεδομένος, πράγμα, ο Λόγος του Θεού. Αλλ’όμως η γλώσσα και η κατανόηση του ανθρώπου πρέπει με την σειρά τους να εγκαταλειφθούν σ’αυτό που δέν είναι στην εξουσία τους, το οποίο είναι γι’αυτούς, προϋπόθεση και ολοκλήρωση. Πρέπει να πάρουν τα μέτρα τους καθότι είναι στις δυνατότητες τους, αλλά το πραγματοποιεί υπερβαίνοντας τες.

Στην Αποκάλυψη και στην Θεολογία, κανοναρχεί ένα διπλό apriori, το apriori του Θείου για το ανθρώπινο και το ανθρώπινο apriori για το Θείο.

Αλλά και αυτό το τελευταίο apriori παρ’όλα αυτά είναι Θείου τύπου, είναι ένα apriori «απο ψηλά»: το θεμέλιο της δυνατότητός του βρίσκεται στην συγκρατάβαση, στην απεριόριστη ελευθερία του Θεού που αποκαλύπτεται και προσφέρει τον εαυτό του. Μαρτυρείται απο την ανάγκη μίας τοποθετήσεως της Αποκαλύψεως και της θεολογίας που να είναι και ανθρωπολογική και μ’αυτόν τον τρόπο επίσης ή απλή ανθρωπολογική τοποθέτηση της Αποκαλύψεως και της Θεολογίας ξεπερνιέται.

6. ΔΥΟ ΒΑΣΙΚΟΙ ΤΥΠΟΙ: ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΟΥΣΑ ΚΑΙ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΜΑΡΤΥΡΟΥΣΑ.

Ιστορικά, έχουν αναπτυχθεί διάφοροι τύποι θεολογίας, απο τους οποίους θα λάβουμε υπόψη μας εδώ δύο βασικές και νόμιμες θέσεις.

Στην μία το ιδιαίτερο, το διαφορετικό του λόγου της Αποκαλύψεως διατυπώνεται βασιζόμενο σε μεθόδους έρευνας και κατανοήσεως, ιστορικώς και φιλοσοφικώς προϋπάρχουσες, αναφερόμενο και αφομοιούμενο απο αυτές. Θα μπορούσαμε να την ορίσουμε σαν ερμηνεύουσα θεολογία της οποίας το μεγαλύτερο ίσως παράδειγμα είναι ο «Αριστοτελισμός» του Ακινάτη.

Στην άλλη, η ανθρώπινη σκέψη προσφέρεται στην ριζική πρωτοβουλία του Θεού, στην αποκάλυψή του, και απο αυτή την στάση ξανακερδίζει την δυνατότητα σκέψης και την ανθρώπινη γλώσσα για να την εκφράσει : μπορούμε να την ονομάσουμε θεολογία δημιουργική και μαρτυρούσα. Μεγάλος της εκπρόσωπος είναι για παράδειγμα παρόλο τον «Πλατωνισμό» και «Αυγουστινισμό» του, ο Μποναβεντούρα.  Και για τους δύο τύπους δέν πρόκειται για μία μείωση της θεολογίας σε ένα μόνον apriori εκ των δύο, αλλά για ένα διαφορετικό βαρύκεντρο, για μία διαφορετική τοποθέτηση ξεκινώντας απο την οποία το διπλό apriori εισέρχεται στο παιχνίδι με την σειρά.

7. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΣΥΝΕΙΣΦΟΡΑ ΤΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ ΣΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑ

Το διπλό apriori της θεολογίας άσκησε την αυθεντική του επιρροή κυρίως στην αποτύπωση των δογμάτων και των θεολογούμενων της Χριστολογίας και του Τριαδικού δόγματος.

Λαμβάνοντας υπ’όψιν την δογματικο-θεολογική εξέλιξη των πρώτων αιώνων, δίνεται λόγος και δικαίως για μία Ελληνικοποίηση της Χριστιανικής σκέψης, για μία υποδούλωση του βιβλικού κηρύγματος στο μοντέλλο της προϋπάρχουσας ελληνικής μεταφυσικής και εκτίθεται μάλιστα η διαφορά ανάμεσα στην σκέψη και στην γλώσσα της Βίβλου καί στήν γλώσσα της θεολογικής υστερο-αρχαίας παραδόσεως. Και πράγματι άν ο Χριστιανισμός είχε εμφανιστεί σε έναν διαφορετικό ιστορικό ορίζοντα σκέψης, πολιτισμού και γλώσσας, σίγουρα στην φυσιογνωμία της παραδόσεως του και της θεολογίας του θα είχαν εντυπωθεί διαφορετικά χαρακτηριστικά απο τα υπάρχοντα.

Δέν πρέπει όμως να ξεχνούμε και την αντίθετη κίνηση, στην οποία μάλιστα δίνεται μεγαλύτερη σημασία: απο την αντίσταση της πίστεως στην καθαρή και απλή υποταγή του Χριστιανικού μηνύματος, στις μεταφυσικές κατηγορίες σκέψης της ελληνιστικής περιόδου της αρχαίας Φιλοσοφίας, ξεπήδησαν καινούργιες δυνατότητες εννοιολογήσεως και γλώσσας. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα στην νίκη στόν Αρειανισμό, τέκνου μίας υστερο-Πλατωνικής παραδόσεως. Ας σκεφτούμε επίσης στην κουραστική επεξεργασία των βασικών εννοιών του Τριαδικού και του Χριστολογικού δόγματος, που δέν υπήρχαν σ’αυτή την μορφή στην φιλοσοφία. Οι συγκεκριμένες αιτιολογήσεις της Ιστορίας των δογμάτων και της θεολογίας, η προσοχή τους και οι έξω-θεολογικές και έξω-φιλοσοφικές συνθήκες απο τις οποίες επηρεάστηκαν, δέν αφαιρούν την εσωτερική συνέπεια της θεολογικής αναπτύξεως και των αποτελεσμάτων που κατόρθωσαν : την πρόσληψη προϋπαρχούσων κατηγοριών σκέψης και την περαιτέρω κριτική και δημιουργική ανάπτυξη τους.

8. Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΜΙΑΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ

Χωρίς να ασχοληθούμε για την ώρα με το ιδιαίτερο του Χριστιανισμού από την άποψη του περιεχομένου  και του διαλόγου του με τα μοντέλλα σκέψης της φιλοσοφικής παραδόσεως, μπορούμε να διαπιστώσουμε γενικώς πώς το Χριστιανικό ιδιαίτερο συνεισέφερε στην εξέλιξη της φιλοσοφίας στο εσωτερικό και έξω από την θεολογία, παίζοντας τον ρόλο του διορθωτή και της πηγής εμπνεύσεως, και πώς σ’αυτή κατόρθωσε να βρεί πάντοτε την σωστή έκφραση. Οι μεγάλοι θεολόγοι και οι μεγάλες θεολογικές σχολές δέν πρόδωσαν τα στοιχεία που διακρίνουν το Χριστιανικό ιδιαίτερο. Ούτε επέτρεψαν βολικά να θεμελιώσουν μία οντολογία εντελώς ξένη στον Χριστιανισμό. Δέν μπορούμε να κάνουμε το κοντρακάντο στον λόγο του Χάϊντεγκερ γύρω απο την λήθη του Είναι στην ιστορία της φιλοσοφίας κάνοντας λόγο για μία λήθη της πίστεως στην ιστορία της θεολογίας.

Παρ’όλα αυτά πρέπει να κάνουμε και την άλλη διαπίστωση : τα ξεχωριστά στοιχεία του Χριστιανικού ιδιαιτέρου δέν ανανέωσαν σε μεγάλη διάρκεια ούτε την προ-κατανόηση της σημασίας του Είναι, ούτε την τοποθέτηση της οντολογίας στο σύνολο της. Όλες οι μεγάλες προσπάθειες μίας τοποθετήσεως καθαρά Χριστιανικής πάντως, δέν πήγαν πολύ μακριά, ούτε στις «σχολές» ούτε στην κοινή συνείδηση, και δέν έπαιξαν ρόλο στην επόμενη ιστορία της σκέψεως. Στην συμβίωση αυτού του Χριστιανικού ιδιαιτέρου με την οντολογία το πρώτο σχεδόν αδιόρατα συνέχισε να είναι ένα είδος φιλοξενουμένου στα πολλαπλά σχέδια και φιλοσοφικά συστήματα ετερογενούς τοποθετήσεως.

9. ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΣ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΕΠΟΧΗΣ.

Σ’ολόκληρη την Δυτική παράδοση δέν υπήρξε βασικώς ποτέ μία φιλοσοφική ομοιομορφία. Ο ανταγωνισμός των θέσεων, σχολές και μοντέλλα διαφορετικά τελικώς, λύθηκε πάντοτε με έναν ανταγωνισμό μέσα στα πλαίσια του ίδιου πεδίου. Σήμερα, στο τέλος της μοντέρνας εποχής, τίθεται κατεπειγόντως το ερώτημα εάν αυτό το κοινό πεδίο υπάρχει ακόμη, δηλ, εάν υπάρχει ακόμη μία κοινή βάση της φιλοσοφικής σκέψης πάνω στην οποία είναι δυνατόν να ξεκινήσουμε μία αντιπαλότητα και επομένως μία συμφωνία. Σε κάθε περίπτωση είναι πολύ πιό απλό να προσδιορίσουμε ποιά απο τα θεμέλια μέχρι σήμερα τα οποία φέρουν την μοντέρνα σκέψη, εισήλθαν τώρα σε κρίση, παρά να βρούμε ένα καινούργιο θεμέλιο και επι πλέον κοινό.

Μία προσεκτική ματιά πρός τα πίσω όμως, πρός το παρελθόν των τελευταίων αιώνων φανερώνει πώς αυτό το Χριστιανικό ιδιαίτερο, του οποίου η ορμή άφησε τα ίχνη της για τόσο πολύ χρόνο και με τόση επάρκεια, στην ιστορία της Δύσεως, υποχώρησε όλο και περισσότερο σε σχέση με την κοινή φιλοσοφική συνείδηση σε αυτό που βλέπουμε σήμερα να είναι για τον μοντέρνο κόσμο η φιλοσοφική παράδοση της αρχαιότητος και του Μεσαίωνος.

Πώς θα προχωρήσουμε όμως; Πώς μπορεί ακόμη η θεολογία να διατηρήσει την πίστη της στο αξίωμα του δικού της διπλού apriori; Μία επιστροφή στην προ-μοντέρνα εποχή, ασταθείς συμμαχίες με μοντέλλα σκέψης της υστέρης ή της μετα-μοντέρνας εποχής, μία εγκατάλειψη της φιλοσοφίας στην θεολογία, είναι εναλλακτικές λύσεις σχεδόν αδύνατες ή τουλάχιστον δέν δίνουν καμμία ικανοποίηση. Ίσως να είναι δυνατόν να δείξουμε μία καινούργια τοποθέτηση, απο το ένα μέρος μέσω μίας πιό βαθειάς αναλύσεως εκείνου που τελειώνει στο τέλος του μοντέρνου κόσμου και απο το άλλο μέσω ενός αναστοχασμού στο ιδιαίτερο του Χριστιανισμού το οποίο μέχρι τώρα δέν άσκησε τον ρόλο του οδηγού, ώστε να σημαδέψει μία εποχή; Αυτός είναι πάντως ο σκοπός ενός λόγου γύρω απο την Τριαδική οντολογία.

Συνεχίζεται

Σχόλιο: Ίσως λίγοι απο μάς να γνωρίζουν πώς μετά το σύνθημα του εκσυγχρονισμού το οποίο εξέπεμψε η δεύτερη Βατικάνεια σύνοδος, οι εκμοντερνιστές καθολικοί θεολόγοι, με την αμέριστη βοήθεια των Ρώσων θεολογούντων της διασποράς, εραστών του Γερμανικού ιδεαλισμού δηλαδή του «εγώ σκέπτομαι» προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν με τον Χάϊντεγκερ ιδιαιτέρως, κάτι παρόμοιο μ’αυτό που πραγματοποίησε με τον Αριστοτέλη ο Θωμάς ο Ακινάτης. Μία οικειοποίηση του μεγαλύτερου εκπροσώπου του «λαϊκού» πολιτισμού της λαϊκής σοφίας. Η ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΔΕΝ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΒΡΕΘΕΙ ΠΟΤΕ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΑΟ (κάτι τέτοιο παρατηρούμε στις μέρες μας με την πλήρη αποδοχή απο τον Ιερώνυμο της εκμοντερνιστικής προσπάθειας της Ακαδημίας Βόλου). Αυτή την προσπάθεια της Λατινικής Εκκλησίας, εισήγαγαν μαζικά στην Ελληνική Ορθόδοξη «Εκκλησία» οι τελευταίοι «μεγάλοι» μας διανοούμενοι Ζηζιούλας, Γιανναράς.

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου