Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

Η ΝΕΩΤΕΡΗ ΡΩΣΙΚΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ XII

ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΑΠΟ : ΔΕΥΤΕΡΑ, 7 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2011
FLORENSKIJ-Φλωρενσκι
Η Σχέση σαν πρωτογενής τρόπος υπάρξεως του πραγματικού.

Έτσι λοιπόν η καινούρια κατάσταση πού δημιουργείται φαίρνει καθαρά στό φώς ότι ο εισηγητικός, σημασίας, λόγος, η πληροφορία, δέν είναι η πραγματικότης, αλλά η πραγματικότης του (τού λόγου), πάει νά πεί αυτό πού ο λόγος, η ίδια η πληροφορία, επιλέγει, ξεχωρίζει καί συστήνει σάν πραγματικότητα. Στό φώς αυτής τής διακρίσεως, η θέση τού λόγου, τής εισηγήσεως, μοιάζει αμφιβαλλόμενη καί προβληματική. Από τό ένα μέρος πρέπει νά είναι εξωτερικός στήν εισήγηση, από τό άλλο πρέπει νά εγγράφεται σ’αυτή τήν τελευταία. Αυτή η αοριστία τής εισηγητικής λειτουργίας ευθύνεται γιά τήν αμφισβήτηση τής νομιμότητος τής διακρίσεως, πού συνήθως πραγματοποιούμε στό εσωτερικό κάθε διατυπώσεως, ανάμεσα σέ αποσπάσματα πληροφορίας (πού προορίζονται ακριβώς νά αναφερθούν στά αντικείμενα γιά τά οποία ομιλούμε καί πού συνήθως πραγματοποιούμε μόνοι μας αυτή τή σύσταση, ανεξαρτήτως από τό υπόλοιπο τής φράσεως) καί σέ περιγραφικά αποσπάσματα (ο ρόλος τών οποίων θάπρεπε νά είναι η περιγραφή τών ιδιοτήτων ή τής συμπεριφοράς τών αντικειμένων στά οποία τά προηγούμενα αποσπάσματα αναφέρονται).

Αυτή η αλυσσίδα κυκλικής αιτιότητος, η οποία παράγει μιά παρέμβαση ανάμεσα σ’αυτό πού περιγράφεται καί στόν τρόπο πού περιγράφεται, καί επομένως ανάμεσα στό αντικείμενο γύρω από τό οποίπο διεξάγεται η εισήγηση καί στο υποκείμενο πού μιλάει για αυτό, παραχωρεί στήν πράξη «δημιουργώ μιά συστατική λειτουργία» τό καθήκον νά συγκεντρώσει τήν προσοχή πάνω σέ συγκεκριμένες ποιότητες καί νά επιλέξει συνδυασμούς μέ μερικά άλλα αντικείμενα, αντί γιά άλλα, καί έτσι νά συμπεριλάβει τό αντικείμενο τό ίδιο στό εσωτερικό μιάς προοπτικής πού θά επηρεάζεται σέ πολύ μεγάλο βαθμό από τίς συνθήκες τής παρατηρήσεως, απότά μέσα μετρήσεως πού χρησιμοποιούνται καί ακόμη από τά κυρίαρχα ενδιαφέροντα τού παρατηρητού καί από τά γλωσσικά εργαλεία καί τίς έννοιες πού διαθέτει.

Δέν είναι τυχαίο πού ο φυσικός V.A.Fock μίλησε γιά τήν αναγκαιότητα νά υπογραμμιστεί, στήν έκθεση τών βάσεων τής κβαντικής μηχανικής, η αναγκαιότης νά εισαχθούν νέες βασικές έννοιες, ανάμεσα στίς οποίες, ιδιαιτέρως, η αρχή τής σχετικότητος τών φαινομένων πού μελετώνται στά μέσα παρατηρήσεως.

Παράγεται τοιουτοτρόπως ένα πλαίσιο τό οποίο διαβρώνει ώς επί τό πλείστον τήν πειθώ καί τήν παραδοχή τής παραδοσιακής κατανοήσεως τού ρεαλισμού, οι προϋποθέσεις τού οποίου στηρίζονται στόν διαχωρισμό, στήν θέση καί στήν αναπαραστατικότητα.

Τό πρώτο δηλώνει πώς η αντίληψή μας γιά τήν πραγματικότητα βασίζεται στήν ιδέα ότι, οποιοδήποτε κι άν είναι τό αντικείμενο μελέτης, ο παρατηρητής καί το παρατηρούμενο υπολογίζονται σάν εξωτερικοί ό ένας στό άλλο καί αμοιβαίως ανεξάρτητοι. Πράγμα πού σημαίνει πώς πρέπει νά εκληφθούν σάν ξεχωριστά συστήματα. Βάσει αυτής τής προϋποθέσεως μπορούμε νά δηλώσουμε πώς οι έννοιες μέ τίς οποίες γνωρίζουμεαναφερονται σέ έναν εξωτερικό κόσμο, ανεξέρτητο τού υποκειμένου πού τόν αντιλαμβάνεται.

Η πράξη τής παρατηρήσεως πραγματοποιείται λοιπόν ανάμεσα σέ οντότητες χωρικά ξεχωριστές. Ακόμη καί άν δεχθούμε δέ, μιά οποιαδήποτε μορφή φυσικής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στόν παρατηρητή καί στό παρατηρούμενο, αυτό δέν αναιρεί καθόλου τήν νομιμότητα αυτής τής πρώτης αρχής, καθώς μπορούμε απολύτως σίγουρα νά δεχθούμε πώς υποκείμενο καί αντικείμενο είναι χωρικά διαχωρισμένα τουλάχιστον από τή στιγμή πού παύει η αλληλεπίδραση, λόγω τής παρατηρήσεως.

Η αρχή τής θέσεως, συνδυαζόνενη γενικώς μέ τήν αρχή τού διαχωρισμού, παρότι λογικώς ανεξάρτητη από αυτόν, λέει πώς η κατάσταση ενός οποιουδήποτε συστήματος σέ μιά περιοχή τού χωρόχρονου, δέν μπορεί νά επηρεαστεί από γεγονότα μιάς άλλης περιοχής τού χωρόχρονου, ξεχωρισμένη από τήν πρώτη από ένα διάλλειμα χωρικού τύπου. Ενσωματώνει λοιπόν καί αφομοιώνει όλους τούς δεσμούς πού φανερώνουν μιά σχετικιστική θέση στίς φυσικές αλληλεπιδράσεις καί ιδιαιτέρως τήν παραδοχή πώς υπαρχει άνα όριοστήν ταχύτητα μέ τήν οποία τά σήματα μπορούν νά μεταδοθούν, εκείνο τής ταχύτητος τού φωτός.

Η πιό ξεκάθαρη παραδοχή αυτών τών δύο αρχών καί τής αναγκαιότητος διάκρισής τους βρίσκεται σέ ένα γράμμα πού έγραψε ο Αϊνστάϊν στόν Born στίς 5 Απριλίου 1948.

«Εάν ανεξαρτήτως τής θεωρίας τών κβάντων, αναρωτιόμαστε τί πράγμα χαρακτηρίζει τόν κόσμο τών εννοιών τής φυσικής, έρχεται αμέσως στόν νού τό γεγονός πώς οι έννοιες τής φυσικής αναφέρονται σέ ένα εξωτερικό πραγματικό σύμπαν, δηλ ότι οι αναπαραστάσεις τών αντικειμένων (σώματα, πεδία κτλ.)πού έχουν καθορισθεί από τήν φυσική, προσβλέπουν σέ μιά πραγματική ύπαρξη, ανεξάρτητη από τά υποκέιμενα τής αντιλήψεως. Από τό άλλο μέρος αυτές οι αναπαραστάσεις έχουν τεθεί σέ σχέση, μέ τίς εντυπώσεις τών αισθήσεων, μέ τόν πιό σίγουρο τρόπο. Επιπλέον είναι χαρακτηριστικό τών φυσικών αντικειμένων νά κατανοούνται σάν νά διευθετούνται σέ ένα συνεχές χωροχρονικό. Σ’αυτή τήν διευθέτηση, φαίνεται ουσιώδες τό γεγονός πώς σέ μιά δεδομένη στιγμή τά αντικέιμενα τά οποία εξετάζονται από τή φυσική διεκδικούν μιά ιδιαίτερη αυτόνομη ύπαρξη καθότι «τακτοποιημένα σέ ξεχωριστές περιοχές τού χώρου». Πέρα από τήν υπόθεση μιάς τέτοιας αυτόνομης υπάρξεως (τό Dasein), δέν θά ήταν δυνατή μιά φυσική σκέψη μέ τό συνηθισμένο της νόημα, ούτε φαίνεται πώς θά μπορούσαν νά εκφρασθούν καί νά επαληθευθούν νόμοι τής φυσικής χωρίς έναν ξεκάθαρο διαχωρισμό αυτού τού τύπου. Η θεωρία τών πεδίων οδήγησε στίς έσχατες συνέπειες αυτότό αξίωμα, εντοπίζοντας στά απειροστά στοιχεία τού χώρου (τετάρτης διαστάσεως) καί τά στοιχειώδη αντικείμενα—πού υπάρχουν ανεξάρτητα τό ένα από τό άλλο—πού τίθενται στήν βάση τής θεωρίας, καίτούς στοιχειώδεις νόμους πού ορίζονται γι αυτή.

Χαρακτηριστικό τής αμοιβαίας ανεξαρτησίας ανάμεσα σέ δυό αντικείμενα χωρικώς ξεχωρισμένων (α καί β) είναι τό ακόλουθο αξίωμα, εφαρμοσμένο μέ συνέπεια μόνον στήν θεωρία τών πεδίων: μιά εξωτερική επιρροή εφαρμοσμένη στό α δέν έχει καμία άμμεση επιρροή πάνω στό β. Η ριζική απόρριψη αυτής τής «αρχής τής συνάφειας» θά έκανε αδύνατη τήν ιδέα τής υπάρξεως συστημάτων (σχεδόν) κλειστών καί επομένως τόν καθορισμό νόμων εμπειρικώς επαληθεύσιμων μέ τήν συνηθισμένη σέ μάς σημασία.»

Αυτό πού αναδεικνύει ο Αϊνστάϊν σ’αυτές τίς γραμμές είναι πώς κάθε λόγος γιά τήν φυσική πραγματικότητα, πάνω σ’έναν κόσμο πραγματικό καί εξωτερικό, τόν οποίο περιγράφει η επιστημονική γνώση, βασίζεται, σέ τελευταία ανάλυση, στήν ιδέα τής υπάρξεως αμοιβαίως ανεξαρτήτων (πάνω στό Dasein), συστημάτων χωροχρονικώς διαχωρισμένων. Εάν αρνηθούμε νά αναλάβουμε αυτή τήν προϋπόθεση τότε θά καταστεί δύσκολο νά καταλάβουμε πώς θά μπορούσαν οι νόμοι τής φυσικής νά καθορίζονται καί νά ελέγχονται : ακόμη περισσότερο μάλιστα, θά καταστεί αδύνατη ακόμη καί αυτή η ίδια η φυσική σκέψη,με τό οικείο σέ μάς νόημα πού διαθέτει, καθώς δέν θά κατόρθωνε νά καθορίσει τί πράγμα ακριβώς περιγράφει η φυσική.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Επειδή γινεται αναφορά για τον Αισταιν στο άρθρο αυτο...

...καπου διαβασα, οτι επιτελους πρεπει να γινει η 'αποκαθηλωση' του Εinstein!

Θελω να πω: τελικα δεν πρεπει να ητανε τοσο μεγαλη ιδιοφυία - οπως παρουσιάζεται στα ΜΜΕ!

και ισως διαφημιζεται με το παραπάνω, διοτι ειναι Εβραιος!

********************************

Που στηριζω την αποψη μου;

Οτι αφενος εκλεψε την θεωρια του σε μεγαλο ποσοστό απο τον Ελληνα μαθηματικο Καραθεωδορη...

και αφετερου:

Εκτος της θεωριας της Σχετικότητας, ο Αισταιν εκανε χονδροκομμενα λαθη σε αλλα ζητήματα!

Π.χ. ενωποίηση ολων των δυναμεων σε μια φορμουλα κλπ....

Μυρμιδόνας