Σάββατο 26 Φεβρουαρίου 2011

Η ΡΗΤΟΡΙΚΗ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ


Η ρητορική έχει σάν σκοπό της τήν πειθώ, ανακαλύπτει δηλ. ποιοί είναι οι τρόποι καί τά μέσα γιά νά πείσει γενικώς γύρω από οποιοδήποτε θέμα. Η ρητορική παρουσιάζει αναλογίες μέ τήν λογική καί πιό συγκεκριμένα μέ τήν διαλεκτική. Διότι η λογική μελετά τίς δομές τής σκέψεως καί τού συλλογισμού οι οποίες ξεκινούν από στοιχεία πού στηρίζονται στήν γνώμη. Στοιχεία τά οποία είναι αποδεκτά από όλους ή από τήν πλειοψηφία. Αναλόγως καί η ρητορική μελετά τίς προόδους μέ τίς οποίες οι άνθρωποι συμβουλεύουν, κατηγορούν, υπερασπίζονται, εξυμνούν (πράξεις πού ανήκουν στήν πειθώ), καί ξεκινούν ακριβώς από πιθανές γνώμες.


Αυτή αποτελεί τήν εξωτερική της μορφολογική αναλογία, διότι από πλευράς περιεχομένου έχει τήν αναλογία της στήν ηθική καί στήν πολιτική. Διότι οι άνθρωποι εξασκούν τήν τέχνη τής πειθούς στά δικαστήρια, στίς συνάξεις καί γενικώς γιά να εξυμνήσουν ή νά καταγγείλουν (γύρω απο τό καλό καί τό κακό, από τήν αρετή καί τό πάθος).

Σήμερα η τέχνη τής πειθούς, η πολιτική, στηρίζεται στά πάθη τού ανθρώπου γιά νά πείσει καί γενικώς ανακαλώντας τό παράλογο στοιχείο του. Διότι σήμερα η πολιτική είναι ανήθικη.

Θά εκπλαγούμε ανακαλύπτοντας τήν γνώση πού είχαν οι αρχαίοι γύρω από τά πάθη τής ψυχής. Τά πάθη τού λόγου. Διότι η ρητορική αφορά τόν λόγο τού ανθρώπου.

========================

Βιβλίον α´

[1354a]I. ἡ ῥητορική ἐστιν ἀντίστροφος τῇ διαλεκτικῆ: ἀμφότεραι γὰρ περὶ τοιούτων τινῶν εἰσιν ἃ κοινὰ τρόπον τινὰ ἁπάντων ἐστὶ γνωρίζειν καὶ οὐδεμιᾶς ἐπιστήμης ἀφωρισμένης: διὸ καὶ πάντες τρόπον τινὰ μετέχουσιν ἀμφοῖν: πάντες γὰρ μέχρι (5) τινὸς καὶ ἐξετάζειν καὶ ὑπέχειν λόγον καὶ ἀπολογεῖσθαι καὶ κατηγορεῖν ἐγχειροῦσιν[2] τῶν μὲν οὖν πολλῶν οἱ μὲν εἰκῇ ταῦτα δρῶσιν, οἱ δὲ διὰ συνήθειαν ἀπὸ ἕξεως:

Βιβλίο πρώτο, 1354α

Η ρητορική είναι αντίστροφος (αντιστοιχεί) πρός τήν διαλεκτική (μέθοδος πού στηρίζεται σέ ερωτήσεις καί απαντήσεις). Διότι καί οι δύο αυτές τέχνες αφορούν θέματα γνωστά γενικώς, χωρίς νά ανήκουν στήν δικαιοδοσία μιάς επιστήμης. Γι αυτό καί όλοι μετέχουν ώς ένα βαθμό σ’αυτές τίς δύο τέχνες, αφού καί όλοι δοκιμάζουν μέχρις ενός σημείου νά εξετάζουν καί να λογοδοτούν καί νά απολογούνται καί νά κατηγορούν. Από τούς πολλούς όμως, άλλοι μέν τά καταφέρνουν όπως τύχει, άλλοι δέ συνηθίζουν ασκούμενοι

Βιβλίον β´

I. ἐκ τίνων μὲν οὖν δεῖ καὶ προτρέπειν καὶ ἀποτρέπειν, καὶ ἐπαινεῖν καὶ ψέγειν, καὶ κατηγορεῖν καὶ ἀπολογεῖσθαι, καὶ ποῖαι δόξαι καὶ προτάσεις χρήσιμοι πρὸς τὰς τούτων πίστεις, ταῦτ' ἐστίν: περὶ γὰρ τούτων καὶ ἐκ τούτων τὰ ἐνθυμήματα, (20) ὡς περὶ ἕκαστον εἰπεῖν ἰδίᾳ τὸ γένος τῶν λόγων.

[2] ἐπεὶ δὲ ἕνεκα κρίσεώς ἐστιν ἡ ῥητορική καὶ γὰρ τὰς συμβουλὰς κρίνουσι καὶ ἡ δίκη κρίσις ἐστίν, ἀνάγκη μὴ μόνον πρὸς τὸν λόγον ὁρᾶν, ὅπως ἀποδεικτικὸς ἔσται καὶ πιστός, ἀλλὰ καὶ αὑτὸν ποιόν τινα καὶ τὸν κριτὴν κατασκευάζειν: [3] πολὺ γὰρ διαφέρει (25) πρὸς πίστιν, μάλιστα μὲν ἐν ταῖς συμβουλαῖς, εἶτα καὶ ἐν ταῖς δίκαις, τό τε ποιόν τινα φαίνεσθαι τὸν λέγοντα καὶ τὸ πρὸς αὑτοὺς ὑπολαμβάνειν πως διακεῖσθαι αὐτόν, πρὸς δὲ τούτοις ἐὰν καὶ αὐτοὶ διακείμενοί πως τυγχάνωσιν

[4] τὸ μὲν οὖν ποιόν τινα φαίνεσθαι τὸν λέγοντα χρησιμώτερον εἰς τὰς (30) συμβουλάς ἐστιν, τὸ δὲ διακεῖσθαί πως τὸν ἀκροατὴν εἰς τὰς δίκας: οὐ γὰρ ταὐτὰ φαίνεται φιλοῦσι καὶ μισοῦσιν, οὐδ' ὀργιζομένοις καὶ πράως ἔχουσιν, [1378a] (1) ἀλλ' ἢ τὸ παράπαν ἕτερα ἢ κατὰ μέγεθος ἕτερα: τῷ μὲν γὰρ φιλοῦντι περὶ οὗ ποιεῖται τὴν κρίσιν ἢ οὐκ ἀδικεῖν ἢ μικρὰ δοκεῖ ἀδικεῖν, τῷ δὲ μισοῦντι τοὐναντίον: καὶ τῷ μὲν ἐπιθυμοῦντι καὶ εὐέλπιδι ὄντι, ἐὰν ᾖ τὸ ἐσόμενον ἡδύ, καὶ ἔσεσθαι καὶ ἀγαθὸν ἔσεσθαι φαίνεται, τῷ (5) δ' ἀπαθεῖ καὶ δυσχεραίνοντι τοὐναντίον.

Βιβλίο β 1378 α

Τά μέσα λοιπόν τά οποία χρειαζόμαστε γιά νά πείθουμε καί νά μεταπείθουμε γιά νά ψέγουμε καί νά επαινούμε, γιά νά κατηγορούμε καί νά απολογούμεθα, καθώς καί οι γνώμες καί προτάσεις πού μπορούν νά μάς χρησιμεύσουν γιά νά πείθουμε είναι όσα εκθέσαμε παραπάνω. Διότι από τίς γνώμες κι από τίς προτάσεις αυτές εξάγομεν τά ενθυμήματα, πού αρμόζουν σέ κάθε είδος λόγου.

Επειδή δέ η ρητορική αποβλέπει στό νά προκαλέσει κάποιαν απόφαση (διότι καί στίς συνελεύσεις απόφασις λαμβάνεται καί σέ απόφαση αποβλέπει η δίκη), πρέπει αναγκαίως νά μήν προσέχουμε μόνο πρός τόν λόγο καθ’εαυτόν, πώς θά είναι αποδεικτικός καί πειστικός, αλλα νά φέρουμε καί τόν εαυτό μας καί τόν κριτή σέ ορισμένη διάθεση, διότι συντελεί πολύ στήν πειθώ, ιδίως δέ στίς συνελεύσεις καί κατόπιν καί στίς δίκες, νά φαίνεται ο λέγων ότι εμφορείται από ωρισμένα αισθήματα καί έτσι νά έχουν τήν αντίληψη οι ακούοντες ότι διάκειται φιλικώς πρός αυτούς, προ πάντων δέ εάν καί αυτοί συμβαίνει νά έχουν τίς ίδιες πρός εκείνον διαθέσεις.

Καί η μέν επίδειξις κάποιων διαθέσεων από τόν λέγοντα είναι χρήσιμος στίς συζητήσεις, νά διάκειται ευνοικώς ο ακροατής πρός τόν λέγοντα είναι χρήσιμο στίς δίκες. Διότι τά πράγματα δέν φαίνονται όμοια στούς αγαπώντες καί στούς μισούντες, ούτε στούς εν οργή διατελούντες καί τούς πράους τόν χαρακτήρα, αλλά ή όλως διόλου άλλα, ή κατά το μέγεθος διαφορετικά. Διότι στόν μέν φιλικώς διακείμενον εκείνος τόν οποίο δικάζει φαίνεται ή ότι δέν αδίκησε ή ότι μικρό είναι τό αδίκημά του, ενώ στόν μισούντα φαίνεται τό εναντίον. Ομοίως όταν επιθυμούμε καί ελπίζουμε ότι θά επιτύχωμε κάτι καί όταν τό κάτι αυτό είναι ευχάριστο, μάς φαίνεται ότι καί θά έλθη καί θά είναι καλό γιά εμάς, ενώ στόν αδιάφορο καί στον δύσπιστο τό εναντίον.

Συνεχίζεται

Αμέθυστος

Δεν υπάρχουν σχόλια: