Συνέχεια απο: Παρασκευή, 16 Δεκεμβρίου 2011
Enrico Berti
Enrico Berti
Η Πρώτη φάση ξεκινά από δύο προϋποθέσεις, το πρωτείο της ουσίας απέναντι σε κάθε άλλη πραγματικότητα, και επομένως ακόμη και της κινήσεως, και την ύπαρξη μίας αιωνίου κινήσεως. Το συμπέρασμα, που ενυπάρχει στο κείμενο, είναι πως η ύπαρξη της κινήσεως προϋποθέτει την ύπαρξη μιας ουσίας. Το πρωτείο της ουσίας εκφράζεται στην ακόλουθη πρόταση: « Οι ουσίες είναι οι πρώτες ανάμεσα στα όντα, και εάν ήταν όλες φθαρτές, όλα τα όντα θα ήταν φθαρτά» (Μεταφ. 6,1071 b 5-6). Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για μία θέση η οποία στέκεται στην βάση ολοκλήρου της αριστοτελικής μεταφυσικής, και η οποία ανακαλείται στο ίδιο το XII βιβλίο στον C1. Όπου η προτεραιότητα της ουσίας βεβαιώνεται ξεκάθαρα έναντι της κινήσεως (Μεταφ. 1, 1069 α 20-24), και στον C5 όπου λέγεται πως «χωρίς τις ουσίες, δεν υπάρχουν ούτε οι επιδράσεις ούτε οι κινήσεις» και πως «αφαιρώντας τις ουσίες, αφαιρούνται όλα τα πράγματα» (αναιρείται αναιρουμένων) [Μεταφ. 5 1071 α 1-2,35]. Αυτή προέρχεται από την αναγνώριση της πολλαπλότητος των σημασιών του Είναι (το όν λέγεται πολλαχώς) και ταυτοχρόνως από την ανάγκη να έχει το όν μία ενότητα, χωρίς την οποία θα ήταν α-νόητο (Μεταφ. IV 2, 1003 α 33-b 16). Μία τέτοια ενότητα συστήνεται από την ουσία, καθότι όλα τα όντα ονομάζονται όντα αναφερόμενα σ’αυτή, σαν ένα μοναδικό τέλος (πρός έν), με την έννοια πως υπάρχουν επιδράσεις η πολλαπλασιασμοί ή φθορές ή αφαιρέσεις ή ποιότητες ή αιτίες ή σχέσεις ή αρνήσεις (Μεταφ. IV 1003 b 7-10). Στην προκειμένη ειδική περίπτωση της κινήσεως, είναι σχετική πρός την ουσία με την σημασία πως υπάρχει μόνον επειδή είναι κίνηση μίας ουσίας, δηλ. μόνον εάν υπάρχει μία ουσία σε κίνηση! Για τον Αριστοτέλη δεν υπάρχει μεταβολή, εάν δεν υπάρχει κάτι που μεταβάλλεται (τί μεταβάλλον), όπως αναφέρεται στο ίδιο το βιβλίο XII (2, 1069 b 3-7). Η εξάρτηση της κινήσεως από την ουσία δεν σημαίνει λοιπόν πως μία τέτοια ουσία είναι η αιτία της κινήσεως, δηλ. η κινητική αιτία, όπως ισχυρίζονται διάφοροι ερμηνευτές, αλλά πως αυτή είναι το υποκείμενο, και πως οπωσδήποτε βρίσκεται αναγκαίως σε κίνηση αυτή η ίδια.
Η αιωνιότης της κινήσεως αποδεικνύεται με τον ακόλουθο τρόπο: «Είναι αδύνατον να γεννιέται η κίνηση ή να φθείρεται, διότι θα υπάρχει πάντοτε (αει γάρ ήν)». Αυτό σημαίνει : η γέννηση και η φθορά είναι και αυτά κινήσεις, γι’αυτό εάν η κίνηση γεννιόταν ή σταματούσε (λόγω φθοράς), θα είχαμε εξίσου κινήσεις, έτσι λοιπόν η κίνηση θα υπήρχε πάντοτε. Εντελώς περιττή ίσως ή ανούσια σε σχέση με την απόδειξη της κινήσεως είναι η παράλληλη απόδειξη, της αιωνιότητος του χρόνου, που ακολουθεί αμέσως μετά. Ο χρόνος ή συμπίπτει με την κίνηση ή είναι ένα πάθος της (Μεταφ. XII 6 1071 b 7-10).Σχετικώς με την αιωνιότητα της κινήσεως, είναι ωφέλιμο να ακριβολογήσουμε πως δεν εμπλέκει την αναγκαιότητα της κινήσεως, αλλά μόνον το αναντίρρητό της. Η αιωνιότης αποδεικνύεται μέσω της ανασκευής τής προσπάθειας αρνήσεώς της, απορρίψεώς της, όπου η άρνησή της είναι ταυτοχρόνως η αποδοχή μίας αρχής και ενός τέλους, δηλ. στην περίπτωση της κινήσεως, μίας γεννήσεως και μίας φθοράς. Εφόσον όμως η γέννηση και η φθορά είναι και αυτές κινήσεις, η άρνηση της αιωνιότητος δίνει θέση αυτή η ίδια σε μία κίνηση, και έτσι λοιπόν δέν αρνείται, αλλά επιβεβαιώνει αυτή την αιωνιότητα. Δηλ. σαν άρνηση, αποδεικνύεται αδύνατη. Μία τέτοια απόδειξη είναι δυνατή μόνον εφόσον αποδεχθούμε την κίνηση, στην οποία ανήκουν και η γέννηση και η φθορά, αλλά δέν συμπεραίνεται με κανέναν τρόπο πως η κίνηση υπάρχει αναγκαίως.
Όσον αφορά τώρα την ύπαρξη της κινήσεως, παρότι η κίνηση εκ μέρους του Αριστοτέλη δεν θίγεται απλώς αλλά αποδεικνύεται, πρέπει να γίνει μία ανάλογη παρατήρηση. Και αυτή πραγματικά αποδεικνύεται μέσω της ανασκευής της προσπάθειας αναιρέσεώς της, όπως φανερώνεται από το γνωστό χωρίο στο οποίο ο Αριστοτέλης λέει: «Εάν είναι λάθος γνώμη, ή γενικώς γνώμη, η κίνηση υπάρχει εξίσου, και ακόμη και αν είναι φαντασία, και ακόμη και αν μερικές φορές φαίνεται να είναι με έναν τρόπο και μερικές με έναν άλλον. Διότι η φαντασία και η γνώμη έχουν αναγνωριστεί ότι είναι ένα είδος κινήσεως» (Φυσ. VII 3,254 Α 27-30). Πρόκειται για μία επιχειρηματολογία ίδια με την προηγούμενη, καθότι η ύπαρξη τήη κινήσεως αποδεικνύεται από την αδυναμία της αρνήσεώς της. Αλλά η άρνηση μπορεί να επιχειρηθεί μόνον εάν υπάρχει η κίνηση, και ούτε γίνεται απαραίτητη εξάλλου η απόδειξη πάνω στην οποία στηρίζεται. Η κίνηση λοιπόν δεν υπάρχει αναγκαίως, αλλά όταν υπάρχει και πως υπάρχει συμπεραίνεται από την προσπάθεια αρνήσεώς της, είναι αναντίρρητη. Βρισκόμαστε απέναντι από μία τυπική διαλεκτική απόδειξη, η οποία δεν στηρίζεται σε προηγούμενες προυποθέσεις, αλλά στο ίδιο το πράγμα που πρέπει να αποδειχθεί, και συνίσταται στην ανασκευή της αρνήσεώς της, συμπεραίνοντας τοιουτοτρόπως όχι την αναγκαιότητά της αλλά το αναντίρρητό της. Από την ένωση των δύο θεωριών που επικαλεστήκαμε μ’αυτόν τον τρόπο, δηλ. το πρωτείο της ουσίας και την αιωνιότητα της κινήσεως, βγαίνει το συμπέρασμα, το οποίο δεν περιέχεται ανοιχτά στο Αριστοτελικό κείμενο, πως η ουσία η οποία προϋποτίθεται από την κίνηση, δηλ' η ουσία η οποία χρησιμεύει σαν υποκείμενο σ’αυτή την ίδια την κίνηση, πρέπει να είναι και αυτή αιώνια. Θα είναι λοιπόν αιώνια με την έννοια ότι θα είναι αιωνίως σε κίνηση. Μόνον στην συνέχεια της επιχειρηματολογίας σ’αυτή που επισημάναμε σαν δεύτερη φάση, ο Αριστοτέλης προχωρά να αποδείξει την ύπαρξη μιας ακίνητης ουσίας (1072 α 21-25). Πριν εξετάσουμε αυτή την τελευταία, ας παρατηρήσουμε πόσο αδιάφορη είναι για την λογική δομή ολοκλήρου της επιχειρηματολογίας η ταυτοποίηση της αιωνίου ουσίας σε κίνηση με τον πρώτο ουρανό, ο οποίος κινείται αιωνίως με μία τοπική κυκλική κίνηση, γυρίζοντας γύρω από τον εαυτό του. Είναι ξεκάθαρο πρώτα απ’όλα πως η αιωνιότης ανήκει στην συνολική κίνηση ολοκλήρου του σύμπαντος, δηλ' στην ολότητα των κινήσεων που υπάρχουν: διότι εάν είναι δυνατόν μία ξεχωριστή κίνηση να διαθέτει αρχή και τέλος, με την έννοια πως μεταπηδά σε μία διαφορετική κίνηση, αυτό που δεν μπορεί να έχει ούτε αρχή ούτε τέλος ούτε καμμία διακοπή είναι το γίγνεσθαι που προκύπτει συνολικά από τέτοιες μεταπηδήσεις. Μάλιστα, για να είμαστε πιό συνεπείς, η αιωνιότης αποδεικνύεται μόνον για την συνολική κίνηση του σύμπαντος, το οποίο περιέχοντας κάθε τύπο αλλαγής, και επομένως και την γέννηση και την φθορά, είναι το μόνο από το οποίο πρέπει να αποκλείσουμε μία αρχή και ένα τέλος.
Με την ταύτιση της αιωνίου κινήσεως με την κίνηση του πρώτου ουρανού, ο Αριστοτέλης συγχέει την λογικώς αποδεδειγμένη αιωνιότητα με την φανερή της όψη, δηλ' με την συνέχεια της ουρανίου κινήσεως. Όλο αυτό σημαίνει πως η αναφορά στην αστρονομία όχι μόνον δέν είναι ουσιώδης στην λογική δομή τής επιχειρηματολογίας, αλλά αντιθέτως αντιπροσωπεύει μιαν άχρηστη παράκαμψη. Χωρίς λογική ισχύ. Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου