Συνέχεια από : Τρίτη, 15 Φεβρουαρίου 2011
Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Πρώτο κεφάλαιο
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Αντικείμενο της πρότασης (θέμα, υποκείμενο) και κατηγορούμενο, κι αυτό είναι που προέχει εδώ, δεν παριστούν ουδόλως μια λογική ανάλυση, μιαν απαγωγή (αφαίρεση), έναν συλλογισμό (Syllogismus), μιαν απόδειξη (που είναι δυνατόν μόνο κατά τη σύνδεση υφισταμένων ήδη προτάσεων), αλλά μιαν απολύτως άλογη, ακριβέστερα: εξωλογική σύνθεση. Το Εγώ είναι ένα μη-Εγώ, το Εγώ αποκαλύπτεται (καθίσταται προσιτό) στο μη-Εγώ και μέσω του μη-Εγώ, το οποίο γίνεται έτσι Εγώ. Κάθε πρόταση περιέχει πάντοτε μια σύνθεση από Εγώ και μη-Εγώ. Πώς μπορεί να προσδιορίζεται όμως τώρα το αντικείμενο της πρότασης μέσω του κατηγορουμένου, το Εγώ στο μη-Εγώ; Δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά λογική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, παρόλο που αυτός ο προσδιορισμός υφίσταται ως ένα θεμελιώδες λογικό γεγονός, με το οποίο γίνεται γενικώς κατ’ αρχάς δυνατή η σκέψη. Η συνειδητή, η αποδίδουσα γι’ αυτήν την ίδια λόγο, εμπειρική και συνεχής στην ανάπτυξή της και την κίνησή της σκέψη δεν είναι σε θέση, να εννοήση τον εαυτό της στη γένεσή της, στο αρχικό της κύτταρο. Η σχέση αντικειμένου της πρότασης και κατηγορουμένου δεν μπορεί να οριστή ως μια αναγκαία και συνεχής σκέψη, αλλά μόνον ως μια αυτο-γέννηση: ακριβώς όπως γεννιέται η λέξη (ο λόγος) σ’ αυτό, το οποίο δεν είναι ακόμα λέξη, έτσι γεννιέται κι η σκέψη εκεί, όπου δεν υπάρχει ακόμα καμμιά λογική συνάρτηση, όπου αυτή η συνάρτηση γεννιέται πολύ περισσότερο κατ’ αρχάς. Αυτή η σχέση είναι λοιπόν αυτό, που εκφράζεται απ’ τον φιλοσοφικό εμπειρισμό ή θετικισμό – που αισθάνεται πολύ καλά την αδυναμία, να εκφράση το πραγματικό, και το ανίσχυρο της λογικής, να θεμελιώση μέσα απ’ αυτήν την ίδια τη συγκεκριμένη γνώση – στο απλοϊκό του ψεύδισμα. Εδώ αναδύεται τώρα φυσικά το ερώτημα, αν μια τέτοια αναγωγή κάθε κρίσεως Α είναι Β (με όλους τους τρόπους της) στον τύπο Εγώ είμαι Α είναι εξουσιοδοτημένη. Δεν πρόκειται πολύ περισσότερο για δυό εντελώς διαφορετικά είδη κρίσεων; Αλλά παρόλο που διακρίνονται βέβαια κατά το περιεχόμενό τους, ταυτίζονται ωστόσο κατά τη διάρθρωσή τους. Το γνωσιολογικά (και ανθρωπολογικά) πρωτογενές και τυπικό είναι βέβαια, αναμφίβολα, το Εγώ είμαι Α. Απ’ το Εγώ αναπτύσσεται η αντωνυμία του δευτέρου και τρίτου προσώπου, κι απ’ το τελευταίο αναπτύσσονται τότε, μέσω μιας προσωποποίησης της έννοιας, όλες οι μορφές της κρίσης. Μπορεί ωστόσο να διατυπωθή ταυτόχρονα και ο ισχυρισμός, πως κάθε κρίση αντικειμενικού περιεχομένου θα μπορούσε να θεωρηθή ως ένα κατηγορούμενο προς το Εγώ, ως ο αυτοπροσδιορισμός του· παρόλο που το αυτοτελές αντικείμενο της πρότασης («αυτό το τραπέζι είναι μαύρο») παρέχει στο αντικειμενικό περιεχόμενο την όψη ενός υποστατικού χαρακτήρα, που δημιουργείται σε αναρίθμητες αντανακλαστικές επαναλήψεις αδιάλειπτα απ’ το Εγώ μας, δεν είναι ωστόσο στην ουσία (γνωσιολογικά και μεταφυσικά) όλες οι προτάσεις αυτού του τύπου τίποτα περισσότερο από ένα κατηγορούμενο στο Εγώ: βλέπω, σκέφτομαι, αισθάνομαι αυτό το τραπέζι ως μαύρο. Αυτή η κρίση εκφράζεται σύντομα στη διαπίστωση της ύπαρξης του τραπεζιού καθ’ εαυτού και (όπως στο Εγώ) για τον εαυτό του: αυτό το τραπέζι είναι μαύρο. Η πηγή της σκέψης δεν βρίσκεται σε κάθε περίπτωση εδώ, σ’ αυτά τα αντικειμενικά κατηγορούμενα, αλλά στον αρχικό τύπο: Είμαι Α, στην αντίθεση Εγώ και μη-Εγώ (όπως έχει παρατηρηθή με εξαιρετικήν οξύνοια από τον Φίχτε – Fichte). Το Εγώ ως υπόσταση είναι κλεισμένο στον εαυτό του και απρόσιτο, πρέπει να γεννήση μέσα απ’ τον εαυτό του, απ’ τα βάθη του, απ’ τη φύση του, την ίδια του την αποκάλυψη, που θα ήταν ήδη απέναντι στο Εγώ κάτι άλλο και μ’ αυτήν την έννοια ένα μη-Εγώ, ταυτόχρονα όμως ωστόσο και η αποκάλυψη του Εγώ. Αυτό είναι που μαρτυρά κα διαγγέλλει ακριβώς το συνδετικό ρήμα «είναι» (αυτό το τόσο οικείο και αθώο για μας στη γραμματική, τόσο μυστηριώδες και σημαντικό ωστόσο στη φιλοσοφία «βοηθητικό ρήμα»). Αυτό το «είναι», το σημαντικότερο εργαλείο στα εγχειρήματα της σκέψης, δεν μπορεί να γίνη κατά κανέναν τρόπο λογικά αντιληπτό, γιατί συνδέει ως όμοιο και ταυτόσημο κάτι ανόμοιο και διαφορετικό. Α είναι Α – είτε είναι αυτό μια μωρία, μια ταυτολογία (Tautologie), μια αποστέρηση της λέξης απ’ το εντελώς συγκεκριμένο της περιεχόμενο, της σημασίας της στα εγχειρήματα της σκέψης, ή όμως μια σύνθεση του ανόμοιου ως όμοιου, του διαφορετικού ως ταυτόσημου. Κάθε «είναι» δεν έχει μια γραμματική και λογική, αλλά μιαν οντολογική έννοια ως αρχή: πραγματοποιείται σ’ αυτό η αυτοφανέρωση της υπόστασης, είναι η γέφυρα πάνω απ’ την άβυσσο, που συνδέει την ουσία με την ύπαρξη, το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο) με το κατηγορούμενο· θεμελιώνει την πραγματικότητα, την ύπαρξη. Το συνδετικό ρήμα «είναι» είναι η ζωή του πραγματικά υπαρκτού. Κι έτσι είναι λοιπόν η ουσία, δηλαδή το πνεύμα, η πραγματοποιούμενη (in actu seiende) τριάδα υποκειμένου, αντικειμένου και της συνάρτησης αναμεταξύ τους, της ύπαρξής τους, όπου και οι τρεις δυνάμεις δεν μπορούν ούτε να χωριστούν η μια απ’ την άλλη ούτε και να συντηχθούν η μια με την άλλη. Δεν υπάρχει καμμιά υπόσταση χωρίς τη φύση, που βρίσκεται στη βάση κάθε αντικειμενικότητας, και δεν υπάρχει καμμιά ύπαρξη χωρίς αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), χωρίς πραγματικά υπαρκτό και χωρίς το κατηγορούμενό του, της φύσης. Το πραγματικά υπαρκτό θέτει (καθορίζει) την ύπαρξη, η ύπαρξη είναι η επικαιρότητα του πραγματικά υπαρκτού, το οποίο βρίσκεται στην πρωτοτυπία του πάνω απ’ την ύπαρξη. Το αμέριστο (αδιαίρετο) αυτών των δυνάμεων θα έπρεπε να είναι βέβαια άνευ ετέρου σαφές, εξίσου σαφές είναι όμως και το ασυγχώνευτό τους. Η φιλοσοφία αμαρτάνει και στις δυό αυτές απόψεις, γιατί αρνείται προς χάριν της ενότητας την τριάδα. Κάθε μια απ’ αυτές τις τρεις δυνάμεις φέρει και περιέχει επίκαιρα και τις άλλες δυό στον εαυτό της. Η καθαρή υποστατικότητα δεν μπορεί, αν δεν είναι προσδιορισμένη στην ύπαρξή της, χωρίς δηλαδή κατηγορούμενο, να είναι αντικείμενο της σκέψης. Το απλώς υποστατικό, ξένο προς τη φύση και έξω από κάθε ύπαρξη, είναι ένα καθαρό μηδέν της αφαίρεσης, που μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε μόνο μέσω μιας αφηρημένης σκέψης, ως ένα υπόλοιπο μετά την απομάκρυνση κάθε περιεχομένου απ’ τη σκέψη. Το συνδετικό ρήμα «είμαι», μέσω του οποίου συνδέεται η υπόσταση, το αντικείμενο της πρότασης, με το κατηγορούμενο, είναι τόσο ισχυρό, ώστε καμμιά δύναμη του ουρανού, της γης και της κόλασης δεν είναι σε θέση, να το διαρρήξη. Κι αυτό το συνδετικό ρήμα συνδέει στην πράξη της ζωής, της ύπαρξης, την υπόσταση με τη φύση της. Η υπόσταση δεν είναι μάλιστα ούτε καν υπόσταση, αν δεν διαθέτη (κατέχη) ένα αντικείμενο ή ένα κατηγορούμενο, είναι αναγκαία η υπόσταση κάποιου οποιουδήποτε ή προς κάποιον οποιονδήποτε. Εξίσου δεν υπάρχουν και προσδιορισμοί ή κατηγορούμενα, που θα ήταν res nullius (πράγματα του μηδενός, μηδενικά πράγματα), που δεν θα είχαν την υποστατική τους όψη. Και είναι άνευ ετέρου σαφές, ότι η ύπαρξη (ή η Kopula – το συνδετικό ρήμα είμαι) έχει αναγκαίως συνδέσιμα αναμεταξύ τους μέλη, αντικείμενο της πρότασης και κατηγορούμενο, κι ότι είναι η ύπαρξη κάποιου οποιουδήποτε ή σε κάτι. Η ουσία (ύλη) είναι επίσης ένα ισόπλευρο τρίγωνο, στο οποίο κάθε γωνία, αδιάφορο από ποιαν εκκινεί κανείς, προϋποθέτει απαραίτητα τις άλλες δυό.
Έτσι είναι λοιπόν η ουσία (ύλη) μια μεταφυσική τριάδα, που βρίσκει στην πρόταση την έκφρασή της. Αυτή η τριάδα δεν επιτρέπεται να συγχυστή όμως σε καμμιά περίπτωση με την (υποτιθέμενη) διαλεκτική τριάδα (Triade) του Χέγκελ, της οποίας οι δυνάμεις είναι είτε ένας απλός διαμελισμός μιας συνθετικά εύστροφης (επιδέξιας) σκέψης ή και δυνάμεις μιας απλής σκέψης, όπου κάθε προηγούμενη απ’ αυτές τις δυνάμεις αναλαμβάνεται ή διατηρείται απ’ την ακόλουθη, και η θέση και η αντίθεση χάνουν τελικά την αυτοτελή έννοιά τους και την ύπαρξή τους, και επιζούν μόνο στη σύνθεση. Παρ’ όλη τη σκόπιμα και υπέρμετρα οξυμένη διαλεκτική διατηρούνται και καθαίρονται (διευκρινίζονται) εντελώς οι αντιφάσεις της στη σχετικότητά τους, αποδεικνυόμενες είτε ως δυνάμεις μιας εννοιολογικής εξέλιξης ή και ως παρανοήσεις. Η τριάδα της ουσίας, για την οποία μιλάμε εδώ, δεν είναι αντίθετα κατά κανέναν τρόπο διαλεκτική, δεν συμβαίνει κανενός είδους ανάπτυξη σ’ αυτήν, δεν υπάρχει σ’ αυτήν καμμιά θέση, αντίθεση και σύνθεση. Υπάρχει βεβαιότατα και σ’ αυτήν μια συνέχεια, μια τάξη, μια συνάρτηση των δυνάμεων (ροπών), εξαρτημένη απ’ τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση. Το αντικείμενο της πρότασης, η υπόσταση, είναι το πρώτο· το κατηγορούμενο, το ε ί δ ο ς , το δεύτερο· το συνδετικό ρήμα είμαι, η ύπαρξη, η φ ύ σ ι ς , το τρίτο. Αλλά δεν μπορεί να πη κανείς κατά κανέναν τρόπο και με καμμιάν έννοια, πως το τρίτο θα ήταν γι’ αυτόν τον λόγο η σύνθεση του πρώτου και του δεύτερου, ή το πρώτο η θέση προς την αντίθεση του δεύτερου. Δεν είναι γενικώς αυτές οι τρεις δυνάμεις λογικής φύσης, όπως συμβαίνει αναγκαστικά στις διαλεκτικές αντιφάσεις. Είναι αντίθετα η έκφραση οντολογικών σχέσεων, που παρέχονται στη λογική και δεν μπορούν, παρ’ όλο που της προξενούν μεγάλες δυσκολίες, να υπερνικηθούν απ’ αυτήν. Το να θέλης να αναγάγης την ουσιαστική τριάδα σε μια διαλεκτική, θα σήμαινε να την παραμερίσης λογικά και να οδηγήσης έτσι τον λογικό μονισμό, την απόλυτη, οικοδομημένη γύρω από ένα ενιαίο κέντρο φιλοσοφία, το σύστημα, στη νίκη. Αυτό είναι όμως αδύνατο. Δεν είναι δυνατό, να αποσπάσης ή να αμβλύνης της γωνίες της ουσιαστικής τριάδας, που είναι το θεμέλιο και το σημείο εκκίνησης κάθε σκέψης. Αυτή η τριάδα είναι απαράδεκτη όμως για τη σκέψη, γιατί αυτή αναζητά μ ι ά ν αρχή και μπορεί να οικοδομήση μόνον από μια. Δεν μπορεί να εκκινήση από τρεις αρχές, αν θέλη να μείνη αυτόνομη (αυτοδύναμη) και εμπειρική (ενυπάρχουσα) κι αν αναγνωρίζη μαζί με τον Παρμενίδη, πως «Σκέψη και σκοπός της σκέψης είναι ένα και το αυτό· γιατί δεν μπορείς να συναντήσης χωρίς το υπάρχον, στο οποίο και βρίσκεται εκφρασμένη, τη σκέψη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα και δεν θα υπάρξη τίποτα έξω απ’ το υπάρχον (ή: το υπαρκτό)» (Diels, Αποσπάσματα των προσωκρατικών, τόμος 1, Berlin 1912, σ. 157). Μια υπερ- ή εξω-λογική διέξοδος αποδεικνύεται ταυτόχρονα και ως αντι-λογική ή, για να το εκφράσουμε διαφορετικά, το αντικείμενο της σκέψης, η ουσία (ύλη), το αληθώς υπάρχον δεν ενυπάρχει, δεν ανήκει στην εμπειρία της σκέψης, όπως το γνωστοποιεί αδιάκοπα με τον Παρμενίδη και θέλει να το επαληθεύη η φιλοσοφία, αλλά είναι μεταφυσικό γι’ αυτήν, παριστά απέναντι στη σκέψη ένα ευρισκόμενο πέρα από κάθε λογική μυστικό, προς το οποίο προχωρά ψηλαφητά κι η ίδια η λογική, καθώς αναζητά να προσανατολιστή για τα ίδια της τα θεμέλια. Η λογική προσκρούει αναγκαία σε αντινομίες, που προσδιορίζουν τη δομή και το έργο της. Η λογική δεν χάνει όμως μ’ αυτό τη δυνατότητα, να παρατηρήση το αληθώς υπάρχον και να φιλοσοφήση πέρα απ’ την έννοια και τη σημασία αυτών των παρατηρήσεων, είναι ωστόσο δεμένη σ’ αυτές τις παρατηρήσεις, η σκέψη έχει εμπειρικές ρίζες. Αυτό όμως σημαίνει, πως η λογική δεν εξέρχεται από έναν κενό τόπο και δεν κλώθει το νήμα της όπως η αράχνη μέσα απ’ αυτήν την ίδια, αλλά έχει το σημείο εκκίνησής της σε μυστικά γεγονότα και μεταφυσικά συμβάντα. Με άλλα λόγια: κάθε φιλοσοφία είναι φιλοσοφία της αποκάλυψης – μιας αποκάλυψης της θεότητας στον κόσμο. Τα αξιώματα της φιλοσοφίας δεν συνάγονται (συμπεραίνονται), αλλά απλώς διατυπώνονται, και μια αυτόνομη, καθαρή φιλοσοφία είναι είτε αδύνατη, ή πρέπει όμως να περιέλθη αναγκαστικώς μοιραία και αναλλοίωτα στην απορία (Aporie), να οδηγήση στην τραγωδία του αδιεξόδου. Τα λόγια αυτά δεν εννοούνται τίποτα λιγότερο παρά σκεπτικά: η πίστη, αντίθετα, στην αλήθεια, πίστη που είναι βαθύτερη από κάθε λογική και βρίσκεται πέρα απ’ την περιοχή της, δεν εξασθενεί και δεν παραλύει κατά κανέναν τρόπο τις απόπειρες, να αναπετάξης προς αυτήν την αλήθεια. Θα ήταν περαιτέρω και λανθασμένο, να δούμε εδώ έναν υποβιβασμό της φιλοσοφίας, η οποία, ελευθερωνόμενη από λανθασμένες απαιτήσεις, διαφυλάσσει τη δική της μόνο, προσήκουσα σ’ αυτήν θέση. Εδώ διαμφισβητούνται και αποκρούονται απλώς και μόνον οι απαιτήσεις του ορθολογισμού (Rationalismus), που αξιώνει να οικοδομήση ένα ενιαίο, απόλυτο, διαφανές παγκόσμιο σύστημα, δηλ. ακριβώς η απαίτηση, που, εμφανιζόμενη άλλοτε μεν σε πολεμικούς και αυτοσυνείδητους (υπερήφανους, αλαζονικούς), κι άλλοτε σε καταπιεσμένους και μελαγχολικούς τόνους, περιγράφει την ψυχή ολόκληρης της καινούργιας φιλοσοφίας απ’ τον Ντεκάρτ (Descartes), και που έχει βρη την πιο ακραία και κλασσική έκφρασή της στον Χέγκελ. Αυτός ο τελευταίος έχει τοποθετήσει εντελώς ανοιχτά και με συνέπεια τη φιλοσοφία πάνω απ’ τη θρησκεία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα του αντικειμένου τους, διακρίνοντας ωστόσο τον τρόπο, με τον οποίον το ιδιοποιούνται. Εμείς διαβεβαιώνουμε (ισχυριζόμαστε) αντίθετα, πως η θρησκεία, ως αποκάλυψη, ως μια μη ορθολογιστική, αλλά δογματική και μυθοπλαστική διδασκαλία, προηγείται της φιλοσοφίας και βρίσκεται κατ’ αυτό το μέτρο πάνω απ’ αυτήν. Μ’ αυτήν την έννοια είναι κάθε φιλοσοφία, ως μια διδασκαλία για τον κόσμο, για το σύμπαν, ταυτόχρονα αναγκαίως και ένα θεολογείν. Αν μπορούσε να δημιουργήση λ ο γ ι κ ά ο άνθρωπος τον κόσμο, αν μπορούσε δηλ. να αντιληφθή (να εννοήση) την ύπαρξη του κόσμου εντελώς μέσω της λογικής, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός ή θα ήταν ένα με τον δημιουργούντα τον κόσμο Θεό (κι αυτό είναι, για το οποίο εγείρει βασικά απαίτηση ο Χέγκελ). Τότε όμως θα ήταν φυσικά η φιλοσοφία του ταυτόχρονα και θεολογία, που θα είχε φτάσει στην ανώτατη βαθμίδα της γνώσης (ή: συνείδησης). Αλλά η ίδια η φιλοσοφία, που είναι προσιτή στον άνθρωπο, είναι πάντοτε και θεολογία, γιατί το μυστικό του Θεού και του κόσμου καθίσταται εδώ λογικά προσιτό μέσω της ανάπτυξης (εξέλιξης) της σκέψης. Δεν έχουμε μόνον (όμως) εδώ προ οφθαλμών την αυτοσυνείδηση (αλαζονεία, αυθάδεια) της ενυπάρχουσας (εμπειρικής) σκέψης, που δεν της λείπει τίποτα, αφού δημιουργεί για τον εαυτό της στην αυτο-γέννησή της το ίδιο της το περιεχόμενο, αλλά εννοούμε εδώ πολύ περισσότερο τα στοιχεία, που βρίσκονται πέρα απ’ τη σκέψη (εκείθεν της σκέψης) και δεν είναι παραδεκτά γι’ αυτήν, αποδεικνύονται ωστόσο ως το βαθύτατο θεμέλιό της. Οι αντινομίες (Antinomien), που καταξεσχίζουν (διαρρηγνύουν) τη λογική – αυτές είναι που ταυτόχρονα την οικοδομούν και την ορίζουν.
Ο «κριτικός αντινομισμός» στη μεταφυσική και τη γνωσιολογία παίρνει έτσι τη θέση του δογματικού ορθολογισμού. Αυτός ο τελευταίος είναι ένα μεθύσκεσθαι με τον ίδιον της τον εαυτό τής λογικής, ένα φούσκωμα (μια φυσίωση) στην τέρψη για την ίδια της τη δύναμη κι η επιθυμία, να εμμείνη κανείς στην περεμβολή της λογικής μέχρι το τέλος, να δοκιμάση το πείραμα μιας λογικής εξήγησης ολόκληρου του κόσμου. Αυτό το πείραμα δεν το διεξήγαγε σε εντελώς μεγαλειώδη μορφή κανένας άλλος παρά ο Χέγκελ. Ο κριτικισμός συνίσταται αντίθετα στην αποσαφήνιση ακριβώς της διάρθρωσης (δομής) της λογικής και των θεμελίων της, κι αυτό όχι προς χάριν του εκθρονισμού της, αλλά της στερέωσής (ενίσχυσής) της. Κι ακριβώς στο φως αυτής της κριτικής εμφανίζεται τώρα η ιστορία της φιλοσοφίας ως τραγική αιρεσιολογία (Häresiologie).
( Τέλος πρώτου κεφαλαίου - Συνεχίζεται )
Αμέθυστος
Σεργίου Μπουλγκάκοφ Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Πρώτο κεφάλαιο
ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ
Αντικείμενο της πρότασης (θέμα, υποκείμενο) και κατηγορούμενο, κι αυτό είναι που προέχει εδώ, δεν παριστούν ουδόλως μια λογική ανάλυση, μιαν απαγωγή (αφαίρεση), έναν συλλογισμό (Syllogismus), μιαν απόδειξη (που είναι δυνατόν μόνο κατά τη σύνδεση υφισταμένων ήδη προτάσεων), αλλά μιαν απολύτως άλογη, ακριβέστερα: εξωλογική σύνθεση. Το Εγώ είναι ένα μη-Εγώ, το Εγώ αποκαλύπτεται (καθίσταται προσιτό) στο μη-Εγώ και μέσω του μη-Εγώ, το οποίο γίνεται έτσι Εγώ. Κάθε πρόταση περιέχει πάντοτε μια σύνθεση από Εγώ και μη-Εγώ. Πώς μπορεί να προσδιορίζεται όμως τώρα το αντικείμενο της πρότασης μέσω του κατηγορουμένου, το Εγώ στο μη-Εγώ; Δεν μπορεί να υπάρξη καμμιά λογική απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, παρόλο που αυτός ο προσδιορισμός υφίσταται ως ένα θεμελιώδες λογικό γεγονός, με το οποίο γίνεται γενικώς κατ’ αρχάς δυνατή η σκέψη. Η συνειδητή, η αποδίδουσα γι’ αυτήν την ίδια λόγο, εμπειρική και συνεχής στην ανάπτυξή της και την κίνησή της σκέψη δεν είναι σε θέση, να εννοήση τον εαυτό της στη γένεσή της, στο αρχικό της κύτταρο. Η σχέση αντικειμένου της πρότασης και κατηγορουμένου δεν μπορεί να οριστή ως μια αναγκαία και συνεχής σκέψη, αλλά μόνον ως μια αυτο-γέννηση: ακριβώς όπως γεννιέται η λέξη (ο λόγος) σ’ αυτό, το οποίο δεν είναι ακόμα λέξη, έτσι γεννιέται κι η σκέψη εκεί, όπου δεν υπάρχει ακόμα καμμιά λογική συνάρτηση, όπου αυτή η συνάρτηση γεννιέται πολύ περισσότερο κατ’ αρχάς. Αυτή η σχέση είναι λοιπόν αυτό, που εκφράζεται απ’ τον φιλοσοφικό εμπειρισμό ή θετικισμό – που αισθάνεται πολύ καλά την αδυναμία, να εκφράση το πραγματικό, και το ανίσχυρο της λογικής, να θεμελιώση μέσα απ’ αυτήν την ίδια τη συγκεκριμένη γνώση – στο απλοϊκό του ψεύδισμα. Εδώ αναδύεται τώρα φυσικά το ερώτημα, αν μια τέτοια αναγωγή κάθε κρίσεως Α είναι Β (με όλους τους τρόπους της) στον τύπο Εγώ είμαι Α είναι εξουσιοδοτημένη. Δεν πρόκειται πολύ περισσότερο για δυό εντελώς διαφορετικά είδη κρίσεων; Αλλά παρόλο που διακρίνονται βέβαια κατά το περιεχόμενό τους, ταυτίζονται ωστόσο κατά τη διάρθρωσή τους. Το γνωσιολογικά (και ανθρωπολογικά) πρωτογενές και τυπικό είναι βέβαια, αναμφίβολα, το Εγώ είμαι Α. Απ’ το Εγώ αναπτύσσεται η αντωνυμία του δευτέρου και τρίτου προσώπου, κι απ’ το τελευταίο αναπτύσσονται τότε, μέσω μιας προσωποποίησης της έννοιας, όλες οι μορφές της κρίσης. Μπορεί ωστόσο να διατυπωθή ταυτόχρονα και ο ισχυρισμός, πως κάθε κρίση αντικειμενικού περιεχομένου θα μπορούσε να θεωρηθή ως ένα κατηγορούμενο προς το Εγώ, ως ο αυτοπροσδιορισμός του· παρόλο που το αυτοτελές αντικείμενο της πρότασης («αυτό το τραπέζι είναι μαύρο») παρέχει στο αντικειμενικό περιεχόμενο την όψη ενός υποστατικού χαρακτήρα, που δημιουργείται σε αναρίθμητες αντανακλαστικές επαναλήψεις αδιάλειπτα απ’ το Εγώ μας, δεν είναι ωστόσο στην ουσία (γνωσιολογικά και μεταφυσικά) όλες οι προτάσεις αυτού του τύπου τίποτα περισσότερο από ένα κατηγορούμενο στο Εγώ: βλέπω, σκέφτομαι, αισθάνομαι αυτό το τραπέζι ως μαύρο. Αυτή η κρίση εκφράζεται σύντομα στη διαπίστωση της ύπαρξης του τραπεζιού καθ’ εαυτού και (όπως στο Εγώ) για τον εαυτό του: αυτό το τραπέζι είναι μαύρο. Η πηγή της σκέψης δεν βρίσκεται σε κάθε περίπτωση εδώ, σ’ αυτά τα αντικειμενικά κατηγορούμενα, αλλά στον αρχικό τύπο: Είμαι Α, στην αντίθεση Εγώ και μη-Εγώ (όπως έχει παρατηρηθή με εξαιρετικήν οξύνοια από τον Φίχτε – Fichte). Το Εγώ ως υπόσταση είναι κλεισμένο στον εαυτό του και απρόσιτο, πρέπει να γεννήση μέσα απ’ τον εαυτό του, απ’ τα βάθη του, απ’ τη φύση του, την ίδια του την αποκάλυψη, που θα ήταν ήδη απέναντι στο Εγώ κάτι άλλο και μ’ αυτήν την έννοια ένα μη-Εγώ, ταυτόχρονα όμως ωστόσο και η αποκάλυψη του Εγώ. Αυτό είναι που μαρτυρά κα διαγγέλλει ακριβώς το συνδετικό ρήμα «είναι» (αυτό το τόσο οικείο και αθώο για μας στη γραμματική, τόσο μυστηριώδες και σημαντικό ωστόσο στη φιλοσοφία «βοηθητικό ρήμα»). Αυτό το «είναι», το σημαντικότερο εργαλείο στα εγχειρήματα της σκέψης, δεν μπορεί να γίνη κατά κανέναν τρόπο λογικά αντιληπτό, γιατί συνδέει ως όμοιο και ταυτόσημο κάτι ανόμοιο και διαφορετικό. Α είναι Α – είτε είναι αυτό μια μωρία, μια ταυτολογία (Tautologie), μια αποστέρηση της λέξης απ’ το εντελώς συγκεκριμένο της περιεχόμενο, της σημασίας της στα εγχειρήματα της σκέψης, ή όμως μια σύνθεση του ανόμοιου ως όμοιου, του διαφορετικού ως ταυτόσημου. Κάθε «είναι» δεν έχει μια γραμματική και λογική, αλλά μιαν οντολογική έννοια ως αρχή: πραγματοποιείται σ’ αυτό η αυτοφανέρωση της υπόστασης, είναι η γέφυρα πάνω απ’ την άβυσσο, που συνδέει την ουσία με την ύπαρξη, το αντικείμενο της πρότασης (το υποκείμενο) με το κατηγορούμενο· θεμελιώνει την πραγματικότητα, την ύπαρξη. Το συνδετικό ρήμα «είναι» είναι η ζωή του πραγματικά υπαρκτού. Κι έτσι είναι λοιπόν η ουσία, δηλαδή το πνεύμα, η πραγματοποιούμενη (in actu seiende) τριάδα υποκειμένου, αντικειμένου και της συνάρτησης αναμεταξύ τους, της ύπαρξής τους, όπου και οι τρεις δυνάμεις δεν μπορούν ούτε να χωριστούν η μια απ’ την άλλη ούτε και να συντηχθούν η μια με την άλλη. Δεν υπάρχει καμμιά υπόσταση χωρίς τη φύση, που βρίσκεται στη βάση κάθε αντικειμενικότητας, και δεν υπάρχει καμμιά ύπαρξη χωρίς αντικείμενο της πρότασης (υποκείμενο), χωρίς πραγματικά υπαρκτό και χωρίς το κατηγορούμενό του, της φύσης. Το πραγματικά υπαρκτό θέτει (καθορίζει) την ύπαρξη, η ύπαρξη είναι η επικαιρότητα του πραγματικά υπαρκτού, το οποίο βρίσκεται στην πρωτοτυπία του πάνω απ’ την ύπαρξη. Το αμέριστο (αδιαίρετο) αυτών των δυνάμεων θα έπρεπε να είναι βέβαια άνευ ετέρου σαφές, εξίσου σαφές είναι όμως και το ασυγχώνευτό τους. Η φιλοσοφία αμαρτάνει και στις δυό αυτές απόψεις, γιατί αρνείται προς χάριν της ενότητας την τριάδα. Κάθε μια απ’ αυτές τις τρεις δυνάμεις φέρει και περιέχει επίκαιρα και τις άλλες δυό στον εαυτό της. Η καθαρή υποστατικότητα δεν μπορεί, αν δεν είναι προσδιορισμένη στην ύπαρξή της, χωρίς δηλαδή κατηγορούμενο, να είναι αντικείμενο της σκέψης. Το απλώς υποστατικό, ξένο προς τη φύση και έξω από κάθε ύπαρξη, είναι ένα καθαρό μηδέν της αφαίρεσης, που μπορούμε να το πραγματοποιήσουμε μόνο μέσω μιας αφηρημένης σκέψης, ως ένα υπόλοιπο μετά την απομάκρυνση κάθε περιεχομένου απ’ τη σκέψη. Το συνδετικό ρήμα «είμαι», μέσω του οποίου συνδέεται η υπόσταση, το αντικείμενο της πρότασης, με το κατηγορούμενο, είναι τόσο ισχυρό, ώστε καμμιά δύναμη του ουρανού, της γης και της κόλασης δεν είναι σε θέση, να το διαρρήξη. Κι αυτό το συνδετικό ρήμα συνδέει στην πράξη της ζωής, της ύπαρξης, την υπόσταση με τη φύση της. Η υπόσταση δεν είναι μάλιστα ούτε καν υπόσταση, αν δεν διαθέτη (κατέχη) ένα αντικείμενο ή ένα κατηγορούμενο, είναι αναγκαία η υπόσταση κάποιου οποιουδήποτε ή προς κάποιον οποιονδήποτε. Εξίσου δεν υπάρχουν και προσδιορισμοί ή κατηγορούμενα, που θα ήταν res nullius (πράγματα του μηδενός, μηδενικά πράγματα), που δεν θα είχαν την υποστατική τους όψη. Και είναι άνευ ετέρου σαφές, ότι η ύπαρξη (ή η Kopula – το συνδετικό ρήμα είμαι) έχει αναγκαίως συνδέσιμα αναμεταξύ τους μέλη, αντικείμενο της πρότασης και κατηγορούμενο, κι ότι είναι η ύπαρξη κάποιου οποιουδήποτε ή σε κάτι. Η ουσία (ύλη) είναι επίσης ένα ισόπλευρο τρίγωνο, στο οποίο κάθε γωνία, αδιάφορο από ποιαν εκκινεί κανείς, προϋποθέτει απαραίτητα τις άλλες δυό.
Έτσι είναι λοιπόν η ουσία (ύλη) μια μεταφυσική τριάδα, που βρίσκει στην πρόταση την έκφρασή της. Αυτή η τριάδα δεν επιτρέπεται να συγχυστή όμως σε καμμιά περίπτωση με την (υποτιθέμενη) διαλεκτική τριάδα (Triade) του Χέγκελ, της οποίας οι δυνάμεις είναι είτε ένας απλός διαμελισμός μιας συνθετικά εύστροφης (επιδέξιας) σκέψης ή και δυνάμεις μιας απλής σκέψης, όπου κάθε προηγούμενη απ’ αυτές τις δυνάμεις αναλαμβάνεται ή διατηρείται απ’ την ακόλουθη, και η θέση και η αντίθεση χάνουν τελικά την αυτοτελή έννοιά τους και την ύπαρξή τους, και επιζούν μόνο στη σύνθεση. Παρ’ όλη τη σκόπιμα και υπέρμετρα οξυμένη διαλεκτική διατηρούνται και καθαίρονται (διευκρινίζονται) εντελώς οι αντιφάσεις της στη σχετικότητά τους, αποδεικνυόμενες είτε ως δυνάμεις μιας εννοιολογικής εξέλιξης ή και ως παρανοήσεις. Η τριάδα της ουσίας, για την οποία μιλάμε εδώ, δεν είναι αντίθετα κατά κανέναν τρόπο διαλεκτική, δεν συμβαίνει κανενός είδους ανάπτυξη σ’ αυτήν, δεν υπάρχει σ’ αυτήν καμμιά θέση, αντίθεση και σύνθεση. Υπάρχει βεβαιότατα και σ’ αυτήν μια συνέχεια, μια τάξη, μια συνάρτηση των δυνάμεων (ροπών), εξαρτημένη απ’ τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση. Το αντικείμενο της πρότασης, η υπόσταση, είναι το πρώτο· το κατηγορούμενο, το ε ί δ ο ς , το δεύτερο· το συνδετικό ρήμα είμαι, η ύπαρξη, η φ ύ σ ι ς , το τρίτο. Αλλά δεν μπορεί να πη κανείς κατά κανέναν τρόπο και με καμμιάν έννοια, πως το τρίτο θα ήταν γι’ αυτόν τον λόγο η σύνθεση του πρώτου και του δεύτερου, ή το πρώτο η θέση προς την αντίθεση του δεύτερου. Δεν είναι γενικώς αυτές οι τρεις δυνάμεις λογικής φύσης, όπως συμβαίνει αναγκαστικά στις διαλεκτικές αντιφάσεις. Είναι αντίθετα η έκφραση οντολογικών σχέσεων, που παρέχονται στη λογική και δεν μπορούν, παρ’ όλο που της προξενούν μεγάλες δυσκολίες, να υπερνικηθούν απ’ αυτήν. Το να θέλης να αναγάγης την ουσιαστική τριάδα σε μια διαλεκτική, θα σήμαινε να την παραμερίσης λογικά και να οδηγήσης έτσι τον λογικό μονισμό, την απόλυτη, οικοδομημένη γύρω από ένα ενιαίο κέντρο φιλοσοφία, το σύστημα, στη νίκη. Αυτό είναι όμως αδύνατο. Δεν είναι δυνατό, να αποσπάσης ή να αμβλύνης της γωνίες της ουσιαστικής τριάδας, που είναι το θεμέλιο και το σημείο εκκίνησης κάθε σκέψης. Αυτή η τριάδα είναι απαράδεκτη όμως για τη σκέψη, γιατί αυτή αναζητά μ ι ά ν αρχή και μπορεί να οικοδομήση μόνον από μια. Δεν μπορεί να εκκινήση από τρεις αρχές, αν θέλη να μείνη αυτόνομη (αυτοδύναμη) και εμπειρική (ενυπάρχουσα) κι αν αναγνωρίζη μαζί με τον Παρμενίδη, πως «Σκέψη και σκοπός της σκέψης είναι ένα και το αυτό· γιατί δεν μπορείς να συναντήσης χωρίς το υπάρχον, στο οποίο και βρίσκεται εκφρασμένη, τη σκέψη. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα και δεν θα υπάρξη τίποτα έξω απ’ το υπάρχον (ή: το υπαρκτό)» (Diels, Αποσπάσματα των προσωκρατικών, τόμος 1, Berlin 1912, σ. 157). Μια υπερ- ή εξω-λογική διέξοδος αποδεικνύεται ταυτόχρονα και ως αντι-λογική ή, για να το εκφράσουμε διαφορετικά, το αντικείμενο της σκέψης, η ουσία (ύλη), το αληθώς υπάρχον δεν ενυπάρχει, δεν ανήκει στην εμπειρία της σκέψης, όπως το γνωστοποιεί αδιάκοπα με τον Παρμενίδη και θέλει να το επαληθεύη η φιλοσοφία, αλλά είναι μεταφυσικό γι’ αυτήν, παριστά απέναντι στη σκέψη ένα ευρισκόμενο πέρα από κάθε λογική μυστικό, προς το οποίο προχωρά ψηλαφητά κι η ίδια η λογική, καθώς αναζητά να προσανατολιστή για τα ίδια της τα θεμέλια. Η λογική προσκρούει αναγκαία σε αντινομίες, που προσδιορίζουν τη δομή και το έργο της. Η λογική δεν χάνει όμως μ’ αυτό τη δυνατότητα, να παρατηρήση το αληθώς υπάρχον και να φιλοσοφήση πέρα απ’ την έννοια και τη σημασία αυτών των παρατηρήσεων, είναι ωστόσο δεμένη σ’ αυτές τις παρατηρήσεις, η σκέψη έχει εμπειρικές ρίζες. Αυτό όμως σημαίνει, πως η λογική δεν εξέρχεται από έναν κενό τόπο και δεν κλώθει το νήμα της όπως η αράχνη μέσα απ’ αυτήν την ίδια, αλλά έχει το σημείο εκκίνησής της σε μυστικά γεγονότα και μεταφυσικά συμβάντα. Με άλλα λόγια: κάθε φιλοσοφία είναι φιλοσοφία της αποκάλυψης – μιας αποκάλυψης της θεότητας στον κόσμο. Τα αξιώματα της φιλοσοφίας δεν συνάγονται (συμπεραίνονται), αλλά απλώς διατυπώνονται, και μια αυτόνομη, καθαρή φιλοσοφία είναι είτε αδύνατη, ή πρέπει όμως να περιέλθη αναγκαστικώς μοιραία και αναλλοίωτα στην απορία (Aporie), να οδηγήση στην τραγωδία του αδιεξόδου. Τα λόγια αυτά δεν εννοούνται τίποτα λιγότερο παρά σκεπτικά: η πίστη, αντίθετα, στην αλήθεια, πίστη που είναι βαθύτερη από κάθε λογική και βρίσκεται πέρα απ’ την περιοχή της, δεν εξασθενεί και δεν παραλύει κατά κανέναν τρόπο τις απόπειρες, να αναπετάξης προς αυτήν την αλήθεια. Θα ήταν περαιτέρω και λανθασμένο, να δούμε εδώ έναν υποβιβασμό της φιλοσοφίας, η οποία, ελευθερωνόμενη από λανθασμένες απαιτήσεις, διαφυλάσσει τη δική της μόνο, προσήκουσα σ’ αυτήν θέση. Εδώ διαμφισβητούνται και αποκρούονται απλώς και μόνον οι απαιτήσεις του ορθολογισμού (Rationalismus), που αξιώνει να οικοδομήση ένα ενιαίο, απόλυτο, διαφανές παγκόσμιο σύστημα, δηλ. ακριβώς η απαίτηση, που, εμφανιζόμενη άλλοτε μεν σε πολεμικούς και αυτοσυνείδητους (υπερήφανους, αλαζονικούς), κι άλλοτε σε καταπιεσμένους και μελαγχολικούς τόνους, περιγράφει την ψυχή ολόκληρης της καινούργιας φιλοσοφίας απ’ τον Ντεκάρτ (Descartes), και που έχει βρη την πιο ακραία και κλασσική έκφρασή της στον Χέγκελ. Αυτός ο τελευταίος έχει τοποθετήσει εντελώς ανοιχτά και με συνέπεια τη φιλοσοφία πάνω απ’ τη θρησκεία, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα την ταυτότητα του αντικειμένου τους, διακρίνοντας ωστόσο τον τρόπο, με τον οποίον το ιδιοποιούνται. Εμείς διαβεβαιώνουμε (ισχυριζόμαστε) αντίθετα, πως η θρησκεία, ως αποκάλυψη, ως μια μη ορθολογιστική, αλλά δογματική και μυθοπλαστική διδασκαλία, προηγείται της φιλοσοφίας και βρίσκεται κατ’ αυτό το μέτρο πάνω απ’ αυτήν. Μ’ αυτήν την έννοια είναι κάθε φιλοσοφία, ως μια διδασκαλία για τον κόσμο, για το σύμπαν, ταυτόχρονα αναγκαίως και ένα θεολογείν. Αν μπορούσε να δημιουργήση λ ο γ ι κ ά ο άνθρωπος τον κόσμο, αν μπορούσε δηλ. να αντιληφθή (να εννοήση) την ύπαρξη του κόσμου εντελώς μέσω της λογικής, τότε θα ήταν ο ίδιος θεός ή θα ήταν ένα με τον δημιουργούντα τον κόσμο Θεό (κι αυτό είναι, για το οποίο εγείρει βασικά απαίτηση ο Χέγκελ). Τότε όμως θα ήταν φυσικά η φιλοσοφία του ταυτόχρονα και θεολογία, που θα είχε φτάσει στην ανώτατη βαθμίδα της γνώσης (ή: συνείδησης). Αλλά η ίδια η φιλοσοφία, που είναι προσιτή στον άνθρωπο, είναι πάντοτε και θεολογία, γιατί το μυστικό του Θεού και του κόσμου καθίσταται εδώ λογικά προσιτό μέσω της ανάπτυξης (εξέλιξης) της σκέψης. Δεν έχουμε μόνον (όμως) εδώ προ οφθαλμών την αυτοσυνείδηση (αλαζονεία, αυθάδεια) της ενυπάρχουσας (εμπειρικής) σκέψης, που δεν της λείπει τίποτα, αφού δημιουργεί για τον εαυτό της στην αυτο-γέννησή της το ίδιο της το περιεχόμενο, αλλά εννοούμε εδώ πολύ περισσότερο τα στοιχεία, που βρίσκονται πέρα απ’ τη σκέψη (εκείθεν της σκέψης) και δεν είναι παραδεκτά γι’ αυτήν, αποδεικνύονται ωστόσο ως το βαθύτατο θεμέλιό της. Οι αντινομίες (Antinomien), που καταξεσχίζουν (διαρρηγνύουν) τη λογική – αυτές είναι που ταυτόχρονα την οικοδομούν και την ορίζουν.
Ο «κριτικός αντινομισμός» στη μεταφυσική και τη γνωσιολογία παίρνει έτσι τη θέση του δογματικού ορθολογισμού. Αυτός ο τελευταίος είναι ένα μεθύσκεσθαι με τον ίδιον της τον εαυτό τής λογικής, ένα φούσκωμα (μια φυσίωση) στην τέρψη για την ίδια της τη δύναμη κι η επιθυμία, να εμμείνη κανείς στην περεμβολή της λογικής μέχρι το τέλος, να δοκιμάση το πείραμα μιας λογικής εξήγησης ολόκληρου του κόσμου. Αυτό το πείραμα δεν το διεξήγαγε σε εντελώς μεγαλειώδη μορφή κανένας άλλος παρά ο Χέγκελ. Ο κριτικισμός συνίσταται αντίθετα στην αποσαφήνιση ακριβώς της διάρθρωσης (δομής) της λογικής και των θεμελίων της, κι αυτό όχι προς χάριν του εκθρονισμού της, αλλά της στερέωσής (ενίσχυσής) της. Κι ακριβώς στο φως αυτής της κριτικής εμφανίζεται τώρα η ιστορία της φιλοσοφίας ως τραγική αιρεσιολογία (Häresiologie).
( Τέλος πρώτου κεφαλαίου - Συνεχίζεται )
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου