Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

ΘΕΣΕΙΣ MIAΣ ΤΡΙΑΔΙΚΗΣ ΟΝΤΟΛΟΓΙΑΣ. ΚLAUS HEMMERLE (2)

Συνέχεια απο:Τρίτη, 29 Νοεμβρίου 2011

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΣΚΕΨΗΣ.

ΚΑΤΑ ΖΗΖΙΟΥΛΑ


Εχουμε όμως ανάγκη την οντολογία και για την Φιλοσοφία. Εάν η φιλοσοφία ισχυρίζεται πώς πρέπει να περιορισθεί στην φιλοσοφία της Επιστήμης, στην λογική ή σε μία πραγματιστική πρόταση κοινωνικής συμπεριφοράς ή προσωπικής, έχει την υποχρέωση να μας φανερώσει και τους λόγους που την οδηγούν σε μία τέτοια επιλογή. Και οι λόγοι καταλήγουν μέσα στα πλαίσια της οντολογίας. Ακόμη και όποιος υποστηρίζει πώς το ερώτημα για το Είναι δέν έχει νόημα ολοκλήρωσε ήδη μία προκαταρκτική επιλογή γύρω απο το νόημα του Είναι. Παρ’όλα αυτά μόνον ο στοχασμός πάνω στις βασικές προ-καταλήψεις, μπορεί να δικαιώσει την απαίτηση μίας κριτικής νοήσεως, σκέψης. Μόνον η φιλοσοφία ή οποία φανερώνει την δική της κατανόηση του Είναι και δέχεται τον εαυτό της έχει αυτο-συνειδητότητα.
Η οντολογία η οποία πρέπει να συμπεριληφθεί στην θεολογία, έτσι ώστε να παραμείνει θεολογία, και η οποία πρέπει να φανερωθεί στην φιλοσοφία, ώστε να παραμείνει φιλοσοφία, είναι πολύ περισσότερο απο μία φιλοσοφική πραγματεία. Ερευνά το νόημα του Είναι, ερευνά την βασική απόφαση η οποία όχι μόνον ακουμπά τον άνθρωπο, αλλά είναι επηρεασμένη με την σειρά της απο εκείνο το Φώς στο οποίο συμβαίνει, πραγματοποιείται κάθε δική μας θεωρία και κάθε λόγος, είναι επηρεασμένη απο το γεγονός πώς υπάρχει κάτι και όχι το τίποτα. Η οντολογία της οποίας υπάρχει σήμερα ή ανάγκη είναι ριζική, θεμελιώδης.

2. ΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΠΑΝΤΗΣΕΩΣ
Η ΣΧΕΣΗ ΑΝΤΑΛΛΑΓΗΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ

Σήμερα λοιπόν, ή φιλοσοφία και η θεολογία σχετίζονται με την οντολογία με πολύ μεγάλη δυσκολία. Στην διάρκεια της ιστορίας της συχνά, ίσως μάλιστα βασικώς πάντοτε η θεολογία οικοδομήθηκε, για να εκφράση και μορφοποιήσει την δική της ειδοποιό διαφορά, σε προκαταρκτικές επιλογές και οντολογικές προ-κατασκευές οι οποίες αποτελούσαν μέρος τής κάθε συγχρόνου εποχής ή εκληρονομούντο. Η Ελληνική Φιλοσοφία δέν είναι μόνον (ή το μόνον) μέσον με το οποίο κατανοήθηκαν τα θεμελιώδη δόγματα. Το σύνολο του τρόπου σκέψης και εκφράσεως της Πατριστικής γραμματείας προδίδει μία πολλαπλότητα υπογείων ρευμάτων διαφόρων πλατωνικών αριστοτελικών και στωϊκών σχολών. Η σφραγίδα του Αριστοτελισμού πάνω στο πρώτο Σχολαστικισμό είναι ακόμη αποφασιστικής σημασίας για την θεολογία, και ο νομιναλισμός (ονοματοκρατία), ο ορθολογισμός και ο μετα-ιδεαλισμός άφησαν εξίσου δυνατά ίχνη στους σχολαστικούς του 16 ου και 19 ου αιώνος.
Είναι αλήθεια επίσης και το αντίθετο : και η θεολογία με την σειρά της, με το ιδιαίτερο μήνυμα της, ερέθισε και προώθησε οντολογικές έννοιες, οι οποίες έλαβαν τελικώς μεγαλύτερες διαστάσεις απο της παραδόσεως. Οι απαντήσεις της Νίκαιας και της Χαλκηδόνος κατα κάποιο τρόπο δέν χρησιμοποιούν μόνον την Ελληνική φιλοσοφία, αλλά και την επαναδιατυπώνουν.

Ίσως ακριβώς μέσα σ’αυτή την ανταλλαγή μεταξύ φιλοσοφίας και θεολογίας να υπάρχει ακόμη μία πιθανότης να ξαναποκτηθεί η οντολογία-πράγμα που θα ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό και για την φιλοσοφία και για την θεολογία.
3. Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
Ο ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΣΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΛΕΞΕΙΣ

Ας ξεκινήσουμε λοιπόν απο μία βεβαίωση η οποία για άλλη μία φορά είναι φιλοσοφική και θεολογική ταυτόχρονα: όταν ο Θεός αποκαλύπτεται στον άνθρωπο, όταν του απευθύνει έναν Θείο Λόγο, το κάνει χρησιμοποιώντας ανθρώπινες λέξεις.

Αυτή η διαβεβαίωση είναι φιλοσοφική: διατυπώνει τις συνθήκες που τίθενται απο την ανθρώπινη σκέψη, στις οποίες προστίθεται και η υπόθεση η οποία δέν διατίθεται απο την φιλοσοφία, δέν δύναται να μορφοποιηθεί και είναι αναπόδεικτος, ενός Θεού που αποκαλύπτει τον εαυτό του. Η ανθρώπινη σκέψη λοιπόν, είναι εις θέσιν να πιστοποιήσει πώς ο Θεός δέν μπορεί να μιλήσει στον άνθρωπο παρά μόνον με λέξεις που ο ίδιος ο άνθρωπος μπορεί να κατανοήσει, με ανθρώπινες λέξεις. Και η ανθρώπινη σκέψη γνωρίζει πώς ο  Θεός, όταν αποκαλύπτεται, δέν μπορεί να μήν υπολογίσει αυτή την αναγκαιότητα. Υπάρχουν λοιπόν υπερβατικές συνθήκες που η ανθρώπινη σκέψη πιστοποιεί με καθαρότητα, και οι οποίες είναι προ-κατανοήσεις της σκέψεως ακόμη και απέναντι σ’αυτόν ή σ’αυτό που εξ’ορισμού υπερβαίνει την σκέψη και τις συνθήκες της, αποχωρώντας.
Απο αυτή την κατάσταση των πραγμάτων η φιλοσοφία έβγαλε διαφορετικά και διάφορα συμπεράσματα.

Την μία συμπεραίνει πώς η ανθρώπινη σκέψη τίθεται σε μία ανώτερη θέση ακόμη και απο την αποκάλυψη του Θεού, και απο τον Θεό που αποκαλύπτεται. Εάν δέν στοχάζεται περισσότερο γύρω απο αυτή την υποτιθέμενη ανωτερότητα, αλλά την εκλαμβάνει σαν κάτι τελειωτικό, τότε καταλήγει σαν μέ μία ακραία συνέπεια, στην άρνηση ενός Θεού ο οποίος μπορεί να αποκαλύψει τον εαυτό του.

Ή επίσης, αντιθέτως, η φιλοσοφία αναρωτιέται για την σημασία της απαιτούμενης υπερβατικότητος του, συλλογιζόμενη πάνω στο γεγονός πώς η προ-διάθεση της σκέψης προς έναν Θεό ο οποίος αποκαλύπτει τον εαυτό του, και η προ-διευθέτηση ενός Θεού που αποκαλύπτει τον εαυτό του αναφορικά με την σκέψη, είναι η κάθε μία τους μίας ιδιαίτερης και διαφορετικής φύσεως και πώς υπάρχει ένα apriori θεολογικό για την φιλοσοφία καί ένα apriori φιλοσοφικό για την Θεολογία, καθένα απο τα οποία έχει μία διαφορετική σημασία. Ακριβώς όμως σ’αυτόν τον συλλογισμό η σκέψη γίνεται πραγματικά υπερ-βατική, δηλ, γίνεται τόσο πλατειά ώστε να διαθέτει χώρο και για αυτό που υπερ-βαίνει την σκέψη και το οποίο παρ’όλα αυτά, ακριβώς γι’αυτό βαίνει, κατεβαίνει στην σκέψη.
Ο Θεός όταν εκφέρει τον Λόγο του, το κάνει με ανθρώπινες λέξεις: αυτή είναι μία βεβαίωση θεολογική. Πραγματικά πρέπει να βεβαιώσουμε πώς ο Θεός προσφέρει την ιδιαιτερότητα του σ’έναν ορίζοντα κατανοήσεως προ-κατασκευασμένο απο αυτό το ιδιαίτερο και επομένω ςαπο τις δυνατότητες τού άλλου-δηλ. του ανθρώπου! Να βεβαιώσουμε πώς ο Θεός, ο οποίος πρωτοστατεί και προπορεύεται κάθε πράγματος, ακολουθεί με τον Λόγο του τον άλλον, είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικό για τον Θεό τον ίδιο.

4.ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΣΤΟΝ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
Ας σταθούμε στην θεολογική συνέπεια αυτής της δηλώσεως : ο Θεός εκφέρει τον Θείο Του Λόγο με ανθρώπινες λέξεις. Ο Θεός μεταγγίζει τον Θείο του Λόγο σε ανθρώπινες λέξεις σε τέτοιο βαθμό που η ιδιατερότητα Του, το Θείο, είναι επιτεύξιμο μόνο με ανθρώπινες λέξεις. Σ’αυτόν τον λόγο, το ανθρώπινο και το Θείο δέν μπορούν πλέον να είναι χωριστά και διακεκριμένα : πώς θα μπορούσαμε πράγματι να εκφράσουμε το Θείο το οποίο είναι έμφυτο στον Λόγο, εάν όχι με ανθρώπινες λέξεις;

Η σχέση ανέμεσα στον Λόγο του Θεου και στις ανθρώπινες λέξεις στον Λόγο της αποκαλύψεως γνωρίζει παρ’όλα αυτά πολλές πλευρές. Ο Λόγος ο οποίος εκπορεύεται απο τον Θεό υπόκειται στις προϋποθέσεις ενός ήδη δοσμένου ανθρώπινου Λόγου. Εάν ο Λόγος του Θεού δέν ξανασυνδεόταν σε έναν ήδη δεδομένο ανθρώπινο λόγο, δέν θα ήταν εις θέσιν να πεί οτιδήποτε στο ανθρώπινο όν. Πράττοντας τοιουτοτρόπως, ο ανθρώπινος λόγος καλείται σε απολογία aposteriori απο τον Λόγο στον οποίο οφείλει τον εαυτό του τόσο απόλυτα. Ο ανθρώπινος λόγος ο οποίος προηγείται απο τον Θείο, είναι οντολογικώς επόμενος του Λόγου που δημιουργεί τον άνθρωπο σαν ένα ομιλών όν και μ’αυτόν τον τρόπο θεμελιώνει την ίδια την δυνατότητα της γλώσσας. Ο ανθρώπινος Λόγος ο οποίος εμπλέκεται στην αποκάλυψη επιστρέφει στον εαυτό του, στην καταγωγή του για να υψωθεί πάνω απο τον εαυτό του.
Ταυτοχρόνως και ο Λόγος του Θεού «υψώνεται» πάνω απο τον εαυτό του χαμηλώνοντας, καθώς γίνεται Λόγος σε ανθρώπινες λέξεις. Ο Λόγος του Θεού είναι καθ’αυτός η δυνατότης να είναι το άλλο-απο τον ίδιο, το άλλο απο τον εαυτό. Υποβαλλόμενος όμως στις συνθήκες αυτού που αντιπροσωπεύει το άλλο απο τον εαυτό , δηλ, ξεγυμνούμενος στον ανθρώπινο λόγο, αυτός ο λόγος λαμβάνει την μορφή τής αδυναμίας: γίνεται διφορούμενος, χειραγωγούμενος και εκκοσμικευμένος. Σ’αυτή όμως την αδυναμία αποκτά κάτι παραπάνω: γίνεται πραγματικότης μέσω του δικού του άλλο-απο τον εαυτό,μάλιστα δέ, γίνεται πραγματικότης του δικού του άλλο-απο-τον-εαυτό. Και ακριβώς σ’αυτή την πρόοδο η οποία φέρει την ίδια ώρα την κένωση και την άνοδο, συμβαίνει η αποκάλυψη.

Το χαρακτηριστικό αυτής της σχέσεως δέν είναι ένα απλό πάρεργο που προστίθεται στο περιεχόμενο της Αποκαλύψεως, αλλά είναι αντιθέτως αυτό το ίδιο το περιεχόμενο. Ο Θεός είναι ταυτότης με τον εαυτό του στην υπέρβαση του εαυτου του, στην εγκατάλειψη του εαυτου του. Μ’αυτόν τον τρόπο στην Αποκάλυψη του Λόγου του Θεού συμβαίνει, αντιστρόφως, το ίδιο πράγμα που συμβαίνει και στον ανθρώπινο λόγο: επιστρέφει στον εαυτό του, γίνεται άλλο-απο τον εαυτό και προσφερόμενος πάει πέρα απο τον εαυτό του!
(Συνεχίζεται)



Σχόλιο: Η πρώτη οντολογία του Ακινάτη, είχε ταυτίσει τον Θεό με το Είναι. Διότι οντολογία σημαίνει ταυτότης, δέν σημαίνει έρευνα για το τί ήν είναι: προυποθέτει την γνώση των αρχών , τις οποίες στην συνέχεια ταυτίζει. Έτσι λοιπόν ταύτισε η πρώτη καθολική θεολογία τον Θεό με το υπέρτατο Είναι. Summum Bonnum. Η δεύτερη, η νέα οντολογία, την οποία ψαχουλεύουμε σιγά-σιγά απο το κείμενο που παρουσιάζεται, ταυτίζει τον Θεό με το Πρόσωπο. Με τον Θεό Πατέρα. Και με την βοήθεια της Τριάδος εγκαθιστά την διαλεκτική σχέση, την ετερότητα, την αναλογία, την κένωση, την καταλλαγή. Τα οποία βρίσκει ξανά έτοιμα, σαν ένα έτοιμο υλικό για σύνθεση, χωρίς να μπορεί να ξεφύγει ουσιαστικώς απο την ανθρωπολογία την οποία καταγγέλει!

Αμέθυστος  

Δεν υπάρχουν σχόλια: