Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2012

ENRICO BERTI-ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ (23)

Συνέχεια απο : Παρασκευή, 4 Νοεμβρίου 2011

ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΑ Ζ,Η,Θ-VII,VIII,IX.
Στα αναλυτικά ύστερα ο Αριστοτέλης λέει πως κάθε επιστήμη πρέπει να διαθέτει ένα δικό της αντικείμενο, εκείνο που ονομάζει το γένος υποκείμενον, το «υποκείμενον γένος» (75α Μ2) και πως αυτού του αντικειμένου ακριβώς πρέπει να κατέχει τις αρχές, διότι ξεκινώντας από τις αρχές αυτές η επιστήμη θα δύναται να αποδείξει ποιες είναι οι ουσιώδεις ιδιότητες του αντικειμένου. Τώρα, οι καθεαυτές αρχές στα Αναλυτικά ύστερα είναι η ύπαρξη και η ουσία του αντικειμένου. Για παράδειγμα οι ιδιαίτερες αρχές της Γεωμετρίας είναι η ύπαρξη γεωμετρικών σχεδίων και η ουσία, δηλ. ο ορισμός, αυτών των σχεδίων: ο ορισμός του σημείου, ο ορισμός της γραμμής, ο ορισμός του τριγώνου.
Εάν διαβάσουμε τα Στοιχεία του Ευκλείδη, την πρώτη μεγάλη πραγματεία γεωμετρίας που μας μεταφέρθηκε από την αρχαιότητα, η πραγματεία στην οποία στηρίζεται ολόκληρη η γεωμετρία που ονομάζουμε Ευκλείδεια, και η οποία υπήρχε ήδη στους χρόνους του Πλάτωνος και του Αριστοτέλη, διότι ο Ευκλείδης καταχώρησε μόνον μία Επιστήμη η οποία υπήρχε ήδη, εάν διαβάσουμε λοιπόν τα στοιχεία του Ευκλείδη θα δούμε πως αρχίζουνμε μία σειρά ορισμών, διότι οι ορισμοί είναι οι ιδιαιτέρες αρχές της γεωμετρίας. Εμείς χρησιμοποιούμε τους ορισμούς του κύκλου, του παράλληλου δικτύου, αλλά πάνω απ' όλα της ευθείας γραμμής. Αυτές είναι οι αρχές της γεωμετρίας, στις οποίες βασίζεται, για τις οποίες ερευνά τους ορισμούς, ερευνά την ουσία, διότι να αναρωτηθούμε τι πράγμα είναι, σημαίνει αναρωτιόμαστε για τις αρχές. Έτσι λοιπόν ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Ζήτα, όταν λέει πως η ερώτηση τι «πράγμα είναι το ον» έγινε σήμερα η ερώτηση «τι πράγμα είναι η ουσία»; η πρόθεσή του είναι να ξαναπιάσει την έρευνα των αρχών που ανακοίνωσε, στα προηγούμενα βιβλία, πως είναι η βασική εργασία της πρώτης Φιλοσοφίας. Όμως σ'αυτή την διατύπωση, τις η ουσία, τι πράγμα είναι η ουσία, ας σημειώσουμε, η αντωνυμία τις, δεν είναι το ουδέτερο τι, είναι το θηλυκό που ταιριάζει με ουσία, και γι'αυτό δεν σημαίνει μόνον τι πράγμα είναι η ουσία, αλλά σημαίνει επίσης, θα μπορούσαμε να το πούμε σήμερα, ποιος είναι η ουσία, ποια είναι η ουσία; Ποια είναι η αληθινή ουσία; ποιος;
Στο υπόλοιπο του βιβλίου Ζήτα, ο Αριστοτέλης εξετάζει, όπως συνηθίζεται να λέμε σήμερα, μια σειρά από δυνατούς υποψηφίους. Σαν να υπήρχαν πολλοί ανταγωνιστές του τίτλου της ουσίας, και γι'αυτό αναρωτιόμαστε: ποιος είναι η αληθινή ουσία, ποιος κερδίζει τον τίτλο της ουσίας; Ποιος έχει το δικαίωμα να θεωρηθεί αληθινή ουσία; Οι υποψήφιοι είναι τέσσερις : στο υπόλοιπο του βιβλίου Ζήτα, ο Αριστοτέλης συζητά καθέναν απ' αυτούς τους υποψηφίους για να δει ποιος από αυτούς μπορεί να θεωρηθεί η αληθινή ουσία, δηλ. η πρώτη ουσία, όπου το να Είναι πρώτη, την καθιστά αρχή των ουσιών, αιτία της ουσίας, διότι για τον Αριστοτέλη η Αρχή είναι πάντοτε αιτία. Αυτοί οι τέσσερις υποψήφιοι είναι πάνω απ' όλα το υπόστρωμα, το υποκείμενον, δηλ. το γένος, ύστερα το ουσιώδες που εντέλει είναι η μορφή και τέλος, το σύνθετο ύλης και μορφής.
Ας δούμε πρώτα απ' όλα το υπόστρωμα. Το υπόστρωμα είναι το υποκείμενο, αυτό που υφίσταται, και που στα Ελληνικά λέγεται υποκείμενον, κατά γράμμα δε «αυτό που υπάρχει κάτω»(1028 b 36-37). Η λέξη υποκείμενο στη μοντέρνα φιλοσοφία έλαβε τη σημασία του γνωρίζοντος υποκειμένου, έγινε ο γνωρίζων, αλλά όμως υποκείμενο είναι αυτό που είναι πεταμένο κάτω, αυτό που βρίσκεται κάτω, δηλαδή αυτό που γίνεται, αυτό που αλλάζει κατά τη διάρκεια του γίγνεσθαι, αυτό που περνά από μία κατάσταση σε μία άλλη, λαμβάνοντας διαφορετικές μορφές.
Ε λοιπόν, κατά τον Αριστοτέλη, το υπόστρωμα, από μία άποψη μπορεί να θεωρηθεί ουσία, από μια άλλη όμως όχι. Γιατί; Διότι για να είναι κάτι ουσία - ο Αριστοτέλης το λέει αυτό στο τρίτο κεφάλαιο του Ζήτα - ένα πράγμα πρέπει να διαθέτει δύο απαραίτητα δεδομένα: Να είναι «χωριστό» και να είναι «ένα αυτό εδώ»(1029 α27-28).

Χωριστό σημαίνει πως υπάρχει εις εαυτόν και όχι σε άλλο, πως για να υπάρξει δεν έχει ανάγκη να είναι σε άλλο, αλλά υπάρχει εις εαυτό, χωριστά από τα υπόλοιπα. Για παράδειγμα το άσπρο χρώμα δεν είναι χωριστό διότι δεν υπάρχει το λευκό από μόνο του. Υπάρχει το λευκό επειδή υπάρχουν λευκά αντικείμενα και επομένως το λευκό βρίσκεται πάντοτε σε κάτι άλλο, δηλαδή δεν είναι χωριστό. Αντιθέτως ο άνθρωπος είναι χωρισμένος, μάλιστα δε ο ιδιαίτερος άνθρωπος δεν ανήκει σε άλλον, δεν υπάρχει σε άλλο, και γι'αυτό είναι χωριστός. Τώρα λοιπόν λέει ο Αριστοτέλης, το υποκείμενο, το υπόστρωμα, διαθέτει αυτό το χαρακτηριστικό, είναι χωριστό, δεν υπάρχει σε άλλο, αλλά είναι αυτό στο οποίο τα άλλα πράγματα είναι: και για' αυτό κάτω από αυτήν την άποψη το υπόστρωμα μπορεί να θεωρηθεί ουσία. Όμως δεν διαθέτει το δεύτερο χαρακτηριστικό της ουσίας, που είναι το δε τι, ένα αυτό.

Είχαμε συναντήσει αυτήν την έκφραση και στην αρχή του βιβλίου Ζήτα.

Είναι ένας άκομψος τρόπος εκφράσεως, αλλά θέλει να μας βοηθήσει να καταλάβουμε: τι πράγμα σημαίνει «ένα αυτό», «ένα κάτι»; Αυτό το πράγμα, εδώ, αυτό το συγκεκριμένο και ιδιαίτερο πράγμα, το οποίο δεν δείχνει, ένα κοινό χαρακτηριστικό, αλλά είναι ένα ιδιαίτερο πράγμα, μάλιστα σε ατομικό. Έτσι λοιπόν «αυτό», «ένα αυτό», στην περίπτωση του υποστρώματος δεν μπορούμε να πούμε πως υπάρχει, διότι το υπόστρωμα, εφόσον είναι ύλη, δεν είναι συγκεκριμένο καθ'εαυτό. Για να γίνει συγκεκριμένο έχει την ανάγκη μίας μορφής, ενός χαρακτηριστικού, ενός προσδιορισμού που από μόνο του δεν διαθέτει και έτσι λοιπόν το υπόστρωμα δεν είναι η αληθινή ουσία, δεν είναι ο καλύτερος υποψήφιος για τον τίτλο της ουσία, και μ'αυτόν τον τρόπο ο πρώτος από τους τέσσερις απορρίπτεται.

Περνάμε αμέσως στον δεύτερο, παρότι ο Αριστοτέλης μιλά γι'αυτόν στο τέλος του βιβλίου. Ένας άλλος υποψήφιος ο οποίος απορρίπτεται αμέσως είναι το καθολικό (1038 b 8-9), καθόλου, «έοικε γαρ αδύνατον είναι ουσίαν είναι ότι ουν των καθόλου λεγομένων». Το καθόλου είναι αυτό που είναι κοινό σε πολλά άτομα, όπως για παράδειγμα το είδος «άνθρωπος» η το γένος «ζώον». Τα είδη και τα γένη είναι καθόλου. Ούτε αυτά είναι ουσία, διότι είναι μεν προσδιορισμένα, αλλά δεν είναι χωριστά. Για τον Αριστοτέλη τα καθόλου δεν είναι χωριστά, δεν υπάρχουν εις εαυτόν. Ο Πλάτων σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο Αριστοτέλης, πίστευε πως τα καθόλου είναι χωριστά και πως ήταν οι ιδέες, αυτές που ο Πλάτων ονόμαζε οι ιδέες που υπάρχουν εις εαυτόν: ο ιδανικός άνθρωπος, το ιδεώδες τρίγωνο, το αγαθό εις εαυτόν.Κατά τον Αριστοτέλη ο Πλάτων έκανε λάθος, διότι τα καθόλου είναι μόνον κατηγορήματα ατομικών πραγματικοτήτων, ατομικών υποκειμένων. Δεν υπάρχει ο καθολικός άνθρωπος, για τον Αριστοτέλη, υπάρχει το είδος, το ανθρώπινο γένος, αλλά αυτό δεν είναι μια ουσία, η αληθινή είναι τα άτομα στα οποία ανήκει αυτό το χαρακτηριστικό να είναι άνθρωποι, δηλ. υπάρχει ο Σωκράτης, ο Καλλίας, ονόματα που χρησιμοποιεί ο Αριστοτέλης σαν παραδείγματα, υπάρχουν δηλ. οι ιδιαίτεροι άνθρωποι. Υπάρχει ένα χωρίο στο δωδέκατο βιβλίο, στο οποίο ο Αριστοτέλης λέει, χρησιμοποιώντας το δεύτερο ενικό πρόσωπο, δηλ το «Εσύ»- που σημαίνει πως απευθύνεται σε κάποιον από τους μαθητές του- η αιτία του Αχιλλέα δεν είναι ο άνθρωπος, είναι ο Πηλέας και η δική σου αιτία είναι ο πατέρας σου (1071 α22). Εδώ ομιλεί για το ποιητικό αίτιο, αυτού που μας γέννησε.

Αυτός που σε γέννησε δεν είναι ο καθολικός άνθρωπος, αλλά ο πατέρας σου, δηλ. ένας άνθρωπος καθαρώς προσδιορισμένος. Αυτό είναι ουσία, αλλά τα καθόλου δεν είναι ουσία, δεν είναι χωριστά.


Συνεχίζεται.
Aμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου