Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΡΩΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ XI-επανάληψη

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ :Τρίτη, 25 Ιανουαρίου 2011 
FLORENSKIJ-Φλωρενσκι 

Η Σχέση σαν πρωτογενής τρόπος υπάρξεως του πραγματικού.

Στην περίπτωση τής διάσπασης τού ραδιοενεργού ατόμου, για παράδειγμα, η λειτουργία των κυμάτων του Σρέντιγκερ, δέν περιέχει καμμία βεβαίωση σχετική με την στιγμή που συμβαίνει. Την στιγμή που συμβαίνει αυτή η διάσπαση και τίθεται υπο παρατήρηση, η λειτουργία τού "κύματος" κόβεται, δηλαδή στενεύει μέχρι να ταυτιστεί με την στιγμή τού χρόνου στον οποίο το συμβάν γράφεται. Αυτή η κατάρρευση δείχνει λοιπόν το πέρασμα, μέσα απο το οποίο η πρόοδος τής μετρήσεως περνά, απο το επίπεδο των δυνατοτήτων στον κόσμο τών φαινομένων, δηλαδή σε εκείνο που συναντάται εδώ και τώρα σε μια στιγμή του χρόνου και σε ένα ακριβώς καθορισμένο τόπο. Στο εσωτερικό αυτού τού κόσμου βρισκόμαστε απέναντι απο την αναγκαιότητα να υιοθετήσουμε περιγραφές αμοιβαίως ασυμβίβαστες, κατασκευασμένες σε διαφορετικές συνθήκες. Ο παρατηρητής δέν έχει πλέον την αποστασιοποιημένη θέση ή την κρυμμένη θέση που του αναγνωρίζονταν απο την ιδεολογικοποίηση των κλασσικών μοντέλων περιγραφής. Αλλά με την επιλογή τών συνθηκών παρατηρήσεως, και λόγω των ακαθόριστων και ανεξέλεγκτων αποτελεσμάτων, δημιουργεί κάθε φορά μια καινούργια κατάσταση, παράγει με την γραμματική έννοια ένα καινούργιο φαινόμενο. Παύει λοιπόν να υπάρχει μία ξεκάθαρη και απολύτως καθορισμένη γραμμή που να ξεχωρίζει με ασφάλεια αυτό που περιγράφεται και τον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται.

Για να κατανοηθεί πλήρως αυτός ο πρωτότυπος χαρακτήρας τής σχέσεως ανάμεσα στο υποκείμενο και στο αντικείμενο τής παρατηρήσεως αξίζει τον κόπο να ξαναθυμηθούμε το νόημα των «ιδεολογικοποιήσεων των κλασσικών μοντέλων περιγραφής». Τα μοντέλα της κλασσικής φυσικής εβασίζοντο επάνω στις συνθήκες τού Γαλιλαίου, όπως τις ονόμασε ο Πάουλι, δηλαδή 1) απεριόριστη χρονική επανάληψη τού συνόλου των σχέσεων ανάμεσα στο αντικείμενο και στο υπόλοιπο του κόσμου. 2) ασημαντότητα των χωρικών σχέσεων ανάμεσα σε μια αρμόζουσα περιοχή, καθορισμένη απο το ίδιο το αντικείμενο και το τοπικό του περιβάλλον και τον υπόλοιπο κόσμο.

Όλες αυτές οι συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν την διάκριση ανάμεσα σε επιστήμες καθαρά εμπειρικές και σε πειραματικές επιστήμες, προυποθέτουν ειδικώς την χωρική ομογένεια και πάνω απ’όλα την χρονική ομογένεια, μαζί με την δυνατότητα να μπορούμε να επαναλάβουμε όποτε το επιθυμούμε τον ζητούμενο χωρισμό του κόσμου.

Αυτές οι προσεγγίσεις, για να μπορούν να διατυπωθούν και να ενεργοποιηθούν, προυποθέτουν, με την σειρά τους, ένα είδος πρωτογενούς ιδεολογικοποιήσεως, πιό βαθειάς και πιό βασικής απο αυτές, αυτή που βρίσκεται στη βάση τού ορισμού τού φυσικού χρόνου. Η χρονική ομογένεια και το ξεχώρισμα των εμφανίσεων ίδιων φυσικών καταστάσεων απαιτούν την ικανοποίηση δύο συγκεκριμένων συνθηκών. Πάνω απ’όλα την σύσταση μιας κατάλληλης διαδικασίας προσέγγισης, και δεύτερον, μια κοσμολογική συνθήκη γύρω απο «τον υπόλοιπο κόσμο» που θα εξασφαλίσει την ύπαρξη αυτόνομων υπομονάδων, σχεδόν αποκλεισμένες φυσικώς, τέτοιες που να επιτρέπουν, μέσα στα όρια της καθορισμένης προσεγγίσεως, την αναγνώριση μίας σταθερότητος στη χρονική εμφάνιση. Αυτές οι απαιτήσεις, οι οποίες ισχύουν επίσης και σαν προυποθέσεις για την πραγματοποίηση, τουλάχιστον τοπική και πάντοτε μέσα στα όρια της προσεγγίσεως των συνθηκών του Γαλιλαίου, ταυτοποιούν εξ’ορισμού ένα στάνταρντ φυσικό ωρολόγιο, έτσι ώστε να μήν έχει μετά εμπειρικό νόημα να αναρωτιόμαστε εάν τα επόμενα χρονικά διαλείματα περιέχουν ή όχι την ίδια ποσότητα χρόνου : ο φυσικός χρόνος είναι εκ συστάσεως σχέση.

Χάριν αυτών των ιδεολογικοποιήσεων μπορούμε να συμπεράνουμε πώς ένα φυσικό αντικείμενο δέν μπορεί να ορισθεί ποτέ απο μία τάξη ισοδύναμίας ξεχωριστών ορισμών, η οποία έχει διακριθεί ακριβώς απο την αφαίρεση των σχέσεων με τον υπόλοιπο κόσμο, οι οποίες στην συγκεκριμένη περίπτωση, κρίνονται ασήμαντες. Επί πλέον το δίκτυο των σχέσεων μέσα απο τις οποίες το φυσικό αντικείμενο ορίζεται, συστήνει ένα ιδεατό δίκτυο στο οποίο έχουν ακυρωθεί όλες οι φαινομενικές λεπτομέρειες, καθότι φαινομενικές και ιδιαίτερες, έτσι ώστε το υποκείμενο της εμπειρίας να μήν εμφανίζεται πλέον.

Κάθε τάξη (ένα φυσικό αντικείμενο) συγκροτεί ένα μοντέλο το οποίο στην κυριολεξία αντικαθιστά το φαινομενικό πράγμα του οποίου αποκτήσαμε την εμπειρία με την πρόθεση μας ( ή το οποίο πειραματιστήκαμε με την πρόθεση μας) με την πολλαπλότητα των προοπτικών του. Έτσι το καθεστώς της φυσικής περιγραφής περιλαμβάνει το γεγονός πώς μπορούμε να έχουμε επιστήμη των «τύπων» ποτέ όμως επιστήμη των «συγκεκριμένων» και πάνω απ’όλα πώς η συγχρονη μετά επιστήμη της υποκειμενικότητος απωθείται ριζικά απο το πλαίσιο.

Την στιγμή που φτάνουμε στο συμπέρασμα πώς το φαινόμενο με το οποίο ασχολούμαστε δέν επαναλαμβάνεται ποτέ με τον ίδιο τρόπο και είναι βασικώς άτρεπτο, η κβαντική θεωρία μάς ανατρέπει αποφασιστικά τον κλασσικό ορισμό του «φυσικού αντικειμένου». Ερχεται λοιπόν σε κρίση η ιδέα πώς με τις σωστές ρυθμίσεις, είναι δυνατόν να επεκτείνουμε χωρίς όρια τις εκφραστικές δυνατότητες της κλασσικής φυσικής γλώσσας. Αυτό μας υποχρεώνει ανάμεσα στα άλλα, όπως προείπαμε, να εγκαταλείψουμε την ιδέα πώς μπορεί να υπάρχει ένα ξεκάθαρο διαχωριστικό όριο ανάμεσα σ’αυτό που περιγράφεται και στον τρόπο με τον οποίο περιγράφεται. Αυτό σημαίνει πώς απο την πρώτη στιγμή, ο παρατηρητής προβάλλει πάνω στην πραγματικότητα που σπουδάζει τις δικές του κατηγορίες και τα δικά του στύλ σκέψης, δίνοντας ζωή σ’έναν τύπο σχέσεως ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο στον οποίο το πρώτο περιβάλλει το δεύτερο στο εσωτερικό προϋπάρχουσων εννοιολογικών εικόνων και το δεύτερο επιβάλλει δεσμεύσεις στην δημιουργία νέων εικόνων και τρόπων αναπαραστάσεως εκ μέρους του πρώτου : είναι μια κυκλοτερής αιτιώδης αλυσίδα, επηρεασμένη απο την ιστορία της, διότι το αντικείμενο δέν πλουτίζει μόνον με λεπτομέρειες οι οποίες αντανακλούν την εσωτερική του φύση, αλλά χαρακτηρίζεται και απο τις ομοιότητες και τις ποιότητες που του αποδόθηκαν απο το υποκείμενο.

Αυτή η κυκλοτερής αιτιώδης αλυσσίδα, καταστρέφει την κλασσική ψευδαίσθηση ότι σε οποιαδήποτε αναφορά τού αποτελέσματος μιας μετρήσεως μπορεί να υπάρχει οποιαδήποτε αντίθεση ανάμεσα στις περιγραφικές εκφράσεις και στις συστατικές εκφράσεις, πάνω στην οποία είχε στηριχθεί η πεποίθηση πώς ανάμεσα στο αντικείμενο και στην περιγραφή εκείνου του αποτελέσματος δέν θα έπρεπε και δέν θα μπορούσε να υπάρχει κανένας τύπος παρέμβασης, και γενικώς, πώς το ίδιο το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι αναγκαίως ανεξάρτητο απο τις συνθήκες παρατηρήσεως.


Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου